Η ειρεσιώνη ήταν ένα αρκετά μεγάλο κλαδί ελιάς ή δάφνης που διακοσμούσαν οι αρχαίοι Έλληνες με όλων των ειδών τους καρπούς, κάστανα, καρύδια, αμύγδαλα κ.ά. –εξαιρουμένων του μήλου και του αχλαδιού– πλεγμένους με λευκό ή κόκκινο μαλλί (έριον, εξ ου και το όνομά της). Κρεμούσαν ακόμη στο κλαδί μικρά φυαλίδια με μέλι, γάλα και κρασί.
Ήταν το σύμβολο της ευφορίας, της γονιμότητας και της ζωής, η οποία γεννιέται ξανά μετά τον χειμερινό θάνατό της.
H παράσταση της ίδιας της γης, γι’ αυτό η παρουσία της και η επαφή μαζί της μετέδιδαν στον άνθρωπο τις γονιμικές δυνάμεις που ενυπήρχαν σε αυτήν.
Nέο έτος οι αρχαίοι είχαν την πρώτη νέα Σελήνη του μηνός Εκατομβαιώνα (Ιούλιος-Αύγουστος). Το θρησκευτικό όμως εορτολόγιο του αττικού ημερολογίου άρχιζε με την άροση για τη νέα σπορά κατά τον μήνα Πυανεψιώνα που ήταν ο τέταρτος μήνας του αττικού ημερολογίου (μέσα Οκτωβρίου ως τα μέσα Νοεμβρίου) και συνοδευόταν από πολλά έθιμα για καλή έναρξη και πορεία. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η Ευετηρία (η καλή χρονιά) ήταν θεοποιημένη από τους αρχαίους και σε πολλές πόλεις υπήρχαν αγάλματα προς τιμήν της.
Στις 7 του μηνός του Πυανεψιώνα, λοιπόν, οι Αθηναίοι γιόρταζαν τα Πυανέψια ή Πυανόψια, προς τιμήν του Απόλλωνος. Τότε προσέφεραν στον θεό τις απαρχές των οσπρίων ανακατεμένων με κριθάρι (πύανοι), περιφέροντας σε πομπή κατά τη διάρκεια της εορτής την ειρεσιώνη που ήταν στολισμένη με ό,τι προαναφέραμε, και αποτελούσε το έμβλημα όλης της εορτής.
Μια άλλη επίσης θρησκευτική εορτή των Αθηναίων αλλά και άλλων ιωνικών πόλεων, τα Θαργήλια, που τελούνταν στις 6 και στις 7 του μηνός Θαργηλιώνος (μέσα Μαΐου-μέσα Ιουνίου), γινόταν και αυτή κυρίως προς τιμήν του Απόλλωνος αλλά και της αδελφής του Αρτέμιδος, επειδή θεωρείτο ότι ήτο η γενέθλιος ημέρα τους. Η λέξη «Θάργηλος» σήμαινε τους πρώτους, άγουρους καρπούς, τους οποίους προσέφεραν ως «απαρχή», προσφορά στον θεό, είτε μέσα σε «θάργηλον χύτραν» είτε φτιάχνοντας «θάργηλον άρτον». Στη διάρκεια και αυτής της εορτής, που συνοδευόταν από μουσικούς αγώνες, περιέφεραν σε πομπή πάλι την ειρεσιώνη, για να εκφράσουν τις ευχαριστίες τους στους θεούς για τη γονιμότητα της χρονιάς που πέρασε, παρακαλώντας τους να συνεχιστεί και την επόμενη περίοδο και ζητώντας τους να έχουν τη βοήθειά τους σε εποχή πείνας, επιδημίας, ή άλλης δυσκολίας.
Το μεγάλο κλαδί της ελιάς για την ειρεσιώνη κοβόταν κατά την εορτή των Παναθηναίων από τις μορίες. Οι μορίες ήταν 12 ιερά ελαιόδενδρα που ανήκαν στη θεά Αθηνά, την επονομαζόμενη Μορία. Πιο γνωστές ήταν οι μορίες του άλσους της Ακαδήμειας, που θεωρούνταν καταβολάδες των ιερών ελαιών της Ακρόπολης, και εποπτεύονταν από τον Άρειο Πάγο και τους άρχοντες. Το κλαδί κρατούσε ένας αμφιθαλής παις, που ζούσαν δηλαδή και οι δύο του γονείς, και το περιέφερε στη διάρκεια της πομπής. Κατά την περιφορά, όπως μας παραδίδει ο Πλούταρχος, έλεγαν ένα θρησκευτικό άσμα, παρακαλώντας για την ευμένεια της θεάς, που και αυτό λεγόταν ειρεσιώνη.
Ειρεσιώνη σύκα φέρει και πίονας άρτους / και μέλι εν κοτύλη
και έλαιον αποψήσασθαι εν κύλικ’ εύζωρον, ως αν μεθύουσα καθεύδη
Μεταφραζόμενο: Η ειρεσιώνη φέρνει τα σύκα και το ψωμί που μας τρέφει και το μέλι στο κύπελλο και το λάδι για να αλείψουμε το σώμα μας και την κούπα με το αγνό κρασί που φέρνει τον ύπνο από το μεθύσι.
Η «Ειρεσιώνη» προέρχεται από τη λέξη είρος (έριον=μαλλί). Συμφωνα με πολλές αναφορές σε αρχαία κείμενα, ηταν κλάδος ελιάς η αγριελιάς (κότινος) στολισμένος με γιρλάντες από μαλλί λευκό και κόκκινο και έφερε κρεμασμένα τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς (σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα, δημητριακά, εκτός μήλου και αχλαδιού). Έφερε επίσης φιάλες απο λάδι και μέλι.
Η «Ειρεσιώνη» περιφερόταν στους δρόμους των Αθηνών, την έβδομη ημέρα του Πυανεψίωνος μηνός (22 Σεπτεμβρίου – 20 Οκτωβρίου) απο παιδιά «αμφιθαλή», των οποίων δηλαδή και οι δύο γονείς ζούσαν και τα οποία έψαλλαν «τις καλένδες» (κάλαντα) από σπίτι σε σπίτι, παίρνοντας φιλοδώρημά από το νοικοκύρη ή την κυρά.
Όταν τα παιδιά έφθαναν στα δικά τους σπίτια, ιδίως στα αγροτικά, κατά τον Αριστοφάνη, κρεμούσαν την «Ειρεσιώνη» πάνω από την εξώπορτά τους, όπου έμενε μέχρι την ίδια ημέρα του επόμενου έτους, οπότε, αφού τοποθετούσαν την νέα, κατέβαζαν την παλιά και την έκαιγαν. Κατά το τελετουργικό, ένας «αμφιθαλής» νεαρός περιέχυνε την ειρεσιώνη με κρασί από έναν τελετουργικό αμφορέα και την κρεμούσε στην πύλη του ναού του Απόλλωνα.
Τα «Πυανέψια» ή «Πυανόψια» ήταν γιορτή στην αρχαία Αθήνα προς τιμήν του Απόλλωνα με αναίμακτη θυσία καρπών και φρούτων, ενώ κατά την κλασική εποχή, αποτελούσαν μέρος της γιορτής των Θησείων. O Λυκούργος αναφέρει ότι στην Αθήνα η γιορτή ονομαζόταν «Πυανόψια», ενώ οι υπόλοιποι Έλληνες την αποκαλούσαν «Πανόψια», γιατί «φαίνονταν όλοι οι καρποί».
Η ιστορία της γιορτής, σύμφωνα με τη μυθολογία
Σύμφωνα με την παράδοση, το έθιμο καθιερώθηκε από τον Θησέα, όταν ξεκίνησε για την Κρήτη για να σκοτώσει τον Μινώταυρο. Ύστερα, σταμάτησε στην Δήλο, όπου έκανε θυσία στον Απόλλωνα, λέγοντας ότι, σε περίπτωση που κερδίσει την μάχη με τον Μινώταυρο, θα του πρόσφερε στολισμένα κλαδιά ελιάς για να τον ευχαριστήσει. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του, ο Θησέας εκπλήρωσε τη υπόσχεσή του καθιερώνοντας τον θεσμό της «Ειρεσιώνης».
Η μετάβαση στο έλατο
Το θεοκρατικό καθεστώς του Βυζαντίου καταδίκασε το έθμιμο ως ειδωλολατρικό και απαγόρευσε την τέλεσή του. Ωστόσο, οι Έλληνες που ταξίδευαν πολύ το μετάδωσαν στους Βόρειους λαούς, οι οποίοι λογω έλλειψης ελαιοδέντρων, στόλιζαν κλαδιά από τα δέντρα που φύονταν στις περιοχές τους, όπως είναι τα έλατα.
Αμφιθαλή παιδιά, τραγουδώντας αυτό το τραγούδι, περιέφεραν στην πόλη τα κλαδιά της ειρεσιώνης, τα κρεμούσαν στις πόρτες των σπιτιών, εύχονταν στον νοικοκύρη «πλούτον», «ευφροσύνην», ειρήνην αγαθή», «άγγεα μεστά», και έπαιρναν μικρά δώρα. Τα κλαδιά αυτά παρέμεναν κρεμασμένα όλον τον χρόνο.
Μάλιστα, το λεξικό Σούδα προσθέτει ότι η λέξη κύαμος λεγόταν στα αρχαία πύανος, έτσι συνάγεται ότι ίσως και να μοιραζόταν και χυλός από κουκιά στα παιδιά της Αθήνας που ελάμβαναν μέρος στην πομπή της ειρεσιώνης.
Με αυτόν τον τρόπο γιόρταζαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι τη δική τους νέα χρονιά.
Να σημειωθεί, ακόμη, ότι ο συγγραφέας του βίου του Ομήρου, που λανθασμένα είχε αποδοθεί στον Ηρόδοτο, περιγράφει ότι ο ύψιστος ποιητής μας, περνώντας τον χειμώνα στη νήσο Σάμο, πήγαινε κάθε πρώτη του μηνός στις οικίες των πλουσίων άδοντας την ειρεσιώνη και έπαιρνε φιλοδώρημα. Οι στίχοι, κάπως παραφρασμένοι λόγω δυσκολιών στην ερμηνεία τους, είναι σε ελεύθερη απόδοση από τον Χαρ. Κριτζά:
«Σ’ αρχοντικό εμπήκαμε μεγάλου νοικοκύρη,
με λόγο που ’χει πέραση και μ’ αγαθά περίσσα…
Ανοίξτε πόρτες διάπλατα να μπουν μεγάλα πλούτη,
μαζί κι η θαλερή χαρά κι η βλογημένη ειρήνη.
Γιομάτοι να ’ν’ οι πίθοι σας, πολλά τα ζυμωτά σας.
Κι ο κριθαρένιος ο χυλός με το πολύ σουσάμι.
Νύφη για τον μοναχογιό να κάτσει τραγουδώντας
στ’ αμάξι που το σέρνουνε τα δυνατά μουλάρια,
να ’ρθεί σ’ αυτό το σπιτικό, να υφαίνει τα προικιά της.
Κάθε χρονιά θε να ’ρχομαι κι εγώ σαν χελιδόνι…
Μα φέρε γρήγορα λοιπόν ό,τι είναι να μας δώσεις,
γιατί αλλιώς θα φύγουμε, δεν θα ξημερωθούμε ».
Τα άσματα αυτά, ως ευχετήρια και εγκωμιαστικά, βλέπουμε ότι αποτελούν κληρονομιά από το βάθος του χρόνου της αρχαιοελληνικής μας παράδοσης. Επί ρωμαϊκής εποχής ονομάσθηκαν κάλαντα, από τις καλένδες του Ιανουαρίου, κατά τις οποίες οι αρχαίοι Ρωμαίοι αντήλλασσαν και αυτοί, όπως και τώρα, ευχές και μικρά δώρα για το νέο έτος. Συνέπιπτε δε κατά τις καλένδες εκείνες να εορτάζεται από τους Χριστιανούς και η επέτειος της γέννησης του Χριστού, προτού ορισθεί κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ., την 25η Δεκεμβρίου.
Επιπροσθέτως, η χρήση αειθαλούς δέντρου, στεφανιού και γιρλάντας ως σύμβολα της αιώνιας ζωής, θεωρείται ότι ήταν αρχαίο έθιμο και των Αιγυπτίων, των Κινέζων και των Εβραίων.
Στην Ευρώπη είναι πολύ γνωστοί μας οι Δρυίδες (Κέλτες ιερείς που ασκούσαν χρέη παιδαγωγού και κριτή στη Γαλατία, στη Βρετανια και στην Ιρλανδία) που λάτρευαν τη βαλανιδιά (δρυς) και το γκυ. Επομένως είναι φυσικό η λατρεία των δέντρων να επιβίωσε και μετά τον εκχριστιανισμό των Ευρωπαίων, σε διάφορα έθιμα.
Την Πρωτοχρονιά οι Σκανδιναβοί διακοσμούσαν το σπίτι και τον αχυρώνα με αειθαλή φυτά, για να μην πλησιάζει ο διάβολος, ενώ κατά την περίοδο των Χριστουγέννων συνήθιζαν να στήνουν ένα δέντρο για τα πουλιά.
Οι Γερμανοί, από την άλλη, τοποθετούσαν ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο στην είσοδο ή στο εσωτερικό του σπιτιού κατά τη διάρκεια των εορτών του χειμερινού ηλιοστασίου.
Το χριστουγεννιάτικο δέντρο των νεότερων χρόνων ωστόσο μας έρχεται από τη Δυτική Γερμανία, όπου εκεί έφτιαχναν ένα έλατο διακοσμημένο με μήλα που συμβόλιζε το Κήπο της Εδέμ. Σιγά σιγά προστέθηκαν στο δέντρο μπισκότα και κεριά, και στο ίδιο δωμάτιο είχαν και μια ξύλινη πυραμίδα των Χριστουγέννων στην οποία τοποθετούσαν χριστουγεννιάτικα ειδώλια, κλαδιά, κεριά και ένα αστέρι. Από τη συγχώνευση αυτών των δύο προήλθε το δέντρο των Χριστουγέννων.
Μέσα στον 18ο αιώνα διαδόθηκε ευρέως από τους Γερμανούς Λουθηρανούς και στις αρχές του 19ου αιώνα στην Αγγλία, ενώ στη Βόρεια Αμερική εισήχθη από τους Γερμανούς αποίκους και από Αμερικανούς ιεραποστόλους στην Κίνα και στην Ιαπωνία.
Στη χώρα μας το χριστουγεννιάτικο δέντρο το έφεραν οι Βαυαροί και για πρώτη φορά στολίστηκε στα Ανάκτορα του Όθωνα στο Ναύπλιο (1833) και κατόπιν στην Αθήνα, γεγονός που φυσικά προκάλεσε τον θαυμασμό των κατοίκων.Κάπως έτσι, πραγματοποιήθηκε η μετάβαση απο την αρχαία Ελληνική «Ειρεσιώνη της Ελιάς» στο Ελατό της σύγχρονης εποχής και νίκησε κατά κράτος το… καραβάκι που είχε στο μεταξύ επικρατήσει ως έθιμο που ταίριαζε στην ναυτική Ελλάδα.
Οι Έλληνες, που στην ιστορική μνήμη τους είχαν την «Ειρεσιώνη«, υιοθέτησαν πολύ γρήγορα το Χριστουγεννιάτικο δένδρο με το έλατο (κατά τόπους και κυπαρίσσι).Άρχισε να διαδίδεται και να βρίσκεται σε κάθε σπίτι μόνο στη δεκαετία του 1950.
Μαρ.Μαρ.texnografia.blogspot
Πηγές: ΠΛΜ (εκδόσεις Πάπυρος)
Αντώνιος Α. Αντωνάκος
conspiracyfeeds
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου