ΕΛΛΑΔΑ-ΚΟΡΙΝΘΙΑ

ΕΛΛΑΔΑ-ΚΟΡΙΝΘΙΑ

ΚΟΡΩΝΟΙΟΣ-COVID-19

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ '40-ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥΝ ΣΑΝ ΕΛΛΗΝΕΣ
















Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940 και με αφορμή τη σθεναρή αντίσταση που προέβαλλε ο ελληνικός στρατός στην ιταλική εαρινή επίθεση, ο Τσώρτσιλ φέρεται να είπε μια φράση σχετικά με το θάρρος και την ανδρεία των Ελλήνων: 
Στο εξής δεν θα λέμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες, αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες.

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και το έπος του ‘40

Τα αίτια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου 

Η εποχή που μεσολαβεί ανάμεσα στους δυο Παγκοσμίους Πολέμους (1918-1939) αποτελεί για την Ευρώπη και για την Ελλάδα μια περίοδο συνεχών ανακατατάξεων. Η Αγγλία, η Γαλλία, η Ρωσία, η Ιταλία σύμμαχος των οποίων ήταν και η Ελλάδα αναδείχθηκαν νικητές στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ η Γερμανία και η Αυστροουγγαρία αποτελούσαν τους ηττημένους.

Οι συνθήκες ειρήνης που υπογράφηκαν ήταν εξοντωτικές για τους νικημένους. Δυσβάσταχτες πολεμικές αποζημιώσεις, διανομή των αποικιών των ηττημένων μεταξύ των νικητών και αφαίρεση εδαφών ήταν μερικές μόνο από τις ρυθμίσεις που επιβλήθηκαν το 1919.

Με τέτοιες μεθόδους οι νικητές κατέστρεφαν ουσιαστικά τη δυνατότητα οικονομικής ανόρθωσης όλης της Ευρώπης και δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για νέο πόλεμο. 

Η Γερμανία και η Ιταλία ήταν δυο χώρες στις οποίες το παλαιό πολιτικό σύστημα δεν μπόρεσε να επιβιώσει. Η Ιταλία μαστίζονταν από υπερπληθυσμό, από έλλειψη επενδύσεων στην οικονομία, ενώ η διαφθορά απλωνόταν σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής ζωής. Η Γερμανία καταδικασμένη να πληρώνει κάθε χρόνο πολεμικές αποζημιώσεις στους νικητές μαστιζόταν μέχρι το 1933 από ανεργία, αποβιομηχάνιση, ενώ ο εκτός ελέγχου πληθωρισμός έκανε απαγορευτική ακόμη και τη σκέψη για επενδύσεις.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να γεννηθούν και να αποκτήσουν απήχηση στα κράτη αυτά ακραία κινήματα που δεν αναγνώριζαν τις αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος. Στην Ιταλία ο Μουσολίνι δημιούργησε το φασιστικό κόμμα και στη Γερμανία ο Χίτλερ το Εθνικοσοσιαλιστικό / ναζιστικό κόμμα. Υπόσχονται στις εξαθλιωμένες μάζες ότι η άνοδός τους στην εξουσία θα σημάνει τη λήξη των προβλημάτων τους, αφού το κράτος θα υπερασπίζεται τα συμφέροντά και τα δικαιώματά τους στις διαμάχες με τους κεφαλαιούχους.

Οι φασίστες του Μουσολίνι στην Ιταλία θα καταλάβουν πραξικοπηματικά την εξουσία το 1923, ενώ στη Γερμανία ο Χίτλερ θα νικήσει στις εκλογές του 1933 βασιζόμενος στις ψήφους των ανέργων και των εξαθλιωμένων εργατών και αγροτών. Οι δυο άνδρες αρχίζουν να εξοπλίζουν τους στρατούς τους με νέα οπλικά συστήματα, ενώ εκπονούν σχέδια για την ανάδειξη της Γερμανίας και της Ιταλίας σε υπερδυνάμεις σε βάρος των υπολοίπων.

Από το 1935 πυκνώνουν τα σύννεφα στα Βαλκάνια. Η Ιταλία αυξάνει την επιθετικότητά της. Ο Μουσολίνι ονειρεύεται την εξάπλωση της ιταλικής κυριαρχίας σε όλη τη Μεσόγειο. Επιτίθεται και καταλαμβάνει διαδοχικά την Αβησσυνία, τη Λιβύη και την Αλβανία.

Η Αγγλία και η Γαλλία προσφέρουν την εγγύησή τους στη Ρουμανία και στην Ελλάδα εναντίον ενδεχόμενης ιταλικής επίθεσης. Η Βουλγαρία προτιμά να συνταχθεί με τη Γερμανία και την Ιταλία, την Ιαπωνία και άλλες χώρες, που έχουν συστήσει τις δυνάμεις του Άξονα. Όσες χώρες αντιστέκονται και συνεργάζονται εναντίον του Άξονα ονομάζονται συμμαχικές δυνάμεις, στις οποίες ανήκουν η Ελλάδα, η Σοβιετική Ένωση, η Αγγλία, η Γαλλία, η Κίνα, η Αμερική και πολλές άλλες μικρότερες χώρες. 







Η έκρηξη του Πολέμου-Αστραπή 

Την 1η Σεπτεμβρίου του 1939 ο γερμανικός στρατός εισβάλλει στην Πολωνία. Η Αγγλία και η Γαλλία κηρύσσουν τον πόλεμο στη Γερμανία. Η Σοβιετική Ένωση εισβάλλει και αυτή αρχικά στην Πολωνία και αργότερα στη Λετονία, Λιθουανία, Εσθονία και Φιλανδία.

Ακολούθως ο γερμανικός στρατός καταλαμβάνει τη Δανία, τη Νορβηγία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, εισβάλλει στη Γαλλία, ενώ ο Χίτλερ σκέπτεται να πραγματοποιήσει απόβαση στη Μεγάλη Βρετανία. Όμως η αγγλική αντίσταση καθ' όλη τη διάρκεια του θέρους του 1940, αναγκάζει τον Χίτλερ να εγκαταλείψει προσωρινά τα σχέδια για απόβαση και να στρέψει το ενδιαφέρον του στα Βαλκάνια.

Ο πόλεμος στην Ελλάδα

Η Ιταλία συνέχιζε να προετοιμάζεται για την παραβίαση του ελλαδικού χώρου, όμως η αιφνιδιαστική έναρξη του πολέμου από τον Χίτλερ και οι μεγάλες επιτυχίες του στα πεδία των μαχών έκαναν την Ιταλία να βιαστεί και να επιχειρήσει και αυτή κάτι μεγαλοπρεπές και να προλάβει να επωφεληθεί, νομίζοντας πως θα έρθει σύντομα το τέλος του πολέμου. 

Ακολούθησε μια προσπάθεια του Μουσολίνι γεμάτη από προκλήσεις εναντίων της Ελλάδας . Ξεκίνησε με το βομβαρδισμό ελληνικών πολεμικών πλοίων, συμπεριλαμβανομένου του αντιτορπιλικού Ύδρα.  

Ακολούθησαν συνεχείς παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου.  

Στις 15 Αυγούστου, ακολούθησε ο άνανδρος τορπιλισμός του καταδρομικού ΕΛΛΗ στο κατάμεστο λιμάνι της Τήνου. 

Αυτή η τελευταία πρόκληση, ιερόσυλη πράξη, μιας και έγινε τη μέρα που πλήθος κόσμου είχε πάει στο νησί για να τιμήσει την Κοίμηση της Θεοτόκου, εγκαινίασε συμβολικά την επίθεση εναντίον της Ελλάδος και χρωμάτισε με ιερότητα τον αγώνα που ακολούθησε. 

Από της 22 Οκτωβρίου, στο Υπουργείο Εξωτερικών της Ρώμης, ο Τσιάνο, αρχίζει να συντάσσει το περιλάλητο τελεσίγραφο, που προορίζετο για την ελληνική Κυβέρνηση, το οποίο δεν άφηνε περιθώρια για διέξοδο, παρά μόνο "ή αποδοχή της κατοχής ή εκτέλεση επίθεσης". 




Το Ιταλικό τελεσίγραφο

Στις 3 τα μεσάνυχτα της 28ης Οκτωβρίου ο πρεσβευτής της Ιταλίας στην Ελλάδα κόμης Γκράτσι επιδίδει στον πρωθυπουργό της Ελλάδας, Ιωάννη Μεταξά, το παρακάτω τελεσίγραφο:

... Η ουδετερότης της Ελλάδος απέβη ολονέν και περισσότερον απλώς και καθαρώς φαινομενική. […]
Όθεν, η Ιταλική Κυβέρνησις κατέληξεν εις την απόφασιν να ζητήση από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν -ως εγγύησιν δια την ουδετερότητα της Ελλάδος και ως εγγύησιν δια την ασφάλειαν της Ιταλίας- το δικαίωμα να καταλάβη δια των ενόπλων αυτής δυνάμεων, δια την διάρκειαν της σημερινής προς την Αγγλίαν ρήξεως, ωρισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους. Η Ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως μη εναντιωθή εις την κατάληψιν ταύτην και όπως μη παρεμποδίση την ελευθέραν διέλευσιν των στρατευμάτων των προοριζομένων να την πραγματοποιήσωσι. […]. Η Ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως δώση αυθωρεί εις τας στρατιωτικάς αρχάς τας αναγκαίας διαταγάς ίνα η κατοχή αυτή δυνηθή να πραγματοποιηθή κατά ειρηνικόν τρόπον. Εάν τα ιταλικά στρατεύματα ήθελον συναντήση αντίστασιν, η αντίστασις αυτή θα καμφθή δια των όπλων και η Ελληνική Κυβέρνησις θα έφερε τας ευθύνας, αι οποίαι ήθελον προκύψη εκ τούτου. 

H απάντηση: Διάγγελμα του Πρωθυπουργού προς τον Ελληνικό Λαό

Το ιταλικό τελεσίγραφο με το οποίο ο Μουσολίνι ζητούσε την ελεύθερη δίοδο των ιταλικών στρατευμάτων απορρίπτεται εκ στόματος Ιωάννη Μεταξά χωρίς συζήτηση.

Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν δια την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της. Μολονότι ετηρήσαμεν την πλέον αυστηράν ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία, μη αναγνωρίζουσα εις ημάς το δικαίωμα να ζώμεν ως ελεύθεροι 'Ελληνες, μου εζήτησε σήμερον την 3ην πρωινήν την παράδοσιν τμημάτων του εθνικού εδάφους, κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν, και μου ανεκοίνωσεν ότι, προς κατάληψιν αυτών, η κίνησις των στρατευμάτων της θα ήρχιζε την 6ην πρωινήν. Απήντησα εις τον ιταλόν Πρέσβυν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ' εαυτό και τον τρόπον με τον οποίον γίνεται τούτο ως κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος. Τώρα θα αποδείξωμεν εάν πράγματι είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας, την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. 'Όλον το 'Έθνος ας εγερθή σύσσωμον. Αγωνισθήτε δια την Πατρίδα. τας γυναίκας, τα παιδιά σας και τας ιεράς μας παραδόσεις.
Νυν υπέρ πάντων ο αγών.
Ι. ΜΕΤΑΞΑΣ




Η 28η Οκτωβρίου του 1940

Πανηγυρισμοί και ζητωκραυγές δεν θα περίμενε κανείς ανήμερα της ανακήρυξης ενός πολέμου. Κι όμως, μια διάθεση πανηγυρισμού και ευφορίας ξεχύθηκε στον αττικό ουρανό από ένα κόσμο που είχε κατακλύσει τους δρόμους και που αισθανόταν να τον καλούν με το όνομά του, για να προστατεύσει τα τρία και πλέον χιλιάδες χρόνια της ιστορίας του. Η είδηση έτρεχε από στόμα σε στόμα σαν την αναγγελία χαρμόσυνου γεγονότος. Τα συναισθήματα διαδέχονταν το ένα το άλλο, υπερηφάνεια, φιλότιμο, λεβεντιά, αγανάκτηση, περιφρόνηση, και μάλιστα όχι μόνο από αυτούς που έτρεχαν να καταταγούν, αλλά και από τον άμαχο πληθυσμό, που και αυτός αργότερα προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στον αγώνα. 
Πανηγυρική ήταν η ατμόσφαιρα στους δρόμους και στους σταθμούς των τραίνων όπου η μια μετά την άλλη αναχωρούσαν γεμάτες χαμογελαστούς στρατιώτες οι αμαξοστοιχίες προς το Μέτωπο.
Παρά τον γενικό ενθουσιασμό και εθνική υπερηφάνεια που ένιωθαν οι Έλληνες φαντάροι δεν πρέπει να πιστέψει κανείς πως η πορεία τ ου ελληνικού στρατού προς το μέτωπο ήταν εύκολη υπόθεση.  

Οι πρώτες νίκες στο μέτωπο  

Η πορεία των ελληνικών στρατιωτικών μονάδων προς το Μέτωπο ήταν γεμάτη κακουχίες. 'Όμως ο βαρύς χειμώνας, ο ενθουσιασμός του ελληνικού στρατού και τα βουνά της Αλβανίας επιτρέπουν στους 'Ελληνες όχι μόνον να αντιμετωπίσουν την επίθεση με μεγάλη επιτυχία, αλλά και να περάσουν αμέσως στην αντεπίθεση. 
Το βάρος της άμυνας το έφερε η μεραρχία Ηπείρου, που είχε τη τύχη μόνη από τις μεγάλες δυνάμεις να υπερασπίζεται τη τιμή και την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, με κύρια αποστολή "την κάλυψη της κεντρικής Ελλάδος από την κατεύθυνση Ιωάννινα - Ζυγός Μετσόβου" και δευτερεύουσα "την προάσπιση εθνικού εδάφους", και η οποία με απόφαση του διοικητή της υποστράτηγου Χαράλαμπου Κατσιμήτρου, δεν εγκατέλειψε την προωθημένη αμυντική γραμμή και αγωνίσθηκε χωρίς να παραχωρήσει εθνικό έδαφος. 

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί η ουσιαστική συμβολή στον αγώνα του ηρωικού αποσπάσματος του συνταγματάρχη Δαβάκη, που αμυνόμενος σθεναρά με λίγους στρατιώτες, με πενιχρά μέσα αλλά με μεγάλη αυτοθυσία, απέκρουσε τις αλλεπάλληλες επιθέσεις του εχθρού και έδωσε πολύτιμο χρόνο στον Ελληνικό στρατό να ανασυνταχθεί και να αντεπιτεθεί καταδιώκοντας τους εισβολείς πέρα από τα Αλβανικά σύνορα, στα ιστορικά χώματα της Βορείου Ηπείρου. 
Στη δυτική Μακεδονία ο ελληνικός στρατός καταλαμβάνει στις 21 Νοεμβρίου την Κορυτσά. Στο τέλος του χρόνου οι Ιταλοί βρίσκονται απωθημένοι 60 χιλιόμετρα πέρα από τα ελληνικά σύνορα.





Η ιταλική αντεπίθεση που ξεκινά με την έναρξη του νέου έτους δεν έχει αποτέλεσμα. Ο ελληνικός στρατός θα μπει στο Πόγραδετς, στη Πρεμετή, στο Αργυρόκαστρο, στη Χιμάρα, στους Αγίους Σαράντα. Σε διάστημα έξι μηνών οι Ιταλοί υφίστανται βαριές ήττες. Δεκαέξι ελληνικές μεραρχίες ακινητοποιούν στην Αλβανία εικοσιεπτά ιταλικές με εξοπλισμό πολύ ανώτερο των ελληνικών.

Ρίγη  ενθουσιασμού κατακλύζουν το λαό από τις επιτυχίες του ελληνικού στρατού.  Ο κόσμος ξεχύνεται στους δρόμους και πανηγυρίζει τις περίλαμπρες νίκες του στρατεύματος.

Ακόμα και οι γυναίκες βοηθάν στον αγώνα πλέκοντας ασταμάτητα κάλτσες για τους στρατιώτες. Η Σοφία Βέμπο, η τραγουδίστρια της λευτεριάς, εξυμνεί τα ηρωικά παιδιά της Ελλάδας.     

Το μεγαλείο, εντός εισαγωγικών, των στρατιών του Μουσολίνι παρουσιάζεται στα πρωτοσέλιδα των ξένων εφημερίδων.  Ο Έλληνας Εύζωνας κατατροπώνει τους Ιταλούς φασίστες στην Πίνδο. 

Συμβολή του ελληνικού ναυτικού και αεροπορίας στον αγώνα του ‘40

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί και η συμμετοχή στον αγώνα του ελληνικού πολεμικού ναυτικού, παρά την μεγάλη διαφορά που υπήρχε σε σχέση με το ιταλικό, σε αριθμό, θωράκιση, ταχύτητα, δύναμη πυρός και χρόνο πλεύσεως για τα υποβρύχια. Παρ' όλα αυτά τα ελληνικά σκάφη εξετέλεσαν τη δύσκολη αποστολή τους χωρίς σοβαρές απώλειες. Βύθισαν εχθρικά μεταφορικά χωρητικότητας αρκετών δεκάδων χιλιάδων τόνων και συνόδευσαν με επιτυχία τις στρατιωτικές αποστολές στο μέτωπο. Τα Χριστούγεννα, το υποβρύχιο "Παπανικολής" με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Ιατρίδη, προσέβαλε ιταλική νηοπομπή στα ανοιχτά της Αυλώνας, βυθίζοντας δύο μεταγωγικά 20.000 και 15.000 τόνων και διέφυγε παρά τον απηνή διωγμό από ιταλικά αντιτορπιλικά. 

Η αεροπορία είχε τα περισσότερα αεροσκάφη της παλαιά έως άχρηστα, με λιγοστά αεροδρόμια και ακατάλληλα για χρήση, τον περισσότερο καιρό, με στοιχειώδη αντιαεροπορική άμυνα. Δε θα ήταν υπερβολή να γραφεί ότι στο βαθμό που λειτούργησε, αυτό οφειλόταν στην εξαιρετική ευψυχία των Ελλήνων αεροπόρων και μάλιστα με αξιοσημείωτες επιτυχίες. Οι πτήσεις των Ελλήνων αεροπόρων έμειναν στην ιστορία, όπως του Υποσμηναγού Μικραλέξη, ο οποίος αφού εξήντλησε τα πυρομαχικά του, κάρφωσε εκουσίως με τον έλικα του αεροσκάφους του το πηδάλιο ιταλικού βομβαρδιστικού το οποίο και κατέρριψε για να προσγειωθεί δίπλα στο πενταμελές ιταλικό πλήρωμα που είχε πέσει με αλεξίπτωτα, και να το συλλάβει.


Σύμφωνα με το Churchill Archives Centre και άλλους Διεθνείς φορείς τεκμηρίωσης των βιογραφικών στοιχείων του Sir Winston Leonard Spencer Churchill, η συγκεκριμένη φράση ουδέποτε ελέχθη από τον Τσώρτσιλ, αποδόθηκε όμως σε αυτόν από την πλευρά της Ελληνικής Αντίστασης κατά τη διάρκεια του πολέμου για λόγους εμψύχωσης και ενίσχυσης του φρονήματος των μαχομένων Ελλήνων πατριωτών.


ΤΟ ΚΑΤΑΔΡΟΜΙΚΟ ''ΕΛΛΗ''

Το καταδρομικό Έλλη ήταν Ελληνικό πολεμικό πλοίο «εύδρομο» κατά την ορολογία του μεσοπολέμου ή «ελαφρύ καταδρομικό» κατά την ορολογία του Β’ Παγκοσμίου πολέμου που έφερε το όνομα εκ της ναυμαχίας της Έλλης που είχε λάβει χώρα στην διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, στην οποία η Ελλάδα ήταν νικήτρια. 
Ναυπήγηση και αγορά 
Το Έλλη ήταν 2.600 τόνων. Ναυπηγήθηκε το 1912 – 1913 στις ΗΠΑ για λογαριασμό της κινεζικής κυβέρνησης με το όνομα «Fei-Hung», όμως η παραγγελία ακυρώθηκε λόγω Εθνικιστικής Επανάστασης που ξέσπασε στην Κίνα την περίοδο εκείνη. Αγοράστηκε τελικά από την ελληνική κυβέρνηση το 1914. Το 1917 κατασχέθηκε από τους Γάλλους μαζί με τα υπόλοιπα πλοία του ελληνικού στόλου. Μετασκευάστηκε σχεδόν ριζικά, δέκα χρόνια αργότερα, στη Γαλλία, μεταξύ των ετών 1925-1927. 
Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος 
Έλαβε μέρος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπό γαλλική σημαία και στη συνέχεια υπό ελληνική στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Βυθίστηκε στις 15 Αυγούστου 1940 σε ειρηνική περίοδο από το ιταλικό υποβρύχιο Delfino και ενώ ήταν αγκυροβολημένο έξω από τον λιμένα της Τήνου όπου και συμμετείχε στις εκδηλώσεις του εορτασμού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Το ίδιο υποβρύχιο αποπειράθηκε στη συνέχεια να τορπιλίσει τα επιβατηγά Έλση και Έσπερος που βρίσκονταν μέσα στο λιμάνι της Τήνου. Ευτυχώς η απόπειρα απέτυχε και οι τορπίλες κατέστρεψαν μόνο ένα τμήμα του κρηπιδώματος του λιμένα. 

Η στιγμή της έκρηξης μιας εκ των τορπιλών στην προβλήτα του λιμανιού της Τήνου. Η Έλλη διακρίνεται στην δεξιά πλευρά του στύλου.


Ο τορπιλισμός του Έλλη 
Την παραμονή της μεγάλης γιορτής της Μεγαλόχαρης στην Τήνο, τα πλήθη των πιστών συνέρεαν με τα βαπόρια από τα διάφορα μέρη της Ελλάδος για να προσκυνήσουν την Παναγιά. Μέσα σ΄ αυτήν την λαοθάλασσα, τριγύριζαν και Ιταλοί πράκτορες για να συλλέξουν και να δώσουν πληροφορίες στον Ιταλό Γενικό Διοικητή 
Δωδεκανήσου Ντέ Βέκκι για την θέση των ελληνικών πολεμικών πλοίων και κυρίως για το καταδρομικό Έλλη που ήταν αγκυροβολημένο ανοικτά του λιμανιού. 
Ο κόσμος ανύποπτος σηκώθηκε το πρωί της επομένης για να πάει στην εκκλησία για να προσκυνήσει. Την ώρα εκείνη ο Ντε Βέκκι δίνει εντολή στον διοικητή του ναυλοχούντος στην Λέρο Ιταλικού Στόλου να κτυπήσει. Ο Ιταλός ναύαρχος μεταβιβάζει την διαταγή στον πλοίαρχο του υποβρυχίου Delfino που περιπολούσε ανοικτά της Τήνου και εκείνος επιτίθεται εν καιρώ ειρήνης απροειδοποίητα και χωρίς καμία πρόκληση κατά της Έλλης. 
Η ώρα ήταν 8.30 το πρωί όταν ένας δυνατός κρότος συγκλόνισε το Έλλη. Ύστερα ένας δεύτερος, ένας τρίτος που ακούστηκαν κοντά στην προκυμαία. Ο κόσμος που βρισκόταν κοντά στο λιμάνι, πανικοβλήθηκε. Στο Έλλη, ο κυβερνήτης του σκάφους πλοίαρχος Β.Ν. Άγγελος Χατζόπουλος, διέταξε συναγερμό και έτρεξε να δει ο ίδιος τι ακριβώς συμβαίνει. Έκπληκτος βλέπει το πλοίο κτυπημένο και να γέρνει και στον λιμενοβραχίονα να ακούγονται οι εκρήξεις από δύο άλλες τορπίλες. Προλαβαίνει και τηλεγραφεί αμέσως στην Αθήνα και αναφέρει το συμβάν.  




Στην Αθήνα ο πρωθυπουργός Μεταξάς καλεί τον υφυπουργό Ναυτικών Ιπποκράτη Παπαβασιλείου και του λέει για το συμβάν: 
«Γνωρίζουμε Ιπποκράτη για τον δράστη, αλλά δεν πρέπει να οξύνουμε την κατάσταση. Ας κάνουμε πώς δεν καταλάβαμε τίποτα και ας μην δείξουμε πανικό». 
Ταυτόχρονα ο υφυπουργός Τύπου Θ. Νικολούδης εκδίδει ανακοίνωση στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρει ότι: 
«η τορπίλη έπληξε το Έλλη το λεβητοστάσιο το οποίο εξερράγη και η πυρκαγιά που εκδηλώθηκε μεταδόθηκε στο εσωτερικό του πλοίου και το πλήρωμα αναγκάσθηκε να το εγκαταλείψει». 
Λίγο μετά το πλοίο βυθίσθηκε στις 9.45΄. Στην ίδια ανακοίνωση αναφέρθηκε ότι υπήρξε ένας νεκρός ο κελευστής μηχανικός Παπανικολάου και 29 τραυματίες. Μεταξύ του αστικού πληθυσμού, μία γυναίκα αρμενικής καταγωγής εμωλωπίσθη επι της προκυμαίας και ένας άνδρας απέθανε συνεπεία καρδιακής προσβολής..Η κυβερνητική ανακοίνωση σκοπίμως απέκρυπτε την εθνικότητα του υποβρυχίου που έπληξε το Έλλη αν και γνώριζε τον δράστη. 
Μία Επιτροπή από ανωτάτους αξιωματικούς (Καββαδίας, Χατζόπουλος και Δούσης) έβαλε δύτες και ανέσυραν από τον βυθό τεμάχια των τορπιλών. Στο πόρισμά τους κατέληγαν ότι “ το Έλλη εβυθίσθη παρά ιταλικών τορπιλών βληθεισών υπό ιταλικού υποβρυχίου”. Το θράσος των Ιταλών ήταν απύθμενο. Παρά τις διαβεβαιώσεις που έδινε η κυβέρνηση για την άγνωστη εθνικότητα του υποβρυχίου για να μην οξύνει την κατάσταση, οι Ιταλοί εγίνοντο περισσότερο επιθετικοί. Σύμφωνα με το υπ. Αριθ. 121/16-8-1940 τηλεγράφημα του πρεσβευτή μας στη Ρώμη Ιωάννη Πολίτη, η Ιταλία επιδιώκει να αναγάγει την Ελλάδα δια τρομοκρατήσεως από τούδε εις την διαδικασία 
των εδαφικών συζητήσεων και παραχωρήσεων εν Ηπείρω ή να επιτύχη ορισμένα στρατηγικά πλεονεκτήματα εν τω θαλασσίω αγώνι ή και αμφότερα. 
Ταυτόχρονα στη Ρώμη ο εκπρόσωπος Τύπου της ιταλικής κυβερνήσεως σε δηλώσεις του προς τους ξένους ανταποκριτές τόνιζε ανερυθρίαστα ότι η βύθιση του Έλλη είναι τέχνασμα των Άγγλων για να αναστατώσουν τα Βαλκάνια και να δηλητηριάσουν τις ελληνοϊταλικές σχέσεις ! Και έφερε σαν απόδειξη το ότι αμέσως μετά το συμβάν έσπευσαν πρώτοι οι Άγγλοι, πριν παρέλθει ο αναγκαίος χρόνος για την εξακρίβωση, και δια του ραδιοφώνου ανακοίνωσαν ότι στην περιοχή της Τήνου δεν βρισκόταν την ημέρα εκείνη δικό τους υποβρύχιο! Και υπογράμμιζε επίσης ότι “ η Ιταλία πιστή εις τας γνωστάς ιταλικάς παραδόσεις τιμιότητος εχρειάσθη τρείς ημέρας δια να εξακριβώση και να βεβαιώση σήμερον ότι το Επιτελείον ουδεμίαν ενέργειαν τορπιλισμού αναφέρει και ότι ουδέν ιταλικόν υποβρύχιον ευρίσκετο εκεί.” 


Η αιτία τορπιλισμού του Έλλη 
Ο τότε πρέσβης της Ιταλίας στην Αθήνα κόμης Εμμανουέλε Γκράτσι στα απομνημονεύματά του αλλά και σε ενυπόγραφο άρθρο του που δημοσίευσε η ιταλική εφημερίδα «Τζιορνάλε ντελ Ματτίνο» (φ. 19-8-1945) αποκαλύπτει ότι αν και η Ιταλία ουδέποτε ομολόγησε επίσημα την άνανδρη και «πειρατική» εκείνη πράξη υποβρυχίου της, εν τούτοις το υποβρύχιο ήταν ιταλικό που διατάχθηκε να κινηθεί επί τούτου από την ιταλική βάση υποβρυχίων Λέρου κατά διαταγή του Γενικού Διοικητή Δωδεκανήσου Ντε Βέκι, που ήταν μέλος της φασιστικής τριανδρίας, που γνώριζε ότι εθιμικά στην Τήνο την ημέρα αυτή θα υφίστατο ελληνικό πολεμικό πλοίο. Έτσι απέπλευσε το υποβρύχιο στο οποίο μετά και από μια αεροπορική αναγνώριση δόθηκε η εντολή του τορπιλισμού. Βέβαια ο Ντε Βέκι ενήργησε κατ’ εντολή του ίδιου του Μπενίτο Μουσολίνι. 
Στο σημείο αυτό ο κόμης Γκράτσι δίνει ακόμη μια εξήγηση της αψυχολόγητης εκείνης ενέργειας του Μουσολίνι που πολύ πιθανόν να οφειλόταν σε δική του τηλεγραφική του αναφορά που είχε υποβάλει από την Αθήνα, στο ιταλικό υπουργείο εξωτερικών, δύο ημέρες πριν, στις 13 Αυγούστου, κατά την οποία ο Γκράτσι βεβαίωνε ότι η ελληνική κυβέρνηση (σύμφωνα με άποψη του Ι. Μεταξά) δεν μπορεί να λάβει θέση ενάντια της Αγγλίας που ήδη κυριαρχεί στην Ανατολική Μεσόγειο. Το τηλεγράφημα αυτό, πάντα κατά τον Γκράτσι, πιθανόν να το διάβασε ο Μουσολίνι στο Παλάτσο Βενέτσια την ίδια ημέρα το βράδυ ή το πολύ την επομένη το πρωί και του προκάλεσε έκρηξη παραφοράς δίνοντας αμέσως εντολή στον Ντε Βέκι να αποδείξει αμέσως στον Μεταξά «ποιος είχε πράγματι την κυριαρχία της Ανατολικής Μεσογείου». 

Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΤΟΡΠΙΛΗ ΠΟΥ ΒΥΘΙΣΕ ΤΟ ΕΛΛΗ




H Ιταλία κηρύσσει πόλεμο και προσβάλλει τα από Αλβανίας σύνορα της Ελλάδας.

Συνάντηση Χίτλερ – Μουσολίνι στη Φλωρεντία, τοπική ώρα 11.00.

«Φύρερ, προελαύνουμε..» ήταν τα πρώτα λόγια του Μουσσολίνι.

Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940 ήταν η πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, η οποία διήρκεσε από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι τις 23 Απριλίου 1941. Επίσημη έναρξη του Πολέμου θεωρείται η «επίδοση του τελεσιγράφου», ενώ μετά τις 6 Απριλίου 1941, με την επέμβαση των Γερμανών, συνεχίστηκε ως ελληνοϊταλικογερμανικός πόλεμος.










Από έκτης πρωινής σήμερον περιερχόμεθα εις εμπόλεμον κατάστασιν προς Ιταλίαν. Άμυνα Εθνικού εδάφους διεξαχθή βάσει διαταγών ας έχετε.
Εφαρμόσατε σχέδιον επιστρατεύσεως.

Παπάγος

Η λακωνική συντομία της πρώτης αυτής διαταγής από είκοσι μία λέξεις μαρτυρεί την άριστη, επιτελική προπαρασκευή 
των πολεμικών σχεδίων της χώρας.
(ΓΕΣ/ Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού: Επίτομη Ιστορία Πολέμου 1940-41, σελ. 42.):



Χ. Κατσιμήτρος, Διοικητής VIII Μεραρχίας Ηπείρου

«Αναφέρατε παρακαλώ εις τον κ. Αρχηγόν του ΓΕΣ ότι η προσωπική μου γνώμη είναι ότι αύριο την πρωίαν, ίσως δε και κατά την διάρκειαν της νυκτός 27 με 28 Οκτωβρίου, θα έχωμεν ιταλικήν επίθεσιν. Η Μεραρχία θα επιτελέση το καθήκον της προς την πατρίδα, συμφώνως προς διαταγάς και οδηγίας του ΓΕΣ. Δύναμαι να βεβαιώσω υπευθύνως τον κ. Αρχηγόν του ΓΕΣ, και τονίζω τούτο ιδιαιτέρως, ότι δεν θα περάσουν Ιταλοί από το Καλπάκι.»

    ( σε τηλεφωνική επικοινωνία με το ΓΕΣ (Αν/χη Κορώζη), 27 Οκτωβρίου 1940.)





Διάγγελμα Πρωθυπουργού προς τον Ελληνικόν Λαόν.

28η Οκτωβρίου 1940
Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν δια την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της. Μολονότι ετηρήσαμεν την πλέον αυστηρά ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία μη αναγνωρίζουσα εις ημάς το δικαίωμα να ζώμεν ως ελεύθεροι Ελληνες, μου εξήτησε σήμερον την 3ης πρωινήν την παράδοσιν τμημάτων του εθνικού εδάφους, κατά την ίδιαν αυτής βούλησιν, και μου ανεκοίνωσεν ότι προς κατάληψιν αυτών, η κίνησις των στρατευμάτων της θα ήρχιζεν την 6η πρωινήν. Απήντησα εις τον Ιταλόν Πρέσβυν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ’ εαυτό και τον τρόπον με τον οποίον γίνεται τούτο, ως κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδος.
Τώρα θα αποδείξωμεν εαν πράγματι έιμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Ολον το Εθνος ας εγερθή σύσσωμον. Αγωνισθήτε δια την Πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά σας και τας ιεράς παραδόσεις μας. Νυν υπέρ πάντων ο αγών.




Η συνάντηση Γκράτσι– Μεταξά και το Ιταλικό τελεσίγραφο

Ο τότε πρεσβευτής της Ιταλίας στην Ελλάδα Γκράτσι στο βιβλίο του «Η αρχή του τέλους» γράφει για τη δραματική
 συνάντηση που είχε με τον Μεταξά την 3η πρωινή της 28ης Οκτωβρίου:
«…Η συνείδησίς μου με επίεζε ότι την στιγμήν αυτήν εγενόμην συνένοχος μιας ατιμίας. Είδα επί τέλους να ανάβη το φως και τον Μεταξά να κατεβαίνη. Με εγνώρισε και διέταξε τον σκοπόν να με αφήση να περάσω. Μου έδωκε την χείρα και με ωδήγησεν εις εν μικρόν σαλόνι. Μόλις εκαθήσαμε, του ενεχείρισε το έγγραφον. Ήρχισε μετά προσοχής να το διαβάζη… Παρηκολούθησα την συγκίνησίν του εις τας χείρας του και τους οφθαλμούς του».

ΓκράτσιΜόλις ετελείωσε η ανάγνωσις, ηκολούθησεν ο εξής διάλογος:

ΓΚΡΑΤΣΙ: κ. Πρόεδρε, είμαι επιφορτισμένος να σας ανακοινώσω ότι, εις περίπτωσιν μη αποδοχής των όρων, τα ιταλικά στρατεύματα θα εισβάλουν εις το ελληνικόν έδαφος την 6ην πρωινήν.
ΜΕΤΑΞΑΣ: Ποια στρατηγικά σημεία θέλει να καταλάβει η Ιταλία;
ΓΚΡΑΤΣΙ: Δεν γνωρίζω, κ. Πρόεδρε.
ΜΕΤΑΞΑΣ: (Προσβλέπων παρατεταμένα εις τους οφθαλμούς τον Ιταλόν πρεσβευτήν και με σταθεράν την φωνήν) κ. Πρεσβευτά, το περιεχόμενον του τελεσιγράφου και ο τρόπος καθ’ον μοι επεδόθη σημαίνουν πόλεμον εκ μέρους της Ιταλίας. (Alors c’ est la Guerre!)». Ο πρωθυπουργός σηκώνεται από την καρέκλα του και ο Ιταλός πρεσβευτής αποχωρεί, χωρίς οι δύο άνδρες να ανταλλάξουν χαιρετισμό. Και ο Γκράτσι καταλήγει:
«Έφυγα υποκλιθείς με τον βαθύτερον σεβασμόν προ του υπερηφάνου γέροντος, ο οποίος επροτίμησε την θυσίαν αντί της υποδουλώσεως. Έφυγα ταπεινωμένος και με σφιγμένην την ψυχήν από μίσος προς το επάγγελμά μου».

Η Ευρώπη την 28η Οκτωβρίου 1940










Ο πρώτος νεκρός αξιωματικός του ελληνοϊταλικού πολέμου

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ ΝΕΚΡΟΣ

Ο Α­λέ­ξαν­δρος Διά­κος γεν­νή­θη­κε το 1911 στη Χάλ­κη της Ρό­δου. Τό­τε το νη­σί βρι­σκό­ταν υ­πό ι­τα­λική κα­το­χή και ο Α­λέ­ξαν­δρος, α­πό μι­κρό παι­δί γα­λου­χή­θη­κε με τον πό­θο και τα ι­δα­νι­κά της λευ­τε­ριάς.  Την πε­ρί­οδο αυ­τή τα Δω­δε­κά­νη­σα βρί­σκο­νταν υ­πό τον ι­τα­λι­κό ζυ­γό. Ο Α­λέ­ξαν­δρος, γεννή­θη­κε και με­γά­λω­σε με τον πόθο για τη λευ­τε­ριά της ι­διαί­τε­ρης πα­τρί­δας του και την εν­σω­μά­τω­σή της στη Μη­τέρα Ελ­λά­δα. Α­πό μι­κρό παι­δί κιό­λας, μα­θη­τής Γυ­μνα­σί­ου α­ντι­δρού­σε στις ι­τα­λι­κές δια­τα­γές και α­πα­γο­ρεύ­σεις. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα, σε μια ε­πέ­τειο της 25ης Μαρ­τί­ου κα­τέ­βα­σε την ιτα­λι­κή σημαί­α που κυ­μά­τι­ζε στο προ­αύ­λιο του Γυ­μνα­σίου του και ύ­ψω­σε τη Γα­λα­νό­λευ­κη· ή­ταν μια με­γά­λη πρά­ξη, α­πό έ­να μι­κρό παι­δί.
Το 1929 φεύ­γει α­πό το νη­σί και φθά­νει στην Α­θή­να, ό­που και κα­τα­τάσ­σε­ται στην Στρα­τιω­τι­κή Σχο­λή των Ευελ­πί­δων. Α­πό ε­κεί α­πο­φοι­τά και ε­ντάσ­σεται στις τά­ξεις του Ελ­λη­νι­κού Στρα­τού το 1934, ο­νο­μα­ζό­με­νος Αν­θυ­πο­λο­χα­γός Πε­ζι­κού.
Η κή­ρυ­ξη του πο­λέ­μου βρίσκει τον Διά­κο στο βαθ­μό του Υ­πο­λο­χα­γού, να υ­πη­ρε­τεί στην Πίν­δο. Ο ί­διος ζή­τη­σε να με­τα­βεί στο μέ­τω­πο. Ο Α­λέ­ξανδρος πί­στευε πως ήταν η ευ­και­ρί­α να α­πο­δεί­ξει γι’ α­κό­μη μια φο­ρά στον ι­τα­λό κα­τα­κτη­τή, πως «του Έλ­λη­νος ο τρά­χη­λος ζυγό δεν υ­πο­μέ­νει». Ο Διά­κος ο­ρί­ζε­ται διοι­κη­τής του 2ου Λό­χου του 4ου Συ­ντάγ­μα­τος Πε­ζι­κού και ρί­χνε­ται στην πρώ­τη και τε­λευ­ταί­α του μά­χη. 



Ο δρό­μος που α­νε­βά­ζει α­πό Ζού­ζου­λη στην Τσού­κα δια­περ­νά μια δα­σώ­δη ρε­μα­τιά και σε α­πό­στα­ση πε­ρί­που μισής ώ­ρας κα­τα­λή­γει, ύ­στε­ρα α­πό μια α­νη­φό­ρα, σε έ­να ει­κο­νο­στά­σι. Αυ­τό το ει­κο­νο­στά­σι ε­πέ­λε­ξε ο Υ­πο­λο­χα­γός Διά­κος για να τά­ξει τις προ­φυ­λα­κές του. Ο υ­πό­λοι­πος λό­χος βρι­σκό­ταν στη ρε­μα­τιά. Ο και­ρός δύ­σκο­λος με φο­βε­ρό κρύο, ι­δί­ως στη ρε­μα­τιά ό­που βρι­σκό­ταν το υ­πό­λοι­πο του λό­χου. Οι άν­δρες κρύ­ω­ναν. Κά­ποιοι πλη­σί­α­σαν τον Διά­κο και του ζή­τη­σαν να α­νά­ψουν φω­τιές. Μέ­σα στην νύ­χτα ή­ταν ε­πι­κίν­δυ­νο, κα­θώς μπο­ρεί να γί­νο­νταν α­ντι­λη­πτοί α­πό τους ι­τα­λούς. Ό­μως ο Διά­κος ξέ­ρο­ντας πως χω­ρίς φω­τιά, η ε­πι­βί­ω­ση των αν­δρών του θα ήταν α­δύ­να­τη και εκ­με­ταλ­λευόμε­νος την από­κρυ­ψη που πα­ρεί­χε η ρε­μα­τιά διέ­τα­ξε ν’ α­νά­ψουν φω­τιές και να ζε­στα­θούν τα πα­λι­κά­ρια του.

Η νύ­χτα περ­νού­σε ή­συ­χα, χω­ρίς τί­πο­τα να δια­τα­ράσ­σει αυ­τή την η­συ­χί­α. Οι άν­δρες κοι­μό­νταν γύ­ρω α­πό τις φω­τιές, ο Διά­κος σα να ’ξε­ρε, δεν ή­θε­λε να κοι­μηθεί, ί­σως σκε­φτό­ταν αυ­τό που θα ε­πακο­λου­θού­σε, αυ­τό για το ο­ποί­ο τον προ­ό­ρι­ζε η μοί­ρα. Ί­σως να α­να­πο­λού­σε την ι­διαίτε­ρη πα­τρί­δα του, που τό­σο ε­πι­θυ­μού­σε να δει ε­λεύ­θε­ρη. Ί­σως να σκε­φτό­ταν την εκδί­κη­ση στον κα­τα­κτη­τή, που σκλά­βω­σε τα Δωδε­κά­νη­σα, ί­σως ε­πι­ζη­τούσε την εκ­δί­κηση.



Η Μά­χη

Ε­κεί μέ­σα στη νύ­χτα τον πλη­σιάζει μια σκιά, ή­ταν ο έ­φε­δρος Αν­θυ­πο­λο­χα­γός Λευ­τέ­ρης Ντά­σκας, δι­μοι­ρί­της του λό­χου, από τα πρω­το­πα­λί­κα­ρα του Διά­κου, σύ­ντρο­φος στον α­γώ­να, και αρ­γό­τε­ρα σύ­ντρο­φος και στην α­θα­να­σί­α. Ο Ντά­σκας πι­στός στο λοχα­γό του, το Διά­κο, του ε­ξέ­φρα­σε την α­νη­συ­χί­α του για την κα­τά­λη­ξη. Ο Διάκος τον κα­θη­σύ­χα­σε. Δεν πέ­ρα­σε πο­λύ ώ­ρα και μια του­φε­κιά έ­πε­σε που διέ­κοψε τη βρα­δι­νή γα­λή­νη. Οι του­φε­κιές συ­νε­χί­στη­καν. Οι άν­δρες πε­τά­χτη­καν, ο Διά­κος ή­ταν ή­δη στο δρό­μο και έ­τρε­χε προς τις προ­φυ­λα­κές, κα­λώ­ντας τους δι­μοι­ρί­τες του να συ­ντά­ξουν τους άν­δρες. Ό­ταν ο Διά­κος έ­φτα­σε στο ει­κο­νο­στά­σι, έ­νας λο­χί­ας τον κα­τα­τό­πι­σε πρό­χει­ρα. Στο δρό­μο, πά­νω, α­κού­στη­καν βή­μα­τα και ά­γνω­στες φω­νές. Ο σκο­πός πρότει­νε «αλ­τ τις ει;», κα­μί­α α­πό­κρι­ση. Ή­ταν ι­τα­λοί. Οι του­φε­κιές ξε­κί­νη­σαν, και το ιταλικό τμήμα α­πά­ντη­σε με χει­ρο­βομ­βί­δες και αυ­τό­μα­τα. Σε λί­γο οι πυροβολισμοί στα­μά­τη­σαν, ο Διά­κος διέ­τα­ξε παύ­ση. Οι άν­δρες του Ντά­σκα εί­χαν έρ­θει.


Ο λό­χος α­κρο­βο­λί­στη­κε. Μπρο­στά ο Διά­κος σκαρ­φά­λω­νε, πί­σω του ο Ντά­σκας και οι άν­δρες του λό­χου. Κα­νείς δε μι­λού­σε. Σε λί­γο τα ι­τα­λι­κά πο­λυ­βό­λα και ο­πλο­πο­λυβό­λα άρ­χι­σαν να βάζουν. Ο Διά­κος ε­πι­τά­χυ­νε, οι σφαί­ρες περ­νού­σαν α­πό πά­νω τους, με­ρι­κοί στρα­τιώ­τες πλη­γώ­θη­καν, ο Διά­κος πρό­στα­ξε «εφ’ ό­πλου λόγ­χη», οι άν­δρες υ­πά­κου­σαν και όρ­μη­σαν, ο λο­χα­γός μπρο­στά και ξω­πί­σω αυ­τοί. Οι ι­τα­λοί για να πε­τύ­χουν ι­σχυ­ρό φραγ­μό ρί­χνανε και χει­ρο­βομ­βί­δες. Η ελ­λη­νι­κή θέ­λη­ση για λευ­τε­ριά με τη λόγ­χη εφ’ ό­πλου νί­κη­σε και σε λί­γο ο Διά­κος έ­φτα­νε στην κο­ρυ­φή της Τσούκας. Οι ι­τα­λοί ό­μως α­ντε­πι­τέ­θη­καν, οι έλ­ληνες δεν κρά­τησαν, έ­φθα­σαν στους πρό­ποδες. Ο Διά­κος δεν ή­θε­λε να ητ­τη­θεί και δεν έ­πρε­πε: χω­ρίς την Τσού­κα, το Σύ­νταγ­μα του Δαβά­κη δεν μπο­ρού­σε να προ­χω­ρή­σει. Ο Διά­κος δια­τά­ζει ε­πί­θε­ση με τη λόγ­χη. Η Τσού­κα ξα­να­πέ­φτει στα χέ­ρια μας. Ό­μως η υ­πο­στή­ρι­ξη των ι­τα­λών με πυ­ρά Πυρο­βο­λι­κού και όλ­μων σε συν­δυα­σμό με α­ντε­πί­θε­ση ε­πα­νέ­φε­ραν την Τσού­κα σε ι­τα­λι­κά χέ­ρια.



Ο Διά­κος α­να­συ­γκρο­τεί το λό­χο του και α­ντε­πι­τί­θε­ται σώ­μα με σώ­μα, μά­ταια ό­μως οι ι­τα­λοί βα­στά­νε και σπρώχνουν τους έλ­λη­νες στη βο­ρειο­α­να­το­λι­κή πλα­γιά. Ο λο­χα­γός παίρ­νει έ­να μάν­λι­χερ στο χέ­ρι α­πό έ­να νε­κρό στρα­τιώ­τη.

Μα­ζεύ­ει τους άν­δρες και ζη­τά να τον ακο­λου­θή­σουν στην τε­λευ­ταί­α ε­πί­θε­ση. «Ε­μπρός παι­διά! Ε­μπρός! Για μιαν Ελ­λά­δα! Για μια με­γά­λη Ελ­λά­δα! Για μιαν ε­λεύ­θε­ρη Δω­δε­κά­νησο!», «Μα­ζί σου λε­βέ­ντη», α­να­φώ­νη­σαν οι άν­δρες και κου­ρα­σμέ­νοι και ι­δρω­μέ­νοι κα­θώς ή­ταν, α­κο­λού­θη­σαν με ό­λη τη δύ­να­μή τους τον λο­χα­γό. Η πρώ­τη γραμ­μή των ιτα­λών πέ­φτει. Ο Διά­κος σε λί­γο βρί­σκε­ται μπρο­στά σε έ­να πο­λυ­βο­λεί­ο, ο στρα­τιώ­της δί­πλα του πέ­φτει νε­κρός, ο Διά­κος ση­μα­δεύ­ει και ρί­χνει στους χει­ρι­στές του φί­ατ. Το πο­λυ­βό­λο ξα­να­ρί­χνει. Ο Διά­κος στα­μα­τά. Πλη­γώ­θη­κε. Πέ­φτει στη γη σαν ή­ρω­ας, μό­νο έ­τσι θα μπορού­σε να πέ­σει, ό­χι σαν κοι­νός θνη­τός. «Μας έ­φα­γαν τον Υ­πο­λο­χα­γό», φώ­να­ξε ο Ντά­σκας κα­θώς έ­τρε­χε προς τον Διά­κο και μια ρι­πή σω­ριά­ζει κι αυ­τόν στο έ­δαφος, πι­στό ε­κεί δί­πλα στον λο­χα­γό του. Η Τσού­κα ε­κεί­νη την η­μέ­ρα πα­ρέ­μεινε στα ι­τα­λι­κά χέ­ρια, ό­μως οι μά­χες που α­κο­λού­θη­σαν την έ­φε­ραν υ­πό την κατο­χή μας.


ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΗΡΩΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΔΙΑΚΟΥ

Η α­να­φο­ρά που πή­ρε στα χέ­ρια του ο Συ­νταγ­μα­τάρ­χης Δα­βά­κης, αρ­γό­τε­ρα, α­νέ­φε­ρε:

«Πολ­λα­πλά­σιαι ι­τα­λι­καί δυ­νά­μεις α­ντε­πε­τέ­θη­σαν κα­τά των ο­πλι­τών του λό­χου… Με α­δά­μα­στον α­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα και α­κλό­νη­τον θάρ­ρος ο υ­πο­λο­χα­γός Διά­κος Α­λέ­ξαν­δρος κα­τόρ­θω­σε ν’ α­να­συ­ντά­ξη εκ τρί­του τον λό­χον, να τον εμ­ψυ­χώ­ση και να τον ρί­ψη με­τά νέ­ας ορ­μής ε­να­ντί­ον των λυσ­σω­δώς α­μυ­νο­μέ­νων ι­τα­λών. Καθ’ ον δε χρό­νον δια τέ­ταρ­την φο­ράν ο δο­κιμα­σθείς λό­χος ε­κα­λεί­το με την λόγ­χην εφ’ ό­πλου ν’ α­ντι­με­τω­πί­ση νέ­αν, θραυ­σθεί­σαν και αυ­τήν, α­ντε­πί­θε­σιν του ε­χθρού δια της τε­λι­κής ε­φό­δου του, ο δε η­ρω­ικός διοι­κη­τής του λό­χου αυ­τού, τε­θείς ε­πί κε­φα­λής, ε­κραύ­γα­ζε με φω­νήν Ά­ρε­ως: «Ε­μπρός, παι­διά, για μια με­γά­λη Ελ­λά­δα και μίαν ε­λεύ­θε­ρη Δω­δε­κά­νη­σο», ρι­πή πο­λυ­βό­λου τον ε­φό­νευ­σε». Ο Συ­νταγ­μα­τάρ­χης θαύ­μα­σε, ο νε­α­ρός Υ­πο­λο­χα­γός, α­πό την α­νε­λεύ­θε­ρη Χάλ­κη έ­πε­σε μα­χό­με­νος για την Πα­τρί­δα του. Μέ­ρες αρ­γό­τερα κά­ποιο ελ­λη­νι­κό τμή­μα βρή­κε το ά­ψυ­χο, αλ­λά η­ρω­ι­κό σώ­μα του Διά­κου, πά­νω σε στρώ­μα α­πό κλα­διά και φύλ­λα. Α­πό τη στολή του έ­λει­παν τα κου­μπιά.

Ο Υ­πο­λο­χαγός Α­λέ­ξαν­δρος Διά­κος ή­ταν ο πρώ­τος έλλη­νας Α­ξιω­μα­τι­κός του Στρατού Ξηράς, α­νά­με­σα στους 13748 νε­κρούς και α­γνο­ού­με­νους του Β΄ Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου, που έ­πε­σε μα­χό­με­νος για την Πα­τρί­δα στα αι­μα­το­βαμ­μέ­να βου­νά την Πίν­δου. Έ­πε­σε μα­χόμε­νος για τα ι­δα­νι­κά της ε­λευ­θε­ρί­ας, που τό­σο πο­θού­σε για την ι­διαί­τερη πα­τρί­δα του τη Χάλ­κη της Ρό­δου. Έ­πε­σε με τη λέ­ξη Ελ­λά­δα στο στό­μα.



ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΙΩΤΗ: ΗΜΟΥΝ ΔΙΠΛΑ ΣΤΟΝ ΔΙΑΚΟ
«Στις 28 Οκτωβρίου βρισκόμαστε στα Γρεβενά. Είμαστε στο δάσος και έρχεται ο κοινοτάρχης και μας λέει πως οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο, μας το επιβεβαιώνουν και οι αξιωματικοί μας. Βρισκόμαστε σε επιφυλακή και αναμένουμε περαιτέρω εντολές. Είμαστε έτοιμοι για μάχη. Φωνάζουμε και βρίζουμε. “Τους άτιμους τους Ιταλούς θα τους δείξουμε εμείς, θα τους σφάξουμε”. Έχουμε ένα μίσος μέσα μας που δεν μπορεί να περιγραφεί. Ανυπομονούμε να κινήσουμε για το μέτωπο. Το ηθικό είναι ακμαιότατο» λέει  ο Στέλιος Γιώτας, στρατιώτης τότε στο 2ο λόχο του 1ου τάγματος στο 4ο Σύνταγμα Πεζικού, που είχε την έδρα του στη Λάρισα.
Δίπλα στον Διάκο 
Διοικητής του 2ου Λόχου του 4ου Συντάγματος Πεζικού ορίζεται ο ανθυπολοχαγός Αλέξανδρος Διάκος με καταγωγή από τα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα και συγκεκριμένα από τη Χάλκη.

«Είχαμε συνδεθεί με τον Διάκο, φίλοι σε μια μέρα» λέει ο κ. Στέλιος Γιώτας κλείνοντας τα μάτια σαν να θέλει να θυμηθεί, ίσως και να ξεχάσει. Σιωπά για λίγο και συνεχίζει: «Ξέρεις τι καλό παιδί, τι παλικάρι ήταν! Μας έλεγε πως, όταν πήγαινε στο Γυμνάσιο σε μια επέτειο της 25ης Μαρτίου, κατέβασε την ιταλική σημαία που κυμάτιζε στο προαύλιο του σχολείου του και ύψωσε την ελληνική. Ήταν λεβέντης. Ο Διάκος!…» .
«Στην Τσούκα, εκεί, στον Αη Λιά...» .«Δώσαμε σκληρή μάχη εκεί»,



Εν τω μεταξύ οι μάχες βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη από τις 28 Οκτωβρίου όταν στις 4 τα ξημερώματα η επίλεκτη μεραρχία των Ιταλών αλπινιστών Τζούλια άρχισε στις απόκρημνες βουνοκορφές της βόρειας Πίνδου την επίθεσή της εναντίον της χώρας μας, προκειμένου να προελάσει γρήγορα προς τα Γιάννενα. Όμως η αντίσταση είναι λυσσαλέα.



Δύο χιλιάδες άνδρες υπό τον συνταγματάρχη Δαβάκη, εναντίον 11.000 Ιταλών υπό  τον διοικητή της υποστράτηγο Τζιρότι.
Εάν η άμυνα σπάσει, ο πόλεμος μέχρι τον Νοέμβριο θα έχει τελειώσει.
Οι μάχες είναι σκληρές και  κρατούν για 48 ώρες, ωστόσο η ελληνική αντίσταση κάμπτεται.

Στην περιοχή φτάνει ο στρατηγός Βραχνός, ηρωική μορφή, είναι αποφασισμένος για όλα. Δεν θα αμυνθεί. Την 1η Νοεμβρίου περνάει στην επίθεση με ότι μέσο έχει. Στόχος του να χτυπήσει τις πλαγιοφυλακές των Ιταλών.
Η πρώτη νίκη των Ελλήνων στην Πίνδο είναι γεγονός. Άνδρες που τρέχουν για να λογχίσουν τον εχθρό, χειροβομβίδες που εκρηγνύονται, τραυματίες που πέφτουν και παλεύουν να σηκωθούν για να συνεχίσουν να πολεμούν. Σημειώνονται πράξεις απαράμιλου ηρωισμού βαπτισμένες σε ελληνικό και ιταλικό αίμα. 

Κατά την αντεπίθεση της 1ης Νοεμβρίου, επιτυγχάνεται η η ανακατάληψη της Γραμμής «Γύφτıσσα - Οξυά», συλλαμβάνονται τρεις Ιταλοί αξıωματıκοί καı δıακόσıοı είκοσı δύο οπλίτες, περιέρχονται δε στα ελληνıκά τμήματα 140 κτήνη καı αρκετά εφόδıα, αλλά εκεί αφήνει την τελευταία του πνοή καı ο πρώτος Έλληνας αξıωματıκός του πολέμου, ο Υπολοχαγός Αλέξανδρος Δıάκος.




«Δώσαμε μάχες εκ του συστάδην από την πρώτη μέρα. Δώσαμε τόσες μάχες, που δεν τις θυμάμαι» λέει ο κ. Γιώτας.

Η μάχη στη Φούρκα – Τσούρκα είναι εξίσου σκληρή με τις προηγούμενες που δίνουν ο Δαβάκης και ο Βραχνός, οι στιγμές είναι συγκλονιστικές γι' αυτούς που τις ζουν.

«Κύριε υπολοχαγέ πέσε κάτω, πέσε κάτω... Δεν πρόλαβα, μια ριπή τον πήρε κι έπεσε επάνω μου»



Ο υπολοχαγός Διάκος έχει πάρει το δρόμο που ανεβάζει από τη Ζούζουλη στη Τσούκα, μετά από μισή ώρα περπάτημα μέσα από δασώδη περιοχή και περνώντας από ρεματιές φτάνει με τους άνδρες του στη Φούρκα εκεί σ' ένα εικονοστάσι κατασκηνώνει. Μέρος του λόχου είναι στη ρεματιά. Το κρύο και η υγρασία τους πιρουνιάζει, ο ύπνος τους έχει γυρίσει την πλάτη. Δεν περνάει πολλή ώρα και ακούγονται τουφεκιές. Οι Ιταλοί.


Ήταν 1 Νοεμβρίου 1940. Νεκρός μαζί με τον 29χρονο Αλέξανδρο Διάκο ο Λευτέρης Ντάσκας


Ο Διάκος διατάζει τους άνδρες του να ανοίξουν πυρ. Έπειτα από λίγο, σαν να ήταν απλά μια μπόρα που πέρασε οι πυροβολισμοί σταματούν. Η σιωπή της νύχτας έχει και πάλι τον πρώτο λόγο. Όμως αυτό δεν κρατάει για πολύ. Τα ιταλικά πολυβόλα αρχίζουν πάλι. Ο Διάκος διατάσσει «εφ' όπλου λόγχη» ξεκινάει η μάχη. Μπροστά ο Διάκος πίσω οι στρατιώτες του. Πυροβολισμοί, χειροβομβίδες, ουρλιαχτά. Η Τσούκα είναι στα χέρια των Ελλήνων και πρέπει να παραμείνει, εάν πέσει οι προσπάθειες του Δαβάκη θα αποτύχουν γιατί δεν θα μπορεί να προχωρήσει. Όμως οι εχθροί αντεπιτίθενται και φτάνουν στους πρόποδες. Νέα αντεπίθεση από τον Διάκο, πάλι στα χέρια των Ελλήνων η Τσούκα. Τίποτα δεν έχει τελειώσει.
Το πυροβολικό των Ιταλών αναγκάζει τον 2ο λόχο να υποχωρήσει για να ανασυνταχθεί.

Ο Διάκος ετοιμάζει νέα επίθεση. Δεν δέχεται την ήττα.



«Ήμασταν πρηνηδόν και ο Διάκος σηκώνεται με το πιστόλι στο χέρι και πυροβολεί, είναι εκτεθειμένος στα πυρά των αντιπάλων, τον ακούω να ζητάει από τον ιπποκόμο του “βρε Ιάκωβε δώσε μου το μάνλιχερ” την ώρα που το παίρνει εγώ του φωνάζω «Κύριε υπολοχαγέ πέσε κάτω, πέσε κάτω... Δεν πρόλαβα, μια ριπή τον πήρε κι έπεσε επάνω μου» θυμάται ο κ. Γιώτας και δαγκώνει τα χείλια του. Ήταν 1 Νοεμβρίου 1940. Νεκρός μαζί με τον 29χρονο Αλέξανδρο Διάκο, το πρωτοπαλίκαρό του ο Λευτέρης Ντάσκας, έφεδρος ανθυπολοχαγός.
Οι Ιταλοί χάρηκαν μόνο για λίγο τη νίκη τους. O Δαβάκης την επομένη κατέλαβε τη Φούρκα.



Περήφανοι ως ΕΛΛΗΝΕΣ

Ο στρατηγός Βραχνός σε γράμμα που έστειλε στην οικογένειά του περιγράφει τον ηρωισμό του Διάκου:


«Το θάρρος, η ευψυχία και η τόλμη του ήρωος Δωδεκανησίου Διάκου φέρει τους άνδρας του λόχου του προ του σημείου τούτου και την στιγμήν κατά την οποίαν εφώναξεν με όλη την δύναμην της ψυχής του "επάνω τους και τους φάγαμε", πίπτει σαν πραγματικός ήρως επί του πεδίου της τιμής επί του πεδίου της νίκης».



«Από την πρώτη ημέρα που ξεκινήσαμε για το μέτωπο είχαμε να αντιμετωπίσουμε τον καιρό. Στην αρχή έβρεχε. Βροχή, όχι αστεία, όλη επάνω μας...πω πω πω...»  περιγράφει ο κ. Γιώτας και μας μιλάει για το κρύο, το αβάσταχτο κρύο και τα χιόνια που ακολούθησαν.

«Μια μέρα ζαλισμένος και κουρασμένος όπως ήμουν από κάποια μάχη, είχα χάσει τη σκηνή μου και όλο μου τον εξοπλισμό κατά τη διάρκεια ενός βομβαρδισμού, πήγα και χώθηκα σε μια σπηλιά και όπως έπεσα με πήρε αμέσως ο ύπνος. Σαν ξύπνησα είδα τις αρβύλες μου γεμάτες μέχρι επάνω με νερό. Ευτυχώς που δεν υπήρξε μάχη εκείνη την ημέρα και με έκαναν σκηνοφύλακα» 


«Μετά τη λάσπη, ήταν το χιόνι. Αλλά το κρύο δεν υποφερόταν. Μια μέρα μίλησα σ΄έναν συνάδελφό μου αλλά δεν μου αποκρίθηκε. Τον κούνησα αλλά είχε παγώσει. Πέθανε από την παγωνιά, έμοιαζε ζωντανός» μας λέει και προσθέτει πως τα κρυοπαγήματα ήταν ο υπ΄αριθμόν ένας κίνδυνος. «Έκανα χρόνια να νιώσω τα δάκτυλα των ποδιών μου και των χεριών μου».



«Και τι δεν πέρασα! Μια μέρα ήμουν σκυμμένος και έσπαγα τις ψείρες από τα πόδια μου, μας έπιναν το αίμα, φοβερή η φαγούρα, τότε δεχθήκαμε ένα βομβαρδισμό και όπως ήμουν εκεί με κάλυψε το χιόνι και το χώμα, έχασα τις αισθήσεις μου. Κάποια στιγμή, μές τη ζαλάδα μου σκεφτόμουν: “Είμαι νεκρός ή ζωντανός;” όμως, είπα μέσα μου πως από τη στιγμή που κάνω τέτοιους συλλογισμούς είμαι ζωντανός. Επίσης, ένιωσα στο πόδι μου μια υγρασία, σκέφτηκα πως πρέπει να αιμορραγώ και χάρηκα γιατί θα με έστελναν στο νοσοκομείο, θα γύριζα πίσω. Όλοι το ευχόμασταν αυτό. Όπως και να έχει, δεν τραυματίστηκα, γλίτωσα γιατί ήμουν σκυμμένος, με έσωσαν οι ψείρες, δυστυχώς όμως το παλικάρι που ήταν κοντά μου και όρθιο σκοτώθηκε, έβγαζε αίμα από τη μύτη και το στόμα. Άσχημο θέαμα» βρίσκει το κουράγιο και  διηγείται ο κ. Γιώτας.
«Δεν μας εγκατέλειψε ο Θεός. Είχα και το φυλαχτό της μανούλας μου» λέει και δείχνει να το ψάχνει πάλι στη φανέλα του που κάποτε το είχε καρφιτσωμένο. Όσο για το φόβο, υπήρχαν στιγμές, αλλά όπως τονίζει μόλις πάρεις το βάπτισμα του πυρός όλα αλλάζουν.




«Φτάσαμε μέσα στην Αλβανία τους κυνηγούσαμε τους Ιταλούς και έτρεχαν. Πολλοί ήταν αυτοί που δεν ήθελαν να πολεμήσουν και παραδίνονταν. Όμως αυτοί οι μελανοχίτωνες ήταν σκυλιά, πολεμούσαν με λύσσα» λέει και γουρλώνει τα μάτια, σφίγγει τα δόντια, τους έχει ακόμη άχτι.
«Το πυροβολικό μας έκανε όλη τη δουλειά. Τους σφυροκοπούσε και μετά μπαίναμε εμείς. Τους κυνηγούσαμε αλλά έφευγαν, κάποιοι παραδίνονταν. Θυμάμαι μετά από έναν βομβαρδισμό ξεκινήσαμε την επίθεση και αυτό που είδα ήταν τρομερό. Το πυροβολικό μας είχε προκαλέσει τρομακτικές απώλειες μεταξύ των Ιταλών. Τους έβλεπα νεκρούς, ο ένας επάνω στον άλλο, στοίβα, ανατρίχιασα... Η φωτιά του πολέμου» θυμάται και όπως λέει ο πόλεμος σε αγριεύει.

«Εγώ που δεν μπορούσα να σκοτώσω ούτε μυρμήγκι, που έβλεπα αίμα και ζαλιζόμουν, είχα γίνει ένα αγρίμι, ένα θηρίο...θυμάμαι έναν έφεδρο τόσο δα κοντό – λέει και δείχνει με την παλάμη του- που όρμησε μέσα στην μάχη και άρχισε με την ξιφολόγχη να τρυπάει τον ένα Ιταλό μετά τον άλλο. Τον είδαμε και αρχικά σαστίσαμε μετά όμως πήραμε θάρρος και ορμήσαμε και εμείς.Ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Αλλάξαμε, γίναμε άλλοι άνθρωποι» εξομολογείται ο κ. Γιώτας και συνεχίζει: «Δεν ήξερες τι θα συνέβαινε το επόμενο λεπτό. Μιλούσες με τον διπλανό σου και λίγο μετά έπεφτε νεκρός από σφαίρα και εσύ συνέχιζες να προχωράς μπροστά».

Η εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου έχει σαν αποτέλεσμα τη συνθηκολόγηση και την απόσυρση των ελληνικών στρατευμάτων.

«Αρχικά μας έστειλαν να κρατήσουμε τους Γερμανούς στην Ερσέκα. Όμως κρατιούνται οι Γερμανοί; Αυτοί χορτάτοι και οπλισμένοι εμείς νηστικοί και ξυπόλητοι» λέει.

«Μέχρι πρότινος τρώγαμε μόνο καλαμπόκι, εάν βρίσκαμε και για νερό λιώναμε χιόνι» λέει ο κ. Γιώτας και συνεχίζει: «Προς το τέλος, όταν είχαμε διαλύσει τους Ιταλούς, ήρθε ένας νέος λοχαγός. Φρέσκος, πλυμένος με καινούργια στολή, άσπρος σαν το γάλα. Αυτός ο λοχαγίσκος ήθελε δόξα, χρειαζόταν ένα παράσημο και παρά τις αντίθετες εντολές διέταξε μια αναίτια επίθεση. Υπακούσαμε και για καλή μου τύχη έπιασα αιχμάλωτο έναν Ιταλό και του πήρα τις αρβύλες. Του είπα ότι θα πάει στην Αθήνα και θα είναι εντάξει, εγώ όμως είχα τρύπιες αρβύλες, τα δάχτυλα έβγαιναν έξω. Ο σιτιστής είχε άρβυλα αλλά δεν μου έδινε, μια φορά ζητήσαμε ένα δαδάκι για να ανάψουμε φωτιά, ένα δαδάκι, αλλά δεν μας έδωσε».


«Σκαρφαλώναμε και το χιόνι με τα σάπια φύλλα από κάτω μας έκανε την πορεία κόλαση. Φτάναμε μέχρι ένα σημείο και μετά γλιστράγαμε και πέφταμε και πάλι από την αρχή. Πιανόμασταν από τα δέντρα και σιγά – σιγά τα καταφέραμε. Δεν είχαμε ανάσα, στ΄αλήθεια δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε, προσπαθούσαμε να πάρουμε ανάσα να βάλουμε οξυγόνο στα πνευμόνια μας».

«Είχαμε περάσει πλέον στην ελληνική επικράτεια. Μαθαίνουμε τα νέα με τους Γερμανούς και προχωρούμε πρέπει να γυρίσουμε στον τόπο μας. Εγώ στην Αθήνα. Ένα από τα πρώτα πράγματα που κάνω είναι να διαλύσω το όπλο μου. Το έσπασα και πέταξα τα κομμάτια δεξιά και αριστερά. Τα όπλα δεν τα παραδίνουμε» λέει με αυστηρή φωνή.
Η πορεία του με τους τρεις ή τέσσερις συντρόφους του συνεχίζεται και κάποια στιγμή φτάνουν στην Καστοριά, όπου έρχεται αντιμέτωπος με κάτι που δεν περίμενε.

«Όταν φτάσαμε στην πλατεία, όλες οι ταβέρνες, τραπέζια μέχρι έξω, είναι γεμάτες με Γερμανούς. Δεν θυμάμαι εάν ήταν κάποια γιορτή, αλλά γλεντούσαν και έτρωγαν. Στην αρχή σαστίσαμε, φορούσαμε τις στολές μας, αλλά γρήγορα τους είπα “θάρρος τι έχουμε να χάσουμε” και ξεκινήσαμε προς το μέρος τους. Ένας από αυτούς, (τους Γερμανούς) αντιλήφθηκε την παρουσία μας και μας φώναξε στο τραπέζι του. “Come” μας διέταξε. Πράγματι όταν φτάσαμε κοντά του όλοι οι Γερμανοί στο τραπέζι σηκώθηκαν, ελατήριο όλοι τους και μας χαιρέτησαν. Μας κάθισαν μαζί τους και μας κέρασαν φαγητό. Μέχρι σήμερα μου κάνει εντύπωση πως συνεννοηθήκαμε, αφού δεν μίλαγε ο ένας τη γλώσσα του άλλου. Όμως στο λακριντί που κάναμε καταλαβαίναμε τα πάντα. Ήξεραν τα πάντα για τις επιθέσεις των Ιταλών και την αντίσταση που δείξαμε. Εξέφρασαν το θαυμασμό τους. Εκείνη την μέρα μας κέρασαν το φαΐ και την επομένη μας πήραν μαζί τους με τα αυτοκίνητα. Μας άφησαν στο Δαδί. Από εκεί συνεχίσαμε μόνοι μας».
Αυτά είπε Ο κύριος Στέλιος Γιώτης...
Μαχητής μέχρι σήμερα. Πατέρας, με απώλειες μεταξύ της οικογένειάς του. Έμαθε να ισορροπεί στις πίκρες και στη χαρά. Έχει εγγόνια και δισέγγονα και διδάγματα για όλους μας.




Φέτος στα καθιερωμένα μηνύματα των πολιτικών δεν γίνεται να μη σκεφτεί κανείς πόσα λίγα άλλαξαν σε αυτό τον τόπο και να μη νιώσει κάποιου είδους εξαπάτηση και καπήλευση των αγώνων όλων αυτών των απλών ανθρώπων. Αυτός ο τόπος έχει ματώσει πολύ για να ανέχεται τη στασιμότητα της ιστορικής του διαδρομής και την μετριότητα των κυβερνώντων που επαναλαμβάνεται για δεκαετίες τώρα.



Η Γερμανική εισβολή

Ο Χίτλερ βλέποντας τις διαδοχικές ήττες του ιταλικού στρατού αποφασίζει να επέμβει. Στέλνονται γερμανικές μηχανοκίνητες μεραρχίες στη Βουλγαρία, ενώ παράλληλα απευθύνεται τελεσίγραφο στη Γιουγκοσλαβία να παραχωρήσει το έδαφός της για να περάσει ο γερμανικός στρατός στην Ελλάδα.  Οι Γερμανοί τσακίζουν μέσα σε έξι μόνον ημέρες την αντίσταση των Γιουγκοσλάβων και στις 6 Απριλίου του 1941 οι γερμανικές μηχανοκίνητες μεραρχίες εισβάλλουν στο έδαφος της Ελλάδας ταυτόχρονα από τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία.

Το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού στρατού βρίσκεται βαθιά μέσα στην Αλβανία και δεν μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση του  νέου εισβολέα. Παρά την αντίσταση των ηρωικών μαχητών της Μακεδονίας στα οχυρά Ρούπελ, στο Νομό Σερρών, κατά μήκος της γραμμής Μεταξά, οι λίγες ελληνικές μονάδες που βρίσκονταν εκεί μαζί με βρετανικές δυνάμεις δεν μπορούν να ανακόψουν την προέλαση των χιτλερικών στρατευμάτων. Η κυβέρνηση και ο βασιλιάς εγκαταλείπουν τη χώρα, ενώ η στρατιωτική ηγεσία συνθηκολογεί στις 24 Απριλίου.
Καθώς τα γερμανικά στρατεύματα εισέρχονται στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 1941 ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών εκπέμπει για τελευταία φορά ελεύθερος. 
Ταυτόχρονα με την άφιξη του κατακτητή στην Αθήνα η συγγραφέας Πηνελόπη Δέλτα αυτοκτονεί.
Ο Κωνσταντίνος Κουκίδης είναι ο φαντάρος που θα μείνει στην ιστορία ως θρύλος. Ήταν εύζωνας, ο οποίος ήταν φρουρός στην Ακρόπολη, στις 27 Απριλίου 1941. Όταν ένα γερμανικό απόσπασμα με επικεφαλείς τον λοχαγό Γιάκομπι  και τον υπολοχαγό Έλσνιτς  ανέβηκαν στην Ακρόπολη για να αναρτήσουν την γερμανική σημαία, ζήτησαν από τον Κουκίδη να υποστείλει την ελληνική. Ο  Κουκίδης βουβός και βουρκωμένος κατέβασε την ελληνική σημαία, τύλιξε το κορμί του μ’ αυτή και πήδηξε από την Ακρόπολη. 
Η κατοχή αποτελεί μια από τις πιο συγκλονιστικές περιόδους της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας. Η ζωή των κατακτημένων δεν θα είναι καθόλου εύκολη. Τον ενθουσιασμό και τη χαρά των νικών στο μέτωπο ακολουθούν οι ήττες των Ελλήνων.  Ο λαός μας, εξαντλημένος από την πολεμική εποποιία του 1940, υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει πολλαπλές περιπέτειες και κακουχίες: την εισβολή των κατακτητών, το πρόβλημα της επιβίωσης, την οδυνηρή περιπέτεια της πείνας, εκτελέσεις, βασανιστήρια και καταστροφές. Χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα. Ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός δεν θα αργήσει να οργανώσει συσσίτια για τους πεινασμένους. Τρόφιμα όπως το ψωμί και το γάλα διανέμονται στους πεινασμένους με δελτία ή στη μαύρη αγορά, όπου οι απελπισμένοι πολίτες πουλούν ό,τι έχουν  για μια οκά φακές ή αλεύρι. Δεν θα είναι λίγοι αυτοί που, δυστυχώς, θα απολαύσουν μεγαλεία και πολυτέλειες μιας κι επιλέγουν να συνεργαστούν με τον κατακτητή, και γίνονται έτσι προδότες της ίδιας τους της πατρίδας. 

Το κατέβασμα της γερμανικής σημαίας από το βράχο της Ακρόπολης – 
Το ξεκίνημα της Εθνικής Αντίστασης

Ο αγκυλωτός σταυρός, το σύμβολο του φασισμού και της θηριωδίας, κυμάτιζε στην Ακρόπολη των Αθηνών. Δύο παλικάρια, αντίκριζαν καθημερινά το κόσμημα της ανθρωπότητας, το σύμβολο της δημοκρατίας να βιάζεται από τη γερμανική σημαία. Και στο νου των δύο παλικαριών καρφώθηκε μια τρελή, μια παράτολμη ιδέα. 

Ο Απόστολος Σάντας και ο Μανώλης Γλέζος, 17χρονα παλικάρια τότε, αποφάσισαν στις 30 Μαΐου 1941, να κατεβάσουν από την Ακρόπολη τη γερμανική σημαία, το σύμβολο του Γ' Ράιχ. Και το κατάφεραν. Κατόρθωσαν να εξευτελίσουν τη γερμανική φρουρά και να χαρίσουν το χαμόγελο στα χείλη εκατομμυρίων ανθρώπων, που υπό το βάρος της ναζιστικής θηριωδίας, κόντευαν να χάσουν την ελπίδα.
Αυτή η πράξη των δυο γενναίων παλικαριών έδωσε το έναυσμα για την οργάνωση της εθνικής αντίστασης.  Η εθνική αντίσταση έλαβε σάρκα και οστά παντού σ’ όλες τις πόλεις και χωριά της σκλαβωμένης Ελλάδας.  Οι Έλληνες βγήκαν εκ νέου αντάρτες στα βουνά και πολέμησαν με νύχια και με δόντια τον κατακτητή

Στη προσπάθεια τους να αντιμετωπίσουν ολοένα αυξανόμενη εθνική αντίσταση, οι Γερμανοί εκτέλεσαν ουκ ολίγους αγωνιστές, έκαψαν χωριά και προέβησαν σε αναρίθμητες θηριωδίες.  Το φρόνημα του Έλληνα όμως δεν κάμφθηκε.  


Η μάχη της Κρήτης 

Η αντίσταση κατά των Γερμανών μεταφέρεται στην Κρήτη. Το κέντρο βάρους της επίθεσης στρέφεται στα δυτικά της Κρήτης, με σκοπό να καταληφθεί το αεροδρόμιο του Μάλεμε, για να μπορούν μετά να προσγειωθούν τα γερμανικά μεταγωγικά αεροσκάφη. Οι Γερμανοί καταφτάνουν  με καλά εκπαιδευμένους αλεξιπτωτιστές. Η αντίσταση των Κρητικών είναι ηρωική. Με ελάχιστο οπλισμό, αλλά κάνοντας όπλα τις πέτρες και α ξύλα αγωνίζονται να αναχαιτίσουν τον εχθρό. Οι αρχικές απώλειες των Γερμανών αλεξιπτωτιστών είναι τρομακτικές, κατορθώνουν όμως να καταλάβουν το Μάλεμε. Η πτώση της Κρήτης είναι πια γεγονός. 'Όμως οι Γερμανοί για να υποτάξουν την Κρήτη έχασαν έναν ολόκληρο μήνα με αποτέλεσμα να αργήσει να ξεκινήσει η επιχείρηση Μπαρμπαρόσα για την κατάληψη της Σοβιετικής 'Ένωσης, και να τους προλάβει ο βαρύς ρωσικός χειμώνας πριν κατορθώσουν να κάμψουν την αντίσταση του Σοβιετικού στρατού.

Η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου

Το αντάρτικο ενισχύθηκε με την ίδρυση δυνατών ομάδων του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ και έχει να επιδείξει ως κορυφαία στιγμή του την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου.

Το Σεπτέμβριο του 1942 Αγγλικό κλιμάκιο με αρχηγό το συνταγματάρχη Μάγερς αποβιβάζεται κρυφά στην Ελλάδα, έρχεται σε επαφή με τις διάφορες ανταρτικές ομάδες και κατορθώνει να συντονίσει τις ενέργειες τους.  Αποτέλεσμα του συντονισμού αυτού ήταν η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου.
Η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου καθυστέρησε για αρκετές εβδομάδες τον ανεφοδιασμό των Γερμανών που μάχονταν στην Αφρική για ένα τουλάχιστον πολύτιμο μήνα, έδωσε το έναυσμα να φουντώσει το αντάρτικο στα βουνά της Ρούμελης, ανύψωσε το ηθικό των Ελλήνων και καταξίωσε τον ένοπλο αγώνα στη συνείδηση των συμμάχων.


Η απελευθέρωση

Μετά τις ήττες της στα κύρια μέτωπα με τις συμμαχικές δυνάμεις, η Γερμανία αναγκάζεται να συνθηκολογήσει. Μετά από τέσσερα χρόνια σκληρής κατοχής η Ελλάδα πανηγύρισε την ελευθερία της. 
  Το ελληνικό Έθνος αισθάνεται ιδιαίτερη υπερηφάνεια, για το μεγάλο ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου του 1940, το οποίο αντέταξε ο Ελληνικός λαός κατά τον βαθύ όρθρο της ιστορικής εκείνης ημέρας. 
Ήταν η αρχή μιας εκστρατείας που ονομάστηκε «Έπος» που κάλυψε ένα ένδοξο μέρος της μακραίωνης ελληνικής ιστορίας μας.
Η γενιά του '40 απέδειξε για μια ακόμη φορά, ότι το ιερό πάθος για την ελευθερία της Πατρίδας είναι υπέρτατο καθήκον όλων των Ελλήνων, που επανειλημμένα το έχουν αποδείξει κατά τη διάρκεια της μακραίωνης ύπαρξής τους και δεν θα σταματήσουν να το αποδεικνύουν, όσο υπάρχουν, σε αυτή τη χώρα.







Η  ΠΡΩΤΗ ΝΙΚΗ


Στις 5.30 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου, οι ιταλικές δυνάμεις επιτίθενται στην Ελλάδα από τα αλβανικά σύνορα. Οι εισβολείς είναι πάνοπλοι και ο  στρατιωτικός ακόλουθος της βρετανικής πρεσβείας προβλέπει «ελληνική συντριβή».

Οι Έλληνες όμως έχουν διαφορετική γνώμη. Με το που ηχούν οι σειρήνες του πολέμου, ολόκληρη η Ελλάδα συγκλονίζεται από διαδηλώσεις. Στην Αθήνα, οι διαδηλωτές σπάνε τα γραφεία της Alitalia και κατευθύνονται στην Βρετανική πρεσβεία. Σύνθημα τους, «Δώστε μας  όπλα».

Ο Μανώλης Γλέζος και ο Αποστόλης Σάντας, φοιτητές τότε 18 ετών, ζητούν να πάνε στο μέτωπο αλλά δεν τους το επιτρέπουν λόγω ηλικίας. Μαζί με άλλους συμφοιτητές τους θα προσφερθούν να αντικαταστήσουν τους δημοσίους υπαλλήλους που πηγαίνουν στο μέτωπο.

Ο Γιάννης Αναστόπουλος μοιράζεται το όπλο του με έναν άλλο στρατιώτη. Τοποθετούνται όμως σε διαφορετικά μονάδες και ο Αναστόπουλος θα πολεμήσει άοπλος.

Το  πρώτο βάρος της ιταλικής επίθεσης σηκώνει το μικρό απόσπασμα Πίνδου, υπό τον συνταγματάρχη Δαβάκη. Ο ελληνικός στρατός όχι μόνο καταφέρνει να σταματήσει τους εισβολείς, αλλά περνάει στην  αντεπίθεση. Μέσα σε 20 μέρες, το μέτωπο μεταφέρεται στην Αλβανία




Ο Μουσολίνι γίνεται αντικείμενο χλευασμού και οι πολεμικές επιθεωρήσεις γεμίζουν τα θέατρα. Σε μια από αυτές παίζουν και τα Καλουτάκια μαζί με τη Σοφία Βέμπω. Η Αννα Καλουτά θυμάται πως όταν έφτασαν τα νέα για την κατάληψη της Κορυτσάς, η παράσταση σταμάτησε, βγήκαν στη σκηνή όλοι οι ηθοποιοί και μαζί με τον κόσμο τραγούδησαν τον εθνικό ύμνο.

Ο ελληνικός στρατός μετρά 13.000 νεκρούς, αλλά οι ιταλικές δυνάμεις υφίστανται βαριά ήττα. Όλα θα αλλάξουν στις 6 Απριλίου, όταν ο Χίτλερ κηρύσσει τον πόλεμο στην Ελλάδα. Οι Γερμανοί εισβάλουν από την Γιουγκοσλαβία και την Βουλγαρία και μέσα σε 3 ημέρες καταλαμβάνουν τη Θεσσαλονίκη.






Η πιο σκληρή μάχη δίνεται στα οχυρά του Ρούπελ. Όταν οι Έλληνες αναγκάζονται να παραδοθούν, οι Γερμανοί θα ανακαλύψουν ότι οι αντίπαλοι τους δεν είχαν καν τουφέκια.



Ο υπουργός των Στρατιωτικών Παπαδήμας πλαστογραφεί διαταγή της κυβέρνησης και τη μετατρέπει σε διαταγή παροχής αδειών σε αξιωματικούς και στρατιώτες που πολεμάνε. Ο Πρωθυπουργός Κορυζής ανακαλεί τη διαταγή και κατηγορεί τον Παπαδήμα για έσχατη προδοσία. Στις 18 Απριλίου ο Κορυζής αυτοκτονεί. Ο ελληνικός στρατός είναι υπό διάλυση.

Οι Γερμανοί μπαίνουν στην Αθήνα και το μέτωπο μεταφέρεται στο τελευταίο ελεύθερο ελληνικό έδαφος, την Κρήτη.











Ομάδα Ελλήνων στρατιωτών κατευθύνεται προς τη στενωπό της Κλεισούρας.


Πολιτικός χάρτης με τις επιχειρήσεις της ελληνικής αντεπίθεσης. Διακρίνεται η γραμμή του μετώπου την Πρωτοχρονιά του 1941.

Η Κατάληψη της Κλεισούρας ή Κατάληψη της στενωπού της Κλεισούρας, ήταν μια στρατιωτική επιχείρηση που πραγματοποιήθηκε στις 6 με 11 Ιανουαρίου 1941 στην Βόρεια Ήπειρο κοντά στην πόλη Κλεισούρα της Επαρχίας Πρεμετής της Αλβανίας και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες μάχες του Ελληνοϊταλικού Πολέμου κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μετά από δύο εβδομάδες συγκρούσεων από την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου στα ελληνοαλβανικά σύνορα, η Ελλάδα καταφέρνει να αποκρούσει την ιταλική εισβολή μετά την θετική έκβαση για αυτήν των μαχών της Πίνδου και της Ελαίας-Καλαμά. Η μεγάλη αντεπίθεση των ελληνικών δυνάμεων αρχίζει στις 9 Νοεμβρίου. Ο Ελληνικός Στρατός εισχωρεί βαθιά στο αλβανικό έδαφος και αναγκάζει τα ιταλικά στρατεύματα να οπισθοχωρήσουν. Οι ελληνικές επιχειρήσεις κορυφώθηκαν με την κατάληψη του στρατηγικού περάσματος της Κλεισούρας τον Ιανουάριο του 1941.




Η προέλαση του Ελληνικού Στρατού συνεχίζεται και μετά την επιτυχή αντεπίθεση του κατά τη μάχη του Μοράβα-Ιβάν. Η ήττα του Ιταλικού Στρατού αναγκάζει την Ιταλία να εγκαταλείψει σημαντικές θέσεις στο αλβανικό έδαφος. Ο Ελληνικός Στρατός είχε τώρα υπό τον έλεγχό του σημαντικά αστικά κέντρα της Βορείου Ηπείρου τον Δεκέμβριο του 1940, όπως το Αργυρόκαστρο και η Κορυτσά. Στο πολεμικό συμβούλιο της 5ης Δεκεμβρίου, ο διοικητής των επιχειρήσεων Αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, εκφράζοντας την έντονη ανησυχία του για την πιθανότητα παρέμβασης την Γερμανίας με σκοπό την στήριξη των Ιταλών στο αλβανικό μέτωπο, επέμενε στην εντατικοποίηση της προέλασης. Επιπλέον, ο διοικητής του Τμήματος Στρατιάς Ηπείρου Αντιστράτηγος Ιωάννης Πιτσίκας και ο διοικητής του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας Αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου πρότειναν την άμεση κατάληψη του περάσματος της Κλεισούρας, έτσι ώστε να διασφαλιστούν οι ελληνικές θέσεις.
Κατά την περίοδο της ελληνικής αντεπίθεσης, οι ελληνικές δυνάμεις απείχαν πολύ από τις βάσεις ανεφοδιασμού και το οδικό δίκτυο ήταν σημαντικά ελλιπές σε σχέση με τις ιταλικές δυνάμεις. Η στενωπός της Κλεισούρας ήταν μια ιδιαιτέρως σημαντική στρατηγική θέση για την κατάληψη της πόλης Μπεράτι και η τοπογραφία της περιοχής σε συνδυασμό με την κακοκαιρία που επικρατούσε, έκανε την όλη επιχείρηση εξαιρετικά δύσκολη.



Η επίθεση στο κεντρικό τομέα των επιχειρήσεων του ελληνοαλβανικού μετώπου έγινε υπό την ηγεσία των επιτελών του Β' Σώματος Στρατού, και χρησιμοποιήθηκαν ιδιαίτερα από την 1η και η 11η Μεραρχία Πεζικού.[9] Κατά τη διάρκεια της μάχης, οι Ιταλοί χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά το νέο M13, ένα μεσαίας κατηγορίας τεθωρακισμένο όχημα, της 131ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας "Κένταυρος" (Centauro). Χρησιμοποιήθηκαν από τον Ιταλικό Στρατό για τη μετωπική επίθεση που ακολούθησε, αλλά το αποτέλεσμα της επιχείρησης για την Ιταλία ήταν καταστροφικό, καθώς αποδεκατίστηκαν από το ελληνικό πυροβολικό. Στις 10 Ιανουαρίου, μετά από τέσσερις ημέρες σκληρών μαχών, οι ελληνικές μεραρχίες πεζικού κατέλαβαν τελικά το πέρασμα. Η επίθεση της 5ης Μεραρχίας Πεζικού, που αποτελούνταν από Κρητικούς, με την κατάληψη στρατηγικών πλεονεκτικών θέσεων, υπήρξε καθοριστική για την έκβαση της μάχης για τον Ελληνικό Στρατό.
Το ιταλικό επιτελείο ξεκίνησε αμέσως αντεπιθέσεις προκειμένου να καταλάβει εκ νέου το πέρασμα. Ο Ιταλός Αρχιστράτηγος Ούγκο Καβαλέρο (Ugo Cavallero) διέταξε την ιταλική 7η Μεραρχία Πεζικού "Λύκων της Τοσκάνης" (Lupi di Toscana) που ήρθε προς ενίσχυση να υποστηρίξει στην επιχειρούμενη επίθεση την επίλεκτη 3η Ταξιαρχία Αλπινιστών "Τζούλια", αλλά η επιχείρηση ήταν ελλιπέστατα προετοιμασμένη. Παρόλο που αντιμετώπισαν μόνο τέσσερα ελληνικά τάγματα, έχασαν πολύ σύντομα ένα ιταλικό τάγμα επειδή περικυκλώθηκε. Στις 11 Ιανουαρίου, οι ιταλικές δυνάμεις είχαν απωθηθεί, η Μεραρχία των Λύκων αποδεκατίστηκε και το πέρασμα πέρασε τελικά στους Έλληνες.

Ιταλικό τάνκ στη στενωπό της Κλεισούρας μετά την ιστορική μάχη


Η κατάληψη της στρατηγικής στενωπού από τον Ελληνικό Στρατό, θεωρήθηκε μεγάλη επιτυχία από τις Συμμαχικές Δυνάμεις. Ο Αρχιστράτηγος των βρετανικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή και Στρατάρχης Αρτσιμπαλντ Γουέιβελ (Archibald Wavell) έστειλε συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον Αλέξανδρο Παπάγο για την επιτυχία του Ελληνικού Στρατού.
To B' Σώμα Στρατού, μετά την κατάληψη του περάσματος της Κλεισούρας και της ομώνυμης πόλης προωθήθηκε με κατεύθυνση του Βεράτι και κατέλαβε έπειτα από μάχες τα υψώματα Τρεμπεσίνα, Μπουμπέσι και Μάλι Μανταρίτ. Η προέλαση διακόπτεται λόγω των καιρικών συνθηκών στις 25 Ιανουαρίου. Την επόμενη μέρα, οι Ιταλικές δυνάμεις προσπαθούν να επανακαταλάβουν το πέρασμα της Κλεισούρας, δείχνοντας ακόμα μια φορά την στρατηγική σημασία της περιοχής. Στην μάχη της Τρεμπεσίνας χρησιμοποιούν την Μεραρχία "Λελιάνο", το Τάγμα Αλπινιστών "Τζούλια", τμήματα της Τεθωρακισμένης Μεραρχίας "Κένταυρος" και σημαντική αεροπορική υποστήριξη. Ο Ιταλικός Στρατός μέχρι τις 30 Ιανουαρίου που σταματούν οι επιχειρήσεις, καταφέρνει πολύ μικρά αποτελέσματα.
Μέσα στις επόμενες εβδομάδες, η γραμμή του μετώπου σταθεροποιήθηκε, από την λίμνη Οχρίδα και το Πόγραδετς μέχρι την Χειμάρρα στο Ιόνιο Πέλαγος, με τον Ελληνικό Στρατό να προσπαθεί να αντιμετωπίσει την κακή υλικοτεχνική του υποδομή, που οφείλονταν στον προβληματικό ανεφοδιασμό του, και τον αντίστοιχο ιταλικό να προσπαθεί να αυξήσει τις στρατιωτικές τους δυνάμεις, προκειμένου να ανακοπεί η οπισθοχώρηση του













28 Νοεμβρίου 1940

Αγαπημένοι μου γονείς σας γράφω από τα βουνά της Πίνδου. Η ζωή εδώ πάνω είναι πολύ δύσκολη. Είμαι λοχίας στον 25ο λόχο του 3ου Συντάγματος.
Οι Ιταλοί μάχονται σκληρά, εγώ και οι σύντροφοί μου πολεμάμε για τη λευτεριά της πατρίδας μας για να ζήσουμε όλοι λεύτεροι. Πολλοί σύντροφοί μου έχουν τραυματιστεί, άλλοι έχουν σκοτωθεί, ο πόλεμος είναι πολύ σκληρός. Η πείνα και οι κακουχίες μάς έχουν κουράσει. Αλλά εμείς πολεμάμε για την πατρίδα, γεμάτοι θάρρος και παλικαριά.
Αγαπημένοι μου γονείς το καθήκον με καλεί, δεν έχω τίποτα άλλο να σας γράψω, σας φιλώ,
ο γιος σας Βασίλης



30 Νοέμβρη 1940
Αγαπητοί μου γονείς
Αυτή την ώρα είμαι μόνος στο φυλάκιο και φυλάω σκοπιά. Κρυώνω πολύ, δεν υπάρχει φαγητό και το νερό είναι βρώμικο. Τα ρούχα μας είναι βρώμικα και σχισμένα Εδώ ή μέρα ξεκινά νωρίς, περίπου στις 4π.μ..
Μανούλα μου δεν πειράζει, προσπαθούμε, παλεύουμε με πίστη για την ελευθερία. Γράψε μου τι κάνει ο μπαμπάς μου, τα αδέρφια μου;;;
Χαιρετισμούς σε όλη τη οικογένεια…
Ο γιος σου Λευτέρης




16 Δεκεμβρίου 1940

Αγαπητή μου μητέρα,
Εύχομαι το γράμμα μου να σας βρει όλους καλά. Βρίσκομαι στα βουνά της Πίνδου, στο μέτωπο και στο ολιγόλεπτο διάλλειμα, προσπαθώ να σου γράψω δυο λέξεις για το πώς περνάω. Εδώ πάνω έχει πάρα πολύ κρύο και πολλά χιόνια. Οι μετακινήσεις είναι πολύ δύσκολες λόγω του κακού καιρού. Οι άνθρωποι από τα γύρω χωριά, μας προσφέρουν ό,τι μπορούν, φαγητό ρούχα και άλλα. Οι στρατιώτες που είναι στην πρώτη γραμμή έχουν κερδίσει πολλές από τις μάχες…
Πρέπει να κλείσω το γράμμα γιατί ο λοχαγός μας καλεί να συνεχίσουμε την πορεία.
Φιλιά σε όλους Κωνσταντίνος.



Δεκέμβρης 1940
Αγαπητή θεία
Σου στέλνω τα νέα μου από το μέτωπο του πολέμου. Η κατάσταση όπως καταλαβαίνεις είναι εφιαλτική και οι δυσκολίες πολλές και μεγάλες. Χιλιάδες συναγωνιστές μου έχουν χάσει την ζωή τους. Περνάμε από χωριά που έχουν ερημώσει και πόλεις που έχουν καταστραφεί.
Ομως καλή μου θεία όσο τραγική κι αν είναι η κατάσταση, το θάρρος δε με έχει εγκαταλείψει ούτε λεπτό γιατί ξέρω ότι η πίστη στην ελευθερία είναι ανίκητη και αυτό είναι το πιο ισχυρό όπλο στον πόλεμο.

Πολλά φιλιά Ανδρέας




30 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1940
Αγαπητή μου μάνα
Σου στέλνω γράμμα από τα βουνά της Αλβανίας. Εδώ έχει διαρκώς κρύο. Έχουμε παγώσει. Κρυβόμαστε σε σπηλιές αλλά δε το βάζουμε κάτω, με την ελπίδα ότι σύντομα η Παναγία θα μας δώσει θάρρος και δύναμη να νικήσουμε τους Ιταλούς.
Θέλω να μάθω και τα δικά σας νέα

Σε φιλώ με αγάπη Χρήστος














Μάχη της Πίνδου (28 Οκτ. – 8 Νοε. 1940)

Με την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, το Νοέμβριο του 1940, η τολμηρή ιταλική διείσδυση στο ελληνικό έδαφος στον τομέα της Πίνδου, σε βάθος τριάντα χιλιομέτρων και πλάτος είκοσι, δημιούργησε σοβαρή απειλή για τις συγκροτούμενες ακόμη ελληνικές δυνάμεις. Το Απόσπασμα Πίνδου, του οποίου την κύρια δύναμη αποτελούσε το προεπιστρατευμένο 51ο Σύνταγμα Πεζικού, βρέθηκε αντιμέτωπο με υπέρτερες δυνάμεις και αναγκάστηκε μετά από σκληρό διήμερο αγώνα να συμπτυχθεί, με αποτέλεσμα οι ιταλικές δυνάμεις εισβολής να φτάσουν μέχρι το Παλαιοσέλι και να καταλάβουν τη Σαμαρίνα, το Δίστρατο και τη Βωβούσα, που ήταν και το βαθύτερο σημείο της ιταλικής εισβολής.  Η προώθηση αποσκοπούσε στην κατάληψη της περιοχής του Μετσόβου, κόμβου συγκοινωνιών και ζωτικού χώρου μεγάλης στρατηγικής σημασίας για την επικοινωνία μεταξύ Θεσσαλίας και Ηπείρου.


Το Β΄ Σώμα Στρατού για να αντιμετωπίσει την κρίσιμη κατάσταση στον τομέα της Πίνδου, διέταξε την Ταξιαρχία Ιππικού, με Διοικητή το Συνταγματάρχη Ιππικού Δημάρατο Σωκράτη, να απαγορεύσει τις κατευθύνσεις από τη Σαμαρίνα προς τα Γρεβενά και σε περίπτωση προέλασης να προσβάλει το πλευρό του αντιπάλου.  Έτσι, η Ταξιαρχία Ιππικού μετά από σκληρό διήμερο αγώνα το βράδυ στις 2 Νοεμβρίου 1940, κατείχε τη γραμμή των υψωμάτων Λυκοκρέμασμα – Σκούρτζα – Ανίτσα.  Απέναντι από τον τομέα της Ταξιαρχίας Ιππικού ήταν η Μεραρχία Τζούλια με Σταθμό Διοίκησης στο Δίστρατο και με τα 8ο και 9ο Συντάγματα Αλπινιστών να κατέχουν τη γραμμή Μπογντάνι – περιοχή ανατολικά Σαμαρίνας – Δίστρατο – Πάδες – Παλαιοσέλι.


Την επομένη, 3 Νοεμβρίου 1940, η Ταξιαρχία Ιππικού κατέλαβε τα υψώματα Ρέντα, Κύρκουρη και το όρος Βούζιο.  Στη συνέχεια ελαφρά ίλη ανακατέλαβε το χωριό Σαμαρίνα.  Έτσι, μέχρι το βράδυ είχε πετύχει να ολοκληρώσει τους αντικειμενικούς σκοπούς και να αποκόψει την κατεύθυνση προέλασης του 8ου Συντάγματος Αλπινιστών μέσω Σαμαρίνας προς το Δίστρατο και τη Βωβούσα, με αποτέλεσμα τα προ της Ταξιαρχίας ιταλικά τμήματα, που αποτελούσαν το 8ο Σύνταγμα Αλπινιστών της Μεραρχίας Τζούλια να συμπτυχθούν προς το Δίστρατο.



Το διάστημα μεταξύ 4 και 7 Νοεμβρίου, διεξάγεται σκληρός αγώνας με εναλλασσό­μενες τις επιθέσεις και τις αντεπιθέσεις.  Έτσι, οι Ιταλοί μπροστά στη συνεχή επιθετική ενέργεια της Ταξιαρχίας Ιππικού και μπροστά στον κίνδυνο να εγκλωβιστούν στην περιοχή του Σμόλικα, παραιτήθηκαν από το σχέδιο κατάληψης της Βωβούσας και του Μετσόβου, με τελικό αποτέλεσμα οι ιταλικές δυνάμεις πιεζόμενες και σε κακή κατάσταση να διαφύγουν προς την περιοχή της Κόνιτσας.


Στις 8 Νοεμβρίου, η Ταξιαρχία Ιππικού κατέλαβε το Δίστρατο και το εκεί ανεπτυγμένο Χειρουργείο της Μεραρχίας Αλπινιστών με περίπου 200 τραυματίες.  Λίγο αργότερα εισήλθαν στο χωριό και τα τμήματα της Μεραρχίας Ιππικού, προερχόμενα από τη Βωβούσα.  Η Ταξιαρχία Ιππικού, μετά απ’ αυτό, συνέχισε την κίνησή της προς τη μεθόριο χωρίς καμιά αντίσταση.

Η επιτυχία της Ταξιαρχίας Ιππικού στη Μάχη της Πίνδου είναι τεράστια, γιατί πέτυχε την προοδευτική εξάλειψη του θύλακα και την αποσύνθεση της Μεραρχίας Αλπινιστών Τζούλια.  Οι Ιταλοί είχαν μεγάλες απώλειες  αλλά περισσότερο βάρυνε γι’ αυτούς η ηθική πλευρά της αποτυχίας και της ήττας.  Στην επιτυχία αυτή σημαντική ήταν επίσης η συμβολή της Ι Μεραρχίας Πεζικού και της Μεραρχίας Ιππικού, που άρχισαν να λαμβάνουν μέρος στον αγώνα από τις 2 Νοεμβρίου 1940.







Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ-ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ
ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ (ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ)








Οι Ελληνίδες πολέμησαν σαν αντάξιες κόρες των προγόνων τους, για την ΕΛΛΑΔΑ την ΤΙΜΗ και την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!




Είναι αξιοθαύμαστος ο τρόπος που ανταποκρίθηκαν οι γυναίκες εκείνης της εποχής στο κάλεσμα της πατρίδας . Οι γυναίκες αυτά τα τρυφερά αδύναμα πλάσματα, εκτός από μανάδες, σύζυγοι και νοικοκυρές ήταν οι αφανείς ηρωϊδες του έπους του ‘40.




Στα μετόπισθεν οι γυναίκες αντικαθιστούν τους άντρες που έχουν επιστρατευθεί και πλέκουν μέρα νύχτα χωρίς σταματημό μάλλινα για τους στρατιώτες. Πολλά νεαρά κορίτσια γράφονται εθελόντριες στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό και γίνονται νοσοκόμες. Άλλες που βρίσκονται κοντά στην πρώτη γραμμή, οι Ηπειρώτισσες κι οι γυναίκες της Δυτικής Μακεδονίας, μεταφέρουν πολεμοφόδια και τρόφιμα στους στρατιώτες μέσα στα χιόνια, στα δύσβατα μονοπάτια των κακοτράχαλων βουνών, εκεί που τα ζώα αρνούνται να προχωρήσουν, αλύγιστες βουβές, με αδάμαστη θέληση και ηρωϊκή αυτοθυσία. Αργότερα όλος ο κόσμος θα υποκλιθεί μπροστά στην αδάμαστη Ελληνική ψυχή τους!



Οι γυναίκες των πόλεων ανέλαβαν την φροντίδα και την προφύλαξη των αντρών από τα κρυοπαγήματα. Οι Ελληνίδες νοσοκόμες δούλεψαν με ηρωισμό και αυταπάρνηση και πολλές έπεσαν την ώρα του καθήκοντος κατά την διάρκεια των βομβαρδισμών νοσοκομείων και πλοίων που μετέφεραν τραυματίες. Πολλές εύπορες γυναίκες, έδωσαν χρήματα και κοσμήματα για να βοηθήσουν τον αγώνα του Ελληνικού στρατού.



ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΣΕΣ

― Ηχηρό παρόν έδωσαν οι Ηπειρώτισσες και κατά τον Απελευθερωτικό Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο (1912-13), όπου και Καπετάνισσες διακρίθηκαν, όπως η Λάμπρω η Κοσμηριώτισσα και η Μαρία Ναστούλη, γνωστή ως Κώστα Κίτσαινα.

Επίσης γυναίκες από τα Τερίτσανα, ως πρόδρομοι των Γυναικών της Πίνδου, ανέβασαν πυροβόλα-ορειβατικά και βλήματα στα «Δυο βουνά της Ολύτσικας», απ’ όπου οι στρατιώτες μας εξουδετέρωσαν ιδίως το οχυρό της Μανωλιάσσας και υποβάθμισαν την απόρθητη γραμμή Μπιζανίου.

Ακόμη και στις Μυστικές Υπηρεσίες των Ιωαννίνων Γιαννιώτισσες και άλλες, προσέφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες, με άντληση και μεταφορά πληροφοριών από τον εχθρό στον Ελληνικό Στρατό κλπ. Συνέβαλαν έτσι στη συντόμευση απελευθερώσεως των Ιωαννίνων και του μεγίστου μέρους της ενιαίας Ηπείρου, μέχρι και τη Χιμάρα – Τεπελένι – Κλεισούρα κλπ.
Στις 6.5.1913, με το πρώτο άκουσμα για τα καταχθόνια σχέδια για βιαία και πέραν κάθε δικαίου, πρωτοφανή αυθαίρετη απόσπαση του Β. τμήματος της διπλωματικά κληθείσης έπειτα «Β. Ηπείρου (6.5.1913), νεαρή διδασκάλισσα, με τις μαθήτριές της στην ελεύθερη τότε Πρεμετή, υποδεχομένη τον Διάδοχο Γεώργιο, επεσήμανε μεταξύ άλλων, στην προσφώνησή της:

«Μας φοβίζει η διάδοσις ότι ασπλάχνως και απανθρώπως πρόκειται ν’ αποσπάσουν την Πρεμετήν από τους κόλπους της Μητρός Ελλάδος και αποδώσουν εις άλλους, οίτινες επί 5 αιώνας ειργάσαντο κατά παντός Χριστιανού.

Δεν αρκούν όσα υπέστημεν επί τόσους αιώνας;… Θα προτιμήσωμεν να ταφώμεν, παρά να υποκύψωμεν. Οι άνδρες μας θα κάμουν το καθήκον των. Δεν θα είναι άνδρες μας, εάν δεν λάβουν το όπλον και τρέξουν προς απελευθέρωσιν χιλιάδων αδελφών μας εις Βεράτιον και Αυλώνα. Και ημείς αι γυναίκες, χωρίς ν’ ακούσωμεν ουδεμίαν απαγορευτικήν διαταγήν, θα πράξωμεν το καθήκον μας. Θα γεννήσωμεν και άλλο Ζάλογγον…».







Ντοκιμαντέρ αφιερωμένο στο αλβανικό μέτωπο και τις ηρωικές μάχες που έδωσε ο ελληνικός στρατός στα βουνά της Αλβανίας μετά την ιταλική εισβολή στην Ελλάδα το 1940. Βετεράνοι του πολέμου καταθέτουν την εμπειρία τους από τις σημαντικότερες μάχες και μιλούν για τις ακραίες συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξάγονταν οι εχθροπραξίες. Την αφήγηση των γεγονότων συμπληρώνουν μαρτυρίες κατοίκων της Βόρειας Ηπείρου, οι οποίοι βοήθησαν σημαντικά στην αντίσταση κατά των Ιταλών.



ΣΟΦΙΑ ΒΕΜΠΟ Η ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣΝΙΚΗΣ




ΠΗΓΕΣ
https://national-pride.org
https://1oholargou.wordpress.com
https://tvxs.gr
https://dailymotion.com
https://1oholargou.wordpress.com
http://www.haniotika-nea.gr
https://el.wikipedia.org
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ
http://www.elisme.gr
e-Nautilia.gr
https://stratistoria.wordpress.com
www.proskopos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου