Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2017

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΚΕ Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ΔΙΠΛΟΣ ΛΙΘΙΝΟΣ ''ΛΗΝΟΣ'' ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΒΡΕΘΕΙ ΣΤΗΝ ΛΕΣΒΟ

Παρουσιάστηκε ο μοναδικός διπλός ληνός που έχει βρεθεί στη Λέσβο.


Εκτίθεται στο «Ελαιοτριβείο-Μουσείο Βρανά»


Ένας άγνωστος όσο και σπάνιος αρχαίος λίθινος διπλός ληνός (ελαιοπιεστήριο), που εκτίθεται στο «Ελαιοτριβείο-Μουσείο Βρανά» στον Παπάδο της Γέρας Λέσβου, παρουσιάστηκε στο ευρύ κοινό σε εκδήλωση που διοργάνωσε η πολιτιστική εταιρεία «Αρχιπέλαγος» στο χώρο του «Ελαιοτριβείου-Μουσείου».
Την εκδήλωση προλόγισαν ο πρόεδρος της εταιρείας «Αρχιπέλαγος», Νίκος Σηφουνάκης και ο πρόεδρος του συνδιοργανωτή της εκδήλωσης, Παγγεραγωτικού Πολιτιστικού Συλλόγου Γέρας, Γιώργος Ζορμπάς. Και οι δύο αναφέρθηκαν στην αξία του εκθέματος στην ιστορική διαδρομή του πολιτισμού του λαδιού στο νησί.
Ο κ. Σηφουνάκης τόνισε την ιδιαίτερη σημασία της επιστημονικής παρουσίασης του ληνού από τον προϊστάμενο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λέσβου, Παύλο Τριανταφυλλίδη, «τον πλέον ειδικό επιστήμονα που έχει ασχοληθεί ειδικά για τον τρόπο έκθλιψης της ελιάς κατά την αρχαιότητα στο Αιγαίο» όπως σημείωσε.
Επίσης, ο κ. Σηφουνάκης μίλησε για την εύρεση του ληνού στο κτήμα των Γιάννη και Αποστόλη Βατζάκη, στον Πλακάδο της Γέρας, οι οποίοι τον μετέφεραν και τον χάρισαν στο υπό δημιουργία τότε «Μουσείο-Ελαιοτριβείο Βρανά», υποπτευόμενοι, όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε, πως είχε να κάνει με την παραγωγή ελιάς στα παλαιότερα χρόνια.


Ο Παύλος Τριανταφυλλίδης, με μία εμπεριστατωμένη παρουσίαση, ξενάγησε το ακροατήριο στο μαγευτικό περιβάλλον του ελαιοτριβείου της γενιάς του Οδυσσέα Ελύτη, στην ιστορία της παραγωγής του λαδιού στον ελλαδικό χώρο, επισημαίνοντας τη μοναδικότητα του παρουσιαζόμενου ληνού: «Είναι ο μοναδικός διπλός ληνός που έχει βρεθεί στη Λέσβο. Συνδέει, δε, την ελαιοπαραγωγή της Λέσβου στην αρχαιότητα και με την καλλιέργεια της ελιάς που σήμερα αποτελεί το βασικότερο, αυτόχθονο και παραγωγικό προϊόν της αιολικής γης. Η ελαιόφυτη Λέσβος φαίνεται ότι κατείχε αναμφίβολα σημαντική θέση στην πρωτογενή γεωργική και οικονομική δραστηριότητα του αιγαιακού χώρου κατά την αρχαιότητα, καθώς οι φιλολογικές πηγές μαρτυρούν τη σημασία της ελιάς ως αναπόσπαστο στοιχείο του βιοτικού επιπέδου των Λεσβίων κατά τους ιστορικούς χρόνους». 
Όπως εξήγησε ο κ. Τριανταφυλλίδης, «ο τύπος του διπλού ληνού, όπως του παραδείγματος από το Μουσείο Βρανά είναι εξαιρετικά σπάνιος στον ελλαδικό χώρο και σχετίζεται άμεσα με το μέγεθος της παραγωγής του ελαιολάδου που θα έπρεπε να εξασφαλιστεί σε σύντομο χρονικό διάστημα, λόγω του όγκου περισυλλογής των καρπών της ελιάς και της συντόμευσης της παραγωγικής διαδικασίας πολτοποίησης και δημιουργίας ελαίου. Βάσεις συμπίεσης με δύο κυκλικές αύλακες απαντούν εξαιρετικά σπάνια στον ελλαδικό χώρο» υπογράμμισε.


Ο κ. Τριανταφυλλίδης επισήμανε πως ο ληνός του Μουσείου Βρανά ανάγεται στην Ελληνιστική περίοδο, πιθανώς στον 3ο και 2ο αι. π.Χ. Λειτουργούσε, δε, με δύο μοχλούς και αντίβαρα. «Το πιεστήριο ήταν μία απλή κατασκευή από δύο επιμήκη σανίδια, ξύλον, στερεωμένα σε μία σταθερή κατακόρυφη επιφάνεια, δεμένα μεταξύ τους, τα οποία τραβούσαν προς τα κάτω αντίβαρα από μεγάλους λίθους ή σακιά λίθων, ώστε να πιέζουν τις πλάκες, κάτω από τις οποίες ήταν τα καλάθια με τον αλεσμένο πολτό, τοποθετημένα πάνω στις βάσεις συμπίεσης. 
Το λάδι έρεε μέσα στις αύλακες και συλλεγόταν σε πήλινο ή λίθινο αγγείο, που ήταν τοποθετημένο κάτω από την προχοή της βάσης συμπίεσης» είπε ο κ. Τριανταφυλλίδης για να καταλήξει: «Ο διπλός λίθινος ληνός από το Μουσείο Βρανά θεωρούμε ότι αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα εφευρετικής λύσης της αρχαίας ελληνικής τεχνολογίας για την παραγωγή ελαιολάδου σε μεγάλες ποσότητες παραγωγής και σε σύντομο χρονικό διάστημα, ιδιοκτησία πιθανώς μιας επιφανούς οικογένειας που ζούσε σε πόλισμα της Γέρας. Κρίνουμε, δε, ότι η περαιτέρω ανασκαφική διερεύνηση του εν λόγω ακινήτου, στο οποίο και βρέθηκε, θα προσφέρει πολύτιμα στοιχεία για το είδος της παραγωγής, τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν και την έκταση, αλλά και τον χαρακτήρα που αυτό είχε σε μία εύφορη και πλουτοπαραγωγική περιοχή, όπως της Γέρας».

Εξαγωγή λαδιού με ληνό  σε παράσταση ψηφιδωτού της ρωμαϊκής περιόδου
Μηχανισμοί για τη σύνθλιψη του ελαιοκάρπου

 Η διαδικασία της σύνθλιψης του καρπού ήταν η ίδια τόσο για την παραγωγή λαδιού, όσο και για την παραγωγή του κρασιού, καθώς και στις δύο περιπτώσεις χρησιμοποιούνταν τα ίδια μηχανήματα. Παρ' όλα αυτά οι διαδικασίες που σχετίζονται με την παραγωγή ελαιολάδου ήταν πιο σύνθετες από αυτές του κρασιού.

Η τεχνολογία της παραγωγής του ελαιολάδου με τριβή και σύνθλιψη προέκυψε από την παρατήρηση του ανθρώπου πώς κατά το πάτημα του ελαιοκάρπου εξέρχονταν σταγόνες λιπαρού υγρού που απάλυναν το δέρμα των ποδιών του. Μετά από πάρα πολλά χρόνια ο άνθρωπος άρχισε να χειρίζεται τις πέτρες για το σκοπό αυτό, τοποθετώντας τον καρπό επάνω σε μια τραχιά πλάκα, καθώς ένα ή δύο άτομα έσυραν επάνω στους καρπούς μία βαριά πέτρα. Αργότερα έπλεναν τους καρπούς με ζεστό νερό, τους τοποθετούσαν για κάποιες μέρες μέσα σε λάκκους και έπειτα τους πατούσαν σε τραχιά, επικλινή πέτρα που έφερε τρύπες για τη συγκέντρωση του ελαιολάδου.

Το άλεσμα αρχικά γινόταν με το χέρι. Αργότερα συναντάμε και τη χρήση των σάκων τους οποίους μισογέμιζαν με πολτό. Δύο άτομα κρατώντας τον κάθε σάκο από τα δύο άκρα του τον έστριβαν και το εξερχόμενο ελαιόλαδο το μάζευαν στα ειδικά αγγεία που ήταν από κάτω. Στις περιπτώσεις των μύλων, η εκάστοτε πέτρα περιφερόταν ελαφρά επάνω από τους καρπούς για να μη σπάσουν οι πυρήνες τους. Ο αλεσμένος πολτός που προέκυπτε, μεταφέρονταν με μικρές σκάφες στο ληνό. Και κύρτους εξ ιτέας πεπλεγμένους έμβαλλε, γιατί η ιτιά βοηθά ιδιαίτερα το λάδι. Στη συνέχεια έβαζαν επάνω από τον πολτό κάποιο ελαφρύ βάρος. Το προερχόμενο από αυτή την πίεση λάδι χαρακτηρίζονταν ως πρόρρυμον, ήδιστον και λεπτότατον και έπρεπε να μεταγγίζεται σε ξεχωριστά, καθαρά αγγεία. Το υπόλοιπο του πολτού υποβάλλονταν σε δεύτερη, μεγαλύτερη πίεση και το λάδι που προέκυπτε συγκεντρώνονταν επίσης σε ξεχωριστά αγγεία. Επρόκειτο για λάδι υποδεέστερο του πρώτου, αλλά καλύτερο του επόμενου της τρίτης πίεσης. Αφού το λάδι μεταγγίζονταν στα διάφορα είδη αγγείων, προσέθεταν σ' αυτό αλάτι και νίτρο, το ανακάτευαν με ένα ξύλο ελιάς και το άφηναν να ηρεμήσει. Έπειτα ευρήσεις το μεν υδατώδες αυτού υφιζάνον, τουτέστι την αμόργην, το δε λιπαρώτερον άνωθεν επιπολάζον, ο λαμβάνειν προσήκει δίχα της αμόργης και εμβάλλειν εις αγγείον, όπως μαρτυρεί ο Απουλήιος.

Η σύγχρονη βιβλιογραφία προτείνει έξι με οκτώ τρόπους επεξεργασίας της ελιάς, μεθόδους που βασίζονται στις δύο βασικές αρχές, της σύνθλιψης και της συμπίεσης των καρπών. Σε γενικές γραμμές οι πηγές αλλά και οι σχετικές ανασκαφικές πληροφορίες σε σχέση με την παραγωγή του ελαιολάδου είναι περιορισμένες για την αρχαϊκή, κλασική και ελληνιστική εποχή, σε αντίθεση με τα ρωμαϊκά χρόνια.

Αρχαίος Ληνός

Περιγραφή

Ο ληνός δεν ήταν παρά μία λίθινη σκάφη που είχε σε κάποιο σημείο κλίση και επικοινωνούσε με πίθο για τη συγκέντρωση του λαδιού. Στην αρχή η πίεση ασκούνταν στον ελαιόκαρπο με γυμνά πόδια, ενώ αργότερα με ξύλινα υποδήματα, τα λεγόμενα κρουπέζια.

Ο αρχαιότερος ληνός ανάγεται στη νεολιθική εποχή και βρέθηκε στην περιοχή των Μεθάνων. Από τη Μινωική Κρήτη σώζονται ελαιοπιεστήρια από την Πρώιμη Νεοανακτορική περίοδο, σε μία παράλληλη σχεδόν πορεία με τις αντίστοιχες εγκαταστάσεις της ανατολικής Μεσογείου, όπως την Κύπρο και τη Συρία.


Οι ληνοί της Κρήτης είναι αρκετά μελετημένοι με πιο συχνούς τους ογκώδεις, τετράγωνους ή κυκλικούς ληνούς που ήταν τοποθετημένοι σε λιθόκτιστη βάση και έφεραν αβαθές κυκλικό κοίλωμα ή περιφερειακό κυκλικό αυλάκι με αυλακώσχημη πρόχυση από την οποία κυλούσε το υγρό στο υποκείμενο αγγείο, το υπολήνιον.

Για τη συμπίεση του καρπού θα χρησιμοποιούνταν επίσης λίθινα βάρη, αναρτημένα σε ξύλινες δοκούς. Η περισυλλογή του υγρού θα γινόταν σε υποκείμενα δοχεία, τους συλλεκτήρες, κυρίως πυθάρια ή ψευδόστομους αμφορείς. Οι εργάτες που πατούσαν τον καρπό και μάζευαν την αμόργη ονομάζονταν αμοργείς.



Αρχαίος Κυλινδρικός Σπαστήρας



Η εφαρμογή του κυλινδρικού σπαστήρα αποτελεί την πρώτη τεχνολογική εφαρμογή που εισήχθη στο πεδίο της ελαιοπαραγωγής με τρομερή σχετικά καθυστέρηση, μόλις τον 7ο αιώνα π.Χ. Αρχικά εμφανίζεται στην Παλαιστίνη και τη Συρία κατά την αρχαϊκή εποχή και έπειτα στην Κύπρο και την Κρήτη κατά την κλασική και ελληνιστική περίοδο.


Ο κυλινδρικός σπαστήρας διαδέχτηκε τον ημικυλινδρικό για την πολτοποίηση του καρπού. Ο κυλινδρικός αυτός λίθος περιστρέφονταν με τη βοήθεια της κώπης. Η λειτουργία του ήταν απλή. Οι καρποί απλώνονταν επάνω σε σκληρή επιφάνεια και ο κύλινδρος, συνήθως ένας σπόνδυλος κολώνας σε δεύτερη χρήση, κυλιόταν οριζοντίως επάνω στους καρπούς.

Αρχαίος Περιστρεφόμενος Μύλος



Επαναστατική για την παραγωγή του λαδιού θεωρείται η εισαγωγή του περιστροφικού μύλου. Σε αντίθεση με τον κυλινδρικό σπαστήρα που κινείται μπρος και πίσω, το κυκλικό ελαιοτριβείο έχει το πλεονέκτημα της μονόδρομης κίνησης η οποία επέτρεπε τη χρήση ζωικής δύναμης για πρώτη φορά στην ιστορία της παραγωγής του ελαιολάδου. Η ασφαλέστερη μαρτυρία για τη χρήση του περιστροφικού μύλου προέρχεται από την Όλυνθο όπου βρέθηκαν πέντε μυλόπετρες ενσωματωμένες σε τοιχοδομές σε συνδυασμό με κυκλική λεκάνη ελαιόμυλου, γεγονός που μας προσφέρει μία σίγουρη χρονολόγηση του μύλου αυτού στον 4ο αιώνα π.Χ.
Ο περιστροφικός μύλος, ο λεγόμενος τραπητής, από το τραπείον ή τραπήιον, το οποίο έτριβε μόνο το σαρκώδες μέρος της ελιάς, αποτέλεσε πιθανόν μια εφεύρεση των Μακεδόνων σύμφωνα με τον Χατζησάββα, για την ικανοποίηση των σταδιακά αυξανόμενων αναγκών του Μακεδονικού στρατού, ιδιαίτερα κατά τις εκστρατείες τους. Ο Πλίνιος αναφέρει το trapetum ως μία καθαρά ελληνική επινόηση. Τα ανασκαφικά ευρήματα μας παρέχουν ποικίλες γνώσεις σχετικά με τον τραπητή. Στην Άργιλο βρέθηκε ένας σε εξαιρετικά καλή κατάσταση, ενώ διάφορες παραλλαγές του συναντούμε σε διάφορα μέρη της ηπειρωτικής Ελλάδας από την ελληνιστική μέχρι και τη βυζαντινή περίοδο.

Ο περιστρεφόμενος μύλος λειτουργούσε με βάση την αρχή ενός ζεύγους κάθετων κυλίνδρων με κυρτές επιφάνειες, που περιστρέφονταν γύρω από έναν κεντρικό άξονα μέσα σ' ένα γουδί, με τις επιφάνειες τοποθετημένες σε μία απόσταση ικανοποιητική από τον πυθμένα, ώστε η ψίχα να αποχωρίζεται από τον καρπό χωρίς να συνθλίβεται. Οι πέτρες του μύλου ήταν κυλινδρικές, ρυθμιζόμενες και η καμπυλότητά τους έτσι διαμορφωμένη ώστε να ταιριάζει στην αντίστοιχη κοιλότητα του γουδιού μέσα στο οποίο οι πέτρες περιστρέφονταν.

Αρχαία Ελαιοπιεστήρια. Είδη πρέσας λαδιού.  




Την πίεση με ποδοπάτημα διαδέχτηκαν τα πιεστήρια. Ένα τέτοιο απλό πιεστήριο απεικονίζεται στο αγγείο του 6ου αιώνα από τη Θηρασία. Στο αγγείο αυτό οι σαργάναι που περιέχουν τη ζύμη παριστάνονται με τις παράλληλες γραμμές που βρίσκονται στο δεξιό μέρος της εικόνας, ενώ από κάτω υπάρχει αγγείο στο οποίο μέσα από το αυλάκι συγκεντρώνεται το λάδι. Η πίεση εφαρμόζεται μ' ένα μακρύ δοκάρι, το όρος, στο άλλο άκρο του οποίου ένας άντρας στερεώνει μ' ένα σχοινί δύο μεγάλα βάρη, ενώ στο μέσο του δοκαριού κρέμεται ένας άλλος άνδρας για την αύξηση της πίεσης επάνω στις σαργάνες.


Το πιεστήριο της κλασικής περιόδου ήταν πολύ απλό. Αποτελούνταν από δύο πέτρινες ή ξύλινες στήλες που στηρίζονταν σε πέτρινες βάσεις και στο επάνω μέρος συνδέονταν με λίθινο ορθογώνιο δοκάρι. Οι στήλες έφεραν στα πλάγια τρύπες στις οποίες τοποθετούνταν ξύλινες δοκίδες για τη στερέωση του όρους (pressing beam). Στο ελεύθερο άκρο του όρους προσδένονταν ογκώδεις πέτρες που αργότερα αντικαταστάθηκαν με βαρούλκα.
Ο μοχλός ανεβοκατεβάζονταν στο ληνό, πατώντας τις σαργάνες που περιείχαν τη ζύμη. Στην κορυφή της αναπτυσσόμενης με τους κύρτους στήλης για ομοιόμορφη πίεση τοποθετούνταν μία σανίδα, η θύρα. Η πρώτη εμφάνιση του μοχλού αναφέρεται στην Παλαιστίνη την εποχή του σιδήρου.
Γενικά η χρήση του μοχλού στο δεύτερο στάδιο της διαδικασίας σύνθλιψης αποτελεί μία σημαντική τεχνική βελτίωση. Ο μοχλός με διάφορους συνδυασμούς μάλιστα θα μείνει σε χρήση μέχρι και τον 20ο αιώνα. Στην Παλαιστίνη ο μοχλός εμφανίζεται για πρώτη φορά στις αρχές της Εποχής του Σιδήρου, παράλληλα με την εμφάνισή του και στην Κύπρο σε συνδυασμό με μεγάλες αβαθείς, κινητές λεκάνες συμπίεσης. Η λεκάνη αυτή τοποθετείται επάνω σε υπερυψωμένη εξέδρα κοντά σε τοίχο για να διευκολύνει την αγκίστρωση του μοχλού, ενώ κάτω από τη λεκάνη υπάρχει το αγγείο υποδοχής.

Με το πέρασμα των χρόνων η εξέλιξη που σημειώνεται δεν είναι ιδιαίτερα σημαντική. Τα βάρη σιγά σιγά μεγαλώνουν και αποκτούν μία κάθετη οπή που διευκόλυνε την ανάρτησή τους, ενώ οι βάσεις συμπίεσης αποκτούν το κυκλικό αυλάκωμα με την εκροή.
Η σημαντικότερη εξέλιξη στην τεχνολογία παραγωγής λαδιού αποτελεί η χρήση του κοχλία η οποία σε συνδυασμό με το μοχλό επέτρεψε την εφαρμογή πολύ μεγαλύτερης δύναμης. Για το λόγο αυτό η χρήση κοχλία αντικατέστησε όλους τους προγενέστερους τρόπους σύνθλιψης, λειτουργώντας αποτελεσματικά και σε εσωτερικό και σε εξωτερικό χώρο, καθώς δεν χρειαζόταν κανένας μηχανισμός για την ανύψωση του μοχλού. Σύμφωνα με τον Πλίνιο η χρήση του κοχλία για την ελαιοπαραγωγή τοποθετείται στον 1ο αιώνα, ενώ η χρήση του στο πλαισιωμένο άμεσο πιεστήριο, γνωστό στην Κύπρο ως δίστυλο ή Μάγγανο, σε πολλά μέρη χρονολογείται στον 1ο αιώνα μ.Χ. Ως προς τον τρόπο τοποθέτησης του κοχλία υπάρχουν διάφοροι τρόποι στερέωσής του στον ξύλινο μηχανισμό.

Η δημιουργία του πειστηρίου χωρίς βάρη, όπου η δύναμη του κοχλία εφαρμόζεται απευθείας στον ελαιοπολτό είναι με βάση τον Πλίνιο η τελευταία σημαντική εξέλιξη στην τεχνολογία της ελαιοπαραγωγής. Τα πιεστήρια αυτά έχουν φτάσει μέχρι την εποχή μας με τη μορφή διστύλων.

Ο Ήρων ο Αλεξανδρινός έχει περιγράψει πολλούς μηχανισμούς ελαιοτριβής, με πιο σπουδαίο αυτόν που χρησιμοποιεί ατέρμονα κοχλία, μηχανισμό που ο Πλίνιος χαρακτηρίζει ως μεγάλη ελληνική εφεύρεση.

Στον ελληνικό χώρο μέχρι τη ρωμαϊκή περίοδο, οπότε εμφανίστηκαν τα πιεστήρια με βαρούλκο, χρησιμοποιούνταν ανεξάρτητα βάρη ή λίθοι μέσα σε δίχτυ. Το βαρούλκο σε περιοχές μάλιστα πλούσιες σε ξυλεία στηριζόταν σε ξύλινη βάση. Τα αρχαιολογικά τεκμήρια πάντως μιας τέτοιας εγκατάστασης είναι ασήμαντα και περιορίζονται σε οπές πάνω στο βράχο ή σε υποδοχές των ξύλινων στύλων του μηχανισμού στο δάπεδο σε στεγασμένο χώρο.

Αναλυτικότερα:

Η πιο παλιά μορφή πρέσας με μοχλό αποτελούνταν από μία δοκό σύνθλιψης που στερεωνόταν στο δάπεδο, διέθετε στο άλλο της άκρο βάρη και κατεδαφιζόταν μέσω ενός σκοινιού. Η πίεση ασκoύνταν με το χέρι, διαμέσου σχοινιών που συνδέονταν με τον εργάτη ο οποίος γύριζε μέσω μίας ράβδου που χρησιμοποιούνταν ως χειρομοχλός. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της σύνθλιψης για την παραγωγή του υγρού, ήταν οι τελευταίες ίντσες της πίεσης που έπαιζαν καθοριστικό ρόλο και αυτός ο απλός μηχανισμός πρέσας με τροχαλία, σκοινιά και εργάτη που λειτουργούσε με το χέρι δεν ήταν και το πιο αποτελεσματικό εργαλείο.

Έτσι το επόμενο βήμα ήταν να βρεθεί μία καλύτερη μέθοδος για το ανεβοκατέβασμα του βαριού και μεγάλου σε διαστάσεις μοχλού. Στο τρίτο βιβλίο της Μηχανικής του ο Ήρων περιγράφει τέσσερις διαφορετικούς τύπους πρέσας, μία με μοχλό και με εργάτη, μία με μοχλό και κοχλία (screw) και δύο είδη άμεσων πρεσών με κοχλία. Η φιλοσοφία είναι πως αντί πλέον οι άνθρωποι να χρησιμοποιούν τη δική τους μυϊκή δύναμη για να κατεβάσουν το μοχλό με σκοινιά, χρησιμοποιούν πλέον τον εργάτη για να ανασηκώσουν ένα μεγάλο βάρος το οποίο αναρτάται πάνω από τη δοκό σύνθλιψης, αναγκάζοντάς τη να κατεβαίνει και να συνθλίβει τους καρπούς.

Η μόνη σίγουρη εξέλιξη η οποία περιγράφεται από τον Πλίνιο (18. 317) αφορά ένα νέο στοιχείο, έναν πάσσαλο που προσαρμόστηκε μέσα στο καρούλι του κοχλία (εικ. 61), και στερεώθηκε μέσα στο έδαφος. Στον κοχλία επάνω από το μοχλό, υπήρχε ένα παξιμάδι το οποίο ήταν σφιχτά προσαρμοσμένο επάνω στο μοχλό. Ο πάσσαλος θα πρέπει να ήταν στερεωμένος στο έδαφος ώστε να περιστρέφεται, αλλά να μην κινείται προς τα επάνω. Ο πάσσαλος επίσης διέθετε εγκοπές για να παίρνειχειρομοχλούς. Αυτό το σύστημα πρέσας με μοχλό και κοχλία είχε ένα εμφανές μειονέκτημα. Καθώς το τέρμα του κοχλία διαμόρφωνε καθώς κατέβαινε, ένα τόξο, ο κοχλίας έτεινε να βγει έξω από την κατακόρυφο. Η πρέσσα του Ήρωνα με μοχλό και κοχλία μοιάζοντας με την «ελληνική πρέσα» που περιγράφει ο Πλίνιος, διέφερε ως προς το ότι διέθετε ένα κοχλία προσαρμοσμένο στο μοχλό, με ένα μακρύ παξιμάδι προσαρμοσμένο στην άλλη άκρη του κοχλία, όπου προσαρμόζονται και οι χειρομοχλοί για την περιστροφή του κοχλία (βλ. σχέδιο 57 Ήρων). Προσαρμοσμένο στην άλλη άκρη του παξιμαδιού ήταν ένα μεγάλο βάρος. Καθώς οι χειρομοχλοί περιστρέφονταν, το παξιμάδι «κατάπινε» τον κοχλία που βρισκόταν από πάνω, επιτρέποντας το βάρος να χαμηλώνει τη δοκό.


Ο Πλίνιος (18. 317) αναφέρει σχετικά: «τα παλιότερα χρόνια συνήθιζαν να κατεβάζουν τις δοκούς σύνθλιψης με σκοινιά και δερμάτινα λουριά, χρησιμοποιώντας χειρομοχλούς. Τον τελευταίο αιώνα, εφευρέθηκε η λεγόμενη «ελληνική πρέσα», με μία κάθετη δοκό με αυλακιές που διαμορφώνονται σπειροειδώς (κοχλίας). Σε αυτό το σύστημα άλλοι προσαρτούν ένα κομμάτι λίθου, άλλοι ένα σακί γεμάτο πέτρες. Τα τελευταία χρόνια έχει εφευρεθεί ένα σχήμα, που περιλαμβάνει τη χρήση κοντών δοκών σύνθλιψης και ενός μικρότερου χώρου σύνθλιψης, με μία κοντύτερη όρθια δοκό που περνά κατευθείαν κάτω προς το κέντρο, με τοποθέτηση βαρελιών στην κορυφή των καρπών, με μία κολόνα από πέτρες στο επάνω μέρος από τις πρέσες.

Βιβλιογραφία

Χατζησάββας Σ., «Η τεχνολογία της μετατροπής του ελαιοκάρπου σε ελαιόλαδο κατά την αρχαιότητα στην Κύπρο», 59-69 στο Ελιά και Λάδι, Δ' Τριήμερο Εργασίας, Καλαμάτα 7-9 Μαΐου 1993, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, 1996.

Μπούρμπου Χ., Μπούρμπος Ε., «Η τεχνολογία της συγκομιδής και αξιοποίησης του ελαιοκάρπου στην αρχαιότητα», 259-268 στο Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία, Πρακτικά, 1ο Διεθνές Συνέδριο, Θεσσαλονίκη 1997.

Χατζησάββας Σ., «Παραγωγή Ελαιολάδου στον Αρχαίο Ελληνικό Κόσμο», 325-339, στο Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία και Τεχνική από την προϊστορική μέχρι την ελληνιστική περίοδο με έμφαση στην προϊστορική εποχή, Πρακτικά Συνεδρίου, 2004.

White K. D., Greek and Roman Technology, 1984

Πηγές
Ήρων ο Αλεξανδρινός, Opera II, Μηχανική, Βιβλίο ΙΙΙ, Έκδοση L. Nix, W. Schmidt, Leipzig 1900.

Πλίνιος (18. 317)


Ο Διαχωρισμός του ελαιολάδου

 Ο  διαχωρισμός του ελαιολάδου αποτελεί το τρίτο στάδιο της παραγωγής του λαδιού. Πρόκειται για τη διαδικασία κατά την οποία το λάδι διαχωρίζεται από τα υπόλοιπα φυτικά υγρά που περιέχονται στον καρπό της ελιάς, με βασικότερο το νερό. Για το διαχωρισμό του λαδιού από τα υγρά χρησιμοποιήθηκε μία ποικιλία μεθόδων βασισμένων στην αρχή της βαρύτητας, καθώς το λάδι ως ελαφρύτερο υλικό από το νερό έχει την ιδιότητα να επιπλέει.

Η μέθοδος διαχωρισμού του λαδιού εξαρτιόταν πάντα από τις σχετικές τεχνικές γνώσεις των παραγωγών, αλλά και από τα σχετικά αγγεία υποδοχής των υγρών που προέκυπταν από τη συμπίεση. Ο Κάτωνας περιγράφει ως πιο απλή μέθοδο περισυλλογής του λαδιού που επιπλέει σε ανοιχτό αγγείο, αυτή που γινόταν με τη χρήση των οστράκων. Ο Columella προτείνει τη χρήση σιδερένιου οστράκου, δηλαδή κουτάλας.

Μία δεύτερη μέθοδος σχετίζεται με τη χρήση ειδικών αγγείων - διαχωριστήρων.

Μία τρίτη μέθοδος διαχωρισμού πραγματοποιείται καθώς το λάδι επιπλέει μέσα στη δεξαμενή συλλογής (βάλε φωτό δεξαμενών) και διοχετεύεται μέσω λαξευτής διεξόδου, στο ύψος του χείλους, σε άλλη πλαϊνή δεξαμενή. Οι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως τα κατάλοιπα δύο ή περισσότερων δεξαμενών που επικοινωνούσαν στο άνω μέρος τους. Στη Στρογγυλή της Άρτας έχει έρθει στο φως πέτρινο υπολήνιο με εσωτερικό διαχωρισμό και εγκοπή επικοινωνίας στο ύψος του εσωτερικού χείλους. Στη ρωμαϊκή περίοδο χρησιμοποιούνταν επίσης οι δεξαμενές που επικοινωνούν στο χείλος.

Το λάδι το οποίο προερχόταν από τις διαδικασίες διαχωρισμού, τοποθετούνταν μέσα σε αγγεία ή φιάλες καθίζησης με κυκλικά τοιχώματα, για να «ηρεμήσει».

Αγγεία - Διαχωριστήρες


Τα αγγεία - διαχωριστήρες έφεραν στο κάτω μέρος τους κοντά στο ύψος της βάσης, μία προχοή για τη διαδοχική απελευθέρωση των υγρών. Τα φυτικά υγρά ως βαρύτερα από το λάδι έρεαν πρώτα, ενώ στη συνέχεια έρεε το λάδι που συλλέγονταν πάλι μέσω της προχοής σε αγγείο ή δεξαμενές για περαιτέρω καθαρισμό. Τα εν λόγω αγγεία στην κλασική περίοδο απέκτησαν ξεχωριστό σχήμα και μέγεθος.


Αγγείο για το διαχωρισμό του λαδιού από τα άλλα φυτικά υγρά του καρπού της ελιάς, τα οποία βγαίνουν μέσω της σύνθλιψης.

Για τη διατήρηση του ελαιολάδου σημαντικό ρόλο έπαιζε η καθαριότητα του ελαιοκάρπου αλλά και του ελαιοτριβείου, όπως και η αποθήκευση του λαδιού σε ξεχωριστά, καθαρά αγγεία, κυρίως πίθους, ύστερα από αλλεπάλληλες μεταγγίσεις και διαυγάσεις. Μάλιστα για κάθε πίεση το ελαιόλαδο συγκεντρώνονταν χωριστά για τις ανώτερες και τις κατώτερες στρώσεις της ελαιοζύμης. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο το κάτω μέρος του λαδιού γινόταν χειρότερο, εξαιτίας της θολούρας από την αμόργη. Η προσθήκη αλατιού επιτάχυνε την καθίζηση της μούργας, βοηθώντας στην καλύτερη διατήρηση του ελαιολάδου, καθιστώντας το παράλληλα περισσότερο αρωματικό.

Ειδική Βιβλιογραφία

Αδάμ - Βελένη Π., «Αρχαίο Φρούριο στα Βρασνά» 415-424, στο Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη (ΑΕΜΘ), τόμος ΣΤ΄, 1992.

Αδάμ - Βελένη Π., Μαγκαφά Μ., «Αρχαίο Ελαιοτριβείο στα Βρασνά νομού Θεσσαλονίκης», 92-104, στο Ελιά και Λάδι, Δ' Τριήμερο Εργασίας, Καλαμάτα 7-9 Μαΐου 1993, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, 1996.

Μπουλώτης Χ., «Η ελιά και το λάδι στις ανακτορικές κοινωνίες της Κρήτης και της Μυκηναικής Ελλάδας: Όψεις και απόψεις», 19-58, στο Ελιά και Λάδι, Δ' Τριήμερο Εργασίας, Καλαμάτα 7-9 Μαΐου 1993, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, 1996.

Μπούρμπου Χ., Μπούρμπος Ε., «Η τεχνολογία της συγκομιδής και αξιοποίησης του ελαιοκάρπου στην αρχαιότητα», 259-268 στο στο Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία, Πρακτικά, 1ο Διεθνές Συνέδριο, Θεσσαλονίκη 1997.

Χατζησάββας Σ., «Η τεχνολογία της μετατροπής του ελαιοκάρπου σε ελαιόλαδο κατά την αρχαιότητα στην Κύπρο», 59-69 στο Ελιά και Λάδι, Δ' Τριήμερο Εργασίας, Καλαμάτα 7-9 Μαΐου 1993, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, 1996.

Χατζησάββας Σ., «Παραγωγή Ελαιολάδου στον Αρχαίο Ελληνικό Κόσμο», 325-339, στο Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία και Τεχνική από την προϊστορική μέχρι την ελληνιστική περίοδο με έμφαση στην προϊστορική εποχή, Πρακτικά Συνεδρίου, 2004.

Klazomenai, Έκδοση Υπουργείου Τουρισμού της Τουρκίας.


Επιστημονική Επιμέλεια : Δρ Κώστας Νικολαντωνάκης, Βάλεια Αμοιρίδου

ΠΗΓΕΣ:
ΑΠΕ-ΜΠΕ
archaiologia.gr
www.google.gr
anaskafi.blogspot.gr
tmth.gr
Φίλοι του Ιδρύματος Κέντρο Διάδοσης Επιστημών και Μουσείων
και Μουσείο Τεχνολογίας (πρώην Τεχνικό μουσείο
Θεσσαλονίκης)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου