Γραμμένο γιά τούς στρατιῶτες μας στήν Ἀλβανία (1940-1941).
Ὅταν τό δῇς μπροστά σου ἀδύνατο, ζαρωμένο, ἀξύριστο, συφοριασμένο, ζαλωμένο τό σάκκο νά πηγαίνῃ μονοπάτια καί κουτσαίνοντας, δέ δίνεις οὔτε μιά δεκάρα:
― Αὐτός εἶναι ὁ ἥρωας;
― Ἔ, λοιπόν, ναί… αὐτός εἶναι!
Ὅλοι οἱ ξένοι ἔχουν τήν αὐτή ἔκπληξι στήν πρώτη ἐπαφή: «Ἐμένα, κύρ Φράγκο –σάν νά τούς λέῃ ἄφωνο τό στρατιωτάκι– δέν μπορεῖς νά μ’ ἐξηγήσῃς εὔκολα… Εἶμαι μεγάλο θέμα μελέτης». Εἶναι ἕνας ἥρωας, πού δέν ξέρει τίποτε ἀπό τόν ἑαυτό του· πού δέ νιώθει τόν ἡρωισμό του· πού κινεῖται στήν ἀτμόσφαιρα τῆς ἐποποιΐας, σά νά ἦταν ἡ πιό καθημερινή του πραγματικότης.
Περπάτησα πλάϊ του ὧρες μέ τήν αἰώνια ἀγωνία:
Ποῦ βρίσκεται τό μυστικό τοῦ μεγαλείου του;
Ἔρχονται στιγμές, πού στά μάτια του καῖνε καί φέγγουν ὅλοι οἱ ἥλιοι τῆς Μεσογείου. Βλέπω καθαρά κάτι:
Ὅτι τό φῶς αὐτό κυριαρχεῖ πάνω στή φλόγα· ἡ ἐξυπνάδα ἐξουσιάζει πώς πρέπει νά τό ἀπομακρύνω ἀπό αὐτή τήν ἀπόπειρα ψυχολογίας. Ἡ ἐξυπνάδα στόν πόλεμο δέν χρειάζεται παρά γιά τό τεχνικό μέρος. Ἀλλά δέν ἀποτελεῖ ποτέ τόν ἥρωα. Ὁ Ἕλλην μάχεται πολύ ἐπιδέξια ἴσως ἀπό οἱονδήποτε ἄλλο στρατιώτη.
Ἔρχονται ὧρες, πού καί τό τελευταῖο φανταράκι γίνεται στρατηγός:
― Ἐδῶ σ’ αὐτή τή γράνα νά πέσουμε, συνάδελφε –ἄκουσα στρατιωτάκι νά λέῃ στή μάχη στό σύντροφό του– νά τούς βγοῦμε στό πλευρό!
― Ὁ λοχαγός τραβᾷ ἀπό κεῖ!
― Μωρέ, ἄσ’ τό λοχαγό τώρα, θά τόν ἀπαντήσουμε ψηλότερα.
Ἀλλά μέ τήν ἐξυπνάδα δέν πάει κανείς στή θυσία. Καί τό φανταράκι ἀξίζει, ὅταν βάζῃ τόν ἑαυτό του κάτω· ὅταν ἔρχεται ἡ θεία στιγμή, πού σπάζει ὅλες τίς χορδές τῆς ζωῆς: «Ἐδῶ Βαγγέλη, σώθηκαν τά ψέματα· ἐδῶ θά πεθάνης!».
― Ἀλλά καί πρίν ἀπ’ αὐτή τή στιγμή: Ὅταν δίνῃ τόν ἑαυτό του σ’ ὅλες τίς δεινοπάθειες, σ’ ὅλους τούς ἀφάνταστους μόχθους καί τίς τεράστιες δυσκολίες μέ μιά φοβερή γαλήνη, μιάν ἁπλότητα καταπληκτική. Γι’ αὐτό τό περίεργο πλάσμα, πού θά κάμῃ τή σκούφια πολλῶν ἱστορικῶν νά γυρίσῃ ἀνάποδα, τίποτε δέν εἶναι ἀδύνατο.
Ἀντιμετωπίζει τά πιό τεράστια προβλήματα σάν νά τά ἤξερε, νά τά εἶχε ὑπ’ ὄψιν του ἀπό πρίν. Ἀναπτύσσει ἀμέσως ἀπόλυτη οἰκειότητα μέ τίς μεγαλύτερες δυσκολίες. Ποῦ κρύβουν τ’ ἀνεξάντλητα ἀποθέματα δυνάμεως οἱ ἀσκητικές αὐτές πράξεις, πού νομίζετε, ὅτι κατέθεσαν ἤδη ὅ,τι κι ἄν εἶχαν; Θέλησι –μιά θέλησι χωρίς στόμφο, χωρίς ρητορική, χωρίς θορυβώδεις χειρονομίες.
Γιά νά νιώσωμε τό φανταράκι, πρέπει νά βγάλωμε ἀπό τή μέση κάθε τύπο ἐξωτερικό. Πρέπει νά σβήσωμε καί διατάγματα ἐπιστρατεύσεως καί προσκλήσεις ἡλικιῶν καί κάθε ἰδέα ἐξωτερικῆς ἀνάγκης. Μπορεῖ νά τούς ἀπολύσετε, ἄν θέλετε. Δέ θά φύγῃ κανείς! Θά μείνουν ὅλοι στά βουνά τῆς Ἀλβανίας ἐθελονταί, ὡς πού νά ρίξουν τούς Ἰταλούς στή θάλασσα.
Αὐτό τό φανταράκι, πού δέ δίνετε μιά δεκάρα, ὅταν τό πρωταντικρύζετε, ἔχει τό ἔνστικτο τῆς ἱστορίας. Δέν ξέρει παρά ἄκρες μέσες. Ἀλλά τήν αἰσθάνεται, τή νιώθει. Ἔχει βάλει μέσα του κατάβαθα, ἀκλόνητα, ὅτι αὐτή τή στιγμή παίζεται ἡ τύχη τῆς Ἑλλάδος, ἡ ἐλευθερία της, ἡ τιμή της, ἡ ἐθνική της ὕπαρξι. Αὐτό τό ξέρει καί τό πιό ἀγράμματο στρατιωτάκι, πού ἱδρώνει νά σκαρώσῃ μέ μαγγοῦρες τήν ὑπογραφή του.
― Δέν εἶναι σάν τίς ἄλλες φορές! θ’ ἀκούσετε νά σᾶς λένε ὅλοι. Αὐτοί πᾶνε νά σβήσουν τήν Ἑλλάδα! Μά δέ θά τό φᾶνε.
Ἡ ἀδάμαστη θέλησι τῆς νίκης, αὐτή ἡ ἥσυχη κι ἀλύγιστη ἀπόφασι νά μή γυρίσῃ πίσω κανείς, ἄν δέ ρίξουν τόν ἐχθρό στή θάλασσα, εἶναι τό μυστικό τοῦ ἡρωϊσμοῦ τους, τῆς ἐπιμονῆς, τῆς ἀντοχῆς, τῶν ἀφάνταστων θυσιῶν, πού προσφέρονται μέ τή μεγαλύτερη αὐταπάρνησι. Τό κάθε φανταράκι ἔχει κάμει τήν ἐθνική ὑπόθεσι προσωπικό ζήτημα:
― Μωρέ, ἀκοῦς ἐκεῖ νά τούς περάσῃ ἀπό τό μυαλό νά μᾶς ὑποδουλώσουν!
Φρενιάζει, θηρίο ἀνήμερο γίνεται καί τό πιό ἥσυχο φανταράκι, ὅταν τοῦ τό θυμίσουν. Ἔχει πληγωθῆ βαθύτατα τό φιλότιμό του: Γιά ποιούς μᾶς περάσανε; Εμαστ’ Ἕλληνες! Ξέρεις τί θά πῇ Ἕλληνες;… Ἄν δέν τό ξέρῃς, θά σοῦ τό μάθω τώρα στή στιγμή! Ἔτσι μπαίνει τό στρατιωτάκι στή μάχη: νά τούς δείξῃ ποιός εἶναι.
Αὐτός μπορεῖ νά συγχύζῃ τόν Περικλῆ μέ τό Θεμιστοκλῆ· δέν ἔχει διόλου νά κάμῃ. Τήν Ἑλλάδα καί τήν ἱστορία της δέν τήν ἔχει μέσα του σάν κρύες γνώσεις. Τήν ἔχει σάν ἔννοια, σάν οὐσία, σά ζωντανή πραγματικότητα: Εἶναι αὐτός ὁ ἴδιος ἡ Ἑλλάς αὐτή, γεμᾶτος ἀπό τά κλέη καί τούς θρύλους τριῶν χιλιάδων ἐτῶν, ἀπό τό καθάριο καταστάλαγμά τους, ὑπερήφανος γιά τήν τύχη του, νά εἶναι φορεύς τέτοιας ἀξίας. Κι ἄς μήν μπορῇ νά μετρήσῃ τό θησαυρό σ’ ὅλη τήν ἔκτασί του.
Μ’ ἀνατρίχιασμα κρυφό ἄκουσα μιά μέρα αὐτή τήν κουβέντα, δυό λεπτά πρίν μπῇ ἕνα τάγμα στή μάχη:
― Καί γιατί ἄλλο ἤρθαμε, ρέ συνάδελφε, δῶ πέρα; Ἤρθαμε νά νικήσωμε ἤ νά πεθάνωμε σάν Ἕλληνες!
― Καί πῶς πεθαίνουν οἱ Ἕλληνες, δέ μοῦ λές;…
― Οἱ Ἕλληνες πεθαίνουν σάν Ἕλληνες! Κι ἄν δέν τό ξέρῃς νά πᾷς νά τό μάθῃς. Πεθαίνουν παλληκαρίσια… γιά τήν ἰδέα!…
Πιό ξάστερο ὁρισμό τῆς οὐσίας αὐτοῦ τοῦ ἡρωισμοῦ δέν ἀπάντησα πουθενά. Τήν ἔδωσε μονάχο του τό φανταράκι.
Πηγή:
Περιοδικό «ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ», τεῦχος 368, Ὀκτώβριος 2003
Περιοδικό «ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ», τεῦχος 368, Ὀκτώβριος 2003
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου