ΕΛΛΑΔΑ-ΚΟΡΙΝΘΙΑ

ΕΛΛΑΔΑ-ΚΟΡΙΝΘΙΑ

ΚΟΡΩΝΟΙΟΣ-COVID-19

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!

                               Σας ευχόμαστε...
      🎄🎅ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ 🎅 ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ🎄 !!!
       ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ ΤΟ ΝΕΟ ΕΤΟΣ






Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΧΗΜΕΙΑ ΚΑΙ ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ


''Η αρχαιολογική χημεία αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου διεπιστημονικού πεδίου, της αρχαιομετρίας, που περιλαμβάνει γενικότερα τις εφαρμογές των φυσικών και βιολογικών επιστημών στην αρχαιολογική έρευνα''



Το φορητό XRF του Εργαστηρίου Malcolm H. Wiener για την Αρχαιολογική Επιστήμη δίνει τη δυνατότητα να το κάνουμε ακριβώς αυτό. Ο Απόφοιτος Emilio Rodriguez Alvarez στο εργαστήριο ανασκαφών της Κορινθίας, εξηγεί το πώς καθώς χρησιμοποιεί το φορητό XRF για να διερευνήσει πώς κατασκευάζεται η Κορινθιακή μελανόμορφη κεραμική.

ΒΙΝΤΕΟ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΚΛΑΣΣΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ






Αρχαιολογική χημεία



Η ομορφιά της επιστήμης δεν περιορίζεται στην απλή παρατήρηση, αλλά αναδεικνύεται με την αποκάλυψη στοιχείων και πληροφοριών που δεν είναι άμεσα ορατά στο ανθρώπινο μάτι.
Οπωσδήποτε χημικές διεργασίες χρησιμοποίησε ο άνθρωπος για την μετατροπή του πηλού σε κεραμικό, της άμμου σε γυαλί, των πετρωμάτων σε μέταλλα, των οργανικών, ανόργανων και βιολογικών υλών σε χρώματα, του ξύλου σε χαρτί, των οστών σε κόλλα κ.λπ. Συνεπώς, η γνώση της χημείας είναι πάντοτε χρήσιμη για την διερεύνηση τέτοιων υλικών, ενώ το αντίστοιχο πεδίο της που ασχολείται με αυτά και άλλα σχετικά ζητήματα ονομάζεται αρχαιολογική χημεία. Θα ήταν φυσικά υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι είναι απαραίτητη η χημεία σε κάθε τομέα της αρχαιολογίας. Η συνεχής βελτίωση όμως των μεθόδων χημικής ανάλυσης συντελεί στην επέκταση των εφαρμογών της σε ολοένα και περισσότερους τύπους αρχαιολογικών ευρημάτων. Αλλωστε η ομορφιά της επιστήμης δεν περιορίζεται στην απλή παρατήρηση και περιγραφή, αλλά αναδεικνύεται με την αποκάλυψη στοιχείων, ευρημάτων, πληροφοριών, ιδιοτήτων και νόμων, που δεν είναι άμεσα ορατά στο ανθρώπινο μάτι, αλλά υποκρύπτονται πίσω από τα «φαινόμενα» ή μέσα στην ύλη και τα υλικά.

Η αρχαιολογική χημεία αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου διεπιστημονικού πεδίου, της αρχαιομετρίας, που περιλαμβάνει γενικότερα τις εφαρμογές των φυσικών και βιολογικών επιστημών στην αρχαιολογική έρευνα.

Η συμβολή της αρχαιολογικής χημείας επεκτείνεται και σε έναν άλλο ιδιαίτερα σημαντικό τομέα· την συντήρηση και αποκατάσταση των αρχαιολογικών αντικειμένων και μνημείων, καθώς και άλλων αντικειμένων πολιτιστικού και εικαστικού ενδιαφέροντος. Για να αποκατασταθούν τα αντικείμενα και μνημεία από την διάβρωση και την αποσύνθεση, απαιτούνται γνώσεις των μηχανισμών και των αντιδράσεων που προκαλούν τις φθορές αυτές. Στο σχήμα 1 περιγράφονται ειδικότερα οι δυνατότητες παροχής επιστημονικών υπηρεσιών της αρχαιολογικής χημείας προς την αρχαιολογία, την αναστήλωση και διατήρηση μνημείων, καθώς και την συντήρηση και αποκατάσταση έργων τέχνης και πολιτισμού.

Χημική ανάλυση



Τα υλικά που συνήθως αναλύονται με στόχο την άντληση της μέγιστης δυνατής πληροφορίας σχετικά με τις συνθήκες και την τεχνολογία κατασκευής τους στο παρελθόν, την προέλευση των πρώτων υλών τους, και, τέλος, την χρήση τους, ανήκουν στις εξής κατηγορίες:

Ορυκτά, πετρώματα, λίθοι, πολύτιμοι και ημιπολύτιμοι λίθοι, μάρμαρα, ηφαιστειογενή υλικά (όπως ο οψιδιανός) και λίθινα αντικείμενα.
Δομικές ύλες, όπως πλίνθοι, τούβλα, γύψοι, τσιμέντα, άσφαλτοι και κονιάματα.
Πηλοί και πήλινα αντικείμενα (μαγειρικά σκεύη και διακοσμητικά αντικείμενα), κεραμικά.
Γυαλιά και σμάλτα.
Μέταλλα και κράματα (πολύτιμα μέταλλα σε κοσμήματα και νομίσματα, χαλκός, μπρούντζος και σίδηρος σε εργαλεία, οικιακά σκεύη και όπλα, κράματα νομισμάτων κ.ά.).
Χρώματα, βαφές, επιχρίσματα, βερνίκια, μελάνια και βάμματα.
Ξύλα, δέρματα, πάπυρος και χαρτί.
Ρητίνες, φαρμακευτικές και αρωματικές ύλες.
Οστά, ελεφαντόδοντο, τρίχες και υπολείμματα φυτικών ή ζωικών ιστών, απολιθώματα.
Υπολείμματα τροφίμων, ποτών, καλλυντικών σε σκεύη ή εργαλεία.
Αν και οι εφαρμογές της αρχαιολογικής χημείας και ειδικότερα η εκτεταμένη χρήση της χημικής ανάλυσης από την πλευρά της αρχαιολογίας αριθμούν περισσότερα από εκατό χρόνια, εν τούτοις μόλις πρόσφατα άρχισε να περιλαμβάνει και οργανικά και βιολογικά υλικά που αναφέρονται στις τελευταίες κατηγορίες της παραπάνω λίστας, ενώ συνήθως δινόταν έμφαση στα ανόργανα υλικά και ευρήματα(3).

Για παράδειγμα, την τελευταία πενταετία εξελίσσεται ταχύτατα η έρευνα προς την κατεύθυνση της μελέτης του DNA, που ανευρίσκεται σε ίχνη στα σκελετικά και οδοντικά ευρήματα, καθώς και σε ημιαπολιθωμένα απομεινάρια οργανισμών. Με την ανάπτυξη μιάς ενζυματικής τεχνικής, που είναι γνωστή ως «αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης» (PCR), είναι πλέον δυνατή η δημιουργία πολλών αντιγράφων ενός μορίου DNΑ και η περαιτέρω μελέτη του


Η τεχνική XRD βασίζεται στη μέτρηση της περίθλασης που προκαλείται στις ακτίνες Χ όταν προσπίπτουν στο κρυσταλλικό πλέγμα μιας πρωτεϊνικής ουσίας.






Οι ακτίνες Χ στην Αρχαιολογική Χημεία

Οι κρίσιμες παράμετροι που λαμβάνονται οπωσδήποτε υπ’ όψη στην επιλογή της κατάλληλης μεθόδου χημικής ανάλυσης εξαρτώνται από το δείγμα και τον προβληματισμό, και συνοψίζονται στα παρακάτω:

1. Ο αρχικός προβληματισμός και τα προς απάντηση ερωτήματα.

2. Η αρχαιολογική αξία, η μοναδικότητα ή η πολλαπλότητα του δείγματος.

3. Η αρχική μορφή και το σχήμα του αντικειμένου, που πρέπει συνήθως να μείνουν αμετάβλητα.

4. Ο τύπος του υλικού του δείγματος.

5. Η μέγιστη δυνατή ποσότητα που μπορεί να ληφθεί για ανάλυση.

6. Η ελάχιστη ποσότητα δείγματος που μπορεί να αναλυθεί με την επιλεγμένη μέθοδο.

7. Η ανάγκη για πλήρη ή μόνο επιφανειακή ανάλυση και η δυνατότητα επί τόπου ανάλυσης.

8. Η φυσική κατάσταση του αντικειμένου και οι πιθανές αλλοιώσεις του.


9. Τα συστατικά ή οι ιδιότητες που πρέπει να προσδιοριστούν.


Ο συνδυασμός ICP-AES προσφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα στην πολυστοιχειακή ανάλυση των περισσότερων στοιχείων του περιοδικού πίνακα με αρκετά λογικό κόστος, σε πολλές όμως εφαρμογές της αρχαιολογικής χημείας τα όρια ανίχνευσης που απαιτούνται είναι ακόμη χαμηλότερα.

Έτσι, ο συνδυασμός της τεχνικής ατομοποίησης ICP με την τεχνική MS ως διαχωριστικό και ανιχνευτικό σύστημα δημιουργεί ένα πολύ ισχυρότερο αναλυτικό εργαλείο για την πλέον ευαίσθητη και πλήρη πολυστοιχειακή ανάλυση ανόργανων συστατικών ενός αρχαιολογικού δείγματος(6), με μεγαλύτερο όμως κόστος. Η τεχνική αυτή δεν ανήκει αυστηρά στην κατηγορία των τεχνικών που χρησιμοποιούν για μέτρηση ακτινοβολίας του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος.


Ένα όργανο ICP-MS περιλαμβάνει το σύστημα του ατομοποιητή ICP, που είναι σχεδόν πανομοιότυπο με εκείνο στην ICP-AES, με την διαφορά ότι ο πυρσός είναι πάντοτε οριζόντια τοποθετημένος, επειδή δεν ενδιαφέρει η παρατήρηση της εκπεμπόμενης ακτινοβολίας αλλά η συλλογή των παραγόμενων ιόντων, που θα διοχετευθούν στον αναλυτή μαζών. Τα ιόντα όλων των στοιχείων αναλύονται με βάση την διαφορά της ατομικής τους μάζας.
Ανάλυση με ακτίνες Χ

Για την ποιοτική αποτίμηση ενός φάσματος και την ταυτοποίηση των στοιχείων ενός δείγματος εφαρμόζεται ο νόμος του Moseley, που είναι ουσιαστικά μια σχέση που συνδέει την συχνότητα μιάς φασματικής γραμμής με τον ατομικό αριθμό του στοιχείου. Από τις πιο συνηθισμένες τεχνικές φθορισμού ακτίνων Χ είναι η Φθορισμομετρία ακτίνων Χ ενεργειακής διασποράς (EDXRF) και η Φθορισμομετρία ακτίνων Χ ολικής ανάκλασης (TRXRF).

Η στοιχειακή ανάλυση γίνεται με βάση τις χαρακτηριστικές φασματικές γραμμές των στοιχείων που εμφανίζονται σε συγκεκριμένες τιμές ενέργειας. Ένας στοιχειακός αναλυτής EDXRF περιλαμβάνει μια πηγή ακτίνων Χ, τον υποδοχέα δείγματος και αμέσως μετά συνήθως βρίσκεται ο ανιχνευτής, που στα σύγχρονα όργανα σχεδόν αποκλειστικά είναι ένας ανιχνευτής στερεάς κατάστασης με κρύσταλλο πυριτίου Si (Li), που συλλέγει την δευτερογενή ακτινοβολία φθορισμού. Είναι δυνατή η ανίχνευση ακτίνων μικρής έντασης, οπότε είναι εφικτός ο ταυτόχρονος προσδιορισμός σχεδόν όλων των φυσικών στοιχείων σε χρόνο λίγων λεπτών. Σήμερα υπάρχουν ακόμη και φορητές διατάξεις, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επιφανειακή ανάλυση αρχαίων δειγμάτων όπως τα κεραμικά(7) ή τα νομίσματα (8), δίνοντας με πολύ ικανοποιητική ακρίβεια την χημική σύσταση σε πολύ μικρό εμβαδόν επιφάνειας ενός δείγματος, χωρίς μάλιστα να το καταστρέφουν.

Η τεχνική της φθορισμομετρίας ακτίνων Χ με ολική ανάκλαση της δέσμης (TRXRF) αναπτύχθηκε την τελευταία εικοσαετία ως εναλλακτική τεχνική με στόχο να περιορίσει τις παρεμποδίσεις στο υπόβαθρο από την πρωτογενή ακτινοβολία και να επιτύχει καλύτερα όρια ανίχνευσης. Η κύρια διαφορά της τεχνικής αυτής σε σχέση με την EDXRF είναι η γωνία πρόσπτωσης της πρωτογενούς δέσμης ακτίνων Χ, που στην περίπτωση της EDXRF είναι περίπου 90-400, ενώ στην TRXRF είναι μόλις 90-0,10.


Οι τεχνικές


Πολλές από τις αναλυτικές τεχνικές που εφαρμόζονται στην αρχαιολογική χημεία είναι μή καταστρεπτικές για το δείγμα, με την έννοια ότι δεν το καταστρέφουν μερικά ή ολικά και δεν αλλοιώνουν την όψη και την δομή του. Γίνεται συνεχώς προσπάθεια για ανάπτυξη όλο και πιο ευαίσθητων τέτοιων τεχνικών, που να μπορούν επιπλέον να εκτελούνται με φορητά όργανα, ώστε να μή μετακινούνται τα αντικείμενα από τους αρχικούς ή τους χώρους έκθεσής τους. Τέτοιες τεχνικές βασίζονται συνήθως στην μέτρηση των ακτίνων Χ ή στην μέτρηση ακτίνων γ (ραδιενεργός ακτινοβολία). Εξακολουθούν όμως να εφαρμόζονται εναλλακτικά οι πλέον εύχρηστες και ευαίσθητες μέθοδοι, που είναι μέν καταστρεπτικές, απαιτούν όμως ελάχιστα χιλιοστογραμμάρια δείγματος για την εφαρμογή τους.

Στην συνέχεια θα περιγραφούν με όσο το δυνατόν απλούστερο τρόπο ορισμένες μόνο σύγχρονες ενόργανες τεχνικές, που εφαρμόζονται στην χημική ανάλυση δειγμάτων αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Επιλέχθηκαν στα πλαίσια του άρθρου αυτού να παρουσιαστούν μόνο τεχνικές πολυστοιχειακής ανάλυσης. Για λόγους απλότητας, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι όλες αυτές οι τεχνικές βασίζονται στην μέτρηση κάποιου είδους ακτινοβολίας από συγκεκριμένη περιοχή του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος. Τα μήκη κύματος που διαχωρίζουν τις περιοχές δίνονται κατά προσέγγιση, γιατί το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα είναι συνεχές και επομένως υπάρχει αλληλεπικάλυψη των περιοχών στα όριά τους.


Φασματοσκοπία ατομικής εκπομπής επαγωγικά συζευγμένου πλάσματος (ΙCΡΑΕS)

Η βασική αρχή στην οποία στηρίζεται γενικότερα η φασματομετρία ατομικής εκπομπής (AES) είναι η διέγερση των ατόμων σε ένα δείγμα από κάποια πηγή διέγερσης (φλόγα, βολταϊκό τόξο, σπινθήρες, πλάσμα, laser) και η καταγραφή της έντασης της ακτινοβολίας που εκπέμπεται κατά την αποδιέγερση των ατόμων. Όταν χρησιμοποιείται επαγωγικά συζευγμένο πλάσμα ως ατομοποιητής, η τεχνική συμβολίζεται ως ICP-AES. Ανήκει στις πολυστοιχειακές τεχνικές που χρησιμοποιούν την υπεριώδη ή την ορατή περιοχή του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος.

Η χρήση του πλάσματος ως πηγής διέγερσης έχει πολλά πλεονεκτήματα έναντι των άλλων πηγών, γιατί λόγω της υψηλής θερμοκρασίας (περίπου 8.000-10.000 0C) επιτυγχάνει καλύτερη ατομοποίηση και διέγερση των στοιχείων του δείγματος μέσα στο πλάσμα, δηλαδή απελευθέρωση ατόμων στην βασική τους κατάσταση. Καθώς λοιπόν τα άτομα αυτά αποδιεγείρονται επιστρέφοντας στην βασική τους κατάσταση, εκπέμπουν ακτινοβολία χαρακτηριστικού μήκους κύματος για το κάθε χημικό στοιχείο. Η ένταση της ακτινοβολίας αυτής είναι μέτρο της ποσότητας των ατόμων του στοιχείου αυτού στο δείγμα. Η ανάλυση με την φασματομετρία ICP-AES δίνει την δυνατότητα χωρίς κατανάλωση σημαντικής ποσότητας του δείγματος, π.χ. ενός θραύσματος αρχαίου κεραμικού ή γυαλιού, να βρεθεί η χημική του σύσταση και στην συνέχεια να συγκριθεί με άλλες συστάσεις, ώστε να ενταχθεί σε κάποια κατηγορία ή ομάδα δειγμάτων και ίσως να οδηγήσει στην εξαγωγή κάποιων χρήσιμων συμπερασμάτων(5).


Φασματομετρία μαζών με επαγωγικά συζευγμένο πλάσμα (ΙCΡΜS)

Η φασματομετρία μάζας (MS) είναι ίσως η πλέον ευαίσθητη τεχνική πολυστοιχειακής ανάλυσης, και εξελίχθηκε ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια με την συνεχή βελτίωση των αναλυτών και των ανιχνευτών στα όργανα MS. Στην προηγούμενη παράγραφο περιγράφτηκε η τεχνική της ατομοποίησης των συστατικών ενός δείγματος με επαγωγικά συζευγμένο πλάσμα (ICP), και ως ανιχνευτής χρησιμοποιούνταν ένα φασματόμετρο ατομικής εκπομπής (AES).

Φωτογραφία που τραβήχτηκε κατά τη διάρκεια των εργασιών συντήρησης του Διός του Αρτεμισίου.Αρχείο Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.

Ο Χρήστος Χατζηλιού συντηρεί τον χάλκινο Απόλλωνα Πειραιώς. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Συντήρηση του ελληνιστικού αγάλματος, γνωστού ως ο Έφηβος των Αντικυθήρων. Αρχείο Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.

ΠΗΓΗ
Γεώργιος Ζαχαριάδης, Καθηγητής, Εργαστήριο Αναλυτικής Χημείας, Τμήμα Χημείας ΑΠΘ

Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017

IΣΘΜΟΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ 1948 -49(Σπάνιο βίντεο)

Η Αποκατάσταση και επαναλειτουργία του Ισθμού 1948-49

Βίντεο μέσα από τα Γερμανικά επίκαιρα.



1.10.1948



Στο πλαίσιο του σχεδίου Marshall η Ελλάδα  αποκαθιστά τις βλάβες του πολέμου στο σταθερό πλαίσιο του σχεδίου Marshall.

 Οι γέφυρες, οι δρόμοι και τα λιμάνια θα αποκατασταθούν. Αμερικανοί μηχανικοί και μηχανές βοηθούν στην αποκατάσταση των δύσκολων δρόμων. Υπάρχουν συχνά τεχνική αριστεία για να επιτευχθεί αυτό στα τραχιά βουνά.

 Έχει ολοκληρωθεί μια γέφυρα βόρεια της Αθήνας στο Γοργοπόταμο.

 Η γέφυρα πάνω από το κανάλι της Κορίνθου,

 που καταστράφηκε δύο φορές στους πολέμους, πλησιάζει στην ολοκλήρωσή της.

 Τώρα, η σημαντική διαδρομή μεταξύ της Αδριατικής και του λιμανιού της Αθήνας τον Πειραιά είναι ανοιχτή και πάλι για ν ελεύθερη ναυσιπλοΐα..

Ανακατασκευή του Ισθμού στον χαρακτήρα της ευρωπαϊκής χρησιμότητας.



22-4-1949

Το κανάλι της Κορίνθου, που καταστράφηκε το 1944 μετά την αποχώρηση  γερμανικών των στρατευμάτων,αποδόθηκε στο Ελληνικό κράτος από Αμερικανούς μηχανικούς. Η επαναλειτουργία αυτού του σημαντικού καναλιού ήταν μια  ευκαιρία για τελετουργικά. 

Το πρώτο πλοίο που διασχίζει τον Ισθμό φέρνει τον βασιλιά Παύλο της Ελλάδας και τη βασίλισσα Φρειδερίκη. 

Στη συνέχεια, το βασιλικό ζευγάρι συμμετέχει στα εγκαίνια μιας από τις γέφυρες που διασχίζουν το κανάλι μαζί με τον Μητροπολίτη , τοπικούς άρχοντες και πλήθος κόσμου που έσπευσε να δει το βασιλικό ζευγάρι από κοντά

 Η Βασίλισσα έπειτα ευτυχής χορεύει παραδοσιακούς ελληνικούς χορούς με τους ανθρώπους των διπλανών χωριών Ίσθμια και Καλαμάκι.





Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2017

1952 ,Ο Τούρκος πρόεδρος, Τζελάλ Μπαγιάρ, στη Αρχαία Κόρινθο.

Πριν 65 χρόνια ...
Το ημερολόγιο έγραφε 28 Νοεμβρίου 1952 όταν ο Τούρκος πρόεδρος, Τζελάλ Μπαγιάρ, 
ερχόταν στη χώρα μας. 
Μετά την Αθήνα επισκέφθηκε και την Αρχαία Κόρινθο!


Πέρασαν 65 ολόκληρα χρόνια κατά τα οποία ουδέποτε επαναλήφθηκε επίσημη επίσκεψη Τούρκου προέδρους στη χώρα μας.
Μετά την επίσημη τελετή υποδοχής κατά την άφιξή του ο Τούρκος Πρόεδρος Τζελάλ Μπαγιάρ σε ειδική τελετή στο δημαρχείο της Αθήνας ανακηρύσσεται επίτιμος δημότης.
Στο σημαιοστολισμένο με τουρκικές και ελληνικές σημαίες δημαρχείο προσέρχεται και καταλαμβάνει θέση τιμητικό άγημα Ευελπίδων ενώ ακολουθεί η άφιξη του ανοιχτού αυτοκινήτου με τον Τούρκο Πρόεδρο και τον Βασιλιά Παύλο που γίνονται δεκτοί από τον δήμαρχο Αθηναίων Κωνσταντίνο Νικολόπουλο.




Ο Τούρκος πρόεδρος ανακηρύσσεται επίτιμος δημότη των Αθηνών από τον δήμαρχο Αθηναίων ενώ παράλληλα του προσφέρθηκε το μετάλλιο της πόλης. Ο Τούρκος Πρόεδρος απαντάει στην προσφώνηση του δημάρχου, χαιρετίζει το συγκεντρωμένο πλήθος από τον εξώστη του Δημαρχείου και στη συνέχεια αναχωρεί με το βασιλικό αυτοκίνητο που διέρχεται τους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας.



Ο Τζελάλ Μπαγιάρ προσέρχεται στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, όπου καταθέτει στεφάνι.
Στη συνέχεια του παρατέθηκε γεύμα από το βασιλικό ζεύγος στα Νέα Ανάκτορα. Ο Βασιλιάς Παύλος, ο Τζελάλ Μπαγιάρ και η Βασίλισσα Φρειδερίκη ποζάρουν χαμογελαστοί στο φακό στον κήπο των ανακτόρων.


Το πρωί της επόμενης ημέρες ο Τούρκος πρόεδρος επισκέπτεται την Κόρινθο. Η αυτοκινητοπομπή εισέρχεται στην πόλη, όπου έχει αναρτηθεί επιγραφή που τον καλωσορίζει στην τουρκική γλώσσα. Πλήθος κόσμου ραίνει με άνθη τα αυτοκίνητα των επισήμων.
Στη συνέχεια ο Τζελάλ Μπαγιάρ συνοδευόμενος από τον Βασιλιά Παύλο και τη Βασίλισσα Φρειδερίκη φθάνει στην Παλαιά Κόρινθο, όπου ξεναγείται στο Αρχαιολογικό Μουσείο και στον αρχαιολογικό χώρο. Ανάμεσά τους και ο διάδοχος Κωνσταντίνος.

Αυτοκινητοπομπή με τον Τούρκο Πρόεδρο Τζελάλ Μπαγιάρ εισέρχεται στην Κόρινθο, όπου έχει αναρτηθεί επιγραφή που τον καλωσορίζει στην τουρκική γλώσσα (29/11/1952). Πλήθος κόσμου ραίνει με άνθη τα αυτοκίνητα των επισήμων. Στη συνέχεια ο Τζελάλ Μπαγιάρ συνοδευόμενος από τον Βασιλιά Παύλο και τη Βασίλισσα Φρειδερίκη φθάνει στην Παλαιά Κόρινθο, όπου ξεναγείται στο Αρχαιολογικό Μουσείο και στον αρχαιολογικό χώρο. Ανάμεσά τους διακρίνεται και ο Διάδοχος Κωνσταντίνος. Αργότερα ο Παύλος με τον Τούρκο Πρόεδρο επιβιβάζονται από την προβλήτα της Ισθμίας στο αντιτορπιλικό «Πυρπολητής» για να επιθεωρήσουν μοίρα του ελληνικού στόλου.


Έπειτα ο Παύλος με τον Τούρκο Πρόεδρο επιβιβάζονται από την προβλήτα της Ισθμίας στο αντιτορπιλικό «Πυρπολητής» για να επιθεωρήσουν μοίρα του ελληνικού στόλου.





O Tούρκος Πρόεδρος Τζαλάλ Μπαγιάρ στην Ρωμαική αίθουσα του Αρχ.Μουσείου της Αρχαίας Κορίνθου,1952


Στις 30 Νοεμβρίου και μετά από δύο ημέρες ο Τούρκος πρόεδρος αναχωρεί από την Αθήνα. Μέλη της κυβέρνησης Αλεξάνδρου Παπάγου έχουν παραταχθεί στην αποβάθρα του Πασαλιμανιού για να αποχαιρετίσουν τον Τζελάλ Μπαγιάρ που καταφθάνει με αυτοκίνητο συνοδευόμενος από τους Βασιλείς Παύλο και Φρειδερίκη.
Το βασιλικό ζεύγος επιβιβάζεται στην ατμάκατο «Αλκυών», ενώ ο Πρωθυπουργός Α. Παπάγος αποχαιρετά τον Τούρκο Πρόεδρο. Ο Τζελάλ Μπαγιάρ ανεβαίνει με τη σειρά του στην ατμάκατο, η οποία απομακρύνεται.
Η επίσημη επίσκεψη του Τζελάλ Μπαγιάρ στην Ελλάδα άρχισε στις 25 Νοεμβρίου 1952. Ο Τούρκος Πρόεδρος, ο οποίος έγινε δεκτός με μεγαλοπρέπεια στο λιμάνι του Πειραιά, και αφού παρέμεινε τρεις μέρες στην Αθήνα, στη συνέχεια, μαζί με τον βασιλιά και την βασίλισσα, ταξιδεύοντας με το αντιτορπιλικό «ΕΛΛΗ» μέσω Θεσσαλονίκης, έφθασαν στην Καβάλα και από εκεί οδικός στην Ξάνθη και την Κομοτηνή.



Μετά την άφιξή του στο λιμάνι της Καβάλας οι επίσημοι προσκεκλημένοι κατευθυνθήκαν στην πλατεία Φουάτ για την επίσημη υποδοχή. Στη συνέχεια επιβιβάστηκαν σε ανοιχτού τύπου αυτοκίνητο και ξεκίνησαν την περιοδεία τους στη Δυτική Θράκη.
Το 1952 οι άνθρωποι της υπαίθρου έβλεπαν, ίσως για πρώτη φορά, μια φάλαγγα από πενήντα αυτοκίνητα, της οποίας προηγούνταν ένα πολυτελές ανοιχτό αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο ίδιος ο βασιλιάς Παύλος. Οι επίσημοι, κατά τη διαδρομή τους, έτυχαν ιδιαίτερα θερμής υποδοχής στη Καβάλα, την Ξάνθη και την Κομοτηνή.


Όπως τονίζει ο κ. Μπατζακίδης, στην κεντρική πλατεία της Ξάνθης έγινε η επίσημη τελετή υποδοχής του Τούρκου Προέδρου, παρουσία τουρκικού αγήματος και της μπάντας (όπως φαίνονται στις φωτογραφίες) που συνόδευαν τον Τζελάλ Μπαγιάρ σε αυτή τη επίσημη επίσκεψη.
Αμέσως μετά, οι επίσημοί αναχώρησαν οδικώς για την Κομοτηνή, όπου είχε έρθει πλέον η στιγμή των εγκαινίων. Στην αυλή του σχολείου Ο υπουργός Εθνικής Παιδείας και ο πρόεδρος του Εράνου, του Παύλου και της Φρειδερίκης, έβγαλαν από έναν λόγο στα γαλλικά, τονίζοντας τη σημασία που έχει το σχολείο στη Ελληνο – Τουρκική φιλία. Στη συνέχεια ο βασιλιάς έδωσε το ψαλίδι στον Τούρκο Πρόεδρο, ο οποίος και έκοψε τη κορδέλα, ενώ στη συνέχεια όλοι μαζί ξεναγήθηκαν στο κτήριο του σχολείου.
Το Γυμνάσιο Τζελάλ Μπαγιάρ, που ήταν προϊόν των συναντήσεων εκείνων, εξακολουθεί να υπάρχει και να θυμίζει σ' όλους τη φιλία των δύο γειτονικών χωρών. Το Μειονοτικό Λύκειο (Τζελάλ Μπαγιάρ) έχει δώσει εκατοντάδες αποφοίτους. Ήταν το πρώτο Γυμνάσιο, το πρώτο δευτεροβάθμιο εκπαιδευτικό ίδρυμα, που λειτούργησε στη Δυτική Θράκη και στο οποίο η διδασκαλία γίνεται στη τουρκική και στην ελληνική γλώσσα. Η σημερινή ονομασία του είναι "Μειονοτικό Γυμνάσιο - Λύκειο Κομοτηνής".



Ο Τζελάλ Μπαγιάρ (16 Μαΐου 1883 - 22 Αυγούστου 1986) υπήρξε Τούρκος πολιτικός, Πρωθυπουργός και Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Γεννήθηκε το 1884 και ήταν γιος μεταναστών από τη Βουλγαρία.
Αρχικά έκανε καριέρα ως τραπεζικός και δούλεψε στην Deutsche Orientbank στην Προύσα. Από νεαρής ηλικίας ασχολήθηκε με την πολιτική και εισχώρησε στο κίνημα «Ένωση και Πρόοδος» το 1907. Από το 1908 ως το 1918 διετέλεσε γραμματέας και επικεφαλής του παραρτήματος της Επιτροπής "Ένωσης και Προόδου" στην Σμύρνη. Αργότερα (1920) εξελέγη βουλευτής του Βιλαετίου Σαρουχάν (σημερινή νομαρχία Μαγνησίας) και στη συνέχεια της Σμύρνης.
Από τότε αντιπροσώπευε χωρίς διακοπή στη τουρκική εθνοσυνέλευση (Βουλή) την εκλογική του περιφέρεια Σμύρνης εκτός μικρής περιόδου όπου εκλέχθηκε βουλευτής Κωνσταντινούπολης. Πολέμησε κατά των Ελλήνων, εντασσόμενος στα ανταρτικά σώματα της Σμύρνης. Το 1921 ανέλαβε Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και το 1923 Υπουργός Ανασυγκρότησης και ανταλλαγής πληθυσμών σύμφωνα με την Συνθήκη της Λωζάνης επί Κυβερνήσεως Ισμέτ Ινονού.

ΒΙΝΤΕΟ ΕΠΙΣΚΕΨΗΣ ΕΔΩ


Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2017

ΑΦΝΕΙΟΣ ΚΟΡΙΝΘΟΣ, ΑΡΧΑΙΑ ΚΟΡΙΝΘΟΣ ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΛΟΥΣΙΟΤΕΡΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Aρχαία Κόρινθος, Ναός Απόλλωνα φωτογραφία από ARGI(Aργύρης Καρανικόλας)

Η αρχαία Κόρινθος ήταν μια από τις πλουσιότερες πόλεις της αρχαιότητας. Αρχικά ονομαζόταν Εφύρα και πήρε το όνομά της από τον ήρωα Κόρινθο, ο οποίος ήταν γιος του Μαραθώνα και μακρινός απόγονος του θεού Ερμή. Ήταν χτισμένη στους πρόποδες του Ακροκορίνθου κοντά στον Ισθμό. Ύστερα από διαμάχη του Ποσειδώνα και του Ήλιου, ο Ισθμός πέρασε στην κυριότητα του θεού της θάλασσας και η Κόρινθος στον Απόλλωνα. Η πόλη βρισκόταν σε εμπορικό κόμβο, γι’αυτό αναπτύχθηκαν οι τέχνες και το εμπόριο. Σύμφωνα με τον Όμηρο, η Κόρινθος ήταν «αφνειός» δηλαδή πλούσια, λόγω της εύφορης γης.



Χτισμένη στους πρόποδες του βραχώδους λόφου νοτιοδυτικά της σύγχρονης πόλης, του Ακροκόρινθου, η αρχαία Κόρινθος ήταν σημαντική πόλη-κράτος της αρχαίας Πελοποννήσου. Θεωρείτο μάλιστα η πλουσιότερη πόλη του αρχαίου κόσμου.

Υπό τον έλεγχό της βρισκόταν η περιοχή στα ανατολικά του σημερινού νομού Κορινθίας και στα βορειοανατολικά του νομού Αργολίδας και η νευραλγική θέση του Ισθμού. Έτσι, αποτελούσε πιθανώς τον σημαντικότερο εμπορικό κόμβο της εποχής, μέχρι η Αθήνα να την απειλήσει.




Ο Ακροκόρινθος οχυρώθηκε για πρώτη φορά τον 7ο-6ο αιώνα π.Χ. και εξελίχθηκε σε Ακρόπολη. Η είσοδος του σημερινού αρχαιολογικού χώρου βρίσκεται στη δυτική πλευρά και ο επισκέπτης θα περάσει από τις οχυρωματικές ζώνες που κατασκευάστηκαν με τείχη σε τρία επίπεδα.

Γύρω από την πρώτη πύλη τα πάντα φαίνεται να έχουν καταρρεύσει ενώ από τη δεύτερη, σε απόσταση περίπου 100 μέτρων, ξεκινά ο ελικοειδής δρόμος που φτάνει στην τρίτη πύλη και το κυρίως κάστρο.




Η περιήγηση στον χώρο γίνεται μέσα σε ερείπια παλαιότερων πύργων και διαφόρων κτισμάτων ενώ από την ενετική κατοχή έχουν απομείνει και κάποια κανόνια. Εντυπωσιακή είναι η δεξαμενή νερού που παραπέμπει στην αρχαία Πειρήνη, την πρώτη κρήνη που απέκτησε ο βράχος χάρη στον βασιλιά Σίσυφο που κατάφερε να λύσει το πρόβλημα της λειψυδρίας.




Με τη βοήθεια της καθαρής ατμόσφαιρας ο επισκέπτης θα απολαύσει και τη θέα που είναι πανοραμική: Πατραϊκός, Κορινθιακός, νότια Στερεά, δυτικός Σαρωνικός, όλα στα πόδια του.


ΙΣΤΟΡΙΚΟ


Η αρχαία Κόρινθος κατοικήθηκε ήδη από τα νεολιθικά χρόνια (6500-3250 π.Χ.). Η πόλη, γνωστή από τους μυκηναϊκούς χρόνους, αναφέρεται στον Όμηρο ως «αφνειός» (= πλούσια) (Ιλιάδα Β 570), λόγω της ιδιαίτερα εύφορης γης της. Η μεγάλη παραγωγή αγροτικών προϊόντων, ήδη από τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους, ευνόησε την ανάπτυξη έντονης εμπορικής δραστηριότητας, κυρίως προς τη δυτική Μεσόγειο, ενώ τον 8ο αιώνα π.Χ. ιδρύθηκαν κορινθιακές αποικίες, όπως η Κέρκυρα στο Ιόνιο Πέλαγος και οι Συρακούσες στη Σικελία, με σημαντικό ρόλο και συμβολή στην ιστορία του αρχαίου μεσογειακού κόσμου.
 Η οικονομική άνθηση της πόλης έφτασε στο απόγειο κατά τον 7ο και τον 6ο αιώνα π.Χ., υπό τη διοίκηση του τυράννου Κύψελου και του γιου του Περίανδρου. Η ισχύς της Κορίνθου αποτυπώθηκε με μεγαλειώδη τρόπο σε περικαλλή κτήρια όπως ο Ναός του Απόλλωνος (560 π.Χ.), ενώ η ανάδειξη των Ισθμίων, των αγώνων που τελούνταν στο κορινθιακό Ιερό του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης στον Ισθμό, σε Πανελλήνιους Αγώνες (584 π.Χ.) ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τη φήμη και την επιρροή της πόλης.
 Από τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., ωστόσο, η άνοδος της Αθήνας και η κυριαρχία της στην παραγωγή αγγείων και στο εμπόριο της Μεσογείου επέφερε σταδιακά περιορισμό της επιρροής των Κορινθίων, ιδίως μετά τους Περσικούς Πολέμους (490-479 π.Χ.), όπου, παρά την ισχυρή συμμετοχή τους, αναγκάστηκαν να αποδεχθούν την πρωτοκαθεδρία των Αθηναίων.




 Στον Πελοποννησιακό Πόλεμο (431-404 π.Χ.) η Κόρινθος τάχθηκε ανοιχτά στο πλευρό της Σπάρτης, παροτρύνοντάς την εξαρχής να στραφεί στρατιωτικά εναντίον των Αθηναίων. Παρά την ήττα της Αθήνας, όμως, και παρά τη συμμετοχή της σε μια σειρά από πολεμικές επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και ο λεγόμενος «Κορινθιακός Πόλεμος» εναντίον της Σπάρτης (395-387 π.Χ.), η πόλη της Κορίνθου δεν κατόρθωσε να ανακτήσει την παλαιά της δύναμη. 
Η διοργάνωση ενός πανελλήνιου συνεδρίου στην Κόρινθο το 337 π.Χ., από τον βασιλιά Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας, της νέας αναδυόμενης δύναμης του ελληνικού κόσμου, την επανέφερε προσωρινά στο προσκήνιο, ωστόσο πολύ γρήγορα υποτάχθηκε στους Μακεδόνες. Την αποτίναξη του μακεδονικού ζυγού το 243 π.Χ. από τον Άρατο τον Σικυώνιο, ακολούθησε η προσχώρησή της στην Αχαϊκή Συμπολιτεία, μία ομοσπονδία πόλεων-κρατών της νότιας Ελλάδας.

Η Κρήνη Πειρήνη στην Αρχαία Κόρινθο.

 Ωστόσο, η αντιπαράθεση της Συμπολιτείας με τη Ρώμη οδήγησε το 146 π.Χ. στην περίφημη μάχη της Λευκόπετρας, στην περιοχή του Ισθμού, όπου τα ελληνικά στρατεύματα συνετρίβησαν από τις ρωμαϊκές λεγεώνες υπό τον Λεύκιο Μόμμιο (Lucius Mummius). Όπως αφηγούνται Έλληνες και Ρωμαίοι συγγραφείς, τη στρατιωτική ήττα ακολούθησε η ολοσχερής καταστροφή και ερήμωση της πόλης (Κικέρων, De imperio cn. pompei ad qvirites oratio 11? Orationes de lege agraria 2.87. Στράβων, Γεωγραφικά 8.23. Παυσανίας 2.1.2). 




Εκατό περίπου χρόνια αργότερα, το 44 π.Χ., ο ισόβιος δικτάτορας (dictator in perpetuum) της Ρώμης Ιούλιος Καίσαρας αποφασίζει την επανίδρυση της Κορίνθου ως ρωμαϊκής αποικίας, αναγνωρίζοντας την ιδιαίτερη γεωγραφική σημασία της στην ευρύτερη στρατηγική του για την ανατολική Μεσόγειο. Ο βίαιος θάνατός του την ίδια χρονιά δεν ματαίωσε το μεγαλόπνοο σχέδιό του, καθώς το συνέχισε ο διάδοχός του Οκταβιανός, ο μετέπειτα Αύγουστος. Η νέα πόλη ονομάστηκε Colonia Laus Iulia Corinthiensis ή Clara Laus Iulia Corinthus ή Iulia Corinthus Augusta, ως αποικία της Ιουλίας οικογένειας του Καίσαρα και του Αυγούστου (Gens Iulia), και ορίστηκε το 27 π.Χ. πρωτεύουσα της ρωμαϊκής Επαρχίας της Αχαΐας (Provincia Achaiae), που περιλάμβανε μεγάλο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας, την Πελοπόννησο και αρκετά νησιά. Λόγω της ερήμωσής της μετά τη μάχη της Λευκόπετρας, η πόλη εποικίστηκε αρχικά με απελεύθερους Ρωμαίους και βετεράνους στρατιώτες, που σύντομα πλαισιώθηκαν από Έλληνες, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν την ιδιαίτερα εύφορη γη που δημεύτηκε από τη Ρώμη (ager publicus) και παραχωρήθηκε σε νέους ακτήμονες.
 Στόχος της Ρώμης ήταν αφενός η δημιουργία μιας σταθερής ρωμαϊκής βάσης στην ταραχώδη Ανατολή και αφετέρου η ταχύτερη διέλευση του ρωμαϊκού στόλου μέσω του Διόλκου, της μοναδικής χερσαίας, λιθόστρωτης οδού για πλοία που διέσχιζε τον Ισθμό, όπως μαρτυρεί μία λατινική επιγραφή του 102 π.Χ. που καταγράφει τη διέλευση του στόλου για την αντιμετώπιση των πειρατών καθοδόν προς τη Σίδη της μικρασιατικής Παμφυλίας, υπό τον ρήτορα Antonius Marcus, παππού του Μάρκου Αντωνίου, συντρόφου της βασίλισσας Κλεοπάτρας και θανάσιμου αντιπάλου του Οκταβιανού στον πόλεμο για τη διαδοχή του Ιουλίου Καίσαρα. 

Πολύ σύντομα ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε σημαντικά, καθώς αναπτύχθηκαν εκ νέου η γεωργία, η κτηνοτροφία και το εμπόριο, με αντίστοιχες εξαγωγές μαλλιού, βαμμένων μάλλινων υφασμάτων, ελαιολάδου και μελιού, αλλά και ξυλείας και μεταλλικών αντικειμένων. Από την άλλη, οι ανάγκες και οι συνήθειες των Ρωμαίων κατοίκων της νέας πόλης, καθώς και ο διεθνής ρόλος της, οδήγησαν σε εισαγωγές αγαθών από άλλες περιοχές της Αυτοκρατορίας, όπως κρασιού και οικοδομικών υλικών (μαρμάρου, γρανίτη), που ήταν απαραίτητα για τις νέες, πολυτελείς κατασκευές. 



Σύμφωνα με τους ερευνητές, η πόλη επανασχεδιάστηκε με σύστημα ιπποδάμειο, δηλαδή με κάθετους και οριζόντιους οδικούς άξονες (cardines και decumani) που οριοθετούσαν πολεοδομικές νησίδες (insulae). Γύρω από την Αγορά της ανεγέρθηκαν περικαλλή δημόσια οικοδομήματα και ιδιωτικά μνημεία εύπορων Ρωμαίων και Ελλήνων, που θέλησαν να δηλώσουν εμφατικά την παρουσία τους στην πρωτεύουσα της Επαρχίας. Μαρτυρίες για την κατασκευή των κτισμάτων απαντώνται σε πολλές επιγραφές, ενώ απεικονίσεις τους υπάρχουν κυρίως σε μεταγενέστερα τοπικά νομίσματα.
 Οι φράσεις του Οράτιου «non cuivis homini contingit adire Corinthum / non licet omnibus adire Corinthum» (Επιστολές 1.17.36) και του Στράβωνος «ου παντός ανδρός ες Κόρινθον εσθ’ ο πλους» (Γεωγραφικά 8.6.20) αντανακλούν την ευημερία της πόλης και το υψηλό κόστος που απαιτούσε η διαμονή εκεί. Περί τα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ., όταν την επισκέφθηκε ο Απόστολος Παύλος, η Κόρινθος ήταν πλέον μια σημαντική ρωμαϊκή πόλη της Αυτοκρατορίας, διοικούμενη από δύο τοπικούς άρχοντες, τους duoviri, στα πρότυπα των υπάτων (consules) της Ρώμης, μία μικρογραφία της πρωτεύουσας που αποτελούσε σημείο αναφοράς στη σκέψη και το ταξίδι των Ρωμαίων προς την Ανατολή. 



Παρά τις καταστροφές που υπέστη από την επιδρομή των Ερούλων (267 μ.Χ) και το καταστροφικό χτύπημα του εγκέλαδου περί το 375 μ.Χ., η πόλη παραμένει κραταιά και στην συνέχεια ορίζεται ως πρωτεύουσα του Ελλαδικού Θέματος της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το 1204 κατελήφθη από τους Φράγκους, μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, ενώ γνώρισε και μία μικρή περίοδο Ενετοκρατίας, την οποία διαδέχθηκε και πάλι η οθωμανική κατοχή ως την απελευθέρωση και την ίδρυση Ελληνικού Κράτους το 1830. 

Περιορισμένη σε έκταση και αποτελέσματα έρευνα έγινε κατά τα έτη 1892 και 1906 από τον Α. Σκιά με δαπάνες της Αρχαιολογικής Εταιρείας.Συστηματικές ανασκαφές στην περιοχή που συνεχίζονται έως σήμερα, άρχισαν το 1896 από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών,




Από τον Ακροκόρινθο αν πάρουμε τον ορεινό δρόμο θα βρούμε την Τενεατική Πύλη και το ιερό της Ειλειθυίας. Εξήντα τόσα στάδια απέχει η Τενέα» περιγράφει ο Παυσανίας αλλά και ο Ξενοφώντας. Εκεί σήμερα είναι το χωριό Κλένια.
 Οι κάτοικοί της λένε πως είναι Τρώες, από την Τένεδο, τους οποίους αιχμαλώτισαν οι Έλληνες. Η ανασκαφή στο αρχαίο νεκροταφείο Κλένιας Με την άδεια του Αγαμέμνονα, εγκαταστάθηκαν στην Τενέα. Έτσι δικαιολογείται η ονοματολογική συγγένεια των δύο περιοχών, αλλά και οι ομοιότητές τους στη λατρεία του Απόλλωνα. Έκτοτε, ιστορικά, τα ονόματα της Τενέας και της Τενέδου, έχουν συνδεθεί, και θεωρούνται συγγενικά. 
Το χωριό Κλένια βρίσκεται σε υψόμετρο 380 μέτρων, 22 χιλιόμετρα νότια της Κορίνθου. Σήμερα έχει 755 κατοίκους και ανήκει στο δήμο Τενέας, όπου στην αρχαία πόλη της ανατράφηκε ο Οιδίποδας, από τον βασιλιά Πόλυβο.
 Ο αρχαιολογικός πλούτος της περιοχής, ήρθε στην επιφάνεια σταδιακά, κάτω από αντίξοες και μυθιστορηματικές συνθήκες. Μέχρι τότε υπήρχε η αντίληψη ότι δεν υπάρχουν άλλα σημαντικά αρχαία ερείπια, καθώς η περιοχή καλλιεργείται εντατικά. 



Οι αρχαιοκάπηλοι όμως είχαν διαφορετική πληροφόρηση.

 Τον Μάιο του 2010, κατασχέθηκαν την τελευταία στιγμή, πριν πουληθούν στο εξωτερικό έναντι της αμοιβής των 10εκατομμυρίων ευρώ, τμήματα από τα αγάλματα των «Δίδυμων Κούρων», που είχαν λαθραία ανασκαφεί από αρχαιοκάπηλους, στην περιοχή της Κλένιας.


Οι ίδιοι, υπέδειξαν το ακριβές σημείο όπου είχαν εντοπίσει τα ανεκτίμητης αξίας ευρήματα, με αποτέλεσμα, λίγες εβδομάδες αργότερα να ξεκινήσουν επισήμως τα ανασκαφικά έργα, από την αρμόδια εφορεία αρχαιοτήτων.

Στις 22 Μαΐου 2010, ξεκίνησε εκτεταμένη σωστική ανασκαφική έρευνα, στην περιοχή του Ξερόκαμπου. Εκεί, εντοπίστηκε η ύπαρξη νεκροταφείου  αρχαϊκής εποχής. Την ίδια μέρα, ανακαλύφθηκαν δύο τάφοι που χρονολογούνται στο τρίτο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ., όπως ακριβώς οι Κούροι.
 Όπως αναφέρουν οι αρχαιολόγοι τα αγάλματα είναι εξαιρετικής τέχνης, φιλοτεχνημένα από μάρμαρο Πάρου, με τεχνοτροπικές ομοιότητες στη δομή του σώματος και στον τρόπο επεξεργασίας των λεπτομερειών τους, που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ηθελημένα ο γλύπτης τους έπλασε πανομοιότυπους.


Ο αρχαιολόγος – καθηγητής Γεώργιος Δεσπίνης, ήταν ο πρώτος που κλήθηκε να τους εξετάσει, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, όπου φυλάσσονταν. Ο καθηγητής, θεώρησε εξαιρετικά ενδιαφέρουσα την ομοιότητα των Κούρων. Όπως ανέφερε, δεν υπάρχουν άλλα δίδυμα αρχαϊκά αγάλματα, εκτός από τον Κλέοβι και τον Βίτωνα (Μουσείο Δελφών) με την τραγική ιστορία.



Τους Δίδυμους Κούρους μαζί με τους τάφους τους
μπορείτε να τους δείτε στην νέα αίθουσα του Αρχαιολογικού μουσείου της Αρχαίας Κορίνθου.



Την ιστορία τους αναφέρει ο Ηρόδοτος: κάποια μέρα που η μητέρα τους έπρεπε να πάει στο Ηραίο και τα βόδια αργούσαν, έσυραν οι ίδιοι το άρμα μέχρι το ιερό. Η μητέρα τους, τότε, ζήτησε από την Ήρα να τους ανταμείψει και η θεά τους χάρισε ήρεμο θάνατο στον ύπνο τους. Οι κούροι ήταν αφιέρωμα των Αργείων στον Απόλλωνα και, σύμφωνα με την επιγραφή, κατασκευάσθηκαν από τον Αργείο γλύπτη Πολυμήδη. Αποτελούν τυπικό δείγμα της αρχαϊκής γλυπτικής και, ειδικότερα, των αργείτικων εργαστηρίων του 6ου αι. π.Χ.

Στην ίδια περιοχή είχε βρεθεί το 1846, ένας ακόμη Κούρος, γνωστός ως «Κούρος της Τενέας», ο οποίος από το 1854 εκτίθεται στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου. Κατά τις μαρτυρίες, είχε εντοπιστεί επάνω σε έναν τάφο, ενώ το κεφάλι του ήταν τοποθετημένο σε αγγείο. Οι ομοιότητές του με τους δίδυμους κούρους είναι μεγάλες, ενώ φαίνεται να χρονολογούνται στην ίδια εποχή.


Κούρος ή Απόλλωνας της Τενέας

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Κορίνθου άνοιξε ξανά τον Ιούνιο του 2016 και οι δύο δίδυμοι, εκθαμβωτικοί Κούροι παρουσιάστηκαν στο κοινό για πρώτη φορά. Τα εξαιρετικής τέχνης αγάλματα έπρεπε να συντηρηθούν και να μελετηθούν. «Το μουσείο στη νέα του μορφή μπορεί να καταστήσει το ρητό “ου παντός πλειν ες Κόρινθον” με ό,τι αυτό υπονοεί για τη δόξα και τη σημασία της Κορίνθου, επίκαιρο,όχι μόνο για το μουσείο και τον αρχαιολογικό χώρο, αλλά για ολόκληρη την Κόρινθο και την Κορινθία», σημείωσε μεταξύ άλλων στην ομιλία του κατά την τελετή εγκαινίων ο Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού κ. Αριστείδης Μπαλτάς.

ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΚΟΡΙΝΘΟ ΑΠΟ ΨΗΛΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΚΟΡΙΝΘΟ



ΠΗΓΕΣ:
Υπουργείο Πολιτισμού & Αθλητισμού / Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων.Ιστορικό από τον Σωκράτη Κουρσούμη.
odysseus.culture.gr
klenia.gr

Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2017

«Ιστορίες απ’ τη ματιά του περιηγητή», Άρθρο για το Αρχαιολογικό Μουσείο Αρχαίας Κορίνθου

«Κανένα φρούριο στον τόπο μας δεν κάνει τόση εντύπωση όση ο Ακροκόρινθος, σωστό λείψανο της πολεμικής ζωής του μεσαίωνα, γεμάτης παγίδες κ’ αιφνιδιασμούς»





Κύριο μέλημα των τοπικών κοινωνιών είναι η προστασία και η ανάδειξη της πολιτισμικής κληρονομιάς και των μνημείων, που είναι μάρτυρες της Ιστορίας και της διαδρομής των προγόνων στον χρόνο. Η πολύτιμη αυτή κληρονομιά αποτελεί έναν ανεκτίμητο θησαυρό που ανήκει αποκλειστικά στους κατοίκους κάθε περιοχής, και η προβολή του, με τη χρήση των μέσων που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία, προσφέρει σημαντικές δυνατότητες τοπικής ανάπτυξης. Η αποκατάσταση των μνημείων, η συνεχής και υπεύθυνη φύλαξη και προστασία (απαραίτητη η παρουσία και οι υπηρεσίες που προσφέρουν ακόμη και οι «εποχικοί» αρχαιοφύλακες), η ανάπλαση, ένταξη και ισόρροπη λειτουργία των αρχαιολογικών χώρων με τις σύγχρονες εκπαιδευτικές και πολιτιστικές απαιτήσεις καταδεικνύουν το ενδιαφέρον και την πνευματική καλλιέργεια των κοινωνιών για την προβολή της πολιτιστικής παρακαταθήκης και, ταυτόχρονα, αποτελούν τη μόνη εγγύηση της διατήρησης του αναντικατάστατου αυτού θησαυρού και της ασφαλούς παράδοσής του στις επόμενες γενιές.
Σημαντική είναι, επίσης, η συμβολή ενός σύγχρονου μουσείου, ως εκπαιδευτικού οργανισμού, στην κοινωνική ανάπτυξη, με νέες αρχιτεκτονικές προτάσεις, προαγωγή των «μουσειακών εκθεμάτων», διοργάνωση θεματικών εκθέσεων, εκδηλώσεων, διαχείριση των ιστορικών, πολιτιστικών, επιστημονικών, διδακτικών και αισθητικών αξιών, δυνατότητες χρήσης και ανταποδοτικής λειτουργίας, που στοχεύουν στη διαμόρφωση αμφίδρομης σχέσης κοινού και μνημείων.

Μία νέα έκθεση για την αρχαία Κόρινθο, από τα γεωμετρικά χρόνια έως και την καταστροφή της από τους Ρωμαίους, λειτουργεί στο Μουσείο της Αρχαίας Κορίνθου (δωρεά της Ada Small-Moore), που βρίσκεται μέσα στον αρχαιολογικό χώρο και στεγάζει τα κειμήλια και τους πολύτιμους θησαυρούς ενός πολιτισμού που χάνεται στην αχλή των αιώνων. Η σημαντική χρηματοδότηση της μεγάλης συλλέκτριας έργων τέχνης και προστάτιδας των μνημείων πολιτισμού Ada Small-Moore (1858-1955), για την ανέγερση του Μουσείου της Κορίνθου, οι μεγάλες χορηγίες για την Αγία Σοφία και την Περσέπολη, οι δωρεές της σε πανεπιστήμια και μουσεία, καταδεικνύουν τα φιλάνθρωπα αισθήματα, καθώς και την αφοσίωση και την ουσιαστική προσφορά της στην έρευνα και την εκπαίδευση. Η αφανής προσφορά μιας αλλοδαπής, η οποία είχε εκτιμήσει ιδιαιτέρως την αξία του ελληνικού πνεύματος, ήταν αρκετή για να συναρμολογήσει τους σωρούς των κεράμων και των πλίνθων που συσσώρευσαν η αμάθεια και η αδιαφορία, η φιλεργία των εκσυγχρονιστικών εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων και η ανέξοδη φλυαρία του πλήθους των νομοσχεδίων: «Τίς ημύνθη περί πάτρης; Και τι πταίει η γλαύξ η θρηνωδούσα επί των ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι κακοί κυβερνήται της Ελλάδος» (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης).

«Στη νέα έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Αρχαίας Κορίνθου, ο αρχιτεκτονικός εκθεσιακός σχεδιασμός, αποδίδοντας το μουσειολογικό σενάριο, παρουσιάζει τις ιστορίες που αναπτύσσονται μέσα από τη ματιά του περιηγητή» αναφέρει ο αρχιτέκτων-μηχανικός και μουσειολόγος Θωμάς Τσουκαλάς, ο οποίος είχε τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό και την επιμέλεια της επανέκθεσης. «Οι διαμορφώσεις του εκθεσιακού περιβάλλοντος συνοδεύουν τα σπουδαία ευρήματα και εξυπηρετούν στην απόδοση των νοημάτων τους. Στην έναρξη της έκθεσης, ένας επιδαπέδιος χάρτης σηματοδοτεί την περιήγηση στην κορινθιακή ύπαιθρο επισημαίνοντας τους γύρω οικισμούς, τη στιγμή που το βλέμμα του επισκέπτη οδηγείται στους επιβλητικούς δίδυμους κούρους της Τενέας, που κυριαρχούν στο κέντρο του πρώτου χώρου. Η περιήγηση συνεχίζεται με τα κύρια εκθέματα να αντικρίζουν τον επισκέπτη, τοποθετημένα σε επάλληλα επίπεδα. Ο περιηγητής πλησιάζει στην πόλη ανηφορίζοντας στο κεκλιμένο επίπεδο, με τα ταφικά μνημεία εκατέρωθεν να υποδηλώνουν τα παρόδια νεκροταφεία εκτός των τειχών. Μέσα από τη σχηματική απόδοση των τειχών αυτών παρουσιάζεται η ζωή μιας πόλης με εξέχοντα επιτεύγματα. Η κεντρική χωροθέτηση του ναού του Απόλλωνα, η άμεση σχέση του Ακροκόρινθου με την πόλη και τα ιερά στις πλαγιές του βράχου, αλλά και η σχηματική απόδοση ενός πλοίου που κατέκτησε τη Μεσόγειο αποτελούν στοιχεία διαχείρισης του χώρου μέσα από τον εκθεσιακό σχεδιασμό, που εξυπηρετεί στη συνολική ανάγνωση της έκθεσης, συνοδεύοντας και συσχετίζοντας τις επιμέρους ιστορίες».
Στην αίθουσα «Ασκληπιείο - Το ιερό θεραπευτήριο» εκτίθεται η συλλογή σπάνιων ευρημάτων από το ιερό του Ασκληπιού, κυρίως πήλινα αναθήματα πιστών στη μορφή ανθρώπινων μελών από τον 3ο αιώνα π.Χ. (που είναι σχεδόν όμοια με τα γνωστά τάματα των πιστών στους ναούς, όπως προσθέτει ο αρχαιοφύλακας Παναγιώτης Ψωμάς, που πρόθυμα αναλαμβάνει την ξενάγηση των επισκεπτών στους χώρους του μουσείου).

Δύο περιώνυμες κρήνες της Γλαύκης και της Πειρήνης οριοθετούν τον εντυπωσιακό σε έκταση αρχαιολογικό χώρο της Κορίνθου, της «ισχυρής πόλης-κράτους», και διηγούνται ακόμη στους περιηγητές τις ιστορίες και τους μύθους της αρχαίας πολιτείας, κάτω από τους πύργους και τις επάλξεις και τους προμαχώνες του Ακροκορίνθου.
«Κανένα φρούριο στον τόπο μας δεν κάνει τόση εντύπωση όση ο Ακροκόρινθος, σωστό λείψανο της πολεμικής ζωής του μεσαίωνα, γεμάτης παγίδες κ’ αιφνιδιασμούς, κόσμος επάλξεων στημένος στην ερημιά» γράφει ο Χρήστος Ζαλοκώστας. «Στη ράχη του σώζει όλες τις περιόδους της ελληνικής ζωής, αρχίζοντας από τους προϊστορικούς χρόνους έως το 1821. Έχει ερείπια μυκηναϊκά, το τείχισμα του παλατιού του Περίανδρου, ρωμαϊκά τούβλα, το περήφανο βυζαντινό κάστρο, φράγκικους παραστάτες, απομεινάρια ενός τουρκικού τζαμιού και πρόσθετα ταμπούρια της μεγάλης Επαναστάσεως».

Με πρωτοφανή μανία κατέστρεψε την «ολβία» πόλη ο αγροίκος Ρωμαίος στρατηγός Λεύκιος Μόμμιος (ο «Αχαϊκός») στα 146 π.Χ., μετά την περίφημη μάχη της Λευκόπετρας, στην περιοχή του Ισθμού, όπου οι ρωμαϊκές λεγεώνες συνέτριψαν τα ελληνικά στρατεύματα. Οι Ρωμαίοι θανάτωσαν τους άρρενες πολίτες, αιχμαλώτισαν γυναίκες και παιδιά, λεηλάτησαν ναούς, δημόσια κτίρια και οικίες, απογύμνωσαν την πόλη από τα περιώνυμα έργα τέχνης, τα οποία μετέφεραν στη Ρώμη, κατέσκαψαν με ιδιαίτερο ζήλο και επιμονή, κατέκαψαν, ισοπέδωσαν και ερήμωσαν την άλλοτε ανθηρή πρώτη πολιτεία της Πελοποννήσου. Την ασυνήθιστη σκληρότητα που επέδειξαν οι Ρωμαίοι στην «αφνειόν» (πλούσια) Κόρινθο είχαν αποδώσει σε διαταγή της Συγκλήτου, που είχε δεχθεί πιέσεις από τις συντεχνίες των Ρωμαίων εμπόρων, προκειμένου να εξουδετερώσουν έναν σημαντικό ανταγωνιστή, αλλά και σε ατυχείς πολιτικούς χειρισμούς των Κορινθίων.

Ο εκθεσιακός χώρος «Κόρινθος, αποικία Ρωμαίων» περιλαμβάνει γλυπτά και ψηφιδωτά από ρωμαϊκές επαύλεις, ενώ στον ίδιο χώρο φιλοξενείται η εκθεσιακή ενότητα «Επιστροφή στη γενέθλια γη», όπου εκτίθεται η συλλογή των αντικειμένων που -δυστυχώς- είχαν κλαπεί από το μουσείο στα 1990, και τα οποία, 10 χρόνια αργότερα, επέστρεψαν στην πατρίδα.

Από τον 
Νίκο Παπουτσόπουλο

ΠΗΓΗ
http://www.dimokratianews.gr

Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2017

ΤΑ ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΤΕΝΕΑ


Οι ανασκαφικές τομές επικεντρώθηκαν κυρίως πέριξ του δίχωρου υπέργειου ταφικού μνημείου ρωμαϊκών χρόνων που αποκαλύφθηκε το 2016 και επιβεβαίωσαν την διαχρονική χρήση του χώρου από τους αρχαϊκούς μέχρι και τους ρωμαϊκούς χρόνους

Ολοκληρώθηκε, στις 10 Οκτωβρίου 2017, στο Χιλιομόδι Κορινθίας, η συστηματική αρχαιολογική έρευνα της Αρχαίας Τενέας από τη Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Η αρχαιολογική έρευνα πραγματοποιείται, για πέμπτη συνεχή χρονιά, υπό την διεύθυνση της Δρ. Έλενας Κόρκα και την συμμετοχή διεπιστημονικής ομάδας τόσο του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού όσο και Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων.

Οι ανασκαφικές τομές επικεντρώθηκαν κυρίως πέριξ του δίχωρου υπέργειου ταφικού μνημείου ρωμαϊκών χρόνων που αποκαλύφθηκε το 2016 και επιβεβαίωσαν την διαχρονική χρήση του χώρου από τους αρχαϊκούς μέχρι και τους ρωμαϊκούς χρόνους. Αρχικά στα επιφανειακά στρώματα, βόρεια και ανατολικά του ρωμαϊκού ταφικού μνημείου, αποκαλύφθηκε η συνέχεια οργανωμένου νεκροταφείου ρωμαϊκών χρόνων, το οποίο ορίζονταν από ταφικούς περιβόλους.

Ανασκάφηκαν δεκατέσσερις καλυβήτες κεραμοσκεπείς τάφοι, πολλοί από τους οποίους στο εσωτερικό τους περιέκλειαν περισσότερες από μια ταφές, κτερισμένες με λύχνους, αγγεία και νομίσματα από τον 1ο μέχρι και τον 4ο αι. μ.Χ. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει ενυπόγραφος λύχνος κορινθιακού εργαστηρίου του 1ου αι. μ.Χ., που στο δίσκο του φέρει παράσταση Αφροδίτης με δύο ερωτιδείς.




Σε μεγαλύτερο βάθος εντοπίστηκαν ισχυρές κατασκευές που πιθανότατα ανήκουν σε σύμπλεγμα κτιριακών εγκαταστάσεων, οι οποίες εκτείνονται στον άξονα βορρά νότου κάτω από το ρωμαϊκό μνημείο και το νεκροταφείο των ρωμαϊκών τάφων. Συγκεκριμένα, κάτω και εξωτερικά της νοτιοδυτικής πλευράς του ρωμαϊκού ταφικού μνημείου και κάτω από τον προθάλαμο αυτού, ανασκάφηκε ορθογώνιος υπόγειος χώρος ελληνιστικών χρόνων, κατασκευασμένος από ισόδομους πωρόλιθους, επιχρισμένος εσωτερικά σε όλη την επιφάνειά του και στο δάπεδό του με ιδιαίτερα επιμελημένο και παχύ στρώμα κονιάματος.

Στη βορειοανατολική εσωτερική γωνία του, αποκαλύφθηκε in situ στο δάπεδο ορθογώνιος πώρινος δόμος επιχρισμένος με το ίδιο κονίαμα και έμπροσθεν αυτού επικονιασμένη κοιλότητα. Από το εσωτερικό του χώρου περισυνελέγη μεγάλη ποσότητα οστεολογικού υλικού, πλήθος επιζωγραφισμένων κεράμων, κεραμική ταφικών και τελετουργικών κυρίως αγγείων, χρονολογούμενη από τους αρχαϊκούς έως τους ρωμαϊκούς χρόνους. Από τον ίδιο χώρο προήλθε επίσης κεφαλή από ειδώλιο ταύρου. Εντυπωσιακή υπήρξε η μεγάλη συγκέντρωση καύσεων στο εσωτερικό του χώρου. Επίσης, σε καύση που διερευνήθηκε εξωτερικά της βορειοδυτικής γωνίας του, βρέθηκε συγκέντρωση από έντεκα ακέραια μικκύλα αγγεία ελληνιστικών χρόνων και συνανήκοντα τμήματα πολλών άλλων.




Βόρεια του υπόγειου χώρου και παράλληλα με αυτόν αποκαλύφθηκε τοίχος επίσης ελληνιστικών χρόνων με στιβαρή θεμελίωση, που στη συνέχεια υπερκαλύφθηκε μερικώς από τον κεντρικό θάλαμο του ρωμαϊκού ταφικού μνημείου. Δύο ακόμη τοίχοι ίδιας εποχής, παράλληλοι μεταξύ τους, κατασκευάστηκαν κάθετα στον πρώτο τοίχο. Από τις επιχώσεις στους χώρους μεταξύ των τοίχων αυτών περισυνελλέγη κεραμική ελληνιστικών κυρίως χρόνων μεταξύ των οποίων και ειδώλιο περιστεριού. Σε μια τρίτη, ακόμη μεταγενέστερη ελληνιστική φάση, οι τοίχοι απολαξεύθηκαν σε σημεία τους προκειμένου στο εσωτερικό τους να εγκιβωτιστούν τάφοι ελληνιστικών χρόνων.

Αποκαλύφθηκαν πέντε τάφοι (μονολιθικές σαρκοφάγοι, κιβωτιόσχημοι και λακκοειδείς τάφοι), που έφεραν όλοι επικάλυψη από πώρινες καλυπτήριες πλάκες. Όλες οι ταφές ήταν πλούσια κτερισμένες. Ξεχωρίζει ταφή, η οποία συνοδεύονταν από επιχρυσωμένο χάλκινο στεφάνι με φύλλα και καρπούς μυρτιάς, χρυσό δακτυλίδι, χρωστικές ουσίες-ψιμμύθια ερυθρού χρώματος, οστέινο αυλό, οστέινα ατρακτοειδή πλακίδια κι ένα χάλκινο κάτοπτρο με επίθετη ανάγλυφη διακόσμηση έρωτα, καθώς και χρυσή δανάκη από νόμισμα Σικυώνας.


Στα κτερίσματα των υπόλοιπων τάφων συγκαταλέγονται κυρίως μυροδοχεία, οστέινες περόνες, μεγάλος αριθμός από οστέινα κοχλιάρια, κέλυφος αβγού, τμήμα ξύλου, λύχνοι, μικκύλα αγγεία, λάγηνοι, σκύφοι, σιδερένιες στλεγγίδες, χρυσές δανάκες και χάλκινα νομίσματα, καθώς και ανάγλυφο χρυσό έλασμα. Μεταξύ των ελληνιστικών ταφών εντοπίστηκε και ταφή του 1ου αι. μ.Χ. μέσα σε σαρκοφάγο ελληνιστικών χρόνων, η οποία συμπληρώθηκε στη δυτική πλευρά της με μικρή προσθήκη κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Η εν λόγω ταφή απέδωσε ακέραιη περίτεχνη γυάλινη καλυκωτή φιάλη, χάλκινη οινοχόη, σιδερένια στλεγγίδα με περίτεχνη λαβή, βολβόσχημα μυροδοχεία, λάγηνο, μικκύλα αγγεία, χάλκινο νόμισμα και χάλκινους ήλους με ημισφαιρική κεφαλή από καττύματα υποδημάτων.




Επιπλέον, νότια του ρωμαϊκού ταφικού μνημείου και ανατολικά του υπόγειου χώρου, στο βάθος έδρασης της θεμελίωσής του, εντοπίστηκαν δύο μονολιθικές σαρκοφάγοι ελληνιστικών χρόνων. Στο εσωτερικό τους εσωκλείονταν περισσότερες από μια ταφές. Στη μια εξ αυτών βρέθηκε ταφική κάλπη και μεγάλη συγκέντρωση μυροδοχείων των ελληνιστικών χρόνων.

Από τον ενδελεχή καθαρισμό του ρωμαϊκού ταφικού μνημείου εντοπίστηκαν  αρχαϊκό κιονόκρανο και πολλά ελληνιστικά αρχιτεκτονικά μέλη όπως πεσσοί, λιθόπλινοι με διαφόρων ειδών εντορμίες (συνδέσμους, γόμφους κ.α.), ιωνικό επιστήλιο με συμφυές γείσο, σπόνδυλος ιωνικού κίονα, μέλος τοιχοβάτη με κυμάτια, καθώς και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν σε δεύτερη χρήση για την θεμελίωση του ρωμαϊκού μνημείου.



Οι υποκείμενοι ελληνιστικοί χώροι του ρωμαϊκού ταφικού μνημείου, όπως ο υπόγειος θάλαμος, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς οι χώροι αυτοί και τα σχετικά ευρήματά τους  μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι συνδέονταν με τελετουργίες.
Η επιφανειακή έρευνα και η γεωφυσική διασκόπηση με γεωραντάρ συνεχίστηκαν και φέτος προσδίδοντας συμπληρωματικά στοιχεία στην έρευνα για την κατοίκηση της αρχαίας Τενέας.



Στο πρόγραμμα συμμετείχαν φοιτητές από πανεπιστημιακές σχολές του εσωτερικού και του εξωτερικού, οι οποίοι εργάστηκαν και μαθήτευσαν στο πλαίσιο των ερευνητικών εργασιών. Ταυτόχρονα διεξήχθησαν εκπαιδευτικά προγράμματα σε μαθητές της περιοχής.



Η ΑΡΧΑΙΑ ΤΕΝΕΑ 
   Κείμενο: Δρ. Έλενα Κόρκα

Στην πεδιάδα που εκτείνεται μεταξύ του Χιλιομοδίου και της Κλένιας Κορινθίας, κυριότερη πολίχνη ήταν η αρχαία Τενέα.

Κατά τον Βιργίλιο η Τενέα και η Ρώμη ιδρύθηκαν από Τρώες φυγάδες μετά τον Τρωικό πόλεμο. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Τενέας ήταν Τρώες αιχμάλωτοι που μεταφέρθηκαν από την Τένεδο και εγκαταστάθηκαν στην Τενέα. Έτσι δικαιολογείται η ονοματολογική συγγένεια των δύο περιοχών. Η Τενέα ήταν τόπος προνομιούχος, με εύφορη πεδιάδα αλλά και στρατηγική θέση, δεδομένου ότι από αυτήν διέρχονταν η Κοντοπορεία, η συντομότερη οδός που οδηγούσε από την Κόρινθο στο Άργος. µέσω της Κλεισούρας του Αγιονορίου. Σύμφωνα με τον Στράβωνα το 734/33 η Τενέα συμμετείχε στον αποικισμό των Συρακουσών από τους Κορινθίους. Κατά την καταστροφή της Κορίνθου από τους Ρωμαίους η Τενέα ήταν η μοναδική πόλη που διασώθηκε λόγω της κοινής μυθικής καταγωγής των Τενεατών με τους Ρωμαίους. Στη Τρωική καταγωγή ανάγεται και η αιτία που στη Τενέα τιμούσαν πιο πολύ από όλους τους θεούς τον Απόλλωνα.

Για πολλές δεκαετίες ο κούρος του Μονάχου ήταν το μοναδικό τεκμήριο του μεγαλείου που έκρυβε η Τενεατική γη, καθώς είχαν εντοπιστεί μόνον σποραδικά κατάλοιπα της πόλης στη περιοχή μεταξύ Χιλιομοδίου και Κλένιας. Πολύ αργότερα το 1984 η γραπτή πώρινη σαρκοφάγος που εντοπίστηκε στην περιοχή «Καμαρέτα-Φανερωμένη», καθώς και οι δύο κούροι που κατασχέθηκαν από το Τμήμα Δίωξης Αρχαιοκαπηλίας της Αθήνας το 2010 στην περιοχή της Κλένιας, έπειτα από στενή συνεργασία με την Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτισμικών Αγαθών του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, αποτέλεσαν μάρτυρες της ακμάζουσας αλλά και ανεξερεύνητης αυτής πόλης.

Η σαρκοφάγος του Χιλιομοδίου είναι πώρινη μονολιθική και στο εσωτερικό της περιέκλειε πλούσια κτερισμένη γυναικεία ταφή. Η εσωτερική πλευρά της καλυπτήριας πλάκας της φέρει γραπτή σύνθεση από δύο αντωπούς λέοντες και ανθέμιο στο κέντρο. Πρόκειται για μοναδικό δείγμα μεγάλης ζωγραφικής ad secco τεχνοτροπίας σε πώρινο μνημειακό τάφο αρχαϊκών χρόνων.

Οι Κούροι της Κλένιας αποτελούν σύνταγμα δύο γλυπτών κατασκευασμένα από χονδρόκκοκο νησιώτικο μάρμαρο, η τεχνοτροπία των οποίων, το μέγεθος και η ποιότητα κατασκευής τους κατατάσσει χρονολογικά στο γ΄ τέταρτο του 6ου αι. π.Χ., στον απόηχο δηλαδή της πρώιμης κορινθιακής τέχνης. Αποτελούν σημαντικότατα και μοναδικά δείγματα κορινθιακού εργαστηρίου της εποχής εκείνης, δίχως να εντοπίζονται άλλα παράλληλά τους, προσδίδοντας νέα στοιχεία στην αρχαϊκή ελληνική πλαστική.

Τα ανωτέρω ευρήματα εκτίθενται στο αρχαιολογικό μουσείο της Αρχαίας Κορίνθου.

Το 2013 υπό τη διεύθυνση της Δρ. Έλενας Κόρκα, ξεκίνησε η συστηματική ανασκαφική έρευνα στη θέση «Καμαρέτα-Φανερωμένη» και ευρείας έκτασης επιφανειακή έρευνα στη περιοχή. Περιμετρικά της ταφής του 1984 εντοπίστηκε οργανωμένο νεκροταφείο που χρονολογείται από τον 6ο αι. π.Χ.  έως και τον 3ο αι. π.Χ. Οι μνημειακές ταφές, που αποκαλύφθηκαν και η διαχρονική χρήση του χώρου για ενταφιασμούς, καταδεικνύουν την χωροθέτηση ενός νεκροταφείου επιφανών πολιτών, στα χρόνια ακμής της Τενεατικής πόλης. Μεταξύ των ευρημάτων ξεχωρίζει μια παιδική πώρινη σαρκοφάγος  εξωτερικά της οποίας εντοπίστηκαν 48 αγγεία, εκ των οποίων 2 χάλκινες φιάλες. Τόσο τα ίχνη καύσης που βρέθηκαν στο χώρο όσο και τα συνοδά ευρήματα παραπέμπουν σε ταφικές τελετουργίες κατά τη διάρκεια του ενταφιασμού.

Το 2015 στο πλαίσιο του προγράμματος πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά ανασκαφική διερεύνηση στον οικιστικό χώρο του Χιλιομοδίου και συγκεκριμένα στη θέση «λίμνη – νταμάρια». Η ανασκαφική έρευνα έφερε στο φώς τμήμα αρχαίας οδού, με κατεύθυνση από νότια προς βορειοδυτικά, η οποία αποκαλύφθηκε σε μήκος 36,60μ. Η έκταση που καταλαμβάνει η αρχαία οδός και η οποία δείχνει να επεκτείνεται και στα δύο άκρα της αλλά και η διαχρονική χρήση της, μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι πρόκειται για μια κεντρική αρτηρία της πόλης της αρχαίας Τενέας.

Κατά τη διάρκεια της ερευνητικής περιόδου του 2016 και σε κοντινή απόσταση με το τμήμα της ανεσκαμμένης οδού, αποκαλύφθηκαν για πρώτη φορά in situ οικοδομικά κατάλοιπα της αρχαίας πόλης, που παραπέμπουν στην δραστηριότητα της στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. Αναλυτικότερα, ανασκάφθηκε τμήμα εκτεταμένου κτιρίου με επιμέρους χώρους και πηγάδι. Σε έναν εξ’ αυτόν εντοπίστηκαν αποθέσεις καύσης, τμήμα γυναικείου ειδωλίου, αγγεία και νομίσματα. Σε άλλο χώρο αποκαλύφθηκε μεγάλος αριθμός μαρμάρινων πυρήνων και σωρεία απολεπίσεων μεταξύ των οποίων μαρμάρινο σπάραγμα αντίχειρα από άγαλμα φυσικού μεγέθους, ακέραιη πυξίδα καθώς και άλλα χρηστικά αγγεία. Επιπρόσθετα στον ανεσκαμμένο χώρο μεταξύ άλλων εντοπίστηκαν πλήθος νομισμάτων, ανθεμωτό ακροκέραμο, επιζωγραφισμένη σίμη και άφθονη κεραμική χρηστικών αγγείων.

Στην εγγύτητα του παραπάνω χώρου αποκαλύφθηκε ένα μεγαλοπρεπές ταφικό μνημείο ρωμαϊκών χρόνων, το οποίο πιθανότατα αποτελεί τμήμα ενός μεγαλύτερου συγκροτήματος ταφικών μνημείων στις παρυφές της πόλης.

Συγκεκριμένα πρόκειται για δίχωρο υπέργειο ταφικό μνημείο, συνολικών διαστάσεων 10,40m Χ 5,72m,με προσανατολισμό από ανατολικά προς δυτικά και με είσοδο στα δυτικά, το οποίο με βάση τα ευρήματα στο εσωτερικό του χρονολογείται στον 1ο μ.Χ. αιώνα, ενώ η περίοδος χρήσης του φτάνει στον 4ο αι. μ.Χ.

Στο κυρίως χώρο του διαμορφώνονται στις τρείς πλευρές του πέντε κτιστοί τάφοι. Στο χώρο εισόδου εντοπίστηκαν ίχνη καύσης και ενταφιασμοί παιδικών ταφών. Στο σύνολό του το μνημείο αποτελεί μια ιδιαίτερα επιμελημένη κατασκευή επενδεδυμένη με κονίαμα τόσο στο εσωτερικό της όσο και στο εξωτερικό της και με λιθόστρωτο δάπεδο στο οποίο τμηματικά διατηρείται επίστρωση κονιάματος. Η εξωτερική τοιχοποιία του μνημείου αποτελείται από δεύτερης χρήσης αρχιτεκτονικά μέλη ελληνιστικών χρόνων. Οι ταφές αφορούν σε ενταφιασμούς αλλά και καύσεις πλούσια κτερισμένες, παρά την έντονη διατάραξή τους. Μεταξύ των ευρημάτων συγκαταλέγονται χάλκινα νομίσματα, χρυσή δανάκη από νόμισμα Σικυώνας, οστέινα κοσμήματα κ.α. Εξωτερικά της νότιας θεμελίωσης του μνημείου παρατηρείται μεγάλη συγκέντρωση κεραμοσκεπών τάφων και εγχυτρισμών. Όλες οι ταφές εμπεριέχουν παιδικούς ενταφιασμούς πλούσια κτερισμένους με λύχνους, αγγεία, γυάλινα μυροδοχεία, νομίσματα κ.α.

Το ερευνητικό πρόγραμμα της Τενέας συνεχίζεται με τη συμμετοχή διακεκριμένων ελλήνων και ξένων επιστημόνων αλλά και φοιτητών από ελληνικά και ξένα Πανεπιστημιακά ιδρύματα.


ΠΗΓΕΣ
arxaia-ellinika.blogspot.gr
ancientmycenaeantrail.wordpress.com