ΕΛΛΑΔΑ-ΚΟΡΙΝΘΙΑ

ΕΛΛΑΔΑ-ΚΟΡΙΝΘΙΑ

ΚΟΡΩΝΟΙΟΣ-COVID-19

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017

ΑΡΧΑΙΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ: MYΘΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ-Β' ΜΕΡΟΣ

Συνέχεια του άρθρου ΑΡΧΑΙΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ: MYΘΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

ΜΕΡΟΣ Β'


ΕΠΙΔΑΥΡΟΣ, ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ



Μετά την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Δωριείς, ήλθε και εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Επιδαύρου μια μικρή ομάς Δωριέων με αρχηγό τον Διηφόντη, έναν πολύ σπουδαίο άνθρωπο. Τον αγαπούσε πολύ ο λαός του αλλά και ο πεθερός του Τήμενος (τρισέγγονος του Ηρακλή, και εις εκ των επικεφαλής των τεσσάρων Δωρικών ομάδων που κατέκτησαν την Πελοπόννησο, και ο οποίος εγκαταστάθηκε στο Άργος), αλλά πιο πολύ από όλους τον αγαπούσε η σύζυγός του Υρνηθώ. Υπήρχαν όμως και κάποιοι που τον μισούσαν: τα αδέλφια της Υρνηθούς, ο Κερύνης και ο Φάλκης, τους οποίους είχε αποκληρώσει ο πατήρ τους Τήμενος, μεταβιβάζοντας όλο του το βασίλειο στον Διηφόντη. Μία ημέρα πήγαν και οι δυο τους στην πόλη της Επιδαύρου, έξω από τα τείχη, και πρόσταξαν έναν υπηρέτη να φωνάξει την αδελφή τους. Όταν εμφανίσθηκε η Υρνηθώ, προσπάθησαν να την πείσουν να εγκαταλείψει τον σύζυγό της και να τους ακολουθήσει, με την υπόσχεση ότι θα της έβρισκαν κάποιον καλύτερο και πλουσιότερο. 

Η Υρνηθώ αρνήθηκε, και τότε τα αδέλφια της την απήγαγαν και πήγαν στο Άργος. Αμέσως μετά τους κυνήγησαν οι Επιδαύριοι, με επικεφαλής τον Διηφόντη φυσικά, που τόξευσε βέλος εναντίον του Κερύνη, ο οποίος και έπεσε νεκρός από το άρμα. Τον Φάλκη όμως που κρατούσε την Υρνηθώ δεν τον τόξευσε από μακρυά, από φόβο μήπως χτυπήσει την γυναίκα του, αλλά πλησίασε πολύ και σε απόσταση αναπνοής προσπάθησε να τον αρπάξει με τα χέρια του. 
Τότε ο Φάλκης έπνιξε την αδελφή του (που ήταν και εγκυμονούσα) με τα ίδια του τα χέρια και την πέταξε από το άρμα για να γλιτώσει ο ίδιος. Ο Διηφόντης συντετριμμένος σταμάτησε την καταδίωξη, πήρε την νεκρή γυναίκα του και την ενταφίασε σε ένα άλσος, που ονομάσθηκε Υρνήθιον, λίγο έξω από την πόλη, κοντά στο σημείο όπου σκοτώθηκε η Υρνηθώ (κοντά στον σημερινό δρόμο Αρχαίας Επιδαύρου-Λυγουριού).


Η ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΠΟΛΗ


Όταν έφθασαν εδώ οι Δωριείς του Διηφόντη γύρω στο 1.100 π.Χ., βρήκαν μια μικρή εγκατάσταση Ιώνων, τους οποίους και εξόρισαν. Οχύρωσαν με ισχυρά τείχη τον βράχο της χερσονήσου που έγινε η ακρόπολή τους (σώζωνται εντυπωσιακά λείψανά του κυρίως στην νότιο πλευρά της χερσονήσου), έχτισαν τα σπίτια τους και την Αγορά τους έξω από τα τείχη, στην βόρειο πλευρά της ακροπόλεως, και έφτιαξαν και ένα λιμάνι για να διευκολύνουν το εμπόριό τους με τις γειτονικές αγορές (δίπλα στο σημερινό λιμάνι του χωριού, 3-4 μ. υπό την επιφάνεια της θάλασσας μπορεί να διακρίνει κανείς τον αρχαίο μόλο και πολλά θεμέλια οικοδομημάτων). Είχαν βεβαίως και θέατρο αλλά το σημερινό θέατρο της Επιδαύρου είναι πολύ μεταγενέστερο, καθώς δημιουργήθηκε τον 3ο αιώνα μ.Χ.. 
Έως το 1972 μ.Χ. αυτό το θέατρο ήταν θαμμένο κάτω από τις αμυγδαλιές, στην πίσω αυλή ενός σπιτιού, οπότε το έφερε στην επιφάνεια η αρχαιολόγος Ελένη Πρωτονοταρίου-Δε'ι'λάκη. 


 

Η επικράτεια των Επιδαυρίων ήταν ένα άγονο κομμάτι γης το οποίο βορείως συνόρευε με την γη των Κορινθίων (περίπου εκεί που είναι σήμερα η Ιερά Μονή Αγνούντος), νοτίως με την γη των Τροιζηνίων και των Ερμιονέων (περίπου στη γραμμή των σημερινών χωριών Καλονή-Ράδο-Ίρια) και δυτικώς με τους επιθετικούς Αργείους (λίγο δυτικότερα από το σημερινό Ασκληπιείο-πρώην Λυγουριό). Ειδικά με τους Αργείους οι Επιδαύριοι δεν είχαν πολύ καλές σχέσεις και πέρασε πολύς καιρός έως ότου διευθετηθούν οι μεταξύ τους σχέσεις, ύστερα από πολύ κόπο.

Τον 7ο αιώνα π.Χ. ο τύραννος της Επιδαύρου Προκλής είχε μια καλή ιδέα για να αντιμετωπισθούν οι Αργείοι. Επέλεξε έναν πανάρχαιο Δωρικό οικισμό που είχε επιβιώσει στο όρος Κυνόρτιον, στα σύνορα της Επιδαυρίας με την χώρα των Αργείων, και εγκατέστησε εκεί την λατρεία του Απόλλωνος, του αγαπημένου θεού των Κορινθίων. Ο Απόλλων απέκτησε εκεί το προσωνύμιο Μαλεάτας (που έχει σχέση με το όνομα της πανάρχαιας Ελληνικής θεότητος που λατρευόταν εκεί για πολλούς πολλούς αιώνες) και αυτόματα οι Επιδαύριοι κέρδισαν την συμπάθεια και την υποστήριξη των Κορινθίων, που είχαν ιδιαίτερη προτίμηση στην λατρεία του Απόλλωνος όπως ήδη ελέχθη. Μάλιστα ο Προκλής πάντρεψε την κόρη του Μέλισσα με τον τύραννο της Κορίνθου Περίανδρο, για να συσφίξει ακόμη περισσότερο τις σχέσεις των δύο πόλεων. Μετά την λατρεία του Απόλλωνος, στην περιοχή αυτή άνθισε και η λατρεία του υιού του Απόλλωνος, Ασκληπιού.

Το εθνικό-θρησκευτικό κέντρο των Επιδαυρίων στο Κυνόρτιο γνώρισε γρήγορα πολύ μεγάλη ανάπτυξη και οι ορεινές εγκαταστάσεις του δεν αρκούσαν πλέον για την εξυπηρέτηση των χιλιάδων ασθενών και προσκυνητών που συνέρεαν από κάθε γωνιά της Πελοποννήσου. Γύρω στα μέσα του 6ου αιώνος π.Χ. η λατρεία του Ασκληπιού (καθώς και το νερό από τις άφθονες πηγές του Κυνορτίου) μεταφέρθηκε στην πεδιάδα, δίχως βεβαίως να παύσει να λειτουργεί και το ορεινό Ιερό
.



ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ



Ο περισσότερος κόσμος σήμερα γνωρίζει στον χώρο αυτό το θέατρο της Επιδαύρου, αλλά το θέατρο αυτό δεν είναι ιδιαίτερα παλαιό (χτίσθηκε στα τέλη του 4ου αιώνος π.Χ.), αλλά δεν ήταν ανέκαθεν και τόσο μεγάλο. Τα πρώτα 200 χρόνια είχε μόνο 34 σειρές εδωλίων και χωρούσε περίπου 6.000 θεατές, ενώ οι υπόλοιπες 21 επάνω σειρές προστέθηκαν τον 2ο αιώνα π.Χ. και αύξησαν την χωρητικότητα του θεάτρου στους 12.000 θεατές. Σήμερα, η διαδρομή από την Αρχαία Επίδαυρο μέχρι το θέατρο της Επιδαύρου είναι απολαυστικότατη!

Ο Φλεγύας, μυθικός βασιλεύς της Θεσσαλίας, έφθασε κάποτε στην χώρα των Επιδαυρίων συνοδευόμενος από την οικογένειά του, για να γνωρισθεί με τους Επιδαύριους. Φιλοξενούμενος του βασιλέως στο παλάτι κατασκόπευε τους άνδρες σχετικά με το πόσοι είναι ετοιμοπόλεμοι, πόσοι και πόσο εμπειροπόλεμοι είναι, καθώς και πόσα πλούτη έχουν και πού τα φυλάττουν. Η πανέμορφη κόρη του, η Κορωνίς, γοήτευσε τους Επιδαυρίους τραβώντας την προσοχή με αποτέλεσμα ο Φλεγύας να παρατηρεί και να δρα ανενόχλητος. Ήταν όμως τόσο όμορφη που την πρόσεξε και ο θεός Απόλλων! Σύντομα την έκανε δική του, με αποτέλεσμα η Κορωνίς να μείνει έγκυος.

Το βρέφος που γεννήθηκε το εγκατέλειψε η Κορωνίς στο Τίτθιον Όρος (1.500 μ. βορειοανατολικώς του εάτρου της Επιδαύρου), αλλά για καλή του τύχη μια αίγα ενός τοπικού ποιμένος εγκατέλειψε το κοπάδι της και έμεινε κοντά του για να το τα'ί'σει με το γάλα της. Κοντά του έμεινε και ο σκύλος του κοπαδιού για να φυλάττει το βρέφος. Κάποια στιγμή ο ποιμήν, αναζητώντας την αίγα και τον σκύλο του έφθασε ως το βρέφος, το οποίο τύλιξε μια λάμψη και αμέσως ο ποιμήν κατάλαβε πως κάποιος θεός προστατεύει αυτό το βρέφος. Ο μικρούλης Ασκληπιός μεγάλωσε στα βουνά μέχρι που το περιμάζεψε ο Απόλλων και τον έστειλε να σπουδάσει Ιατρική στο Πήλιο, κοντά στον Κένταυρο Χείρωνα. Ο Ασκληπιός έγινε άψογος ιατρός, φθάνοντας στο σημείο να θεραπεύει κάθε ασθένεια, μέχρι και τον θάνατο. Με μεγάλη άνεση ανέστησε πολλούς νεκρούς, φίλους και γνωστούς (όπως τον υιό του Θησέως Ιππόλυτο, τον υιό του Μίνωος Γλαύκο και άλλους), σε σημείο που διαμαρτυρήθηκε ο Άδης στον Δία ότι του κλέβει τους πελάτες και διασαλεύεται η τάξις του κόσμου. Ο Δίας συμφώνησε με τον Άδη και δίχως να λυπηθεί τον εγγονό του, τον κατακεραύνωσε. Ο Ασκληπιός βέβαια δεν σκοτώθηκε, ως υιός θεού, αλλά ενσφηνώθηκε στα έγκατα της γης από όπου τον απελευθέρωσε αργότερα ο Απόλλων και τον έκανε αστερισμό (ο Οφιούχος).

Το πνεύμα του όμως επέστρεψε στην γενέθλια γη του και οι Επιδαύριοι προς τιμήν του ίδρυσαν ένα Ασκληπιείο, στην αρχή στο ορεινό Ιερό του Απόλλωνος Μαλεάτα και αργότερα, περίπου στα μέσα του 6ου αιώνος π.Χ. στην πεδιάδα, δίπλα στον λόφο όπου μεγάλωσε. Αυτό το Ασκληπιείο γρήγορα απέκτησε Πανελλήνια φήμη, πλούτισε, μεγάλωσε και αποτέλεσε την μητρόπολη δεκάδων άλλων Ασκληπιείων σε όλη την Ελλάδα.

Αρχικώς βέβαια οι εγκαταστάσεις ήταν πτωχές. Σώζονται τα θεμέλια από το πρώτο Εγκοιμητήριον, ένα τετράγωνο κτίριο περίπου 24*20 μ., όπου ξάπλωναν οι ασθενείς και περίμεναν την θεραπευτική επίσκεψη του θεού-ιατρού στον ύπνο τους. Προ'υ'πόθεση για την θεραπεία τους ήταν βεβαίως η βαθεία πίστη τους και η υπομονή τους, ενώ οι πρακτικές που εφάρμοζαν οι Ιερείς του Ασκληπιού απλώς διευκόλυναν το θαυματουργό έργο του θεού. Όσοι θεραπεύονταν όφειλαν να καταβάλλουν τα "ίατρα", μια γενναία χρηματική εισφορά στο Ιερό. Φαίνεται πως οι θεραπευόμενοι ήταν πολλοί γιατί η πελατεία διαρκώς αυξανόταν. Έτσι μαζεύθηκαν τεράστια ποσά και σύντομα επέτρεψαν να υλοποιηθεί ένα εκτεταμένο και πολυτελέστατο οικοδομικό πρόγραμμα.







ΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΚΑΙ ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ



Κορυφαίοι αρχιτέκτονες και καλλιτέχνες της εποχής κλήθηκαν για να εργασθούν στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου.
 Ο αρχιτέκτων Θεόδοτος εκπόνησε τα σχέδια για τον Ναό του Ασκληπιού, ένα κομψότατο οικοδόμημα που ξεκίνησε να χτίζεται το 385 π.Χ. και τελείωσε 5 έτη αργότερα. 

Οι διαστάσεις του ήταν 13,2 * 24,5 μ. και είχε 11 Δωρικούς κίονες σε κάθε μακρυά πλευρά και 6 Δωρικούς κίονες σε κάθε μικρή πλευρά. Ο σηκός (ο κυρίως θάλαμος του Ναού) είχε δύο κίονες μπροστά από την είσοδο (τον πρόναο), ενώ οι τοίχοι του εσωτερικώς ήταν κεκοσμημένοι με 16 ακόμη κίονες και το πάτωμα ήταν στρωμένο με λευκές και μαύρες μαρμάρινες πλάκες.
 Μέσα στον Ναό βρισκόταν το λατρευτικό άγαλμα του Ασκληπιού, φτιαγμένο από ελεφαντοστούν, έργο του γλύπτη Θρασυμήδη από την Πάρο. Έχει φθάσει ως τις μέρες μας η μεγάλη εντύπωση που προκαλούσε αυτό το άγαλμα στους ανθρώπους που το προσέγγιζαν. Πολλοί ισχυρίζονταν πως και μόνο που το κοιτούσαν, αισθάνονταν αμέσως την ευεργετική επίδραση του θεού! 
Ο Παυσανίας ο Περιηγητής πρόλαβε και το είδε γύρω στο 150 μ.Χ., όμως το 395 μ.Χ. οι Γότθοι του Αλάριχου κατέστρεψαν τα πάντα στο πέρασμά τους, μαζί και το θαυμάσιο αυτό άγαλμα. Σώθηκαν μόνον μέσα στο χώμα μερικά γλυπτά από τον διάκοσμο του αετώματος και τα ακρωτήρια (τις γωνίες της οροφής) του Ναού, που τα σμίλεψε ο γλύπτης Τιμόθεος, και τώρα βρίσκονται στο αρχαιολογικό μουσείο των Αθηνών.





ΕΠΑΝΩ ΤΟ ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΓΕΝΙΚΗ ΑΠΟΨΗ 
 –ΣΤΟ ΜΕΣΟΝ Η ΘΟΛΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΥΚΛΕΙΤΟΥ
 –ΚΑΤΩ ΤΟ ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΟ




Πίσω από τον Ναό του Ασκληπιού χτίσθηκε περίπου το 360 π.Χ. η Θόλος, ένα κυκλικό οικοδόμημα ύψους 12μ. και διαμέτρου 21μ., που σχεδίασε ο Αργείος αρχιτέκτων και γλύπτης Πολύκλειτος. Ήταν τόσο εντυπωσιακό που θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κανείς ως "αρχιτεκτονικό άγαλμα"! Εδώ ίσως ήταν το κέντρο της μυστηριακής λατρείας του Ασκληπιού, ο χώρος όπου μαζεύονταν οι Ιερείς και τελούσαν τις μυστηριακές ιεροπραξίες. Μια κυκλική κιονοστοιχία από 26 Δωρικούς κίονες περιέβαλλε τον κυκλικό σηκό, μέσα στον οποίο υπήρχε μια άλλη κιονοστοιχία από 14 κίονες με τα πιο εντυπωσιακά Κορινθιακά κιονόκρανα που σώζωνται από την αρχαιότητα. Οι εσωτερικοί τοίχοι της Θόλου ήταν κεκοσμημένοι με ζωγραφικές παραστάσεις του ζωγράφου Παυσία, η οροφή είχε έναν λαμπρό ανάγλυφο διάκοσμο και το δάπεδο ήταν στρωμένο με λευκές και μαύρες μαρμάρινες πλάκες. Στο κέντρο ακριβώς του δαπέδου υπήρχε μια στρόγγυλη λευκή πλάκα που ανασηκωνόταν και αποκάλυπτε την είσοδο στους υπόγειους λαβυρινθοειδείς διαδρόμους της Θόλου, όπου ίσως βρισκόταν το θηασυροφυλάκιο του Ασκληπιείου. Αυτοί οι υπόγειοι διάδρομοι είναι ό,τι μπορεί να δεί κανείς σήμερα από την Θόλο, αν και έχουν ήδη ξεκινήσει οι διεργασίες αναστύλωσης της Θόλου.

Μπροστά από τον Ναό του Ασκληπιού βρισκόταν ο μέγας βωμός όπου τελούνταν οι θυσίες προς τιμήν του θεού, και βορείως του βωμού ήταν στημένα μια σειρά από αναθηματικά αγάλματα πλουσίων θεραπευθέντων. Την ημέρα οι ασθενείς δέχονταν τις περιποιήσεις των θεραπευτών, διάβαζαν στην βιβλιοθήκη, ψώνιζαν στο εμπορικό κέντρο ή πήγαιναν να προσευχηθούν στους διαφόρους μικρούς Ναούς που βρίσκονταν μέσα στο Ιερό, στον Ναό της Αρτέμιδος, στον Ναό της Θέμιδος ή στον Ναό των Διοσκούρων. Το βράδυ αποσύρονταν στο νέο και πιο ευρύχωρο Εγκοιμητήριον που χτίσθηκε τον 4ο αιώνα π.Χ. και σύντομα χρειάσθηκε να επεκταθεί άλλο τόσο προς τα δυτικά για να χωρέσει την διαρκώς αυξανόμενη πελατεία. Άλλοι από τους ασθενείς ξυπνούσαν το πρωί θεραπευμένοι δια της θαυματουργικής επισκέψεως του θεού στον ύπνο τους, οπότε κατευθύνονταν στο ταμείο για τα ίατρα, και στην συνέχεια οι πιο πλούσιοι και ευγνώμονες αφιέρωναν κάποια αναθηματική πλάκα ή γλυπτό για να θυμίζει την θεραπεία τους. Άλλοι πάλι ξυπνούσαν δίχως καμμία βελτίωση της υγείας τους οπότε συνέχιζαν την παραμονή τους όσο τους επέτρεπαν τα οικονομικά τους, και άλλοι δεν ξυπνούσαν καθόλου, οπότε τους παραλάμβαναν οι δυστυχείς συγγενείς, οι οποίοι διέμεναν στον πολυτελή ξενώνα με τους 2 ορόφους, τις εσωτερικές αυλές και τα 160 άνετα δωμάτια. Για όλες τις περιπτώσεις όμως οι Ιερείς κρατούσαν λεπτομερή αρχεία, τόσο για το είδος της ασθενείας του καθενός, όσο και για τον τρόπο θεραπείας του. Κάποιους στήλους που κατέγραφαν τα πιο θαυμαστά περιστατικά θεραπείας ήταν στημένες σε περίοπτο σημείο στον κεντρικό περίβολο του Ιερού.

Εν τω μεταξύ όλο και περισσότεροι ασθενείς έμπαιναν στο Ιερό από τα επιβλητικά προπύλαια, αλλά και πολλοί ρωμαλαίοι αθληταί που λάμβαναν μέρος στους τελετουργικούς αγώνες, για τους οποίους δεν γνωρίζουμε και πολλά πράγματα. Σώζεται όμως το στάδιον, μήκους 181 μ., όπου τελεούνταν αυτοί οι αγώνες, η παλαίστρα όπου ίσως προθερμαίνονταν οι αθληταί, το τεράστιο γυμνάσιον-κτίσμα του 300 π.Χ. περίπου-με την εσωτερική περίστυλη αυλή και το μικρό ωδείο στο κέντρο του, και τα λουτρά όπου λούονταν οι αθλητές καθώς και οι ένοικοι του ξενώνος.

Το θέατο της Επιδαύρου ήταν έργο-σύμφωνα με τον Παυσανία-του Πολυκλείτου, που σχεδίασε και την Θόλο. Κάποιοι αρχαιολόγοι ωστόσο πιστεύουν ότι κατασκευάσθηκε πολύ αργότερα, γύρω στο 290 π.Χ.. Πάντως, ανεξαρτήτως της ακριβούς χρονολογίας κατασκευής του, το θέατρο αυτό στην αρχική του μορφή ήτν πολύ μικρότερο, διέθετε μόνο ένα διάζωμα με 34 σειρές καθισμάτων όπου μπορούσαν να καθίσουν περίπου 6.000 θεαταί. Αργότερα, τον 2ο αιώνα π.Χ., κατασκευάσθηκε και το επάνω διάζωμα με τις 21 σειρές καθισμάτων και η χωρητικότις του διπλασιάσθηκε, δίχως να μειωθεί στο ελάχιστο η εκπληκτική ακουστική του, που επιτρέπει και στον τελευταίο θεατή της τελευταίας σειράς να ακούει ακόμη και όσα ψιθυρίζονται στην σκηνή! Οι ευφυείς θεραπευταί του Ασκληπιείου είχαν καταλάβει πως η ψυχαγωγία είναι βασικό μέρος της θεραπείας και γιαυτό διοργάνωναν εδώ τακτικά δραματικές, μουσικές και χορευτικές παραστάσεις.

Όλα κυλούσαν ομαλώς στο φημισμένο Ιερό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο, μέχρι την εποχή που υπέστη το πρώτο του σοβαρό πλήγμα από τους λεγεωνάριους του Σύλλα, το 86 π.Χ.. Δεν άργησε όμως να συνέλθει-με δαπάνες επίσης των Ρωμαίων-και να γνωρίσει μια νέα ακμή κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους, οπότε το είδε και σε πλήρη δόξα και ο Παυσανίας ο Περιηγητής. Το 395 μ.Χ. έπαθε την μεγαλύτερη καταστροφή της ιστορίας του από τους Γότθους, αλλά συνέχισε έστω να λειτουργεί, γιατί οι πιστοί ήταν πολλοί και οι ασθενείς ακόμη περισσότεροι. Το 426 μ.Χ. δέχθηκε την χαριστική βολή από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β' που απαγόρευσε την τέλεση της αρχαίας λατρείας και έκλεισε όλους τους αρχαίους Ναούς, τα Ιερά και τις Φιλοσοφικές Σχολές σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας. Εδώ στο Ασκληπιείον της Επιδαύρου χτίσθηκε μια πεντάκλιτη βασιλική, βορειοανατολικώς των προπυλαίων, και το Ιερόν του Ασκληπιού μετατράπηκε σε μάνδρα δωρεάν υλικών οικοδομής για τα γύρω χωριά...

Όσα από τα ερείπια σκεπάσθηκαν από το χώμα, γλίτωσαν την μετατροπή τους σε ασβέστη ή σε θεμέλια και τοίχους νεότερων κτισμάτων. Ήλθαν στο φως το 1881 μ.Χ. με τις ανασκαφές της Ελληνικής Αρχαιολογικής Εταιρείας και του αρχαιολόγου Παναγή Καββαδία, για τον οποίο η ανασκαφική έρευνα και η μελέτη του Ασκληπιείου ήταν έργο ζωής. Πολλά από τα ευρήματα της περιοχής (αρχιτεκεονικά μέλη από την Θόλο και γλυπτά από τον Ναό του Ασκληπιού, ενεπίγραφα βάθρα και στύλοι, ιατρικά εργαλεία και άλλα) εκτίθενται στο μικρό Αρχαιολογικό Μουσείο δίπλα στον αρχαιολογικό χώρο.

 Ο Καββαδίας-του οποίου η προτομή είναι δίπλα στην είσοδο του μουσείου-εργάσθηκε σκληρά στην περιοχή επί 28 συναπτά έτη, από το 1881 έως το 1909 μ.Χ. και έφερε στην επιφάνεια όχι μόνον το Ιερό του Ασκληπιού και το θέατρο αλλά και το Ιερό του Απόλλωνος Μαλεάτα στο Κυνόρτιο. Την περίοδο 1948-1951 μ.Χ. ο αρχαιολόγος Ιωάννης Παπαδημητρίου ανέσκαψε πιο συστηματικά το Ιερό του Απόλλωνος Μαλεάτα, ενώ τα τελευταία έτη οι ανασκαφές συνεχίζονται σε όλη την περιοχή της Επιδαύρου υπό την επίβλεψη του καθηγητού Βασίλη Λαμπρινουδάκη. Προσφάτως το Κ.Α.Σ. ενέκρινε την μελέτη αναστήλωσης του Βωμού του Απόλλωνος Μαλεάτα που εκπόνησε ο αρχιτέκτων Ιωάννης Μαυροματίδης, οπότε σύντομα θα δημιουργηθεί στην περιοχή αυτή νέος επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος.


Η ΑΡΧΑΙΑ ΗΛΙΣ, ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΗΛΙΔΟΣ




Η Ηλεία ήταν από την αρχαιότητα-μέχρι και σήμαρα-το "φιλέτο" της Πελοποννήσου. Τα εύφορα κτήματά της με το μαλακό χώμα που ήταν εύκολο να οργωθεί, ήταν ένα πραγματικό χρυσωρυχείο που το εκμεταλεύονταν οι Επειοί, ένας Αρκαδικός λαός που είχε βασιλέα του τον Επειό. Δεν κατοικούσαν σε μια μεγάλη πόλη, αλλά σε διάσπαρτους μικρούς οικισμούς και μεμονομένες αγροικίες (μέχρι και σήμερα η αρχαιολογική έρευνα έχει εντοπίσει την θέση 280 από αυτές).

Όταν πέθανε ο Επειός, βασιλεύς έγινε ο αδελφός του ο Αιτωλός, που όμως είχε την ατυχία να σκοτώσει κατά λάθος έναν άλλο βασιλέα, τον Άπι από τον Παλλάντιον της Αρκαδίας, λόγω κακού χειρισμού του άρματος σε κάποιους αγώνες αρματοδρομίας. Ο Αιτωλός υποχρεώθηκε τότε να εγκαταλείψει την Ηλεία και ζήτησε τότε καταφύγιο στην απέναντι πλευρά του Κορινθιακού κόλπου, σε μια χώρα κοντά στις εκβολές του Αχελώου. Ο Αιτωλός τότε σκότωσε τον βασιλέα που τον φιλοξενούσε και άρπαξε την χώρα του, την οποία ονόμασε Αιτωλία. Πίσω στην Ηλεία, βασιλεύς έγινε ο Ηλείος-από τον οποίο η χώρα ονομάσθηκε Ηλεία-και μετά από αυτόν ο υιός του ο Αυγείας, τον οποίο όλοι γνωρίζουμε εξαιτίας του γνωστού άθλου του Ηρακλέους, που καθάρισε τους βρωμερούς σταύλους του μέσα σε μια ημέρα, εκτρέποντας τον ποταμό Πηνειό. Ο Αυγείας αρνήθηκε να πληρώσει την συμφωνηθείσα αμοιβή, οπότε ο Ηρακλής τον σκότωσε και στον θρόνο τοποθέτησε τον υιό του Φυλέως, που τον βοήθησε στον πόλεμο εναντίον του Αυγεία.




ΔΡΟΜΟΣ ΑΠΟ ΗΛΙΔΑ ΠΡΟΣ ΟΛΥΜΠΙΑ

Η κατάρα όμως της ακούσιας δολοφονίας (και των συνεπειών της) μεταφέρθηκε μετά από 10 γενεές στον απόγονο του Αιτωλού Όξυλο. Ο Όξυλος ήταν μονόφθαλμος, αλλά πολύ ρωμαλαίος και με σπουδαίες επιδόσεις στον αθλητισμό.
 Μια ημέρα όμως, ρίχνοντας τον δίσκο σε κάποιους αγώνες δισκοβολίας, κατά λάθος σκότωσε τον αδελφό του. Υποχρεώθηκε τότε να αυτοεξορισθεί για ένα έτος, και κατέφυγε στην κοιτίδα των μαρκυνών προγόνων του, την Ηλεία. 
Εκείνη την εποχή βασιλεύς της Ηλείας ήταν κάποιος που ονομαζόταν επίσης Ηλείος. Ο Όξυλος εντυπωσιάσθηκε από τον πλούτο και την ευημερία των Ηλείων, αλλά ότων πέρασε το ένα έτος της εξορίας του, επέστρεψε στην πατρίδα του. 
Μπαίνοντας στην Αιτωλία, συνάντησε τα τεράστια πλήθη των Δωριέων που ετοιμάζονταν να περάσουν στην Πελοπόννησο για να την κατακτήσουν (1.100 π.Χ.). Οι Δωριείς όμως ήταν διστακτικοί, γιατί ένας χρησμός τους επέβαλε να βρουν και να πάρουν για οδηγό τους κάποιον με "τρία μάτια", εάν ήθελαν να πετύχει η εκστρατεία τους.
 Όταν ο Κρεσφόντης, ο αρχηγός των Δωριέων, είδε να περνά δίπλα του ο μονόφθαλμος Όξυλος πάνω στο άλογό του, έκανε τους υπολογισμούς του (ένα το μάτι του αναβάτη, συν 2 του αλόγου του ίσον με τρία μάτια), και αμέσως κατάλαβε ότι αυτός ήταν ο οδηγός που αναζητούσε.



ΑΡΧΑΙΟΣ ΦΟΥΡΝΟΣ ΗΛΙΔΑ



Ο Όξυλος δεν γνώριζε τα μονοπάτια της Πελοποννήσου, δεν είπε τίποτε όμως και συμφώνησε να αναλάβει την οδήγηση των Δωριέων στην κατάκτηση της Πελοποννήσου, με αντάλλαγμα να του δώσουν την Ηλεία. Για να μην δουν πόσο πλούσια χώρα είναι η Ηλεία και το μετανιώσουν, ο Όξυλος φρόντισε να μην περάσουν από εκεί η Δωριείς και τους έβαλε να περάσουν ορειβατώντας από τα όρη της Αρκαδίας. Όταν ολοκληρώθηκε η κατάκτηση της Πελοποννήσου, ο Όξυλος και οι Αιτωλοί του έφθασαν στα σύνορα της Ηλείας, όπου ειδοποίησαν τον βασιλέα Ηλείο να τους παραδώσει την χώρα άνευ μαχών, ειδάλλως θα φώναζε σε βοήθεια τους συμμάχους του Δωριείς.

 Ο Ηλείος δεν ήθελε να παραδοθεί αμαχητί αλλά ούτε και να χάσει την χώρα του, οπότε αντιπρότεινε στον Όξυλο να μην συγκρουσθούν οι δύο στρατοί, αλλά να μονομαχήσουν οι δύο καλύτεροι στρατιώτες τους και όποια πλευρά νικήσει, να είναι και ο κυρίαρχος της Ηλείας. Ο Όξυλος συμφώνησε.

Νικητής της μονομαχίας ήταν ο Αιτωλός στρατιώτης και έτσι οι Αιτωλοί κυριάρχησαν στην Ηλεία. Ο Όξυλος όμως δεν συμπεριφέρθηκε καθλολου σαν κατακτητής, άλλωστε αυτή ήταν η γη των μακρινών προγόνων του. Δεν πείραξε τους παλαιούς κατοίκους και τις περιουσίες τους, απλώς έγινε βασιλεύς τους και εγκατέστησε εκεί και μερικούς δικούς του Αιτωλούς στην χώρα που παρέλαβε. Η ζωή κυλούσε ήρεμα σε αυτήν την ευδαίμονα χώρα, εκτός από το γεγονός της διοργανώσεως των Ολυμπιακών Αγώνων, σχετικά με το ποιά πόλη θα την αναλάβει.
 Οι κύριοι ανταγωνιστές των Ηλείων ήταν οι κάτοικοι της πόλεως Πίσα, που διεκδικούσε την πατρότητα των Αγώνων. 
Εν τέλει κυριάρχησαν οι Ηλείοι και κράτησαν το δικαίωμα της διοργανώσεως των Ολυμπιακών Αγώνων μέχρι το τέλος της ιστορίας τους.



ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΤΗΣ ΟΛΥΜΠΙΑΣ



Γύρω στο 471 π.Χ. οι αγροτικοί δήμοι του κάμπου του Πηνειού ενώθηκαν και δημιούργησαν την πόλη-κράτος της Ήλιδος, που έγινε και η πρωτεύουσα της Ηλείας. Κεντρικό γεγονός στην ζωή της Ήλιδος και κύρια πηγή πλουτισμού ήταν φυσικά η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Στην πόλη υπήρχε ένα μεγάλο υπαίθριο Γυμνάσιον, με πολλούς πλάτανους φυτεμένους, όπου έρχονταν υποχρεωτικώς για προπόνηση οι αθληταί που λάμβαναν μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες, τουλάχιστον έναν μήνα πριν. Όλοι αυτοί οι αθληταί, καθώς και χιλάδες συγγενείς και φίλοι που τους συνόδευαν, μετέτρεπαν κάθε 4 έτη την Ήλιδα στο πιο κοσμοπολίτικο μέρος της Ελλάδος.

Τις προπονήσεις τις επέβλεπαν οι Ελλανοδίκες, πολίτες της Ήλιδος που είχαν εκλεγεί και εκπαιδευθεί ειδικά για αυτή την θέση, οι οποίοι είχαν την έδρα τους στον Ελλανοδικαιώνα, κοντά στο Γυμνάσιον, καθώς και σε μία μεγάλη στοά εκεί δίπλα. Εκτός από το μεγάλο Γυμνάσιον υπήρχαν εκεί κοντά και δύο μικρότερα, σε ένα από τα οποία βρισκόταν και τον Βουλευτήριον των Ηλείων. Μετά τις προπονήσεις οι αθληταί απολάμβαναν το λουτρό τους στα πολυτελή Λουτρά, και κατόπιν οι περισσότεροι πήγαιναν στην Αγορά, όπου τελούσαν εναγισμούς και προσφορές στα διάφορα Ιερά και στους Ναούς που υπήρχαν εκεί. Το μόνο που απέφευγαν ήταν το Ιερόν του Άδη, ένα από τα ελάχιστα Ιερά που είχε ο θεός αυτός στην Ελλάδα. Ούτως ή άλλως, το Ιερό αυτό ήταν κλειδωμένο και άνοιγε μόνο μία φορά κάθε έτος για τις καθιερωμένες τελετές, με τις οποίες πίστευαν οι αρχαίοι Ηλείοι πως εξευμένιζαν τον ανελέητο αυτόν θεό. Αντιθέτως, το Τέμενος του Αχιλλέως, του μεγάλου αυτού πανελλήνιου ήρωος, ήταν το αγαπημένο τους, όπως και ο Ναός της Ουρανίας Αφροδίτης, όπου υπήρχε το χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς, έργο του Φειδίου. 

Στο γειτονικό υπαίθριο Τέμενος, λατρευόταν η Πάνδημη Αφροδίτη, όπου υπήρχε χαλκινο άγαλμά της, έργο του Σκόπα. Στην πιο περίοπτη θέση, στο κέντρο της Αγοράς, βρισκόταν η Κερκυρα'ι'κή Στοά. Αυτή την Στοά δεν την έχτισαν οι Κερκυραίοι αλλά οι Ηλείοι, με λάφυρα που απεκόμισαν από μία επιδρομή τους εναντίον της Κέρκυρας το 430 π.Χ..
 Το θέατρο της πόλεως βρισκόταν 200 μ. ανατολικώς της Αγοράς και κατασκευάσθηκε στους Ελληνιστικούς χρόνους, αλλά φαίνεται ότι δεν χρησιμοποιήθηκε πολύ (ο Παυσανίας ο Περιηγητής το βρήκε ερειπωμένο), ούτε και είχε ποτέ εδώλια. Το κυριότερο που άνθισε σε αυτήν την πόλη, ήταν ο αθλητισμός.

Μετά την καταστροφή της από τους Έρουλους, τον 3ο μ.Χ. αιώνα, η ζωή έσβησε στην Ήλιδα και όλα τα σκέπασε σιγά σιγά το χώμα. Ο πρώτος που εντόπισε την θέση της στα νεότερα χρόνια ήταν ο Βρετανός αρχαιοδίφης William Martin Leake, το 1805 μ.Χ.. Ανασκαφές πραγματοποίησαν πρώτοι οι αρχαιολόγοι του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, με επικεφαλής τον Otto Walter, την περίοδο του 1910-1914 μ.Χ., ενώ από το 1960 μ.Χ. μαζί με τους Αυστριακούς ανασκάπτει και η Ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία, με επικεφαλής τον αρχαιολόγο Νίκο Γιαλούρη (την περίοδο 1960-1981 μ.Χ.).



ΙΣΘΜΙΑ


ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΗΣ ΙΣΜΘΙΑΣ


Είναι ένα παλαιό τσιμεντένιο κτίριο με πολλά προβλήματα. Στεγάζει όμως σπουδαία ευρήματα και υπάρχουν πολλά κατατοπιστικά σχεδιαγράμματα και πολλά παράθυρα που βλέπουν προς τον αρχαιολογικό χώρο. Εδώ εκτίθενται αντικείμενα από τους αγώνες που γίνονταν σε αυτό το στάδιο, τα Ίσθμια, όπως λίθινοι και μολύβδινοι αλτήρες (βάρη που τα χρησιμοποιούσαν στο άλμα εις μήκος), αρύβαλλοι (δοχεία ελαίου με το οποίον άλειφαν τα σώματά τους οι αθληταί), η ξύλινη θύρα που βρέθηκε στο υπόγειο του Ναού της Ίσιδος στις Κεγχρεές μαζί με άλλα οικοδομικά υλικά, και το εντυπωσιακότερο έκθεμα-μοναδικό στην Ελλάδα-87 καλλιτεχνικοί πίνακες Opus Sectilae (ψηφιδωτά από ελεφαντοστούν και γυαλί), έργα του 4ου αιώνος μ.Χ..



Τα καλλιτεχνήματα ήλθαν με πλοίο από την Ιταλία ή την Αίγυπτο και ξεφορτώθηκαν στην αυλή του Ιερού της Ίσιδος, το καλοκαίρι του 375 μ.Χ.. Δυστυχώς ένας τρομερός σεισμός εκείνο το καλοκαίρι βύθισε τον λιμένα των Κεγχρεών και κατέστρεψε τα περισσότερα κτίρια, παρασύροντας στον βυθό και τα κιβώτια με τους πολύτιμους πίνακες. Παρέμειναν στον υγρό τάφο τους για πολλούς αιώνες, μέχρι που τα ανακάλυψαν οι αρχαιολόγοι στις ανασκαφές του 1976 μ.Χ. Ήταν προσεκτικώς συσκευασμένα σε 45 ξύλινα κιβώτια, δύο πίνακες σε κάθε κιβώτιο, τοποθετημένοι αντικρυστά και στηριγμένοι σε ένα στρώμα από λάσπη, ρετσίνι και θραύσματα αμφορέων. Οι συντηρητές αφαίρεσαν αυτό το προστατευτικό στρώμα, αποκαλύπτοντας την πίσω πλευρά κάθε ζεύγους πινάκων, ενώ οι μπροστινές πλευρές τους παραμένουν καλλημένες μεταξύ τους.







ΤΟ ΙΕΡΟΝ ΤΗΣ ΙΣΘΜΙΑΣ




Ήταν μια εποχή που οι βασιλείς δεν ήσαν κλεισμένοι στα παλάτια τους, αλλά πολεμούσαν στην πρώτη γραμμή, όργωναν τα κτήματά τους, έβοσκαν οι ίδιοι τα κοπάδια των ζώων τους και κατέβαιναν για βόλτα παρά θίν' αλός, στην παραλία. Έτσι και ο Σίσυφος, ιδρυτής και βασιλεύς της Κορίνθου (που τότε ονομαζόταν Εφύρα), συνήθιζε να κατεβαίνει για βόλτα στην παραλία, κοντά στο σημερινό χωριό Ισθμία.

Μία ημέρα, εκεί που περπατούσε, είδε να πλησιάζει στην ακτή ένα δελφίνι που κουβαλούσε στην ράχη του το πτώμα ενός μικρού αγοριού. Έντρομος ο Σίσυφος αναγνώρισε το πτώμα του ανιψιού του Μελικέρτη, υιού της Ινώς και του αδελφού του Αθάμαντα που βασίλευε στην Θήβα. Αυτός ο θάνατος ήταν η τραγική κατάληξις ενός οικογενειακού δράματος με ηθικούς αυτουργούς τους θεούς. Όλα ξεκίνησαν όταν ο Δίας ερωτεύθηκε την αδελφή της Ινώς Σεμέλη, ενώθηκε μαζί της και την άφησε έγκυο στον θεό Διόνυσο.
 Η Ήρα φυσικά το έμαθε και για να την εκδικηθεί την έπεισε να ζητήσει από τον Δία να εμφανισθεί μπροστά της όχι μεταμορφωμένος αλλά στην κανονική θεϊκή μορφή του. Πράγματι η Σεμέλη ζήτησε από τον εραστή και πατέρα του παιδιού της αυτή την χάρη, και ο Δίας που της είχε ορκισθεί πως θα πραγματοποιήσει οποιαδήποτε επιθυμία της, υποχρεώθηκε να κάνει την μεγαλοπρεπή εμφάνισή του περιβεβλημένος τους κεραυνούς του. Έτσι, δυστυχώς η Σεμέλη πέθανε κεραυνοβολημένη από την εμφάνιση του Διός.

Ο Δίας ωστόσο πρόλαβε και άρπαξε το έμβρυο από την κοιλιά της μητρός του και το έραψε στον μηρό του, όπου συνεχίσθηκε κανονικώς η κύησις. Όταν γεννήθηκε κανονικώς ο Διόνυσος (το όνομά του σημαίνει: αυτός που έχει γεννηθεί 2 φορές) τον έδωσε στην Ινώ για να τον μεγαλώσει μαζί με τα δικά της παιδιά, τον Λέαρχο και τον Μελικέρτη.

Όμως η εκδικητική μανία της Ήρας δεν εκτονώθηκε με τον θάνατο της Σεμέλης. Σάλεψε τα λογικά της Ινώς και την έκανε να αποπειραθεί να σκοτώσει τα δύο παιδιά του ανδρός της που είχε από τον προηγούμενο γάμο του, τον Φρίξο και την Έλλη. Ο Αθάμας τα γλίτωσε την τελευταία στιγμή και πάνω στην οργή του όρμηξε να σκοτώσει την Ινώ και τα παιδιά της. Σκότωσε τον Λέαρχο, αλλά η Ινώ με τον μικρό Μελικέρτη στην αγκαλιά της πρόλαβε και όρμηξε έξω από το παλάτι και έφυγε τρέχοντας προς τα Μέγαρα. Όταν είδε πως την καταδίωκε ο Αθάμας και δεν είχε καμία ελπίδα να γλιτώσει, πήδηξε με το παιδί στην αγκαλιά της και πνίγηκαν.




Ο Σίσυφος λοιπόν πήρε το άψυχο κορμάκι του Μελικέρτου και το έθαψε κάτω από ένα πέυκο. Κάθισε μετά δίπλα στην θάλασσα και μοιρολογούσε τον μικρό, όταν βγήκε μέσα από τα κύματα μια Νηρηίδα και του είπε να μην λυπάται, γιατί ο μικρός έγινε δεκτός στο βασίλειον του Ποσειδώνος και είναι πλέον θεότητα με το όνομα Παλαίμων, όπως και η μητέρα του που πήρε το όνομα Λευκοθέα, δηλαδή θεά των αφρών της θαλάσσης. Του είπε επίσης να διοργνώσει ταφικούς αγώνες προς τιμήν του Παλαίμονος και να καθιερώσει την λατρεία του στο σημείο όπου τον έθαψε. 

Έτσι ξεκίνησαν τα Ίσθμια, που αργότερα-στις αρχές του 6ο αιώνος π.Χ., επί τυραννίας των Κυψελιδών-εξελίχθηκαν σε μία εκ των τεσσάρων μεγαλυτέρων πανελληνίων αθλητικών διοργανώσεων. Και έτσι, καθιερώθηκε η τοπική λατρεία του παιδός-θεού Παλαίμονος στην Ισθμία.

Σύντομα όμως, ο Παλαίμων έχασε την αποκλειστικότητα στην Ισθμία. Λίγο μετά από αυτό το περιστατικό, δύο θεοί, ο Ποσειδών και ο Ήλιος, διεκδίκησαν την κυριότητα της περιοχής του Ισθμού. Αντιθέτως της συνήθους πρακτικής, οι δύο θεοί έλυσαν χωρίς βία τις διαφορές τους, και ο μεν Ποσειδών πήρε την περιοχή του Ισθμού, ο δε Ήλιος συμβιβάθηκε με τον λόφο του Ακροκόρινθου.
 Αναθήματα που βρέθηκαν στην περιοχή μαρτυρούν ότι υπήρχε εδώ ένα Τέμενος (περιφραγμένος Ιερός χώρος) για τον Ποσειδώνα ήδη από τις αρχές του 7ου αιώνος π.Χ. Γύρω στο 650 π.Χ. χτίσθηκε στο ίδιο σημείο ο πρώτος Ναός του Ποσειδώνος, από τον οποίο σώθηκαν απειροελάχιστα ίχνη (μερικά κεραμίδια του, κάποια σκαψίματα στον βράχο για την θεμελίωσή του και τμήματα του βωμού δίπλα στον Ναό). 
Οι Αμερικανοί αρχαιολόγοι που έσκαψαν εδώ το 1952 μ.Χ., με επικεφαλής τον καθηγητή Oscar Broneer, υπολογίζουν ότι ο πρώτος αυτός Ναός θα πρέπει να είχε μήκος περίπου 40 μ., πλάτος 14 μ., και ένα περιστύλιο με ξύλινους κίονες.

Το ξύλο, ως εύφλεκτο υλικό, κάποια στιγμή γύρω στις αρχές του 5ου αιώνος π.Χ. ο Ναός του Ποσειδώνος κάηκε από πυρκαϊά. Αμέσως μετά, γύρω στο 460 π.Χ., χτίσθηκε στην ίδια θέση ένας λαμπρότερος Ναός, με περιστύλιο από πώρινους κίονες, αλλά και αυτός καταστράφηκε από πυρκαϊά το 390 π.Χ.. Οι Κορίνθιοι φυσικά τον ξανάχτισαν, ώσπου ήλθε και ο βάρβαρος Ρωμαίος στρατηγός Μόμμιος και οι ακόμη βαρβαρότεροι στρατιώτες του το 146 π.Χ., και κατέστρεψαν συθέμελα την Κόρινθο και όλη την γύρω περιοχή, συμπεριλαμβανομένου και του Ισθμού. 
Για 100 περίπου έτη το μέρος έμεινε έρημο, μέχρι που οι Ρωμαίοι αποφάσισαν να ανοικοδομήσουν την Κόρινθο.
 Έτσι, το Ιερό της Ισθμίας γνώρισε την λαμπρότερη εποχή του.

Ο Ναός του Ποσειδώνος ανοικοδομήθηκε και απέκτησε έναν ωραίο περίβολο με στεγασμενες στοές στις τρείς πλευρές του και έναν μαγάλο βωμό στην βόρειο πλευρά του. Μερικά χρόνια ργότερα, ο Ηρώσης ο Αττικός αφιέρωσε στον Ναό ένα εντυπωσιακό σύμπλεγμα του Ποσειδώνος και της Αμφιτρίτης πάνω σε άρμα που το έσερναν 4 άλογα, με Τρίτωνες και Νηρηίδες τριγύρω και μία παράσταση της Θαλάσσης που σήκωνε την νεαρή Αφροδίτη, όλα αυτά στολισμένα με χρυσό και ελεφαντοστούν, που τα είδε ο Παυσανίας ο Περιηγητής και θαύμασε την τέχνη και το μεγαλείο τους. 
Ένα νέο, πιο ευρύχωρο στάδιο με μήκος διαδρομής 181 μ. κατασκευάσθηκε ανατολικώς του Ναού για να φιλοξενήσει ξανά τους πανάρχαιους αγώνες. Τώρα στα Ίσθμια λαμβάνουν μέρος και επιφανείς Ρωμαίοι, κάτι που μας κάνει να έχουμε υποψίες για στημένους αγώνες. Το 67 μ.Χ. μάλιστα ήλθε εδώ και ο ίδιος ο αυτοκράτωρ Νέρων, και όπως ήταν φυσικόν, βγήκε πρώτος νικητής σε όλα τα αγωνίσματα που έλαβε μέρος (και ίσως ακόμη και σε αυτά που δεν έλαβε...). Όλοι οι νικητές (Ισθμιονίκες) βραβεύονταν με ένα στεφάνι από κλαδί πεύκου, το ιερό δένδρο του Παλάιμονος.

Το θέατρον ανακαινίσθηκε και αυτό για να φιλοξενήσει τους μουσικούς αγώνες και τους αγώνες απαγγελίας που προστέθηκαν στο πρόγραμμα των Ισθμίων γύρω στα τέλη του 5ου αιώνος π.Χ., αλλά σήμερα δεν υπάρχει ούτε ίχνος τους γιατί το ξήλωσε ο Ιουστινιανός και το μετέτρεψε όλο σε οικοδομικό υλικό για το διίσθμιο τείχος του.

Μέσα στην γενική ανασυγκρότηση αναβαθμίσθηκε και η λατρεία του Παλαίμονος που τώρα απέκτησε δικό του Ναό, το Παλαιμόνιον, ένα κυκλικό οικοδόμημα με περιστύλιο εντός του οποίου υπήρχε το ιερό άγαλμα, ένα δελφίνι με τον μικρό Παλαίμονα ξαπλωμένο στην ράχη του (αν κρίνουμε από παραστάσεις σε Κορινθιακά νομίσματα της εποχής).
 Κάτω από τον Ναό υπήρχε-και σώζεται και σήμερα-μία υπόγειος αίθουσα, το Άδυτον, ένας χώρος μυστικών νυχτερινών τελετών, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος και όπως συμπεραίνουν και οι αρχαιολόγοι από τους πολλούς λύχνους που βρέθηκαν εδώ. Τον Παλαίμονα επικαλούνταν οι ναυτικοί που κινδύνευαν στις θαλασσοταραχές, αυτόν μνημόνευαν στις κηδείες και στους τάφους των παιδιών που πέθαιναν, όπως στο παρακάτω επιτύμβιο επίγραμμα του Αντίπατρου Σιδώνιου που διασώθηκε στην Παλατινή Ανθολογία:


Τόν μικρόν Κλεόδημον έτι ζώοντα γάλακτι

ίχνος υπέρ τοίχων νηός ερεισάμενον

ό Θρήιξ ετύμως Βορέης βάλεν είς αλός οίδμα

κύμα δ' από ψυχήν έσβεσε νηπιάχου.

Ινοί, ανοικτίρμων τίς έφυς θεός, ή Μελικέρτεω

ήλικος ούκ Α'ί'δην πικρόν απηλάσαο.


(Ο μικρός Κλεόδημος, που ακόμη θήλαζε της μητρός του το γάλα,

ελάχιστα πλησίασε στου καραβιού την άκρη

και αμέσως ο Βοριάς, ως Θράξ γνήσιος, στην θάλασσα τον ρίχνει

και τα μεγάλα και άγρια κύματα του πήραν την ψυχή του.

Άσπλαχνη Ινώ, πώς μπόρεσες να αφήσεις να το αρπάξει ο Άδης

ένα παιδί μικρό, όπως ο υιός σου ο Μελικέρτης).








ΚΕΓΧΡΕΑΙ







Συνεχίζοντας μετά την Ισθμία, στην νότιο άκρη της παραλίας των Κεγχρεών

βρίσκονται τα ερείπια του αρχαίου λιμένος των Κεγχρεών, ορατά και από τον κεντρικό δρόμο, αν και δεν υπάρχει καμμία πινακίς που να ειδοποιεί τον επισκέπτη για τον σημαντικό αυτόν αρχαιολογικό χώρο. Στην βόρειο άκρη του αμμουδερού ορμίσκου, το έδαφος της παραλίας είναι ανάμεικτο από βότσαλα και θραύσματα αρχαίων αγγείων... 

Εδώ που τώρα υπάρχει η βοτσαλένια ακτή κάποτε βρισκόταν ένας πλακόστρωτος μόλος με αποθήκες για τα εμπορεύματα, Ναοί (όπως ο Ναός της Ίσιδος) και ένας μικρός οικισμός που φιλοξενούσε την μικρή κοινότητα που εργαζόταν στον λιμένα. Αυτός ήταν ο ένας εκ των δύο λιμένων των Κορινθίων (το άλλο ήταν το Λέχειο, στον Κορινθιακό κόλπο) από όπου διακινούνταν τεράστιε ποσότητες εμπορευμάτων. Εδώ επιβιβάσθηκε ο Απόστολος Παύλος την άνοιξη του 53 μ.Χ. για να ταξιδέψει στην Έφεσο.



Η ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΚΟΣΟΥΡΑ, 

Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΣΤΗΝ ΛΥΚΟΣΟΥΡΑ




Οι Αρκάδες που κατοικούσαν διάσπαρτοι σε μικρούς οικισμούς στα όρη της Κεντρικής Πελοποννήσου, υπερηφανεύονταν ότι ήταν αυτόχθονες και μάλιστα προσέληνοι, δηλαδή πιο παλαιοί και από την Σελήνη. Σήμερα βεβαιώς γνωρίζουμε….(;) …..ότι ήταν ένα Ελληνικό φύλο που κατέβηκε από τον Βορρά γύρω στο 2.000 π.Χ. και ενώθηκε με τους Πελασγούς που είχαν εγκατασταθεί τρείς αιώνες νωρίτερα σε αυτά τα μέρη. Όμως όλοι τότε πίστευαν πως οι Αρκάδες ήταν πανάρχαιοι και εντυπωσιάζονταν με τον πρωτόγονο τρόπο ζωής τους.

 Η κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Δωριείς τους άφησε σχεδόν ανεπηρέαστους, αφού απομονώθηκαν στους ορεινούς οικισμούς τους και συνέχισαν να ζουν με τα πατροπαράδοτα ήθη τους και τις πανάρχαιες λατρείες τους.
 Ένα από τα σημαντικότερα Αρκαδικά Ιερά ήταν ο Ναός της Δεσποίνης, στην πόλη Λυκόσουρα.

Αυτή η Δέσποινα ήταν κόρη της θεάς Δήμητρας, άρα αδελφή της Περσεφόνης. Όταν κάποτε η Δήμητρα πέρασε από την Αρκαδία αναζητώντας την χαμένη Περσεφόνη, την είδε ο Ποσειδών και την ερωτεύθηκε. Η θλιμένη θεά, το μόνο που δεν είχε στο μυαλό της ήταν οι έρωτες, γιαυτό μεταμορφώθηκε σε φοράδα και χώθηκε μέσα σε έναν στάβλο, για να αποφύγει τον Ποσειδώνα. Όμως δεν κατάφερε ούτε έτσι να ξεφύγει από τον αχαλίνωτο πόθο του θεού. Ο Ποσειδών μεταμορφώθηκε και αυτός σε άλογο, και μπήκε μέσα στον στάβλο. Η Δήμητρα ενώθηκε με τον Ποσειδώνα και απέκτησε μια κόρη. Το όνομά της δεν διασώθηκε σε καμμία πηγή γιατί ήταν απόρρητο, αλλά οι Αρκάδες την φώναζαν με την προσωνυμία Δέσποινα. 
Ο Ναός που της αφιέρωσαν στην Λυκόσουρα ήταν τόσο σεβαστός από όλους τους Πελοποννήσιους, που κανείς δεν τόλμησε να πειράξει τους Λυκοσουρείς το 368 π.Χ., όταν αυτοί κλείσθηκαν εδώ μέσα, αρνούμενοι να εγκαταλείψουν την πόλη τους και να μετακομίσουν στην Μεγαλόπολη. Εντός του Ναού υπήρχε ένα εντυπωσιακό μαρμάρινο σύμπλεγμα, έργο του γλύπτη Δαμοφώντος, που παρίστανε την Δήμητρα και την Δέσποινα καθισμένες δίπλα δίπλα σε διθέσιο θρόνο, ενώ πλάι στην Δήμητρα στεκόταν όρθια η Άρτεμις με ένα κυνηγόσκυλο της και πλάι στην Δέσποινα ένας Τιτάνας που την ανέθρεψε, ο Άνυτος.

Μέλη από αυτό το εξαίρετο σύμπλεγμα βρέθηκαν κατά τις ανασκαφές του αρχαιολόγου Κώστα Κουρουνιώτη στις αρχές του αιώνος, και μπορεί να τα δει κανείς-όπως και την αναπαράσταση όλου του συμπλέγματος-στο μικρό μουσείο που υπάρχει εδώ από τον καιρό της πρώτης εκείνης ανασκαφής. Τα σώματα των αγαλμάτων είναι αυθεντικά, οι κεφαλές όμως είναι αντίγραφα, γιατί οι αυθεντικές βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών. Εδώ και χρόνια τις διεκδικούν με πείσμα οι κάτοικοι της περιοχής, αλλά μάλλον δεν έχουν καμμιά ελπίδα. Μπορεί ακόμη ο επισκέπτης να δει τα θεμέλια του Ναού, τα θεμέλια του μνημειώδους βωμού της Δέσποινας που ήταν γνωστός με το όνομα Μέγαρον, τα σκαλάκια δίπλα στον Ναό που πρέπει να ήταν καθίσματα για τους θεατές των Ιεροπραξιών, τα θεμέλια μιας μεγάλης στοάς στην άλλη πλευρά του Ναού και δεκάδες σκορπισμένα μάρμαρα τριγύρω. Σώζονται επίσης στην θέση τους το βάθρο πάνω στο οποίο ήταν στημένο το σύμπλεγμα του Δαμωφόντος και πολλές βάσεις αγαλμάτων με τις αναθηματικές επιγραφές τους.
 Στην βάση του λόφου λίγα μέτρα πιο δυτικά, υπάρχει μια εντυπωσιακή κρηνική κατασκευή όπου ανήκε πιθανότατα στον αρχαίο ξενώνα όπου έμεναν οι επισκέπτες, καθώς και πολλά τμήματα από τα τείχη της πόλεως. Η ίδια η πόλις παραμένει σκεπασμένη από ένα δάσος από πουρνάρια.



Η ΑΡΧΑΙΑ ΟΛΥΜΠΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ





Πότε έγιναν για πρώτη φορά οι Ολυμπιακί αγώνες και ποιός τους ξεκίνησε, δεν το γνωρίζει κανείς. Κάποιοι μύθοι λέν πως εδώ, στην ιερή Άλτη, για πρώτη φορά έστησαν αγώνες οι ίδιοι οι θεοί, και μάλιστα νίκησε ο Απόλλων τον Άρη στην πυγμαχία και τον Ερμή στο τρέξιμο! Άλλοι μύθοι αποδίδουν αυτήν την τιμή στον Ηρακλή, μετά την νίκη του στον πόλεμο κατά του Αυγείου και την κατάκτηση της Ήλιδος.

 Τότε και ο ίδιος ο Ηρακλης έλαβε μέρος στους αγώνες και φυσικώς νίκησε στην πάλη και την πυγμαχία. Ο πιο διαδεδομένος μύθος όμως, ήθελε ιδρυτή των Ολυμπιακών Αγώνων τον Πέλοπα. Ο Πέλοψ έφυγε νέος από την πατρίδα του-την Μικρά Ασία-και ήλθε στην Ηλεία, όπου βασιλεύς ήταν ο Οινόμαος. Κόρη του βασιλέως ήταν η πανέμορφη Ιπποδάμεια, την οποία είχαν ζητήσει σε γάμο πολλοί νέοι άρχοντες της εποχής, αλλά ο Οινόμαος-έχοντας υπ'όψιν του κάποιο χρησμό που έλεγε ότι θα χάσει την ζωή του από το χέρι του γαμπρού του-φρόντιζε να μένει ανύπαντρη η Ιπποδάμεια, με τον εξής φοβερό τρόπο: προσκαλούσε σε αγώνα αρματοδρομίας τον μνηστήρα, με τον όρο ότι ο χαμένος θα έχανε και την ζωή του, ενώ ο νικητής θα έπαιρνε την Ιπποδάμεια και το βασίλειο της Ηλείας.
 Ο Οινόμαος το πρότεινε αυτό εκ του ασφαλούς, αφού τα άλογά του-τα οποία του είχε χαρίσει ο Άρης-ήσαν πραγματικά ανίκητα. Δώδεκα υποψήφιοι γαμπροί έχασαν με αυτόν τον τρόπο την ζωή τους, αλλά με τον Πέλοπα δεν συνέβησαν έτσι τα πράγματα. Η Ιπποδάμεια ερωτεύθηκε παράφορα τον νεαρό με την ανατολίτικη ομορφιά και του έδωσε την νίκη με τον εξής τρόπο: πήρε κατά μέρος τον ηνίοχο του άρματος του πατρός της, τον Μυρτίλο, και του υποσχέθηκε μια βραδιά στο κρεβάτι της μαζί του, εάν συγκρατούσε κάπως τα άλογά του και άφηνε τον Πέλοπα να νικήσει. Ο Μυρτίλος δέχθηκε φυσικά με ενθουσιασμό! Γνωρίζοντας όμως ότι τα άλογα του Οινομάου ήταν πραγματικώς ασυγκράτητα, το μόνο που σκέφθηκε να κάνει για να σαμποτάρει τον Οινόμαο ήταν να πριονίσει τους τροχούς του άρματος.
 Έτσι ξεκίνησε ο αγώνας (που αφετηρία του ήταν η Πίσα και τέρμα του ο Ναός του Ποσειδώνος στην Κόρινθο), μετά από λίγο διαλύθηκε το άρμα του βασιλέως και ο ίδιος ο Οινόμαος σκοτώθηκε πέφτοντας στον γκρεμό. Έτσι ο Πέλοψ έγινε βασιλεύς της Ηλείας, πήρε γυναίκα του την Ιπποδάμεια, ονόμασε όλη την χώρα Πελοπόννησο και καθιέρωσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες προς τιμήν του Ολυμπίου Διός, με την εύνοια του οποίου όλα πήγαν καλά για αυτόν.

Οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες που διοργανώθηκαν επισήμως ήταν το 776 π.Χ., από τον βασιλέα της Ήλιδος Ίφιτο, και ο πρώτος νικητής που καταγράφηκε στην Ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν ο Ηλείος Κόροιβος, που νίκησε στο μοναδικό αγώνισμα εκείνων των Αγώνων, το στάδιον (αγών δρόμου 192 μ.). Πριν από αυτήν την επισήμως καταγεγραμμένη Ολυμπιάδα ωστόσο, υπάρχουν ενδείξεις ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες είχαν ήδη ένα παρελθόν τουλάχιστον 500 ετών!
 Πυρήνας των αγώνων ήταν η λατρεία του Διός στο πάνσεπτο Ιερό του, την ονομαστή Άλτη, όπου σιγά σιγά οικοδομήθηκαν Ναοί, Βωμοί, Ηρώα, Θησαυροί (μνημειακά κτίρια όπου φυλάττονταν τα πολύτιμα αφιερώματα), γυμνάσια, στοές, το στάδιον και ο ιππόδρομος, ξενώνες και μία πληθώρα βοηθητικών κτιρίων. Τον 2ο μ.Χ. αιώνα, η Ολυμπία πήρε την μορφή που βλέπουμε και σήμερα (βέβαια σήμερα βλέπουμε ό,τι έχει απομείνει από το επιβλητικό εκείνο μέρος της αρχαιότητος) όταν την επισκεπτόμαστε. 





Στο κέντρο της Άλτης δέσποζε ο Ναός του Διός. Ήταν ο μεγαλύτερος Ναός στην Πελοπόννησο, έργο του Ηλείου αρχιτέκτονος Λίβωνος, που ξεκίνησε να χτίζεται γύρω στο 470 π.Χ. και ολοκληρώθηκε γύρω στο 456 π.Χ.. Τα αετώματα του Ναού ήσαν κεκοσμημένα με μυθολογικά θέματα (την αρματοδρομία Οινομάου-Πέλοπος στην μία πλερά και την σύγκρουση Λαπιθών και Κενταύρων στην άλλη), ενώ στις μετώπες του Ναού απεικονίζονταν οι δώδεκα άθλοι του Ηρακλέους. Γύρω στο 430 π.Χ. ολοκλήρωσε την κατασκευή του λατρευτικού αγάλματος του θεού ο Φειδίας, που είχε στήσει το εργαστήριό του ανατολικώς του Ναού. Από το εκπληκτικό αυτό χρυσελεφάντινο άγαλμα-ύψους 13 μ.-δεν σώθηκε ούτε ίχνος, όμως τα υπόλοιπα γλυπτά που κοσμούσαν τον Ναό παραδόξως σώθηκαν-και μάλιστα σε πολύ καλή κατάσταση-και σήμερα βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ολυμπίας.

Πολύ παλαιότερος-περίπου του 600 π.Χ.-ήταν ο Ναός της Ήρας όπου βρέθηκε και το περίφημον άγαλμα του Ερμού με τον μικρό Διόνυσο στα χέρια του, έργο του Πραξιτέλους. Αυτός ο Ναός ήταν το κένρο μιας ιδιότυπης λατρείας της Ήρας που περιλάμβανε αγώνα δρόμου μεταξύ παρθένων, τα λεγόμενα Ήραια, που πίστευαν ότι καθιέρωσε η Ιπποδάμεια για να ευχαριστήσει την Ήρα για τον γάμο της με τον Πέλοπα.

Στην βόρειο πλευρά της Άλτεως υπήρχαν περίπου δώδεκα Θησαυροί, ναόσχημα κτίρια που είχαν ανεγείρει ιάφορεσ πόλεις για να φυλάττουν τα πολύτιμα αφιερώματά τους αλλά και για να τελούν διάφορες ιεροπραξίες. Στην ανατολική άκρη του συγκροτήματος των Θησαυρών ο Ηρώσης ο Αττικός έχτισε το 160 μ.Χ. μια μνημειώδη κρηνική κατασκευή, το Νυμφαίον, όπου μετέφερε με αγωγούς το νερό μιας γειτονικής πηγής.

Οι αθληταί που λάμβαναν μέρος στους αγώνες είχαν στην διάθεσή τους για προπονήσεις ένα θαυμάσιο Γυμνάσιον, μία Παλαίστρα και βεβαίως Λουτρά, ενώ οι επίσημοι προσκεκλημένοι διέμεναν στον μεγάλο και πολυτελή Ξενώνα, το Λεωνιδαίον, που κατασκεύασε το 330 π.Χ. ο αρχιτέκτων Λεωνίδας από την Νάξο. Στην ανατολική πλευρά της Άλτεως και έξω από το Ιερό, αμέσως μετά την μεγάλη Στοά της Ηχούς, βρισκότων το Στάδιον όπου διεξάγονταν οι Αγώνες. Κερκίδες δεν υπήρχαν, οι θεατές-μέχρι και 45.000 που ήταν η χωρητικότις του Σταδίου-κάθονταν απευθείας στο επικλινές έδαφος που έκλεινε στο Στάδιον από όλες τις πλευρές.

Μέσα στην Άλτη ήταν στημένα εκατοντάδες αγάλματα θεών και ηρώων, αφιερώματα πόλεων για πολεμικές νίκες τους και αδριάντες Ολυμπιονικών, αυτοκρατόρων κ.λπ.. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούσαν μια σειρά από χάλκινα αγάλματα του Διός, γνωστά με την ονομασία Ζάνες, που είχαν κατασκευασθεί με τα βαριά πρόστιμα που πλήρωναν όσοι αθλητές συλλαμβάνονταν να κάνουν απάτες.

 Ένα από τα παλαιότερα αγάλματα που ήσαν στημένα στην Άλτη, η Νίκη του Παιωνίου (που σώθηκε μισοκατεστραμμένη και εκτίθεται σήμερα στο Μουσείο της Ολυμπίας) ήταν αφιέρωμα των εξορίστων Μεσσήνιων, ύστερα από την νίκη τους-σε συνεργασία με τους Αθηναίους-εναντίον των Σπαρτιατών στην Σφακτηρία. Υπήρχε επίσης εδώ ο αδριάς του Πολυδάμαντος (έργο του Λυσίππου), από την πόλη Σκοτούσσα της Θετταλίας, Ολυμπιονίκη στο Παγκράτιον, στους αγώνες του 408 π.Χ.. Ο Πολυδάμας ήταν ο πιο γιγαντόσωμος άνθρωπος της εποχής του και είχε σκοτώσει με τα χέρια του έναν λέοντα στον Όλυμπο! 
Ο πιο φημισμένος αθλητής του στίβου ήταν ο Λεωνίδας από την Ρόδο, που είχε νικήσει σε τέσσερις συνεχείς Ολυμπιάδες (164, 160, 156 και 152 π.Χ) δώδεκα συνολικώς νίκες, και βεβαίως είχε έναν λαμπρό ανδριάντα στην Άλτη. Υπήρχε και το άγαλμα μιας φοράδας που την έλεγαν Αύρα, η οποία έριξε κάτω τον αναβάτη της-τον Κορίνθιο Φειδώλα-στην αρχή μάλιστα της ιπποδρομίας, αλλά παρ'όλα αυτά συνέχισε μόνη της και τερμάτισε πρώτη. Οι Ελλανοδίκες προβληματίστηκαν λίγο, αλλά εν τέλει ανακήρυξαν Ολυμπιονίκες την φοράδα και τον απρόσεκτο αναβάτη της. Ο φιλόδοξος Αναξιμένης είχε και αυτός το άγαλμα του στην Άλτη, που το αφιέρωσαν από ευγνωμοσύνη προς αυτός οι πολίτες της Λαμψάκου. Ο πράος και φιλεύσπλαχνος Αναξιμένης ήταν στην ακολουθία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και η γνώμις του ήταν σεβαστή από τον Μέγα στρατηλάτη. Όταν κάποτε ο Αλέξανδρος εξοργίστηκε από μία συνωμοσία της Λαμψάκου εναντίον του, αποφάσισε να καταστρέψει την πόλη. Οι Λαμψακηνοί μόλις το έμαθαν αυτό, πλησίασαν τον Αναξιμένη και τον παρακάλεσαν να πείσει τον Αλέξανδρο να τους λυπηθεί. Όταν ο Αναξιμένης εισήλθε στο δωμάτιο του Αλεξάνδρου, ο Αλέξανδρος που γνώριζε τον λόγο της επισκέψεώς του, του φώναξε πριν προλάβει να μιλήσει, ότι βαρέθηκε πια να ακούει τα σώφρονα λόγια του και ότι αυτή την φορά ορκίζεται να πράξει τα αντίθετα από ό,τι θα τον συμβουλεύσει. Ο Αναξιμένης τότε του είπε: "βασιλιά μου, σε συμβουλεύω να πουλήσεις σκλάβους και σκλάβες τους κατοίκους και τα παιδιά των Λαμψακηνών, να καταστρέψεις την πόλη τους και να κάψεις τα Ιερά τους". Δεσμευμένος από τον όρκο του, ο Αλέξανδρος συγχώρησε δίχως να το θέλει τους Λαμψακηνούς!




ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΝΥΜΦΑΙΟΥ ΔΩΡΕΑ ΗΡΟΔΟΥ ΤΟΥ ΑΤΤΙΚΟΥ




Εκτός των αγαλμάτων, εντός της Άλτης υπήρχαν και πολλοί Βωμοί, τουλάχιστον 70 συμφώνως με τον Παυσανία, ο μεγαλύτερος εκ των οποίων ήταν φυσικά ο Βωμός του Διός. Οι στάχτες του από τις καιόμενες προσφορές είχαν σχηματίσει έναν λόφο ύψους περίπου 7 μέτρων! Υπήρχε και Βωμός για τον Δία Απόμυιο, δηλαδή τον Δία που διώχνει τις μύγες! Δεν είναι καθόλου παράξενο αυτό, καθώς σε έναν χώρο με θερμό και υγρό κλίμα όπου συνοστίζονταν χιλιάδες άνθρωποι οι οποίοι μαγείρευαν, έτρωγαν και κοιμούνταν στο ύπαιθρο, οι μύγες ήταν ένα βασανιστικό πρόβλημα, και ήταν απαραίτητη η επίκλησις της προστασίας του θεού για να απαλλαγούν από αυτό.

Από το 776 π.Χ. που επισήμως ξεκίνησαν, έως το 393 μ.Χ. που επισήμως σταμάτησαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες με διάταμα του βυζαντινού αυτοκράτορος Θεοδοσίου Α', έγιναν 293 Ολυμπιάδες. Σε όλη την διάρκεια της Ιστορίας τους διατήρησαν την σπουδαιότητά τους ως κορυφαίο αθλητικό γεγονός. Οι πόλεμοι σταματούσαν με Ιερή και απαράβατη εκεχειρία, ενώ δεκάδες χιλιάδες θεατές συνέρεαν στην Ολυμπία για να παρακολουθήσουν τους Αγώνες. Μια νίκη στην Ολυμπία ήταν η ύψιστη διάκριση που μπορούσε να ονειρευτεί ένας Έλλην, και μάλιστα με πανελλήνιο ακτινοβολία. 

Η δόξα συνόδευέ όχι μόνον τον αθλητή αλλά και την πόλη του, γιαυτό και πολλές πόλεις προσπαθούσαν να εξογοράσουν-δια της πολιτογραφήσεως των Ολυμπιονικών, με πλούσια δώρα ως αντάλλαγμα φυσικά-αυτήν την δόξα.

Υπήρχαν βεβαίως πάντοτε και οι κακές στιγμές, τα θλιβερά περιστατικά και οι παρασπονδίες, που ευτυχώς ήταν εξαιρέσεις στην ένδοξη Ιστορία αυτών των Αγώνων. Σην 104η Ολυμπιάδα (364 π.Χ.), οι θεατές των Αγώνων παρακολούθησαν και ένα άλλο "αγώνισμα", την σύγκρουση μεταξύ του στρατού των Ηλείων και του στρατού των Αρκάδων, εντός του Ιερού χώρου της Άλτεως. Οι Αρκάδες, που είχαν έλθει να βοηθήσουν τους Πισάτες να ξαναπάρουν την διοργάνωση των Αγώνων, οχυρώθηκαν πάνω στις στέγες των Ναών και πίσω από πρόχειρα παραπήγματα που έφτιαξαν διαλύοντας τους ξύλινους πάγκους των εμπόρων που είχαν έλθει για την Ολυμπιάδα, ενώ οι Ηλείοι τους είχαν περικυκλώσει και τους χτυπούσαν από όλες τις πλευρές. Παρά την σφοδρή επίθεση, οι Ηλείοι δεν κατάφεραν να διώξουν τους Αρκάδες και υποχώρησαν ταπεινωμένοι. Μετά την μάχη οι Αγώνες συνεχίσθηκαν κανονικώς, αλλά όταν αργότερα οι Ηλείοι ξαναπήραν την διοργάνωση, κατέγραψαν στους καταλόγους τους αυτήν την Ολυμπιάδα ως ανολυμπιάδα.

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ξαναέγιναν στην νεότερη Ιστορία όχι το 1896 μ.Χ., αλλά τον Οκτώβριο του 1859 μ.Χ. Εμπνευστής της αναγεννήσεώς τους ήταν ο Παναγιώτης Σούτσος (1806-1868 μ.Χ.), λυρικός και ρομαντικός ποιητής, αδελφός του Αλεξάνδρου Σούτσου (1803-1863 μ.Χ.) που και εκείνος ήταν ποιητής. Ο Π. Σούτσος είπε την ιδέα του στον τότε Υπουργό Εξωτερικών Αλέξανδρο Ραγκαβή, ο οποίος την αποδέχθηκε, αλλά πρότεινε αντί για αθλητικοί, αυτοί οι αγώνες να είναι "καλλιτεχνικοί και βιομηχανικοί"... 
Ο Ραγκαβής είπε την ιδέα του τότε στον βασιλέα Όθωνα, ο οποίος την βρήκε εξαιρετική (έλεος...) και με το Βασιλικό Διάταγμα της 19/10/1858 μ.Χ. "Περί συστάσεως Ολυμπίων" όρισε τον τρόπο διεξαγωγής τους. Οργανωτής ανέλαβε ο Ραγκαβής και βρέθηκε και χρηματοδότης: ήταν ο βαθύπλουτος μεγαλο γαιοκτήμων στην Ρουμανία και εθνικός ευεργέτης Ευαγγέλης Ζάππας. Τα Α' Ολύμπια έγιναν πράγματι τον Οκτώβριο του 1859 μ.Χ., αλλά για να είμαστε ειλικρινείς, μόνον ονομαστική σχέση είχαν με τις Ολυμπιάδες των αρχαίων Ελλήνων, αφού δεν ήσαν καν αθλητικοί αγώνες. Επίσης δεν γίνονταν ανά τετραετία, αλλά όποτε το θυμούνταν διάφοροι υπεύθυνοι. 
Τα Β' Ολύμπια έγιναν το 1870 μ.Χ. στον Παναθηναϊκό στάδιο (που ήταν ένας ερειπιώνας τότε). 
Στο πρόγραμμά τους προστέθηκαν και αθλητικά αγωνίσματα, γιαυτό και στα εισιτήρια που εκδόθηκαν για αυτά τα Ολύμπια αναφέρεται το όνομα Ολυμπιακοί Αγώνες. Τα Γ' Ολύμπια έγιναν το 1875 μ.Χ.

Το 1865 μ.Χ. πέθανε ο Ευαγγέλης Ζάππας και ανέλαβε την διαχείρηση της περιουσίας του ο επίσης πλούσιος εξάδελφός του Κωνσταντίνος Ζάππας, ο οποίος φρόντισε το 1874-1888 μ.Χ. να χτισθεί το γνωστό Ζάππειο Μέγαρο, με χρήματα του Ευαγγέλη Ζάππα ακριβώς για να στεγάζει τα Ολύμπια, αυτά τα καλλιτεχνικά και βιομηχανικά διαγωνίσματα και την εμπορική έκθεση που γινόταν παραλλήλως. 
Τα Δ' Ολύμπια έγιναν πράγματι εδώ, τον Οκτώβριο του 1888 μ.Χ., παρόντος του βασιλέως Γεωργίου Α', του πρωθυπουργού Χαριλάου Τρικούπη και του Κωνσταντίνου Ζάππα. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1892 μ.Χ., ο Κ. Ζάππας πέθανε και η κολοσσιαία περιουσία του Ευαγγέλη Ζάππα πέρασε σε κάποια ανίψια του. Φυσικά οι ανιψιοί του Ευαγγέλη δεν θέλησαν να γίνουν και αυτοί εθνικοί ευεργέτες, και φυσικά δεν θέλησαν να χρηματοδοτήσουν άλλη διοργάνωση Ολυμπίων, αλλά προτίμησαν να ξοδέψουν όλη την τεράστια αυτή περιουσία μόνοι τους για καθαρά προσωπική τους ευχαρίστηση. Τα κτήματα στην Ρουμανία τα καταχράστηκε η Ρουμανική κυβέρνηση, τα κτήματά του στην Θεσσαλία απαλλοτριώθηκαν από το Ελληνικό κράτος, το Ζάππειο Μέγαρο έκλεισε για 40 χρόνια και κόντεψε να καταρρεύσει, και έτσι έσβησε η Ελληνική προσπάθεια για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων.




ΜΟΥΣΕΙΟ ΟΛΥΜΠΙΑΣ





Στο σημείο αυτό, ανέλαβε ο Πιέρ Ντε Κουπερτέν (1863-1937 μ.Χ.), ένας φίλαθλος και φιλέλλην Γάλλος εκπαιδευτικός που έθεσε σκοπό της ζωής του να αναβιώσουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, ως αμιγώς αθλητικοί αγώνες και μάλιστα διεθνείς, προκειμένου να μπολιασθούν όλα τα έθνη με τα Ολυμπιακά Ιδεώδη. Με δική του πρωτοβουλία μαζεύτηκαν το 1894 μ.Χ. στην Σορβόνη εκπρόσωποι από 14 κράτη (ανάμεσά τους και η Ελλάς φυσικά), και εκεί αποφασίσθηκε η αναβίωσις των Ολυμπιακών Αγώνων, η διαχείρησίς τους από Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή (στην οποία εκλέχθηκε πρόεδρος, δικαιωματικώς, ο Κουπερτέν και παρέμεινε πρόεδρος ως το 1925 μ.Χ.), η τέλεσίς τους αυστηρώς ανά τετραετία όπως γινόταν και στην αρχαία Ελλάδα, αλλά κάθε φορά σε διαφορετική χώρα. 

Πρώτη χώρα ομοφώνως αποφασίσθηκε να είναι η Ελλάδα, τιμής ένεκεν, και οι επίσημοι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες να τελεσθούν το 1896 μ.Χ.. 


Οι πρόγονοί μας κατάφεραν εντός 2 ετών να ανακατασκευάσουν το Παναθηναϊκό Στάδιο και να τελέσουν άνευ προβλημάτων τους πρώτους-ανά την σκέπη της Δ.Ο.Ε-Ολυμπιακούς Αγώνες της νεώτερης Ιστορίας.
 Όσο για την Δ.Ο.Ε., τους λεγόμενους "αθανάτους", έχουν επιτρέψει την τόσο χυδαία εμπορευματοποίηση των Αγώνων που ουδεμία σχέση έχουν πλέον ως διοργάνωση με τα Ελληνικά Ολυμπιακά Ιδεώδη.
















Η ΑΡΧΑΙΑ ΣΙΚΥΩΝ, ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΣΙΚΥΩΝΟΣ:

(ΜΗ ΦΥΛΑΣΣΟΜΕΝΟΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ)








Ο Άρατος, αγανακτισμένος γιατί η επιχείρηση που ετοίμαζε για χρόνια κινδύνευε να τιναχθεί στον αέρα από τα βαυγίσματα μιας παρέας αδέσποτων σκύλων. Μέχρι εκείνη την στιγμή όλα πήγαιναν καλά. Κατάφερε να γλιστρήσει απαρατήρητος με τον στρατό του μέσα στην αφέγγαρη νύκτα και να φθάσει κάτω από τα τείχη της Σικυώνος. Οι άνδρες του έστησαν τις σκάλες στο πιο ευάλωτο σημείο, κάτω από την μύτη του κοιμισμένου σκοπού της τελευταίας νυχτερινής βάρδιας, και άρχισαν να ανεβαίνουν σιγά στην ξύλινη σκάλα που και αυτή έμοιαζε να έχει συνωμοτήσει εναντίον τους με τα τριξίματα της. Ο σκοπός μισάνοιξε τα μάτια του, δεν πρόσεξε τίποτε ύποπτο, έριξε μια πέτρα στα σκυλιά για να φύγουν και συνέχισε τον ύπνο του.

 Οι επιτιθέμενοι πήραν μια βαθιά ανάσα και συνέχισαν να ανεβαίνουν τις σκάλες. Πρώτος πήδηξε εντός των τειχών ο Άρατος. Στάθηκε λίγο και κοίταξε γύρω του, προσπαθώντας να θυμηθεί την πόλη όπου γεννήθηκε. Ήταν μόλις επτά ετών όταν έφευγε νύχτα από τα ίδια αυτά τείχη, για να γλιτώσει την ζωή του. Στο πατρικό του σπίτι άφησε νεκρό τον πατέρα του Κλεινία (άρχοντα μέχρι τότε της Σικυώνος) και όλους τους δικούς του, νεκρούς από τον αδίστακτο Νικοκλή, που άρπαξε με αυτόν τον τρόπο την εξουσία και έγινε ένας αιμοσταγής και διεφθαρμένος τύραννος στην πόλη.

Τώρα είχε έλθει η ώρα της εκδίκησης. Ο Άρατος και τα παλικάρια του (εξόριστοι Σικυώνιοι και Αργείοι φίλοι) όρμηξαν στο σπίτι του Νικοκλή και το περικύκλωσαν.
 Οι αιφνιδιασμένοι στρατιώτες της φρουράς όχι μόνον δεν πρόβαλαν αντίσταση, αλλά ακούμπησαν κάτω τα όπλα τους και παραδόθηκαν. Οι κάτοικοι της πόλεως πετάχθηκαν από τα κρεβάτια τους από τους αλαλαγμούς και συγκεντρώθηκαν στο θέατρο. Όταν ένας κήρυκας τους είπε τι γινόταν, αυτοί που χρόνια περίμεναν αυτήν την στιγμή έτρεξαν στο σπίτι του Νικοκλή και του έβαλαν φωτιά. Ο Νικοκλής όμως έβλεπε τους καπνούς και τις φλόγες από μακρυά: είχε ήδη φύγει μέσα από τους υπονόμους. Ήταν καλοκαίρι του 256 π.Χ. και ο Άρατος ήταν μόλις 20 ετών.





Εκτός από τον Νικοκλή υπήρχαν και άλλοι Σικυώνιοι άρχοντες που ντρόπιασαν την πόλη τους. Να τι λέει ο Όμηρος εκεί που μας περιγράφει τους ιππικούς αγώνες που πργάνωσε ο Αχιλλεύς προς τιμήν του νεκρού Πατρόκλου (ψ 293-299, μετάφραση Καζαντζάκη-Κακριδή):

Μετά ο ξανθός, αρχοντογέννητος Μενέλαος εσηκώθη,

ο υιός του Ατρέα, τα φτεροπόδαρα φαριά του για να ζέψει,

μαζί με τον δικό του Πόδαργο, την Αίθη, μια φοράδα,

που του Αγαμέμνωνος την έδωκεν ο Εχέπωλος για δώρο,

ο υιός του Αγχίση τι δεν ήθελε στην Τροία να πάει μαζί του,

μόνο να μένει εκεί να χαίρεται, τι του 'χε ο Δίας δοσμένο

μεγάλο βιός και στην απλόχωρη την Σικυώνα εζούσε.

Πάντως ο Άρατος, τον βίο και την πολιτεία του οποίου μας παρέδωσε ο Πλούταρχος, δόξασε την Σικυώνα. Με την ανδρεία του και την αρετή του την έκανε σύντομα την ισχυρότερη πόλη της Αχαϊκής συμπολιτείας (ενός συνασπισμού πόλεων της Πελοποννήσου-12 στην αρχή και κατόπιν γύρω στις 40-που συγκροτήθηκε το 281 π.Χ. και διαλύθηκε το 145 π.Χ. από τους Ρωμαίους) και καλλιτεχνικό και παραγωγικό κέντρο της Πελοποννήσου. Οι Σικυώνιοι, άνθρωποι θεοσεβούμενοι και γνήσιες καλλιτεχνικές φύσεις, γέμισαν την πόλη τους με Ναούς, Ιερά και αγάλματα. Εδώ είχαν τα εργαστήριά τους περίφημοι καλλιτέχνες όπως οι γλύπτες Αριστοκλής, Κλεοίτας, Κάναχος, Λύσιππος και Ευτυχίδης και οι ζωγράφοι Εύπομπος, Πάμφιλος, Παυσίας και Απελλής (ο επίσημος ζωγράφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου).

Παλαιά η Σικυών ήταν μια πόλις που είχε αλλάξει πολλές φορές θέση αλλά και ονόματα. Στην αρχή την έλεγαν Αιγιάλεια και ήταν χτισμένη κοντά στην θάλασσα, εκεί όπου βρίσκεται το σημερινό Κιάτο. Μετά απλώθηκε με πολλούς οικισμούς προς την ενδοχώρα και ονομάσθηκε Μηκώνη, δηλαδή πόλις της παπαρούνας. Ένας ήρωας από την Αθήνα που ήλθε και βασίλευσε εδώ, ο Σικών, της έδωσε το όνομά του. Γύρω στο 303 π.Χ. ένας Μακεδών βασιλεύς, ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, την μετέφερε στο οχυρό οροπέδιο ανάμεσα στους ποταμούς Ασωπό και Ελισσώνα (εδώ που βρίσκονται τα σημερινά της ερείπια) και την ονόμασε Δημητριάδα. Αλλά το όνομα Σικυών επανήλθε πολύ γρήγορα, σχεδόν μόλις ανεχώρησε ο Δημήτριος για την Μακεδονία.




Ο λόγος για αυτήν την τελευταία μετακόμιση ήταν βεβαίως η ασφάλεια που πρόσφερε η νέα τοποθεσία, αλλά ίσως να ήταν και η αισθητική. Πράγματι, στις ημέρες με διαύγεια η θέα από εδώ επάνω απλώνεται μέχρι τα όρη της Στερεάς Ελλάδος (Κιθαιρών, Ελικών και Παρνασσός).

Στο Γυμνάσιον, μέχρι και τα χρόνια του Παυσανία τον 2ο μ.Χ. αιώνα αντηχούσαν εδώ οι φωνές των αθλουμένων εφήβων, οι συζητήσεις των πολιτών που κάθονταν στις στεγασμένες στοές γύρω από το Γυμνάσιον, και τα νερά που κυλούσαν από τις δύο εντυπωσιακές κρήνες.

Εκατό μέτρα πιο ανατολικά, στο κέντρο της Αγοράς, βρισκότων το Βουλευτήριον, ένα μεγάλο τετράγωνο οικοδόμημα όπου συνεδρίαζε η Βουλή της πόλεως. Ακριβώς δίπλα του ήταν μια πολύ μακρυά στοά με δωμάτια στο πίσω μέρος της, που ήταν μάλλον εμπορικό κέντρο. Στην άλλη πλευρά της Αγοράς βρέθηκαν τα θεμέλια ενός Ναού, μάλλον της Αρτέμιδος. Στην μικρή χαράδρα πίσω από το θέατρο υπήρχε το στάδιο της πόλεως, ενώ στην κορυφή του λόφου σώζωνται κάποια ελάχιστα λείψανα της Ακροπόλεως, όπου οι αρχαίοι Σικυώνιοι είχαν ιδρύσει ένα Ιερό της Τύχης.

Ούτε τα τείχη της όμως, ούτε και η θεά Τύχη στάθηκαν ικανά να την προστατεύσουν από τους πολυάριθμους επιδρομείς. Ο χειρότερος από αυτούς ήταν ο Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας, που λεηλάτησε την Σικυώνα το 87 π.Χ.. Ό,τι έχει απομείνει από τα περασμένα μεγαλεία της παραμένει θαμμένο κάτω από το χώμα, αφού ανασκαφές δεν έχουν γίνει ούτε στο 5% της περιοχής που κατά τεκμήριο καταλάμβανε η πόλις.






ΑΡΧΑΙΑ ΤΙΤΑΝΗ, ΤΟ ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΤΙΤΑΝΗΣ


Λίγα χιλιόμετρα νότια, βρίσκεται το χωριό Τιτάνη, όπου βρίσκονται τα ερείπια του Ασκληπιείου της Αρχαίας Τιτάνης, στο σημείο όπου τώρα βρίσκεται το μικρό νεκροταφείο του χωριού. Δυστυχώς δεν υπάρχει καμία σήμανση που να βοηθά τον επισκέπτη να εντοπίσει τα αρχαία, γεγονός που αποδεικνύει ότι τόσο οι σημερινοί κάτοικοι του χωριού όσο και η επίσημη πολιτεία, αδιαφορούν πλήρως για την ανάδειξη ενός από τα πλέον φημισμένα Ασκληπιεία της αρχαιότητος. 

Καθώς κανείς έρχεται από την Γονούσσα, θα δει από μακρυά τον λόφο με τα κυπαρίσσια που αναφέρει και ο Παυσανίας (δένδρα κυπαρίσσων αρχαία εστίν εντός τού περιβόλου) στην βόρειο είσοδο του χωριού. Το κυκλώπειο τείχος που περιβάλλει τον λόφο του σημερινού νεκροταφείου ήταν το τείχος της ακροπόλεως της Αρχαίας Τιτάνης. Εδώ μέσα, στο σημείον ακριβώς όπου στέκεται ο Ναός του Αγίου Τρύφωνα, βρισκόταν ο Ναός της Αθηνάς, αλλά το ίδιο το Ασκληπιείο δεν βρισκόταν εντός της Ακροπόλεως. Το πιθανότερο είναι να βρίσκεται κάπου στα πλατώματα δυτικώς και βορειοδυτικά της Ακροπόλεως, εκεί που πρόσφατα η αρχαιολόγος Κ. Κρυστάλλη έφερε στην επιφάνεια τα ερείπια ενός ρωμαϊκού λουτρού και όπου έχουν εντοπισθεί θεμέλια κατοικιών της Αρχαίας Τιτάνης. Οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού ήταν απασχολημένοι στο Ασκληπιείο, που σύμφωνα με τον μύθο ιδρύθηκε από τον Αλεξάνορα, υιό του Μαχάονα και συνεπώς εγγονό του ίδιου του Ασκληπιού. Οι χιλιάδες ασθενείς και προσκυνητές που συνέρρεαν εδώ κάθε χρόνο από όλην την Πελοπόννησο, άφηναν τα αφιερώματα τους στο λατρευτικό άγαλμα του Ασκληπιού και της Υγείας, είτε από ευγνωμοσύνη για την θεραπεία τους είτε ως παράκληση για αυτήν. Οι γυναίκες έκοβαν μπούκλες από τα μαλλιά τους και τις κολλούσαν στο άγαλμα της Υγείας, μαζί με λωρίδες από πολύτιμα υφάσματα. Μια αρχαία αναθηματική επιγραφή που σώθηκε, βρίσκεται σήμερα εντοιχισμένη στην θύρα του Ναού του Αγίου Τρύφωνα (Ζωτικός Ευκαίρου Ασκληπιώ Τιτανίω Χαριστήριον). Χιλιάδες άνθρωποι, αναθήματα, επιγραφές και πολύτιμα αφιερώματα είναι βέβαιον πως βρίσκονται θαμμένα κάτω από τις αμυγδαλιές.





Η ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΟΙΖΗΝΑ, ΤΟ ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΤΡΟΙΖΗΝΑΣ





Νερά τρέχουν από παντού και ποτίζουν εύφορα λιβάδια, λίγο παρακάτω βρίσκεται η θάλασσα, και πίσω ακριβώς ένα όρος για έσχατο καταφύγιο σε περίπτωση κινδύνου. "Καλά είναι εδώ", είπε ο Ώρος στους Ίωνες αποίκους που οδηγούσε, και όλοι μαζί ξεκίνησαν να χτίζουν την πόλη τους, που βεβαίως εβαπτίσθηκε από το όνομα του αρχηγού Ωραία! Τα πράγματα κυλούσαν ομαλώς και καλώς για πολλά χρόνια και όλοι ήσαν ευτυχισμένοι, εκτός του βασιλέως Ώρου, που η σύζυγός του δεν του έκανε υιό για να τον διαδεχθεί στην βασιλεία. Τα χρόνια κύλησαν και η κόρη του Ωρου Ληίς μεγάλωσε και έγινε μια πανέμορφη γυναίκα. Σε μια από τις βόλτες της στον γιαλό την ξεμονάχιασε ο Ποσειδών και ύστερα από λίγο η Ληίς γέννησε τον Άθληπο, ο οποίος έλαβε τα σκήπτρα από τον παππού του. Κατά την πάγια συνήθεια των βασιλέων έδωσε στην πόλη το όνομά του, και η πόλις μετονομάσθηκε σε Αθληπία. Μετά τον Άθληπο, βασιλεύς έγινε ο Σάρων, ο οποίος δεν πρόλαβε να αλλάξει το όνομα της πόλεως, γιατί πνίγηκε στην θάλασσα που από τότε ονομάσθηκε Σαρωνικός κόλπος. Έτσι, έμεινε στην πόλη το όνομα Αθληπία και με αυτό πορεύθηκε για αρκετά χρόνια ακόμη, μέχρι που έφθασαν εδώ δύο υιοί του Πέλοπος, ο Πιτθεύς και ο Τροιζήν, και-άγνωστο πώς, αλλά κατά πάσα πιθανότητα διά της βίας-έπεισαν τον τότε βασιλέα Αέτιονα συμβασιλέυσουν και οι τρείς στην πόλη. Κάποτε ο Αέτιος πέθανε, αλλά μετά από λίγο πέθανε και ο Τροιζήν. Για να τιμήσει την μνήμη του νεκρού αδελφού του, ο Πιτθεύς έδωσε στην πόλη το όνομα Τροιζήνα, αυτό που έφθασε και έως τις μέρες μας.

Ο Πιτθεύς εκτός από λίαν σπουδαίος βασιλεύς ήταν και πολύ σοφός άνθρωπος. Όταν κάποτε βρέθηκε στο παλάτι του ο βασιλεύς των Αθηνών Αιγεύς, μπόρεσε να ερμηνεύσει τον χρησμό που είχε δώσει στον Αιγέα η Πυθία, όταν αυτός την ρώτησε τι έπρεπε να κάνει για να αποκτήσει επιτέλους υιό. Η απάντηση της Πυθίας ("να λύσει τον λαιμό του ασκού για κρασί προτού γυρίσει στο σπίτι του") προβλημάτισε τον Αιγέα, αλλά όχι και τον Πιτθέα, που έδωσε στον φίλο του να πιεί κρασί μέχρι να μεθύσει και ύστερα έστειλε την κόρη του, Αίθρα, να πλαγιάσει μαζί του. Η Αίθρα έμεινε έγκυος και μετά από εννέα μήνες εγέννησε τον Θησέα. Ενθουσιασμένος που επιτέλους απέκτησε διάδοχο ο Αιγεύς αναχώρησε για την Αθήνα αφήνοντας τον υιό του να μεγαλώσει με την μητέρα του στην καταπράσινη και ασφαλή Τροιζήνα. Την πρόσταξε να φροντίζει καλά τον μικρό για να δυναμώσει, γιατί ο θρόνος των Αθηνών ήταν πολύ δύσκολη υπόθεση και χρειαζόταν ικανότατο κυβερνήτη. Για να βεβαιωθεί ότι ο υιός του ήταν άξιος διάδοχος, έκρυψε κάτω από έναν πελώριο βράχο ένα ζεύζος σανδάλια και ένα ξίφος και είπε στην Αίθρα να στείλει τον Θησέα στην Αθήνα μόνον όταν ο Θησεύς θα είχε δυναμώσει τόσο ώστε να μπορέσει να σηκώσει τον βράχο και να πάρει τα πράγματα που ήταν κρυμμένα από κάτω.

Πράγματι, όταν μεγάλωσε ο Θησεύς σήκωσε με μεγάλη ευκολία τον βράχο, πήρε το ξίφος και τα σανδάλια και πήγε πεζός στην Αθήνα, "καθαρίζοντας" μάλιστα τον δρόμο από κάποιους πολύ επικίνδυνους ληστές. Ως βασιλεύς της Αθήνας ήταν λίαν απασχολημένος με τις υποθέσεις του βασιλείου του και σπανίως του έμενε καιρός να επισκευθεί την γεννέτειρά του. Ο Ιππόλυτος όμως, ένας υιός του Θησέως τον οποίο είχε κάνει με μια Αμαζόνα, την Αντιόπη, προτίμησε να ζήσει στην Τροιζήνα όπου ο παππούς του Πιτθεύς τον προόριζε για βασιλέα. Ως τέκνο Αμαζόνος, ο Ιππόλυτος τιμούσε ιδιαιτέρως την Άρτεμην και λάτρευε το κυνήγι-που υπήρχε άφθονο στο όρος Αδέρες που τότε ονομαζόταν Φορβάντιον-ενώ περιφρονούσε βαθύτατα την Αφροδίτη και τα έργα της.



Όμως η Αφροδίτη, που δεν την άρεσε καθόλου να την περιφρονούν, θύμωσε με τον Ιππόλυτο και του επιφύλαξε μια άσχημη τιμωρία. Κάποτε που είχε έλθει στην Τροιζήνα ο Θησεύς με την γυναίκα του Φαίδρα (κόρη του Μίνωος και αδελφή της Αριάδνης), η Αφροδίτη ενέπνευσε μεγάλο έρωτα στην Φαίδρα για τον Ιππόλυτο. Καθόταν η Φαίδρα πίσω όπισθεν μίας μυρτιάς στον περίβολο του Ναού της Αφροδίτης Κατασκοπίας (εκεί όπου βρίσκονται σήμερα τα ερείπια του Χριστιανικού Ναού της Παλαιάς Επισκοπής) και παρακολουθούσε τον γυμνό Ιππόλυτο που γυμναζόταν εκεί δίπλα. Κάποια στιγμή βρήκε το θάρρος και του εξομολογήθηκε τον έρωτά της, αλλά ο Ιππόλυτος την έδιωξε θυμωμένος. Η ταπεινωμένη Φαίδρα έσκισε τότε τα ρούχα της και κατηγόρησε τον Ιππόλυτο στον Θησέα ότι προσπάθησε να την βιάσει. Ο Θησεύς την πίστευσε και οργίσθηκε πολύ, αλλά δεν θέλησε να σκοτώσει τον υιό του με τα ίδια του τα χέρια. Ζήτησε από τον Ποσειδώνα να κάνει αυτήν την δουλειά και ο Ποσειδών-που είχε παλαιότερα υποσχεθεί στον Θησέα πως θα εκτελέσει τρείς επιθυμίες του, όποιες και αν είναι αυτές-έστειλε ένα θαλάσσιο τέρας να να πεταχθεί στο άρμα του Ιππολύτου μία ημέρα που έτρεχε κοντά στην ακτή της Τροιζήνος. Τα άλογά του τρόμαξαν, το άρμα ανατράπηκε και έτσι ο Ιππόλυτος σκοτώθηκε.

Αυτή η τραγική εξέλιξις συνετάραξε την Φαίδρα που λύγισε υπό το βάρος των τύψεών της και αυτοκτόνησε. Αλλά και οι Τροιζήνιοι θρήνησαν σπαρακτικώς το νεκρό παληκάρι που επρόκειτο να γίνει βασιλεύς τους και καθιέρωσαν λατρεία προς τιμήν του, που τα πρώτα έτη λάμβανε χώρα σε ένα λαμπρότατο-όπως το χαρακτηρίζει ο Παυσανίας ο Περιηγητής που το είδε-υπαίθριο Τέμενος, και αργότερα σε έναν μεγάλο περίπτερο Ναό. Όμως ο Ιππόλυτος δεν έμεινε για πολύν καιρό νεκρός. Η αγαπημένη του θεά Άρτεμις ζήτησε την βοήθεια του ιατρού Ασκληπιού, αυτός τον ανέστησε, και ύστερα η Άρτεμις τον πήγε σε ένα απομακρυσμένο Ιερό της στην Ιταλία. Αργότερα οι Τροιζήνιοι, για να τιμλησουν τον Ασκληπιό, ίδρυσαν ένα μικρό Ασκληπιείον, αλλά δεν είχε πολλή δουλειά, αφού οι περισσότεροι προτιμούσαν το φημισμένο γειτονικό Ασκληπιείον της Επιδαύρου.


Η ΘΕΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΟΙΖΗΝΑ ΣΗΜΕΡΑ






ΙΕΡΟ ΙΠΠΟΛΥΤΟΥ



Εντός του πανέμορφου περιβάλλοντος όπου ζούσαν οι Τροιζήνιοι, ήταν φυσικόν να αναπτύξουν ευγενικό χαρακτήρα και ψυχική ανωτερότητα. Με τους Αθηναίους είχαν από παλαιά στενές σχέσεις, αλλά το 480 π.Χ. οι Τροιζήνιοι ξεπέρασαν τα όρια της φιλίας και έφθασαν στα ανώτατα όρια ιπποτισμού: φιλοξένησαν στην πόλη τους τις γυναίκες και τα παιδιά των Αθηναίων που ετοιμάζονταν να αντιμετωπίσουν την περσική απειλή στην περιοχή τους, και μάλιστα τους έδωσαν και μισθό δύο οβολούς σε κάθε άτομο! Επέτρεψαν στα Αθηνόπουλα να εισέρχονται στα περιβόλια και να κόβουν ελεύθερα όσα φρούτα ήθελαν, ενώ ανέλαβαν να πληρώσουν και τους μισθούς των δασκάλων τους για να μην χάσουν οι μικροί Αθηναίοι την σχολική τους εκπαιδευτική χρονιά. Αφού φρόντισαν να μην λείψει τίποτε από τους φιλοξενούμενούς τους, οι Τροιζήνιοι στρατιώται (1.000 τον αριθμό) συμπαρατάχθηκαν μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες στην νικηφόρα μάχη των Πλαταιών και με πέντε πλοία τους έλαβαν μέρος και σε όλες τις ναυμαχίες εναντίον των Περσών.

Όταν ξέσπασε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος το 431 π.Χ. και όλη η Ελλάς χωρίσθηκε σε δύο στρατόπεδα, οι Τροιζήνιοι θέλησαν να μείνουν ουδέτεροι, γιατί συμπαθούσαν και τους Αθηναίους που ήσαν συγγενείς τους αλλά και τους Σπαρτιάτες που ήσαν γείτονές τους. Όμως ήταν εν τέλει πολύ δύσκολο να μείνουν ουδέτεροι, και έτσι πήραν το μέρος των Σπαρτιατών, οπότε οι Αθηναίοι ξεχνώντας τις παλαιές τους ευεργεσίες, λεηλάτησαν το 430 π.Χ. την χώρα των Τροιζηνίων. Τον 4ο αιώνα π.Χ. οι Τροιζήνιοι ενίσχυσαν τα τείχη της πόλεώς τους (εκ των οποίων πτωχά λείψανα σώζωνται σήμερα διάσπαρτα εντός των πορτοκαλεώνων) και τον 3ο αιώνα π.Χ. έχτισαν και ένα κάθετο τείχος εντός των περιμετρικών τειχών, από το οποίο σώζωνται σε πολύ καλή κατάσταση δύο μεγάλοι τετράγωνοι πύργοι. Αυτοί οι πύργοι ήταν σε χρήση μέχρι και τα μεσαιωνικά χρόνια, όπως φαίνεται από τους τείχους που προστέθηκαν στο επάνω μέρος τους. Για άγνωστους λόγους και σε άγνωστη εποχή η πόλις παρήκμασε και οι λιγοστοί κάτοικοί της εγκαταστάθηκαν λίγο πιο πέρα, ιδρύοντας το χωριό Δαμαλάς, αυτό που προσφάτως μετονομάσθηκε σε Τροιζήνα.

Για άγνωσοτους επίσης λόγους, σε αυτό το χωριό κατέληξαν οι πληρεξούσιοι των επαναστατημένων Ελλήνων να πραγματοποιήσουν την Γ' Εθνοσυνέλευση, από τις 19 Μαρτίου έως τις 5 Μαϊου 1827 μ.Χ.. Αυτοί οι πληρεξούσιοι όμως, για λόγους συμφερόντων μάλλον, ξεκίνησαν οι μισοί την συνεδρίασή τους στην Αίγινα και οι άλλοι μισοί στον Πόρο. Τότε επενέβη ο Άγγλος ναύαρχος Κόχραν (ένας αποτυχημένος απότακτος αξιωματικός του βασιλικού ναυτικού της Αγγλίας, φυλακισμένος κάποτε για απάτες) καθώς και ο Άγγλος στρατηγός Τσορτς, και έπεισαν τους πληρεξούσιους να καθίσουν όλοι μαζί στο ίδιο τραπέζι. Οι πληραξούσιοι τότε ψήφισαν το "Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος", ένα Σύνταγμα που εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους, αλλά αυτυχώς συνειδητοποίησαν ότι ο τουρκικός ζυγός δεν είχε αποτιναχθεί πλήρως, και με τις βεβιασμένες κινήσεις τους η Ελλάς θα επανερχόταν στην προηγούμενη κατάστασή της, υπό τουρκική κατοχή, και εκείνοι πιθανότατα θα έχαναν την ζωή τους αφού θα ήσαν ο πρώτος στόχος των Τούρκων κατακτητών. Τότε, για να μην τα χάσουν όλα, εξέλεξαν κυβερνήτη της Ελλάδος τον Ιωάννη Καποδίστρια και τον κάλεσαν να έλθει και να βάλει σε τάξη το χάος που δημιούργησαν μόνοι τους. Διόρισαν επίσης-με εξωφρενικώς παχυλό μισθό-τον επικίνδυνο Κόχραν ναύαρχο του Ελληνικού στόλου, με διερμηνέα και σύμβουλό του πάνω στην ναυαρχίδα τον Μαυροκορδάτο, με αποτέλεσμα ο Ελληνικός στόλος να μην πραγματοποιήσει ούτε μία νίκη...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου