ΕΛΛΑΔΑ-ΚΟΡΙΝΘΙΑ

ΕΛΛΑΔΑ-ΚΟΡΙΝΘΙΑ

ΚΟΡΩΝΟΙΟΣ-COVID-19

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2018

26 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1823 - H ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΚΟΡΙΝΘΟΥ



26 Οκτωβρίου 1823 - Απελευθέρωση του Ακροκορίνθου.

«Στίς χώρες σκλάβοι κάθονται,
τούς Τούρκους εργατεύουν
Καί στά βουνά κλεφτόπουλα
μέ τό σπαθί στό χέρι
πασά τούς έχουν τό σπαθί,
βεζύρη τό ντουφέκι.
Κάλλιο νά ζώ μέ τά θεριά
παρά νά ζώ μέ Τούρκους.»

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΡΙΝ ΤΟ 1823-ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ-ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ



Στις 6 Αυγούστου του 1458 η Κόρινθος, ακολουθώντας τη μοίρα όλης της Ελλάδας, υποδουλώνεται οριστικά στους Τούρκους. Η τούρκικη κυριαρχία εναλλάχθηκε κατά διαστήματα από άλλες κατακτήσεις όπως: των Βενετσιάνων (1612), των Ιπποτών της Μάλτας και πάλι των Βενετσιάνων το 1678 μέχρι το 1715, οπότε πάλι η Κόρινθος πέρασε στα χέρια των Τούρκων.

Ο ΑΚΡΟΚΟΡΙΝΘΟΣ ΤΟ 1688

Τό 1715, οι Οθωμανοί υπό τήν αρχηγία τού μεγάλου βεζίρη Αλή Κιουμουρτζή, εισέβαλαν στήν Πελοπόννησο καταλαμβάνοντας όλα τά κάστρα πού κατείχαν μέχρι τότε οι Βενετοί. 

«Τήν ίδιαν ημέραν έμπηκαν στ' Ανάπλι μέ τήν βία,
τότε νά ιδής πώς άρπαξαν γυναίκες καί παιδία.
Τό μεσημέρι εμπήκασι εννηά τού Ιουλίου,
ο θρήνος καί η σκλαβιά τού περιφήμου Αναπλίου.
Σάββατο ημέρα επάρθηκε ήτον κοντά τό γέμα,
πού μέσα στ' Ανάπλι έτρεχε σάν ποτάμι τό γαίμα.
Τότε νά ιδής τόσα κορμιά τών χριστιανών κομμένα,
νά μήν εγνωρίζουνται στό αίμα κυλιμένα.» 

Δημοτικό γιά τήν κατάληψη τού Ναυπλίου από τούς Τούρκους (1715) 

Ο Ακροκόρινθος και ο Ναός του Απόλλωνα στην Αρχαία Κόρινθο.- ALIGNY, Claude François Théodore Caruelle d'.

Τό φρούριο στήν Ακροκόρινθο παραδόθηκε πρώτο από τό Βενετό φρούραρχο Ιάκωβο Minotto στόν βεηλερβέη Τοπάλ Οσμάν, σέ δύο μόλις εβδομάδες. Επακολούθησαν σφαγές τών Κορινθίων από τούς σπαχήδες, τίς οποίες διασώζει ο παρακάτω θρήνος:

«Στόν ουρανόν ακούονταν τό θρήνος πού φωνάζαν,
οι Τούρκοι σάν τά πρόβατα 'πού τούς διαμοιράζαν,
άλλοι εις τήν Ανατολήν, καί άλλοι νά πάν' στή Δύσι,
καί έκλαιαν τά μάτια τους 'σάν η κατάκρυα βρύσι
καί από τά δάκρυα οπώχυναν εγίνονταν ποτάμια.
Έπρεπε νά τρέμη η γή, νά κλαίσι τά λιθάρια,
πώς αποκεφαλίζασι τά άξια παλληκάρια.»


Μετά τήν επανάσταση τού 1770 (Ορλωφικά), η Υψηλή Πύλη απέστειλε στόν Μοριά, χιλιάδες μουσουλμάνους Αλβανούς γιά τήν καταστολή της. Οι Τουρκαλβανοί κατάφεραν μέ επιτυχία νά διαλύσουν τούς επαναστάτες, αλλά η επιτυχία τους συνοδεύτηκε από όργιο σφαγών. Ήταν τόσες οι θηριωδίες πού διεπράχθησαν καί τόση η αναρχία πού ακολούθησε, ώστε ο ίδιος ο σουλτάνος έστειλε τακτικό οθωμανικό στρατό, γιά νά εξοντώσει τούς ανυπάκουους Αλβανούς. Αλλά καί οι μπέηδες τού Μοριά ζήτησαν τήν βοήθεια τών Κλεφτών γιά νά καταδιώξουν τούς ζορμπάδες (αποστάτες).
«Αλλά οι ρηθέντες εν Πελοποννήσω Αλβανοί εις τοσαύτην ακολασίαν κατήντησαν ώστε διά τάς καταχρήσεις των καί εις αυτούς τούς εν Πελοποννήσω καταστημένους Τούρκους εγένοντο μάστιξ καί εις τάς επιτοπίους τουρκικάς αρχάς ανυπόφοροι, η δέ δεκαετής ακολασία καί ο πλουτισμός κατέστησαν αυτούς καί εις αυτάς έτι τάς σουλτανικάς διαταγάς απειθείς, διότι απογυμνώσαντες τούς ραγιάδες, απήτουν χρήματα λόγω μισθών δεκαετών. 
Εις τών Αλβανών (Μέτζ Αράπης) απειλήσας διά τούτο τόν Χαλίλ μπέη τής Κορίνθου (πατέρα τού Κιαμίλ - μπέη), ότι θά υπάγη νά καύση τά εις Κόρινθον χωρία του καί ητοιμάζετο πρός τούτο. Ο δέ Χαλίλ μπέης όστις, εγκατεστημένος ών εις Κόρινθον εγνώριζε τόν Κωνσταντή Κολοκοτρώνη ως διατελέσαντα εκεί επί τέσσερα έτη καπόμπασην. Παρεκάλεσε εξ ανάγκης τόν γνώριμόν του τούτον αρματωλόν, νά εμποδίση τήν εις Κόρινθον διάβασιν τού ρηθέντος Αλβανού καί νά τόν φονεύση μάλιστα, ει δυνατόν. Τό περί τούτου δημώδες τραγούδι άρχεται ούτω: 

Καλά ήσουν Μέτζο μ' 'ς τά βουνά,
καλά καί 'ς τήν Ακράτα, τ' εχάλευες, τ' εγύρευες 
στόν κάτου Αγιογιώργη, (Νεμέας)
νά σέ σκοτώσουν άξαφνα
οι Κολοκοτρωναίοι,
μαζί μέ τούς συντρόφους σου
καί μέ τά παλληκάρια;

Μιχαήλ Οικονόμου - Ιστορικά τής Ελληνικής Παλιγγενεσίας, 1873

Ακροκόρινθος, 1820

Τελικά, ο σουλτάνος μέ τήν βοήθεια καί τών Κλεφτών κατόρθωσε νά αφανίσει πλήρως τούς ζορμπάδες Αλβανούς καί μάλιστα ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αναφέρει στήν διήγησή του ότι ο πατέρας του Κωνσταντής δέν έκανε "νισάφι" στούς Τουρκαλβανούς πού τόν παρακάλεσαν νά τούς αφήσει νά περάσουν μέσα από τά λημέρια του.


«- Κολοκοτρώνη, δέν κάμεις ισάφι; (τουρκικά insaf σημαίνει έλεος).
- Τί νισάφι νά σάς κάμω, όπου ήλθετε κι' εχαλάσατε τήν πατρίδα μου, μάς επήρατε σκλάβους καί μάς εκάματε τόσα κακά;
- Εφέτο, δικό μας, τού χρόνου δικό σου. (Προφητικά οι Αλβανοί τού είπαν φέτος τό δικό μας κεφάλι, τού χρόνου τό δικό σου.)»
Κολοκοτρώνης, Διήγησις τών συμβάντων τής ελληνικής φυλής
«Εμαραθήκαν τά βουνά, 'μαραθήκαν κ' οι κάμποι,
Μαράθηκεν η Καστανιά, ο Πύργος τής Καστάνιας,
Πούχε τούς Κλέφτες τούς πολλούς τούς Κολοκοτρωναίους,
Πού' πήγαιναν στήν Εκκλησιά τ' ασήμι φορτωμένοι.
Κ' έβγαιναν κ' εκουβέντιαζαν τής Εκκλησιάς στήν πόρτα,
Κι' ο Κωνσταντής τούς έλεγε, κι΄ο Κωνσταντής τούς λέγει,
- Τούτ' η χαρά πώχομαι 'μείς θέ νά μάς φέρη λύπη,
Απόψ' είδα στόν ύπνο μου, στόν ύπνο πού κοιμούμουν,
Κ' εκάηκεν τό πόσι μου (μεταξωτό μαντήλι γιά τό κεφάλι)
κ' η φούντα τού σπαθιού μου,
Τό πόσι μου, η γυναίκα μου, τά μαύρα τά παιδιά μου! 

Τ' έχουν τής Μάνης τά βουνά όπου είναι βουρκωμένα;
Κάν o βοριάς τά βάρεσε, κάν η νοτιά τά πήρε.
Μηδέ νοτιά τά βάρεσε, μηδ' ο βοριάς τά πήρε,
Παλεύει o καπετάν πασιάς μέ τόν Κολοκοτρώνη.
Στεριά παλεύει o Αλήμπεης μ' άρματα τού πελάγου,
Στάν Άρεια πού έρριψε τ' ορδί διαβάζει τό φερμάνι.
Ποιός είνε o Παναγιώταρος, ποιόν λέν Κολοκοτρώνη;
Νά 'ρθούν νά προσκυνήσουνε, ραγιάδες νά γενούνε. 
Τ' ακούει ο Παναγιώταρος, παράξενο τού φάνη,
Δέν προσκυνούμ' Αλήμπεη, ο νούς σου μήν τό βάνη
Τ' άρματα δέν τά δίδομε, ραγιάδες νά γενούμε,
Παρά θά γένη πόλεμος μέ τόπια (κανόνια), μέ ντουφέκια.
Κι' Αλήμπεης, σάν τ' άκουσε πολύ τού κακοφάνη,
Δώδεκα μέρες πολεμάει μέ τόπια, μέ ντουφέκια.
Τήν Κυριακή τό δειλινό μεγάλα τόπια βγάλαν,
Καρσί στόν Πύργο τόβαλαν, τόν πύργο νά χαλάσουν
. Βλέπουν τόν πύργο κ' έτρεμε κ' ήθελε νά πέση,
Κ' οι κλέφταις έπλακωσανε καί τά νησιά γιομίσαν.
Κ' οι Μπαρδουνιώταις πάν κοντά πού ξέρουν τά γιατάκια. 
Πουλάκι επήγε κ' έκατσε στήν έρημη Καστάνια.
Δέν εκελάιδει κ' έλεγε ανθρωπινή λαλίτσα.
Πολύ κακό πού πάθανε οι Κολοκοτρωναίοι,
Πού τούς εσκλάβωσ' ή Τουρκιά, τ' Αλήμπεη τ’ ασκέρι.
Τήν ταπεινή Αναγνώσταινα τήν πήραν οι Λαλιώταις,
Τή δόλια τήν Γεωργάκαινα τήν πάν στήν Καλαμάτα.
Κ' η Κωσταντού (μάνα τού Θοδωρή) ήταν πονηρή 
κ' έντύθηκε τ' ανδρίκια,
Πήρε τό αλαφρό σπαθί καί τό βαρύ τουφέκι
καί μέ τούς άνδρες έσμιξε καί πάει τή μέσα Μάνη.
Κ' Αλήμπεης πού τ' άκουσε πολύ τού κακοφάνη
Δέν είχα Τούρκους εδικούς, δέν είχα παλληκάρια.
Γιά νά τήν πιάσουν ζωντανή.
Πολύ σκοτίδιασε ο ουρανός, πάλι νά βρέξη θέλει,
σκοτίδιασε η Μαυρομηλιά καί τής Μηλιάς ο κάμπος.
Έσύρανε τά ρέματα, έσυραν τά λαγκάδια,
Κ' εκόπηκε τό πέρασμα, κ' εκόπη τό γιοφύρι.
πού κεί περνάει η κλεφτουριά, οι Κολοκοτρωναίοι,
μέ τά μπαϊράκια τά χρυσά, ταίς ασημομπιστόλαις.
Κινάν καί πάν' ς τήν εκκλησιά γιά νά λειτουργηθούνε,
φορούν τά πόσια τά χρυσά, ταίς ασημοπαλάσκαις. 

Σίντας ξελειτουργήσανε καί βγηκαν'ς τήν κουβέντα,
πετάχτηκε ο Κωσταντής καί λέει τού Δημητράκη.
"Τούτ' η χαρά πού 'χομ' εμείς σέ λύπη θά μάς φέρη,
πολλή Τουρκιά μάς έζωσε, ο Θεός νά μάς γλυτώση".
Τ' ακούει ο Παναγιώταρος κ' εσβήστη από τά γέλια,
"Τί λες κουμπάρε Κωσταντή τί λές τί κουβεντιάζεις;
Τίγαρις είναι τού Μυστρά νά τό πατούν οι Τούρκοι;
Ποτέ δέν επατήθηκε τής Καστανιάς ο πύργος,
ουδέ ο Τούρκος τόν πάτησε, μαϊδέ καί ο Αλαμάνος". 
Τρείς περδικούλαις κάθουνται'ς τόν πύργο τής Καστάνιας,
η μία κλαίει τόν Κωσταντή, η άλλη τό Δημητράκη
κ' η τρίτη η καλύτερη κλαίει τόν Παναγιώτη.» 

Δύο Δημοτικά τραγούδια γιά τόν αφανισμό τού Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, τού Παναγιώταρου καί τών οικογενειών τους στόν Πύργο τής Καστάνιτζας (1780)



Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη γιά τόν χαμό τού πατέρα του

«- Καπετάνιε Ζαχαριά, ο Θεός νά σού χαρίση τό μουράτι σου! Παιδί μου νά σέ κάνω, δώσε μου τό παιδί μου τόν Μουσάγα. (Η Τουρκάλα μάνα παρακαλάει τόν Ζαχαριά νά τής επιστρέψει τό παιδί της). 
- Άλλη φορά, Μουσάγα, νά μή μού βγής σέ πόλεμο, γιατί σού κόβω τό κεφάλι καί τήν αδελφή σου καί τή μάνα σου θά τίς βαφτίσω καί θά τίς δώσω γυναίκες τών παλληκαριών. Τούτο στό χαρίζω (δηλαδή τήν χωσιά πού τού είχε στήσει ο Τούρκος) καί νά προσκυνάς πάντα τό σπαθί, ότι ο κασίδης (φαλακρός) ο Μουχαμέτης (Μωάμεθ) σας δέν βγαίνει μπροστά στόν Χριστό μας. 
- Πέκ έϊ, πέκ έϊ (πολύ καλά) μουρμούρισε ο ταπεινωμένος αιχμάλωτος Τούρκος πού τόν επέστρεψε στή μάνα του, ο Κλέφτης από τήν Μπαρμπίτσα. 
Καί νά είσαστε τήν άνοιξι χαζίρι (έτοιμοι) νά σηκωθούμε (εξεγερθούμε). Εμείς στόν Μοριά έχουμε σύντροφο καί βοηθό μας τή Μάνη. Τά μανιάτικα χωριά είναι όλα χριστιανικά. Τούρκοι στά χωριά δέν είναι. Όλο στίς χώρες (μόνο στίς πόλεις). Τά κάστρα τά' χουν έρημα χωρίς ζαϊρέδες (πολεμοφόδια) καί σάν τούς κλείσουμε τούς Μουρτάτες, τούς τά παίρνουμε κι ελευθερώνουμε τήν πατρίδα μας. Καί σείς βαστάτε τή Ρούμελη (κλείστε τά περάσματα νά μήν κατέβει στρατός από Ιωάννινα καί Λαμία όπου υπήρχαν μεγάλα τουρκικά στρατόπεδα) νά μήν ημπορούν οι Τούρκοι νά μπάσουν ιμντάτι (βοήθεια) στόν Μοριά. (Γράμμα τού Ζαχαριά στόν Ανδρίτσο, πατέρα τού Οδυσσέα, όπου φαίνονται σχέδια γιά επανάσταση τών Χριστιανών κατά τών Τούρκων).» 
Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης (1759-1805) - Σαράντου Καργάκου
«Ήσύχασεν η Πελοπόννησος. (από τήν εκδίωξη τών Τουρκαλβανών). Τοίς 80 εκατέβη ο ίδιος ο καπετάμπεης (Τό 1780 επανήλθε ο ίδιος ναύαρχος, ο Χασάν Τζεζαερλής) καί χάλασε τόν πατέρα μου καί τόν Παναγιώταρον Βενετσανάκην. Ήλθεν η αρμάδα εις τό Μαραθωνήσι (Γύθειο), τά στρατεύματα στεριάς καί θαλάσσης. Η Καστάνιτζα (Μικρή Καστάνια) αποικία, όπου ήτον ο Κολοκοτρώνης κι ο Παναγιώταρος, έξι ώρας μακράν από τό Μαραθονήσι. 
Έρχοντας η αρμάδα, ο Παναγιώταρος, ως Μανιάτης, επροσκάλεσε βοήθεια από τούς Μανιάτες, καί οι Μανιάτες υποσχέθηκαν ότι πάνε βοήθεια καί ο δραγουμάνος ο Μαυρογένης ως Έλλην καί τεχνίτης έκαμε τόν Μιχάλη Τροπάκη Μπέη καί γιά νά τόν κάμη Μπέη αλικώτησε τήν βοήθεια καί επήρε τό κάστρο. (Ο Βενετσανάκης ζήτησε βοήθεια από τόν Τρουπάκη. Ο Μαυρογένης πού συνόδευε τόν ναύαρχο, πρότεινε στόν Τρουπάκη νά γίνει μπέης τής Μάνης, αλλά νά μήν στείλει βοήθεια στούς πολιορκημένους στόν πύργο τού Παναγιώταρου, όπως καί έγινε). 
Επήγε τό ασκαίρι (στρατός) 14000, καί τούς επολιόρκησε, μία ώρα στράτα αλάργα έστησε τό ορδί (στρατόπεδο). Έστειλεν ο σερασκέρης Αλήμπεης ένα γράμμα γιά νά προσκυνήσουν καί νά τού δώσουν ενέχυρα ένα παιδί ο ένας καί ένα ο άλλος, καί νά τραβήξη χέρι από δαύτους, αυτοί απεκρίθηκαν: "Δέν προσκυνούμε, θέλομε πόλεμο καί οποίος μείνη νικημένος ας προσκύνηση". Αυτός ήλπιζε από τήν Μάνην βοήθεια. (Δέν προσκύνησε ο Παναγιώταρος γιατί περίμενε βοήθεια από τούς μανιάτες τού Τρουπάκη. Καί έμειναν μερικές εκατοντάδες αγωνιστές νά πολεμήσουν 14000 Οθωμανούς). 
Τούς πολιόρκησαν τά τούρκικα στρατεύματα, έβγαλαν κανόνια καί βόμβες, τούς πολεμούσαν ήμερα καί νύκτα ούτε οι βόμβες τούς έκαναν φόβον ούτε τά κανόνια, όμως επολέμησαν δώδεκα ημέραις καί δώδεκα νύκταις μέ ανδρεία καί γενναιότητα. Όταν είδαν ότι βοήθεια δέν έρχεται, απεφάσισαν νά φύγουν από τούς πύργους. 
Οι πύργοι ήτον δύο, καί ο ένας ήτον τού πατέρα τού Παναγιώταρου καί ο άλλος τού πατέρα μου καί τού Παναγιώταρου. Ο πατέρας τού Παναγιώταρου ήτον 80 ετών, ως καί η μητέρα του, καί μήν ημπορώντας νά φύγουν εις τό γιουρούσι (έφοδο), μέ τά άλλα γυναικόπαιδα, είπε τού Παναγιώταρου καί τού πατέρα μου, "βάλτε φωτιά ς' τούς άλλους πύργους, εγώ μένω εδώ". Έμεινε μ' ένα δούλο καί μέ τήν γυναίκα του καί δούλα μέ σκοπόν νά πολεμήση ελπίζοντας νά έλθη βοήθεια από τά παιδιά του έπειτα. Ο πόλεμος του ήτον μέ τόν δούλον, η τέχνη του μεγάλη, είχε φυτίλι νά γυρίση μαζί μέ τούς Τούρκους. 
Αυτοί πού επολεμούσαν μέσα έπεσαν εις τό ορδί τού σερασκέρη, μέ τά σπαθιά εις τό χέρι, (τή νύκτα βγήκαν από τούς πύργους, πέρασαν μέσα από τό στρατόπεδο τού πασά καί κρύφτηκαν στά βουνά) μόνον τρείς εσκοτώθησαν άνδρες, καί μέρος γυναίκες, καί έμειναν πολλά παιδιά σκλάβοι καί έτσι έμειναν δύο αδέλφια μου σκλάβοι, τό ένα τριών χρόνων καί τό άλλο ενός, άλλα δύο εσκλαβώθηκαν, καί έπειτα ελευθερώθηκαν. 
Όταν έκαμαν τό γιουρούσι, έπιασαν τά βουνά οι Τούρκοι διά νυκτός εβασίλευσε τό φεγγάρι εις τήν μέσην νύκτα, καί βασιλεύοντας τό φεγγάρι εβγήκαν νύκτα μικρή καί δέν έλαβαν καιρόν νά φύγουν κατά τήν Μάνη. Επήγαν εις τούς λόγκους κ' επήρε ημέρα. Τόν Παναγιώταρον ζωντανόν τόν έπιασαν καί έπειτα τόν εσκότωσαν οι Μπαρδουνιώτες. (Επειδή είχε φεγγάρι, περίμεναν μέσα στά βουνά γιά νά φύγουν, καί όταν έδυσε τό φεγγάρι καί έπεσε σκοτάδι βγήκαν από τίς κρυψώνες, αλλά δέν πρόλαβαν, διότι ξημέρωσε καί μέ τό φώς τής ημέρας οι Τούρκοι τούς ανακάλυψαν. Τόν Παναγιώταρο τόν σκότωσαν οι ντόπιοι Τούρκοι από τά Μπαρδουνοχώρια). 
Ο πατέρας μου εσκοτώθηκε μέ δύο του αδέλφια, Αποστόλη και Γεώργη, ο ένας εις τόν λόγκον, ο άλλος μοναχός του, διατί ελαβώθηκε, εγλύτωσεν ένας μπάρμπας μου Αναγνώστης από τούς κλεισμένους τέσσαρους αδελφούς Κολοκοτρώνη. (Από τέσσερα εδέλφια σκοτώθηκαν ο Κωνσταντής, ο Αποστόλης καί ο Γιώργης Κολοκοτρώνης. Ο Γιώργης αυτοκτόνησε γιά νά μήν πέσει ζωντανός στά χέρια τών Τούρκων). 
Εγώ, η μάννα μου (Ζαμπέτα), η αδελφή μου εγλύτωσαν μέ τά παλληκάρια του πατέρα μου. Εις τό γιουρούσι ελαβώθηκε μέ σπαθί ο Κωσταντής Κολοκοτρώνης, καί μέ προδοσία ενός Τούρκου φίλου εσκοτώθηκε, δέν εφάνη τό κεφάλι του, οι φονείς του τόν εσκότωσαν καί τόν έκρυψαν διά τό βίο του. (Τραυματισμένος ο Κωνσταντής παραδόθηκε καί παρά τίς διαβεβαιώσεις τών Τούρκων ότι θά τόν σεβαστούν, τόν αποκεφάλισαν καί τό ακέφαλο σώμα του τό πέταξαν σέ βάραθρο). 
Όσα είχεν απάνω του, σέ τρία χρόνια τόν ξέθαψαν τόν Κολοκοτρώνη Κωσταντή, από τό μικρό δάκτυλο τόν γνώρισαν οπού είχε γυρισμένο από μία σπαθιά τουρκική, τόν είχαν κρύψει εις μία τρούπα τής "Άρνης καί Κοτζατίνας" τόν έθαψαν έπειτα εις τήν Μηλιά. 
Ήτον μελαψώτερος, μονοκόκκαλος, δυνατός, ογλήγορος, μέ ένα καθάριο άτι δέν τόν έπιανες, 33 χρόνων, μέτριος, μαυρομμάτης, λιγνός. Οι Αρβανίται τόν είχαν τόσο τρομάξει πού έκαμναν όρκον: "νά μήν γλυτώσω από τού Κολοκοτρώνη τό σπαθί". 700 μπουλουκτζίδαις εσκότωσε πρίν. 
Ο Παναγιώταρος ήτον γίγαντας, νέος, μαύρα μαλλιά, "σόι άνθρωπος" άσπρος, 37-38 χρόνων. Εις τήν Ανδρούσαν εσκοτώθη (1772) ο γέρο Γιάννης Κολοκοτρώνης, (Γιάννης Μπότσικας, ο εβδομηντάχρονος παππούς τού Κολοκοτρώνη) έπειτα τόν εκδίκησε ο υιός του. Ο γέρο Γιάννης Κολοκοτρώνης, τού έκοψαν χέρι καί πόδια καί τόν εκρέμασαν. 
Ο γέρων πατέρας τού Παναγιώταρου επολέμαε από τόν πύργον καί εμαρτύρησε τό φυτίλι ο δούλος πού επροσκύνησε, καί τόν γέροντα τόν έπιασαν ζωντανό. Ο Καπετάμπεης ερώταε: διατί δέν προσκυνάει: "Τώρα προσκυνώ, προσκυνημένο κεφάλι δέν κόβεται". Τού έκοψαν χέρια καί πόδια, τόν κατράμισαν.»

Ο Ακροκόρινθος στο βάθος, άποψη από το λιμάνι Λεχαίου, 1836

Μεταξύ τών ετών 1785 - 1805 άρχισε νά λάμπει στό στρατιωτικό στερέωμα τού Μοριά τό άστρο τού Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη, τού θρυλικού κλέφτη, ο οποίος θά γινόταν ο καπετάνιος τού νεαρού τότε Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Σύμφωνα μέ τόν Αμβρόσιο Φραντζή ο Ζαχαριάς κατέσφαζε σάν τά πρόβατα τούς Οθωμανούς. καί είχε στό μπαϊράκι του χαραγμένο τόν σταυρό καί τήν επιγραφή "Ζαχαριάς αρχιστράτηγος Πελοποννήσου". 
Aλλοι ονομαστοί "Κλέπται" αυτής τής εποχής (1800) στήν Πελοπόννησο ήταν οι Γιαννιάς, Κότζης Κουμπανιώτης καί Ροδόπουλος από τήν Πάτρα, οι Πετμεζαίοι Αθανάσιος, Κωνσταντίνος καί Ιωάννης από τά Καλάβρυτα, ο Γιωργάκης Γιατράκος καί Κολιτζαίοι από τήν Μάνη, οι Κολιόπουλοι (Πλαπουταίοι) από τήν Καρύταινα, ο Νικηταράς από τό Τουρκολέκα, ο Αναγνωσταράς, ο Παναγιώτης Κεφάλας, ο Μήτρος Ντόγκας, ο Κοντογιωργάκης, ο Ηλίας Μαργελιώτης καί πολλοί άλλοι. Αυτή η γενιά τών κλεφτών θά αποτελούσε τόν πυρήνα τής στρατιωτικής οργάνωσης τών επαναστατημένων Γραικών λίγα χρόνια αργότερα, έστω καί αν η τουρκική εξουσία σέ συνεργασία μέ τούς μεγαλοκτηματίες καί τήν Εκκλησία θά κατάφερνε νά τούς αποδυναμώσει. Μάλιστα ο Γέρος τού Μοριά θά δήλωνε μετά τήν απελευθέρωση:

"Άν εζούσαν οι παλαιοί ηθέλαμεν κυριεύσει τήν Πελοπόννησο τόν πρώτον χρόνο".



«Στίς χώρες σκλάβοι κάθονται,
τούς Τούρκους εργατεύουν
Καί στά βουνά κλεφτόπουλα
μέ τό σπαθί στό χέρι
πασά τούς έχουν τό σπαθί,
βεζύρη τό ντουφέκι.
Κάλλιο νά ζώ μέ τά θεριά
παρά νά ζώ μέ Τούρκους.»
Δημοτικό τραγούδι




Παράδοση τού Ακροκόρινθου (14 Ιανουαρίου 1822)

Οι Έλληνες καπετάνιοι επιχείρησαν χωρίς επιτυχία, στίς 4 Δεκεμβρίου 1821, νά καταλάβουν τό Ναύπλιο. Στή συνέχεια, έστρεψαν τίς προσπάθειές Πανουργιάς στήν Ακροκόρινθο - von Hess τους στήν κατάληψη τού κάστρου πού βρισκόταν στήν Ακροκόρινθο. Οι οκτακόσιοι περίπου κλεισμένοι Τούρκοι δέν παραδίδονταν στόν Νικόλαο Σολιώτη πού ήταν ο αρχηγός τής πολιορκίας. Τό γενικό πρόσταγμα τό είχε η δυναμική μητέρα τού Κιαμίλ Νουρή Χανούμ, η οποία προσπαθούσε νά επικοινωνήσει καί μέ τόν γιό της κρυφά γιά νά τή συμβουλέψει τί νά κάνει. Εν τώ μεταξύ, η έλλειψη τροφίμων, οι επιδημίες καί η αιχμαλωσία τού Κιαμίλ μπέη μετά από τήν πτώση τής Τριπολιτσάς, είχαν δυσμενή επίδραση στό ηθικό τών μουσουλμάνων πού ήταν κλεισμένοι στό κάστρο. 
Στόν Κιαμίλ μπέη, πού ήταν από τούς πλουσιώτερους αγάδες τού Μοριά, μέ τσιφλίκια στήν Κόρινθο, τή Νεμέα, τή Στυμφαλία, τήν Αργολίδα καί τήν Μαντίνεια, οι Έλληνες είχαν φερθεί μέ μεγάλη ευγένεια, αποσκοπώντας βέβαια στά πλούτη του, τά οποία τά είχαν καί απόλυτη ανάγκη γιά τά έξοδα τού πολέμου. Ο Κιαμίλ μπέης όμως αρνείτο πεισματικά νά αποκαλύψει πού είχε κρυμμένους τούς αμύθητους θησαυρούς του, μέ συνέπεια νά αλλάξει η διάθεση εναντίον του, νά γίνει πιό εχθρική καί νά εκτελεστούν ακόμα καί συγγενείς του.


«Έτσι οι πολιτικοί επήγαν εις τήν Πιάδα (Επίδαυρο), καί αρχίνησαν νά κάμουν τούς νόμους, καί οι στρατιωτικοί επήγαμεν εις τήν Κόρινθο. Ο Γιατράκος επήρε τόν Κιαμήλ μπεη καί είκοσι ζορμπάδες Λεονταρίτες καί Τριπολιτσιώτες. Ο Υψηλάντης, ο Αναγνωσταράς, ήτον όλοι εκεί, καί ο Γιατράκος μέ τούς Τούρκους επήγε εις τά Εξαμίλια, καί τά άλλα στρατεύματα επήγαν μέσα εις τήν χώρα στήν Κόρινθο καί επολιορκούσαν τό κάστρο. Μία ημέρα σηκώθηκα καί επήγα εις τά Εξαμίλια καί ηύρηκα τόν Κιαμήλμπεη, δια νά γράψει ένα γράμμα εις τόν επίτροπο του καί εις τήν γυναίκα του νά παραδώσει τό κάστρο. Ή εκείνος δέν έγραφε καθώς έπρεπε, ή εκείνοι δέν τόν ήκουσαν, δέν επαράδωσαν τό κάστρο. Εγώ τού έκαμα χίλιους φόβους, πλήν εστάθη αδύνατο. 
Στήν Κόρινθο εσκότωσε τό στράτευμα είκοσι Τούρκους. Ήτον μερικοί Λαλαίοι μέσα καί Αρβανίτες, καί έβαλα τόν Καραχάλιο καί τούς ομίλησε μιά καί δυό διά νά παραδοθούν, καί εκείνοι τού έλεγον σήμερον καί αύριο, καί επέρασαν είκοσι ημέρες, διατί εκαρτέρευαν μεντάτι (ενισχύσεις) από τόν Ομέρ Βρυώνη, οπού ήτον εις τήν Ανατολικήν Ελλάδα.

Επήγαιναν από τούς Κορινθινούς (εννοεί τούς πρόκριτους τής Κορίνθου) καί τούς έλεγαν: "Μήν παραδίδεσθε εις τόν Κολοκοτρώνη, διατί σάς έρχεται μεντάτι", καί ο σκοπός τους ήτον νά φύγομεν ημείς, καί τότε νά μείνουν μονάχοι νά πάρουν τά λάφυρα, καί ο φθόνος ήτον ακόμη. (Οι πρόκριτοι επ' ουδενί δέν ήθελαν νά παραδίδονται τά κάστρα στόν Κολοκοτρώνη καί τελείως προδοτικά συμβούλεψαν τούς Τούρκους νά κρατήσουν τό κάστρο τής Κορίνθου, διότι ερχόταν ο Ομέρ Βρυώνης μέ ενισχύσεις.) 
Εβγήκαν καί ομιλήσαμεν, τούς είπα νά παραδώσουν τό κάστρο καί τά άρματά τους, καί νά πάρουν δύο φορεσιές (σκουτιά), καί νά τούς βαρκάρουμε, νά τούς περάσουμε εις τήν Ρούμελη, άλλοι εις τό Γαλαξίδι καί άλλοι κατά τά Σάλωνα, καί μ' αποκρίθηκαν ότι: "Να πάμε απάνω νά ειπούμε καί τών άλλων καί σάς στέλνουμε απόκριση". 
Ο κατής έκαμε λόγον καί τούς όρκωσε εις τήν πίστι τους· νά μην κρύψουν κανένα άρμα, αλλά νά τά δώσουν όλα. Καί έτσι εξαρματώθηκαν όλοι καί τά έβαλαν εις ένα σπίτι. Στήν συνέλευσιν, αφού ήκουσαν ότι ζητούν νά παραδοθούν οι Τούρκοι, εστείλαμε νά ελθούν καί πέντε έξη πολιτικοί, νά παρασταθούν εις τά λάφυρα, καί νά βγάλουμε καί τού Έθνους. (Εννοεί τά λάφυρα πού θά πήγαιναν στό Δημόσιο Ταμείο). 
Σάν έβαλα τούς τριάντα ανθρώπους μέσα καί εξαρμάτωσαν τούς Τούρκους, μού ομίλησαν, ότι τά έκαμαν όλα. Τότε έδωσα είδησιν εις τούς απεσταλμένους τής συνελεύσεως καί επήρα τρακόσιους από τά διάφορα σώματα, καί επήγα εις τήν πόρτα, καί εσταύρωσα μέ μία σημαία ελληνική τήν πόρτα καί έπειτα τούς έμβασα μέσα καί έβαλα αυτήν τήν σημαία απάνου εις τό κάστρο.»

Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη


Σύμφωνα μέ τήν αφήγηση τού Γέρου τού Μοριά, αφού συγκεντρώθηκαν οι άνδρες από τά διάφορα στρατιωτικά σώματα, μέ τή συνοδεία τού επισκόπου Δαμαλών Ιωνά, τού Φωτάκου, τού Πετμεζά καί τού ιδίου, μπήκαν από τή νότια πύλη μέσα στό κάστρο τής Ακροκορίνθου. Εκεί τόν υποδέχτηκαν οι Τούρκοι αγάδες μέ επικεφαλής τόν φρούραρχο Ασλάν μπέη, πού τού παρέδωσε τά κλειδιά τού κάστρου καί τόν χαιρέτισε μέ τήν φράση:

 "Χαλάλι σας! Χαλάλι σας!". 

Ο Κολοκοτρώνης σταύρωσε τρείς φορές τό πάνω μέρος τής πύλης μέ τήν ελληνική σημαία καί βροντοφώναξε: 

"Εμπάτε, 'Ελληνες!"



«Μετά δέ τήν καταγραφήν τών εν τή Ακροκορίνθω διαφόρων πραγμάτων κινητών καί ακινήτων, εξήλθον οι Οθωμανοί, εκ τών οποίων άλλους μέν πολλούς παρέλαβον οι Έλληνες ως υπηρέτες των. Επεβίβασαν δέ περίπου τών εξακοσίων εις δύω ελληνικά πλοία διά νά τούς μεταφέρωσιν εις τήν Ασίαν. Κατά δυστυχίαν όμως τρικυμίας επιπεσούσης εις τήν θάλασσαν, επνίγησαν άπαντες.»
Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος - Αμβρόσιος Φραντζής
Ακολούθησε όργιο λεηλασίας, τό οποίο περιόρισε ο Κολοκοτρώνης, ώστε νά εισπράξει καί τό Δημόσιο Ταμείο τό μερίδιό του, ενώ πολλοί από τούς Τούρκους αιχμαλώτους εκτελέστηκαν, κάτι πού αποκρύπτει ο Φραντζής στήν ιστορία του, όταν μιλάει γιά τό ναυάγιο τών πλοίων πού τούς μετέφεραν καί τόν θαλάσσιο πνιγμό τους. 
«Κατ' αυτό οι ολιγαρχικοί, εν οίς ό τε Μαυροκορδάτος καί ο Νέγρης, αρπάζουσι τήν καθόλου εξουσίαν καί τίθενται υπεράνω τού Υψηλάντου καί τόν εξοντόνουσι. Καταργούσι καί τό σύμβολον τού Φοίνικος καί παρεισάγουσι τό τής Αθηνάς εις τήν σφραγίδα τής κυβερνήσεως, τό καταργούσι καί από τήν ελληνικήν σημαίαν, ό εστιν αποδοκιμάζουσι τό σύμβολον τής αναγεννήσεως τού έθνους από τόν στακτόν του, τό σύμβολον τού αρχηγού τής επαναστάσεως Αλεξάνδρου Υψηλάντου. 
Διά ταύτα ο Υψηλάντης δέν έλαβε μέρος άχρι τέλους εις τήν εν Επιδαύρω συνέλευσιν καί μένει εις τήν πολιορκίαν τής Ακροκορίνθου, ενασχολούμενος εις τόν πόλεμον, ότε από τόν πόλεμον εξαρτάται η ελευθερία τών Ελλήνων. 
Ο Δημήτριος Υψηλάντης, εν ώ οι αντίπαλοι ερραδιούργουν εις τήν Επίδαυρον εναντίον του, επετάχυνε τήν πτώσιν τής Ακροκορίνθου. Ήδη συνεργούντος τού Κιαμίλμπεη, προέκειτο νά παραδοθή καί ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης επανήλθεν εις τήν πολιορκίαν μέ τόν Παναγιώτην Κρεββατάν, τόν Σωτήρη Νοταρά καί τόν Δαμάλων Ιωνάν διά νά τήν παραλάβωσι καί νά καταγράψωσιν ομού μέ τινας τών γερουσιαστών τά λάφυρα. 
Τήν 14ην Ιανουαρίου 1821 οι Τούρκοι παρεδόθησαν διά συνθήκης, παραδόντες τάς κλείς τού φρουρίου εις τόν Κολοκοτρώνην καί οι μέν εντόπιοι έμειναν εις τήν Πελοπόννησον. Οι δέ Αλβανοί ανεχώρησαν εις τά ίδια μέ τά όπλα των επί ελληνικών πλοίων. Καί ο μέν Πανουργιάς ήθελε νά θανατωθώσι διά τόν φόβον μή δώσωσι πληροφορίας εις τούς Τούρκους, ο δέ Κολοκοτρώνης δέν συγκατετέθη εις τούτο. Αλλ' ο Πανουργίας συνεννοήθη μέ τόν Πέτρον Μαρκέζην, μέλλοντα νά τούς συνοδεύση επί τών πλοίων καί εφονεύθησαν όλοι.»

Απομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδου


«Περπατώντας στά χωράφια κοντά στήν Κόρινθο, λίγες ημέρες ύστερα από τήν παράδοση τού κάστρου, ένας γέρος βοσκός ρώτησε τόν Γάλλο αξιωματικό Βουτιέ.

- "Πότε θά βγεί από τό φρούριο ο Μπεκήρ πασάς;"
- "Γιατί ρωτάς;"
- "Γιά νά τόν παραφυλάξω νά τόν σκοτώσω."
- "Γιατί βρέ άθλιε;"
- "Αλίμονο είσαι ευτυχής πού δέν ξέρεις τί θά πεί Τούρκος. Η γή πρέπει νά απαλλαγεί από αυτή τήν καταραμένη φυλή. Η ύπαρξή της προσβάλλει τόν Θεό καί τό ανθρώπινο γένος. Μία μέρα αυτός ο αγάς ζήτησε από τό γιό μου λίγο γάλα γιά νά δροσιστεί. Μά δέ διψούσε στ' αληθινά τό σκυλί. Αφορμή ζητούσε γιά νά ικανοποιήσει τό καταραμένο πάθος του, γιατί δυστυχώς ο γιός μου ήταν λεβέντης. Καθώς ο γιός μου πάλευε νά ξεφύγει, ο Μπεκήρ τράβηξε τό γιαταγάνι καί τού έσκισε τά ρούχα. Εξαγριωμένος τότε ο γιός μου άρπαξε μία πέτρα καί τού τήν έφερε στό κεφάλι. Καί ο αγάς τόν έσφαξε επί τόπου. Όλα αυτά έγιναν μπροστά στά ίδια μου τά μάτια."»

Howe, Samuel Gridley,1801-1876.An historical sketch of the Greek Revolution.

Άποψη της Κορίνθου και του Ακροκόρινθου. Στο βάθος διακρίνεται ο ναός του Απόλλωνα. Χρονολογία έκδοσης 1803
ΑΚΡΟΚΟΡΙΝΘΟΣ 1821- 1822 

Στις αρχές του Μαΐου 1821,ξεκινάει η δεύτερη πολιορκία του Ακροκορίνθου. Επικεφαλής των πολιορκητών είναι ο Καλαβρυτινός Αναγνώστης Πετμεζάς και ο Υδραίος Κωστής Μεθενίτης. Τρία κανόνια, αγορασμένα με έρανο Υδραίων Φιλικών, υπό τον Υδραίο καπετάνιο Δημήτρη Κριεζή, μεταφέρθηκαν στο απέναντι μικρό καστράκι (Μοντ Εσκουβέ- Πεντεσκούφι) κι έκαναν αρκετή ζημιά στους έγκλειστους του Κάστρου. Η πολιορκία στένεψε πολύ, οπότε οι τούρκοι αναγκάστηκαν να παραδοθούν, με συμφωνία που κανονίστηκε το πρωί της 14ης Ιανουαρίου του 1822.
Μετά την υπογραφή της συμφωνίας, πήρε ο Κολοκοτρώνης άνδρες από τα διάφορα στρατιωτικά σώματα και με τη συνοδεία του επισκόπου Δαμαλών Ιωνά, του Φωτάκου, του Πετμεζά και άλλων, έφτασε στη μεσημβρινή πύλη του Ακροκορίνθου. Εκεί τον υποδέχτηκαν οι τούρκοι αγάδες με επικεφαλή το φρούραρχο Ασλάν- Μπέη, που του παρέδωσε τα κλειδιά του Κάστρου τονίζοντας τη φράση: «Χαλάλι σας! Χαλάλι σας!».
Ο Κολοκοτρώνης σταύρωσε τρεις φορές το πάνω μέρος της πύλης με την Ελληνική σημαία και βροντοφώναξε: «Εμπάτε,Έλληνες!».

Παλικάρια και οπλαρχηγοί μπροστά από το ναό του Απόλλωνα στην Aρχαία Κόρινθο.1833[LE BLANC, Theodore. Croquis d' après nature faits pendat trois ans de sejour en Grèce et dans le Levant, Παρίσι, Gihaut, 1833-4]

Κατά τον ιστορικό της Κορινθίας, Λάμπη Αποστολίδη, αυτή ήταν μία από τις μεγάλες, τις βαθιά συγκινητικές στιγμές της ιστορίας του Γένους μας. Κι ενώ ο ηρωικός επίσκοπος Ιωνάς, καβάλα στο άλογο του, ύψωνε το σταυρό και ευλογούσε τα μπαρουτοκαπνισμένα παλικάρια κι οι βράχοι αντιλαλούσαν από ανάκατες ζητωκραυγές και ντουφεκιές, ο γέρος του Μοριά, σκαρφαλωμένος στο πιο ψηλό σημείο του Κάστρου, έστηνε την Ελληνική σημαία. Ήταν η γαλανόλευκη με το σταυρό, στο σχέδιο που μόλις πριν λίγες μέρες είχε εγκρίνει η Συνέλευση της Επιδαύρου και που για πρώτη φορά κυμάτιζε στον ελεύθερο Ελληνικό ουρανό.
Όμως, αφού σκόπιμα απομακρύνθηκε από την Κόρινθο ο Κολοκοτρώνης, η λαμπρή αυτή επιτυχία των Ελληνικών δυνάμεων αμαυρώθηκε στη συνέχεια από λαφυραγωγία και διαρπαγή του σημαντικού πλούτου που βρέθηκε στο Κάστρο (και που σύμφωνα με το δίκαιο του πολέμου ανήκε στον Ελληνικό δημόσιο, εφ’ όσον η παράδοση είχε γίνει με συνθήκη και όχι έφοδο). Το όργιο της λεηλασίας των λαφύρων ακολούθησε η καταρράκωση της συμφωνίας, που προέβλεπε την προστασία των τούρκων και τη διεκπεραίωση τους σε τουρκικά εδάφη. Από τους 600 που παραδόθηκαν, κανείς στο τέλος δεν επέζησε. Κατά τη μεταφορά τους ως τα πλοία που ήσαν στο Λουτράκι, υπέστησαν επιθέσεις από ομάδες ατάκτων, ληστεύθηκαν, γυναικόπαιδα αρπάχθηκαν και πολλοί άνδρες σφαγιάσθηκαν.
Οι εναπομείναντες μπαρκαρίστηκαν σε δυο καράβια που: «κατά δυστυχίαν,τρικυμίας επιπεσούσης,εις την θάλασσαν επνίγησαν άπαντες». Αυτά γράφει ο ιστορικός Φραντζής, όμως άλλοι αμφισβητούν το φυσικό φαινόμενο και αποδίδουν σε δόλο και σκοπιμότητα τον πνιγμό των άοπλων Τούρκων.

Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΛΗ ΣΤΗΝ ΚΟΡΙΝΘΟ 
(7 ΙΟΥΛΙΟΥ 1822)
ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΣΤΑ ΔΕΡΒΕΝΑΚΙΑ

Μάχη στα στενά των Δερβενακίων (πίνακας του Θ. Βρυζάκη)

Στίς 20 Ιουνίου 1822, ο Δράμαλης άφησε στήν Θήβα μία δύναμη 500 ανδρών μέ τόν Τσερχατζή πασά, η οποία προοριζόταν γιά τήν Χαλκίδα καί συνέχισε τήν πορεία του πρός τά Δερβενοχώρια ή τά Μεγάλα Δερβένια τών Γερανείων. Στά δύσβατα μονοπάτια τής διαδρομής αυτής οι κρυμμένοι Έλληνες τό μόνο πού κατάφεραν ήταν νά κλέψουν μερικά μουλάρια φορτωμένα μέ εφόδια καί νά σκοτώσουν μερικούς απομονωμένους Τούρκους. Ο Δράμαλης πάντως είχε κινηθεί μέ μεγάλη ταχύτητα καί μόλις πού πρόλαβαν οι Χριστιανοί κάτοικοι τής Αττικής καί τής Βοιωτίας νά τρέξουν νά σωθούν είτε στά ορεινά χωριά, είτε στήν Αίγινα, είτε στήν Κούλουρη (Σαλαμίνα). 
Τόσο τό Εκτελεστικό τού Μαυροκορδάτου, τού Κανακάρη καί τού Κωλέττη όσο καί ο Άρειος Πάγος τού Νέγρη αποδείχθηκαν ανίκανα νά αντιμετωπίσουν τήν απειλή πού πλησίαζε. Οι λιγοστοί άνδρες πού έστειλαν στά Μεγάλα Δερβένια τών Γερανείων μέ επικεφαλής τούς Γεώργιο Σέκερη, Γεώγιο Αγαλόπουλο, Μπιλίδα καί Ρήγα Παλαμήδη δείλιασαν μπροστά στόν τεράστιο όγκο τών εχθρικών δυνάμεων καί όχι μόνο υποχώρησαν ατάκτως, αλλά σκόρπισαν καί τόν πανικό στούς κατοίκους τής Κορινθίας. Τό ίδιο ανίκανος αποδείχθηκε ο φρούραρχος τού κάστρου τής Ακροκορίνθου καί αγαπητός στήν κυβέρνηση Ιάκωβος Θεοδωρίδης (Αχιλλέας). 
Σϋμφωνα μέ τόν ιστορικό τής ελληνικής επανάστασης Διονύσιο Κόκκινο, ο Μέττερνιχ είχε συμβουλέψει τόν σουλτάνο Μαχμούτ νά τελειώνει γρήγορα μέ τήν ενοχλητική αυτή εξέγερση, διότι μία μακροχρόνια επαναστατική κατάσταση θά μπορούσε νά αντιστρέψει τήν πολιτική τών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Ο ίδιος ιστορικός θεωρεί τήν άνοιξη τού 1822 ως μία "θλιβερά εποχή", λόγω τού παραγκωνισμού τού Κολοκοτρώνη στήν Πελοπόννησο καί τού Ανδρούτσου στήν Ανατολική Στερεά, ενώ όλοι γνώριζαν ότι ο Χουρσίτ πασάς εκείνη τήν περίοδο σχεδίαζε μία μεγάλη εκστρατεία ώστε νά δώσει τό τελειωτικό κτύπημα στήν επανάσταση. 


«Ετοιμάζαμε τά καράβια. Μάθαμε μπήκε ο Δράμαλης εις Κόρθο αντουφέκηγος, ότι οι κάτοικοι πήγαν νά κρύψουν τίς φαμελιές τους. Εις τά Ντερβένια (Δερβενοχώρια βορείως τών Μεγάρων, ντερβέν σημαίνει στενό πέρασμα, κλεισούρα) τούς χτύπησαν. Κι' αφού τούς είδε τούς Τούρκους από μακρυά ο Αχιλλέας, ο νέος αξιωματικός τής κυβερνήσεώς μας, άφησε 'φοδιασμένο κάστρο καί πήρε τόσο ασκέρι κ' έπιασε τά βουνά. Κι' ύστερα σκοτώθηκε. Τέτοιους αξιωματικούς θέλει η κυβέρνησή μας νά λευτερώση τήν πατρίδα, νέους. Τούς παλιούς σκότωμα. (Ειρωνεύεται τήν κυβέρνηση Μαυροκορδάτου, Νέγρη καί Κωλέτη γιατί όρισε ανίκανους αξιωματικούς νά αντιμετωπίσουν τόν εχθρό, ενώ τούς έμπειρους οπλαρχηγούς επιχειρούσε ακόμα καί νά τούς δολοφονήσει). 
Μπεζέρισαν ν' ακούνε Γώγο μέ ογδοήντα ένα άνθρωπον νά βαστήξη έξι χιλιάδες καί νά γιομίση ο τόπος σκοτωμένους. Ν' ακούνε εφτακόσους ανθρώπους νά χαλάσουν τόσες χιλιάδες. Ν' ακούνε Δυσσέα μ' εκατό ανθρώπους σέ μίαν μάντρα (Χάνι Γραβιάς) νά κόψουνε τήν πρώτη ορμή τών Τούρκων. Θέλουν Αχιλλέα οι Κυβερνήται ν' αφίνη αντουφέκηγον κάστρο, οπού 'ναι πλησίον τού ουρανού εις τό ψήλωμα κ' είχε κι' όλα του τ' αναγκαία. Η μαγαρισιά τό φκυάρι της θέλει. 
Βαρέθηκαν οι άνθρωποι ν' ακούνε Αλέξη Νούτζο, πού ξόδιασε όλα του τά χρήματα καί πούλησε καί τά τζιβαϊρικά του μισοτιμής εις τήν Αγιαμαύρα (Λευκάδα) καί πλέρωνε τούς ανθρώπους εις τόν πόλεμον, καί εις τήν Λαγκάδα έκοβα εγώ ξύλα νά φκειάσουμε φωτιά νά ζυμώσουμε ψωμί κι' ο Αλέξη Νούτζος φορτώνεταν τά ξύλα καί τά κουβάλαγε. Τόν στείλανε καί σκοτώθηκε σάν σκυλί. 
Άχ, ουρανέ, μήν τό φτουράς, μή βαστάς τήν επιβουλή τών αχάριστων ανθρώπων! Κι' ο Δυσσέας δέν ήταν καλύτερος. Αυτόν θά τόν κρέμαγε ο Αλήπασσας εις τά Γιάννενα, οπού τό φταιξε, ο Νούτζος τόν γλύτωσε. 'Εκαμε κι' αυτός τήν ανταμοιβή εις τόν ευεργέτη του. (Κατηγορεί καί τόν Ανδρούτσο γιά τό θάνατο τού Νούτσου πού τού είχε γλυτώσει τή ζωή στά Γιάννενα όταν ο Αλής ήθελε νά τόν κρεμάσει.)»

Απομνημονεύματα στρατηγού Ιωάννη Μακρυγιάννη

Η Ακροκόρινθος με τον  περιβάλλοντα χώρο- 1842 – 1885. Ελλάδα, ιστορική, εικονογραφημένη. Μια πλήρης συλλογή ιστορικών, τοπογραφικών και καλλιτεχνικών ντοκουμέντων. Με 280 γκραβούρες εποχής, Αθήνα, Nikolas Books,

Ο φρούραρχος πού είχε διατάξει τό Εκτελεστικό νά κρατήσει τό κάστρο στήν Ακροκόρινθο, εγκατέλειψε άρον άρον τή θέση του, άν καί είχε στή διάθεσή του άφθονο πολεμικό υλικό καί τρόφιμα γιά νά κρατήσει μία μακροχρόνια πολιορκία. Πρίν φύγει, είχε δολοφονήσει τόν Κιαμήλ μπέη πού ήταν αιχμάλωτός του καί είχε γευτεί τίς γυναίκες τού χαρεμιού του. Ο Δράμαλης μπήκε ανενόχλητος στίς 7 Ιουλίου 1822 στήν πόλη τής Κορίνθου. Εκεί τόν συνάντησε ο Γιουσούφ πασάς διοικητής τών Πατρών καί τόν συμβούλεψε νά παραμείνει στήν Κόρινθο, ώστε νά έχει μία βάση ανεφοδιασμού τού τεράστιου στρατού του καί από εκεί νά οργανώνει τίς στρατιωτικές του επιχειρήσεις πρός τό εσωτερικό τού Μοριά. 
Ο Δράμαλης πού είχε κάνει περίπατο από τή Λαμία μέχρι τήν Κόρινθο, όχι μόνο οικειοποιήθηκε τούς αμύθητους θησαυρούς τού Κιαμήλ μπέη αλλά νυμφεύθηκε καί τήν πανέμορφη χήρα του. Οι θησαυροί τού Κιαμήλ ήταν κρυμμένοι μέσα σέ ένα πηγάδι καί ανέρχονταν σέ είκοσι εκατομμύρια γρόσια. Η χήρα ξέχασε γρήγορα τόν προηγούμενο σύζυγο καί παρηγορήθηκε μέ τόν νέο κάτοχο τής περιουσίας τού μακαρίτη μπέη τής Κορινθίας. Γιά γαμήλιο δώρο ο Δράμαλης έδωσε στή νύφη Ρωμιούς αιχμαλώτους, τούς οποίους η Τουρκάλα τούς έχτισε στά τείχη, γιά νά πάρει εκδίκηση γιά τήν ατίμωσή της από τόν Ρωμιό φρούραρχο τού κάστρου. Δύο ιερείς αιχμάλωτοι κρεμάστηκαν κατωκέφαλα.

Μαχμούτ Δράμαλης Πασάς 1780 – 1822

Στή συνέχεια ο πασάς κινήθηκε πρός τό Άργος. Στό πέρασμά του, άφηνε καμμένα χωριά, αποκεφαλισμένους άνδρες καί βιασμένες γυναίκες. Τίς πιό όμορφες τίς έπαιρναν στά χαρέμια τους οι μπέηδες καί τίς υπόλοιπες τίς σκότωναν. Δέν παρέλειψε νά στείλει μετζίληδες στόν Χουρσίτ νά τού αναγγείλει τά ευχάριστα νέα ότι δηλαδή καταπνίγηκε τό ζορμπαλίκι τών γκιαούρηδων στό Μοριά καί ο σερασκέρης μέ τή σειρά του τό ανήγγειλε στόν σουλτάνο, ο οποίος οργάνωσε γιορτές καί πανηγύρια στήν Ιστανμπούλ γιά νά λάβει καί τά συγχαρητήρια από τόν πρεσβευτή τής Αγγλίας λόρδο Στράγκφορντ. 


Στίς 8 Ιουλίου 1822, σαράντα ιππείς τής εμπροσθοφυλακής τού στρατού τού Δράμαλη μπήκαν καλπάζοντας στό Ναύπλιο καί έφεραν τή χαρμόσυνη είδηση τών ενισχύσεων στούς κλεισμένους στό Παλαμήδι ομοθρήσκους τους, οι οποίοι έχοντας φτάσει στά όριά τους από τήν πείνα καί τίς αρρώστειες, ετοίμαζαν τήν παράδοση τού κάστρου. 
Αντίθετα ήταν τά συναισθήματα στήν άλλη πλευρά. Ο πανικός τών κατοίκων τής Αργολίδος ήταν απερίγραπτος. "Ο σώζων εαυτόν σωθήτω". Όλοι έτρεχαν πρός διάφορες κατευθύνσεις νά μαζέψουν τό βιό τους καί νά φύγουν. Καί μόνο η κραυγή "πλάκωσαν οι Τούρκοι" ήταν ικανή νά ερημώσουν τά χωριά. 
Μάταια ο Δημήτριος Υψηλάντης προσπαθούσε νά μαζέψει ενόπλους, φωνάζοντας "όσοι πιστοί διά τήν πατρίδα νά μέ ακολουθήσουν!". Οι κάτοικοι έτρεχαν πρός τούς Μύλους μήπως βρούν κάποιο πλοίο νά τούς περάσει στά κοντινά νησιά. Πολλοί στόν πανικό τους έπεφταν στή θάλασσα καί πνίγονταν. Οι πρόσφυγες από τήν Χίο καί τίς Κυδωνιές πού είχαν προηγουμένως ζήσει σφαγές ήταν σέ έξαλλη κατάσταση. Πολλοί από αυτούς έπεσαν θύματα ληστείας από τούς ντόπιους καί κυρίως από τούς Μανιάτες. Η αδελφή τού Βάμβα Μαρία βιάστηκε καί πέθανε ύστερα από μερικές μέρες στή Μήλο. Αυτά τά γεγονότα ανάγκασαν πολλούς φιλέλληνες νά εγκαταλείψουν τήν Ελλάδα, αηδιασμένοι από τήν μεταχείριση πού είχαν οι Έλληνες από άλλους Έλληνες. Πολλοί από αυτούς τούς ξένους έγραψαν άσχημες αναφορές γιά τήν Ελλάδα, αμαυρώνοντας τήν εικόνα της στό εξωτερικό. 


«Οι δέ εχθροί επροχώρουν χωρίς ανθίστασιν καί τέλος πάντων έφθασαν εις τήν Κόρινθον αναιμωτί καί εστρατοπέδευσαν εκεί τήν 6ην Ιουλίου 1822. Οι δέ φεύγοντες Τριπολιτζιώται διεσκορπισμένοι εκ τού φόβου εις διαφόρους δρόμους διέσπειραν μέγαν τρόμον εις τά μέρη, όθεν διέβαινον, κηρύττοντες έκαστος εις τόν λαόν, ότι αυτός μόνος εσώθη από τήν μάχαιραν τών εχθρών καί κατήντησαν τούς χωριάτας εις τόσην απελπισίαν, ώστε κατέφευγον εις τούς δρόμους καί τά σπήλαια. Πανταχόθεν ηκούετο ολολυγμός τών γυναικών καί παιδίων καί μάλιστα τών εκεί ευρισκομένων ξένων φαμιλιών εκ τής Χίου, τών Κυδωνιών (Αϊβαλί) καί άλλοθεν, οίτινες ήρπασαν εις τούς ώμους των, ό, τι εδύναντο από τό πράγμα τους καί έφευγον έξω τής πόλεως. Οι δέ Μανιάται διετηρήθησαν εις αυτήν τήν περίστασιν απανθρώπως, επειδή άλλοι μέν εξ αυτών προκατέλαβον τούς δρόμους έξω τής πόλεως επί προφάσει διά νά εμποδίζουν τούς φεύγοντας ενόπλους καί εγύμνωσαν πάντας τούς διαβαίνοντας άνδρας καί γυναίκας. 
Άλλοι δέ Μανιάται ώρμησαν εις τό οσπήτια καί εργαστήρια καί τά εγύμνωσαν εν ω ήσαν παρόντες οι οικοκύριοι, πρός τούς οποίους έλεγον ότι, άν τούς τά αφήσουν θέλει τά κυριεύσουν οι Τούρκοι. Αφ' ού έπραξαν ταύτα άτοπα, οι πλείονες εξ αυτών ανεχώρησαν διά τήν Μάνην, ενεργούντες καί καθ' οδόν εις τά χωρία όχι ολιγώτερα. 
Τά δέ μέλη τής Διοικήσεως, χωρίς νά συνέλθωσιν εις έν καί νά λάβωσι κοινά μέτρα περί τού ποιητέου, διεσκορπίσθησαν, επειδή πρώτον έδωσε τό παράδειγμα τούτο τό Εκτελεστικόν Σώμα, τό οποίον εφοβείτο μάλλον τήν οργή τού λαού ή τούς εχθρούς πλησιάζοντας καί διά τούτο δέν εφρόντισεν άλλο ειμή τίνι τρόπω νά διασωθή μέσα εις τά πλοία, όπου ευρίσκοντο εις τούς Μύλους. 
Ο δέ Δημήτριος Υψηλάντης επροσπάθει νά συναθροίση στρατιώτας καί νά συγκροτήση έν σώμα, διά νά προκαταλάβουν μίαν θέσιν οχυράν πρός βλάβην τών εχθρών, αλλ' ουδείς τόν ηκολούθει.»
Απομνημονεύματα Γερμανού
Στή γολέτα "Τερψιχόρη" τού Λάζαρου Κουντουριώτη βρισκόταν καί η σεβαστή κυβέρνηση μέ πρώτους τόν Ιωάννη Κωλέτη καί τόν Θεόδωρο Νέγρη, οι οποίοι γιά τό μόνο πού νοιάστηκαν ήταν πώς νά σώσουν τό τομάρι τους. Είχαν εξαντλήσει όλες τίς ραδιουργίες δίδοντας αξιώματα σέ ανίκανους ανθρώπους πού δέν είχαν ασχοληθεί ποτέ μέ τά στρατιωτικά καί τώρα δέν γνώριζαν αλλά ίσως καί νά μήν τούς ένοιαζε, πώς θά αντιμετωπιστεί ο Τούρκος πού πλησίαζε. Ο Κωλέτης είχε προηγουμένως φροντίσει νά απομακρύνει τελείως τόν Κολοκοτρώνη μέ μία επιστολή του, μέ τήν οποία τού έδινε εντολή νά ...πάει στήν Πάτρα νά συνεχίσει τήν πολιορκία, ενώ τόν χαρακτήριζε καί σκανδαλοποιό. Ποιός μπορούσε άραγε νά σταματήσει τόν Δράμαλη; 
«Τού δέ Δράμαλη προσεγγίζοντος, ο μέν λαός καί αι αρχαί αι εν Κορίνθω, υπό πανικού καταληφθέντες φόβου καί εις τά  Αγαλμα Κολοκοτρώνη στά Δερβενάκια ορεινά ή τά παράλια καταφεύγοντες διά νά σώσωσι τάς οικογενείας των, κατέλιπων τήν πόλιν παντέρημον. Ο δέ τόν Ακροκόρινθον φρουραρχών Αχιλλεύς (κληρικός διάκονος) Υδραίος, καίτοι επελθόντος καί τού Δημητρίου Κριεζή καί ενισχύοντος αυτόν, δέν επείσθη νά κρατήση τό φρούριον εκείνο, άν καί καλώς εφοδιασμένον καί ν' απασχολήση εκεί τόν εχθρόν, αλλ' αφού διέταξε καί εφόνευσαν μόνον τόν Κιαμίλμπεην καί τούς λοιπούς εκλείδωσαν εις τινα αποθήκην, εγκαταλιπών τό φρούριον απέδρα εγκαίρως μετά τής φρουράς του. 
Η δέ Κυβέρνησις μετά τής Βουλής, οιωνεί δικαιολογούμενοι επί τούτοις καί εντός τών εν Μύλοις πλοίων ησφαλισμένοι, εκεραυνοβόλουν μέχρι τής 10ης Ιουλίου 1822 τόν Κολοκοτρώνην δι΄εγκυκλίων πρός τόν ελληνικόν λαόν καί τής προκειμένης συμφοράς τήν αιτίναν εις αυτόν αποδίδοντες... Πάντες έφυγον εκείθεν, μετ' αυτούς δέ καί οι κάτοικοι εκ φόβου επελεύσεως αιφνιδίας τού πολυπληθούς εχθρού καί αιχμαλωσίας, αφήσαντες τάς οικίας των ερήμους καί ανοικτάς πρός σύλησιν. Άπασαι αι συμφοραί εις τόν απόντα Κολοκοτρώνην ως αίτιον απεδίδοντο από τούς τής Διοικήσεως. 
Εν τούτοις ο Δράμαλης επί κεφαλής επτά υποδεεστέρων πασάδων καί δυνάμεως στρατού υπολογισθέντος εξ ιππικού πλέον τών 22 χιλιάδων, ομού δέ μετά πεζών καί τών υπηρετικών υπέρ τάς 40 χιλιάδας εισελθών απροσκόπτως εις Κόρινθον καί τόν τόσον οχυρόν καί καλώς εφοδιασμένον Ακροκόρινθον, εγκαταλελειμμένον καί έρημον αμαχητί καταλαβών, εφοδιάσας έτι πλεόν αυτόν καί φρουράν ικανήν επ' αυτού καταστήσας, έπεμψεν ευθύς έν απόσπασμα ιππικού πρός κατασκόπευσιν τών πρός τό Άργος καί Ναύπλιον. 
Ο Αργείος Αλή πασάς μετά 700 ιππέων απελθών τότε επιδεικτικώς εις Ναύπλιον ως φρούραρχος, εκπροσωπών δέ καί τήν όλην στρατιάν, υπεδέχθη μετά πομπής καί παρατάξεως, πυροβολισμών απείρων, πανδήμου τών Τούρκων χαράς καί ντουβάδων (δεήσεων) ευχαριστηρίων πρός τόν Αλλάχ καί τόν προφήτην, διά τήν σωτηρίαν εαυτών καί τόν θρίαμβον! Όθεν δικαίως αι περί τούτων επιστελλόμεναι εις Κωνσταντινούπολιν καί πανταχού ειδήσεις, έκαμαν νά πιστευθή καί πανηγυρισθή ως οριστικώς κατασταλείσα εν Πελοποννήσω η επανάστασις.»

Ιστορικά τής ελληνικής παλιγγενεσίας υπό Μιχαήλ Οικονόμου

Εικονογράφηση για το ποίημα του Λόρδου Βύρωνα The Siege of Corinth οθωμανός αξιωματούχος και Ελληνίδα σκλάβα στα ερείπια του Ναού του Απόλλωνα στην αρχαία Κόρινθο.1849

Ο πανικός είχε ήδη μεταδοθεί καί στήν Τριπολιτσά, τήν οποία εγκατέλειψαν όλοι σχεδόν οι κάτοικοι. Κυβέρνηση δέν υπήρχε αλλά είχαν παραμείνει κάποια μέλη τής Πελοποννησιακής Γερουσίας, μεταξύ τών οποίων ήταν οι Ασημάκης Φωτήλας, επίσκοπος Κορίνθου Κύριλλος, Διονύσιος Παπαγιαννόπουλος (Δεληγιάννης), Καλογεράς, Δημήτριος Καλαμαριώτης καί Νικολής Τζανέτος. Ο Κολοκοτρώνης, φυσικά δέν ακολούθησε τήν εντολή τού Κωλέτη νά πάει στήν Πάτρα, αλλά κατευθύνθηκε στήν Τρίπολη γιά νά αναλάβει τήν κατάσταση. Η Γερουσία η οποία πρό ολίγου τόν είχε κηρύξει Ηρόστρατο τόν υποδέχθηκε μέ κανονιοβολισμούς καί τόν παρακάλεσε νά κινηθεί διότι: "Η πατρίδα χάνεται!". 
Στήν έρημη πόλη, όπου πρίν λίγο κυριαρχούσε ο τρόμος καί ο πανικός, ξεχώρισε μονάχα μία μορφή. Ήταν αυτός πού από τά 15 του χρόνια πολεμούσε τούς πασάδες. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης επέδειξε θαυμαστή ψυχραιμία, τήν ώρα πού όλα κατέρρεαν γύρω του. Κάλεσε όλους τούς άνδρες πάνω από 18 ετών νά έρθουν μέ ό,τι όπλο διέθετε ο καθένας. Μέ ένα του νεύμα έτρεξαν κοντά του νέοι καί γέροι, πρόκριτοι καί χωριάτες, φίλοι καί αντίπαλοι. Άρχισε νά πνέει άνεμος αισιοδοξίας καί ελπίδας, καθώς ο Γέρος τού Μοριά εμψύχωνε τούς Έλληνες μόνο όπως εκείνος ήξερε: "Βρέ Έλληνες, τούτοι οι Περσιάνοι καί οι Κακλαμάνοι πού ήρθαν είναι πολύ χειρότεροι πολεμιστές από τούς ντόπιους πού νικήσαμε, Φέρανε καί πολλά πλούτη μαζί τους. Καί ξέρετε ποιοί θά τά πάρουν;
Όσοι τρέξουν πρώτοι. Οι ύστεροι δέν θά προφθάσουν.


Ο αρχιστράτηγος ανέθεσε σέ έμπιστα πρόσωπα νά αναλάβουν στρατιωτικά καθήκοντα καί όρισε τόν Βασίλη Δημητρακόπουλο, γνωστό καί ως Τουρκοβασίλη γιά τήν αυστηρότητά του, νά αναλάβει τήν τροφοδοσία τών στρατιωτών, κυρίως μέ γεννήματα καί αλεύρι από τήν επαρχία Καρύταινας. Ο ίδιος ο γέρο Κλέφτης, ξεκίνησε μέ 1500 Καρυτινούς γιά νά συναντήσει τόν εχθρό. Στό δρόμο τραγουδούσε καί έλεγε αστεία γιά νά εμψυχώσει τά παλληκάρια του. Έξαφνα εμφανίστηκε μπροστά του ο Ρήγας Παλαμήδης, πού ακόμα έτρεχε γιά νά γλυτώσει από τούς Τούρκους, καί άρχισε νά εξιστορεί ψεύτικες ιστορίες καί στόν Κολοκοτρώνη. Ο Κολοκοτρώνης φυσικά δέν τόν πίστεψε καί τόν μάλωσε γιά τά ψέματα πού διέδιδε. Άν ο πατέρας τού Ρήγα δέν είχε βαφτίσει τόν Κολοκοτρώνη δέν θά γλύτωνε τό ξύλο ο ρίψασπις Παλαμήδης. Πρώτη στάση ο γέρο Κλέφτης έκανε στό χάνι Ταβούλι κοντά στόν Αχλαδόκαμπο. 


«Αφ' ού δέ έφθασεν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης εις τό κατά τόν Αχλαδόκαμπον ξενοδοχείον τού Αγά πασσά, συναπηντήθη μετά τού Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη καί τού Δημητρίου Υψηλάντου, καί συσκεφθέντες περί τής εισβολής τών Οθωμανών, απεφάσισαν νά καταβώσιν ομού εις τούς Μύλους, ο δέ Κολοκοτρώνης, πρίν ή καταβώσιν εις τούς Μύλους εγκρίνας αναγκαίαν τήν διατήρησιν τής ερειπίου ακροπόλεως τού Άργους, διέταξε τόν Πέτρον Μπαρμπιτζιώτην, τόν Αντώνιον Κουμουστιώτην καί τόν Θεόδωρον Ζαχαρόπουλον (γιό τού περίφημου Ζαχαριά), νά καταλάβωσι τήν ακρόπολιν τού Άργους μέ διακόσιους Έλληνας. 
Τήν δέ 10ην Ιουλίου 1822 εισήλθον εις τήν ακρόπολιν καί ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, ο Δημήτριος Υψηλάντης καί ο Πάνος Κολοκοτρώνης μέ τριακόσιους στρατιώτας καί τήν 11ην Ιουλίου εισήλθον καί άλλοι διακόσιοι στρατιώται. 
Ο Κολοκοτρώνης από τό ξενοδοχείον τού Αχλαδόκαμπου αποχωρισθείς, μετέβη διά τής κώμης Τορνικίου εις τόν Μεγάλον Γεώργιον (Νεμέα). Καθ' οδόν δέ συναπαντηθείς μετά τού Γρηγορίου Δικαίου (Παπαφλέσσα), ομοθυμαδόν απήλθον εις τήν κώμην Μαλανδρίνι, όπου ευρόντες δεκατρείς Δερβενάκια Οθωμανούς εκ τών τού Δράμαλη, ελθόντας νά λαφυραγωγήσωσι τήν κώμην, απέκλεισαν αυτούς εντός μιάς οικίας, μή θελήσαντας δέ νά παραδοθώσι, κατέκαυσαν άπαντας αυτούς εντός τής αυτής οικίας. 
Ο Δημήτριος Πλαπούτας διαμένων μετά 800 Ελλήνων εις τό Σκηνοχώρι καί πληροφορηθείς τήν εις τάς πεδιάδας περιφοράν τών Οθωμανών, μετέβη μετά 280 Ελλήνων πεζών καί ολίγων εξ αυτών εφίππων εις τάς αυτού πεδιάδας. Ιδών δέ ολίγον μακρόθεν τούς περιφερομένους Οθωμανούς, έδραμε μετά τών εφίππων εις τό Χαρβάτι (Μυκήνες), καί εν ώ έσυρε τήν σπάθην του διά νά φονεύση έναν Οθωμανόν, προλαβών ο Οθωμανός μέ τό γιαταγάνι διεχώρισεν εις δύο τήν σπάθην τού Πλαπούτα. Αλλ' εις τήν στιγμήν προφθάσαντες καί άλλοι Έλληνες, εφόνευσαν τόν Οθωμανόν εκείνον, μετ' αυτού δέ καί άλλους δεκατρείς. 
Διαθέσας δέ ο Γενικός Αρχηγός τά αυτόθι εν τάξει, επέστρεψε πάλιν εις τούς Μύλους καί εις τό Κεφαλάρι τού Άργους, όπου συνέρρεον πανταχόθεν πελοποννησιακά στρατεύματα εκ τών επαρχιών Καλαμών, Ανδρούσης, Ιμλακίων, Κουτζούκ Μάνης, Νησίου (Μεσσήνη), Φαναρίου (Ολυμπίας), Λεονταρίου, Τριπολιτζάς, Λακεδαιμονίας, Αγίου Πέτρου καί Τζακωνίας.»

Επιτομή τής Ιστορίας τής Αναγεννηθείσης Ελλάδος, Αμβρόσιος Φραντζής 1835, Τόμος Β'

Ακροκόρινθος,Τζαμί

Ο Κολοκοτρώνης σέ πολεμικό συμβούλιο πού έκανε στό χάνι τού Αγά Πασά στόν Αχλαδόκαμπο, μαζί μέ τούς Υψηλάντη, Παπαφλέσσα, Παναγιώτη Κρεββατά, Πετρόμπεη, Διονύση Ευμορφόπουλο, Ανδρέα Μεταξά καί Πάνο Κολοκοτρώνη σχεδίασε τόν τρόπο μέ τόν οποίο θά αντιμετώπιζε τόν Δράμαλη. Πρώτη του ενέργεια ήταν νά στήσει μικρά στρατόπεδα ώστε νά ελέγχει τά στενά περάσματα τής Αργολίδος. Ήδη ο Αντώνιος Κολοκοτρώνης μέ τόν Δημήτριο Πλαπούτα είχαν πιάσει τόν Άγιο Γεώργιο (Νεμέα). Στή συνέχεια οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί οχύρωσαν τό κάστρο τού Άργους καί έστειλαν επιστολές, μέ τίς οποίες ζητούσαν από τά πλοία τών Σπετσών καί τής Ύδρας νά στείλουν τρόφιμα καί πολεμοφόδια στούς Μύλους. Πρώτη η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα μέ τόν Χατζηγιάννη Μέξη ανταποκρίθηκαν μέ προθυμία στό κάλεσμα, ενώ κατέφτασε καί ο Νικηταράς από τή Ρούμελη. 

Ο Κολοκοτρώνης ήθελε νά αναγκάσει τόν Δράμαλη νά παραμείνει στόν αργίτικο κάμπο πού γνώριζε μία πρωτόγνωρη ξηρασία γιά τήν εποχή καί όχυρωσε τήν ακρόπολη τού Άργους, ώστε νά τήν χρησιμοποιήσει σάν δόλωμα. Ο Δράμαλης έπρεπε νά παραμείνει στό Άργος, καί νά μήν προχωρήσει πρός τούς Μύλους ή τήν Τρίπολη, τήν καρδιά δηλαδή τής επανάστασης. Ο Έλληνας αρχιστράτηγος όμως ήθελε νά υποφέρει ο τουρκικός στρατός όχι μόνο από τήν δίψα αλλά καί από τήν πείνα. 



Αποφάσισε νά εφαρμόσει τό κλασικό σχέδιο τής καμμένης γής. 
Φωτιά σέ όλο τόν αργίτικο κάμπο καί ψόφια ζώα μέσα στά πηγάδια ήταν τό δώρο τού Κολοκοτρώνη στό ασκέρι τών 40000 ανδρών τού Δράμαλη πού προχωρούσε μέ κατεύθυνση τό Άργος. Τά τρόφιμα πού περίμενε από τήν Ρούμελη δέν θά έφταναν ποτέ, καθώς οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί μέ πρώτο τόν Ανδρούτσο είχαν κλείσει τά νώτα του. "Σάς στέλνω τριάντα χιλιάδες Τούρκους γιά νά μονοιάσετε. Κάμετέ τους ό, τι θέλετε. Εγώ υπόσχομαι νά μήν αφήσω νά περάσουν άλλοι καί παίρνω πάνω μου τόν σερασκέρ Χουρσίτ πασά." 



Στίς 12 Ιουλίου 1822, ο Δράμαλης μπήκε στό Άργος, όπου είδε τήν ακρόπολη τής πόλης (Λάρισα) οχυρωμένη καί αποφάσισε νά τήν πολιορκήσει. Τήν άμυνα τού κάστρου τήν είχαν αναλάβει οι Αντώνης Κουμουστιώτης, Πέτρος Βαρβιτσιώτης καί Θεόδωρος Ζαχαρόπουλος. Ο Πάνος Κολοκοτρώνης μέ 150 άνδρες είχε καταλάβει τούς Μύλους Ναυπλίου καί εκεί συνάντησε τήν Μπουμπουλίνα μέ τά πλοία της. Λίγα χρόνια αργότερα η Σπετσιώτισα θά πάντρευε τήν κόρη της Ελένη Μπούμπουλη μέ τόν Πάνο Κολοκοτρώνη. 
Τό στράτευμα τού Δράμαλη ήταν ήδη εξαντλημένο από τήν πορεία τόσων ημερών. Μέ τά λιγοστά τρόφιμα καί τό μολυσμένο νερό οι στρατιώτες δυσανασχετούσαν καί οι μπέηδες είχαν αρχίσει πλέον νά κατηγορούν ανοιχτά τόν Δράμαλη. Παντού συναντούσαν μαύρη σκυθική γή, καμμένα σπαρτά, σκόρπια ψοφίμια, μολυσμένα πηγάδια. Οι αρρώστιες έγιναν μεγαλύτερος πονοκέφαλος από τούς γκιαούρηδες. Οι Τούρκοι έτρεχαν στά αμπέλια νά θερίσουν τά σταφύλια, αλλά εκεί οι Έλληνες τούς περίμεναν κρυμμένοι καί τούς πυροβολούσαν. Επειδή τά σταφύλια ήταν ακόμα άγουρα, πολλοί Τούρκοι αρρώσταιναν μέ αποτέλεσμα νά υποφέρουν από δυσεντερίες. 

Δημήτριος Πλαπούτας

Ο Δημήτριος Πλαπούτας έλαβε τήν εντολή νά μεταβεί στήν Ακροκόρινθο καί νά ρίξει μερικούς πυροβολισμούς γιά νά ενθαρρύνει τήν ελληνική φρουρά πού νόμιζαν οι Έλληνες ότι βρισκόταν εντός τού φρουρίου. Τό σώμα τού Πλαπούτα συνάντησε στόν δρόμο τόν Παλαιών Πατρών Γερμανό, τόν Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο πλούσιο έμπορο από τήν Πάτρα, τόν Νικόλαο Δεληγιάννη καί τόν Παναγιώτη Ζαριφόπουλο, πού όδευαν πρός τήν Τρίπολη. Οι στρατιώτες τού Πλαπούτα έδειξαν εχθρικές διαθέσεις κατά τών πολιτικών αυτών προσώπων, αλλά ο Πλαπούτας, υπακούοντας στίς διαταγές πού είχε από τόν αρχηγό, δηλαδή νά μήν επιτραπεί καμμία εχθρική πράξη εναντίον τών πολιτικών του αντιπάλων, συγκράτησε τούς στρατιώτες του. 
Αργότερα ο Πλαπούτας συγκρούστηκε μέ Τούρκους ιππείς, οι οποίοι τού έσπασαν τό σπαθί στά δύο, αλλά σώθηκε από τόν σίγουρο θάνατο μέ τήν βοήθεια τού Μπούκουρα καί τού Μαστρογιώργη. Κατόπιν, τό μικρό σώμα τού Πλαπούτα έφθασε στό Μαλανδρίνο καί αφού ενώθηκε μέ άλλους τριακόσιους άνδρες, προχώρησε πρός τό Χαρβάτι (Μυκήνες) γιά νά κατασκοπεύσει τίς κινήσεις τού εχθρού. Στό δρόμο συνάντησε καί άλλο απόσπασμα 50 Τούρκων ιππέων καί αφού τούς απέκλεισε στό χωριό Φίχτιον τούς εξόντωσε μέχρι ενός. 


«Εκείθεν τήν 13ην Ιουλίου 1822 εκατέβη εις τό κάτω Μπέλεσι (Λυρκεία) καί εκείθεν εις ταίς Στέρναις καί Μαλανδρίνο όπου ήτον μικρόν σώμα Τούρκων καβαλαραίων καί πεζών. Όσοι Τούρκοι από αυτούς επρόφθασαν καί έφυγαν εγλύτωσαν, οι δέ άλλοι εκλείσθησαν εκεί από τόν Κολοκοτρώνην καί αρχιμανδρίτην Φλέσαν, πρώτον εις ολίγα σπίτια, έπειτα όλοι εις ένα σπίτι. Τούς εζήτησεν ο αρχηγός τά άρματα καί νά παραδοθούν, αλλ' εκείνοι απεκρίθησαν δέν παραδιδόμεθα, διότι είμεθα Γέγγιδες. Μάλιστα δέ τόν Κολοκοτρώνην καί τόν αρχιμανδρίτην τούς ύβρισαν. 
Ο αρχηγός τούς εζήτησε νά προσκυνήσουν καί δέν εδέχθησαν, είπε τό κρίμα στόν λαιμόν τους καί διέταξε τούς στρατιώτας νά μαζώξουν ταίς φράκταις τού χωριού καί νά βάλουν φωτιά νά τούς κάψουν. Δέν γνωρίζομεν σωστά πόσοι ήσαν 10 ή 15 ή ολιγώτεροι. Εις τόν μικρόν αυτόν πόλεμον ο Φλέσας εζύγωσεν εις τήν πόρταν τού κατωγείου, άρπαξεν ένα Τούρκον μισοζώντανον, αλλά δέν επρόφθασε νά τού πάρη όλα τά άρματα. Ο Γκέγκας εκαίετο καί η φωτιά τού σπιτιού δέν μάς άφινε νά πλησιάσωμεν, αλλ' ο Φλέσας τόν ετράβηξεν έξω. 
Αφού λοιπόν έφθασεν εις τόν Άγιον Γεώργη (Νεμέα) ο αρχηγός διέταξεν αμέσως νά πάν 300 στρατιώται εις Δερβενάκι εις τήν θέσιν Αγριλόβουνο νά κάμουν ταμπούρι κλειστό καί νά μείνουν εκεί υπό τάς διαταγάς τού Αντώνη Κολοκοτρώνη. Τόν δέ παπά Δημήτρη Χρυσοβιτσιώτη νά πάγη εις τό χωριό Ζαχαριά παρακάτω εις τήν ανατολικήν πλευράν τού Δερβενακίου μέ τούς δικούς του στρατιώτας, περισσοτέρους τών εκατόν πενήντα καί νά ταμπουρωθούν καί αυτοί. Εκεί δέ εις τόν Άγιον Γεώργη, όσας ημέρας εστάθηκε ο αρχηγός διέταξε τά πάντα, εσύστησεν εις τό χωρίον Κούτσι τό φροντιστήριον τών τροφών καί άλλων αναγκαίων τού στρατού. 
Μετέπειτα επήρεν όλους τούς σωματοφύλακας μαζί του, τήν σημαίαν καί όσους καβαλαραίους είχε τότε καί επήγε νύκτα, τήν 20ην Ιουλίου 1822, είς τό Σκοινοχώρι, όπου ηύρε τό άλλο στρατόπεδον καί φροντιστήριον τού Πλαπούτα. 
Εκείθεν τήν αυτήν ημέραν ετράβηξε κατά τήν Άκοβα, όπου μέ τό έβγαλμα τού ηλίου αντάμωσε τόν Πλαπούταν, τόν Τζανέτον Χριστόπουλον, τόν Δημητράκη Δεληγιάννην καί πολλούς Τριπολιτσιώτας, οι οποίοι κάθε ημέραν επολέμουν μέ τόν Δράμαλη καί δέν τόν άφηναν ποτέ νά ανασάνη, ούτε νά αποκλείση εις τό φρούριον τούς εδικούς μας. Τό ίδιον έκαμε καί ο Δημήτριος Τσόκρης μέ τούς Αργείους καί επειδή εγνώριζαν καλά ως εντόποι τόν τόπον έκαμαν χωσιαίς καί εσκότωναν κάθε ημέραν πολλούς Τούρκους. 
Εις τάς 16 Ιουλίου 1822, ο Πλαπούτας συνεννοηθείς μέ τούς αρχηγούς, οι οποίοι ήταν εις τό Κεφαλάρι, άναψαν γύρω τού φρουρίου τόν πόλεμον καί ανάγκασαν τούς Τούρκους νά ανοίξουν τό φρούριον. Ο Πλαπούτας τότε μέ τούς άλλους εμβήκε μέσα εις τό φρούριον (Άργους), άφησε πολεμοφόδια καί τροφάς καί αφήσαντες μέρος στρατιωτών διά φρουράν αφού τούς υποσχέθησαν ότι θέλουν έλθει νά τούς βγάλουν καί δέν θά τούς αφήσουν νά χαθούν, ο μέν Υψηλάντης πήγε εις τό Κεφαλάρι, ο δέ Πάνος εις τό Σκοινοχώρι. 
Εκείθεν ο αρχηγός επήγεν εις τό Κεφαλάρι καί ηύρε τόν Υψηλάντην, τούς Μαυρομιχαλαίους, τόν Κεφάλαν, τόν Παπατσώνην καί λοιπούς. Όλοι αυτοί ήταν τόσον φοβισμένοι, ώστε αίμα δέν είχαν εις τό πρόσωπόν τους, διότι τήν περασμένην ημέραν (19 Ιουλίου 1822) είχαν χάσει μίαν μεγάλην μάχην πολεμούντες μέ τόν στρατόν τού Δράμαλη, εις τήν οποίαν εσκοτώθησαν περισσότεροι τών διακοσίων Ελλήνων.»

Απομνημονεύματα Φωτάκου


Είδαμε λοιπόν ότι από τίς πρώτες φροντίδες τού Γέρου τού Μοριά ήταν νά στήσει στρατόπεδα δίπλα στά Δερβενάκια, πού βρίσκονταν στόν δρόμο Κορίνθου - Άργους, γιά νά αποκόψει τά νώτα τού Δράμαλη. Ήταν ένας στρατιωτικός ελιγμός πού θά έκρινε τήν τύχη τής στρατιάς τού Δράμαλη. Στή συνέχεια κατευθύνθηκε στούς Μύλους, από όπου είχαν ήδη αναχωρήσει ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο Πάνος Κολοκοτρώνης καί ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης και είχαν μεταβεί στό φρούριο τού Άργους γιά νά ενισχύσουν τή φρουρά του. 
Οι Έλληνες είχαν καταφέρει νά συγκεντρώσουν στήν Αργολίδα περίπου 10000 ενόπλους, οι οποίοι όμως δέν διέθεταν ούτε πυροβολικό, ούτε ιππικό, αλλά ούτε καί καλό εξοπλισμό. Οι Καρυτινοί είχαν αρχηγούς τόν Πάνο Κολοκοτρώνη, τόν Γενναίο, τόν Μάρκο Κολοκοτρώνη, τόν Αντώνη Κολοκοτρώνη, τόν Αγγελή Γάτσο, τόν Δημήτριο Ροϊλό κ.ά. Οι Λακεδαιμόνιοι τόν Γιατράκο, οι Κυνούριοι τόν Ζαφειρόπουλο, οι Μεσσήνιοι τόν Κεφάλα, τόν Μήτρο Πέτροβα καί τόν Παπατσώνη, οι Μανιάτες τόν Ηλία Τσαλαφατίνο καί τόν Αντώνη Μαυρομιχάλη, οι Αργείοι τόν Τσόκρη καί τόν Δαγρέ, οι Αρκάδιοι τόν Παπαφλέσσα, τόν Αναγνωσταρά, οι Ρουμελιώτες τόν Νικηταρά, οι Υδραίοι τόν Δημήτριο Κριεζή, οι Καλαβρυτινοί τόν Αναγνώστη καί τόν Βασίλειο Πετμεζά κ.λ.π. 
Στίς 12 Ιουλίου 1822, ξεκίνησε ο Δράμαλης τήν πολιορκία τής ακρόπολης τού Άργους. Ο Υψηλάντης είχε αφήσει νά διαρρεύσουν πληροφορίες ότι στό κάστρο υπήρχαν άπειρα λάφυρα προερχόμενα από τίς προηγούμενες νίκες, μεγάλες ποσότητες ζωοτροφών καί οι ικανότεροι Ρωμιοί οπλαρχηγοί. Ο Οθωμανός αρχιστράτηγος αποφάσισε νά επιμείνει στήν πολιορκία τού κάστρου, παρά τίς αντιρρήσεις τού Αλή πασά τού Άργους, ο οποίος τόν συμβούλευε νά μήν χάσει τό χρόνο του εκεί, αλλά νά προχωρήσει πρός τό κέντρο τής Πελοποννήσου. Σίγουρος γιά τήν εύκολη νίκη του ο πασάς διέταξε έφοδο στό κάστρο, αδιαφορώντας γιά τίς απώλειες. 
Οι Έλληνες όχι μόνο απέκρουσαν μέ επιτυχία όλες τίς εφόδους τού οθωμανικού στρατού, αλλά οχύρωσαν καί τήν εκκλησία τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου, έξω από τό φρούριο, ενώ κρύφτηκαν καί στά γύρω αμπέλια. Δεκαεπτά επιθέσεις έκανε τό τουρκικό ιππικό αλλά οι αμυνόμενοι μέ πρώτους τόν Δημήτριο Τσόκρη, τόν Αντώνη Μαυρομιχάλη, τόν Μήτρο Πέτροβα, τόν Παναγιώτη Κεφάλα, τόν Παπατσώνη καί τόν Ηλία Τσαλαφατίνο τίς απέκρουσαν όλες. Τότε ξαφνικά ένας καλόγερος τράπηκε σέ φυγή φωνάζοντας ότι έσπασαν τίς γραμμές οι Τούρκοι. Ο πανικός μεταδόθηκε σέ όλους τούς Έλληνες μέ αποτέλεσμα νά τρέχουν μέσα στήν πεδιάδα γιά νά γλυτώσουν. Οι σπαχήδες επιτέθηκαν εκ νέου καί ήταν εύκολη πλέον υπόθεση γι' αυτούς νά νικήσουν τούς Έλληνες πού έτρεχαν στήν πεδιάδα. Τά γιαταγάνια γύριζαν στόν αέρα πάνω από τά άλογα καί έπαιρναν κεφάλια. Στή μάχη αυτή χάθηκαν 153 Έλληνες. 


«Τήν 24ην Ιουλίου 1822 εβγήκεν από τό Άργος ο Χριστιανός γραμματικός τού Δράμαλη, σταλμένος από αυτόν νά παρατηρήση τήν κατάστασιν τού στρατοπέδου μας καί νά μάς εξαπατήση. Ως Χριστιανός δέ, ως έλεγε, μάς εσυμβούλευε νά φυλάγωμεν καλά τόν δρόμον τής Τριπολιτσάς, διότι εκεί θά τραβήξη όλον τό στράτευμα τού Δράμαλη, αλλ' ο Κολοκοτρώνης δέν έδωσε καμμίαν προσοχήν εις τά λόγια του. Τήν αυτήν δέ ημέραν ήλθε καί ο Πετρόμπεης από τούς Μύλους τού Ναυπλίου εις τό Κεφαλάρι τού Άργους. 
Τήν ακόλουθον ημέραν εβγήκαν Τούρκοι καβαλαραίοι οι ονομαζόμενοι ντελήδες έως 6000 καί επέρασαν τήν Ξερόβρυσιν, διευθυνόμενοι κατά τό Κεφαλάρι. Οι εκεί Έλληνες όσοι είχαν άλογα έως σαράντα έκαμαν ακροβολισμόν, εις τόν οποίον διεκρίθη ο Δημήτρης Παπατσώνης, ο Κότσος Βούλγαρης, ο γέρο Κωνσταντής Παλαμήδης, ο Γεωργάκης Μαυρομιχάλης, ο Πάνος Κολοκοτρώνης καί ο Δημήτριος Τσόκρης, οι δέ Τούρκοι δέν επροχώρησαν περισσότερον, αλλ' εγύρισαν πίσω εις τό Άργος. 
Τό έβγαλμά των ήτον νά παρατηρήσουν άν ήσαν εκεί στρατεύματα ελληνικά. Μετέπειτα οι Κολοκοτρώνης, Υψηλάντης, Τσόκρης, Σέκερης καί λοιποί καπεταναίοι συνήλθαν εις συμβούλιον πολεμικόν εις τό Κεφαλάρι τού Άργους, εις τό οποίον είπεν ο αρχηγός νά μοιράσουν τάς θέσεις πρός αποκλεισμόν τών Τούρκων εις τάς δύο επαρχίας Άργους καί Κορίνθου, διότι προβλέπει ότι οι Τούρκοι θά φύγουν, δέν ειμπορούν νά σταθούν πλέον, επειδή ο τόπος δέν τούς βαστά, καί δέν έχουν τροφάς διά πολλάς ημέρας ούτε νερόν. 
Έλεγεν ακόμα ο Κολοκοτρώνης ότι οι Τούρκοι θά πάν στήν Κόρινθον πίσω νά πάνε στήν Βοστίτσαν καί Πάτραν νά πιάσουν τήν Γαστούνη καί τότε θά μάς πάρουν όλους τούς κάμπους. 
Μολονότι δέν εσυμφώνησαν εις τό συμβούλιον, ο Κολοκοτρώνης απεφάσισε νά φύγη κα είπεν εις τούς εδικούς του νά ετοιμασθούν νά φύγουν. Τότε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης είπε: "νά ο Κολοκοτρώνης πάγει νά γείνη κλέφτης σταίς ράχαις τών βουνών", αλλά ο Υψηλάντης τόν μάλωσε διά τούς λόγους αυτούς καί μάλιστα τόν έκαμεν προσεκτικόν, διότι ευρισκόμεθα εκεί ο Σπηλιωτόπουλος καί εγώ.»

Απομνημονεύματα Φωτάκου

Καταστροφή τού Δράμαλη (Δερβενάκια)


Εκείνη η βαριά ήττα, στήν Εκκλησιά τής Παναγίας τού Άργους κλόνισε πάλι τό ηθικό τών Ελλήνων στρατιωτών. Αλλά καί η διχόνοια καλά κρατούσε  Δράμαλης σέ τέτοιες τρομερές στιγμές κινδύνου. Γιά νά καταλάβουμε τά πάθη τής εποχής καί τό μίσος τών προεστών κατά τού Κολοκοτρώνη, αρκεί νά παραθέσουμε απόσπασμα από μία επιστολή πού έστειλε ο Νικόλαος Δεληγιάννης πρός τόν αδελφό του Κανέλλο: "Ηττήθημεν. Ας έχη δόξαν ο Θεός. Άλλως άν νικώμεν, ο Δήμος (χλευαστικό παρατσούκλι τού Κολοκοτρώνη) εγίνετο βασιλεύς". 
Πώς θυμίζει τήν ήττα τού Ρωμανού στό Μάντζικερτ, τήν οποία επεδίωξε τό παλάτι γιά νά μπορέσει στή συνέχεια νά εξοντώσει τόν άτυχο αυτοκράτορα! Ο εσωτερικός εχθρός είναι αυτός πού τρώει τήν πατρίδα καί όχι ο εξωτερικός. Διαχρονικά... 
Εν τώ μεταξύ οι κλεισμένοι στό φρούριο είχαν αρχίσει νά υποφέρουν από τή δίψα. Είχαν απομείνει μόνο 250 υπερασπιστές, καθώς οι υπόλοιποι είχαν κατορθώσει νά φύγουν έπειτα από έναν αντιπερισπασμό πού είχε κάνει ο Πλαπούτας στίς 16 Ιουλίου. Ο Δημήτριος Υψηλάντης μαζί μέ τόν Γεώργιο Μαυρομιχάλη καί τόν Πάνο Κολοκοτρώνη ήταν ανάμεσα σέ εκείνους πού βγήκαν από τό κάστρο τής Λάρισας τού Άργους. 
Τό βράδυ τής 23ης Ιουλίου 1822, ο Κολοκοτρώνης επιχείρησε νυχτερινή επίθεση στούς πολιορκητές από τέσσερα σημεία. Τό σώμα τού Πλαπούτα πού επιτέθηκε στόν Προφήτη Ηλία κατόρθωσε νά αντιμετωπίσει μέ επιτυχία 4000 ιππείς τού εχθρού, δίνοντας έτσι τήν ευκαιρία στούς αμυνομένους νά βγούν από τό φρούριο καί νά ενωθούν μέ τούς υπόλοιπους. Τήν επομένη τό πρωΐ οι Τούρκοι εισήλθαν στό φρούριο καί δέν βρήκαν ούτε θησαυρούς, ούτε ζωοτροφές, ούτε Έλληνες, πλήν ενός ο οποίος είχε αποκοιμηθή καί δέν αντιλήφθηκε τήν έξοδο τών συντρόφων του. Ο Ρωμιός φόρεσε τούρκικα ρούχα, έβαλε στό κεφάλι του ένα κακάβι (μικρό κατσαρόλι) καί ανακατεύτηκε μέ τό πλήθος τών Τούρκων. Οι μεμέτηδες τόν θεώρησαν ότι ήταν κάποιος από τούς δικούς τους πού κουβαλούσε λάφυρα καί δέν τού έδωσαν σημασία. 
Η κατάληψη τού κάστρου από τόν Δράμαλη δέν βελτίωσε καθόλου τίς συνθήκες πού επικρατούσαν στό στράτευμά του. Είχε καθυστερήσει τόσες μέρες στόν αργολικό κάμπο καί οι στρατιώτες υπέφεραν από τήν έλλειψη νερού καί τροφών, ενώ τά 25000 άλογα καί τά άλλα τόσα μουλάρια είχαν μεγαλύτερο πρόβλημα καθώς η ξηρασία είχε ερημώσει τή γή καί δέν μπορούσαν νά βρούν ούτε βοσκή, ούτε νερό. Αντίθετα οι Έλληνες στρατιώτες είχαν αφθονία τροφών, ενώ είχαν τυχαία ανακαλύψει στό χωριό Κεφαλάρι καί μία πηγή από τήν οποία έτρεχε άφθονο καθαρό νερό. Αυτό τό περιστατικό τό απέδωσαν σέ θαύμα από τήν Παναγία, τήν "Τύχη τής πατρίδος μας", όπως τήν αποκαλούσε ο Γέρος τού Μοριά. 

Ακροκόρινθος.ο Άγιος Δημήτριος


«Οι Τούρκοι έρριχναν βόμβες από τό Άργος καί έβαναν δύο κανόνια από μία ράχη καί επολιορκούσαν τό Παλιόκαστρο (κάστρο τού Άργους). Οι κλεισμένοι δέν είχαν τίποτε μέσα καί ήτον στενοχωρημένοι (υπόφεραν από τή δίψα). Στές 20 Ιουλίου 1822, στήν ημέραν τού Αγίου Ηλία, έκραξα τά στρατεύματα εις τούς Μύλους τούς αργίτικους καί τούς ομίλησα δύο ώρες: "Νά πολεμήσομε, νά βγάλομε τούς κλεισμένους, οι Τούρκοι είναι όλοι σαβούρα". 
Απεφάσισα νά κτυπήσωμε τό βράδυ από όλες τές μεριές τούς Τούρκους, διατί δέν ημπορούσε νά πάγει άνθρωπος νά τούς ιδεί, αλλ' ό,τι έκαναν τά σινιάλα. (Οι συνεννοήσεις γίνονταν μέ φωτιές, διότι δέν μπορούσε νά διαπεράσει κανένας Έλληνας τόν κλοιό τών πολιορκητών). Τότενες, διατάττω τές επαρχίες νά κτυπήσουν τόν εχθρό εις τήν θέση καθεμιά πού είχε. Τότε καί τόν Κολιόπουλο (Δημήτριο Πλαπούτα) καί τούς Αρκαδιανούς (αγωνιστές από τήν Τριφυλία) τούς έβαλα εις τό κέντρον, νά κτυπήσουν τούς Τούρκους οπού είχαν τά κανόνια. Καί οι Αρκαδιανοί καθώς επήγα τό βράδυ καί εκτύπησα από όλες τές μεριές, επήγαν καί εχάλασαν μέ τά πόδια τά ταμπούρια. 
Αναχωρούν πάλιν διά νυκτός, διότι οι άλλοι Έλληνες δέν εκινήθησαν, εκείνοι έμειναν ακόμη κλεισμένοι εις τό Παλιόκαστρο. Τήν άλλην ημέρα εστενοχωρήθηκα διά τούς μέσα, νά μή βλαφθούν. Έκαμα ένα στρατήγημα: νά πάμε όλοι ολοτρόγυρα νά αδειάσομε από δύο τουφέκια, νά κάμομε φανό καί εκείνοι νά κάμουν τρόπο νά έβγουν από τό Παλιόκαστρο. Έτζι εζυγώσαμε κοντά, εκείνοι εβγήκαν τότε αβλαβείς από τό Παλιόκαστρο καί άφηκαν μέσα ένα ασκί τυρί, καί εβγήκαν όλοι εις τούς Μύλους τού Άργους υγιείς. Τήν αυγήν μπαίνουν οι Τούρκοι στό Κάστρο καί δέν εύρισκαν ουδέν. (Έτσι έγινε η έξοδος από τό κάστρο τού Άργους). 
Τά στρατεύματα τήν αυγήν βγαίνουν καμμιά δεκαριά χιλιάδες καβαλλαραίοι καί βγαίνουν εις τούς Μύλους τούς αργίτικους (Κεφαλάρι Άργους) νά ιδούν. Βλέποντας ημείς τήν καβαλλαρία, εγώ έκαμα τούς δικούς μου κολόνα εις τούς πρόποδας τού λόφου καί κατέβηκαν καμμιά εικοσαριά καβαλλαραίοι καί έκαμαν ακροβολισμούς εις τούς κάμπους, διότι οι Τούρκοι εβγήκαν νά ιδούν, όχι νά κάμουν πόλεμο. Εγύρισαν εις τά αμπέλια, ότι ήτον προβαλμένα τά σταφύλια καί επήραν. 
Δίδαξα τά στρατεύματα εις τούς Μύλους τούς αφεντικούς (Ναυπλίου) νά πιάσουν εκεί καί νά ανάψει από καθένας 20 φωτιές, καί τό Τριπολιτζώτικο τό έβαλα αντίκρυ εις τές ράχες νά κάμουν καί αυτοί τό ίδιο. Ο Κολιόπουλος μέ τό στράτευμά του νά πιάσει τό Σκηνοχώρι ανάμεσα εις τές δημοσιές πού πάνε εις τήν Τριπολιτζά. Βλέποντας οι Τούρκοι ότι τόσες φωτιές ολοτρόγυρα, απεφάσισαν ότι δέν ημπορούν νά περάσουν διά Τριπολιτζά. Είχαν έλλειψη από τροφάς, διότι ο Τζόκρης είχε κάψει μπροστύτερα τόν κάμπον τού Άργους. 
Έκαμαν συμβούλιο νά γυρίσουν πίσω στήν Κόρθο, ν' απεράσουν στή Βοστίτζα, νά πάνε στή Γαστούνη διά τροφάς, διότι δέν είχαν. Εγώ έκαμα συνέλευση μέ όλους τούς οπλαρχηγούς εις τούς Μύλους τούς αργίτικους (Κεφαλάρι Άργους), τούς είπα: "Οι Τούρκοι θέ νά γυρίσουν οπίσω κατά τήν Κόρθο. Τό βλέπουν ότι από εδώ δέν ημπορούν νά περάσουν, μόνον σταθήτε εδώ νά πάγω νά πιάσω τό Δερβενάκι, διατί οι Τούρκοι θά απεράσουν". 
Αφήνω τόν Γιατράκο τόν Παναγιώτη εις τά σώματα οπού ήτον εις τούς Μύλους, καί αυτοί δέν ήθελαν, έλεγαν νά κάτζω εγώ, τούς έλεγα νά πάγουν αυτοί. Αναχώρησα γιά νά πιάσω τό Δερβενάκι, από εκείθε ήμουν βέβαιος, ότι θά περάσουν καί όχι από τήν Τριπολιτζά. "Ο Κολοκοτρώνης, έλεγε ο Πετρόμπεης, πάγει κλέφτης εις τά βουνά". (Ο Κολοκοτρώνης διαφώνησε μέ τόν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, όσο αφορά τήν πορεία πού θά ακολουθούσε ο Δράμαλης. Ο Μανιάτης επέμενε ότι ο Δράμαλης θά κινηθεί πρός τήν Τριπολιτσά. Ο Κολοκοτρώνης, ορθώς είχε προβλέψει ότι ο Δράμαλης θά γύριζε πίσω πρός τήν Κόρινθο γιά νά ανεφοδιάσει τό στρατό του καί έτσι αποφάσισε νά τόν περιμένει στά Δερβενάκια. Τελικά ο Μαυρομιχάλης θά κρατούσε 6000 στρατό καθηλωμένο στούς Μύλους καί δέν θά συμμετείχε στή μάχη πού θά επακολουθούσε).»

Άπαντα Κολοκοτρώνη - Τόμος Α'


Από συνομιλίες μέ Αλβανούς στρατιώτες, οι Έλληνες είχαν αντιληφθεί τήν απόγνωση τού Δράμαλη. Ο μουσουλμάνος στρατηγός ήταν τελείως αποκομμένος από τό στρατηγείο τού Χουρσίτ στή Λάρισα καί δέν είχε καμμία ελπίδα γιά νά τροφοδοτήσει τό στρατό του μέ τά αναγκαία. Πήρε λοιπόν τήν ταπεινωτική απόφαση νά γυρίσει πίσω στήν Κόρινθο, ενώ στήν Πόλη ο σουλτάνος πανηγύριζε τήν καταστροφή τών γκιαούρηδων! Ούτε καί οι αγγελιοφόροι πού έστελνε στόν Χουρσίτ δέν κατάφερναν νά περάσουν τίς ενέδρες πού έστηνε ο Ανδρούτσος στήν Ρούμελη μέ αποτέλεσμα νά μένει τελείως απληροφόρητος γιά τίς κινήσεις τού τουρκικού στόλου, μέ τόν οποίο είχαν ορίσει τόπο συνάντησης τό Ναύπλιο. 
Στίς 24 Ιουλίου 1822, ο Δράμαλης έστειλε 6000 ιππείς στό Κεφαλάρι γιά νά εξακριβώσει τίς διαθέσεις τών Ελλήνων. Οι Έλληνες μέ επικεφαλής τόν Δημήτρη Παπατσώνη, τόν Κώτσο Βούλγαρη, τόν Κωνσταντίνο Παλαμήδη, τόν Γεώργιο Μαυρομιχάλη, τόν Πάνο Κολοκοτρώνη καί τόν Δημήτριο Τσώκρη, οχυρώθηκαν στούς γύρω λόφους καί τούς υποδέχτηκαν μέ πυροβολισμούς. Οι Τούρκοι όμως είχαν έρθει μόνο γιά νά εποπτεύσουν καί επέστρεψαν στό Άργος. 
Ο πασάς είχε πάρει τήν απόφασή του, αλλά έπρεπε νά ξεγελάσει τούς γκιαούρηδες γιά τίς πραγματικές του προθέσεις. Έτσι ανέθεσε σέ ένα Χριστιανό προδότη αυτή τήν αποστολή. Πράγματι, ο γραμματικός τού Δράμαλη Παναγιώτης Μανούσος έφθασε στό Κεφαλάρι μέ γραφή από τό Δράμαλη, μέ τήν οποία ο Τούρκος σερασκέρης προσκαλούσε τούς ραγιάδες νά παραδώσουν τά άρματα υποσχόμενος "εν ονόματι τού θεοστήρικτου καί πολυεύσπλαχνου σουλτάνου", πλήρη αμνηστεία. Εμπιστευτικά όμως ο προδότης Μανούσος βεβαίωσε τούς Έλληνες στό όνομα τού Χριστού καί τής Παναγίας, ότι ο Δράμαλης είχε σκοπό νά κινηθεί πρός τήν Τριπολιτσά καί νά κλείσουν τά περάσματα. Όλοι τόν πίστεψαν πλήν ενός. Εκείνος πού είχε ζήσει τίς προδοσίες τών Ελλήνων είκοσι χρόνια πρίν, όταν τόν κυνηγούσαν οι προεστοί, οι παπάδες καί οι Τούρκοι, δέν έδωσε πίστη στά λόγια τού λακέ τού Δράμαλη. 
Στό συμβούλιο πού επακολούθησε φυσικά ξαναέγινε τσακωμός καί ο Κολοκοτρώνης μόνος μέ τά παλληκάρια του έφυγε γιά τή Νεμέα. Ο Μαυρομιχάλης μέ τούς δικούς του δέν ακολούθησε. Στίς 26 Ιουλίου 1822, ημέρα Τετάρτη ο Κολοκοτρώνης μέ τήν ανατολή τού ηλίου άρχισε νά μετράει τούς στρατιώτες του γιά νά τούς ορίσει τίς θέσεις τους. Εκείνη τήν ώρα οι βίγλες ανάψανε φωτιές στίς ράχες τών βουνών. Τό τούρκικο ασκέρι είχε βγεί από τό Άργος καί κατευθυνόταν πρός τήν Κόρινθο. Μία μέρα νά καθυστερούσε ο Κολοκοτρώνης νά φτάσει στή Νεμέα καί ο Δράμαλης θά έφτανε ατουφέκιστος στήν Κόρινθο. 
Ο δημόσιος ή αφεντικός λιθόστρωτος δρόμος (καλντερίμι από τό βυζαντινό καλιδρόμιον), πού οδηγούσε στήν Κόρινθο ήταν κατάλληλος γιά νά τόν διαβεί τό μεγάλο ασκέρι τού αλαζόνα πασά. Αυτόν θά ακολουθούσε ο Δράμαλης καί όχι τά δύσβατα μονοπάτια. Καί αυτός ο δρόμος περνούσε από τά Δερβενάκια, ανατολικά από τή Νεμέα. Στά Δερβενάκια λοιπόν θά έστηνε τήν παγίδα ο αρχηγός, ο οποίος χωρίς νά χάσει καιρό, ανέβηκε στήν οροφή ενός σπιτιού καί μίλησε στά παλληκάρια του.


«Έλληνες, σήμερα εγεννήθημεν καί σήμερα θά πεθάνωμεν διά τήν σωτηρίαν τής πατρίδος μας καί διά τήν εδικήν μας. Ιδού τί πρέπει νά κάμετε, αμέσως νά πάτε στά κονάκια σας νά πάρετε τό ταΐνι (τροφή) σας. Εδιάταξα νά σάς δοθή καθώς καί τά φουσέκια, αλλά νά ήσθε έτοιμοι στό γελέκι (χωρίς αποσκευές) όλοι οι δυνατοί. Τούς δέ αδύνατους καί τά περιττά πράγματα, τά ζώα καί ταίς καπόταις σας νά τά στείλετε εις τό αντικρυνό βουνό τού Αγίου Γεωργίου, όπου εδιέταξα νά πάν καί τά δικά μου πράγματα. (Σέ εκείνο τό βουνό ο Κολοκοτρώνης μετακινούσε τά μουλάρια διαρκώς ώστε νά φαίνεται από μακρυά μεγάλη δύναμη καί νά στραφούν οι Τούρκοι στίς Χρυσοκουμαριές πού τούς περίμεναν κρυμμένοι οι άντρες τού Αντώνη Κολοκοτρώνη καί τών υπολοίπων). 
Απόψε ήλθεν η Τύχη τής πατρίδος μας (εννοεί τήν Παναγία) καί μού είπεν ότι είμεθα νικηταί τόσον πολύ, όπου άλλην νίκην καλλιτέραν από τήν σημερινήν δέν εκάναμεν, αλλ' ούτε θέλομεν κάμει. Έχω τόσην βεβαιότητα νά σάς ειπώ νά μήν πάρετε ούτε τά άρματά σας, διά νά πάρωμεν τών Τούρκων. Σήμερα ο καθείς από εμάς θά καταδιώκη πολλούς, θά πάρητε λάφυρα πολλά καί τούς θησαυρούς τού Αλή πασιά θά τούς μοιράσετε μέ τό φέσι τά φλωριά. Τά χρήματα πού έχουν οι Τούρκοι είναι χρήματα χριστιανικά. Τά είχεν ο τύραννος τής Ηπείρου παρμένα από τούς αδελφούς μας. Ο Άγιος Θεός μάς τά έστειλε καί είναι κελεπούρι δικό μας. 
Αύριον αυτήν τήν στιγμήν θά σάς ιδώ όλους μέ τ' άρματα τών Τούρκων, μέ τ' άλογά τους, λαμπροφορεμένους μέ τά ρούχα τους. Ο Θεός είναι μέ ημάς νά μή σάς μέλλη τίποτε, πηγαίνετε νά ετοιμασθήτε καθώς σάς είπα καί νά ελθήτε εδώ όλοι νά ξεκινήσωμεν μαζί.»

Απομνημονεύματα Φωτάκου


Ο αρχηγός έστειλε αμέσως επιστολές γιά ενισχύσεις, αλλά τά μηνύματα δέν έφτασαν εγκαίρως στόν προορισμό τους. Εν τώ μεταξύ, ο Κολοκοτρώνης μέ τό κυάλι του προσπαθούσε νά μαντέψει τήν ακριβή πορεία τού εχθρού. Έστειλε τόν Φωτάκο (Φώτιο Χρυσανθόπουλο) νά δεί πόσες κολώνες είναι ο εχθρός. Ο Φωτάκος έτρεξε μέ τό άλογο καί είδε ότι μία κολώνα τού εχθρού κατευθυνόταν πρός τά Δερβενάκια καί έριξε έναν πυροβολισμό, όπως είχαν συνεννοηθεί. 
Μόλις άκουσε τόν κρότο από τήν πιστόλα τού Φωτάκου, ο Κολοκοτρώνης έβαλε τόν Γεώργιο Δημητρακόπουλο μέ 700 Αλωνιστιώτες στό Αγριλόβουνο, (ονομασία πού πήρε από τίς πολλές άγριες ελιές πού είχε). Απέναντι στό Παναγόβουνο έστειλε άλλους 700 Δημητσανίτες μέ αρχηγούς τούς Αντώνη Κολοκοτρώνη, Ζάκκα καί Ζέρβα, κλείνοντας καί από τίς δύο πλαγιές τό στενό τών Δερβενακίων. Στό Παληόχανο καί στίς Χρυσοκουμαριές έβαλε 800 άνδρες καί τούς έκρυψε μέσα στά χαμόκλαδα καί τούς θάμνους, ώστε νά μήν διακρίνονται καθόλου από τόν εχθρό. Δυτικότερα στό χωριό Ζαχαριά, οχυρώθηκαν 150 άνδρες υπό τόν ιερέα Δημήτριο Χρυσοβιτσιώτη. 

«Οι Τούρκοι εβγαίνανε από τό Κάστρο (Λάρισα Άργους) καί οι ομπροστινοί εκαρτερούσαν νά συναχθούν όλοι. Όσο νά συναχθούν οι Τούρκοι, έβαλα τές σημαίες καί τά ζώα καί καπότες (κάπες), τά έβαλα όλα εις μία ράχη, διά νά νομίσουν, ότι εκεί είναι οι πολλοί στρατιώτες καί νά κάμουν κάτω, νά μήν έλθουν επάνω μας καί μάς χαλάσουν. Εγώ εστεκόμουν μέ δέκα ανθρώπους στήν κορφή, οι ψυχογιοί μέ τά μουλάρια αράδα. (Ο στρατός ήταν τόσο μεγάλος, ώστε ενώ η εμπροσθοφυλακή είχε πλησιάσει στά Δερβενάκια, η οπισθοφυλακή έβγαινε από τήν πόλη τού Άργους. Ο Κολοκοτρώνης ήταν σέ μία πλαγιά χωρίς στρατιώτες καί είχε βάλει πολλά μουλάρια στήν κορυφή σκεπασμένα μέ κάπες καί τά πηγαινοέφερνε ώστε νά φαίνεται ότι υπάρχει ισχυρός στρατός σέ εκείνο τό σημείο). 
Τού δέ Νικήτα ο πεζός τού είπε, ότι εβγήκαν οι Τούρκοι, καί όχι ότι έρχονται ν' απεράσουν εις τό Δερβενάκι. Οι Κορίνθιοι εσκόρπισαν. Ο Κολιόπουλος (Δημήτριος Πλαπούτας) έξι ώρες αλάργα, ενύκτωσε έως νά πάγει εκεί ο πεζός. (Ο Κολοκοτρώνης έστειλε αγγελιοφόρους νά ειδοποιήσουν τόν Νικηταρά, τόν Πλαπούτα καί τόν Παπανίκα μέ τούς Κορίνθιους, αλλά αυτοί δέν εξετέλεσαν σωστά τήν αποστολή τους. Δυστυχώς η αναρχία καί η έλλειψη πειθαρχίας είχαν ως αποτέλεσμα νά μήν συγκεντρωθούν τά στρατεύματα πού έπρεπε. Μόνο ο Νικηταράς κατάφερε καί ήρθε τήν τελευταία στιγμή καί κτύπησε τούς Τούρκους στόν Άγιο Σώστη). 
Στές 3 η ώρα συνάχθηκαν όλοι οι Τούρκοι, καί οι πασάδες ήτον στήν πίσω μεριά. Οι δέ έξι χιλιάδες, πού ήταν εις τούς Μύλους, δέν είχαν βάρδια διά νά ιδούν, ότι άδειασε τό Άργος, νά έλθουν από κοντά. (Οι άνδρες τού Πετρόμπεη δέν κουνήθηκαν από τούς Αργίτικους Μύλους ή Κεφαλάρι, γιά νά έρθουν νά βοηθήσουν στά Δερβενάκια. Αν κτυπούσε καί ο Πετρόμπεης η συντριβή τού Δράμαλη θά ήταν ακόμα μεγαλύτερη). 
Οι 4 κολόνες τούς είχα τεμπίχι (προειδοποίηση), νά μήν κάμουν αρχή πολέμου, παρά αφού ακούσουν τά δέκα τουφέκια, καί έτζι εστέκονταν. Οι Τούρκοι, σάν εσυνάχθηκαν όλοι, διέταξε ο πασάς νά κινήσει η μπροστέλα. Καί έτζι οι Τούρκοι εξεκαβάλικαν διά τόν τόπο καί εκίνησαν μέ τά πόδια, καί ο Αντώνης ήτον ταμπουρωμένος. Ο Αντώνης εκτύπησε, αφού έφθασαν εκατό βήματα οι Τούρκοι καί εκράτησαν καμμιά δεκαριά Τούρκους. Εκείνοι έδωσαν τές πλάτες καί έκαμαν κατά τόν Άγιο Σώστη, καί εκεί είναι ρεύματα, καί επήρε τό ασκέρι τό τούρκικο τές ράχες. (Ο Αντώνης Κολοκοτρώνης κτύπησε από τήν Παναγοράχη τούς Τούρκους καί τούς έκλεισε τά Δερβενάκια καί έτσι αυτοί στράφηκαν μέσω ενός στενού περάσματος πρός τόν άλλον δρόμο πού περνούσε από τό μοναστήρι τού Αγίου Σώστη). 
Ο Αντωνάκης δέν έπεσε κοντά εις εδαύτους, παίρνει ένα μπαϊράκι μέ τριάντα νομάτους καί πέφτει εις τόν Άγιο Σώστη εμπρός, οι Τούρκοι εγένηκαν τρείς κολόνες, μία οπίσω, οι πασάδες, μία στήν μέση, η άλλη κατά τόν Αντωνάκη. Έως 10000 εκίνησαν κατά τόν Αντωνάκη. Οι τριάντα εσκότωσαν πολλούς, δύο μόνον εσκοτώθηκαν, ανίψια μου. (10000 Τούρκοι πού είχαν περάσει από τό στενό τού Αγίου Σώστη, αφού είχε κοπεί ο δημόσιος δρόμος τών Δερβενακίων, κατάφεραν καί βγήκαν στήν πεδιάδα τής Κουρτέσας καί από εκεί πήγαν στήν Κόρινθο). 
Ακούοντας ο Νικήτας, ο Υψηλάντης, ο Φλέσσας, έφθασαν εις τόν Άγιο Σώστη καί έπιασαν τόν δυνατότερον τόπον εις τόν Άγιο Σώστην. Τό μεσιανό στράτευμα όπου εσκότωναν οι Έλληνες, έδωσε νά περάσει καί εκείνο, καί έπεσεν εις τόν Νικήτα. Εκεί εσκότωσαν έως 1000. (Όταν ήρθε ο Νικηταράς, έπιασε τόν Άγιο Σώστη κλείνοντας καί αυτό τό πέρασμα, αναγκάζοντας τούς πασσάδες νά γυρίσουν πίσω στήν Γλυκειά, τή σημερινή Τίρυνθα). 
Επέρασε καί αυτήνη η κολόνα κατά τήν Κουρτέσα καί έσμιξε μέ τούς αλλουνούς, οι δέ πασάδες πού έμειναν οπίσω ενύκτωσε καί δέν ημπόραγαν ν' απεράσουν. Ομίλησαν τούς Έλληνας καί τούς είπαν: "Ποιός καπετάνιος ομπροστά;" αποκρίθηκε ένας παπάς από τό Χρυσοβίτζι: "Ο Κολοκοτρώνης είναι".»

Άπαντα Κολοκοτρώνη - Τόμος Α'


Ο Γέρος γιά νά μειώσει τίς πιθανότητες αλλαγής πορείας τών Τούρκων πρός τή Νεμέα όπου δέν υπήρχαν μεγάλες δυνάμεις, τοποθέτησε σέ ένα ύψωμα δυτικά τού Ζαχαριά, πολλά υποζύγια μέ τίς κάπες καί τά κόκκινα φέσια τών αγωνιστών, τά οποία από μεγάλη απόσταση έδιναν τήν εντύπωση πολυάριθμου στρατεύματος. Ακολούθησε δέηση στή Θεοτόκο καί τήν Αγία Παρασκευή πού γιόρταζε από τόν ιερέα Γεώργιο Παπαζαφειρόπουλο καί έπειτα ο Έλληνας αρχιστρατηγός έδωσε αυστηρή διαταγή πρός όλα τά τμήματα νά περιμένουν νά δώσει αυτός τό σύνθημα γιά νά ανάψουν φωτιά τά τουφέκια τους. 
Η εμπροσθοφυλακή τού Δράμαλη μπήκε στά Δερβενάκια καί προχώρησε πρός τό Παληόχανο, τό απόγευμα τής ίδιας μέρας. Οι προπορευόμενοι ήταν Αλβανοί, δηλαδή οι καλύτεροι μαχητές τού οθωμανικού στρατού, οι οποίοι καί ζήτησαν από τόν Κολοκοτρώνη νά τούς αφήσει νά περάσουν. Ο αρχηγός καθυστερούσε νά απαντήσει γιά νά πέσει λίγο ο ήλιος καί νά τόν έχουν απέναντί τους οι Τούρκοι, αλλά καί γιά νά έρθει μεντάτι ο Νικηταράς, πού βρισκόταν στό χωριό Στεφάνι. 



«Τότε ο αρχηγός έβαλε τήν φωνήν. "Επάνω τους Έλληνες καί μή φοβάστε, σκοτώστε όσους θέλετε από δαύτους". 
Αφού άκουσαν οι κρυμμένοι εις τά χαμόκλαδα τήν φωνήν τού αρχηγού ο καθένας έρριχνε τά τουφέκια των ώστε όλο τό πλάγι εκάπνισε καί εφώναζαν όλοι επάνω τους. Οι Τούρκοι βλέποντες τήν χωσιά (ενέδρα) έστριψαν ευθύς ταίς πλάταις όλοι καί ετραβούσαν κατά τόν Άγιον Σώστην. Τότε ο Αντώνης Κολοκοτρώνης, ο γέρο Μάρκος Κολοκοτρώνης, οι σωματοφύλακες τού αρχηγού καί οι Αρκουδορεματίτες επήραν τόν ζυγόν καί τό βουνό Πανάγο, από δίπλα τών Αλβανών διά νά μή πάρουν οι Τούρκοι τήν ράχην καί πέσουν εις τόν δημόσιον δρόμον, ο οποίος πάει εις τήν Κουρτέσαν. 
Αι φωναί τού αρχηγού, "βάρτε τους", έκαμαν τούς στρατιώτας νά κυνηγήσουν τούς Τούρκους εις όλην τήν ρεμματιάν καί τό πλάγι διά νά πάν εις τόν Άγιον Σώστην. Δέν δυνάμεθα νά περιγράψωμεν τόν θρήνον καί ταίς φωναίς τών Τούρκων. Όλοι Τούρκοι καί Έλληνες ανεκατώθησαν καί όποιος εδύνατο εσκότωνε τόν άλλον. Οι Τούρκοι από τήν πολλήν τους βίαν νά κολλήσουν τό βουνόν καί όταν εύρισκαν καμμίαν αντίστασιν από τούς Έλληνας, είτε απαντούσαν κανένα τόπον κρημνώδη καί δύσβατον, άφηναν όλα τους τά πράγματα, τά άλογά των καί τά φορτηγά ζώα των. 
Τέλος πάντων οι εμπροστινοί Τούρκοι έφθασαν εις τόν Άγιον Σώστην καί εκαθάρισε ο δημόσιος δρόμος (Δερβενάκια), ο οποίος βγαίνει από τήν ρεμματιά εις τόν κάμπον εις τό Χαρβάτι (Μυκήνες). Οι πασιάδες όμως όλοι καί ο ίδιος Δράμαλης μέ 7000 καβαλαραίους, μέ ταίς 500 καμήλαις των καί μέ τά φορτηγά των ζώα καί τά κανόνια, ταίς μπάλαις καί όλαις ταίς αποσκευαίς τού πολέμου, καί τούς αρρώστους των έμειναν πίσω καί ούτω τό τουρκικόν στράτευμα εχωρίσθη εις δύο. Οι μέν ετράβηξαν νά περάσουν τόν Άγιον Σώστην καί οι Έλληνες, άλλοι μέν τούς ετουφέκιζαν από πίσω από ταίς πλάταις, ο δέ Αντώνης Κολοκοτρώνης καί λοιποί έπιασαν τόν ζυγόν καί δέν τούς άφησαν νά γύρουν τήν άλλην πλευράν τού βουνού, αλλά τούς έσπρωξαν κατά τόν Άγιον Σώστην πού είναι μονοπάτι στενό. Εδώ οι Τούρκοι ηύραν τόν τόπον αφύλακτον καί επέρασαν κοντά 10000 πεζοί καί καβαλαραίοι.»

Απομνημονεύματα Φωτάκου


Όταν ξέσπασε η φωτιά καί τό τουφεκίδι, οι Τουρκαλβανοί αιφνιδιάστηκαν. Δυσκίνητοι καθώς ήταν μέσα στό πλήθος τών αμαξών καί τών υποζυγίων δέν είχαν τήν άνεση νά κινηθούν μέσα στό φαράγγι. Οι Έλληνες ξεχύθηκαν μέ τά γιαταγάνια γυμνά από τίς πλαγιές τών δύο βουνών (Αγριλόβουνο καί βουνό Πανάγου) καί έκλεισαν τόν δρόμο τών Δερβενακίων, μέ αποτέλεσμα οι εχθροί νά ψάξουν γιά διέξοδο στό δρόμο πού περνούσε από τό μοναστήρι τού Αγίου Σώστη, λίγο ανατολικώτερα. Οι περισσότεροι από αυτούς χάθηκαν στή θέση Ανεμόμυλος, όπου τούς συνέτριψε τό σώμα τού Αντώνη Κολοκοτρώνη. 

Εκεί πού έβλεπε μέ τό κυάλι του ο Κολοκοτρώνης τήν εξέλιξη τής μάχης, είδε ένα νεαρό τσοπάνη πού σταυροκοπιόταν καί έλεγε. 
- "Παναγιά μου βοήθησέ μας".
- "Τί κάνεις εκεί ωρέ; Τράβα νά σκοτώσης Τούρκους."
- "Δέν έχω άρματα καπετάνιο. Μέ τί νά τούς σκοτώσω;"
- "Μέ τή γκλίτσα σου ωρέ."
Πράγματι μετά από πολύ ώρα όταν επανήλθε ο τσοπάνης στόν αρχηγό, ήταν πάνοπλος καί ο Κολοκοτρώνης δέν τόν γνώρισε.
- "Ποιός είσαι τού λόγου σου ώρε;"
- "Δέν μέ γνώρισες καπετάνιε; Είμαι ο τσοπάνης πού μ' έστειλες νά σκοτώσω Τούρκους!" 


Γύρω στούς 10000 Τούρκους πρόλαβαν νά περάσουν από τό στενό τού Αγίου Σώστη καί νά ξεχυθούν στήν πεδιάδα τής Κουρτέσας, όπου ήταν ανοικτός ο δρόμος πρός τήν Κόρινθο. Όμως όσοι πρόλαβαν πρόλαβαν, γιατί έφθασε ο Νικηταράς ο Τουρκοφάγος μαζί μέ τούς Παπαφλέσσα, Υψηλάντη, Νικήτα Φλέσσα, Γεώργιο Φλέσσα, Ιωάννη Φλέσσα, Δημήτριο Φλέσσα, Παπαρσένη Κρέστα, Χατζηχρήστο, Δημήτρη Κριεζή, Διονύσιο Ευμορφόπουλο, Παναγιώτη Κεφάλα καί άλλους 1000 άντρες καί έκλεισαν καί τό στενό τού Αγίου Σώστη. Οι Τούρκοι τότε παγιδεύτηκαν σέ δύο πυρά καί η μάχη μετατράπηκε σέ σφαγή. Τό σκοτάδι ήρθε σάν σωτήρας γιά τούς παγιδευμένους μουσουλμάνους, διότι τότε σταμάτησαν οι πυροβολισμοί από τό μέρος τών Ελλήνων καί ακούγονταν μόνο οι κραυγές τών τραυματισμένων ανθρώπων καί τά γρυλίσματα τών καταπλακωμένων ζώων. 

«Τώρα δέν είναι μάχη ετούτο, είναι σφαγή. Μέσα στό ρέμα η τούρκικη κολόνα, χτυπημένη, αναγκασμένη, δέν πολεμάει, γίνεται πηγμένη μάζα, σιδερένιος, πελώριος λοστός, πού σπρώχνει μέ τή φυσική δύναμη τού κορμιού μονάχα, ν' ανοίξει δρόμο κατά τήν Κουρτέσα  Νικηταράς Δερβενάκια καί τήν Κόρινθο. Τό καταφέρνει κάποτε, μά ανάμεσα τού Άη-Σώστη καί τής ρεματιάς γίνεται άγριος χαλασμός. Από μπροστά χτυπάει ο Νικήτας, από πίσω τά παλικάρια τού Κολοκοτρώνη. Ο Αντώνης, ο γέρο Μάρκος, πού θυμήθηκε τά καλύτερα χρόνια τής κλέφτικης ζωής κι' οι αδελφοί Φλεσσαίοι από τά πλάγια. 
Οι Τούρκοι σαστίζουν, τά χάνουν, τσακίζουν, όλα τά κοτρώνια, τά βράχια, τά σκίνα, τά θυμάρια τούς φαίνονται σάν Έλληνες μέ γιαταγάνια. Οι καπνοί τούς τυφλώνουν, ο βρόντος τών αρμάτων κι' ο φοβερός αντίλαλος στά φαράγγια τούς ζαλίζει, βόλια, λιθάρια, σπαθιά κοφτερά, όλα καταπάνω τους. Άλλος γλυτωμός δέν είναι απ' τή φυγή, αφήνοντας τά πάντα ρίχνονται σάν ποτάμι μπροστά. Μά σά φτάνουν στόν Άη - Σώστη αντικρίζουν πυκνή τή φωτιά, βάζουν τό χέρι στά μάτια, νά μή βλέπουν καί πέφτουν στό ρέμα. 
Καί καθώς είναι απ' τή μιά μεριά τ'αναμμένο μολύβι τών Ελλήνων κι' απ' τήν άλλη κατηφοριά καί γκρεμός, κυλούν μοιραία οι περισσότεροι εκεί μέσα, μέ γδούπους, κρότους ξεφωνητά τρομάρας, θρήνους, άλογα σκοτωμένα μ' ανθρώπους γερούς, νεκροί μέ ζωντανούς, λαβωμένοι μέ μουλάρια, μ' όλα τά σαμάρια καί τά φορτώματα. Κεφάλια κυλούν από τά κορμιά χωρισμένα καί παντού τρέχει το αίμα. 
Κι' αυτός ο ήλιος πού βυθά, σ' ολοπόρφυρο σύγνεφο, σάν κεφάλι φαίνεται, κομμένο, μέσα στά αίματα. Είναι τέτοιο φριχτό ανακάτωμα, πού οι Έλληνες τήν άλλη μέρα, τραβούν μέ σκοινιά τούς ζωντανούς από τή ρεματιά. Ο σκοτωμός δέν έπαυε ούτε τή νύχτα. Κι' όταν δέν βλέπουν πιά, ρίχνουν στά στραβά, στό σωρό, στή βουή τού εχθρού πού ακόμα περνάει τρέχοντας νά γλιτώσει κατά τήν Κουρτέσα. Όλη νύχτα στό μέρος τούτο ακούγονται καλπασμοί αλόγων, αφηνιασμένων, πού 'χαν χάσει τόν καβαλάρη τους. Κι' έτρεχαν εδώ κι εκεί καί χλιμιντρούσαν, βογκητά λαβωμένων καί φωνές από τούς χαμένους, σκόρπιους ανθρώπους.»

Σπύρου Μελά "Ο Γέρος τού Μωριά"



Η Θέα απο τον Ακροκόρινθο, 1932


Οι ελληνικές απώλεις ήταν ελάχιστες. Σκοτώθηκαν τρία ανήψια τού Κολοκοτρώνη καί ο Κώστας Οικονομόπουλος από τό Αρκουδόρεμα Γορτυνίας. Μετά τή μάχη, τό τουρκικό στράτευμα κόπηκε στά δύο. Οι πασάδες πού δέν κατάφεραν νά περάσουν γύρισαν πίσω καί πήγαν πρός τήν Γλυκειά (Τίρυνθα), αφού οι Τούρκοι τού Ναυπλίου δέν τούς επέτρεψαν νά εισέλθουν στήν πόλη. 
Εκείνη τή μέρα τής 26ης Ιουλίου 1822, 4000 τούρκικα κουφάρια σκέπασαν τά Δερβενάκια καί ο θάνατός τους σήμανε τήν δημιουργία τού νέου ελληνικού κράτους. Σήμανε τή δημιουργία συνόρων τά οποία θά εξασφάλιζαν σύμφωνα μέ τόν Καποδίστρια τή δικαιοσύνη καί τήν ελευθερία στόν Έλληνα. 

«Καθ' όλον αυτόν τόν δρόμον μας εις τήν ρεμματιάν τήν νύχτα ευρίσκαμεν κατάστρατα πτώματα Τούρκων καί ακούαμε εις τά πλάγια διάφοραις φωναίς πονεμέναις παιδιών πάσης ηλικίας, γυναικών καί τών πληγωμένων καί μάς εκυρίευσε φόβος καί τρόμος έως νά περάσωμεν όλην τήν ρεμματιάν καί εδώ και εκεί έπεφταν καί τουφέκια. 
Τί ήταν αυταίς οι φωναίς; Οι Τούρκοι είχαν σκλαβώσει, όθεν επερνούσαν κατά τά Δερβενοχώρια τά Μεγάλα τής Κορίνθου καί αλλού Χριστιανούς καί είχαν πάρει μαζί τους καί κάμποσαις φαμίλιαις. Όλους τότε τούς σκλάβους των τούς άφησαν εις τήν απώλειαν καί όπου ευρέθη ο καθένας τήν νύχτα μέσα εις τόν λόγκον έμεινε καί δέν ήξευρε πού νά πάη. Έκλαιε τόν πόνον του καί εφώναζε τούς γνώριμούς του άλλος τούρκικα, άλλος αρβανίτικα καί άλλος ρωμέϊκα: Όρε Χασάνη, όρε Δερβίση, όρε Αχμέτ, όρε Θανάση, όρε Κωνσταντή, γιάμ Γκέκα, γιάμ Σκόνδρα, γιάμ Χριστιάν. Εγώ είμαι Χριστιανός, εγώ είμαι σκλάβος. 
Έως νά περάσωμεν καί νά έβγωμεν εις τό Παληόχανον από τό φόβον μας, από τήν λύπην μας καί τήν πείνα μας ήλθεν η ψυχήν μας εις τά δόντια μας. Τά άλογά μας επατούσαν τούς νεκρούς καί φοβισμένα καί κουρασμένα από τόν πολύν δρόμον τά ταλαίπωρα ζώα εβαρέθηκαν καί αυτά τήν ζωήν των. Έβλεπαν τούς ανθρώπους ξαπλωμένους κατά γής εδώ καί εκεί όπου εβόγκαγαν καί εξεψύχαγαν καί οι πληγωμένοι ετινάζοντο από τούς πόνους. 
Τέλος πάντων εβγήκαμεν εις τόν τόπον τόν ήσυχον εις τό Παληόχανον, όπου ο δρόμος πάγει εις τήν κωμόπολιν Άγιον Γεώργιον. Εκεί ηύραμεν τούς στρατιώτας, ερωτήσαμεν πού είναι ο αρχηγός καί μάς είπαν ότι επήγε εις τόν Αγιώργη. Τούς είπαμεν τί κάνετε εσείς εδώ; Κουβαλούμεν μάς είπαν τά λάφυρά μας. Είχαν κάμει δύο δρόμους σάν τά μυρμήγκια, ένας πήγαινε καί άλλος ήρχετο. Έπαιρναν τά λάφυρα φορτωμένοι καί τά επήγαιναν εις τόν Αγιώργη εις τά σπίτια, όπου είχαν κονάκι τό κάθε χωρίον μάγκαις μάγκαις.»

Απομνημονεύματα Φωτάκου


«Ευρισκομένων λοιπόν τών ανωτέρω εκεί καί ουδεμίαν ειδοποίηση λαβόντων διά τήν εις τήν Κόρινθον επιστροφήν τού Δράμαλη, καί ανέτοιμων όντων, αίφνης τούς ειδοποιούν αι σκοπιαί των, ότι πλήθος Τούρκων έφθασαν εις τάς Μυκήνας, εις τόν τάφον τού Αγαμέμνωνος, καί διευθύνονται εκεί. Έτρεξαν εκείνοι ευθύς καί κατέλαβον τάς οχυρωτέρας θέσεις καί συγχρόνως έφθασε καί η εμπροσθοφυλακή τού εχθρού, καί ώρμησεν αμέσως διά νά απεράση τά στενωπά εκείνα μέρη, άλλα τούς εκτύπησαν κατά μέτωπον ατρομήτως, ώστε μ' όσας προσβολάς απεπειράθησαν νά κάμουν δέν ηδυνήθησαν νά κλονίσουν τήν καρτερίαν τους διά νά προχωρήσουν έν βήμα. Έφθασε καί τό μεγάλον κέντρον, υπέρ τάς είκοσι πέντε χιλιάδας πεζοί τε καί ιππείς καί ώρμησαν αγεληδόν διά νά περάσουν νά σωθούν από τόν κίνδυνον, παραιτήσαντες καί ζώα καί πλούτη καί πάν ό,τι έφερον μεθ' εαυτών, νά σώσουν μόνον τήν ζωήν τους, ώστε μόλις εξέσπασαν εις έν μέρος καί απέρασαν εις τόν Άγιον Σώστην οκτώ ώς έγγιστα χιλιάδες καί έφθασαν είς τόπον ομαλόν καί διεσώθησαν εις τήν Κουρτέσαν. 
Οι δέ λοιποί βλέποντες τήν σωρείαν τών πτωμάτων καί τήν εγκατάλειψιν τών ζώων καί πραγμάτων τους απεδειλίασαν εις τοιούτον βαθμόν, ώστε οπισθοδρόμησαν ατάκτως, τρέχοντες ποίος ν' απεράση τόν άλλον νά διασωθή, χωρίς νά ρίψη πλέον ουδείς μήτε έν τουφέκι από τήν φρίκην τους. Εφονεύθηκαν υπέρ τάς δύο χιλιάδας καί πεντακόσιοι, τών οποίων τά πτώματα έμειναν εις τό Δερβενάκι. Πόσοι δέ επληγώθησαν, ουδείς οίδε, οι δέ νικηταί ήρπασαν τόσα πλούσια λάφυρα, ώστε εχόρτασαν καί αυτοί καί πολλοί χωρικοί, οίτινες υπήγον μετά τήν μάχην έπειτα μίαν εβδομάδαν, καί εύρισκον διάφορα πράγματα. Επήραν υπέρ τάς πέντε χιλιάδας άλογα καί μουλάρια, εκατόν περίπου καμήλους, άπειρα πολεμοεφόδια καί αποσκευάς όλα τά πέριξ εκείνα χωρία, ώστε δέν είχον τί νά τά κάμουν. 
Ο δέ Κολοκοτρώνης, άμα ειδοποιηθείς ότι ο εχθρικός στρατός διευθύνεται πρός τό Δερβενάκι συμπαραλαβών μεθ' έαυτού τούς ονομαζόμενους σωματοφύλακάς του, τούς οποίους ωνόμαζον οι στρατιώται βλαχοκούταβα καθότι δέν ευρίσκοντο ποτέ εις καμμίαν μάχην άλλ' ήτον μόνον διά πιλάφι, έως διακόσιους πεζούς τε καί ιππείς ανέβη εις τό ανατολικόν όρος τού Αγιωργιού, απέχον μίαν καί ημίσειαν ώραν τών Δερβενακίων, ως ο προφήτης Ηλίας, καθώς επρομάντευσεν ο γέρων Μαυρομιχάλης, καί εθεώρει μέ τό κανοκιάλι, τήν τρομεράν καί φρικαλέαν εκείνην μάχην χωρίς νά δυνηθή νά δώση εις τούς ατρομήτους εκείνους μαχητάς ουδέ τήν παραμικράν συνδρομήν, αλλά τήν επιούσαν υπήγεν εκεί καί τούς ήρπασε κάμποσα λάφυρα.»

Απομνημονεύματα Κανέλλου Δεληγιάννη (άσπονδου εχθρού καί διώκτη τού Κολοκοτρώνη)


Ο Δράμαλης δέν σκόπευε νά παραμείνει αποκλεισμένος στόν καταραμένο κάμπο τής Αργολίδος. Θά προχωρούσε πάσει θυσία στήν Κόρινθο. Αυτό τό γνώριζε ο Κολοκοτρώνης καί οργάνωσε σχέδιο μέ τό οποίο θά προσπαθούσε νά αποκλείσει τόν πασά, τόν οποίους ήλπιζε νά πιάσει ζωντανό. Έστειλε αμέσως τό Νικηταρά, τόν Δημήτριο Υψηλάντη, τόν Ευμορφόπουλο, τόν Κεφάλα, τόν Χελιώτη, τόν Χατζηγιάννη Σοφικιώτη καί τούς αδελφούς Φλέσσα (Γρηγόριο, Νικήτα καί λοιπούς) νά πιάσουν τό στενό στό χωριό Αγιονόρι, πού βρίσκεται ανατολικά από τό χωριό Στεφάνι καί νότια από τό Χιλιομόδι. Επίσης έστειλε ταχυδρόμο στόν Πλαπούτα γιά νά βιαστεί νά πιάσει τά Δερβενάκια καί ταχυδρόμο στό Γιατράκο γιά νά καταλάβει τό Χαρβάτι (Μυκήνες) καί νά ακολουθήσει από πίσω τό στράτευμα τού Δράμαλη, ώστε νά τό κτυπήσει από τά νώτα στήν κατάλληλη στιγμή. Τό σχέδιο τού αρχηγού ήταν έξυπνο, αλλά ως συνήθως έμεινε στά χαρτιά, διότι γιά διαφόρους λόγους ούτε ο Πλαπούτας πρόλαβε, ούτε ο Γιατράκος κινήθηκε. Ο Γιατράκος ήταν δυσαρεστημένος μέ τόν Κολοκοτρώνη διότι είχε ευνοήσει τόν προσωπικό του αντίπαλο Κρεββατά καί δέν θέλησε νά ακολουθήσει τίς οδηγίες τού αρχιστράτηγου. Πάλι ο Νικήτας Σταματελόπουλος θά έβγαζε τό φίδι από τήν τρύπα. 
«Φεύγοντας οι Έλληνες γιά νά πιάσουν τίς καινούργιες θέσεις στό Αγιονόρι, ακούστηκε κάποιος νά τραγουδάη τούτο τό τραγούδι πού είχε κιόλας σκαρώσει: 
Οι μπέηδες τής Ρούμελης, τού Δράμαλη οι πασάδες
στό Δερβενάκι κείτονται κορμιά δίχως κεφάλια.
Στρώμα ΄χουνε τή μαύρη γής, προσκέφαλο μιά πέτρα
καί τ' από πάνω σκέπασμα τού φεγγαριού τή λάμψη.
Κολοκοτρώνης πέρασε μέ τούς καπεταναίους
καί τά κεφάλια τήραε καί τά κορμιά τηράει. 
Ο Νικηταράς μέ τούς δικούς του έπιασε μετερίζια πίσω από τούς βράχους στό Αγιονόρι καί τό Στεφάνι. Ο Δράμαλης στίς 27 Ιουλίου τό βράδυ ξεκίνησε γιά τήν Κόρινθο. Δέ θά ξαναπερνούσαν τά ασκέρια του από κείνα τά καταραμένα Δερβενάκια καί τόν Αϊ Σώστη. Διάλεξε τό άλλο πέρασμα. Τό Αγιονόρι. Γιατί θαρρούσε πώς οι Γραικοί δέ θά είχαν προκάνει νά πιάσουν καί αυτό τό στένωμα. Νικηταράς (σχέδιο Ναταλία)
Ξημερώματα στίς 28 Ιουλίου 1822 βρέθηκαν τ' ασκέρια του στ' Αγιονόρι. Είδαν όμως τότε πώς κι αυτός ο δρόμος ήταν αποκλεισμένος. Ο σερασκέρης δέν τά έχασε. Θέλει νά ξεσηκώση πρώτα μέ φανατισμό τούς πιστούς τού Αλλάχ. Προστάζει όλους τούς χοτζάδες, μουεζίνηδες, ιμάμηδες πού τόν ακολουθάνε ν' αρχίσουν αμέσως τό ναμάζι (προσευχή). Μά τίς προσευχές τους οι Έλληνες τίς σκεπάζουν μέ σφυρίγματα, χωρατά καί μέ γιουχαΐσματα. 
Οι Τουρκαλβανοί σταματάνε τό δρόμο τους καί κάνουν πίσω. Μά ο Μαχμούτ πασάς Δράμαλης δέν σκιάζεται. Τούς δίνει θάρρος ξεφωνίζοντας: "Χίλιοι μονάχα κλέφτες είναι. Πιάστε τους μέ τά χέρια σας γενναία καί περήφανα παιδιά τού Οσμάν!" 
Ξαναμμένοι οι μουσουλμάνοι ρίχνονται στίς ανηφόρες μέ ξεφωνητά καί βρισιές νά πιάσουν τούς Ρωμιούς. Μά τά βόλια τούς αναγκάζουν νά γυρίσουν πίσω καί πολλοί σωριάζονται νεκροί. Τώρα απ' όλα τά μετερίζια αστραποβροντάνε καριοφίλια. 
Ο Νικηταράς όπως πάντα ξεπετιέται πρώτος μέ τήν πάλα στό χέρι καί κατηφορίζει γιά τ' ασκέρια. Από κοντά πολλοί δικοί του. Από δώ καί πέρα αρχίζει τό μακελειό. Όσους προκάνουν απ' τούς τρομαγμένους Τούρκους τούς κατακομματιάζουν. Τούς κυνηγάνε ως τό άνοιγμα πού κάνει τό στένωμα. 

- Πουλί πώς πάει ο πόλεμος, τό κλέφτικο ντουφέκι;
- Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσ' ο Κολοκοτρώνης
καί παραπίσω οι Έλληνες μέ τά σπαθιά στά χέρια.
Γράμματα πάνε κι έρχονται στών μπέηδων τά σπίτια.
Κλαίνε τ' αχούρια γι' άλογα καί τά τζαμιά γιά Τούρκους,
κλαίνε μανούλες γιά παιδιά, γυναίκες γιά τούς άντρες.»

Τάκη Λάππα - Νικηταράς ο Τουρκοφάγος

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΝΟΡΙΟΥ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ 28 ΙΟΥΛΙΟΥ 1822


Η Μάχη του Αγιονορίου Κορινθίας ήταν μια πολεμική συμπλοκή της Ελληνικής Επανάστασης δύο ημέρες μετά την καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια. Στη μάχη αυτή από την πλευρά των Ελλήνων αρχηγοί ήταν ο Νικηταράς και ο Νικήτας Φλέσσας.
Μετά τη μάχη στα Δερβενάκια, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συνέλαβε και εφάρμοσε σχέδιο πλήρους αποκλεισμού της στρατιάς του Δράμαλη, από τον οποίο περίμενε πως θα επιχειρούσε να περάσει από το Ναύπλιο στην Κόρινθο. Τελικά το σχέδιο δεν εφαρμόστηκε σωστά με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να διαφύγουν προς το Αγιονόρι όπου ο μόνος που απέμενε να τους αντιμετωπίσει ήταν ο Νικηταράς με τον Νικήτα Φλέσσα. Τη νύχτα της 27ης - 28ης Ιουλίου, ο Δράμαλης έμαθε ότι η χαράδρα του Μπερμπατιού ήταν αφύλακτη και αποφάσισε να περάσει από αυτήν για να βγει στην οδό του Αγιονορίου και από εκεί, μέσω της Κλένιας, να φτάσει στην Κόρινθο.
Στην αρχή ο Δράμαλης στράφηκε εναντίον του σώματος του Νικηταρά στον Άγιο Βασίλειο, το οποίο ήταν πιο απομονωμένο και άφησε μικρή δύναμη στον δρόμο του Αγιονορίου για να απασχολεί τους Φλεσσαίους. Οι άνδρες του Νικηταρά υπέστησαν απώλειες και άρχισαν να υποχωρούν προς το Στεφάνι, όπου όμως αντιστάθηκαν αποτελεσματικά, συνεπικουρούμενοι από το σώμα του Νικήτα Φλέσσα. Τελικά οι Τούρκοι, ευρισκόμενοι ανάμεσα σε δύο πυρά, ηττήθηκαν χάνοντας τουλάχιστον 600 περίπου άνδρες (πολλοί ιστορικοί ανεβάζουν τις απώλειες στους 1.000 άνδρες. Θα είχαν μεγαλύτερες απώλειες αν οι Έλληνες συνέχιζαν να τους καταδιώκουν αλλά φαίνεται πως θαμπώθηκαν από τα πλούσια λάφυρα και σταμάτησαν. Μόνο ο Νικηταράς με λίγους άνδρες συνέχισε την καταδίωξη, βοηθούμενος από τις γυναίκες του Αγιονορίου οι οποίες πετούσαν πέτρες στους Τούρκους από ψηλά. Έτσι μεγάλος αριθμός των ηττημένων διέφυγε, μαζί με τον ίδιο τον Δράμαλη, στην Κορινθία όπου και πάλι αποκλείστηκαν από τους Έλληνες.

Αγιονόρι Κορινθίας

Στό Αγιονόρι έγινε τών Δερβενακίων. Τό στενό πέρασμα έγινε ο τάφος περίπου χιλίων Τούρκων. Όταν δέ ένα βόλι από τό τουφέκι τού Νικηταρά κτύπησε τό μπαρούτι, πού ήταν φορτωμένο σέ μία καμήλα, επακολούθησε έκρηξη η οποία προκάλεσε περαιτέρω σύγχυση στόν αποκλεισμένο πλέον εχθρό, αφού τά άλογα αφηνίασαν, έριξαν τούς αναβάτες καί έτρεχαν ασυγκράτητα ποδοπατώντας τούς πεζούς. Οι Έλληνες μέ γυμνά τά γιαταγάνια αποτελείωναν τούς πανικόβλητους εχθρούς πού έπεφταν από τούς γκρεμούς μαζί μέ τά φορτωμένα ζώα τους.
 Ο Νικηταράς γιά νά πολεμήσει καί τίς τύψεις του από τό θάνατο πού σκορπούσε μέ τό σπαθί του πού τό άλλαξε τέσσερεις φορές, ακούστηκε νά μονολογεί: 
"Κουράγιο Νικήτα, Τούρκους σφάζεις"

Ο Νικήτας Φλέσσας

Ένας άλλος Νικηταράς, ο αδελφός τού Παπαφλέσσα Νικήτας Φλέσσας σκότωσε τόν Τοπάλ Αλή πασά σέ μονομαχία πού ξεκίνησαν μέ τά σπαθιά τους καί κατέληξαν νά μάχονται μόνο μέ τά χέρια. Σάν λάφυρο πήρε τό πανάκριβο αδαμαντοκόλλητο σπαθί τού πασά αξίας 700.000 γροσίων καί μία ακριβή γούνα πού τήν χάρισε στόν αδελφό του Παπαφλέσσα. Οι νεκροί θά ήταν ακόμα περισσότεροι, εάν οι στρατιώτες δέν έπεφταν μέ τά μούτρα στά πλούσια λάφυρα καί στά φλουριά τά οποία μάζευαν μέ τό φέσι όπως είχε προβλέψει ο Κολοκοτρώνης, όταν τούς έλεγε ότι "θά πάρετε τά πλούτη τών Τούρκων πού είναι κλεμμένα από τούς Χριστιανούς". Γούνες, βαριά χαλιά, χρυσαφικά, ασημένιες πιστόλες, χρυσοστόλιστα γιαταγάνια, πανύψηλα αραβικά άλογα, μουλάρια κατάφορτα μέ πραμάτειες, καμήλες, σκηνές, σημαίες, τουμπερλέκια, αργυρά σκεύη, ήταν μερικά από τά λάφυρα πού μοιράστηκαν οι άντρες τού Νικηταρά τού Τουρκοφάγου. 

Ο μόνος πού δέν ακούμπησε λάφυρο ήταν ο αγνός Νικηταράς. Oι άνδρες του τού χάρισαν ένα δαμασκηνό σπαθί (προερχόμενο από τήν περίφημη οπλοποιία τής Δαμασκού τής Συρίας) καί ένα κατάλευκο άλογο χωρίς ουρά, τό οποίο τό χάρισε σέ έναν γραφικό τύπο τής εποχής μέ τό παρατσούκλι "Τσοπανάκος". 

Ο Τσοπανάκος (Παναγιώτης Κάλλας)

Ο Τσοπανάκος, πού ήταν ένας πάμφτωχος καμπούρης, λεγόταν Παναγιώτης Κάλλας, καταγόταν από τήν Δημητσάνα καί ακολουθούσε τό στράτευμα τού Νικηταρά απαγγέλοντας εύθυμους στίχους. Καθότι δέν είχε τά μέσα νά συντηρήσει τό πανύψηλο αραβικό άλογο απήγγειλε στό Νικηταρά τό κάτωθι ποίημα: 

Τό δώρο τού Νικηταρά
είν' άλογο δίχως ουρά
ή μού στέλνεις τό κριθάρι
ή σού στέλνω τό τομάρι. 

Ο στρατάρχης Δράμαλης ντροπιασμένος πλέον έχασε μεταξύ άλλων καί τό άλογό του καί τό μόνο πού βρήκε νά καβαλήσει ήταν ένα γαϊδούρι. Έτσι έφτασε στήν Κόρινθο νηστικός καί κουρασμένος. Αλλά εκείνο πού φοβόταν περισσότερο ήταν η οργή τού σουλτάνου του. Τό ασκέρι τών 30000 ανδρών είχε σκορπίσει όπως είχαν σκορπίσει καί οι θησαυροί πού κουβαλούσε. Ο Δράμαλης θά πέθαινε λίγο αργότερα ή θά αυτοκτονούσε γιά νά αποφύγει τήν τιμωρία πού ήταν βέβαιο ότι θά ακολουθούσε. 
Οι Τούρκοι αποκλεισμένοι πλέον στήν Κόρινθο αποδεκατίζονταν από τίς ασθένειες. Καθημερινά έβγαιναν πρός αναζήτηση τροφής ενώ προσπαθούσαν νά διασπάσουν τόν κλοιό τών Ελλήνων καί νά κινηθούν πρός τήν Πάτρα, όπου υπήρχε πλήθος εφοδίων. Οι Τούρκοι πασάδες είχαν εγκαταλείψει πλήρως τόν εξαθλιωμένο στρατό τού Δράμαλη καί δέν ενδιαφέρονταν νά τόν ανεφοδιάσουν, ενώ ο Κολοκοτρώνης είχε πιάσει τά περάσματα καί είχε στήσει στρατόπεδα στό Σούλι Κορινθίας, στά Βασιλικά τού Κιάτου (Αρχαία Σικυών), στό Μάτσανι (Κρυονέρι), στήν Κλένια, στόν Άγιο Βασίλειο, στά Μεγάλα Δερβένια Γερανείων καί στούς υπόλοιπους δρόμους πού οδηγούσαν στήν Κόρινθο. Ο αρχηγός είχε δώσει διαταγές κάθε βράδυ νά ανάβει έκαστος στρατιώτης από τρείς φωτιές ώστε νά φαίνεται ότι η Κόρινθος είναι αποκλεισμένη από χιλιάδες Ρωμιούς ενόπλους. 

Στίς 12 Αυγούστου 1822, οι Τούρκοι τής Κορίνθου κινήθηκαν πρός τό Κιάτο, όπου ήταν στρατοπεδευμένοι οι Έλληνες μέ αρχηγούς τόν Γενναίο Αναγνώστη Πετιμεζά, τον  Κολοκοτρώνη, τόν Παναγιώτη Γιατράκο, τόν Δημήτριο Πλαπούτα καί τούς Πετμεζαίους. Οι εχθροί προσποιήθηκαν ότι οπισθοχωρούν αλλά αυτή τη φορά δέν έφυγαν παρά κρύφτηκαν στά αμέτρητα αμπέλια μέ τίς σταφίδες, πού είχε κάποτε η Κορινθία. Άφησαν κάποια άλογα γιά παγίδα καί περίμεναν.
 Οι Έλληνες δέν κατάλαβαν τήν χωσιά (ενέδρα) καί βγήκαν χωρίς προφυλάξεις νά αρπάξουν τά άλογα. 


Οι Τούρκοι έκαναν ξαφνικό γιουρούσι αιφνιδιάζοντας τό απόσπασμα τού Αναγνώστη Πετιμεζά μέ τούς Φαναρίτες (κατοίκους Αρχαίας Ολυμπίας) καί τούς Μιστριώτες. Ο γενναίος Καλαβρυτινός οπλαρχηγός παρέμεινε στή θέση του μαζί μέ τόν δεκαεπτάχρονο γιό του Σωτήρη, γιά νά συγκρατήσει τούς συντρόφους του πού υποχωρούσαν ατάκτως. Εκεί στή θέση Βασιλικά σκοτώθηκε μέ τό παιδί του καί άλλους εξήντα Έλληνες, μεταξύ τών οποίων ήταν ο παπά - Καλομοίρης από τό Μυστρά καί ο Γιαννετάς από τό Γιοργίτσι. 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΠΕΤΜΕΖΑ (Peter von Hess)

Εκείνη τήν εποχή έφθανε στή Νεμέα καί ο Άγγλος φιλέλληνας Άστιγξ (Frank Abney Hastings). Ο Άστιγξ είχε γεννηθεί τό 1794 καί ήταν γιός τού στρατηγού Καρόλου Άστιγξ. Είχε υπηρετήσει από μικρή ηλικία στό βρετανικό βασιλικό ναυτικό λαμβάνοντας μέρος στή μεγάλη ναυμαχία τού Τραφάλγκαρ σέ ηλικία μόλις 12 ετών. Μετά όμως από έναν απρόσεκτο χειρισμό του στην πορεία ενός πλοίου που διοικούσε αποτάχθηκε από τό ναυτικό καί έφθασε στήν τουρκοκρατούμενη Ελλάδα γιά νά προσφέρει τίς υπηρεσίες του. Ο Κολοκοτρώνης τοποθέτησε τό νεαρό Άγγλο στό χωριό Κουτσομόδι. 




«Ήταν ασκέρι τούρκικο, μιά κοσαριά χιλιάδες. 
Ήταν πασάδες ξακουστοί, πολοί ντερεμπεήδες,
δέν ετηράξανε στρατό, μηδέ καί παλληκάρια,
καί άλα - άλα κάνανε, στόν Άγιο Σώστη πάνε.

Μά κεί τούς καρτεράγανε μέ δυνατό ντουφέκι,
ο καπετάν Νικηταράς κ' οι Κολοκοτρωναίοι.
Δώστε Φωτιά, μωρέ παιδιά, προσέχτε παλληκάρια.
Κ' ευθύς εξεσπαθώσανε, τούς έδωκαν ντουμάνι, 
θέλτε ν' ακούστε κλάματα, δάκρυα καί μοιρολόγια; 

Κλαίνε τ' αχούρια γι' άλογα καί τά τζαμιά γι' αγάδες,
κλαίνε καί οι χανούμισες τούς άντρες, τά παιδιά τους,
τ' είν το κακό που γίνηκε, τ' είν' το κακό που πάθαν,
τής Ρούμελης οι μπέηδες καί τού Μωριά οι λεβέντες; 

Στά Δερβενάκια κείτονται, κορμιά χωρίς κεφάλι,
στρώμα 'χουνε τή μαύρη γης, προσκέφαλο τήν πέτρα, 
κ' έχουνε γιά παπλώματα τούς πάγους καί τά χιόνια. 

Κι' όσοι διαβάτες κι' άν περνούν στέκουν καί τά ρωτάνε: 
κορμιά, πούν τά κεφάλια σας κορμιά πούν τ' άρματά σας; 
- Οι κλέφτες μάς τά πήρανε, οι Κολοκοτρωναίοι, 

Το κρίμα ν' άχει ο Δράμαλης, τ' ανάθεμα ο Σουλτάνος,
μάς έστειλαν μεσ' τό Μωριά, τούς κλέφτες νά βαρούμε. 
Εδώ κλέφτες δέν πήραμε. Ευρήκαμε λιοντάρια,
στά δόντια σούρνουν τό σπαθί, στά χέρια το ντουφέκι.

Φυσάει αγέρας Κορθινός, μαΐστρος τραμουντάνας
καί πάει τά χαιρετίσματα στού Δράμαλη τ' ασκέρια. 
Πιάνουν καί κάνουν γράμματα στά δόλια τά χαρέμια. 

- Νά μή μάς παντυχαίνετε, νά μή μάς καρτεράτε. 
Γιατί επαντρευτήκαμε στά Δερβενάκια μέσα,
πήραμ' τήν πέτρα πεθερά, τή μαύρη γής γυναίκα
κι' αυτά τά λιανολίθαρα ούλα γυναικαδέλφια.»

Δημοτικό τραγούδι γιά τήν καταστροφή τού Δράμαλη

9 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1822- Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΠΕΡΑΧΩΡΑΣ


Η ιστορική Μάχη της Περαχώρας,  παρά τη σπουδαιότητά της δεν έτυχε της δέουσας σημασίας από την πολιτεία. Συνέβαλε στην καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη και παράλληλα ανύψωσε το αγωνιστικό φρόνημα των επαναστατημένων Ελλήνων (Αποστολίδης, 1978:16 & Παπαδημητρίου 1996:11). Αν η ιστορία λειτουργεί ως συνείδηση των κοινωνιών, τότε φιλτράρει αφενός, τις κυρίαρχες επιταγές για το τι θέλουμε να μάθουμε και τι να ξεχάσουμε και αφετέρου, τις πιέσεις αυτού που δεν μπορούμε να λησμονήσουμε (Λιάκος 2007) . Ακολουθώντας τη μνήμη και όχι τη λήθη σκιαγραφείται στη συνέχεια η πορεία που ακολούθησε η στρατιά του Δράμαλη μέχρι την άτακτη επιστροφή της στην Κόρινθο.
    Μετά τη μάχη των Δερβενακίων στις 26-28 Ιουλίου του 1822 και την ολέθρια καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συγκαλεί έκτατο συμβούλιο για τις περαιτέρω στρατιωτικές ενέργειες. Με τη διορατικότητα που τον διέκρινε, σύμφωνα με τον σύγχρονο Ηρόδοτο της Ελληνικής Ιστορίας Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, διέγνωσε πως η Πελοπόννησος πρέπει να απελευθερωθεί και να καταστεί βάση για την απελευθέρωση και της υπόλοιπης Ελλάδας (1932: 51). Με αφορμή το γεγονός ότι ο Δράμαλης και τα υπολείμματα της στρατιάς του είχαν καταφύγει στην Κόρινθο αποφάσισαν να αποκόψουν όλες τις διόδους επικοινωνίας, διαφυγής και τροφοδοσίας τους.  Η υγεία του Δράμαλη είχε κλονιστεί. Έχοντας προσβληθεί από ελονοσία και παράτυφο, το επιτελείο του επωμίστηκε την εξεύρεση λύσεων στα μεγάλα προβλήματα που ταλάνιζαν τη στρατιά του.
 Η έλλειψη τροφών, ζωοτροφών και οι επιδημίες συνιστούσαν τα κυριότερα προβλήματα. Για την εξοικονόμηση τροφών αποφάσισαν ένα μεγάλο μέρος της στρατιάς, ακολουθώντας τον παραλιακό δρόμο Βόχας- Ακράτας, να καταφύγει στην Πάτρα με τελικό προορισμό τη Ρούμελη. 



Οι επανειλημμένες προσπάθειές τους στέφθηκαν άκαρπες, διότι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε εγκαίρως αποκλείσει όλα τα περάσματα και τις εξόδους διαφυγής (Αποστολίδης, 1978: 7-8). Στις 8 Σεπτεμβρίου, όπως αναφέρει ο Αποστολίδης, ο Καρά Μεχμέτ Πασάς μαζί με τον στόλο του απέπλευσαν από την Πάτρα προς το στενό Ερμιονίδος και Σπετσών, με στόχο να εφοδιάσει με τρόφιμα τους λιμοκτονούντες πολιορκημένους του Ναυπλίου. Ο αρχιναύαρχος του Ελληνικού στόλου, Ανδρέας Μιαούλης, με το επιτελείο του ανάγκασαν τον εχθρικό στόλο να τραπεί σε φυγή, ενώ παράλληλα του προξένησαν καταστροφές (1978: 9) . 
       Τα Μεγάλα Δερβένια (Περαχώρα, Βίλλια, Πίσια, Μάζι, Μέγαρα, Εξαμίλια και Κούντουρα) ήταν η μόνη εφικτή έξοδος για την κατακερματισμένη και καταπονημένη οθωμανική στρατιά, η οποία θέλοντας να παρασύρει τις δυνάμεις των επαναστατών από τις διαβάσεις του Τρητού στα Μέγαρα, ή και να καταλάβει τα τελευταία, με απώτερο στόχο, όπως υποστηρίζει ο Ζαμάνος, να αποκαταστήσει τη συγκοινωνία με την ανατολική Στερεά, άρχισε κρούσεις προς την ορεινή περιοχή ‘Αέρας’ των Γερανείων (1964: 221). Το εγχείρημα αυτό κατέστη ατελέσφορο, αποτυγχάνοντας να εισέλθουν και από αυτή την πλευρά, στράφηκαν προς την περιοχή της Περαχώρας. 
    Σύμφωνα με τον Αποστολίδη, τη νύχτα της 9ης Σεπτεμβρίου του 1822 επιβιβάστηκαν στα μεταγωγικά 8.000 Οθωμανοί στρατιώτες με επικεφαλής τον Αλή Πασά από το Άργος και 1.000 ντελήδες Τουρκαλβανοί με  αρχηγό ιππικού τον Δελή- Αχμέτ Πασά, οι οποίοι αποβιβάστηκαν σε τρία διαφορετικά σημεία της περιοχής μας: στην παραλία του Αγριλιού, στον λιμάνι του Ηραίου και στα ‘Στραβά’. Ο Ζαμάνος, από τη άλλη πλευρά, υποστηρίζει πως κατά την 26η Σεπτεμβρίου αποβιβάστηκαν στην παραλία του Αγριλιού 4.000 πεζοί από δεκατρία πλοία (1964: 221). Όσον αφορά την εναρκτήρια ημέρα της Μάχης της Περαχώρας διατυπώνονται διαφορετικές απόψεις.

Το Κάστρο του Αγιονορίου

Ο Αποστολίδης αναφέρει πως η Μάχη ξεκίνησε στις 9  και ολοκληρώθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου του 1822, συνδέοντας την απουσία όλων των μάχιμων δυνάμεων των Πελοποννησίων οπλαρχηγών με την γιορτή της Παναγίας στις 8 Σεπτεμβρίου, η οποία αποτέλεσε την αφορμή ώστε η πλειονότητα των στρατιωτών να απουσιάζει στα χωριά της στην Πελοπόννησο, για να γιορτάσει μαζί με την οικογένειά της (1978: 13). Οι απώλειες των Οθωμανών εικάζεται πως θα ήταν μεγαλύτερες, σε περίπτωση που είχαν λάβει μέρος όλες οι μάχιμες δυνάμεις των Πελοποννησίων. Οι άλλες δυο εκδοχές αναφέρουν πως η Μάχη διήρκησε αφενός, από τις 25- 27 Σεπτεμβρίου του 1822 και αφετέρου, από τις 26-28 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου (Ζαμάνος, 1964: 221 & Κουκουλάς, 1990: 146).
    Οι αλληλοσυγκρουόμενες αυτές απόψεις δεν θα πρέπει να μας απασχολούν, γιατί επισκιάζουν τη σπουδαιότητα της Μάχης. Αν και δεν υπάρχει επίσημη αναλυτική ιστορική περιγραφή της Μάχης της Περαχώρας, οι πληροφορίες αντλούνται είτε από την επιστολογραφία αγωνιστών του ’21, είτε από την τοπική προφορική παράδοση. Οι προφορικές πηγές μεταφέρουν αξιόπιστες πληροφορίες, γιατί η ιστορία δεν αφορά μόνο τα γεγονότα, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο βιώνονται και συγκρατούνται στην φαντασία, δηλαδή διασώζουν την ατομική ματιά από το δημόσιο βλέμμα (Λιάκος, 2007: 158 & Thompson, 2002: 157) και κατά συνέπεια συγκροτούν και αναζωπυρώνουν την τοπική ταυτότητα εντός της κυρίαρχης εθνικής ταυτότητας. 

   

Στα τρία σημεία αποβίβασης των Τούρκων (Αγριλιό, Ηραίον και Στραβά) έσπευσαν οι Περαχωρίτες μαζί με τους άλλους Δερβενοχωρίτες και οχυρωμένοι πρόχειρα στα γύρω υψώματα, τους υποδέχτηκαν με μπαταριές (τουφεκιές). Το αιφνίδιο αυτό εγχείρημα ξάφνιασε τους τούρκους, οι οποίοι αν και διέθεταν ναυτική αλλά και ιππική υποστήριξη έβλεπαν να έχουν σημαντικές απώλειες. Για δυο ημέρες οι Τούρκοι προσπαθούσαν ανεπιτυχώς να εισέλθουν στην Περαχώρα. Την τρίτη ημέρα κατέφτασαν οι Πελοποννήσιοι οπλαρχηγοί, Νικηταράς, Αντώνης Κολοκοτρώνης, Παπαφλέσσας, Κεφάλας, Αλέξης Νικολάου- Λεβιδιώτης, Παπανίκας κ.α., καθώς και Φιλέλληνες του Τακτικού Στρατού. Η συμβολή του πολιτικού αλλά και στρατιωτικού αρχηγού των Δερβενοχωριτών, Γεώργιου Διδασκαλόπουλου, ήταν καταλυτική στη μάχη. Το απομεσήμερο, οι Τούρκοι δεν συνάντησαν ελληνική αντίσταση και θεώρησαν πως είχαν τραπεί σε φυγή, έτσι επιχείρησαν να καταλάβουν και να λεηλατήσουν την Περαχώρα. Στη θέση του σημερινού αθλητικού γηπέδου, δεξιά και αριστερά στο δρόμο Περαχώρας- Ηραίου, οι Περαχωρίτες είχαν χώρους όπου αποθήκευαν το ρετσίνι (λοτσάρια). Το σχέδιο τους ήταν να γεμίσουν τα λοτσάρια με μπαρούτι και να τα καλύψουν με ρετσίνι. Είχε δοθεί εντολή σε δέκα νεαρούς Περαχωρίτες με αρχηγούς τους Δημήτρη Ζερβό και Γιώργο Μπολέτη όταν ακούσουν τις καμπάνες του Ναού των Ταξιαρχών να χτυπούν, να τα πυροδοτήσουν. Όταν η τουρκική εμπροσθοφυλακή είχε φτάσει στα πρώτα σπίτια άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες και τα λοτσάρια ανατινάχτηκαν. Επακολούθησε πανδαιμόνιο καθώς η έκρηξη σε συνδυασμό με τα γιαταγάνια (σπαθιά) των Ελλήνων σκόρπισε τον θάνατο στον εχθρό. Οι τούρκοι εγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης με μεγάλες απώλειες και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Κόρινθο (Αποστολίδης, 1978: 10-11, 17).  
    Εν κατακλείδι, η Μάχη της Περαχώρας προσέθεσε ακόμα μια σελίδα δόξας στην ιστορία της Εθνεγερσίας του 1821 (Παπαδημητρίου, 1996: 7) και αποτελεί παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές. Δυστυχώς η ιστορία δεν έχει τοποθετήσει αυτή τη Μάχη στη θέση που της αξίζει, όμως πότε δεν είναι αργά. Το σημαντικότερο όλων είναι να γνωρίσουμε την ιστορία μας και να σκεφτόμαστε πάντα ότι  χάρις στις θυσίες των προγόνων μας ζούμε σήμερα ελεύθεροι. 

    Μαρία Παντελέου, Ιστορικόςκαι Ανθρωπολόγος, 28/9/2012 



Μαύρα Λιθάρια Κορινθίας (5 Ιανουαρίου 1823)

Ο στρατός τού Δράμαλη αποδεκατιζόταν μέ σταθερό ρυθμό στήν Κόρινθο από τίς ασθένειες καί τούς ελώδεις πυρετούς καί ο επισιτισμός του διενεργείτο από μικρά πλοιάρια πού κατέφθαναν από τήν Πάτρα. Γιά τήν μεταφορά τών τροφίμων ο Γιουσούφ πασάς τών Πατρών εισέπραττε υπέρογκα ποσά από τόν Δράμαλη, ενώ είχε απαγορεύσει σέ άλλα πλοιάρια νά προσεγγίζουν τό λιμάνι τής Κορίνθου. Ο Δράμαλης πέθανε στίς 26 Οκτωβρίου 1822 καί τήν αρχηγία τήν ανέλαβε ο υπαρχηγός Μαχμούτ πασάς, ο οποίος δέν παρέλειψε νά νυμφευθεί καί αυτός τή χήρα τού Δράμαλη καί πρώην σύζυγο τού Κιαμήλ μπέη. Αλλά καί αυτός πέθανε λίγο αργότερα καί τήν αρχηγία ανέλαβε ο Ντελή Αχμέτ πασάς, αρχηγός τού ιππικού έως τότε. 
Η κατάσταση χειροτέρεψε γιά τούς αποκλεισμένους Τούρκους τής Κορίνθου, όταν ο Κορινθιακός κόλπος πέρασε υπό τόν έλεγχο τού ελληνικού στόλου. Τά λίγα τρόφιμα πού χρυσοπλήρωναν στόν διοικητή τών Πατρών έπαψαν νά έρχονται, μέ αποτέλεσμα νά πεθαίνουν δέκα Τούρκοι στρατιώτες καθημερινώς από τόν λιμό. Ο Ντελή Αχμέτ, γιά νά σώσει τά απομεινάρια τού στρατού του αποφάσισε νά τόν οδηγήσει στήν Πάτρα. Πράγματι, ανεχώρησε από τήν Κόρινθο στίς 4 Ιανουαρίου 1823 καί προχώρησε διά τής παραλιακής οδού, ελπίζοντας νά μήν συναντήσει στό δρόμο του Ρωμιούς. 

«Η λαμπρά τού Δράμαλη επιχείρησις, η τοσούτο θριαμβικώς αρξαμένη απέτυχεν οικτρώς. Μετ' ου πολύ ο Κολοκοτρώνης απέκλεισε τόν δεκατευθέντα (αποδεκατισμένο) εκείνον στρατόν εντός τής Κορίνθου, πείσας μέν τόν Οδυσσέα νά καταλάβη τά στενά τής Μεγαρίδος, αυτός δέ περιζώσας πανταχόθεν τούς πολεμίους εν Πελοποννήσω. 
Περί τά τέλη τού Οκτωβρίου απέθανεν εν Κορίνθω ο Δράμαλης. Τό Ναύπλιον μηδεμίαν λαβόν από θαλάσσης βοήθειαν ελιμοκτόνει καί τή 30η Νοεμβρίου 1822 παρεδόθη εις τόν Κολοκοτρώνην διά συνθήκης, ήτις υπήρξεν η πρώτη ακριβώς εκτελεσθείσα υπό τών ημετέρων εκ τών πολλών όσαι πρότερον συνομολογηθείσαι πάσαι δυστυχώς είχον παραβιασθή. 
Τά δέ ελεεινά τού στρατού τού Δράμαλη λείψανα, ελαττωθέντα εν Κορίνθω εκ τού πολέμου, τού λοιμού καί τού λιμού εις 4000 άνδρας, εζήτησαν μέν νά μεταβώσιν εις Πάτρας διά τής παραλίας τού Κορινθιακού κόλπου. Αλλ' εις Ακράταν περιζωσθέντα υπό τών δύο Ζαϊμαίων, τού Λόντου, τού Πετμεζά καί τού Χαραλάμπη καί παθόντα πάλιν εκεί νέας συμφοράς, μόλις επί τέλους κατώρθωσαν νά διασωθώσιν επί πλοίων τά οποία προσήγαγεν ο τών Πατρών φρούραρχος Ιουσούφ πασάς. 
Τοιαύτα εγένοντο εν Πελοποννήσω κατά τό δεύτερον ήμισυ τού έτους 1822, ουδείς δέ ηδύνατο νά αρνηθή ότι η από τού μεγάλου κινδύνου τού επικρεμασθέντος επ' αυτής περί τά μέσα τού έτους τούτου σωτηρία ωφείλετο πρό πάντων εις τόν Κολοκοτρώνην.»

Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος - Ιστορία Ελληνικού Έθνους


Εκείνη τήν περίοδο τά στρατεύματα πού είχαν ορισθεί νά φυλάνε τά περάσματα στήν Ακράτα καί τό Δερβένι ήταν έτοιμα νά συμπλακούν μεταξύ τους. Ο Χαραλάμπης πού εκπροσωπούσε τό πολιτικό κόμμα κινήθηκε κατά τών Πετιμεζάδων πού ανήκαν στό στρατιωτικό κόμμα. Ευτυχώς ο γέρος Ασημάκης Ζαΐμης πρόλαβε τό κακό. Όταν δέ έμαθαν καί τήν άφιξη τού Ντελή Αχμέτ, οι αρχηγοί τών δύο παρατάξεων συμφιλιώθηκαν καί αφού οχύρωσαν τή θέση Μαύρα Λιθάρια, κοντά στό Δερβένι Κορινθίας, περίμεναν τόν εχθρό, μαζί μέ τούς Σωτηράκη Θεοχαρόπουλο, Νικόλαο Σολιώτη, καί Γιωργάκη Χελιώτη. Εν τώ μεταξύ κατέβηκε από τό μοναστήρι τού Προφήτη Ηλία τού Κούτου καί τόν Πύργο τού Κορδή ο Παναγιώτης Γεραρής μέ τά παλληκάρια του, ενώ πενήντα καλόγεροι ήρθαν από τό μοναστήρι τού Μεγάλου Σπηλαίου. 

Η μάχη ξεκίνησε στίς 5 Ιανουαρίου 1823 καί τελικώς οι Τούρκοι υποχώρησαν καί βρήκαν καταφύγιο σέ ένα χάνι στήν Ακράτα. Πολλοί από τούς Έλληνες ήταν οπλισμένοι μόνο μέ γεωργικά εργαλεία, όπως ο Μεταξάς από τή Ζάχολη (Ευρωστίνη) πού σκότωσε έναν έφιππο Τούρκο μέ ένα κλαδευτήρι. Τραυματίστηκε σοβαρά ο Γεραρής, ενώ οι νεκροί Έλληνες ετάφησαν στόν Άγιο Γεώργιο τής Ζάχολης. Στούς τάφους τών ανωνύμων φυτεύτηκαν επτά κυπαρίσσια. 
Όταν έφτασαν ελληνικές ενισχύσεις μέ τόν Ανδρέα Λόντο καί τόν Ανδρέα Ζαΐμη οι Τούρκοι παρέμειναν στήν Ακράτα αποκλεισμένοι γιά ένα μήνα, όπου υπέφεραν από τήν πείνα καί τό κρύο. Οι Έλληνες τούς παρακολουθούσαν πού έσφαζαν τά άλογά τους γιά νά τραφούν, ενώ πολλοί από αυτούς σωριάζονταν στό χώμα καθώς βάδιζαν. Στίς 8 Φεβρουαρίου ήρθαν δεκαπέντε τουρκικά πλοιάρια, παρέλαβαν τούς 1000 τελευταίους επιζώντες Τούρκους καί τούς μετέφεραν στήν Πάτρα. 
Αν θεωρήσουμε ότι απελευθέρωση της Κορίνθου σήμαινε κύρια απελευθέρωση του Ακροκόρινθου, τότε πρώτη ημέρα ελευθερίας για την (Αρχαία) Κόρινθο είναι η 14η Ιανουαρίου 1822, οπότε στήνεται η κυανόλευκή επί του Ακροκορίνθου για πρώτη φορά από τη θέσπισή της ως συμβόλου του Ελληνικού Κράτους
Λίγες μέρες αργότερα η Κόρινθος ορίζεται από την Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου πρωτεύουσα της ελεύθερης Ελλάδας και εκεί συνεδριάζουν το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό Σώμα, ιδρύεται το Πρώτο Εθνικό Τυπογραφείο και αποστέλλεται προς τις ξένες δυνάμεις η περίφημη Διακήρυξη της Ελευθερίας των Ελλήνων.
Με την κάθοδο της στρατιάς του Δράμαλη (5 Ιουλίου 1822) η Κόρινθος καταλαμβάνεται από τους Τούρκους. Στις 6 Ιουλίου εγκαταλείπεται ο Ακροκόρινθος απολέμητος, αφού ο φρούραρχός του Αχιλλέας φονεύει πρώτα τον όμηρο Τούρκο Μπέη Κιαμήλ, για τους αμύθητους θησαυρούς του οποίου πολλά λέγονταν.

Ανδρέας Λόντος

Η Ελλάδα στο τρίτο έτος για την Ελευθερίας της

Τό 1823 ξεκίνησε μέ ευνοϊκούς οιωνούς γιά τήν ελληνική επανάσταση. Οι επαναστάτες είχαν επικρατήσει σέ όλα τά μέτωπα τού νότου, τόσο στήν ξηρά όσο καί στή θάλασσα. Οι ελληνικές νίκες από τή μία καί οι τουρκικές θηριωδίες από τήν άλλη σήμαιναν ότι η συνύπαρξη τών δύο λαών ήταν αδύνατη καί η δημιουργία ενός εθνικού κράτους ήταν η αναπόφευκτη λύση. Tά εθνικά σύνορα θά αποτελούσαν εγγύηση γιά τή δικαιοσύνη, τήν ελευθερία καί τήν αξιοπρέπεια ενός λαού πού τά είχε στερηθεί γιά 400 χρόνια. Η άλλη λύση ήταν ο πόλεμος μέχρις εσχάτων. Ο σουλτάνος δέν ήθελε μέ τίποτα νά παραχωρήσει ούτε ένα μικρό τμήμα από τήν αυτοκρατορία του. Δέν θά τό παραχωρούσε ιδιαίτερα στούς άπιστους ραγιάδες, τούς οποίους ανεχόταν καί από "φιλευσπλαχνία" δέν τούς είχε οδηγήσει στόν πλήρη αφανισμό. Όσο όμως αισθανόταν τήν απειλή τής τσαρικής Ρωσίας, δέν ήταν δυνατόν νά μετακινήσει μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις στίς επαναστατημένες περιοχές, ενώ στά ανατολικά, ο μικρής εκτάσεως πόλεμος μέ τήν Περσία ευνοούσε τόν ελληνικό αγώνα. 
Ακόμα μεγαλύτερο ήταν τό πρόβλημα στό εσωτερικό τής οθωμανικής αυτοκρατορίας. 
Οι γενίτσαροι διαρκώς στασίαζαν καί δήλωναν ανυπακοή, οι πασάδες συνέχιζαν τίς αντιζηλίες μεταξύ τους καί η οικονομία τού κράτους πήγαινε από τό κακό στό χειρότερο. Μία μεγάλη πυρκαϊά στή Βασιλεύουσα στίς 17 Φεβρουαρίου 1823, είχε ως αποτέλεσμα νά καούν μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών, νά καταστραφούν πολλά πλοία πού βρίσκονταν υπό ναυπήγηση στό ναύσταθμο καί νά αχρηστευθεί τό χυτήριο πυροβόλων καί τά 1200 ορειχάλκινα κανόνια πού ήταν έτοιμα νά εξοπλίσουν τόν οθωμανικό στόλο. Ήταν μία από τίς μεγαλύτερες πυρκαϊές τής Πόλης πού κατέστρεψε εξ ολοκλήρου τή συνοικία τού Πέρα. Η φήμη ότι τήν πυρκαϊά τήν προκάλεσαν οι γενίτσαροι επιδείνωσε ακόμα περισσότερο τήν εσωτερική κατάσταση. 

Στό διπλωματικό πεδίο, κατά τό έτος 1823, η θέση τής Ελλάδος ισχυροποιήθηκε μετά τήν τοποθέτηση στή θέση τού Υπουργού Εξωτερικών τής Αγγλίας τού George Canning (Κάνιγκ), ο οποίος άλλαξε τήν πολιτική τής χώρας του απέναντι στούς εξεγερμένους Έλληνες αναγνωρίζοντάς τους ως έθνος εμπόλεμο. Ο Κάνιγκ υποστήριζε τήν πολιτική καί θρησκευτική ελευθερία τών ανθρώπων σέ ολόκληρη τήν οικουμένη καί τήν ανεξαρτησία τών κρατών τής Λατινικής Αμερικής. Η αλλαγή πλεύσης τής πολιτικής τής Γηραιάς Αλβιώνας καί η πλήρης διαφοροποίηση από τίς θέσεις τής Ιεράς Συμμαχίας ήταν ένας πραγματικός κόλαφος γιά τόν αλαζόνα Μέττερνιχ. Θά σηματοδοτούσε καί τήν αλλαγή πλεύσης τής ευρωπαϊκής πολιτικής στό ανατολικό ζήτημα. Η Χριστιανοσύνη όπως γράφει ο Νικόλαος Σπηλιάδης στά απομνημονεύματά του εάν ήθελε μπορούσε μέ ένα μόνο λόγο "νά στείλη τόν σουλτάνο εις τήν Ασίαν καί ν' αποδώση τήν Κωνσταντινούπολιν εις τούς νομίμους τών αυτοκρατόρων κληρονόμους." 



«Εις επίσημον γεύμα ο Κάννινγκ ωμίλησεν υπέρ τής πολιτικής καί τής θρησκευτικής ελευθερίας εις όλην τήν οικουμένην. Ολόκληρος η μοναρχική Ευρώπη κατεπλάγη καί ανέμενε τήν εις τά πράγματα εφαρμογήν τής νέας αγγλικής πολιτικής. Κατά τήν 14ην Φεβρουαρίου 1823 ο Κάννινγκ απέστειλεν εις τόν Στράγκφορδ εις τήν Κωνσταντινούπολιν οδηγίας πού διεχώριζαν εντελώς τάς αντιλήψεις τής Αγγλίας από τήν πολιτικήν τών δυνάμεων τής Ιεράς Συμμαχίας. Η αγγλική κυβέρνησις θεωρούσε καθήκον φιλανθρωπίας νά μή παραβλέψη τόν ελληνικόν αγώνα, καί ιδίως τήν μέλλουσα κατάστασιν τών Ελλήνων. Εις τό σημείον τούτο ανεγράφετο κατά λέξιν εις τό έγγραφον τού Κάννινγκ: 
"Τήν κατάστασιν τού χριστιανικού τούτου λαού, ο οποίος στενάζει υπό τόν ζυγόν τών βαρβάρων από εκατονταετηρίδων, δέν δύναται η Αγγλία νά βλέπη μετ' αδιαφορίας. Ο βασιλεύς επιθυμεί νά ενεργήση ο πρέσβυς τής Μεγάλης Βρεταννίας εις τήν Πύλην υπέρ τών Χριστιανών, νά απαιτήση τήν εκπλήρωσιν τών υποσχέσεων τάς οποίας έδωσεν η Πύλη περί τούτου πρός τούς πρέσβεις τών συμμαχικών δυνάμεων καί νά τής υποδείξη ότι, άν αρνηθή νά ικανοποιήση τάς αξιώσεις αυτάς, δέν δύναται πλέον νά διατηρή μετ' αυτής φιλικάς σχέσεις." 
Διά πρώτη φοράν ανεφέρετο εις αγγλικόν έγγραφον αφορών τήν Πύλην τό θρησκευτικόν ενδιαφέρον, καί μάλιστα επί ζητήματος τών σχέσεων τής Τουρκίας μέ τούς Χριστιανούς υπηκόους της, τό οποίον εκείνη έκρινεν ως ζήτημα εσωτερικόν, αποκλείον πάσαν ανάμιξιν ξένων. Ο Στράγκφορδ κατεθορυβήθη κυριολεκτικώς εκ τών εντολών τούτων. Τού εζητούντο τά αντίθετα πρός τήν πολιτικήν πού ακολουθούσεν έως τότε, καί τά οποία αντετίθεντο καί πρός τάς προσωπικάς του πεποιθήσεις. Πραγματικός Τόρυς καί αυτός, πιστεύων εις τό απαρασάλευτον καί τό ιερόν τού μοναρχικού καθεστώτος, ακόμη καί τού τουρκικού, είχε ομιλήσει εις τήν Βερόναν περί τής αθλιότητος καί τής κατωτερότητος τών Ελλήνων καί περί τών αρετών τών Τούρκων. 
Ο Κάννινγκ δέν ηρκέσθη εις τάς επί τού διπλωματικού πεδίου οδηγίας πρός τόν Στράγκφορδ, αι οποίαι ημπορούσαν νά χαρακτηρισθούν ως θεωρητικαί. Προέβη καί εις ενέργειας αισθητάς αμέσως καί εις τούς Τούρκους καί εις τούς Έλληνας επαναστάτας, καταδηλούσας τήν υπέρ τής ελληνικής επαναστάσεως εκδηλουμένην ήδη φιλικήν στάσιν τής Αγγλίας. 
Κατά τήν 25ην Μαρτίου τού 1823 διεκήρυξε τήν ουδετερότητα τής Μεγάλης Βρεταννίας απέναντι τών εις τήν Ελλάδα καί τά πελάγη της εμπολέμων Τούρκων καί Ελλήνων. Απέστειλεν έγγραφον πρός τόν Θωμάν Μαίτλανδ διά τού οποίου τού έδιδεν εντολήν νά διατάξη τάς αρχάς τής Ιονίου Πολιτείας νά σέβωνται τού λοιπού τόν υπό Ελλήνων επαναστατών αποκλεισμόν τών τουρκικών φρουρίων, όπως εσέβοντο τόν υπό Τούρκων ενεργούμενον, καί νά συμπεριφέρωνται πρός τούς επαναστάτας όπως πρός εμπόλεμον κράτος. Ωρίζετο δέ η νησίς Κάλαμος ώς απαραβίαστον άσυλον τών επαναστατών. Μετ' ολίγον ο Μαίτλανδ, ο οποίος είχε πράξει έως τότε κατά τών Ελλήνων όσα μόνο κρυφός αλλ' αμείλικτος εχθρός ημπορούσε μεθοδικώς νά πράξη, αντικατεστάθη διά τού Φρειδερίκου Αδάμ.»

Διονύσιος Κόκκινος - Ελληνική Επανάστασις - Τόμος 3

Στήν ελληνική πλευρά υπήρχε τεράστιο οικονομικό πρόβλημα. Η έλλειψη χρημάτων γιά τή μισθοδοσία τών στρατιωτών πού εγκατέλειπαν τά σπίτια τους καί τίς οικογένειές τους γιά νά βρεθούν στά στρατόπεδα, καθώς καί η έλλειψη βαρέων όπλων γιά τήν υποστήριξη τών περιοχών πού κινδύνευαν από τούς Τούρκους, αποτελούσαν ανασταλτικό παράγοντα γιά τήν επιτυχία τής επανάστασης. Είναι απορίας άξιον πώς οι μέχρι τότε σκλάβοι είχαν καταφέρει νά ανταποκριθούν στίς τεράστιες οικονομικές ανάγκες ενός σκληρού πολέμου γιά δύο συνεχόμενα έτη, εναντίον μίας πανίσχυρης οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία είχε ανεξάντλητους πόρους καί εφοδιαζόταν διαρκώς μέ πολεμοφόδια πού έφθαναν στά λιμάνια της από τά ευρωπαϊκά κράτη. 
Προκειμένου νά ενισχυθεί οικονομικά η επανάσταση, οι Έλληνες στράφηκαν πρός τή σύναψη εξωτερικού δανείου καί γι' αυτό τό λόγο είχε ήδη σταλεί ο Ανδρέας Λουριώτης στήν Ευρώπη. Ο Λουριώτης συνδέθηκε φιλικά μέ τόν Άγγλο λοχαγό Edward Blaquiere, ο οποίος τού υπέδειξε τό Λονδίνο ως λύση γιά τό οικονομικό πρόβλημα τής Ελλάδος. Πράγματι οι αγγλικές τράπεζες θά ήταν εκείνες πού θά έδιναν τά πρώτα δάνεια στήν ελληνική κυβέρνηση μέ υποθήκη τά δημόσια εθνικά κτήματα καί μέ ληστρικούς δυστυχώς όρους. 
Καί όμως τίς επιτυχίες καί τίς νίκες τών Ελλήνων αγωνιστών δέν θά τίς σταματούσε ούτε ο σουλτάνος, ούτε η έλλειψη χρημάτων. Δέν θά τίς σταματούσαν ούτε τά τουρκικά δίκροτα ούτε οι τεράστιοι εχθρικοί στρατοί. Δέν θά τίς σταματούσαν ούτε οι σφαγές τών αμάχων ούτε η διπλωματία τού Μέττερνιχ. Θά τίς σταματούσε η διχόνοια. Θά τίς σταματούσε η δίψα γιά τήν εξουσία. Θά τίς σταματούσε τό μίσος μεταξύ τών δύο κομμάτων πού είχαν προκύψει μέ τό ξέσπασμα τής επανάστασης. Τό πρώτο ήταν τό κόμμα τών πολιτικών καί τών προεστών (κοτζαμπάσηδων) καί τό δεύτερο τών στρατιωτικών καί τών καπεταναίων (οπλαρχηγών). 



«Παλληκάρια μου! Οι πολέμοι
γιά σάς όλοι είναι χαρά, 
καί τό γόνα σας δέν τρέμει
στούς κινδύνους εμπροστά.
Απ' εσάς απομακραίνει
κάθε δύναμη εχθρική.
Αλλ' ανίκητη μιά μένει
πού ταίς δάφναις σας μαδεί.
Η Διχόνοια πού βαστάει
ένα σκήπτρο η δολερή
καθενός χαμογελάει, 
πάρ' το, λέγοντας, καί σύ.
Κειό τό σκήπτρο πού σάς δείχνει,
έχει αλήθεια ωραία θωριά
μήν τό πιάστε, γιατί ρίχνει
εισέ δάκρυα θλιβερά.
Από στόμα, οπού φθονάει, 
παλληκάρια, ας μήν 'πωθή,
πώς τό χέρι σας κτυπάει
τού αδελφού τήν κεφαλή.
Μήν ειπούν 'ς τόν στοχασμό τους
τά ξένα έθνη αληθινά:
Εάν μισούνται ανάμεσό τους,
δέν τούς πρέπει ελευθεριά.
Τέτοια αφήστενε φροντίδα
όλο τό αίμα οπού χυθεί
γιά θρησκεία καί γιά πατρίδα,
όμοιαν έχει τήν τιμή.
Στό αίμα αυτό, πού δέν πονείτε
γιά πατρίδα, γιά θρησκειά,
σάς ορκίζω, αγκαλιασθήτε,
σάν αδέλφια γκαρδιακά.
Πόσον λείπει, στοχασθήτε,
πόσο ακόμη νά παρθή,
πάντα η νίκη, άν ενωθήτε,
πάντα εσάς θ' ακολουθή.»

Ύμνος εις τήν Ελευθερίαν - Διονύσιος Σολωμός

Η διχόνοια λοιπόν καλά κρατούσε στίς εμπόλεμες περιοχές κατά τή διάρκεια τού τρίτου έτους τής επανάστασης. Η κυβέρνηση πού "πολέμησε" τόν Δράμαλη από τά πλοία τής 'Υδρας, δέν ήθελε νά χάσει τήν εξουσία από τόν Μωραΐτη Κολοκοτρώνη, τού οποίου τό κύρος καί η αίγλη είχαν φτάσει στό μέγιστο καί είχε κοντά του τή Γερουσία τής Πελοποννήσου. Τό ίδιο καί στήν Ανατολική Στερεά, οι πολιτικοί πού "πολέμησαν" από τά πλοία τού Βιζβίζη, όταν τά πολυάριθμα τουρκικά στρατεύματα πολιορκούσαν τόν Ανδρούτσο στήν Αγία Μαρίνα τής Φθιώτιδας, πάλι δέν εννοούσαν νά αφήσουν τήν εξουσία, γιά χάρη τού Ρουμελιώτη αρματολού. Εμφύλιες διαμάχες υπήρχαν καί στήν Δυτική Στερεά όπου επικρατούσε αληθινό χάος εξαιτίας τών αντιζηλιών τών διαφόρων οπλαρχηγών. 
Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος βλέποντας τήν αύξηση τής επιρροής τών στρατιωτικών στά λαϊκά στρώματα, σχημάτισε ένα κοινό μέτωπο μέ όλους τούς πολιτικούς καί τούς προκρίτους γιά νά μπορέσει νά αντιμετωπίσει κυρίως τόν Υψηλάντη, τόν Κολοκοτρώνη καί τόν Ανδρούτσο. Όσο πλησίαζε η λήξη τής θητείας τής προσωρινής κυβέρνησης, η αντίθεση πολιτικών - στρατιωτικών γινόταν οξύτερη. Ο κοτσάμπασης από τά Λαγκάδια Κανέλλος Δεληγιάννης δέν εννοούσε νά δεχτεί ότι οι άρχοντες πού είχαν τίς μεγάλες περιουσίες καί τά απέραντα κτήματα θά έδιναν τήν εξουσία στούς ακτήμονες οπλαρχηγούς καί στούς φτωχούς χωριάτες. Μαζί του συμφωνούσε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης καί ο πανίσχυρος Καλαβρυτινός Ανδρέας Ζαΐμης, οι οποίοι ευρισκόμενοι στό Μεσολόγγι στό τέλος τού 1822 αναγνώρισαν ως αρχηγό τους τόν Μαυροκορδάτο. 
Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος

Μαυροκορδάτος, Κωλέττης, Νέγρης καί Καρατζάς αποτελούσαν τόν σκληρό πυρήνα τών πολιτικών καί γιά νά καταφέρουν νά προσεταιρισθούν τούς στρατιωτικούς άρχισαν νά μοιράζουν βαθμούς σέ όσους προσχωρούσαν στήν παράταξή τους. Ο Γεώργιος Γιατράκος, πού ενεχόταν στήν δολοφονία τού Παναγιώτη Κρεββατά, ονομάστηκε στρατηγός μαζί μέ δεκάδες άλλους ούτως ώστε νά μειωθεί ποιός άλλος; ο Κολοκοτρώνης ο οποίος ήταν καί αυτός στρατηγός τού Μωριά. Οι τέσσερις πολιτικοί φρόντισαν νά επηρεάσουν καί τίς τοπικές εκλογές γιά τήν ανάδειξη παραστατών (πληρεξουσίων) πού έγιναν στήν επικράτεια στά τέλη Δεκεμβρίου τού 1822. Οι παραστάτες εκλέχτηκαν όχι μέ μυστική ψηφοφορία, αλλά διά βοής καί μερικές φορές ούτε κάν διά βοής, μέ απόντες τούς φτωχούς χωρικούς από τή διαδικασία, μέ αποτέλεσμα η πλειοψηφία τών τοπικών αντιπροσώπων νά ανήκει στήν παράταξη τών αρχόντων. 
Η προσωρινή διοίκηση (Εκτελεστικό - Βουλευτικό) τής οποίας η θητεία έληγε στίς αρχές τού 1823, μέ τήν ενθάρρυνση τών καραβοκύρηδων τής Ύδρας εξέδωσε νόμο μέ τόν οποίο οριζόταν ως έδρα της τό Ναύπλιο. Τόν έλεγχο όμως αυτού τού φρουρίου, τό είχαν μετά τήν κατάληψή του, στίς 30 Νοεμβρίου 1822, τά πιστά στόν Κολοκοτρώνη στρατεύματα. Ο φρούραρχος τού Ναυπλίου Δημήτριος Πλαπούτας μαζί μέ τόν Γενναίο Κολοκοτρώνη απαγόρευσαν τήν είσοδο στήν πόλη, στούς εκπροσώπους τής διοίκησης μέ τό επιχείρημα ότι είχε λήξει η θητεία της. Τότε αποφασίστηκε η συνέλευση γιά τήν ανάδειξη τής νέας διοίκησης νά γίνει στό Άστρος Κυνουρίας. Γιά νά αυξήσουν τό κύρος τους οι πολιτικοί άρχισαν νά εκδίδουν ψηφίσματα ευγνωμοσύνης στόν εαυτό τους. Στόν Μαυροκορδάτο γιά τήν καταστροφή τού Πέτα καί τήν οριστική πτώση τού Σουλίου, στό Νέγρη γιά τήν παρεμπόδιση τού έργου τού Ανδρούτσου, στόν Κωλέττη, τόν Κανακάρη καί τόν Ορλάνδο γιά τή δειλία τους στήν εισβολή τού Δράμαλη κ.ο.κ. Γιά τόν μεγάλο νικητή τών Δερβενακίων, η διοίκηση δέν βρήκε ούτε μία λέξη νά πεί, ενώ οι αδελφοί Κουντουριώτη σέ επιστολή τους στόν Ορλάνδο τόν μόνο χαρακτηρισμό πού τού απέδωσαν ήταν "άρπαξ καί κακούργος". 



«Αι επαρχίαις ετοίμαζον τούς πληρεξουσίους διά τήν Β' Συνέλευσιν. Τούς έγραφα νά έλθουν νά γίνη η Συνέλευσις εις τό Ναύπλιον. Τό κόμμα τών αρχόντων δέν ήθελε νά έλθη εκεί, πρώτο διότι ήτον φρούριο, καί δεύτερο, διότι τό είχα εγώ. Άφησα τόν Κολιόπουλο (Δημήτριο Πλαπούτα) φρούραρχο καί επέρασα εις τήν Τριπολιτσά, αντάμωσα τήν Γερουσία καί τόν Μαυρομιχάλη, εκάμαμε συμφωνία διά νά βαστάξωμε εις τήν Συνέλευσι τήν Γερουσία καί νά μείνει η αρχιστρατηγία, ωρκωθήκαμε διά νά βαστάξωμεν τήν σειράν. 
Τέλος πάντων αποφασίσθη εις τό Άστρος νά γίνει η Συνέλευσις. Εσυνάχθηκαν μέρος. Εκεί έγραψαν εις τόν Μαυρομιχάλη, τάζοντές του νά τόν κάμουν πρόεδρον νά υπάγη εκεί. Ο Μαυρομιχάλης αλησμόνησε τούς όρκους μας καί επήγε, τόσον καί ο Παπαφλέσσας καί λοιποί. Εσηκώθηκα καί εγώ καί επήγα εις τό Άστρος. Εκεί είμεθα χωρισμένοι φανερά δυό κόμματα, τό ένα ελέγετο τών Προεστών καί τό άλλο τού Κολοκοτρώνη. 
Τών προεστών ήτον οι περισσότεροι, ήτον 150 πληρεξούσιοι καί 6000 στρατιώταις (Απρίλιος 1823). Εγώ είχα τόν Οδυσσέα, τόν Μούρτζινο καί άλλους 40 πληρεξουσίους μέ 800. Αυτοί έφεραν στρατιώτας γιά νά υποστηρίξουν τήν γνώμην τους μέ τήν δύναμιν καί εγώ μέ τήν δύναμιν εγύρευα νά τούς ανατρέψω τήν γνώμην. Εμείς εκαθήμεθα εις τά Μελεγίτικα κονάκια καί εκείνοι εις τά Αγιαννήτικα, μία τουφεκιά μακριά. 
Εκείνοι έκαμναν συνεδρίασιν καί ημείς δέν επηγαίναμε. Αυτοί ήθελαν καί εψήφισαν νά γίνουν 50 στρατηγοί καί 150 βουλευταί. Αυτή η πολυαρχία δέν μέ άρεζε εμένα διατί ο πολύς αριθμός ήθελε μάς χάσει καθώς καί μάς έχασε. Εψήφισαν τόσους στρατηγούς, διατί ενόμισαν νά γκρεμίσουν μέ τούτο τήν επιρροήν τήν εδικήν μου. Εψήφισαν νά εκποιήσουν τήν γήν, μέ σκοπόν νά βγάλουν ό,τι είχαν εξοδεύσει, όσα ήθελαν, καί νά αποζημιωθούν εις γήν καί νά αφήσουν τόν λαόν γυμνόν καί απ' αυτήν τήν ελπίδα τής γής. 
Τότε ο λαός εγύρισε μέ τήν γνώμην τήν εδικήν μου. Αυτοί σάν είδαν τήν κακήν εντύπωσιν οπού έκαμεν η εκποίησις, εβιάσθηκαν νά τό σβύσουν αυτό τό άρθρον. Αυτοί άρχισαν νά κολακεύουν τούς φίλους μου καί τούς έπαιρναν έναν - έναν μέ τό μέρος των.»

Άπαντα Κολοκοτρώνη 1

Δεύτερη Εθνοσυνέλευση στό Άστρος (Απρίλιος 1823)


Τόν Ιανουάριο τού 1823, οι οπαδοί τών ολιγαρχικών (πολιτικών) μετέβησαν στό Άστρος Κυνουρίας ενώ τών δημοκρατικών (στρατιωτικών) στό Ναύπλιο. Ύστερα από πολλές λογομαχίες σχετικά μέ τόν τόπο διεξαγωγής τής συνέλευσης καί τελικώς μέ τή μεσολάβηση τού Λάζαρου Κουντουριώτη, όλοι οι αντιπρόσωποι συγκεντρώθηκαν στό Άστρος. Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο Αναγνωσταράς καί ο Παπαφλέσσας πού ήταν αρχικά μέ τό μέρος τού Κολοκοτρώνη, στή συνέχεια τόν εγκατέλειψαν καί τάχθηκαν μέ τό μέρος τού Μαυροκορδάτου, μειώνοντας αισθητά τήν πολιτική δύναμη τού "Γέρου". 
Ο Ανδρούτσος, πού στό παρελθόν είχε καταφύγει σέ βίαιες ενέργειες κατά τών αντιπάλων του, παρακίνησε τόν Κολοκοτρώνη νά εξοντώσει μία γιά πάντα τούς πολιτικούς γιά νά σωθεί η πατρίδα. Ο Γέρος τού Μοριά όμως δέν ήθελε μέ κανένα τρόπο νά λερώσει τά χέρια του μέ αίμα χριστιανικό. 
- "Θεοδωράκη, αφού οι κοτζαμπάσηδες τώρα πού είμαστε δυνατοί καί έχουμε τά άρματα εις τά χέρια μάς κάμουν έτσι, αύριο θά μάς σύρουν στήν φούρκα". 
- "Όλο μ' αυτούς έχεις νά κάμης κι εσύ Οδυσσέα. Άφησέ τους καί μονάχοι τους θά λησμονηθούνε." 
- "Εσένα θά πρωτοσκοτώσουν κι όχι μέ τήν αλήθεια, αλλά μέ τά ψέματα θά σού πλέξουν τό σχοινί τής φούρκας." 
- "Ό,τι διάβολο θέλουν άς κάμουν. Εγώ δέν μαγαρίζω τά χέρια μου μέ δαύτους." 
- "Καλά, αλλά πού είναι ο Κρεββατάς, ο στενός σου φίλος;" 
- "Τού Θεού τάς βουλάς, οι άνθρωποι δέν μπορούν νά τάς εμποδίσουν." 
Καί στίς δύο παρατάξεις επικρατούσε δυσπιστία καί καχυποψία. Καπεταναίοι καί καλαμαράδες κατασκήνωσαν σέ δύο διαφορετικά στρατόπεδα πάνοπλοι καί εχθρικοί οι μέν απέναντι στούς δέ. Οι πολιτικοί κατόρθωσαν νά συγκεντρώσουν περισσότερους αντιπροσώπους μέ τό μέρος τους καί ήταν προδιαγεγραμμένη πλέον η πορεία τής Δεύτερης Εθνοσυνέλευσης πού θά άρχιζε στό Άστρος στίς 30 Μαρτίου 1823. 



Από τήν πρώτη ημέρα ορίστηκε τό προεδρείο πού θά συντόνιζε τή διαδικασία τής εθνοσυνέλευσης. Πρόεδρος εκλέχτηκε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, αντιπρόεδρος ο επίσκοπος Βρεσθένης Θεοδώρητος, αρχιγραμματέας ο Θεόδωρος Νέγρης καί φρούραρχος ο Παναγιώτης Γιατράκος. Άπαντες ελέγχονταν από τόν Μαυροκορδάτο. 
Η Εθνική Συνέλευση μέ τίς πρώτες αποφάσεις της κατήργησε τά τοπικά πολιτικά σώματα, ώστε νά ενισχύσει τό κύρος τής κεντρικής κυβέρνησης. Πρωτίστως κατήργησε τήν Πελοποννησιακή Γερουσία πού ήταν μέ τό μέρος τών στρατιωτικών καί στή συνέχεια κατήργησε τό βαθμό τού αρχιστράτηγου πού είχε ο Κολοκοτρώνης, ώστε νά τόν εξομοιώσει μέ άλλους πενήντα δικούς της οπαδούς πού τούς είχε προβιβάσει σέ στρατηγούς. 
Στή συνέχεια η Εθνική Συνέλευση κατέστρωσε τόν ετήσιο κρατικό προϋπολογισμό καί αναθεώρησε ορισμένες διατάξεις από τό Σύνταγμα τής Επιδαύρου, ενώ προέβη στή διαίρεση τής ελεύθερης επικρατείας σέ επαρχίες. Συζήτησε ακόμα τό πρόβλημα τής αποζημίωσης τών ναυτικών νησιών τά οποία δέν θά μπορούσαν επ' αόριστον νά σηκώνουν μόνα τους τό βάρος τών εξόδων γιά τήν κίνηση κάθε φορά ολόκληρου τού ελληνικού στόλου καί αναγνώρισε τήν ανάγκη γιά υποθήκευση ή εκποίηση εθνικών κτημάτων, προκειμένου νά εξοικονομηθούν χρήματα. Από τό ψήφισμα αυτό θά έβγαιναν κερδισμένοι οι κοτζαμπάσηδες, οι οποίοι θά αποκτούσαν τεράστια κτήματα δανείζοντας ευτελή ποσά στό κράτος καί έτσι τό ψήφισμα αποδοκιμάστηκε έντονα από τούς στρατιώτες καί τών δύο παρατάξεων, μέ αποτέλεσμα νά ακυρωθεί. 


Η Β' Συνέλευση τού Άστρους ασχολήθηκε καί μέ τά δικαστικά ζητήματα, ώστε νά παταχθεί η εγκληματικότητα καί η αναρχία πού επικρατούσε σέ πολλές περιοχές. Από τά Πρακτικά τής Εθνοσυνέλευσης διαβάζουμε: "Διορίζεται επιτροπή γιά νά εκθέση τά κυριώτερα τών εγκληματικών εκ τού προχείρου, ερανιζομένη από τούς νόμους τών ημετέρων αειμνήστων Βυζαντινών αυτοκρατόρων". Πράγματι η επιτροπή αυτή παρουσίασε τό "Περί Αμαρτημάτων καί Ποινών Απάνθισμα", τό οποίο τύπωσε τό επόμενο έτος η επόμενη κυβέρνηση καί στό οποίο στηρίχτηκε γιά τίς αποφάσεις του τό πρώτο δικαστήριο πού λειτούργησε στήν Τριπολιτσά, μέ δικαστές τούς Ανδρέα Σγούτα καί Δημήτριο Οικονομέλη.


«Από δέ τό τρίτον έτος αρχίζουσιν αι συμφοραί τής Ελλάδος. Πρό πάντων τήν 14ην Ιανουαρίου τού 1823 απεβίωσεν ο αντιπρόεδρος τού Νομοτελεστικού Αθανάσιος Κανακάρης καί τούτο δή συμφορά βέβαια τής Ελλάδος, διότι εξέλιπεν ο άνθρωπος, όστις ηδύνατο εις τό μετά ταύτα διά τής αυταπαρνήσεώς του νά λυτρώση τό έθνος από πολλά κακά. 
Εις τό Ναύπλιον συνεκάλει καί η κυβέρνησις ήδη τούς παραστάτας τού Έθνους νά συγκροτήσωσι τό Βουλευτικόν σώμα, διότι τήν 18ην Ιανουαρίου είχεν εκδώσει ψήφισμα διαλαμβάνον ότι τό Ναύπλιον διορίζεται καθέδρα τής κυβερνήσεως. Προηγηθέντα δέ τά ολίγα άτομα, τά οποία ελέγοντο κυβέρνησις, ομού μέ τούς πληρεξουσίους τών νήσων τού Αιγαίου, οίτινες είχον απέλθει εις Ερμιώνην, καί φθάσαντα εις τόν λιμένα τού Ναυπλίου, ήθελον νά εξέλθωσιν εις τήν πόλιν ως κυβέρνησις. Αλλ' ο φρούραρχος (Πλαπούτας) δέν ηθέλησε νά τά δεχθή ως κυβέρνησις, διότι αυτά δέν απετέλουν ούτε τό Νομοτελεστικόν ούτε τό Βουλευτικόν. 
Ο Κολοκοτρώνης, ο Υψηλάντης, ο Οδυσσεύς, ο Αναγνωσταράς, ο Νικηταράς καί άλλοι πληρεξούσιοι Πελοποννήσιοι, Στερεοελλαδίται καί Αιγαιοπελαγίται συνήλθον εις Ναύπλιον, όπου προσεκάλουν καί τούς εν Άστρει νά συγκροτήσωσι τήν Συνέλευσιν ως εις τόπον προτιμότερον κατά πάντα. Αλλ' ούτοι φρουραρχούντος τού Πλαπούτα, δέν συνέρχονται εις Ναύπλιον, διότι φοβούνται τόν οποίον καί καταδιώκουσι Κολοκοτρώνη, καί εν ώ εσώθησαν άλλοτε διά τού Κολοκοτρώνη καί εν ώ κατενεχθέντας εναντίον του, ηδύνατο καί μάλιστα εις τήν εισβολήν τού Δράμαλη, νά τούς βλάψη καί δέν κατεχράσθη τήν δύναμίν του ο Κολοκοτρώνης, αυτοί μελετώντες πάντοτε κακά εναντίον του, δέν συνέρχονται εις Ναύπλιον, αλλά πεφρουρούμενοι μέ στρατεύματα εις τό Άστρος, διακηρύττουσιν ότι ήρχισεν η Β' Εθνική τών Ελλήνων Συνέλευσις τάς εργασίας της. 
Τήν 29ην Μαρτίου 1823 συνεδριάζει η εν Άστρει συνέλευσις καί ψηφίζει πρόεδρον τόν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, αντιπρόεδρον τόν επίσκοπον Βρεσθένης καί αρχιγραμματέα τόν Θεόδωρο Νέγρην, καταργεί δέ τόν βαθμόν τής αρχιστρατηγίας, διά νά παύση ο Κολοκοτρώνης τού νά ήναι αρχιστράτηγος. Εις τήν δευτέραν συνεδρίασιν καταργεί τάς Γερουσίας καί τόν Άρειον Πάγον, καί εις τήν πέμπτην αποφασίζει νά διορίζωνται έπαρχοι εις τάς επαρχίας τού κράτους. Εις δέ τήν νήσον Κρήτην αποφασίζει νά διορισθή αρμοστής μετά δύω συμβούλων καί θά διορισθώσιν επομένως από τήν κυβέρνησιν, τήν οποίαν θά ιδρύσει η συνέλευσις αυτή, αρμοστής τής Κρήτης ο Εμμανουήλ Τομπάζης καί σύμβουλοι αυτού ο Αναγνώστης Ζαφειρόπουλος καί ο Αγαμέμνων Αυγερινός. 
Εις τήν δεκάτην συνεδρίασιν εψηφίσθη νά πληρώση η Πελοπόννησος τά έξοδα τών ναυτικών νήσων από τήν αρχήν τού πολέμου έως τέλους τού 1821, καί ν' αποζημιωθή από τ' άλλα μέρη τής Ελλάδος τήν αναλογίαν των. Οι ολιγαρχικοί ψηφίζουσιν ό,τι θέλωσιν οι ναυτικοί, διά νά τούς έχωσι βοηθούς άχρι τέλους τής συνελεύσεώς των, εν ώ γνωρίζουσιν ότι ούτε η Πελοπόννησος θά τούς πληρώσει τίποτε, ούθ' όλον τό έθνος. 
Μετά ταύτα η Β' Εθνική Συνέλευσις τών Ελλήνων διεκήρυξεν εις τό Άστρος τά εφεξής:
"Τρίτον ήδη χρόνον διαρκεί ο υπέρ ανεξαρτησίας εθνικός τών Ελλήνων πόλεμος. Ο τύραννος ούτε κατά γήν ούτε κατά θάλασσαν ηυδοκίμησεν. Εν ώ δ' αι τυραννοκτόνοι χείρες τών Ελλήνων έπεμψαν μυριάδας Τούρκων εις Άδου, καί φρούρια απέκτησαν καί τήν επικράτειαν εξησφάλισαν. 
Ευτύχησε τό Έθνος νά διακηρύξει εν Επιδαύρω κατά πρώτον ως Έθνος τήν ανεξαρτησίαν του, νά νομοθετήση καί εθνικήν νά καταστήση διοίκησιν, ήδη δέ μετά δεκαέξ μήνας δευτέραν νά συγκροτήση εν Άστρει συνέλευσιν, η οποία αφ' ού επεξειργάσθη καί επεδιώρθωσεν αναλόγως τούς καθεστώτας νόμους, διέταξε πολλά τών γενικών τού Έθνους συμφερόντων. 
Κηρύττει σήμερον κατ' επανάληψιν ενώπιον Θεού καί ανθρώπων τήν πολιτικήν τών Ελλήνων ύπαρξιν καί ανεξαρτησίαν, διά τής οποίας τήν ανάκτησιν έχυσε τό έθνος καί χύνει αίματα ποταμηδόν μέ αμετάθετον απόφασιν όλοι οι Έλληνες ή νά επαναλάβωμεν αυτήν κατά τ' απαράγραπτα δικαιώματά μας από τόν άρπαγα αυτής σουλτάνον καί νά ανεξαρτηθώμεν εντελώς, έθνος χωριστόν, αυτόνομον καί ανεξάρτητον αναγνωριζόμενοι, διά τήν δόξαν τής Αγίας ημών Πίστεως καί τήν ευτυχίαν τών ανθρώπων, ή μέ τά όπλα εις τάς χείρας όλοι οι Έλληνες νά καταβώμεν εις τούς τάφους, αλλά Χριστιανοί καί ελεύθεροι." 
Ο Μαυροκορδάτος τίθεται πάλιν επί κεφαλής τών πραγμάτων, διαδέχεται δέ τόν Νέγρην ως γενικός γραμματεύς τού Νομοτελεστικού. Επί τής Οικονομίας διωρίσθη ο Αναγνώστης Σπηλιωτάκης, επί τών Εσωτερικών ο αρχιμανδρίτης Δικαίος (Παπαφλέσσας), επί τής Αστυνομίας ο Γεώργιος Αινιάν, επί τής Θρησκείας επεκυρώθη ο επίσκοπος Ανδρούσης Ιωσήφ, επί τών Πολεμικών διωρίσθη επιτροπή συγκειμένη από τόν Αναγνωσταράν, Μούρζινον καί Περραιβόν.»

Απομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδου Α'



Στίς 18 Απριλίου 1823, η συνέλευση όρισε ως έδρα τής διοικήσεως τήν Τριπολιτσά καί αποφασίστηκε σύγκληση νέας εθνοσυνελεύσεως μετά από διετία. Τό Εκτελεστικό (Νομοτελεστικό) πού προέκυψε είχε πρόεδρο τόν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, αρχιγραμματέα τόν Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο καί μέλη τούς πανίσχυρους κοτζαμπάσηδες Σωτήρη Χαραλάμπη, Ανδρέα Ζαΐμη καί τόν Κεφαλονίτη Ανδρέα Μεταξά. Η θέση τού αντιπροέδρου έμεινε κενή. Στό Βουλευτικό πρόεδρος εκλέχθηκε ο Ιωάννης Ορλάνδος καί αντιπρόεδρος ο επίσκοπος Βρεσθένης Θεοδώρητος. Ο έντιμος Δημήτριος Υψηλάντης δέν πήρε κανένα αξίωμα ενώ παραγκωνίσθηκε καί ο Θεόδωρος Νέγρης, ο οποίος γι' αυτό τό λόγο προσχώρησε στό κόμμα τού Κολοκοτρώνη καί τού Ανδρούτσου, αποφασισμένος νά εκδικηθεί τόν μέχρι τότε συνεργάτη του Μαυροκορδάτο. 
Η κυβέρνηση εγκαταστάθηκε στήν Τριπολιτσά πρός τό τέλος Απριλίου καί διόρισε υπουργό Εσωτερικών τόν Γρηγόριο Δικαίο, υπουργό Οικονομίας τόν Αναγνώστη Σπηλιωτάκη, υπουργό Λατρείας τόν επίσκοπο Ανδρούσης Ιωσήφ, υπουργό Αστυνομίας τόν Γεώργιο Αινιάν, υπουργούς Πολέμου τούς Διονύσιο Μούρτζινο, Χριστόφορο Περραιβό καί Αναγνώστη Παπαγεωργίου (Αναγνωσταρά), υπουργούς Ναυτικών τούς Γεώργιο Κιβωτό, Ιωάννη Λαζάρου καί Ιωάννη Καλημέρη καί υπουργό Δικαίου τόν Γεώργιο Μπάρμπογλη. 
Οι δημοκρατικοί (στρατιωτικοί) μέ πρωτεύοντες τούς Πλαπούτα, Σισίνη, Ασημάκη Φωτήλα καί Ανδρούτσο προέτρεψαν τόν Κολοκοτρώνη νά ανατρέψει μέ τή βία τήν κυβέρνηση πού είχε εγκατασταθεί στήν Τριπολιτσά, αλλά ο Κολοκοτρώνης δέν ήθελε νά αναλάβει τήν ευθύνη ενός εμφυλίου πολέμου. Σέ μία προσπάθεια συμφιλίωσης τών πολιτικών αντιπάλων από τόν Μητροπολίτη Τριπολιτσάς Δανιήλ, αρραβωνιάστηκε ο μικρός γιός τού Κολοκοτρώνη Κολίνος μέ τήν κόρη τού Κανέλλου Δεληγιάννη, αποβλέποντας τόσο ο προεστός όσο καί ο οπλαρχηγός σέ πολιτικά οφέλη. 
Η διοίκηση υπό τόν φόβο τής σύρραξης πρότεινε στόν κυριώτερο αντίπαλό της τήν θέση τού αντιπροέδρου τού Εκτελεστικού πού είχε απομείνει κενή. Ο Κολοκοτρώνης αποδέχτηκε τή θέση στίς 27 Μαΐου 1823, αλλά μέ αυτή του τήν ενέργεια προκάλεσε τήν δυσαρέσκεια τών οπαδών του, οι οποίοι τήν εξέλαβαν σάν προδοτική στάση καί άρχισαν νά απομακρύνονται από κοντά του. Ακόμα καί ο γιός του Γενναίος θά δήλωνε στόν Πλαπούτα ότι ο πατέρας του "γενόμενος σύντροφος τών κοτζαμπάσηδων καί συμπέθερος τών Δεληγιανναίων έχασε τήν υπόληψίν του." Ο Κολοκοτρώνης μήν διαθέτοντας πολιτικές ικανότητες ήταν σίγουρο ότι θά εφθείρετο από τή θέση πού τού προσέφεραν οι πολιτικοί του αντίπαλοι. 

«Δοθείσης όλης τής εξουσίας εις τους πολιτικούς, ηγανάκτησαν οι αποτυχόντες στρατιωτικοί καί εμελέτησαν τήν ανατροπήν τών ψηφισθέντων διά θεμιτών καί αθεμίτων τρόπων. Ο χαρακτήρ τοιαύτης συνελεύσεως παρείχεν οίκοθεν ικανάς λαβάς διενέξεων, καί εντεύθεν ορμώμενοι οι αποτυχόντες εβόων, ότι οι υπερισχύοντες εδέχθησαν ως μέλη όσους δέν έπρεπε νά δεχθώσι, καί απέβαλαν όσους δέν έπρεπε ν' αποβάλωσιν. Έμεινε δέ εκτός τών πραγμάτων παρά πάσαν ελπίδα καί ο Νέγρης, άν καί ως αρχιγραμματεύς τής συνελεύσεως συνέπραξε μετά τών υπερισχυσάντων πολιτικών. Δέν υπέφερεν ο φιλοπράγμων καί φιλότιμος ούτος ανήρ τήν απραγμοσύνην καί ολιγώρησιν εις άς κατεδικάσθη υπό τών φίλων του, ηνώθη μετά τών αντιπολιτευομένων, ωργάνισε τακτικώτερον τήν αντιπολίτευσιν ως σοφώτερος αυτών καί δέν εσυστάλη νά κηρύξη άτακτα καί άνομα όσα χθες οικειοθελώς έγραψε καί υπέγραψεν ως τακτικά καί έννομα. 
Υπό τήν διδασκαλίαν δέ αυτού, προσδοκώντος ευμενεστέραν τύχην παρά τών χθές αντιπάλων του, καί υπό τήν οδηγίαν τού Κολοκοτρώνη, συνήλθαν οι αντιπολιτευόμενοι εις τό χωρίον Καρυταίνης, Σελήμναν, πρός συγκρότησιν άλλης συνελεύσεως· παρηκολούθησαν δέ καί πάμπολλοι τών συγκροτησάντων τήν εν Άστρει ψευσθέντες καί ούτοι τών ελπίδων των. Αλλ' η νέα κυβέρνησις, επιδεξίως πολιτευθείσα, διεσκέδασε τό εν Σιλήμνη νέφος πρίν φθάση νά εκραγή. Κενή ήτον εισέτι η πέμπτη θέσις τού νομοτελεστικού· τήν θέσιν ταύτην επλήρωσεν αναδείξασα τόν Κολοκοτρώνην μέλος καί αντιπρόεδρον αυτού, καί ούτως αφήρπασεν εκ μέσου τών εναντίων της τόν κομματάρχην των. 
Ολίγαις δέ ημέραις πρότερον εφιλιώθησαν καί οι μέχρι τούδε διαφερόμενοι Δηληγιάνναι καί Κολοκοτρώναι, καί εις βεβαίωσιν τής φιλιώσεώς των εσυγγένευσαν αρραβωνίσαντος τού μόλις εννεαετούς υιού τού Κολοκοτρώνη, Κωνσταντίνου, τήν ομήλικόν του μονογενή θυγατέρα τού Κανέλλου Δηληγιάννη. Διά τού πολιτικού τούτου συνοικεσίου, διαλυθέντος μετά ταύτα, ο μέν Κολοκοτρώνης εσκόπευε νά διαρρήξη τό αρχοντολόγιον τής Πελοποννήσου, οι δέ Δηληγιάνναι νά ενδυναμωθώσιν επαμφοτερίζοντες. 
Εν τούτοις η Πύλη παρεσκευάζετο εις καταστροφήν τών Ελλήνων. Ανεπιτήδεια εις μάχην διά τόν στενόχωρον πλούν εντός τής ελληνικής θαλάσσης απέδειξεν η πείρα τά υπερμεγέθη πλοία· διά τούτο η Πύλη ητοίμασεν εις έκπλουν όχι πλέον δίκροτα αλλά φρεγάτας καί άλλα μικροτέρου μεγέθους· καθαιρέσασα δέ καί από τής αρχιναυαρχίας τόν ανάξιον Μεχμέτπασαν αντικατέστησε τόν Χουσρέφ - Μεχμέτπασαν τόν Τοπάλην (χωλόν)· διέταξε δέ καί πάμπολλα στρατεύματα νά εισβάλωσιν εις Πελοπόννησον τά μέν διά τής Ανατολικής Ελλάδος υπό τόν Ισούφπασαν Περκόφτσαλην, τόν άλλοτε πασάν τής Βραΐλας τόν κυριεύσαντα τό πρώτον έτος τής επαναστάσεως τό Γαλάτσι καί τό Ιάσι, τά δέ διά τής Δυτικής Ελλάδος υπό τόν Μουσταήμπασαν, ηγεμόνα τής Σκόδρας· παρήγγειλε καί τόν εν Πάτραις Ισούφπασαν νά στρατολογήση καί ούτος εν τή Αλβανία καί μεταφέρη τούς στρατολογηθέντας, διά θαλάσσης εις Πελοπόννησον· τά δέ τής Κρήτης ανέθεσεν εις τόν ηγεμόνα τής Αιγύπτου Μεχμέτ - Αλήν. 
Η δέ ελληνική κυβέρνησις απεφάσισε πρός ματαίωσιν τών εκστρατειών τούτων νά συστήση δύο στρατόπεδα, τό μέν εν Μεγαρίδι πρός απόκρουσιν τής εχθρικής εισβολής εις Ανατολικήν Ελλάδα, τό δέ περί τάς Πάτρας εις πολιορκίαν αυτών, εις προφύλαξιν τών αρκτικών παραλίων τής Πελοποννήσου καί εις αποστολήν στρατιωτικής βοηθείας χρείας τυχούσης κατά τήν δυτικήν Ελλάδα· πρός ευόδωσιν δέ τού σχεδίου απεφάσισε ν' αναθέση τήν αρχηγίαν τών στρατοπέδων εις τούς νομοτελεστάς, τού μέν κατά τήν Μεγαρίδα εις τόν πρόεδρον, τόν αντιπρόεδρον καί τον Χαραλάμπην συμπαραλαμβάνοντας καί τόν γενικόν γραμματέα εις τακτικήν ενέργειαν τής νομοτελεστικής δυνάμεως, τού δέ περί τάς Πάτρας εις τόν Ζαήμην καί τόν Μεταξάν· νά διαμείνωσι δέ εν Τριπολιτσά παρά τώ βουλευτικώ τά υπουργεία· δύο δέ μέλη μόνον τού επί τών πολεμικών τριμελούς υπουργείου νά παρακολουθήσωσι τό μέν τήν μίαν εκστρατείαν, τό δέ τήν άλλην. Εψηφίσθη δέ καί έρανος καθ' όλην τήν επικράτειαν ενός εκατομμυρίου γροσίων εις συντήρησιν τών στρατοπέδων καί εις κίνησιν πλοίων.»

Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως Σπυρίδων Τρικούπης Τόμος Γ'




«Κατά τά έτη 1823 καί 1824 η Πελοπόννησος ουδόλως υπό τών πολεμίων προσεβλήθη, ώστε δέν εμεσολάβησεν εξωτερικός τις άμεσος κίνδυνος επιτήδειος νά κατευνάση τάς εμφυλίους διενέξεις. Οι πρόκριτοι τών νήσων ήσαν πολύ τολμηρότεροι τών τής Πελοποννήσου προκρίτων, ο Κολοκοτρώνης πολύ απείχε τού νά έχη τήν πραότητα καί τήν αυτάρκειαν τού Υψηλάντου καί πλήν τούτου ού μόνον δέν ετιμήθη δεόντως αλλά καί προδήλως ηδικήθη υπό τής πρώτης Διοικήσεως, ήτις καίτοι μηδέν πράξασα χάριν τής κοινής σωτηρίας, καίτοι ελεεινώς πλανηθείσα τήδε κακείσε από τής πρώτης εις τήν Αργολίδα εισβολής τού Δράμαλη μέχρι τέλους τού έτους, ενόμισεν εν τούτοις εύλογον νά προσβάλη τήν φιλοτιμίαν τού υπέρ πάντας τούς άλλους πρωταγωνιστήσαντος κατ' εκείνου τού χρόνου ανδρός. 
Τό Βουλευτικόν συνελθόν άπαν εν Άστρει κατά μήνα μεσούντα Μάρτιον τού 1823 ανωμολόγησε χάριτας καί ευγνωμοσύνην πρός τίνα; πρός τήν βουλευτικήν επιτροπήν καί τό Εκτελεστικόν καί τούς μινίστρους, δηλαδή πρός όλους όσοι, καταφυγόντες διά τήν εισβολή τού Δράμαλη εις τάς ημιολίας (γολέτες) τών αδελφών Κουντουριωτών ουδέν έπραξαν. Εις τόν Κολοκοτρώνην ουδέν εξέδωκεν ευχαριστήριον καί μετ' αποδοκιμασίας καί αγανακτήσεώς τινος ομιλεί η βουλευτική επιτροπή περί τού Δημητρίου Υψηλάντου τού μή θελήσαντος νά τήν ακολουθήση εις τάς ημιολίας καί τάς περιπλανήσεις αυτής αλλά μείναντος εις τήν ξηράν, ίνα συναγωνισθή ως στρατιώτης μετά τού Κολοκοτρώνη. 
Η συνέλευσις κατήργησε τό μετά τήν καταστροφήν τού Δράμαλη υπό τού στρατού καί τού λαού αποδοθέν εις τόν Κολοκοτρώνην αξίωμα τού αρχιστρατήγου, υπέκυψεν όμως εις τήν επιρροήν αυτού περί τήν εκλογήν τού νέου Εκτελεστικού. Τό Εκτελεστικόν τούτο απηρτίσθη εκ τού Πέτρου Μαυρομιχάλη, προεδρεύσαντος καί τής Εθνικής Συνελεύσεως, τού Σωτηρίου Χαραλάμπη, τού Ανδρέου Ζαΐμη, τού Ανδρέου Μεταξά καί κατόπιν η πέμπτη θέσις απεδόθη εις αυτόν τόν Κολοκοτρώνην. Επειδή δέ ο μέν Ανδρέας Μεταξάς ουδέν άλλο υπήρξε δι' όλης τής επαναστάσεως ειμή πιστός αυτού ακόλουθος, ο δέ Μαυρομιχάλης καί ο Χαραλάμπης τάχιστα ωμοφρόνησαν πρός αυτόν, καί προσέτι καθέδρα τής κυβερνήσεως ωρίσθη η Τρίπολις, εν ή καί περί τήν οποίαν η Κολοκοτρώνης ήτο παντοδύναμος, ούτος απέβη κύριος τού Εκτελεστικού. 
Τό Βουλευτικό κατ' αρχάς εξελέξατο πρόεδρον αυτού τόν Ιωάννην Ορλάνδον, αλλά τή 24η Μαΐου 1823 προχειρισθέντος τούτου αντιπροέδρου τού Εκτελεστικού πρόεδρος τού Βουλευτικού εγένετο ο Μαυροκορδάτος. Αλλ' ο Κολοκοτρώνης, όστις μεταβάντος εν αρχή Ιουνίου 1823 τού Ορλάνδου εις Λονδίνον επί τή διαπραγματεύσει τού δανείου κατέλαβε τήν θέσιν αυτού εις τό Εκτελεστικό, μή αρκούμενος εις τούτο επέμενε προσέτι νά διορίση πρόεδρον τού Βουλευτικού ιδικόν του άνθρωπον, εξετραχηλίσθη δέ εις τοσαύτην κατά τού Μαυροκορδάτου ύβριν καί απειλήν ώστε ούτος, αφού εξηκολούθησεν επί τινα χρόνον επιτελών τό τού γενικού γραμματέως έργον, επί τέλους μή νομίζων εαυτόν ασφαλή, απήλθεν εις Ύδραν, ίνα αντλήση εκείθεν δύναμιν ικανήν νά καταβάλη τόν αντίπαλον. 
Τό Βουλευτικόν δέν έπαυσε τού νά αναγνωρίζη τόν Μαυροκορδάτο ως πρόεδρον καί φεύγων διά τόν αυτόν λόγον τήν Τρίπολιν κατήλθεν εις Άργος, αλλ' από τήν Σκύλλαν έπεσεν εις τήν Χάρυβδιν. Ο Κολοκοτρώνης, όστις ήτο κύριος τού Ναυπλίου, είλκυσεν εντός τών τειχών αυτού τό Εκτελεστικόν, διά δέ τού Εκτελεστικού εκάλεσεν αυτόθι καί τό Βουλευτικόν, τό οποίον όμως ηρνήθη νά υπακούση. Ο Ακροκόρινθος κατείχετο έτι έκτοτε υπό τών Τούρκων, αλλά τήν 26ην Οκτωβρίου 1823 ο καλός κ' αγαθός Νικήτας ηνάγκασε τό φρούριον τούτο νά συνθηκολογήση καί μή λησμονήσωμεν νά μνημονεύσωμεν σπουδαίου γεγονότος, ο Νικήτας ετήρησε τήν συνθήκην καί τήν τιμήν τού ελληνικού ονόματος.»

Παπαρρηγόπουλος Ιστορία Ελληνικού Εθνους Τόμος ΣΤ' Μέρος Α'

Τουρκικές επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο (1823)

Η ανυπακοή καί η απειθαρχία τών γενιτσάρων ήταν από τά μεγαλύτερα προβλήματα πού αντιμετώπιζε ο Μαχμούτ Β' στό εσωτερικό τού κράτους του καί γι' αυτό σκεφτόταν νά διαλύσει τά τάγματά τους καί νά δημιουργήσει τακτικό στρατό, στά πρότυπα τών ευρωπαϊκών κρατών. Οι γενίτσαροι πλέον δέν ήταν οι παλαιοί πολεμιστές πού έτρεχαν πρώτοι στά πεδία τών μαχών, εξασφαλίζοντας στήν αυτοκρατορία μεγάλες νίκες. Κληρονόμοι μόνο τής δόξας καί τής περιουσίας τών προγόνων τους, διήγαγον πολυτελή καί διεφθαρμένο βίο γεμάτο καταχρήσεις, ηδονές καί απολαύσεις. Τό μαχητικό τους πνεύμα καί τή σκληρότητά τους τά επιδείκνυαν μόνο εναντίον τού άμαχου χριστιανικού πληθυσμού τής Κωνσταντινούπολης, πολύ μακρυά από τίς εστίες τής φωτιάς τής επανάστασης. 
Ο αιμοβόρος σουλτάνος, από τό φόβο τών γενιτσάρων πού διατηρούσαν ακόμα τή δύναμή τους στήν πρωτεύουσα τού κράτους του, αντικατέστησε όλους τούς υψηλόβαθμους αξιωματούχους, ενώ καρατόμησε καί τόν πιό έμπιστο σύμβουλό του Χαλέτ εφέντη, ο οποίος ήταν ο μεγαλύτερος πολέμιος τών γενιτσάρων. Στή συνέχεια ετοιμάστηκε νά ξαναθέσει τέρμα στήν επανάσταση τών ραγιάδων. Δύο στρατιές θά διέσχιζαν τήν Ανατολική καί τή Δυτική Ρούμελη καί θά κατευθύνονταν πρός τόν Ισθμό τής Κορίνθου καί τόν πορθμό τού Ρίου αντίστοιχα, έχοντας παράλληλα τήν υποστήριξη τού στόλου, πού θά ξεκινούσε από τό ναύσταθμο τού Ντολμά Μπαχτσέ (βυζαντινό Διπλοκιόνιον). 

Ο Μαχμούτ Β'

Μετά τήν αυτοκτονία τού Χουρσήτ πασά, είχε διορισθεί αρχιστράτηγος (σερασκέρης) καί βαλής τής Ρούμελης ο Κιοσέ Μεχμέτ πασάς. Τή θέση τού Δράμαλη τήν πήρε ως σερασκέρης καί βαλής τού Μοριά ο Γιουσούφ πασάς Περκόφτσαλης, ο οποίος καί διατάχθηκε νά διασχίσει μαζί μέ τόν Σελίμ πασά τής Αδριανουπόλεως τήν Ανατολική Στερεά καί νά υποτάξει τήν Πελοπόννησο.
 Ο Περκόφτσαλης ήταν πρώην διοικητής τής Βραΐλας καί ήταν αυτός πού είχε κυριεύσει τό Γαλάτσι καί τό Ιάσιο στόν πρώτο χρόνο τής επανάστασης. Ο πασάς τής Σκόδρας Μουσταής πασάς αντιστοίχως, θά έπρεπε νά υποτάξει τή Δυτική Στερεά καί σέ συνεργασία μέ τόν πασά τών Ιωαννίνων καί τού Δελβίνου Ομέρ Βρυώνη νά οργανώσει εκστρατεία γιά νά καταπνίξει τήν επανάσταση στήν Πελοπόννησο. Ο Μουσταής συγκέντρωσε στήν Αχρίδα μουσουλμάνους Γκέκηδες, οι οποίοι θά αποτελούσαν τήν αιχμή τού δόρατος τού στρατού του. 
Ο Γιουσούφ πασάς, διοικητής τής πόλης τών Πατρών έκανε στρατολογία στήν Αλβανία καί φιλοδοξούσε μέ τή σειρά του νά γίνει καί αυτός πορθητής τού Μοριά. Οι επιτυχίες του τόν είχαν ανεβάσει ψηλά στήν εκτίμηση τής Πύλης. Αντίθετα ο Ομέρ Βρυώνης πού είχε πέσει σέ δυσμένεια από τόν σουλτάνο καί κινδύνευε νά χάσει τό κεφάλι του, έκανε ότι ήταν δυνατό νά αποτύχουν καί οι επόμενοι επίδοξοι πασάδες στήν αποστολή τους, ώστε νά μήν τόν θεωρήσει ο σουλτάνος μοναδικό ανίκανο νά καταστείλει τήν επανάσταση στή Δυτική Ρούμελη. Έτσι ο Ομέρ Βρυώνης προέτρεψε τούς Αλβανούς ατάκτους νά ζητήσουν προκαταβολικά τούς μισθούς τους από τόν Γιουσούφ πασά πού βρισκόταν εκείνη τήν εποχή στόν Κραβασαρά καί ειδοποίησε τόν Μάρκο Μπότσαρη νά κάνει μία επίθεση στήν τουρκική οπισθοφυλακή πού βρισκόταν στήν Βόνιτσα καί νά καταστρέψει όλες τίς αποθήκες μέ τά τρόφιμα καί τά πυρομαχικά, πού είχε συγκεντρώσει ο διοικητής τών Πατρών. Ο Γιουσούφ πασάς μετά τήν καταστροφή τών προμηθειών του καί τήν λιποταξία τών Αλβανών, οι οποίοι τού άρπαξαν καί ολόκληρο τόν προσωπικό του θησαυρό, επέστρεψε ταπεινωμένος στήν Πάτρα. 
Ο δέ στόλος, εκτελέσας ό,τι εσκόπευε, διέπλευσεν ησύχως τόν μεταξύ Ύδρας καί Πελοποννήσου πορθμόν, ανεκώχευσεν έξωθεν τής Κορώνης καί Μοθώνης, επεσίτισε τά φρούρια εκείνα, καί αφ' ού απεκόπη μία μοίρα καί έπλευσε πρός τήν Κρήτην, ο λοιπός εκ 46 πολεμικών καί πολλών φορτηγών ηγκυροβόλησε τήν 6ην Ιουνίου 1823 έμπροσθεν τών Πατρών· καθ' όλον δέ τόν πλούν δέν συνήντησε τόν ελληνικόν, διότι ούτος επί υποθέσει ότι ο τουρκικός εσκόπευε νά προσβάλη τήν Σάμον ή τά Ψαρά, έπλεε πρός εκείνα τά μέρη· μαθών δέ ότι αφίχθη εις Πελοπόννησον, επανέπλευσεν εις τά ίδια.

Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως Σπυρίδων Τρικούπης Τόμος Γ'



Ο Χοσρέφ μέ τόν στόλο του αφού ενίσχυσε τήν φρουρά στήν Εύβοια, πέρασε ανενόχλητος έξω από τήν Ύδρα, τροφοδότησε τά κάστρα τής Μεθώνης καί τής Κορώνης καί αγκυροβόλησε τελικά στό λιμάνι τών Πατρών. Ο ελληνικός στόλος ελλείψει χρημάτων δέν τόν ακολούθησε, ενώ οι Υδραίοι καί οι Σπετσιώτες ναυτικοί, σέ αντίθεση μέ τούς συναδέλφους τους Ψαριανούς, εάν δέν έπαιρναν προκαταβολικά τούς μισθούς τους δέν αποφάσιζαν νά μπαρκάρουν. Τό Εκτελεστικό δέν κατάφερε νά συγκεντρώσει χρήματα από τούς Πελοποννησίους όπως είχε υποσχεθεί στούς νοικοκυραίους τής Ύδρας, αλλά ούτε καί από τά υπόλοιπα νησιά τού Αιγαίου, στά οποία επικρατούσαν οι "Γραικοί τουρκολάτραι καί οι Λατίνοι", οι οποίοι προτιμούσαν νά προσκυνήσουν τόν Τούρκο, παρά νά πληρώσουν φόρους γιά τήν ενίσχυση τού ελληνικού στόλου. 

Πολιτικές αντιθέσεις στήν Πελοπόννησο (1823)

Στήν Πελοπόννησο, τό φρούριο τής Ακροκορίνθου πού είχαν καταλάβει τό προηγούμενο έτος οι Τούρκοι τού Δράμαλη, βρισκόταν σέ στενή πολιορκία από τόν Στάικο Σταϊκόπουλο. 'Οταν, τόν Ιούλιο τού 1823, επιχείρησε ο τουρκικός στόλος νά ενισχύσει τούς υπερασπιστές τού κάστρου μέ επιπλέον φρουρά καί τρόφιμα, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης ματαίωσε τό τουρκικό σχέδιο μέ αποτέλεσμα οι αμυνόμενοι νά βρεθούν σέ απόγνωση. Στίς 26 Οκτωβρίου 1823, οι Τούρκοι τής Ακροκορίνθου κάλεσαν τόν Κολοκοτρώνη νά έρθει γιά νά διαπραγματευθούν καί νά τού παραδώσουν τό φρούριο. 
Πράγματι ο Γέρος τού Μωριά παρέλαβε τό κάστρο καί ανέθεσε στόν ανηψιό του Νικηταρά νά συνοδεύσει τούς αιχμαλώτους μέχρι τά πλοία πού θά τούς μετέφεραν μέ τόν οπλισμό τους στήν Θεσσαλονίκη. Φρούραρχος τής Ακροκορίνθου διορίστηκε ο Ιωάννης Νοταράς μέ τόν Χελιώτη. Η Ακροκόρινθος γιά δεύτερη φορά περνούσε σέ χέρια ελληνικά. 

Ο Στάικος Σταϊκόπουλος

Ο Μαυροκορδάτος, πού χαρακτηριζόταν γιά τίς ραδιουργίες του καί τόν δόλιο τρόπο συμπεριφοράς του, γνώστης ών ξένων γλωσσών, συκοφαντούσε στούς ξένους, τούς κομματικούς του αντιπάλους. Έτσι ο Αμερικάνος φιλέλλην Χάου, στό βιβλίο του γιά τήν Ελληνική Επανάσταση, μόνο χολή ρίχνει εναντίον τού Κολοκοτρώνη αλλά καί τού Ανδρούτσου, μή γνωρίζοντας σέ βάθος τό παρασκήνιο τών πολεμικών γεγονότων. Στό απόσπασμα πού ακολουθεί, αναφέρει ότι οι Τούρκοι δέν ήθελαν νά παραδοθούν στόν Κολοκοτρώνη, κάτι πού δέν επιβεβαιώνεται από άλλους συγγραφείς τής εποχής.

«Ο Ανδρούτσος μπορούσε νά παραβλέψει, άν όχι καί νά θυσιάσει συχνά, τό καλό τής πατρίδος του, γιά νά εξασφαλίσει τό στενό ατομικό του συμφέρον, πού πίστευε ότι ήταν χωριστό από τό συμφέρον τής χώρας του. Αδίκως προσπαθούσαν νά τόν δικαιολογήσουν οι φίλοι του ότι δέν μπόρεσε νά αντισταθεί στήν εισβολή τού Δράμαλη. Δέν δοκίμασε καθόλου νά τόν αντιμετωπίσει. Ματαίως επίσης, προσπαθούσαν νά τόν καλύψουν γιά τήν εχθρότητά του πρός τόν Μαυροκορδάτο. Ήταν καθήκον του νά εφορμήσει καί νά επισπεύσει τά σχέδια τού προέδρου, χωρίς αντιρρήσεις. Καί δέν έπρεπε νά αφήσει τά προσωπικά του αισθήματα νά τόν παρασύρουν καί νά τόν οδηγήσουν σέ ανταρσία πρός όφελος τού εχθρού. 
Εν τώ μεταξύ, ο αποκλεισμός τής Κορίνθου επαρακολουθείτο στενά από Πελοποννησίους πολεμιστές μέ διαφόρους άξιους οπλαρχηγούς, πού ανάμεσά σ' αυτούς ξεχώριζε ο Στάικος, ο οποίος βρισκόταν εκεί από τότε πού έπεσε τό Ναύπλιο. Η φρουρά είχε περιέλθει σέ απελπιστική κατάσταση, γιατί τής έλειπαν οι προμήθειες, αλλά άντεχε ακόμα, μέχρι πού η υποχώρηση τού Περκόφτσαλη ματαίωσε κάθε ελπίδα γιά βοήθεια. 
Ο Στάικος αφού επικοινώνησε μέ τήν κυβέρνηση, έλαβε εξουσιοδότηση νά προχωρήσει σέ διαπραγματεύσεις. Ο Κολοκοτρώνης καί οι αγροίκοι οπαδοί του, πού οσμίστηκαν πλούσια λάφυρα όπως τά όρνεα μυρίζονται τήν λεία τους, μαζεύτηκαν στήν Κόρινθο γιά νά παρευρεθούν στήν παράδοση τού κάστρου. Αλλά η τουρκική φρουρά αρνήθηκε νά διαπραγματευθεί μέ άλλους, εκτός από τόν Στάικο. Έτσι ο Κολοκοτρώνης αναγκάστηκε νά αποσυρθεί.»

An historical sketch of the Greek revolution Samuel Gridley Howe

ο Σ.Σταϊκόπουλος

Στόν Μοριά δέν πάτησε πόδι μουσουλμάνου καθ' όλη τή διάρκεια τού 1823 καί έτσι οι Πελοποννήσιοι ανάλωσαν τόν χρόνο τους καί τίς δυνάμεις τους σέ φιλονικίες, καί σέ εμφύλιες συγκρούσεις. Τό Βουλευτικό, υπό τήν καθοδήγηση τού Μαυροκορδάτου καί τή στήριξη τών αδελφών Κουντουριώτη, τού προκρίτου τών Καλαβρύτων Ανδρέα Ζαΐμη καί τού προκρίτου τής Βοστίτσας Ανδρέα Λόντου ήταν από τήν μία πλευρά καί χαρακτηριζόταν ως αγγλική φατρία. Στήν άλλη πλευρά ήταν τό Εκτελεστικό μέ πρόεδρο τόν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, αντιπρόεδρο τόν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη καί στηριζόταν από τόν Σωτήρη Χαραλάμπη, τόν Ανδρέα Μεταξά, τόν πρόκριτο τής Γαστούνης Γεώργιο Σισίνη καί όλους σχεδόν τούς Μωραΐτες οπλαρχηγούς. Ο κύκλος τού Μαυροκορδάτου ήταν μορφωμένος, μπορούσε νά συντάξει έγγραφα καί νά αλληλογραφεί μέ τούς Ευρωπαίους ενώ είχε μεγάλη ικανότητα στά πολιτικά θέματα. Ο κύκλος τού Κολοκοτρώνη ήταν αγράμματος αλλά είχε ευρεία απήχηση στά λαϊκά στρώματα. Επιπλέον, οι υποστηρικτές τού παλαιού Κλέφτη ήταν άριστοι γνώστες τής στρατιωτικής τέχνης. 
Τό κόμμα τών πολιτικών κέρδιζε ολοένα έδαφος. Ο Μαυροκορδάτος μέ δόλιο τρόπο έγινε πρόεδρος τού Βουλευτικού, γεγονός πού εξόργισε τόν Κολοκοτρώνη τόσο ώστε νά απειλήσει τόν Φαναριώτη πολιτικό καί τόν Πορφύριο Άρτης, πού τόν υπερασπίστηκε ότι "θά τούς πάρει μέ τά λεμόνια". 
Ο Μαυροκορδάτος τελικά εγκατέλειψε τήν Τριπολιτσά καί κατέφυγε στήν Ύδρα, όπου έγινε δεκτός μέ τιμές. Ο Κολοκοτρώνης, μή μπορώντας νά παρακολουθήσει τίς παρασκηνιακές ενέργειες τού Μαυροκορδάτου, αναγκάστηκε νά παραιτηθεί από τό Εκτελεστικό τόν Οκτώβριο τού 1823. 
Έκτοτε τά δύο σώματα τής διοικήσεως, τό Εκτελεστικό καί τό Βουλευτικό μετακινούνταν διαρκώς, προσπαθώντας νά ενισχύσουν τήν πολιτική τους δύναμη. Ο Κολοκοτρώνης, σύμφωνα μέ τόν Φωτάκο, εφθάρη μέ τήν είσοδό του στήν πολιτική, αφού "ιδόντες τόν Κολοκοτρώνην γενόμενον όργανον τών πολιτικών, καί περιφερόμενον πρός είσπραξιν εράνων, ελυπήθησαν όλοι, διότι ήθελαν νά τόν βλέπουν αρχηγόν τών στρατιωτικών πραγμάτων, νά έβγη εις τήν Στερεάν, όπου τότε όλοι οι καπεταναίοι τόν εζήτουν διά νά τούς βοηθήση. Όλοι δέ τών εκεί οπλαρχηγών τόν απεδέχοντο ως ανώτερον διά τήν ηλικίαν, τήν φρόνησιν καί τήν φήμην του. Ούτως ο Κολοκοτρώνης εξέπεσε τότε τής στρατιωτικής του αξίας".



Μέ τέτοιες συνθήκες, η πολιορκία τού φρουρίου τών Πατρών δέν ήταν δυνατό νά έχει αίσιο τέλος. Οι Τούρκοι τής πόλης έβλαπταν περισσότερο από οποιοδήποτε άλλον τήν επανάσταση, καθώς αποτελούσαν τόν πρώτο σταθμό ανεφοδιασμού όλων τών οθωμανικών στρατευμάτων πού κατέφθαναν στήν περιοχή. Ο Κολοκοτρώνης προσπάθησε νά οργανώσει εκστρατεία γιά τήν κατάληψη τού φρουρίου, αλλά απέτυχε. Οι Δεληγιανναίοι, καί οι πρόκριτοι Ζαΐμης καί ο Λόντος επ' ουδενί δέν θά επέτρεπαν στόν πολιτικό τους αντίπαλο νά δράξει καί άλλες δάφνες δόξας από τυχόν κατάληψη τού κάστρου τής πόλης τών Παλαιών Πατρών. Σημειωτέον ότι ο Κολοκοτρώνης θά έπρεπε νά είναι αποκομμένος από τό Μεσολόγγι, όπου κατέφθανε ο Lord George Gordon Byron (1788-1824) καί ο οποίος ήταν ο διαχειριστής τού δανείου πού επρόκειτο νά εκταμιευτεί από τίς αγγλικές τράπεζες. 
Η διχόνοια καλά κρατούσε καί η κάθε παράταξη προσπαθούσε νά εκμηδενίσει η μία τήν άλλη, όχι μόνο γιά τήν εξουσία αλλά καί γιά τήν διαχείριση τών χρημάτων πού κατέφθαναν από τό Λονδίνο. Τά λεφτά τού πρώτου αγγλικού δανείου θά ήταν η αιτία τού εμφυλίου πόλεμου πού θά ακολουθούσε τόν επόμενο χρόνο.


«Τό μεταξύ Κολοκοτρώνη καί Μαυροκορδάτου, γραμματέως τού Εκτελεστικού, χάσμα ήτο αγεφύρωτον, μολονότι η συνεργασία μεταξύ τού ικανώτερου στρατιωτικού καί ικανώτερου πολιτικού θά ηδύνατο νά αποβεί εξαιρετικώς επωφελής διά τήν Επανάστασιν. Αλλ' ο Κολοκοτρώνης έβλεπεν εις τόν Μαυροκορδάτον τόν Φαναριώτην, ο οποίος ήτο ικανός διά πάσαν πράξιν εξυπηρετούσαν τό πολιτικό του συμφέρον καί τούς συνεργαζόμενους κοτζαμπάσηδες, εις βάρος τών αγώνων καί τών θυσιών τού λαού. Διά τόν Μαυροκορδάτον πάλιν ο Κολοκοτρώνης ήτο ο αγροίκος, ο ονειρευόμενος στρατιωτικήν δικτατορίαν, ο μή πειθαρχών εις τήν στρατιωτικήν τάξην, ο στερούμενος προσόντων καί αγωγής πολιτικός ανήρ. Έβλεπε δέ τήν θέσιν του εις τήν κυβέρνησιν ως αποτέλεσμα εκβιασμού πού σκοπόν είχε νά τόν εκμηδενίσει ως έπραξε μέ τόν Υψηλάντη. 
Η αλληλοϋπόβλεψις καί αι αντιθέσεις εντός τής κυβερνήσεως είχον ως αποτέλεσμα νά αγωνίζεται εκάστη παράταξις πρός ίδιαν κατίσχυσιν καί νά παραμελούνται τά σοβαρά καί απαιτούντα επίλυσιν προβλήματα. Όταν δέ μέσω πολλών αντιγνωμιών καί προστριβών απεφάσισε τό Βουλευτικόν όπως εκστρατεύση τό Εκτελεστικόν εις Κόρινθον, ο Μαυροκορδάτος, γραμματεύς ών τού Εκτελεστικού, εχρονοτρίβει εις Τριπολιτσάν. Τά άλλα μέλη τού Εκτελεστικού ανέμενον τόν Μαυροκορδάτον εις Σοφικόν, αλλ' ούτος αντί νά μεταβή πρός συνάντησιν των, ως είχεν υποσχεθεί, εφρόντισε νά εκλεγή πρόεδρος τού Βουλευτικού διά νά δύναται από τής θέσεως αυτής νά ραδιουργή καλύτερον καί νά αντιδρά κατά τού Εκτελεστικού. 
Πληροφορηθείς ότι ο Μαυροκορδάτος εξελέγη πρόεδρος τού Βουλευτικού, ο Κολοκοτρώνης εξεμάνη. Είχεν ήδη αποφασίσει πρό πολλού νά τόν εκδιώξη εκ τής διοικήσεως καί θεώρησε ότι τού εδίδετο η κατάλληλος ευκαιρία πρός τούτο. Δι' ό καί επέστρεψεν εις τήν Τριπολιτσάν καί υπεχρέωσε τόν Μαυροκορδάτον νά υποβάλλη τήν παραίτησίν του ενώπιον τού Βουλευτικού καί κατόπιν, απειλών ότι θά τόν διαπομπεύση εις τάς οδούς τής πόλεως, τόν εξεδίωξεν εκ Τριπολιτσάς. Έντρομος ο Μαυροκορδάτος ενώπιον τής οργής τού Κολοκοτρώνη εγκατέλειψεν τήν πόλιν καί κατέφυγεν εις Ύδραν, όπου τή βοηθεία τών Υδραίων προκριτών άρχισε νά προετοιμάζη τήν εκδίκησίν του κατά τού Κολοκοτρώνη. 
Συντόμως ο Κολοκοτρώνης εβαρύνθη τήν άσκησιν τής εξουσίας, δεδομένου ότι συνήντα συνεχώς αντιδράσεις καί μετά ολιγόχρονον παραμονήν εις τήν θέσιν τού αντιπροέδρου τού Εκτελεστικού υπέβαλε τήν παραίτησίν του. Κατόπιν τούτου τό Εκτελεστικόν απήλλαξε τών καθηκόντων του τόν προσκείμενον πρός τόν Κολοκοτρώνην Ανδρέαν Μεταξάν διά νά διορίση αντ' αυτού τόν Κωλέττην. Έκτοτε τό Εκτελεστικόν προέβαινεν εις ψηφίσματα στρεφόμενα κατά τού Κολοκοτρώνη. Ο στρατηγός, εκμανείς καί πάλιν, απέστειλεν εις τό Άργος όπου είχε μεταφέρει τήν έδραν του τό Εκτελεστικόν, σώμα υπό τον υιόν του Πάνον, τόν Νικηταράν καί τόν Χατζηχρήστον μέ τήν εντολήν νά προβούν εις τήν διάλυσιν τού Εκτελεστικού. Οι αντίπαλοι τού Κολοκοτρώνη βουλευταί κατέφυγαν τότε εις Κρανίδιον, όπου συνελθόντες εις συνεδρίασιν ανέδειξαν νέον Εκτελεστικόν, μέ πρόεδρο τόν Υδραίο Γεώργιο Κουντουριώτη καί μέλη τούς Παναγιωτη Μπόταση, Ιωάννη Κωλέττη, Ανδρέα Λόντο καί Ανδρέα Ζαΐμη.»

Μεγάλη Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια, 1971

Στίς 30 Νοεμβρίου 1823, ο Μαυροκορδάτος έφυγε από τήν Ύδρα καί πήγε στό Μεσολόγγι, γιά νά αναλάβει τήν αρχηγία τής Δυτικής Ελλάδος, παραμερίζοντας τόν προσκείμενο στό κόμμα τού Κολοκοτρώνη Κωνσταντίνο Μεταξά. Ο Μαυροκορδάτος είχε κατά νού νά υποδεχθεί τόν λόρδο Βύρωνα καί νά τόν επηρεάσει υπέρ τού δικού του κόμματος. Καί ενώ στό Μεσολόγγι, όλοι περίμεναν τόν Άγγλο ποιητή, στήν Πελοπόννησο είχαν αρχίσει οι εμφύλιες διαμάχες. 
Η πρώτη ένοπλη σύγκρουση ξέσπασε στήν Καρύταινα μεταξύ τών Δεληγιανναίων καί τών Πλαπουταίων (Κολλιόπουλων). Αφορμή στάθηκε ένα επεισόδιο πού είχε γίνει στήν Δημητσάνα, όταν ο γαμπρός τών Πλαπουταίων Τζεραλής, πυροβόλισε καί τραυμάτισε τόν Αναστάσιο Δεληγιάννη. 
Ο Κανέλλος Δεληγιάννης

Ο Κανέλλος Δεληγιάννης γιά νά εκδικηθεί, έστειλε τόν αδελφό του Δημήτριο μέ 100 ενόπλους στό χωριό Παλούμπα (Δήμος Ηραίας), όπου σκότωσε τόν Τζεραλή καί έκοψε τά μαλλιά τής γυναίκας του. Ο Δημήτριος Πλαπούτας συγκέντρωσε μέ τή σειρά του ενόπλους καί εισέβαλε στήν Άκοβα (Βυζίκι) καίγοντας περιουσίες τών Δεληγιανναίων. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης ζήτησε τή βοήθεια τού Πετμεζά, τού Γιατράκου καί τού Παπατσώνη προσπαθώντας νά γενικέψει τήν σύρραξη, ενώ αργότερα θά έγραφε στόν Ζαΐμη ότι οι ενέργειες τών αντιπάλων δέν στρέφονται μόνο εναντίον τών Δεληγιανναίων, αλλά στρέφονται κατά τού συστήματος όλων τών προυχόντων καί τών προκρίτων. 



Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΚΟΡΙΝΘΟΥ

Στην Πελοπόννησο το 1823 μόνο τα φρούρια της Πάτρας, του Ακροκορίνθου, της Μεθώνης, της Κορώνης και του Ρίου κατέχονταν ακόμα από τους Τούρκους. Ο Ακροκόρινθος κρατούσε ακόμα, γιατί ανεφοδιαζόταν εύκολα από την Πάτρα με πλοία.
Μετά τη μάχη της Ακράτας-Μαύρων Λιθαριών και ιδιαίτερα από τις 18 Απριλίου, η πολιορκία του Ακροκορίνθου γινόταν όλο και πιο στενότερη. Την πολιορκία ανέλαβε ο Γιάννης Νοταράς, από τα Τρίκαλα της Κορινθίας, ο οποίος στο μεταξύ προήχθη σε αντιστράτηγο από την Εθνοσυνέλευση του Άστρους.
Τον Ιούνιο οι Έλληνες ενισχύθηκαν και από τον έμπειρο στρατιωτικό και πορθητή του Παλαμηδίου Στάϊκο Σταϊκόπουλο. Η Ελληνική δύναμη έφθασε τους 800 άνδρες. Κατά διαταγή του εκτελεστικού από το Σοφικό, στην πολιορκία έλαβε μέρος και σ Γενναίος Κολοκοτρώνης με δύναμη από 450 άνδρες, μαζί με τον Καπετάν Γεωργάκη Χελιώτη, τον Μαλτέζο και τον Γιάννη Νοταρά. Οι πολιορκούμενοι επειδή περίμεναν ενισχύσεις από την Πάτρα σε τρόφιμα και Στρατό, δεν δέχονταν διαπραγματεύσεις για παράδοση.
Τον Οκτώβριο, η τάξη μεταξύ των πολιορκητών διασαλεύτηκε λόγω της αντιζηλίας μεταξύ των οπλαρχηγών Γιαννάκη και Παναγιώτη Νοταρά, αλλά και πάλι ανέλαβε ο Γενναίος Κολοκοτρώνης να αποκαταστήσει την τάξη. Στο μεταξύ οι Τούρκοι πρότειναν παράδοση, με τον όρο να γίνει στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Ο Κολοκοτρώνης πήγε αυτοπροσώπως και έπειτα από συνεννόηση με τον Φρούραρχο Αβτουλάχ-Μπέη, υπογράφτηκε στις 19 Οκτωβρίου 1823 η συνθήκη της παράδοσης και της αποστολής των Τούρκων με ασφάλεια στη Θεσαλονίκη. Μετά την αποχώρηση των Τούρκων, ο Κολοκοτρώνης τοποθέτησε Φρούραρχο του Ακροκορίνθου τον Καπετάν Γεωργάκη Χελιώτη μαζί με τον Γιαννάκη Νοταρά.Ο Ακροκόρινθος ελευθερώνεται για δεύτερη φορά και τελική από τους Έλληνες στις 26 Οκτωβρίου 1823. Από τότε Κόρινθος και Κορινθία αναπνέουν τον αέρα της ελευθερίας και αρχίζει για την πόλη της Κορίνθου μια νέα περίοδος ανάπτυξης.

Théodore Caruelle d' Aligny, 1ο μισό 19ου αιώνα, Κόρινθος.

Ο Καποδίστριας τη θέλει πρωτεύουσα του νέου Ελληνικού Κράτους και αναθέτει σε μηχανικούς τα νέα πολεοδομικά της σχέδια. Με τη δολοφονία του χάθηκε και αυτή η πιθανότητα, ενώ τα περίφημα σχέδια σώζονται ακόμα στην Αρχαιολογική Υπηρεσία της Αμερικάνικης Σχολής Κλασικών Αρχαιοτήτων.

ΠΩΣ ΞΕΚΙΝΗΣΕ Η ΤΡΙΤΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ



Στις αρχές του 1823 ξεκινάει για Τρίτη φόρα πολιορκία του Ακροκορίνθου απ' τις Ελληνικές επαναστατικές δυνάμεις. Η Εθνική Συνέλευση του Άστρους διορίζει αρχηγό της πολιορκίας τον Κορίνθιο Ιωάννη Σωτ. Νοταρά. Τον Ιούνιο έρχεται συμπολεμιστής και πορθητής του Παλαμηδιού, Στάικος Σταϊκόπουλος, ενώ τον Οκτώβρη, για να πιεστούν ακόμα περισσότερο τα πράγματα, διορίζεται από το Εκτελεστικό και ο Γενναίος Κολοκοτρώνης.
Όταν πια κάθε ελπίδα διαφυγής ή σωτηρίας απ' έξω για τους έγκλειστους είχε αποκλειστεί, ένας Τούρκος αξιωματούχος του Ακροκορίνθου, ο Χαλήλ-Αγάς, υπέβαλε προτάσεις για την παράδοση του Κάστρου. Ο κυριότερος λόγος ήταν να παραδοθούν στο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, γιατί μόνο αυτόν θεωρούσαν «μπεσαλή», ικανό να κρατήσει το λόγο του και να μη σφαχτούν οι αιχμάλωτοι.
Μετά από επίμονες διαπραγματεύσεις ο φρούραρχος Αβδουλάχ Μπέης και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κατέληξαν σε συμφωνία.
Η συνθήκη παράδοσης υπογράφτηκε στις 19 Οκτωβρίου 1823, αλλά οι Τουρκαλβανοί άφησαν το Κάστρο στις 26 Οκτωβρίου, γιατί στο μεταξύ έγινε απογραφή των πραγμάτων που θα περιέρχονταν στους Έλληνες.
Το μεσημέρι της 26ης Οκτωβρίου 1823, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, 300 Τουρκαλβανοί και 60 γυναίκες εγκατέλειπαν τον Ακροκόρινθο στα χέρια των Ελλήνων.
Μετά την αποχώρηση των Τούρκων, ο Κολοκοτρώνης τοποθέτησε Φρούραρχο του Ακροκορίνθου τον Καπετάν Γεωργάκη Χελιώτη μαζί με τον Γιαννάκη Νοταρά.
Ακολούθησε αγιασμός και επίσημη δοξολογία, στη συνέχεια φαγοπότι και χορός από όλους τους Κορίνθιους και τους Δερβενοχωρίτες μέσα σε δάκρυα χαράς για την απελευθέρωση του ενδοξότερου Φρουρίου της Πελοποννήσου και της συντριβής και του τελευταίου ίχνους της Δραμαλικής Στρατιάς.
Κι όλες αυτές τις ώρες, ο Ακροκόρινθος αστραποβολούσε από τις θεόρατες φλόγες των ρετσινιών και τις μπαταριές των όπλων, που διαλαλούσαν το χαροποιό μήνυμα της νίκης και της ελευθερίας.
Το πιο λαμπρό Κάστρο του Μοριά, το «Άστρον της Ελλάδος», ανάσαινε λεύτερο, υπερήφανο προπύργιο ελευθερίας και εθνικής υπερηφάνειας.

Η (Αρχαία) Κόρινθος πρώτη πρωτεύουσα της νεότερης Ελλάδας

Ἀγνώστου, 1869, Κόρινθος. Ἡ εἰκόνα ἀνήκει στὴν συλλογὴ τοῦ κυρίου Θ. Μεταλληνοῦ

Κατά την  Α' Εθνική Συνέλευση, που έγινε στην Επίδαυρο από τις 20-12-1821 έως 25-1-1822 ορίστηκε η Κόρινθος (τότε υπήρχε μόνο η σημερινή Αρχαία Κόρινθος) Πρωτεύουσα και Έδρα της «Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος».
Τα γραφεία της «Προσωρινής Διοικήσεως» και η «Εθνική Βουλή» εγκαταστάθηκαν στο επιβλητικό Μέγαρο του Κορίνθιου Πρόκριτου και Γερουσιαστή Θεοχαράκη Ρέντη. Στο ίδιο Μέγαρο έγιναν οι εγκαταστάσεις του πρώτου Νομισματοκοπείου, που έκοψε και τα πρώτα μετάλλια του Αγώνα, καθώς και οι εγκαταστάσεις του πρώτου Εθνικού Τυπογραφείου, που εξετύπωσε το πρώτο Σύνταγμα της Ελλάδος , διάφορες προκηρύξεις προς τον Λαό και το Στρατό, τους Νόμους και την περίφημη Διακήρυξη της «Εθνικής Ανεξαρτησίας της Ελλάδος», που κοινοποιήθηκε στους προξένους των φιλικών δυνάμεων. 

Α' Εθνοσυνέλευση

Μπορεί να δεχθεί κανείς ότι ύστερα από τέσσερις αιώνες δουλείας, την πρώτη επίσημη εμφάνιση που έκανε το Ελληνικό Έθνος στην Κόρινθο, όπου σύμφωνα με τις αποφάσεις της "Α΄ Συνελεύσεως της Επιδαύρου" τέθηκαν οι βάσεις της οργάνωσης του νεοελληνικού Κράτους.
Τα πρώτα επίσημα έγγραφα της ''Εθνικής Βουλής'' και της ''Προσωρινής Διοικήσεως'' κοινοποιούνται από την Κόρινθο στις 27 και 28 Ιανουαρίου 1822 (με ημερομηνία 25-27 Ιανουαρίου 1822) και απευθύνονται προς την  ''Υπέρτατη Διοίκησιν της Ελλάδος'', ενώ αφορούν σε έξοδο του εχθρικού στόλου.
Από τις πιο σημαντικές αποφάσεις της Κυβέρνησης της Κορίνθου, ήταν εκείνες που αναφέρονται στην ενίσχυση της Παιδείας, με τη φροντίδα για το Σχολείο της Δημητσάνας, η σύσταση της πρώτης Ιεράς Συνόδου, η σύναψη εσωτερικού αναγκαστικού δανείου και εξωτερικού δανείου (από την Ισπανία), η απονομή των πρώτων παρασήμων, η ίδρυση του πρώτου Κρατικού Νοσοκομείου στην Κόρινθο, η επίσημη καθιέρωση  της Εθνικής σημαίας ''ξηράς και θαλάσσης", η σύσταση του πρώτου Νομισματοκοπείου κτλ.
Στην Κόρινθο ψηφίστηκαν και ο οργανισμός των Ελληνικών Επαρχιών (περί επάρχων, αντεπάρχων, κοινοτήτων και δικαστηρίων), η οργάνωση των πρώτων Δικαστηρίων (πολιτικών και ποινικών), καθιερώθηκε η γενική στρατολογία και η αμοιβή των στρατιωτών (ένα στρέμμα γης για κάθε μήνα υπηρεσίας) κ.ά.π.
Από τις σπουδαιότερες αποφάσεις που πάρθηκαν στην Κόρινθο (πάντα εννοούμε τη σημερινή Αρχαία Κόρινθο, δεδομένου ότι η σημερινή πόλη της Κορίνθου δεν υπήρχε καν), μπορεί να θεωρηθούν η σύσταση και η οργάνωση Τακτικού Στρατού (με το Νόμο αριθ. 8/1-4-1822) και η συγκρότηση του Τάγματος Φιλελλήνων (με το Νόμο αριθ. 11/23-4-1822) που είχαν εξαιρετικά ευμενή απήχηση στο εξωτερικό.
Γενικά μπορεί να θεωρηθούν πολύ αξιόλογα τα επιτεύγματα της Προσωρινής Διοίκησης. Μ? όλα τα λάθη που σημειώθηκαν, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι καταβλήθηκε στην Κόρινθο μια θαυμαστή όσο και πολύπλευρη προσπάθεια, για την οργάνωση του Κράτους. Δίκαιο είναι να τονισθεί ότι στην Κόρινθο θεμελιώθηκε η Διοίκηση του Ελληνικού Έθνους.
Η Κόρινθος παρέμεινε πρωτεύουσα του νεοελληνικού Κράτους και έδρα της ''Προσωρινής Διοικήσεως'' και της ''Εθνικής Βουλής'' ως τα τέλη του Μάη του 1822.Απο εκεί μετεφέρθη στο Άργος εξ? αιτίας της διχόνοιας ολιγαρχικών και στρατιωτικών και γιατί έφταναν οι πληροφορίες για την προετοιμασία ισχυρού εκστρατευτικού σώματος των Τούρκων, που θα κατέβαινε, υπό το στρατηγό Δράμαλη, προς την Πελοπόννησο.

1883


ΩΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ...

«Πρός άπαντας τούς πατριώτας μικρούς καί μεγάλους. 
Πατριώται, μάθετε ότι έγινε απόφασις σταθερά όλου τού Έθνους μέ μίαν ψυχήν καί καρδίαν, σύμφωνοι καί θαλασσινοί καί Ρουμελιώται καί Πελοποννήσιοι είπομεν: "Σήμερα εγεννηθήκαμεν, σήμερα κάμνομεν τήν ιεράν μας επανάστασιν". Τά περασμένα όλα νά λησμονηθούν (εννοεί τόν εμφύλιο πόλεμο). Τώρα νά ανακαινίσωμεν τόν ζήλον καί ενθουσιασμόν μας καί νά πιάσωμεν όλοι τά όπλα μικροί καί μεγάλοι, όσοι πιστοί, εις τό όνομα τού Χριστού βαπτισμένοι, όσοι Έλληνες δυνάμενοι νά φέρουν όπλα καί νά τρέξωμεν μέ ορμήν καί μέ απόφασιν καί αμισθί, καθώς καί εις τήν αρχήν τού ιερού μας τούτου αγώνος. 
Ημείς δέ οι Πελοποννήσιοι νά πιάσωμεν τά άρματα ως μάς πρέπει, καί ως απ' αρχής τά εμεταχειρίσθημεν νικώντες τόσας νίκας καί αφανίζοντες πλήθη εχθρών, ούτω καί τώρα νά πολεμήσωμεν τόν Αράπην. Διότι τώρα δέν είναι εκείνος οπού ήτον, είναι πολλά αδύνατος καί αφανισμένος καί δέν πρέπει νά σάς δειλιάση ποσώς τό πέσιμον τού Μεσολογγίου, διότι άν τό εκυρίευσεν, εκείνος ηξεύρει καί ημείς δέν αγνοούμεν πόσον ακριβά τού εκόστισε. Τούτο τό σχέδιον διά νά τό βάλωμεν εις ενέργειαν όσον τάχος, έγινεν όρκος καί απόφασις νά σκοτώσωμεν, νά κάψωμεν, νά παιδεύσωμεν εκείνους οπού αδιαφορήσουν. Ούτε φυγή, ούτε κρύψιμον, ούτε καμμία πρόφασις θέλει γλυτώσει τόν απειθή. "Φωτιά καί τσεκούρι στούς προσκυνημένους." Διότι νομίζουν μερικοί ανόητοι ότι ημπορούν νά τούς γλυτώσουν οι λόγγοι καί τά βουνά καί οι τρύπες, καί δέν στοχάζονται ότι αφού χαθή η πατρίς, αυτοί δέν ημπορούν νά κρυφθούν ούτε εις τού βοδιού τό κέρατον. 
Ούτως γενομένου τού σχεδίου, η Διοίκησις είναι βαλμένη κατακέφαλα νά εύρη πόρον καί οικονομίαν νά μάς προμηθεύση ψωμί, φυσέκια καί τά λοιπά αναγκαία, επειδή μισθόν δέν θέλει πάρει ως είπομεν ουδείς ούτε κατά ξηράν, ούτε κατά θάλασσαν, ούτε διοικητής, ούτε υπηρέτης τής Διοικήσεως, ούτε γραμματικός, ούτε κανείς. Αλλά όλοι έτζι νά δουλεύσωμεν, καί σάν γλυτώσωμεν, τότε η πατρίς θέλει αμείψει τάς δουλεύσεις τού καθενός. Τρέξατε λοιπόν όλοι εις τά όπλα, γενήτε έτοιμοι, καί σταθήτε πρόθυμοι νά δώσετε βοήθειαν όπου παρρησιασθή χρεία. 
Εύχομαι νά σάς εύρω όλους εις τά όπλα εντός ολίγου, νά σάς οδηγήσω εις τήν νίκην, οδηγούμενοι πάντες εις αυτήν από τόν Τίμιον Σταυρόν. 

Τή 20η Απριλίου 1826 εν Ναυπλίω. 
Ο Γενικός Αρχηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης» 

Διονύσιος Κόκκινος - Ελληνική Επανάστασις - Τόμος 5



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου