Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2018

ΟΙ ΖΩΓΡΑΦΟΙ ΤΟΥ ΑΛΒΑΝΙΚΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ



ΟΙ ΖΩΓΡΑΦΟΙ ΤΟΥ ΑΛΒΑΝΙΚΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ



Όλα για την Ελλάδα μας. – Είναι τρανός ο αγώνας
Τον στεφανώνει η Παναγιά και γίνεται ιερός
Νέος για μας ανέτειλε δόξας χρυσός Αιώνας
Π’ απ’ όλους τους αιώνες μας γεννιέται ο πιό λαμπρός.

Δεν είμαστε μονάχοι μας. Δίπλα μας παραστέκει
Πλήθος ηρώων μακρινών που τίμησαν τη γή
Του Λεωνίδα το σπαθί. του Διάκου το τουφέκι
Που η δύναμή τους τ’ όπλο μας στις νίκες οδηγεί.

Ιβάν, Μοράβα, Πόγραδετς, Κλεισούρα, Τεπελένι
Σ΄όλο τον κόσμο ν’ ακουστή παντού βροντοφωνούν
Αν ξέρη ο Έλληνας να ζή, ξέρει και πεθαίνη
Κι αυτό ας τ’ ακούνε όσοι λαοί για λευτεριά πονούν.

Δημήτριος Σ. Σούτζος
Φυλάκια Προφυλακών Τεπελενιού Απρίλης 1941

«Μην ανησυχείς ούτε για εμένα ούτε για το παιδί μας. Εγώ, με τη βοήθεια της Παναγίας, κάμω τις μελέτες μου από την πραγματικότητα και ελπίζω, έπειτα από λίγες μέρες, να συμπληρώσω ό,τι χρειάζομαι για να απαθανατίσω με εικόνες το άφθαστον εις ηρωϊσμόν, πατριωτισμόν και αυτοθυσία γιγάντιον έργον του στρατού μας. Την επιθυμία μου αυτήν την βοηθάει η Παναγία που με προστάτευε και με προστατεύει εκεί που ο κίνδυνος ήτο αναπόφευκτος. Σας φιλώ όλους Γεώργιος Προκοπίου».

Τρεις από τους επίστρατους του αλβανικού μετώπου υπήρξαν ζωγράφοι του βομβαρδισμένου ανοιχτού χώρου, του πεδίου της μάχης.Τρεις διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες, τρεις ματιές του πολέμου που όταν τελειώσει, ονομάζεται έπος και όταν το έπος θεσμοθετηθεί, γίνεται εθνική εορτή.

Ο Αλέκος Αλεξανδράκης σηκώνει τον άνεμο του έπους και τον καθηλώνει στα πρόσωπα.

Αλέκος Αλεξανδράκης-ΑΕΡΑ!

Ο Αθηναίος ζωγράφος Αλέκος Αλεξανδράκης (1913-1968) ταυτίστηκε με την απεικόνιση του αλβανικού μετώπου, αφού οι πίνακές του αναπαράγουν την «εθνική» εικόνα που έχουμε για τους μαχητές. «Τυφλοί» μπροστά στον εχθρό, επιτίθενται με τον άνεμο να παρασέρνει τη χλαίνη τους. Καμία αμφιβολία για το ρόλο του πολεμιστή, του δοσμένου στη μετωπική σύγκρουση με ανυποχώρητο θάρρος.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Σπύρος Μελάς επαινούσε το εικαστικό αποτέλεσμα: «Είναι ο πρώτος Ελλην ζωγράφος που μας δίδει με την υπέροχον έμπνευσίν του και την εξαιρετική του τέχνην την αλβανικήν εποποιίαν».


Ο Αλέκος Αλεξανδράκης υπηρέτησε με το βαθμό δεκανέα και στις ανάπαυλες θυμόταν το ζωγράφο. Με μολύβι, κιμωλία, πένα και μελάνι αποτύπωνε τον πυρετό της έντασης, γι' αυτό η ζωγραφική του ζουμάρει στη χειρονομία τού «ή ταν ή επί τας».


Ο Σμυρνιός ζωγράφος, φωτογράφος και κινηματογραφιστής Γεώργιος Προκοπίου (1876-1940), αν και έπασχε από βρογχικά, έβαλε «μέσον» για να βρεθεί στο μέτωπο!
Κατ' εξοχήν «πολεμικός» καλλιτέχνης, ήδη, από το 1912, είχε φιλοτεχνήσει τα πρώτα πολεμοκεντρικά θέματά του αφού είχε βρεθεί στο βαλκανικό μέτωπο. Και θα έχει συνεχή παρουσία στην απεικόνιση, φωτογράφηση και κινηματογράφηση των πεδίων των μαχών κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.Το άγρυπνο μάτι του, πάλι με την τριπλή του ιδιότητα, θα δηλώνει το «παρών» στο μικρασιατικό μέτωπο και στην κατάρρευσή του, πάντα στην πρώτη γραμμή. Στην κάμερα του Γεωργίου Προκοπίου χρωστάμε το μοναδικό ντοκουμέντο της φλεγόμενης Σμύρνης. Συνολικά, υπολογίζεται ότι γύρισε γύρω στα 14.000 μέτρα ταινίας.
Έτσι, όταν κηρύσσεται ο πόλεμος, ο μπαρουτοκαπνισμένος και πεισματάρης 64χρονος «γέροντας» για τα ηλικιακά συμφραζόμενα της εποχής, φεύγει εθελοντικά για το μέτωπο, με άδεια του αρχιστράτηγου Αλέξανδρου Παπάγου. Σκιτσάρει και φωτογραφίζει τον ήχο και τον απόηχο των μαχών... Μια ελαιογραφία του Αργυρόκαστρου δεν πρόλαβε να την τελειώσει... Ο στρατιώτης-καλλιτέχνης πεθαίνει από συγκοπή καρδιάς στις 20 Δεκεμβρίου 1940. Η Αθήνα τον κηδεύει με τιμές συνταγματάρχη εν ενεργεία.

Αλέκος Αλεξανδράκης



Ο Πατρινός ζωγράφος Ανδρέας Βουρλούμης (1910-1991) δεν είδε ποτέ την έκδοση «Μπλοκ εκστρατείας. Ζωγραφική περιήγηση στο αλβανικό μέτωπο» γιατί εκδόθηκε στο γύρισμα του νέου αιώνα («Ικαρος»). Αν και σπούδασε χημεία, σ' όλη του τη ζωή αφιερώθηκε στη ζωγραφική. Ως φαντάρος στην ηπειρο-αλβανική ζώνη των πρόσω, όπως ο ίδιος αφηγείτο, δεν έριξε μία τουφεκιά και δεν κοιμήθηκε ούτε μία νύχτα στο χιόνι. Παρέμεινε στο Αργυρόκαστρο, χωρίς η μονάδα του να εμπλακεί σε πολεμική επιχείρηση.
Στα συνολικά οκτώ τετράδια και μπλοκ δεν θα ανακαλύψουμε αναφορές σε όπλα, συγκρούσεις και πολεμικές επιχειρήσεις. Επικροτείται η αδρότητα της εικαστικής γραμμής, τις ώρες της ανάπαυλας και της αναμονής. Γραμμικά σχέδια στρατιωτών και τοπίων, σχέδια με τονικές διαβαθμίσεις, ολοκληρωμένα ή προετοιμασίας, άλλα με κραγιόνια, έτερα με νερομπογιές.




 O ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ ΕΒΑΛΕ ΒΥΣΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΕΙ ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ



«Έκαμα σκίτσα και φωτογράφισα αιχμαλώτους παραδιδόμενους» έγραφε στο ημερολόγιο του πολέμου, ο Γιώργος Προκοπίου, ο διακεκριμένος Έλληνας ζωγράφος, που μόλις ξέσπασε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος πίεσε ακόμη και το Μεταξά για να πάρει άδεια να πάει στο Μέτωπο.
Ο αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος είχε στείλει στους διοικητές των μεγάλων μονάδων τηλεγράφημα στο οποίο τους παρακαλούσε να διευκολύνουν το έργο του Προκοπίου. Ο καλλιτέχνης δεν ήταν νεαρό παιδί που δίψαγε για την περιπέτεια. Ήταν 64 ετών και έπασχε από άσθμα και βρογχίτιδα, όταν έφτασε στα βουνά της Αλβανίας για να αποτυπώσει τις μάχες των Ελλήνων φαντάρων. Ντυμένος με τη στολή εκστρατείας και εξοπλισμένος με τη φωτογραφική μηχανή και την παλέτα του, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή. Δεν ακολουθούσε το Γενικό Στρατηγείο, αλλά ζούσε στο πλευρό των φαντάρων. Έβλεπε σε πραγματικό χρόνο και με προσωπικό κίνδυνο τον πόλεμο και τον ηρωισμό των Ελλήνων.


Ενώ βρισκόταν στο μέτωπο, τράβηξε φωτογραφίες τους Έλληνες φαντάρους και ζωγράφισε ελαιογραφίες με τα χιονισμένα βουνά της Πίνδου. Στο πρώτο σκίτσο του με κάρβουνο, απεικόνιζε ένα σώμα πυροβολικού, που είχε συναντήσει στην Κακαβιά και ακολούθησαν σκίτσα με τις μάχες  στη Βόδριστα. Φωτογράφισε τους Έλληνες στρατιώτες καθώς αγκομαχούσαν αλλά προχωρούσαν πάντα μπροστά μέσα στο χιόνι στα βουνά της Ηπείρου. Ο φακός του αιχμαλώτισε και αυτός τους Ιταλούς που παραδίδονταν στον ελληνικό στρατό. Οι φωτογραφίες του θεωρούνται ιστορικά ντοκουμέντα και αποτελούσαν πηγή έμπνευσης για τους πίνακες, που ζωγράφιζε.
Ο θάνατος του Προκοπίου Τον Δεκέμβριο του 1940 στο Αλβανικό Μέτωπο η θερμοκρασία είχε φτάσει στους -20 βαθμούς. Ο Προκοπίου βρισκόταν στη σκηνή του και ζωγράφιζε τον τελευταίο του πίνακα. Ο οργανισμός του, που ήταν ήδη καταβεβλημένος από τα αναπνευστικά προβλήματα, δεν άντεξε τις κακουχίες του πολέμου. Στις 20 Δεκεμβρίου, ενώ τον μετέφεραν στο Τεπελένι, πέθανε από ανακοπή καρδιάς. Ο τελευταίος του πίνακας έμεινε ημιτελής. Ήταν το Αργυρόκαστρο υπό βροχή.
Στο γράμμα που είχε στείλει στη γυναίκα του μια εβδομάδα πριν το θάνατό του έγραφε: «Μην ανησυχείς ούτε για εμένα ούτε για το παιδί μας. Εγώ, με τη βοήθεια της Παναγίας, κάμω τις μελέτες μου από την πραγματικότητα και ελπίζω, έπειτα από λίγες μέρες, να συμπληρώσω ό,τι χρειάζομαι για να απαθανατίσω με εικόνες το άφθαστον εις ηρωϊσμόν, πατριωτισμόν και αυτοθυσία γιγάντιον έργον του στρατού μας. Την επιθυμία μου αυτήν την βοηθάει η Παναγία που με προστάτευε και με προστατεύει εκεί που ο κίνδυνος ήτο αναπόφευκτος. Σας φιλώ όλους Γεώργιος Προκοπίου».

Αργυρός Ουμβέρτος

Ο Προκοπίου ως πολεμικός ζωγράφος Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Προκοπίου απαθανάτισε τις συγκρούσεις των στρατιωτών. Αργότερα, όταν οι Έλληνες αποβιβάστηκαν στη Μικρά Ασία, ο στρατηγός Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, του ανέθεσε την κάλυψη της μικρασιατικής εκστρατείας, καθώς κανένας Έλληνας ζωγράφος δεν είχε ακολουθήσει τα ελληνικά στρατεύματα στη Σμύρνη. Ο Προκοπίου πήγαινε μαζί με τους στρατιώτες στις μάχες και έμενε εκτεθειμένος στα εχθρικά πυρά. Ο Κονδύλης έγραφε γι αυτόν:
 «Η Διοίκησις του τομέως  στις Σάρδεις, επανειλημμένως ηναγκάσθη να λάβη μέτρα περιοριστικά της τόλμης του εμπνευσμένου εραστού της τέχνης κατά τας υπερβολάς εις ας ετρέπετο εν τη προσπάθεια του να συλλαβή και αυτάς τας κινήσεις του πυροβολούντος εχθρού».
Ο δημοσιογράφος Γιώργος Φτέρης είχε γράψει για τον Προκοπίου:
 «Διέσχισε τα επικινδυνωδέστερα μέρη, επάλευσε με τεράστιες εναντιότητες, εκράτησε την παλέττα του ως χιλιοκαπνισμένην σημαίαν, δίπλα από εκείνους που ωρμούσαν εις τα εχθρικά χαρακώματα κατά την διάρκειαν του πολέμου. Επήρε εις το τελάρο του το τελευταίο τίναγμα του νεκρού, τη ζέστη του αναμμένου πολεμικού ουρανού, τη φλόγα του εκπυρσοκροτούντος τηλεβόλου. Εκορφολόγησεν όλο τον απαράμιλλο ανθό της ελληνικής δόξης, προτού ακόμη τον θερίσει με το δρεπάνι της η μεγάλη καταστροφή. Μετά την κατάρρευση του Μετώπου, ο Προκοπίου κινηματογράφησε την καταστροφή της Σμύρνης.

Αλεξανδράκης

Οι Τούρκοι τον συνέλαβαν αλλά κατάφερε να ξεφύγει χάρη την μεσολάβηση ενός Γάλλου Πρόξενου. Τότε ήρθε ως πρόσφυγας στην Αθήνα και άνοιξε ένα εργαστήρι ζωγραφικής. Συνέχισε να υπηρετεί την τέχνη του μέχρι που ξέσπασε ο Eλληνοϊταλικός πόλεμος και το καθήκον τον κάλεσε ξανά στη μάχη. Ήταν από τους πρώτους που κατέγραψε τις κακουχίες των στρατιωτών, τον ηρωισμό και τη σκληρή καθημερινότητα του πολέμου. Ο θάνατος του στο μέτωπο συγκίνησε τους στρατιώτες και η πολιτεία τον κήδεψε με τιμές συνταγματάρχη. Στις 24 Δεκεμβρίου 1940 στην εφημερίδα Αθηναϊκά Νέα, ο Ανδρέας Λαμπρόπουλος του αφιέρωσε τον παρακάτω στίχο:
«Τα παλληκάρια σαν και  σένα δεν σκύβουν απ’ τα χρόνια Ολόρθα ζούνε στη ζωή με την ψυχή του πλέρια απ’της Ελλάδας τον πόλεμο, την Ιερή της Φλόγα που υψώνεται ολοφώτεινη και σμίγει με τ’αστέρια Χαρούμενε προσκυνητή της Πίνδου, της Κλεισούρας και  της Ιδέας Ήρωα, της Τέχνης Ψηλορείτη παλικαρίσια σου η ζωή ως τη στερνή στιγμή σου Τιμή στον λεβεντόκορμο, τον ήρωα Τεχνίτη».

Στο Αλβανικό έπος συμμετείχε και ο ζωγράφος/χαράκτης Γιώργος Σικελιώτης.



Γεννήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου του 1917 στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Το 1922, με τη Μικρασιατική καταστροφή, έρχεται στην Αθήνα και εγκαθίσταται με την οικογένειά του στην Καισαριανή. Φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, από το 1935 έως το 1940, όπου είχε καθηγητές τον Κωνσταντίνο Παρθένη και τον Σπυρίδωνα Βικάτο. Από τα φοιτητικά του χρόνια, αρχίζει να παρουσιάζει έργα του σε ομαδικές εκθέσεις. Συγκεκριμένα το 1936 συμμετείχε στην 1η Ετήσια Έκθεση Σπουδαστών ΑΣΚΤ, στις αίθουσες του Παρνασσού και το 1938 στην ομαδική έκθεση Νέων Ρεαλιστών στην Αθήνα. Έργα της περιόδου αυτής βρίσκονται σήμερα στην Εθνική Πινακοθήκη.

Γιώργος Σικελιώτης: Επιτάφιος 1960-65

Το 1940 πήρε μέρος στο αλβανικό μέτωπο. Στην περίοδο της Κατοχής αποτύπωσε με το έργο του τον σφυγμό της εποχής, κυρίως μέσα από σχέδια και χαρακτικά, συμβάλλοντας στον αγώνα των ανθρώπων της τέχνης και των γραμμάτων κατά των κατακτητών.  Ο Γιώργος Σικελιώτης πέθανε στην Αθήνα, στις 4 Σεπτεμβρίου του 1984 και τάφηκε στο Νεκροταφείο της Καισαριανής, σε μνήμα που ο Δήμος παραχώρησε τιμητικά.



Ο ΟΥΜΠΕΡΤΟΣ ΑΡΓΥΡΟΣ

Αργυρός Ουμβέρτος,Πορεία προς το μέτωπο.

«
Δύο ζωγράφοι επιστρατεύτηκαν το 1940 με την επίσημη ιδιότητα του πολεμικού ζωγράφου:
 ο Ουμβέρτος Αργυρός και ο Γεώργιος Προκοπίου. Ο πρώτος κατ' επιλογή του Γενικού Επιτελείου Στρατού και ο δεύτερος ύστερα από αίτησή του να του επιτραπεί να πάει στο μέτωπο (όπου βρίσκονταν και τα δύο παιδιά του) για να ζωγραφίσει σκηνές του πολέμου, όπως είχε κάνει και στη Μικρά Ασία (1919-1922). Αν και η υγεία του ήταν κλονισμένη, ακολουθούσε τους φαντάρους στα βουνά, φτιάχνοντας σκίτσα από τις πορείες, τις επιθέσεις και τις φοβερές ταλαιπωρίες, ώσπου έφτασε εξαντλημένος και σοβαρά άρρωστος στο Τεπελένι. Καθώς επέστρεφε στα μετόπισθεν, για να νοσηλευτεί, πέθανε. Δυστυχώς, οι αποσκευές του λεηλατήθηκαν κατά τη μεταφορά της σορού του στην Αθήνα. Διασώθηκε μόνον ένας πίνακας "Το Αργυρόκαστρο", γιατί μέσα στην κασετίνα που τον είχε φαινόταν μόνο η πλάτη του έργου, ένας σκούρος μουσαμάς.

Αργυρός Ουμβέρτος 1941

Ο Ουμβέρτος Αργυρός ήταν καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών, από τους επιφανείς Ελληνες ζωγράφους. Ζωγράφισε 32 πίνακες με διάφορα θέματα σε ιμπρεσιονιστικό ύφος και με λυρική διάθεση. Τα έργα εκτέθηκαν το 1946 στη "Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών" και τελικά αγοράστηκαν από το κράτος και βρίσκονται στο Πολεμικό Μουσείο.

Αργυρός Ουμβέρτος,Αυτοπροσωπογραφία.

Πολλοί άλλοι ζωγράφοι βρέθηκαν στο Αλβανικό Μέτωπο, ως απλοί στρατιώτες, όπως οι Σπύρος Βασιλείου, Ανδρ. Βουρλούμης, Δ. Διαμαντόπουλος, Γ. Μόραλης, Μυταράκης, Α. Τάσσος και Γιάννης Τσαρούχης.
Οι περισσότεροι επιστρέφοντας από το μέτωπο ζωγράφισαν εμπνευσμένοι από τα βιώματά τους. Μερικοί μάλιστα, που επιστρατεύτηκαν αργότερα, είχαν κιόλας κάνει προπαγανδιστικά έργα, (αφίσες κλπ.), όπως οι Σπύρος Βασιλείου και Α. Τάσσος, ή είχαν συμμετάσχει σε ομαδικές εργασίες του εργαστηρίου του καθηγητή της ΑΣΚΤ Γιάννη Κεφαλληνού.

Ουμβέρτος Αργυρός

Το εργαστήριο αυτό με πρωτοβουλία του Γιάννη Κεφαλληνού προσφέρθηκε να φιλοτεχνήσει αφίσες για τον αγώνα κατά των επιδρομέων. Για τις αφίσες αυτές εργάστηκαν οι Λουίζα Μοντεσάντου, Χρίστος Δαγκλής, Γιώργος Δήμου, Γιώργος Μανουσάκης, Κ. Γραμματόπουλος, Βάσω Κατράκη, Α. Τάσσος και Γ. Βελησσαρίδης. Τελικά, επιλέχτηκαν τέσσερις, οι οποίες τυπώθηκαν σε χιλιάδες αντίτυπα με δαπάνη του κράτους και τοιχοκολλήθηκαν σε πόλεις και σε χωριά. Λιθογραφικές αφίσες για τον πόλεμο του 1940 είχαν κάνει και οι Γ. Γουναρόπουλος, Αγήνωρ Αστεριάδης, Νίκος Καστανάκης, Νίκος Νείρος, Νικόλαος Πασχαλίδης, Εκτορας Δούκας, Φρίξος Αριστεύς, ο Σβόλος και ο Ευθύμης Παπαδημητρίου.


Αφίσα ΕΜΠΡΟΣ Κώστας Γραμματόπουλος
ΚΩΣΤΑΣ  ΓΡΑΜΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΚΩΣΤΑΣ  ΓΡΑΜΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ


ΒΑΣΩ ΚΑΤΡΑΚΗ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΣ


Ο Γιάννης Τσαρούχης με την εικόνα -Παναγία της Νίκης- που ζωγράφισε στο Αλβανικό μέτωπο, 1940-41.
Φωτογραφία έγχρωμη μετά από επεξεργασία του Χρήστου Καπλάνη.



Στην Εθνική Αντίσταση

Οι περισσότεροι από τους εικαστικούς καλλιτέχνες, που στρατεύτηκαν στον πόλεμο εναντίον των Ιταλών, συνέχισαν τον αγώνα και κατά τη διάρκεια της Κατοχής ή εμπνεύστηκαν έργα από την Εθνική μας Αντίσταση και τα ολοκλήρωσαν μετά την απελευθέρωση. Ένα από τα κυριότερα γνωρίσματα της καλλιτεχνικής αντίστασης είναι η καθολικότητα στη συμμετοχή. Μια τεράστια δραστηριότητα αναπτύχθηκε απ' τους καλλιτέχνες. Η παράνομη δράση χρησιμοποιήθηκε πλατιά, μα δεν έμεινε καμιά νόμιμη εκδήλωση ανεκμετάλλευτη. Τα σωματεία τους ξεσηκώθηκαν για την επιβίωση των καλλιτεχνών και την επιβίωση του Έθνους. Οι ίδιοι κατέβηκαν μαζί με το λαό στις μεγάλες διαδηλώσεις και συγκρούστηκαν στους δρόμους με τα στρατεύματα Κατοχής και με τους συνεργάτες τους. Μα, τη σφραγίδα, όπως έγινε και σ' όλους τους άλλους τομείς της δράσης, πνευματικής ή όχι, την έβαλαν πάντα πάλι οι νέοι. Ιδιαίτερα οι σπουδαστές της Σχολής Καλών Τεχνών με τον ενθουσιασμό και την αυτοθυσία τους έγραψαν μερικές από τις πιο λαμπρές σελίδες της Αντίστασης.

Αλεξανδράκης. Με τέτοιο λαμπρό στρατό


ΣΤΟ Ε.Α.Μ

Το Νοέμβρη του 1942 μια ομάδα από εφτά καλλιτέχνες έβαλε τα θεμέλια για την πρώτη ξεχωριστή αντιστασιακή οργάνωση των καλλιτεχνών.
Στην ομάδα συμμετείχαν οι Α. Τάσσος, Μέμος Μακρής, Λουκία Μαγγιώρου, Βάσω Κατράκη, Κ. Πλακωτάρης, Φ. Ζαχαρίου και Γ. Σικελιώτης. Ύστερα προσχώρησαν οι Σπύρος Βασιλείου, Α. Θεοδωρόπουλος, Ορέστης Κανέλλης, Α. Παχής, Χ. Δαγκλής, Σ. Πολυχρονιάδου, Αγ. Αστεριάδης, Βάλιας Σεμερτζίδης, Δ. Γιολδάσης, Γ. Βακιρτζής, Γ. Δήμου, Αλ. Κορογιαννάκης, Γ. Βελησσαρίδης και άλλοι. Σημαντική συμμετοχή στον αγώνα είχαν οι Ηλίας Φέρτης, Γιάννης Στεφανίδης, Βασίλης Αρμάος, Ιάσων Μολφέσης, Αντώνιος Δάλκος, Θόδωρος Δρόσος, Α. Μπάρμπογλου, Μίνως Αργυράκης, Π. Ευθυμιάδης, Ν. Καστανάκης, Γ. Μαρουδής, Τ. Καλμούχος, Δημ. Σακελλαρίδης, Α. Κινδύνη, Δάβης, Γ. Τσαρούχης, Ορ. Κανέλλης, Χατζής, Ασ. Μπαχαριάν, Κ. Θετταλός, Κ. Ηλιάδης, Φ. Δημητριάδης, Γ. Μανουσάκης, Τ. Μάρδας, Γ. Λυδάκης, Π. Σαραφιανός κ.ά.


Η οργάνωση αυτή με τον καιρό μεγάλωσε και τα καθήκοντά της δεν ήταν μόνον καλλιτεχνικά. Όπως και οι άλλες επαγγελματικές οργανώσεις είχε καθήκοντα αγωνιστικά, συνδικαλιστικά, δηλαδή καθήκοντα εθνικά.
Δημιούργησε και μία Αίθουσα Εκθέσεων στην οδό Ακαδημίας, που έμεινε γνωστή σαν γκαλερί "Μουρ". Το πιο σημαντικό όμως από τη δράση της οργάνωσης στον τομέα των συνδικαλιστικών διεκδικήσεων ήταν η παροχή συσσιτίου στους καλλιτέχνες και η σύσταση του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου που δούλεψε με τον ίδιο νόμο της Κατοχής και μεταπολεμικά. Το Επιμελητήριο αυτό ήταν καρπός της Αντίστασης.
Από τις πιο σημαντικές νόμιμες αντιστασιακές εκδηλώσεις ήταν και η καλλιτεχνική επαγγελματική έκθεση. Μια έκθεση που την οργάνωνε το κράτος και γινόταν στο Αρχαιολογικό Μουσείο, η Πανελλήνια Έκθεση της εποχής. Εκεί παρουσίαζαν έργα τους οι καθιερωμένοι επαγγελματίες ζωγράφοι. Τις δύο πρώτες εκθέσεις τις σαμποτάρισαν οι αντιστασιακοί καλλιτέχνες, επειδή την αρχική έμπνευση της οργάνωσής τους την είχαν οι ιταλικές αρχές Κατοχής και έτσι μόνον μερικοί άσημοι και ανώνυμοι παρουσίασαν έργα τους. Άλλωστε, απ' αυτήν την καλλιτεχνική εκδήλωση προσπαθούσαν οι αρχές να ψαρέψουν συνεργάτες για το όργανο της ελληνο-ιταλικής πνευματικής συνεργασίας, το γνωστό περιοδικό Κοναντρίβιο. Να σημειωθεί πως δύο ή τρεις καλλιτέχνες συνεργάστηκαν με το περιοδικό αυτό και γι' αυτό στην απελευθέρωση αποκλείστηκαν από το Καλλιτεχνικό Επιμελητήριο.


Αργότερα, οι αντιστασιακές οργανώσεις μετέτρεψαν την εκδήλωση αυτή σε πράξη αντιστασιακή. Στην τρίτη λοιπόν έκθεση, οι καλλιτεχνικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, που λειτουργούσαν νόμιμα, χωρίς να πάρουν ποτέ απόφαση για επίσημη συμμετοχή τους στην κατοχική έκθεση, αποδέσμευσαν τα μέλη τους και τα άφησαν ελεύθερα να συμμετάσχουν σαν άτομα. Οι αντιστασιακοί καλλιτέχνες σκέφτηκαν να δώσουν αντιστασιακό περιεχόμενο στα έργα τους και μαζί να επωφεληθούν κι απ' τα σημαντικά χρηματικά ποσά που μοίραζαν οι κατοχικές αρχές. Έτσι, τα έργα τους ήταν σχεδόν όλα εμπνευσμένα απ' την Κατοχή. Κάτω απ' τα μάτια του κατακτητή, παρουσίασαν έργα καθαρά αντιστασιακά. Μερικοί απ' αυτούς πιάστηκαν και φυλακίστηκαν στις φυλακές Αβέρωφ. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του καθηγητή της Χαρακτικής Γιάννη Κεφαλληνού. Σ' ένα χαρακτικό του σχεδίασε το σώμα της Ελλάδας πεσμένο κάτω, κι από πάνω τα μαύρα κοράκια, οι κατακτητές, να το καταξεσχίζουν. Ο συμβολισμός ήταν διαφανής κι ο δάσκαλος πιάστηκε.

Π.Πυρπυρής

 Ο ζωγράφος Κανάς σχεδίασε τα άθλια σύμβολα του ξεπεσμού, τις πόρνες που γύριζαν με τους κατακτητές. Ο καλλιτέχνης πιάστηκε απ' τους κατακτητές, όπως επίσης και ο χαράκτης Τάσσος κ.ά. [Ο Α. Τάσσος είχε εκθέσει ένα προπολεμικό του σκίτσο ενός τρελού, στο οποίο πρόσθεσε ένα κόκκινο γαρίφαλο. Η λογοκρισία έκρινε ότι με τον τρελό παρομοίαζε τον Χίτλερ και έτσι ήταν (σ.σ.)]. Χρειάστηκε έντονη κινητοποίηση των καλλιτεχνών και του λαού, για να τους αφήσουν ελεύθερους, ύστερα από πολλές ταλαιπωρίες. Οι αρχές τους ζήτησαν τότε να πάνε στην Κομαντατούρα για να κάψουν οι ίδιοι τα έργα τους. Αυτοί αρνήθηκαν και προτίμησαν να εξαφανιστούν.



 Μια νεκρή φύση του Κ. Πλακωτάρη που πέρασε απαρατήρητη απ' τους κατακτητές, μα που οι επισκέπτες της Έκθεσης κατάλαβαν καλά το νόημά της, ήταν συνθεμένη από ένα κουτί σπίρτα κι ένα χωνί αλάτι. Ήταν τα είδη που είχαν μοιράσει οι αρχές Κατοχής στον πληθυσμό για το Πάσχα».

Κ. Πλακωτάρης, «Πείνα»

 Λουκίας Μαγγιώρου,«Η Κατοχική πείνα στην Αθήνα»

Η ΛΟΥΚΙΑ ΜΑΓΓΙΩΡΟΥ

Σύντροφος στη ζωή, στην Τέχνη και τον αγώνα του χαράκτη Τάσσου Αλεβίζου, η Λ. Μαγγιώρου εξέφρασε, μέσα από το καλλιτεχνικό της έργο, τους αγώνες του λαού για μια καλύτερη ζωή. Σημαντική ήταν η καλλιτεχνική της προσφορά στην ΕΑΜική Αντίσταση. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Εικαστικού Επιμελητηρίου (1944), αργότερα της ομάδας «Στάθμη», αλλά και της Εταιρείας Εικαστικών Τεχνών «Α. Τάσσος», μέσα από την οποία συμπαραστάθηκε και στήριξε τους νέους καλλιτέχνες.



Σπουδαστικά χρόνια

Γεννημένη το 1914 στην Αθήνα, καταγόταν από παλαιά οικογένεια εμπόρων της Αθήνας. Σπούδασε στην ΑΣΚΤ (1934 - 1939) ζωγραφική και χαρακτική. Στη ζωγραφική παρακολούθησε το εργαστήριο του Κώστα Παρθένη, ενώ στη χαρακτική υπήρξε μια από τις πρώτες σπουδάστριες που γράφτηκαν στο εργαστήριο χαρακτικής, το οποίο επαναδραστηριοποιήθηκε το 1933 από τον Γιάννη Κεφαλληνό. Εκεί διδάχτηκε χαρακτική και τέχνη του βιβλίου. Εκεί συνδέθηκε στενά με άλλους σπουδαστές του εργαστηρίου, την Βάσω Κατράκη, τον Γιάννη Μόραλη, τον Χρίστο Δαγκλή, τη Λουίζα Μοντεσάντου, που παρέμειναν φίλοι της για πάντα. Εκεί γνώρισε και τον Α. Τάσσο, τον άνθρωπο που σημάδεψε τη ζωή της όσο κανείς άλλος. Το 1940 βρίσκεται στην Παρισινή Σχολή Καλών Τεχνών, στο εργαστήριο χαλκογραφίας.
Η περίοδος της Κατοχής σημάδεψε τη νεαρή δημιουργό. 
 «...Στην κατοχή υπήρξε ένα μεγάλο αγκάλιασμα όλων των πνευματικών ανθρώπων. Οι εικαστικοί δημιουργοί ήταν δεμένοι με τους λογοτέχνες, τους ανθρώπους του θεάτρου, αλλά και της μουσικής, σε μικρότερο βέβαια βαθμό. Οι δυσκολίες ήταν πολλές. Υπήρχαν έντονα προβλήματα επιβίωσης, που ανάγκασαν τον Τάσσο να ασχοληθεί και με άλλες δουλειές...».


Μετά την ίδρυση του ΕΑΜ Καλλιτεχνών, συγκροτήθηκε η εικαστική ομάδα του, που, με επικεφαλής τον Γ. Κεφαλληνό και δουλεύοντας κρυφά στο εργαστήριό του στην ΑΣΚΤ, στήριζε εικαστικά την προπαγάνδιση του ΕΑΜικού αγώνα. Η Λ. Μαγγιώρου ήταν από τα πρώτα μέλη αυτής της ομάδας.

Η περίοδος της Εθνικής Αντίστασης έδωσε νέα ώθηση στο έργο της. Μαζί με άλλους αγωνιζόμενους καλλιτέχνες, χάραξε πολλές ξυλογραφίες που χρησιμοποιήθηκαν ως προπαγανδιστικό υλικό εναντίον των κατακτητών. Τα χρόνια αυτά, εκτός από τα ζητήματα της επικαιρότητας, ιδιαίτερη ανάπτυξη είχαν τα θέματα που συνδέονταν με τη γενικότερη ιστορία του απελευθερωτικού αγώνα του ελληνικού λαού. Η εθνική ιστορία και η εθνική κουλτούρα έγιναν πηγή της καλλιτεχνικής δημιουργίας αρκετών δημιουργών. Η εξύμνηση του ηρωισμού των προηγούμενων χρόνων, οι άσβηστες πολιτισμικές αξίες της Ελλάδας μετατράπηκαν σε πνευματικό στήριγμα του λαού. Ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία κατανοήθηκε ως λαϊκός αγώνας για ελευθερία και το εθνικό θέμα ως λαϊκό θέμα.

Μέσα σ' αυτό το πνεύμα κινήθηκε ένα μεγάλο μέρος της δημιουργίας της Λ. Μαγγιώρου αυτών των χρόνων, κυρίως εκείνο που συνδέεται με την εικονογράφηση των Αντιστασιακών Λευκωμάτων. Κοινή ιδέα των έργων της: Η συνέχεια των παραδόσεων του ελληνικού λαού για την ελευθερία. Στο χαρακτικό του 1945 «Χαίρε, ω χαίρε Λευτεριά» απεικονίζεται ο ήρωας πολεμιστής του 1821 και ο αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης. Χέρι - χέρι βρίσκονται ενωμένοι στο νέο αγώνα. Η Λ. Μαγγιώρου μαζί με την Β. Κατράκη, τον Τάσσο και τον Γ. Βελισσαρίδη συμμετείχαν στο παράνομο άλμπουμ του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, «Από τους Αγώνες του ελληνικού λαού», που εκδόθηκε το 1943. Στο λεύκωμα αυτό δημιουργεί δύο έργα, τα οποία συνοδεύουν στίχους δημοτικών τραγουδιών, που υμνούν τη δύναμη και την ομορφιά των λαϊκών ηρώων. Ομως, η συνέχεια της παράδοσης δεν αποτελεί μόνον το θέμα των έργων της, αλλά καθορίζει και την επιλογή του τρόπου της καλλιτεχνικής έκφρασης. Η Λ. Μαγγιώρου απευθύνεται με λαϊκή τέχνη, επιχειρώντας να κάνει τα έργα της απλά και κατανοητά στον καθένα.

Το 1987 δημιούργησε την «Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών Α. Τάσσος», ένα σωματείο το οποίο έχει σκοπό την προβολή του έργου του χαράκτη μέσα από εκθέσεις και εκδόσεις και παράλληλα την στήριξη του έργων των νέων Ελλήνων χαρακτών. Για το σκοπό αυτό ξεκίνησε από το 1990 μια σειρά εκθέσεων, με κοινό τίτλο «Νέοι Χαράκτες», που οργανώνεται ανά τριετία και περιοδεύει σε όλη την Ελλάδα.

Η Λουκία Μαγγιώρου υπήρξε Επίτιμος Πρόεδρος της Εταιρείας ως το τέλος της ζωής της, κυρίως όμως - όπως καταλήγει η Ειρ. Οράτη, «ήταν ο άνθρωπος που στήριξε και ανέδειξε το σωματείο, δίνοντάς του υπόσταση, αξιοπιστία, αυτοτέλεια και χαρακτήρα. Αυτό όμως που αποτελεί μοναδικό χαρακτηριστικό της, είναι η αδιαμφισβήτητη αυτοθυσία της, η απόφασή της να θυσιάσει τις προσωπικές της φιλοδοξίες για χάρη του συντρόφου της, παραμένοντας στη σκιά του, αποτελώντας δύναμη και πηγή δημιουργίας του ως το τέλος».





Πηγές:

mixanitouxronou.gr

i-diadromi.gr

el.wikipedia.org

rizospastis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου