ΕΛΛΑΔΑ-ΚΟΡΙΝΘΙΑ

ΕΛΛΑΔΑ-ΚΟΡΙΝΘΙΑ

ΚΟΡΩΝΟΙΟΣ-COVID-19

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2019

ΑΡΧΑΙΑ ΚΟΡΙΝΘΟΣ 9 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1858-161 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΟ ΣΕΙΣΜΟ

Ο Ακροκόρινθος και η πόλη της Κορίνθου, Á. Geyer, 1858


Αρχαία Κόρινθος, 9 Φεβρουαρίου 1858. Ο καταστροφικός σεισμός. 161 χρόνια πέρασαν.

Κόρινθος, ἐπὶ τῆς ἀρχῆς τοῦ Ἰσθμοῦ εἰς τὴν ἀρχαίαν της τοποθεσίαν ὑπὸ τὸν Ἀκροκόρινθον, ἀλλὰ ἐρειπωμένη καὶ ταπεινὴ, μόλις 1331 κατοίκους ἔχουσα· κατεστράφη δὲ ἐξ ὁλοκλήρου ὑπὸ τοῦ συμβάντος τρομεροῦ σεισμοῦ τὴν 9 Φεβρουαρίου 1858· ὅθεν διετάχθη νέος συνοικισμὸς αὐτῆς παρὰ τὴν παραλίαν τοῦ Λουτρακίου, εἰς θέσιν λεγομένην νῦν Σχοινιάν. Τὸ δὲ κύριον τῶν Κορινθίων προϊὸν εἶναι ἐλαιόλαδον καὶ σταφίδες Κορινθιακαὶ, ἀπὸ τὰ ὁποῖα πλουτίζονται καὶ οἱ κάτοικοι τῶν Τρικκάλων ἀπῳκισμένων μακρὰν τῆς θαλάσσης. — Πλησίον τῆς Κορίνθου εἰς τὴν παραλίαν τοῦ ὁμωνύμου κόλπου, Κιάτον καὶ Διμηνιὸν. (Στοιχειώδης Γεωγραφία. Σελ. 192)



Η σημερινή Κόρινθος κτίστηκε το 1858 στη νέα θέση, όπου βρίσκεται σήμερα. Η παλιά της θέση – στην σημερινή Αρχαία Κόρινθο- εγκαταλείφθηκε τον ίδιο χρόνο , διότι είχε καταστραφεί από τον σεισμό της 9ης  Φεβρουαρίου . Σύμφωνα με έγγραφη μαρτυρία της εποχής-περιοδικό Πανδώρα της 15 Αυγ. 1858- ο σεισμός έγινε την πρώτη Κυριακή της μεγάλης τεσσαρακοστής, λίγο πρό της ενδεκάτης ώρας π.μ. Έτσι η περίφημη πόλη της Εφύρας που έκτισε ο Σίσυφος το 1438 π.Χ. εγκαταλείπει για πρώτη φορά μετά από 3.296 περίπου χρόνια την ιστορική της θέση .


“μωρός όστις ωκοδόμησε την οικίαν αυτού επί άμμον” (Ματθ. Ζ 260), έχουμε αρκετά παραδείγματα μωρίας. Ένα τέτοιο κλασσικό είναι π.χ. η μεταφορά της Κορίνθου μετά το σεισμό του 1858, από τις μάργες που ήταν, στα αλλούβια και τις προσχώσεις.




Ο ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΟΣ ΚΟΛΠΟΣ

Μία από τις ζώνες παραμόρφωσης του ηπειρωτικού φλοιού του Αιγαίου είναι και ο Κορινθιακός Κόλπος. Πρόκειται για μία σχετικά πρόσφατη γεωλογική δομή, η οποία άρχισε να δημιουργείται πριν από 4-5 εκατομμύρια χρόνια. Πριν την δημιουργία του Κορινθιακού, η Πελοπόννησος ήταν ενωμένη με την Κεντρική Ελλάδα και οι οροσειρές της Κεντρικής Ελλάδας ήταν συνεχόμενες με αυτές της Πελοποννήσου. (Lykousis, Sakellariou, Papanikolaou, 1998)
 Ο Κορινθιακός Κόλπος, θεωρείται μία από τις πιο σημαντικές ενεργές δομές σε όλο τον κόσμο. 
Το υψηλό επίπεδο σεισμικότητας που τον χαρακτηρίζει (Makropoulos & Burton, 1984), καθώς και ο εφελκυσμός στην διεύθυνση Β-Ν που κυμαίνεται μεταξύ 10 με 15 mm/έτος  δείχνουν ότι ο Κόλπος αποτελεί μία βασική περιοχή στην Ευρώπη, όπου η μελέτη των διαφόρων φαινομένων συνδέεται με την εκδήλωση σεισμών.
 Ειδικότερα, πρόκειται για μία περιοχή που έχει βιώσει πολλούς καταστροφικούς σεισμούς, τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ υπήρξε το αντικείμενο εκτεταμένων γεωλογικών, γεωδαιτικών και σεισμολογικών μελετών. Αποτελεί µία επιµήκη  θαλάσσια λεκάνη, προσανατολισμένη σε διεύθυνση ∆Β∆-ΑΝΑ, η οποία διατέμνει την Κεντρική ηπειρωτική Ελλάδα, χωρίζοντας την Στερεά Ελλάδα από την Πελοπόννησο. Εκτείνεται από τη περιοχή του Ρίου – Αντιρρίου και του όρους Παναχαϊκού στα Δυτικά έως και τον Κόλπο των Αλκυονίδων και την Κόρινθο στα Ανατολικά. (Skourtsos & Kranis, 2009). Το μήκος του Κορινθιακού Κόλπου είναι περίπου 100 km και το πλάτος του αυξάνεται από περίπου 10 km στα δυτικά έως 30 km στα ανατολικά, ενώ το βαθύτερο τμήμα του (900 m) βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του Κόλπου.
 Η εξέλιξη του Κορινθιακού Κόλπου, έχει μελετηθεί από αρκετούς ερευνητές στο πέρασμα των χρόνων. Ειδικότερα, οι Lykousis, Sakellariou, Papanikolaou, (1998) μελέτησαν εκτενώς τον Κορινθιακό Κόλπο και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αναπτύχθηκε σε τρία στάδια.
Αρχικά, το βύθισμα του Κορινθιακού Κόλπου άρχισε να διαμορφώνεται, όταν τα πρώτα ρήγματα, πριν 4-5 εκατομμύρια χρόνια, διέρρηξαν κάθετα τις οροσειρές. Τα ιζήματα του αρχικού βυθίσματος, του λεγόμενου «Πρωτο-Κορινθιακού Κόλπου» βρίσκονται σήμερα στην Βόρεια Πελοπόννησο, από την περιοχή της Κορίνθου και της Νεμέας μέχρι το Ξυλόκαστρο, την περιοχή των Καλαβρύτων και το Αίγιο. Κατά τη διάρκεια του πρώτου αυτού σταδίου της δημιουργίας του Κορινθιακού Κόλπου, η Πελοπόννησος διαχωρίστηκε από την Στερεά Ελλάδα και άρχισε να απομακρύνεται προς τα νότια.
Στην συνέχεια, πριν από 1.5 εκατομμύριο χρόνια, τα πρώτα ρήγματα, που βρίσκονταν νοτιότερα, σταμάτησαν να λειτουργούν και παρατηρήθηκαν νέα ρήγματα που εντοπίζονται πιο βόρεια από αυτά. Τα νέα ρήγματα στις περιοχές της Περαχώρας, του Ξυλοκάστρου και του Αιγίου άλλαξαν ριζικά την μορφολογία της περιοχής του Πρωτο-Κορινθιακού Κόλπου. Οι περιοχές νότια από τα νέα ρήγματα άρχισαν να ανυψώνονται, ενώ οι περιοχές βόρεια από αυτά να βυθίζονται. Αυτό το στάδιο εξέλιξης του Κορινθιακού Κόλπου άρχισε πριν από 1-1.5 εκατομμύριο χρόνια και τελείωσε πριν από 500.000 χρόνια. Παρατηρείται πως εκείνη τη χρονική περίοδο ο Κορινθιακός Κόλπος ξεκίνησε να παίρνει την σημερινή του μορφή.
Τέλος, το τρίτο στάδιο εξέλιξης του Κορινθιακού Κόλπου ξεκίνησε πριν από 500.000 χρόνια, όταν δημιουργήθηκε μια νεότερη γενιά ρηγμάτων, τα οποία βρίσκονται βορειότερα από τα προηγούμενα. Τα νέα ρήγματα συνεχίζουν να είναι ενεργά μέχρι σήμερα και έχουν δημιουργήσει την βαθειά λεκάνη του Κορινθιακού Κόλπου, τον Κόλπο των Αλκυονίδων, καθώς και τον Δυτικό Κορινθιακό Κόλπο.


Ο Κορινθιακός κόλπος είναι ένα ασύμμετρο τεκτονικό βύθισμα, το οποίο προς νότο ορίζεται από μία σειρά κανονικών ρηγμάτων, που έχουν διευθύνσεις Α-Δ και Α.ΝΑΔ. ΒΔ και το οποία κλίνουν προς βορρά. Η περιοχή χαρακτηρίζεται από έντονη σεισμικότητα το δε νότιο τμήμα της από υψηλούς ρυθμούς κατακόρυφης ανύψωσης, με αποτέλεσμα κατά μήκος της ακτής της Β. Πελοποννήσου. Οι Πλειοκαινικές λιμναίες και υφάλμυρες αποθέσεις και οι Πλειστοκαινικές θαλάσσιες, λιμναίες και ποτάμιες αποθέσεις, να ευρίσκονται ανυψωμένες κατά μερικές εκατοντάδες μέτρα πάνω από τη σημερινή στάθμη της θάλασσας.
Επειδή ανύψωση δεν ήταν συνεχής, η μορφολογία της Β. Πελοποννήσου Ορίζεται από μία κλιμακωτή διάταξη με χαρακτηριστική εμφάνιση αναβαθμίδων. Τη μορφολογία αυτή, άλλοι μελετητές την απέδωσαν σε ρηγμάτωση μιας πολύ περιορισμένου αριθμού ανεξάρτητων επιφανειών (Deperet, 1913; Keraudren, 1970·1972;Von Freyberg, 1973; Vιta-Finzi & f$ing, 1983), ενώ άλλοι, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι κάθε επίπεδη επιφάνεια αντιστοιχεί σε αυτοτελή αναβαθμίδα (Sebrier, 1973; Dufaure et al., 1975; Shroder, 1975; Dufaure & Zamanis, 1980; Keraudren & Sorel,1987).
Οι αναβαθμίδες στην περιοχή αυτή φθάνουν μέχρι του υψομέτρου των 140 m και οριοθετούνται προς νότο από τους ασβεστολιθικούς όγκους της Αρχαίας κορίνθου(574 m) και των Ονείων (562 m) lοuρασικής Και Τριαδικής ηλικίας, αντίστοιχα. Το Τεκτονικό καθεστώς που επικρατεί στην περιοχή είναι εφελκυσμός κατά διεύθυνση Β-Ν. περιοχή υφίσταται δύο τεκτονικές κινήσεις. Η μία είναι υπεύθυνη για την ανύψωση των Πλειστοκαινικών αποθέσεων, ενώ άλλη προκαλεί μικρής κλίμακας βύθιση που οφείλεται στη δράση τοπικών κανονικών ρηγμάτων όπως αυτό της ρηξιγενούς ζώνης Αρχαίας Κορίνθου - Κεχριών.


Ο ΣΕΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 1858

Σύμφωνα με έγγραφη μαρτυρία της εποχής- περιοδικό Πανδώρα της 15 Αυγ. 1858- ο σεισμός έγινε την πρώτη Κυριακή της μεγάλης τεσσαρακοστής, λίγο προ της ενδεκάτης ώρας π.μ.. Αν και οι εκκλησίες, το μουσουλμανικό τέμενος, η γέφυρα προς το τείχος του Εξαμιλίου και τα καλύτερα χτισμένα σπίτια έπαθαν μόνο ελαφριές ζημιές, οι κίονες, τα κιονόκρανα και το επιστύλιο του ναού του Απόλλωνα μετατοπίστηκαν και ένας μεγάλος αριθμός σπιτιών με πλίνθινους τοίχους, τα οποία ανήκαν σε φτωχές οικογένειες, έπαθαν πολύ σοβαρές ζημιές. Οι πυρκαγιές που ξέσπασαν στα συντρίμμια αποτελείωσαν το καταστροφικό έργο του μεγάλου σεισμού, φέρνοντας ακόμη περισσότερη δυστυχία και απόγνωση στους κατοίκους των δύο χωριών. Λόγω αυτού, η πόλη μεταφέρεται σε νέα θέση, με το όνομα Νέα Κόρινθος, - Βασιλικό Διάταγμα με ΦΕΚ A 9 - 20.03.1858 - στο ΝΑ μέρος του Αρχαίου Λιμανιού του Λεχαίου, στη θέση “Σχοινιάς”, στην παραλία του Κορινθιακού κόλπου με πρωτοποριακό πολεοδομικό σχέδιο, χωρίς όμως να πάψει να υφίσταται η ύπαρξη και της παλιάς.


Σύμφωνα με την αναφορά ενός γιατρού, ονόματι Κούστα, ένας ισχυρός σεισμός έπληξε την περιοχή της Κορίνθου, στις 9 Φεβρουαρίου του 1858, με ιδιαίτερα καταστρεπτικές συνέπειες. Δύο ώρες πριν τον κύριο σεισμό, οι κάτοικοι άκουγαν θορύβους, ενώ μετά το πέρας αυτού, υπήρχε σκόνη και θόρυβος από τις κατοικίες που κατέρρεαν, αλλά και από τους βράχους που έπεφταν από το φρούριο στην περιοχή της Ακροκορίνθου. Στην αναφορά συνεχίζει, λέγοντας πως 86 άνθρωποι επλήγησαν από τον σεισμό, ενώ από αυτούς οι 21 σκοτώθηκαν και τα ζώα της περιοχής κρύφτηκαν για αρκετές μέρες. Πολλά από τα γύρω χωριά υπέστησαν αρκετές ζημιές, ενώ ο σεισμός έγινε αισθητός μέχρι την Αργολίδα, τη Τρίπολη και σύμφωνα με μαρτυρίες ψαράδων, πιθανότατα και μέχρι την Βενετία. Η συνολική διάρκεια του σεισμού ήταν μεγαλύτερη από 10 δευτερόλεπτα και η μετασεισμική ακολουθία ήταν αισθητή μέχρι και τον Μάϊο, ενώ και από άλλες πηγές θεωρείται ότι οι μετασεισμοί διήρκησαν περίπου 3,5 χρόνια. Το αξιοσημείωτο σε αυτό το σεισμό είναι ότι η πληγείσα περιοχή είχε ένα ελλειψοειδές σχήμα με διεύθυνση αξόνων Α-Δ και κέντρο την Ακροκόρινθο, ενώ τα χωριά που βρίσκονταν εκτός της «ελλείψεως» αυτής δεν παρουσίασαν ιδιαίτερες ζημιές. Ακόμη και για την κίνηση υπάρχουν αναφορές πως αρχικά ήταν κατακόρυφη και στην συνέχεια, από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Στην ευρύτερη περιοχή παρατηρήθηκαν πολλές σχισμές στο έδαφος.


Παλαιά (Αρχαία) Κόρινθος 1858, 9 Φεβρουαρίου, 11:00 Π.μ.

Για τον σεισμό αυτό υπάρχει  λεπτομερής έκθεση του επαρχιακού ιατρού Κορινθίας Γ. Κούστα (1856) στην οποία αναφέρονται με σχετική ακρίβεια τα μακροσεισμικά αποτελέσματα του σεισμού. Μερικές πληροφορίες για τον σεισμό αυτό δίνονται και από τον Αιγινήτη (1928).
Ο σεισμός προκάλεσε την καταστροφή των χωριών Παλαιά (Αρχαία) Κόρινθος, Εξαμίλια, Καλαμάκι, Περιγιάλι και των οικισμών Ξυλοκέριζα, Νεοχώρι (Βόρεια του Σολωμού), ΚεχΡιές, Κάτω Ασσος. Από το σεισμό 21 άτομα σκοτώθηκαν και 65 τραυματίστηκαν. Δύο ώρες περίπου πριν το σεισμό, οι κάτοικοι των Εξαμιλίων και του Καλαμακίου καθώς και ποιμένες στις Κεχριές άρχισαν να ακούουν υποχθόνιους θορύβους που προέρχονταν από τον Σαρωνικό. Οι μετασεισμοί συνεχίστηκαν για αρκετούς μήνες με μειωμένη συχνότητα.
Αξιολογώντας τις αναφερόμενες πληροφορίες γίνεται φανερό ότι η περιοχή που επλήγη από το σεισμό ήταν επιμήκης με διεύθυνση Α-Δ και ακραία σημεία τα χωριά Καλαμάκι στα ανατολικά και Περιγιάλι στα δυτικά. Ο σεισμός έγινε έντονα αισθητός σε δυτικές περιοχές, πχ Ηλεία, Αχαία, λιγότερο στα ανατολικά Π.χ. Αθήνα, Μέγαρα, και ακόμη λιγότερο προς βορρά νότο.
Στους βράχους της Ακροκορίνθου παρουσιάστηκαν πολλές ρωγμές, ενώ υπήρξαν πολλές κατακρημνίσεις βράχων από τους ορεινούς όγκους της Ακροκορίνθου και των Ονείων. Στις Κεχριές μετά το σεισμό, σε κτήμα που ευρίσκετο σε απόσταση 200 m από την παραλία, παρουσιάστηκε νερό, ενώ σε πηγή νότια της Ακροκορίνθου αυξήθηκε η παροχή. Το έδαφος σχίστηκε σε πολλά μέρη και ιδίως εκεί όπου ήταν κατηφορικό.
Λόγω της ολοκληρωτικής καταστροφής η Παλαιά Κόρινθος εγκαταλείπεται από τους κατοίκους της και μεταφέρεται σε νέα θέση κοvrά στη θάλασσα.
Το Ελληνικό σχολειό της Κορίνθου στον σεισμό του 1858
Λειτουργία του Σχολείου το Σχολικό έτος 1857-58
Στον έλεγχο του αποτελέσματος των δημοσίων εξετάσεων που έγιναν τον Ιούνιο του 1858 αναγράφονται ότι:
α) Διευθυντής του Ελληνικού Σχολείου ήταν ο Γ. Αποστολίδης.
β) Γράφτηκαν 53 μαθητές ηλικίας 10-19 ετών. Απ’ αυτούς οι 38 ήταν ηλικίας 13-16 ετών.
γ) Κατάγονταν από την Κόρινθο 22 και 5 από τα χωριά του δήμου (3 Ζευγολατειό και 2 από το Χασάναγα (Βοχαϊκό). Οι υπόλοιποι κα­τάγονταν από τους άλλους δήμους της Κορινθίας.
δ) Οι γονείς των μαθητών ασκούσαν κυρίως το επάγγελμα του κτηματία και γεωργού, 4 ήσαν παιδιά ιερέων.
ε) Από τους 53 μαθητές ήσαν παρόντες και εξετάστηκαν οι 21.
Απουσίαζαν οι 32 (3 λόγω ασθένειας και 29 μαθητές είχαν διακόψει από της 9 Φεβρουαρίου 1858 που έγινε ο καταστρεπτικός σεισμός και είχαν πάει στα χωριά τους. Από τους 21 προήχθησαν από τάξη σε τάξη 15 και έλαβαν απολυτή­ρια 2 με βαθμό προόδου 3 κάλλιστα, 4 λίαν καλώς και 10 καλώς.
Στην έκθεσή του ο Γ. Αποστολίδης Σχολάρχης ανέφερε ότι παρέδωσε την παρελθούσα θερινή εξαμηνία ακόμη και 4 μαθήματα: (Γενική Ιστορία και Γαλλικά στην Γ’ τάξη, Νέα Διαθήκη στην Β’ και Ιερά Ιστορία στην Α’, τα οποία λόγω των περιστάσεων του σεισμού είχαν παραλειφθεί από το πρόγραμμα πού είχε υποβάλει στις 14 Απριλίου).
Επίσης ανέφερε ότι λόγω της καλοκαιρίας παρέδωσε τα μαθήματα στον Πρόναο (Χαγιάτι) της Εκκλησίας και ότι δεν είναι δυνατόν να συνε­χιστή η παράδοση των μαθημάτων στο ύπαιθρο. Παρακαλούσε να ληφθεί πρόνοια για κατάστημα και για το υλικό του Σχολείου.
Στην έκθεσή του το ένα μέλος της Εφορείας του Σχολείου Σωτήριος Θρόνος δικηγόρος στο Υπουργείο ανέφερε ότι:
α) Λόγω τού σεισμού οι παραδόσεις των μαθημάτων έγιναν έξωθεν του Καθολικού Ναού της Πόλεως, στο ύπαιθρο.
β) Λόγω ελλείψεως υλικού μερικά μαθήματα παρεδόθηκαν ατάκτως.
γ) Οι περισσότεροι μαθητές 29 ανεχώρησαν από της ημέρας του σεισμού και ως εκ τούτου δεν παραβρέθηκαν στις εξετάσεις.
δ) Είναι ανάγκη να ανεγερθεί κατάστημα στην Νέα πόλη, για να μη μεί­νουν αδίδακτοι οι μαθητές το επόμενο σχολικό έτος.
ε) Είναι απολύτως αναγκαίο να συσταθεί Τακτικό (Κανονικό) σχολαρχείο στην Νέα Πόλη, καθόσον με αυτό θα προοδεύση και ο Συνοικι­σμός της Νέας Πόλεως.
Το Ελληνικό Σχολείο λόγω του σεισμού και της δημιουργίας του Συ­νοικισμού στη Νέα Κόρινθο δεν λειτούργησε από τον Ιούλιο του 1858 μέ­χρι το τέλος Νοεμβρίου 1859, επί 16 μήνες. Επαναλειτούργησε στην Νέα Κόρινθο το Δεκέμβριο του 1859 με σχο­λάρχη τον Αργύριο Γραμματά.
Ο Έπαρχος το Φεβρουάριο του 1860 ανέφερε στο Νομάρχη, ότι πα­ραβρέθηκε στις εξετάσεις της πρώτης εξαμηνίας και το αποτέλεσμα ήταν ευάρεστον, γιατί οι μαθητές αν και πριν δύο μήνες είχαν αρχίσει τα μαθή­ματα έδειξαν αρκετή πρόοδο.
Στην έκθεσή του που υπέβαλε τον Ιούλιο 1860 για το σχολικό έτος 1859 – 60 ο Αργύριος Γραμματάς ανέφερε ότι:
α) Τα μαθήματα άρχισαν το Δεκέμβριο του 1860 και η πρόοδος των μα­θητών ήταν «ου μικρά».
β) Φοίτησαν 15 μαθητές
γ) Το κατάστημα του Σχολείου ήταν άθλιο γιατί στεγαζόταν σε εργα­στήριο επίμηκες, απάτωτο, ανοικτό σε κάθε άνεμο και το χειμώνα ήταν αδύνατο να εργαστεί κάποιος σ’ αυτό. Υπέβαλε μαζί με τον κατάλογο των 15 φοιτησάντων μαθητών και το πρόγραμμα των μαθημάτων της χειμερινής εξαμηνίας του σχολικού έτους 1860 -61.


Σύμφωνα με έγγραφη μαρτυρία της εποχής- περιοδικό Πανδώρα της 15 Αυγ. 1858- ο σεισμός έγινε την πρώτη Κυριακή της μεγάλης τεσσαρακοστής, λίγο προ της ενδεκάτης ώρας π.μ.. Αν και οι εκκλησίες, το μουσουλμανικό τέμενος, η γέφυρα προς το τείχος του Εξαμιλίου και τα καλύτερα χτισμένα σπίτια έπαθαν μόνο ελαφριές ζημιές, οι κίονες, τα κιονόκρανα και το επιστύλιο του ναού του Απόλλωνα μετατοπίστηκαν και ένας μεγάλος αριθμός σπιτιών με πλίνθινους τοίχους, τα οποία ανήκαν σε φτωχές οικογένειες, έπαθαν πολύ σοβαρές ζημιές.
 Οι πυρκαγιές που ξέσπασαν στα συντρίμμια αποτελείωσαν το καταστροφικό έργο του μεγάλου σεισμού, φέρνοντας ακόμη περισσότερη δυστυχία και απόγνωση στους κατοίκους των δύο χωριών. Λόγω αυτού, η πόλη μεταφέρεται σε νέα θέση, με το όνομα Νέα Κόρινθος, - Βασιλικό Διάταγμα με ΦΕΚ A 9 - 20.03.1858 - στο ΝΑ μέρος του Αρχαίου Λιμανιού του Λεχαίου, στη θέση “Σχοινιάς”, στην παραλία του Κορινθιακού κόλπου με πρωτοποριακό πολεοδομικό σχέδιο, χωρίς όμως να πάψει να υφίσταται η ύπαρξη και της παλιάς.

Άλλοι Προγενέστεροι σεισμοί.

 15 Ιουνίου  1754– κλίμακα Μερκάλη Μ=6.0 – Κορινθιακός κόλπος
Οι Ambraseys and Jackson (1997) βασιζόμενοι σε εφημερίδες της εποχής αναφέρουν ένα
σεισμό που προκάλεσε καταστροφές σε εννέα χωριά της Πελοποννήσου, οι ονομασίες των
οποίων δε δίνονται. Αναφέρονται επίσης απώλειες ανθρώπων και ζώων. Στη Ναύπακτο
καταπλακώθηκαν δύο χωριά από κατολισθήσεις. (Papazachos and Papazachou,
1989;1997;2003)
.1756, 20 Oκτωβρίου – Μ=6.8 – Κορινθιακός κόλπος
Ο σεισμός προκάλεσε καταστροφές στη Ναύπακτο, όπου πύργοι, προμαχώνες και τείχη
καταστράφηκαν και βλάβες σε άλλες περιοχές όπως το Αντίρριο, το Λιδορίκι, η Άμφισα
και το Αίγιο. Ο Perrey (1848) αναφέρει ότι ο σεισμός έγινε αισθητός και στη Σικελία
καθώς και ότι εμφανίστηκαν νέα νησάκια στον Κορινθιακό. (Schmidt, 1867; Ambraseys
and Jackson, 1997; Papazachos and Papazachou, 1989;1997;2003)

Ο ΦΟΝΙΚΟΣ ΣΕΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 856 Μ.Χ.

Η πόλη έχει δοκιμαστεί από αρκετούς και μεγάλους σεισμούς κατά την διάρκεια της ιστορίας της. Ωστόσο, ο μεγαλύτερος, μεγέθους 8 της κλίμακας Ρίχτερ, κατέστρεψε σχεδόν ολοκληρωτικά την πόλη, το 856 μ.Χ. Ίσως ήταν ο χειρότερος σεισμός της ιστορικής διαδρομής της και ένας από τους πιο φονικούς της Μεσογείου. Η πόλη καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς και λέγεται ότι τουλάχιστον 45.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. 
Ο σεισμός αν και δεν έχει μελετηθεί εκτενώς μέχρι σήμερα, κατά πάσα πιθανότητα ήταν επιφανειακός, εκδηλώθηκε σε βάθος μικρότερο των 5 χιλιομέτρων κάπου μεταξύ της Αρχαίας Κορίνθου και του αρχαίου λιμανιού και πιθανόν να προήλθε από το σημαντικότερο γεωλογικό χαρακτηριστικό της περιοχής, το υποθαλάσσιο ρήγμα του Κορινθιακού, μήκους περίπου 80-100 χιλομέτρων.

Corinth held the famous Isthmian Games. by Ruggero Giovannini

Aπο αρχαιολογικά ευρήματα στις πόλεις της αρχαίας Κορίνθου, Κεχριών και Λεχαίου, καθώς και από ιστορικές αναφορές και μαρτυρίες των τελευταίων αιώνων οι κυριότεροι σεισμοί που έπληξαν την περιοχή της Κορινθίας και προκάλεσαν ζημιές είναι οι εξής: 
77,524,543,551,580,1402,1858,1861,1870,1928,1930,1981.
Πρέπει να τονισθεί ότι οι παραπάνω σεισμοί αναφέρονται για το μ.Χ. διάστημα διότι δεν υπάρχουν πληροφορίες για την π.Χ. εποχή.
Σύμφωνα με τους σεισμολογικούς καταλόγους αρκετοί από τους προαναφερθέντες σεισμούς είχαν επίκεντρα έξω από την περιοχή της Κορινθίας και οι συγκεκριμένα οι του 551 και 1870 στην Φωκίδα, οι του1402 και 1861 στην Αχαία, του 1930 στο Σοφικό και του 1981 στις Αλκυονίδες. Επίσης με αξιολόγηση των πληροφοριών του μεγάλου σεισμού του 1928 το επίκεντρο του τοποθετείται στην πλευρά του Λουτρακίου.
Επειδή οι αρχαίες πόλεις της Κορίνθου και των Κεχριών βρίσκονται πολύ κοντά στην ρηξιγενή ζώνη Αρχ.Κορίνθου-Κεχριών, είναι δυνατό κάποιοι από τους σεισμούς του 77,524,543,580 και 1858, να οφείλονται στην ενεργιποίηση της ζώνης αυτής και να έχουν αφήσει τα ίχνη τους σε κατασκευές των πόλεων αυτών.
Οι σεισμοί οι οποίοι κατέστρεψαν την πόλη της Αρχαίας Κορίνθου και κατακρήμνισαν τα τείχη της ήταν αυτοί του 77 μ.Χ., 524 μ.Χ. και 543 μ.Χ. Ιδιαίτερα κατασρεπτικός πρέπει να ήταν ο σεισμός του 524 μ.Χ. μια και αναφέρεται σε κείμενα πολλών ιστορικών (Μαλάλας, Ευάγριος, Θεοφάνης, Κεδρηνός, Προκόπιος, κ.λ.π), ο δε αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α’ μερίμνησε για την ανοικοδόμηση της πόλης. Για τον σεισμό του 1580 μ.Χ. δεν υπάρχουν ιστορικές πληροφορίες παρά μόνο αρχαιολογικές ενδείξεις (Ευαγγελάτου-Νοταρά, 1987-1988)


ΣΕΙΣΜΙΚΟΤΗΤΑ ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΟΥ ΚΟΛΠΟΥ

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΕΙΣΜΙΚΟΤΗΤΑ
Από τους ιστορικούς ακόμη χρόνους η σπουδαιότητα του Κορινθιακού Κόλπου, τόσο γεωγραφικά όσο και στρατηγικά, ήταν ιδιαίτερα μεγάλη και όταν ένας σεισμός συνέβαινε στις γύρω περιοχές, αποτελούσε αντικείμενο σχολιασμού από μεγάλες προσωπικότητες της εκάστοτε εποχής, ενώ θεωρούνταν κακός οιωνός στη πλειονότητα των περιπτώσεων. Οι καταγραφές αφορούν κυρίως ζημιές και αλλαγές στην επιφάνεια της γης, φαινόμενα τα οποία δεν μπορούσαν να εξηγηθούν διαφορετικά, αλλά και καταστροφές σε σπουδαία κτήρια, όπως εκκλησίες, μνημεία, ναούς κ.ά.

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΑΠΟ 500 Π.Χ. ΕΩΣ 1500 Μ.Χ.
Η πρώτη καταγραφή έγινε από τον Θουκυδίδη και αναφερόταν σε έναν ισχυρό σεισμό που έγινε αισθητός σε Αθήνα, Εύβοια, Βοιωτία και Ορχομενό, με πιθανή εστία την Αταλάντη, το 427 π.Χ., ενώ ένα χρόνο αργότερα γίνεται αναφορά και πάλι για έναν ισχυρό σεισμό που έλαβε χώρα στη περιοχή της Αταλάντης από τον οποίο και υπέστη μετατόπιση η βορειοανατολική γωνία του Παρθενώνα. Αργότερα, βρέθηκαν αναφορές για το σεισμό του 420 π.Χ., με εκτιμώμενο μέγεθος 6, στη Κόρινθο. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, ήταν καλοκαίρι μετά το πέρας των Oλυμπιακών αγώνων, όταν οι Αργείοι κάλεσαν τους συμμάχους τους για να ενώσουν τις δυνάμεις τους. Ωστόσο, η συμφωνία δεν επιτεύχθηκε, λόγω του σεισμού που θεωρήθηκε κακός οιωνός. Επιπροσθέτως, ο Θουκυδίδης, αναφερόμενος στην επιχείρηση των Σπαρτιατών για την κατάκτηση της Αργολίδας, παρατήρησε πως αυτή σταμάτησε εξαιτίας ενός σεισμού, όταν οι πρώτοι έφτασαν στην περιοχή των Κλεωνών Αργολίδας, την άνοιξη του 414 π.Χ. (εκτιμώμενο μέγεθος σεισμού: 6).
Σύμφωνα με καταγραφές από τους Ξενοφώντα και Παυσανία, το 388 π.Χ., όταν ο Αγησίπολις βρισκόταν στην Νεμέα και κατευθυνόταν προς το Άργος, έγινε μεγάλος σεισμός, τον οποίο-ωστόσο- θεώρησε καλό οιωνό και συνέχισε ως τα τείχη της πόλης, όπου-όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται «ο Θεός συνέχισε να κουνάει τη Γη»- πολλοί στρατιώτες σκοτώθηκαν και ο Αγησίπολις απέσυρε τον στρατό του. Στην περιοχή του Δυτικού Κορινθιακού Κόλπου και συγκεκριμένα, στην περιοχή του Αιγίου, χαρακτηριστικός ήταν ο σεισμός της αρχαίας Ελίκης το 373 π.Χ. Ο σεισμός αυτός πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της νύχτας, ενώ με βάση τα όσα αναφέρει ο Στράβωνας, η περιοχή Βούρα εξαφανίστηκε από ένα μεγάλο ρήγμα και η Ελίκη από θαλάσσιο κύμα (παλιρροϊκό κύμα, τσουνάμι). Από την άλλη πλευρά, κατά τον Παυσανία, η Ελίκη που απείχε 40 στάδια από το Αίγιο και ήταν παραθαλάσσια πόλη, αφανίστηκε μαζί με τα οικοδομήματά της.
Ακολούθησε παλιρροϊκό κύμα, το οποίο κάλυψε το δάσος του Ποσειδώνα, με αποτέλεσμα να διακρίνονται μόνο οι κορυφές των δέντρων. Εκτός από την περιοχή της Ελίκης που επλήγη από την σεισμική αυτή δόνηση, και στα Βούρα παρατηρήθηκαν ολοκληρωτικές καταστροφές. Από το συνολικό πληθυσμό, σώθηκαν μόνο αυτοί που απουσίαζαν σε εκστρατείες, οι οποίοι όταν επέστρεψαν ξαναέχτισαν τη πόλη τους. Οι αναφορές συνεχίζουν ακόμη και από άλλους επιφανείς της εποχής, όπως, για παράδειγμα, ο Αριστοτέλης, ο οποίος αναφέρει ότι ο σεισμός και το κύμα συνέβησαν ταυτόχρονα, ενώ ο Διόδωρος ο Σικελιώτης σημειώνει ότι εκείνη τη χρονική περίοδο σημειώθηκαν σεισμοί και κατακλυσμοί σε ολόκληρη την Πελοπόννησο, με αποτέλεσμα τον αφανισμό πληθυσμού και πόλεων, που δεν είχε αναφερθεί μέχρι τότε στα ιστορικά χρονικά. Ταυτόχρονα, ο Αιλιανός αναφέρει ότι πέντε μέρες πριν από το σεισμό, πολλά ζώα κατευθύνθηκαν προς τη Κερύνεια (χωριό της Κορινθίας), ενώ αυτή η ασυνήθιστη συμπεριφορά δημιούργησε ερωτηματικά στους κατοίκους, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να δώσουν κάποια περαιτέρω εξήγηση.


Στην περιοχή των Συκεών, σύμφωνα με τον Παυσανία, το 303 π.Χ. ένας σεισμός οδήγησε στην εγκατάλειψη της πόλης από τους κατοίκους της. Ένας εξίσου καταστροφικός σεισμός συνέβη το 23 μ.Χ. στο Αίγιο, το οποίο καταστράφηκε και οι κάτοικοι του ζήτησαν την βοήθεια των Ρωμαίων, οι οποίοι και τους απάλλαξαν από την φορολογία για τρία χρόνια. Το 61 ο φιλόσοφος Σενέκας αναφέρεται σε ένα σεισμό, ο οποίος κατέστρεψε ολοσχερώς τις πόλεις της Αχαΐας. Ο χρονογράφος Μαλάλας καταγράφει πως τη νύχτα της 20ής Ιουνίου του 74 η πόλη της Κορίνθου δέχθηκε «την οργή του θεού» μέσω ενός σεισμού, ο οποίος κατέστρεψε την πόλη, καθώς και το λιμάνι της. Η ανοικοδόμηση αυτής έγινε από κάποιους ναούς, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από ευρήματα επιγραφών στον Ισθμό της Κορίνθου.
Το 521 ένας ακόμη σεισμός έπληξε την πόλη της Κορίνθου, σύμφωνα με τον Μαλάλα, ο οποίος αναφέρει πως η καταστροφή ήταν πολύ μεγάλη.
Το 543 αναφέρεται σεισμός στην πόλη της Κορίνθου, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα ισχυρός και κατέστρεψε ακόμη και τα τείχη της πόλης, σύμφωνα με τον μητροπολίτη της Νισίβου.
Στην περιοχή της Ναυπάκτου, το 551, καταγράφηκε ένας ιδιαίτερα μεγάλος σεισμός (πιθανότατα μεγέθους 6.5), ο οποίος έγινε αισθητός μέχρι και την Πάτρα και προκάλεσε πολλούς θανάτους, σύμφωνα με τον ιστορικό Προκόπιο.
Το 580 γίνεται λόγος για ένα σεισμό στην περιοχή της Κορίνθου, για τον οποίο δεν υπάρχουν ιστορικές καταγραφές ή άλλες έγκυρες πηγές. Ωστόσο, το γεγονός γίνεται φανερό από ευρήματα αρχαιολόγων (νομίσματα, σκελετοί και σχετικές θέσεις αυτών), τα οποία ύστερα από εκτενείς μελέτες οδήγησαν στο συμπέρασμα αυτό.
Το 996, σύμφωνα με τον Έλληνα ιστορικό Σάθα, το Γαλαξίδι δεχόταν την εισβολή πειρατών κατά την διάρκεια της οποίας έγινε ένας μεγάλος σεισμός, ο οποίος κατέστρεψε την πόλη και εκδίωξε τους κατοίκους της, που γύρισαν λίγα χρόνια αργότερα και έχτισαν την πόλη από την αρχή.
Τον Ιούνιο του 1402, στην πόλη του Ξυλόκαστρου, σημειώθηκε ένας ιδιαίτερα καταστροφικός σεισμός, ο οποίος γνωστοποιείται μέσω μίας επιστολής στην οποία περιγράφονται όσα ο αποστολέας κατέγραψε, μέσω οπτικών ερεθισμάτων. Αναφερόμενος στο σεισμό φαίνεται να καταγράφει τη καταστροφή των περισσότερων μονοπατιών, καθώς και των πόλεων Βοστίτσα και Διακοφτό. Τα φρούρια της περιοχής καταστράφηκαν και το βουνό διαχωρίστηκε σε τέσσερα μέρη, ενώ ακόμη σημειώθηκαν και πολλοί θάνατοι. Ο σεισμός προκάλεσε δύο μεγάλα κύματα, εκ των οποίων το ένα μάλιστα σε αντίθετη κατεύθυνση, στην Στερεά Ελλάδα, ενώ και τα δυο ήταν εξίσου μεγάλα και καταστρεπτικά, με αποτέλεσμα να βρεθούν ψάρια πάνω σε λόφους και πολλά ζώα να σκοτωθούν.


ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΑΠΟ 1501 ΕΩΣ 1900

Το Μάρτιο του 1660, η πόλη του Γαλαξιδίου δέχεται και πάλι την εισβολή πειρατών κατά την διάρκεια της οποίας εκδηλώθηκε σεισμός, ο οποίος μετέτρεψε τα κτίρια της πόλης σε ερείπια, ενώ πέντε πειρατές σκοτώθηκαν. Η πόλη και πάλι εγκαταλείφθηκε, ενώ 13 χρόνια αργότερα, οι κάτοικοι επέστρεψαν και την έχτισαν ξανά.
Στην Πάτρα, τον Ιούλιο του 1714, (ημέρα Κυριακή) ένας σεισμός κατέστρεψε σχεδόν ολοκληρωτικά την πόλη, πλήθος από καμπαναριά κατέρρευσαν, ενώ πολλές εκκλησίες υπέστησαν βλάβες. Πολλοί πύργοι (κομμάτια παλατιών) γκρεμίστηκαν από κάτω προς τα πάνω, ενώ και πολλοί προμαχώνες κάστρων διαλύθηκαν. Αναφορές υπάρχουν ακόμα και για ένα γεγονός της 3ης Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους.
Στις 20 Φεβρουαρίου του 1742, ένας σεισμός συνέβη και επηρέασε και πάλι τη Κορινθία, όπου σύμφωνα με τον προφήτη Ηλία, ένας σεισμός ήταν υπαίτιος για την κατεδάφιση ενός μέρους του μοναστηρίου της σημερινής Ευρωστίνης Κορινθίας. Μία επιστολή, η οποία αναφερόταν σε έναν σεισμό, στο Αίγιο, το Μάιο του 1748, παρουσιάζει ιδιαίτερα γλαφυρά τα όσα συνέβησαν εκείνη την περίοδο στην περιοχή. Χαρακτηριστικά αναφέρει πως στην αρχή οι σεισμοί δεν ήταν τόσο ισχυροί, όσο ο επόμενος που ακολούθησε και ήταν εξαιρετικά δυνατός, με αποτέλεσμα να καταστρέψει σπίτια και εκκλησίες. Όταν ο σεισμός σταμάτησε, ο αποστολέας καταγράφει πως η θάλασσα αποσύρθηκε αποκαλύπτοντας τον βυθό, ενώ το κύμα που ακολούθησε με το ύψος του κάλυπτε τα βουνά της Στερεάς Ελλάδας. Το κύμα χτύπησε με μεγάλη ταχύτητα τρείς συνολικά φορές την περιοχή, με την τελευταία να είναι ιδιαίτερα βίαιη και να υπερκαλύπτει ακόμη και το βουνό που οριοθετούσε την πόλη. Πολλοί άνθρωποι έχασαν την ζωή τους, ενώ ακολούθησαν και πολλοί μετασεισμοί. Ο κύριος σεισμός έγινε αισθητός μέχρι την Πάτρα, όπου και υπήρξαν μικρές ζημιές.

Ο προφήτης Ηλίας, σε μία σημείωση του, αναφέρεται σε ένα σεισμό που έγινε στις 6 Μαρτίου του 1753 και ο οποίος κατεδάφισε το μοναστήρι της Ευρωστίνης, καθώς και πολλά σπίτια, ενώ ακόμη πολλοί άνθρωποι και ζώα έχασαν την ζωή τους μέσα στο μοναστήρι.
Τρία χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο του 1756, αναφέρεται ένας ισχυρότατος σεισμός στην ευρύτερη περιοχή του Κορινθιακού Κόλπου, η αισθητότητα του οποίου έφτασε μέχρι και την Σικελία.
Η πόλη της Πάτρας, στις 30 Ιανουαρίου του 1785, στις 8 το βράδυ, ταρακουνήθηκε από σεισμό, ενώ μία μέρα αργότερα στις 4 το πρωί δέχθηκε ένα ακόμη πλήγμα, το οποίο και οδήγησε στην κατάρρευση των εκκλησιών και τμημάτων των φρουρίων. Ακόμη, καταγράφηκαν 30 θάνατοι χριστιανών, ενώ για Τούρκους και αλλόθρησκους δεν υπάρχουν πληροφορίες. Επίσης, οι υπόλοιποι κάτοικοι που κατάφεραν να επιζήσουν, επί ένα μήνα, ζούσαν στην ύπαιθρο. Ο σεισμός έγινε αντιληπτός μέχρι και την Ζάκυνθο και μάλιστα είχε και μεγάλη διάρκεια χωρίς, όμως, να προκαλέσει ζημιές στο νησί.
Στις 11 Ιουνίου του 1794, στο Γαλαξίδι, ένας σεισμός ήταν υπεύθυνος για το άνοιγμα του εδάφους στα δύο, ενώ από το εσωτερικό τμήμα του εξήλθε κοκκινωπό υγρό, το οποίο και έφτασε ως την θάλασσα. Στο μεγαλύτερο μέρος των παραλίων του Κορινθιακού Κόλπου παρατηρήθηκε το φαινόμενο της ανύψωσης και ταπείνωσης της στάθμης της θάλασσας για περίπου 12 ώρες.
Στις 8 Ιουνίου του 1804, ένας σεισμός στην πόλη της Πάτρας κατέστρεψε ένα μεγάλο μέρος αυτής και πολλοί κάτοικοι έχασαν την ζωή τους. Πολλά σπίτια, ακόμα και στο Μωριά, καταστράφηκαν, ενώ ο κύριος σεισμός έγινε ιδιαίτερα αισθητός και στην Ζάκυνθο. Ακολούθησαν αρκετοί μετασεισμοί τις επόμενες δύο ημέρες.
Δύο χρόνια αργότερα, στις 23 Ιανουαρίου του 1806, ένας «τρομερός σεισμός», όπως καταγράφηκε χαρακτηριστικά, συγκλόνισε και πάλι την πόλη της Πάτρας, στην οποία κατέρρευσαν αρκετές εκκλησίες και η επίδρασή του έφτασε μέχρι και το χωριό Μίρακα στην αρχαία Ολυμπία.
Με επίκεντρο το Αίγιο, στις 23 Αυγούστου του 1817, και ώρα 8 το πρωί, ένας σεισμός ταρακούνησε την πόλη και οδήγησε στο θάνατο 65 άτομα. Το φαινόμενο διήρκησε περίπου 1,5 λεπτά, σύμφωνα με τον Pouqueville (ταξιδιώτη), και τα κύματα εισχώρησαν περίπου 75 μέτρα μέσα στην στεριά, ενώ χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι το θαλασσινό νερό ήταν καυτό και είχε προκαλέσει εγκαύματα σε ένα τοπικό ψαρά. Περίπου τα 2/3 των σπιτιών της πόλης έγιναν συντρίμμια (συνολικός αριθμός κατοικιών περίπου 800 πριν το σεισμό), ενώ περί τα 2χλμ. από αυτήν, η γη είχε καλυφθεί με πυκνή λάσπη. Πολλά κοντινά χωριά υπέστησαν βλάβες, ενώ και στην Πάτρα υπήρξαν σημαντικές ζημιές. Οι μετασεισμοί που ακολούθησαν τον κύριο αυτό σεισμό διήρκησαν 8 μέρες. Πριν την εκδήλωση του κύριου σεισμού, οι κάτοικοι είχαν ακούσει υπόγειο θόρυβο, αλλά και μικροτραντάγματα.



ΝΕΜΕΑ 1876
Στην περιοχή της Νεμέας, στις 26 Ιουνίου του 1876, εκδηλώθηκε σεισμός, ο οποίος έγινε αισθητός σε όλη την Πελοπόννησο και λιγότερο στην Αθήνα. Στην ευρύτερη περιοχή της Κορινθίας, παρατηρήθηκαν πτώσεις μερικών σπιτιών και πολλές καταστροφές στα υπόλοιπα, ενώ οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να μείνουν στην ύπαιθρο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ειδικότερα, στην περιοχή της Νεμέας, καταγράφηκαν πτώσεις βράχων, πολλές σχισμές στο έδαφος, καθώς και το φαινόμενο της μετατροπής του καθαρού νερού σε λασπώδες.

ΞΥΛΟΚΑΣΤΡΟ 1887
Στις 3 Οκτωβρίου του 1887, ένας σεισμός, μεγέθους 6,5, έλαβε χώρα στο Ξυλόκαστρο, όπου πολλά σπίτια κατεδαφίστηκαν και άλλα υπέστησαν πλήθος ζημιών που τα κατέστησαν ακατάλληλα στη χρήση. Υπήρξαν αρκετά θύματα και η ακτίνα αισθητότητας του συγκεκριμένου σεισμού ήταν 260km. Η πληγείσα περιοχή επηρεάστηκε, κυρίως, από φαινόμενα ρευστοποιήσεων και καθιζήσεων. Επίσης, εκδηλώθηκε τσουνάμι στη περιοχή μεταξύ Ξυλόκαστρου και Συκεών. 

APXAIOΛOΓlKEΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΓΙΑ ΣΕIΣΜΟΥΣ

Αρχαία Κόρινθος.
Η πόλις της Αρχαίας Κορίνθου ήταν κτισμένη στο χώρο όπου σήμερα ευρίσκεται το χωριό της Παλαιάς Κορίνθου, κατοικήθηκε δε από τη νεολιθική εποχή. Από τον 70 π.Χ. αιώνα ορεινός όγκος της Ακροκορίνθου χρησίμευε σαν ακρόπολη της πόλεως και είχε οχυρωθεί με ισχυρό τείχος. Μεγάλα τμήματα των τειχών των κλασσικών χρόνων διατηρούνται ακόμη και σήμερα κάτω από τα ενετικά τείχη.
Ανασκαφές στην περιοχή της Αρχαίας Κορίνθου άρχισαν στο τέλος του προηγουμένου αιώνα, αλλά οι συστηματικές ανασκαφές του χώρου άρχισαν το 1896 από την Αμερικανική Σχολή Κλασσικών Σπουδών της Αθήνας. και οι οποίες συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα αποκαλυφθέντα από τις ανασκαφές ερείπια των ελληνικών χρόνων είναι ελάχιστα σε σχέση με τη φήμη της πόλεως κατά τους χρόνους αυτούς.
 Αυτό οφείλεται στην πλήρη καταστροφή της από τους Ρωμαίους το 146 π.χ.
Κεχριές:
Οι ΚεχΡιές είναι τα λιμάνι της Αρχαίας Κορίνθου στο Σαρωνικό Κόλπο. Στην περιοχή διενεργήθηκαν ανασκαφές κατά το διάστημα 1963-1966 από τα Πανεπιστήμια του Σικάγου και τ/ς Ινδιάνας. έρευνα ήταν πολύ δύσκολη λόγω του ότι μεγάλο μέρος των αρχαίων κτισμάτων ευρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. 
Από τα ανασκαφικά ευρήματα προκύπτει  ότι όρμος των Κεχριών διαμορφώθηκε σε λιμάνι πιθανώς τον 60 π.χ. αιώνα. Το λιμάνι είχε έξοδο με κατεύθυνση ΝΑ και διαπιστώθηκε  ότι είχε δύο προβλήτες. βόρεια με μήκος 106 m, και νότια μήκους  135m, οποία και προεκτείνονταν προς ανατολάς με λιμενοβραχίονα μήκους ΒΟ m. Στη ΒΑ πλευρά της νότιας προβλήτας (θέση Α), προς το μέρος του λιμανιού υπάρχουν σε βάθη 0,8 m έως 1,3 m μια σειρά κτισμάτων πιθανώς αποθήκες. ενώ προς την πλευρά της θάλασσας υπάρχει μία κατασκευή οποία αναγνωρίστηκε σαν ιχθυοδεξαμενή (βάθος 1,5 m). Οι αποθήκες είναι κατασκευής του 10υ πΧ αιώνα και η ιχθυοδεξαμενή μεταγενέστερη.
Νοτιοδυτικά από ης αποθήκες υπάρχει μία πολύπλοκη κατασκευή, τμήματα της οποίας συσχετίζονται με ναό της 'Ίσιδας. Το δάπεδο του ναού ευρίσκεται σε βάθος 0.75 m είναι κατασκευής του 20υ μ.Χ. αιώνα.
Τμήματα των αποθηκών και του ναού της ‘Iσιδας. στη βάση της προβλήτας, καλύπτονται από χριστιανικό ναό του 40υ μΧ αιώνα. Ο ναός λειτουργούσε μέχρι τα μέσα του 60υ μ. Χ. αιώνα.
Στην περιοχή της  βόρειας προβλήτας (θέση C) υπάρχουν κατασκευές  κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Σε απόσταση 30 m από τ/ σημερινή ακτή και σε βάθος 2 m υπάρxει κατασκευή πεζοδρομίου. Δυτικά, στην ξηρά, ανεσκάφη συστηματικά μεγάλη οικοδομή, οποία κατεστράφη τον 60 μΧ αιώνα από σεισμό και πυρκαγιά. Η ανασκαφική έρευνα έδειξε ότι τμήμα της οικοδομής ανοικοδομήθηκε μετά το σεισμό.
Στο μυχό του λιμανιού (θέση Β) ανεσκάφησαν λείψανα οικοδομών που αποδίδονται οε εμπορικές αποθήκες. Και στην περιοχή αυτή σημειώθηκε βίαιη καταστροφή τον 60 μΧ. αιώνα. Η αρχαιολογική έρευνα έδειξε άτι μετά την καταστροφή από το σεισμό που συνέβη τον 60 μ.Χ. αιώνα, η δραστηριότητα στο λιμάνι των Κεχριών περιορίζεται σημαντικά και δεν επανέρχεται ξανά στην οικονομική του άνθηση.
Λέχαιο.
Το Λέχαιο αποτελούσε το προς τον Κορινθιακό Κόλπο λιμάνι της Αρχαίας Κορίνθου. Στην παραλία του Λεχαίου ευρίσκονται τα ερείπια μεγαλειώδους βασιλικής, μήκους 115 m.
Σύμφωνα με πληροφορίες που περιέχονται στο μηνολόγιο του Πατμιακού Κώδικα (254 φ., 144 κ.εξ., 10-11αιώνας), ο ναός αυτός ήταν αφιερωμένος σε Κορίνθιους μάρτυρες οι οποίοι θανατώθηκαν με πνιγμό. Ο  Πατμιακός Κώδικας αναφέρει ότι ναός ανηγέρθη προς τιμήν των μαρτύρων στον αιγιαλό, στη θέση που είχαν ταφεί τα σώματά των, στον τόπο που αυτά ξεβράστηκαν από τη θάλασσα. Η ανοικοδόμηση του ναού επερατώθη προς τα τέλη του 50υ μ,Χ. αιώνα και κατεστράφη από σεισμό και πυρκαγιά κατά τα μέσα του 60υ μ.Χ. αιώνα. Δ. Πάλ/ας (1956) υποθέτει ότι πρέπει να ήταν ο σεισμός του 551 μ.Χ.
Ενάμισυ χιλιόμετρο ΒΔ της Παλαιάς Κορίνθου, στη θέση Σκουτέλα, δεξιά του δρόμου που οδηγεί προς Περιγιάλι, υπάρχουν τα ερείπια και άλλου μεγάλου ναού, της βασιλικής της Σκουτέλας. Ο ναός αυτός υπέστη σοβαρές ζημιές από δύο σεισμούς που συνέβησαν κατά τον 60ν μ,Χ. αιώνα. Δ. Πάλλας (1954) αποδίδει τις καταστροφές αυτές στους σεισμούς του 524 και 551 μ,Χ.


Το φθινόπωρο του 1992, κατά την εκτέλεση ερευνητικού προγράμματος του Σεισμολογικού Ινστιτούτου στην περιοχή της Ανατολικής Κορινθίας εγκαταστάθηκε και λειτούργησε, για 14 εβδομάδες, τοπικό δίκτυο σεισμογράφων. Η αζιμουθιακή κάλυψη της ρηξιγενούς ζώνης των Κεχριών από το δίκτυο ήταν πολύ καλή και η απόσταση μεταξύ των σεισμολογικών σταθμών ήταν μικρή, της τάξεως των 10-15 Km. Από το δίκτυο αυτό καταγράφησαν αρκετοί σεισμοί, προσδιορισμός δε των εστιακών παραμέτρων (γεωγραφικές συντεταγμένες και εστιακό βάθος) έγινε με ικανοποιητική ακρίβεια ώστε τα σφάλματά τους να είναι μικρότερα του ενός χιλιομέτρου.
Ο αριθμός των σεισμών που καταγράφησαν από την εξεταζόμενη περιοχή ήταν ικανοποιητικός και κατανομή τους στο χώρο. Η συντριπτική πλειονότητα των σεισμών αυτών είχαν πολύ μικρά μεγέθη, της τάξεως των 0-2 βαθμών της κλίμακας Richter, που σημαίνει ότι οι σεισμοί αυτοί χαρακτηρίζονται σαν μικροσεισμοί και δεν έγιναν αισθητοί από τους κατοίκους της περιοχής. Οι σεισμοί αυτοί ήταν επιφανειακοί και τα εστιακά τους βάθη κυμαίνονταν μεταξύ των 5 και 15 Km.
Για τον μεγαλύτερο από τους σεισμούς που καταγράφησαν, μεγέθους 2,8 Richter, έγινε δυνατός σχεδιασμός του εστιακού μηχανισμού που αντιστοιχεί σε διάρρηξη κανονικού ρήγματος. Οι δύο λύσεις του μηχανισμού γένεσης αναφέρονται σε ρήγματα που έχουν διεύθυνση 880 και κλίση 380 προς Βορρά διεύθυνση 1000 και κλίση 640 προς Νότο. Τα χαρακτηριστικά του πρώτου ρήγματος αντιστοιχούν με αυτά της ρηξιγενούς ζώνης.
Η γραμμική, κατά διεύθυνση Α-Δ, κατανομή στον χώρο των μικροσεισμών, τα μικρά εστιακά τους βάθη και τα χαρακτηριστικά του εστιακού μηχανισμού συσχετίζονται  απόλυτα με την γεωμετρία της ρηξιγενούς ζώνης και φανερώνουν ότι η μικροσεισμική αυτή δραστηριότητα προερχόταν από την ρηξιγενή ζώνη Αρχ. Κορίνθου ­Κεχριών.
Τέτοια μικροσεισμική δραστηριότητα της ρηξιγενούς ζώνης δεν είναι άγνωστη καθώς έχει παρατηρηθεί και στο παρελθόν (Δελήμπασης, 1980). Το μικροσεισμικό αυτό φαινόμενο δείχνει την ενεργή κατάσταση στην οποία ευρίσκεται η ρηξιγενής ζώνη και τις τεκτονικές κινήσεις που συμβαίνουν στο βάθος της. Συγκρίνοντας τις αναφορές για τις καταστροφές παρατηρείται ότι όλες οι αρχαίες πόλεις (Κόρινθος - Κεχριές - Λέχαιο) υπέστησαν σοβαρές ζημιές κατά τον 60 μ.Χ. αιώνα. Στον αιώνα αυτόν αναφέρεται ότι συνέβησαν οι σεισμοί του 524, 543, 551 και 580. Επομένως κάποιος από τους σεισμούς θα πρέπει να ήταν πολύ ισχυρός, να προκάλεσε μεγάλες καταστροφές και να συνοδεύτηκε από διάρρηξη της ρηξιγενούς ζώνης.
Η άποψη αυτή τεκμηριώνεται από τα εξής δεδομένα:
- Οι αρχαιολόγοι στηριζόμενοι στα ευρήματα των ανασκαφών τους, υποστηρίζουν ότι βασιλική του Λέχαιου κατεστράφη από σεισμό και πυρκαγιά τον 60 μ.Χ. αιώνα (Πάλλας, 1956). Ο σεισμός του 551, που προερχόταν από την Φωκίδα, συνοδεύτηκε από θαλάσσιο κύμα το οποίο έπληξε τις ακτές του Κορινθιακού κόλπου (Παπαζάχος & Παπαζάχος, 1989). Λαμβάνοντας υπ' όψη ότι ναός ευρίσκεται πολύ κοντά στην ακτή, 20-30 m απ' αυτήν, είναι αδύνατο το θαλάσσιο κύμα που θα είχε φθάσει το ναό, να επέτρεψε την εκδήλωση πυρκαγιάς. Ο ναός θα πρέπει να είχε καταστραφεί ολοκληρωτικά και  να είχε υποστεί σοβαρές ζημιές από ένα προηγούμενο ισχυρό σεισμό.
- Σύμφωνα πάλι με αρχαιολογικές πληροφορίες (Scranton & Ramage, 1967), το λιμάνι των Κεχριών επλήγη την ίδια εποχή, 60 μ.Χ. αιώνα, από ισχυρό σεισμό που εκτός από τις σοβαρές ζημιές, προκάλεσε και την οικονομική κάμψη της περιοχής. Η περιοχή του λιμένος των Κεχριών ευρίσκεται βόρεια της ρηξιγενούς ζώνης, στο κατερχόμενο τμήμα της. Ένας σεισμός που θα προερχόταν από την διάρρηξη της ρηξιγενούς ζώνης και θα συνοδευόταν από καθίζηση της περιοχής βόρεια του ρήγματος, άρα και του λιμένος των Κεχριών, θα είχε αποτελέσματα που συμφωνούν απόλυτα τόσο με τις γεωμορφολογικές παρατηρήσεις όσο και με τις αρχαιολογικές πληροφορίες.
Μπορούμε λοιπόν, στηριζόμενοι στις αρχαιολογικές ενδείξεις και στις ιστορικές αναφορές, να υποθέσουμε με μεγάλη βεβαιότητα άτι ,ο σεισμός του 52~ μ.Χ, ήταν για την περιοχή της Κορινθίας ο πιο  καταστρεπτικότερος  από αυτούς που συνέβηκαν τον 60 μ.Χ. αιώνα, συνοδεύτηκε δε από επιφανειακή διάρρηξη της ρηξιγενούς ζώνης Αρχαίας Κορίνθου-Κεχριών. Για τους σεισμούς του 543 και 580 μ.Χ. δεν μπορεί να διατυπωθεί ξεκάθαρη άποψη για το αν αυτοί οι σεισμοί προέρχονται από δραστηριοποίηση της ρηξιγενούς αυτής ζώνης.
Κατά τον σεισμό ταυ 1858 μ.Χ., το οικιστικό  και οικονομικό κέντρο της περιοχής ήταν πόλη της Αρχαίας Κορίνθου, με συνέπεια οι περισσότερες αναφορές για καταστροφές να αναφέρονται σ' αυτή.
Από την αξιολόγηση των γεωλογικών αποτελεσμάτων του σεισμού αυτού, όπως η παρατηρηθείσα διάρρηξη των κώνων στην περιοχή της Ξυλοκέριζας, πτώση ογκολίθων, μεταβολή της παροχής των πηγών και της στάθμης των υπογείων υδάτων, αλλά και από την έκταση της περιοχής που υπέστη τις σοβαρότερες ζημιές, γίνεται φανερό ότι και ο σεισμός αυτός προερχόταν από διάρρηξη της ρηξιγενούς αυτής ζώνης.
Από τα προαναφερθέντα μπορούμε με μεγάλη βεβαιότητα να υποθέσουμε ότι η ρηξιγενής ζώνη Αρχαίας Κορίνθου - Κεχριών, διερρήχθη τουλάχιστον δύο φορές κατά τους ιστορικούς χρόνους, δηλαδή κατά τους σεισμούς του 551 μ.Χ. και του 1858 μ.Χ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι από τον 60 μ.Χ. αιώνα μέχρι τον 150 μ.Χ. αιώνα, για τις περιοχές της Β. Πελοποννήσου και Κεντρικής Ελλάδας υπάρχει μία έλλειψη πληροφοριών σχετικά με σεισμούς. ΟΙ ιστορικοί που μελετούν την περίοδο αυτή, αποδίδουν την έλλειψη πληροφοριών στο γεγονός ότι οι περιοχές αυτές ευρίσκοντο μακριά από τις κύριες οδούς που συνέδεαν τα οικονομικά και πολιτιστικά κέντρα με την Κωνσταντινούπολη, πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Είναι προφανές, ότι στην περιοχή αυτή κατά το διάστημα αυτό πρέπει να συνέβησαν σεισμοί. Όμως η έλλειψη πληροφοριών για τον χρόνο που συνέβησαν και για τις συνέπειές τους δεν επιτρέπει την πλήρη ανασύσταση της σεισμικής ιστορίας της περιοχής και τον ακριβή προσδιορισμό του χρόνου επανάληψης των μεγάλων σεισμών.


Το έτος 551 την 7η ή 9η Ιουλίου μ. Χ., και σύμφωνα με τον Ιούλιο Σμίτιο , έγινε φοβερός σεισμός, του οποίου οι καταστροφές υπήρξαν φρικτές ιδίως στους παρά το Κρισαϊκό κόλπο τόπους (Κόλπο Ιτέας), καθώς και στη Βοιωτία και στις ακτές του Μαλιακού κόλπου.
Από το φοβερό τούτο σεισμό καταστράφηκαν πολλά χωριά και οκτώ πόλεις, μεταξύ αυτών η Χαιρώνεια, η Πάτρα και η Ναύπακτος. Σε πολλούς τόπους έγιναν ρήγματα , άλλα δε έκλεισαν αμέσως και άλλα παρέμειναν ανοικτά δυσκολεύοντας την συγκοινωνία. Επηκολούθησαν και «Ποσειδώνιοι καταστροφαί». Παρά τον Μαλιακό κόλπο ή θάλασσα εισήλθε σε βάθος στις παρακείμενες πόλεις του Εχίνου και της Σκάρφειας όπου και τις κατέστρεψε προκαλώντας το θάνατο σε πολλούς κατοίκους. Παρέμεινε δε η θάλασσα επί αρκετό χρονικό διάστημα υπέρ την επιφάνεια της γης.
 Όταν απεχώρησε άφησε τερατόμορφα ψάρια, που όταν ερχόντουσαν σε επαφή με τη φωτιά αλλοιωνόταν το σώμα τους και έτρεχε πύον!
Το γεγονός αυτό το σημειώνει και ο Προκόπιος ο Καισαρεύς. Από δε τις πληγείσες από το σεισμό πόλεις και χωριά σκοτώθηκαν πολλές χιλιάδες άνθρωποι. «Αμφί δε τα εκείνη χωρία, ου δη σχίσμα ωνόμασται και σεισμός υπερμεγέθης επιπεσών πλείω φόνον ανθρώπων ή πάση τη άλλη Ελλάδι ειργάσατο, μάλιστα επί τινά εορτήν. πανηγυρίζοντες γαρ έτυχον εκ πάσης της Ελλάδος ενταύθα τότε ένεκα συνειλεγμένοι πολλοί» (Προκ. Γοτ. Πόλ. Δ κεφ. 25 τελ. Ευαγρ. Δ’ 23. Seibel de gross Past zur Zeit Justinians I, σελ. 16 και εξής). Σύμφωνα με το καθηγητή κ. Παπαζάχο η ισχύς του σεισμού αυτού ήταν 7 βαθμούς της κλίμακος Ρίχτερ.


 Η ΝΕΑ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ

Το σχέδιο πόλεως της νέας πόλης βασίστηκε στην Ιπποδάμεια αντίληψη και περιελάμβανε οικοδομικά τετράγωνα διαστάσεων συνήθως 84 (x) 85μ, τα οποία χωρίζονται με δρόμους πλάτους 12μ. Οι δρόμοι τέμνονται κάθετα μεταξύ τους. Κυρίαρχος άξονας πλάτους 24μ είναι ο κάθετος προς την ανατολική ακτή και με κατεύθυνση ανατολή-δύση, η σημερινή Εθνικής Αντιστάσεως και πρώην οδός Βασιλέως Κωνσταντίνου.
Ο αντίστοιχος κάθετος σε αυτόν κύριος δρόμος έχει πλάτος 32,00μ και κατεύθυνση βορράς-νότος. Επί των οικοδομικών τετραγώνων διαμορφώνονται οικόπεδα διαστάσεων 12 (x) 40μ και 6 (x) 40μ ή 8 (x) 40μ ανάλογα της χρήσης των προς ανέγερση οικοδομών και τη θέση αυτών. Επί των κεντρικών δρόμων το πρόσωπο των οικοπέδων περιορίζεται σε 8μ.Τα οικόπεδα χορηγήθηκαν στους κατοίκους με ιδιαίτερα οικονομικά κίνητρα για την εγκατάσταση τους στη νέα πόλη. Επίσης διαμοιράστηκε και ο δημόσιος κλήρος στους νέους οικιστές της εκτός του σχεδίου περιοχής. Οι οικοδομές που κατασκευάστηκαν ήταν κυρίως ισόγειες, πέτρινες ή πλίθινες με κεραμοσκεπή τετράριχτη κατά κανόνα στέγη. Τα φέροντα στοιχεία ήσαν τοίχοι από λίθους ή πλίνθους με συνδετικό υλικό αργιλόχωμα ή ασβεστοκονίαμμα με αμελή τρόπο δομημένοι.
Στις αρχές του 20ου αιώνα χρησιμοποιήθηκε για επικάλυψη και πλάκα από οπλισμένο σκυρόδεμα, από τις πρώτες εφαρμογές αυτού που έγιναν στην Ελλάδα. Η συνολική επιφάνεια του σχεδίου πόλεως ήταν περίπου 1000 στρέμματα. Περιβαλλόταν από τις σιδηροδρομικές γραμμές Κορίνθου-Τριπόλεως και Κορίνθου-Πατρών. Το σχέδιο προέβλεπε και την κατασκευή λιμένα με την αξιοποίηση υπαρχόντων υφάλων πλησίον της ακτής, ΒΑ της πόλης.



ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΟΙ ΣΕΙΣΜΟΙ ΣΤΟΝ ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΟ ΚΟΛΠΟ

Στις 26 Δεκεμβρίου 1861 ισχυρή σεισμική δόνηση (Μ=6,7) έπληξε την περιοχή της Αχαΐας.
Τα χωριά Βαλιμίτικα (Χ) και Τρυπιά (Ελαιών) ισοπεδώθηκαν. Τα χωριά Τεμένη, Κρόκοβα (Σελινούς), Ζευγολατιό, Νικολαίϊκα, Ροδιά, Διακοφτό και Πούντα ισοπεδώθηκαν.
Σκοτώθηκαν 20 άνθρωποι (2 στο Αίγιο, 12 στην επαρχία Αιγιαλείας και 6 στην Στερεά Ελλάδα). Στο Αίγιο και στο Γαλαξίδι προκλήθηκαν σοβαρές ζημιές σε σπίτια και εκκλησίες. Στην ευρύτερη περιοχή έως και την Κόρινθο (φωτ) παρατηρήθηκαν φαινόμενα ρευστοποίησης (αμμώδεις κώνοι με διάμετρο μέχρι 20m και ύψος έως και 1m), διαρρήξεις του εδάφους καθώς και καταρρεύσεις βράχων.
Δημιουργήθηκε θαλάσσιο κύμα το οποίο κάλυψε την παραλία από τις εκβολές του ποταμού Μεγανίτα μέχρι και ανατολικότερα των εκβολών του Ερασίνου. Το κύμα αυτό έπληξε και τις βόρειες ακτές του Κορινθιακού κόλπου όπως τις παραλίες των Σαλώνων, του Γαλαξιδίου και της Βιτρινίτσας (ύψος κύματος περίπου 1,8m). 
Οι προσεισμοί άρχισαν λίγες ημέρες πριν την  γένεση του κύριου σεισμού.  Ακολούθησαν μετασεισμοί, ο μεγαλύτερος των οποίων έγινε στις 1 Ιανουαρίου του 1862.



Ο ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΟΣ ΣΕΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 1928

Απόσπασμα από την εφημερίδα «Νεολόγος Πατρών» εκείνης της περιόδου
με ημερομηνία εκδόσεως 24/04/1928, στο οποίο αναγράφονται τα εξής: «Εις την
Κόρινθον ουδεμία οικία έχει παραμείνει σώα, οι δε κάτοικοι λόγω των δονήσεων
οίτινες εξακολουθούν ακόμη από καιρού εις καιρόν αλλά μικράς όμως διαρκείας,
ετράπησαν προς τους αγρούς και τα περίχωρα της πόλεως, φοβούμενοι να
παραμείνουν εντός αυτής εκ φόβου πτώσεως όγκων και κεράμων εκ των
καταστραφεισών οικιών. Ολόκληρος η πόλις παρουσιάζει εικόναν τραγική, ο
παρατηρών δε αυτήν μακρόθεν διερωτάται, ποιος κακός δαίμον καταστροφής διήλθεν
εκείθεν. Την νύκτα η πόλις ευρίσκετο εις το σκότος, διότι το ηλεκτρικόν εργοστάσιον
κατέρρευσε και άπαντες οι ηλεκτρικοί φανοί εσβέσθησαν. Ψυχή ζώσα δεν υπάρχει
εντός της πόλεως… Τα εκ Πατρών και Αθηνών αποσταλέντα στρατιωτικά συνεργεία
συνεχίζουν το έργο της εξαγωγής τραυματιών εκ των ερειπίων. Εξ Αθηνών
απεστάλησαν επίσης και γεωλόγοι οίτινες θα εξετάσουν το έδαφος της Κορίνθου».


Το βράδυ της 22ης Απριλίου 1928 εκδηλώθηκε ο πανίσχυρος τεκτονικός σεισμός της Κορίνθου που κατέστρεψε την πόλη αλλά και την ευρύτερη περιοχή καθώς και το Λουτράκι. Ο πρώτος προάγγελος του σεισμού ήταν δόνηση που καταγράφηκε στις 06:19 της ίδιας ημέρας στον Πατραϊκό. Η πρώτη ισχυρή δόνηση σημειώθηκε στην Κόρινθο στις 21:00 το βράδυ και την ακολούθησαν 18 ασθενείς δονήσεις.
Στις 22:00΄ σημειώθηκε ο δεύτερος ισχυρός σεισμός τον οποίο διαδέχθηκαν 6 μικροδονήσεις. Ο κυρίως σεισμός, ο οποίος κατέστρεψε την πόλη της Κορίνθου, εκδηλώθηκε στις 22:14. Η μέγιστη ένταση του ήταν 9-10 βαθμοί της κλίμακας Μερκάλι ενώ το μέγεθος ήταν 6,3 βαθμοί της κλίμακας Ρίχτερ. Ήταν επιφανειακός, βάθους 5 χλμ και το επίκεντρο του υπολογίστηκε 70 χλμ δυτικά της Αθήνας, κοντά στη διώρυγα και εντός του τριγώνου Κόρινθος-Καλαμάκι-Λουτράκι. Έγινε αισθητός σε όλη σχεδόν της Πελοπόννησο, το μεγαλύτερο μέρος της Εύβοιας και της Στερεάς Ελλάδας, τα νησιά του Σαρωνικού, τις Κυκλάδες, τον Βόλο, την Πρέβεζα, ακόμα και την Κρήτη.
Οι ισχυρές προσεισμικές είχαν τρομοκρατήσει τους κατοίκους της περιοχής που είχαν εγκαταλείψει εγκαίρως τα σπίτια τους. Ο κυρίως σεισμός κατεδάφισε σχεδόν ολοσχερώς την Κόρινθο και το Λουτράκι, ενώ στην Κόρινθο υπήρξαν 20 νεκροί και 30 τραυματίες, σχετικά μικρές απώλειες για το μέγεθος της καταστροφής. Τα σπίτια της περιοχής δεν είχαν την παραμικρή αντισεισμική θωράκιση με αποτέλεσμα στην πλειοψηφία τους να γκρεμιστούν (καταστράφηκαν πάνω από 2.000 κατοικίες), όρθια έμειναν μόνο όσα είχαν χτιστεί τα τελευταία χρόνια και διέθεταν θεμέλια από σκυρόδερμα.
Οι περιγραφές των αυτόπτων μαρτύρων της καταστροφής περιγράφουν στιγμές Δαντικής κόλασης με το έδαφος να υποχωρεί στη κυριολεξία κάτω από τα πόδια τους. Εκτός των νεκρών, τραυματίστηκαν στρατιώτες που βρίσκονταν στο στρατόπεδο της Κορίνθου, ενώ διακόπηκε η τηλεγραφική σύνδεση της περιοχής με την υπόλοιπη Ελλάδα, με αποτέλεσμα οι πληροφορίες για την καταστροφή να είναι συγκεχυμένες τις πρώτες ημέρες. Όλα τα δημόσια κτήρια της Κορίνθου καταστράφηκαν, ενώ από τις φυλακές τις πόλεις βρήκαν ευκαιρία να αποδράσουν πολλοί φυλακισμένοι, οι οποίοι όμως συνελλήφθησαν αμέσως χάρις την επέμβαση των κατοίκων. Στις επόμενες δύο ημέρες σημειώθηκαν πάνω από 40 μικροί μετασεισμοί που πανικόβαλλαν τους κατοίκους, κάποιοι εκ των οποίων είχαν καταφύγει στους λόφους της περιοχής. Άλλοι οδυρώμενοι περιφέρονταν στους δρόμους της ερειπωμένης πόλης ως μισότρελλοι, αναζητώντας συγγενικά τους πρόσωπα, ενώ κάποιοι άλλοι πανικόβλητοι απομακρύνονταν από την περιοχή χωρίς να γνωρίζουν που πηγαίνουν.
Στο Λουτράκι από 500 σπίτια είχαν μείνει όρθια μόλις τα 100, από τα οποία όμως πολλά είχαν υποστεί εκτεταμένες ζημιές. Οι κάτοικοι του Λουτρακίου είχαν υποστεί ένα ακόμη μαρτύριο καθώς στις εφιαλτικές στιγμές του σεισμού είχαν δει μια πυκνή κόκκινη φλόγα να γδέρνει τον ουρανό. Οι γυναίκες έκλαιγαν, οι άνδρες σταυροκοπιούνταν λέγοντας ότι είχε έρθει η Δευτέρα Παρουσιά, αλλά τελικώς οι φλόγες προέρχονταν από τον σταθμό της ΔΕΗ στην περιοχή που υπέστη ομοίως πολλές ζημιές. Μετά τον σεισμό οι κάτοικοι της περιοχής βρέθηκαν σε απόγνωση, καθώς έβλεπαν τα σπίτια τους να έχουν μεταβληθεί σε σωρούς ερειπίων, ενώ δεν διέθεταν ούτε τρόφιμα για να επιβιώσουν. Πολλοί δεν απομακρύνονταν από τα χαλάσματα καθώς φοβούνταν ότι θα τους έκλεβαν τα έπιπλα τους, ενώ ο στρατός μετά τις πρώτες ημέρες είχε βάλει ισχυρές περιπολίες στην περιοχή για την αποφυγή κλοπών. Η επικοινωνία με την Αθήνα είχε επίσης διακοπεί καθώς όλες οι τηλεγραφικές υπηρεσίες είχαν σταματήσει, όλα τα κρατικά κτήρια είχαν είτε καταστραφεί ολοσχερώς, είτε είχαν τεθεί εκτός λειτουργίας. Σύμφωνα με ένα πρόχειρο υπολογισμό, οι ζημιές στην Κορινθία ξεπερνούσαν το 1 δις δρχ.


Στην Αθήνα παρά το γεγονός ότι έφταναν οι περιγραφές από τις καταστροφές στην Κόρινθο μέσω των εφημερίδων, οι ρυθμοί της ζωής δεν μεταβλήθηκαν, αλλά η κοσμική ζωή συνέχιζε αμείωτη χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την τραγωδία στην Κόρινθο. Ακόμη χειρότερα η κυβέρνηση και οι αρμόδιοι υπουργοί απέτυχαν να βοηθήσουν και να ανακουφίσουν εγκαίρως την σεισμόπληκτη περιοχή. Αρχικώς έγιναν πολλές διυπουργικές συναντήσεις με τον Καφαντάρη (υπουργός Οικονομικών), Μεταξά (Συγκοινωνιών), Εξηντάρη (Γεωργίας) και τον καθ΄ύλην αρμόδιο Μιχαήλ Κύρκο (Πρόνοιας).
Στις συναντήσεις αυτές συζητήθηκαν λύσεις για να δοθεί βοήθεια στις σεισμόπληκτες περιοχές, ο Καφαντάρης έδωσε διαταγή στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους να παρέχει αφειδώς πιστώσεις στα υπουργεία για δαπάνες που αφορούν το ζήτημα αυτό, ενώ συμφωνήθηκε ο Κύρκος να μεταβεί επιτόπου για να συντονίσει την κατάσταση. Η αλήθεια είναι όμως ότι τίποτε δεν λειτούργησε αποτελεσματικά και το Κράτος βραδυκίνητο και γραφειοκρατικό απέτυχε να βοηθήσει αποτελεσματικά τους Κορίνθιους τις κρίσιμες πρώτες 5 μέρες μετά τον σεισμό. Παρατηρήθηκαν αστοχίες, συγκρούσεις αρμοδιοτήτων, αναποτελεσματικότητα, κάτι που ομολογήθηκε ακόμη και από τον φιλοκυβερνητικό Τύπο, αλλά και από τον ίδιο τον Καφαντάρη. Οι αρχηγοί της αντιπολίτευσης Παπαναστασίου και Τσαλδάρης υπέδειξαν τις αστοχίες, οι οποίες πάντως διορθώθηκαν μετά την παρέλευση μιας εβδομάδας. Ίσως δεν είναι άσχετο με την κυβερνητική παραλυσία ότι ήδη υπήρχαν σοβαροί πολιτικοί τριγμοί μεταξύ των κομμάτων που την στήριζαν, ενώ λίγους μήνες μετά η κυβέρνηση παραιτήθηκε υπό το βάρος της επιστροφής του Ελευθέριου Βενιζέλου στο πολιτικό προσκήνιο.
Ο στρατός ομοίως απέτυχε να συνδράμει έγκαιρα τους σεισμόπληκτους καθώς αρχικά  μέραρχος Κλάδος διοικητής του Β΄Σώματος στρατού στην Πάτρα αλλά και ο υπουργός στρατιωτικών Μαζαράκης αρχικώς επέδειξαν αδράνεια. Λίγο μετά η ηγεσία του στρατού χολώθηκε από το γεγονός ότι της αφαιρέθηκε η περίθαλψη των σεισμόπληκτων και επέδειξε χαρακτηριστική βραδύτητα στην δράση της. Στο κρίσιμο αυτό διάστημα των πρώτων ημερών οι κάτοικοι βρίσκονταν κυριολεκτικά στο χώμα και την απελπισία τους, επέτεινε η διήμερη κακοκαιρία που ακολούθησε. Η πλειοψηφία των σεισμόπληκτων στην Κόρινθο και στο Λουτράκι υπέστησαν αληθινά μαρτύρια διανυκτερεύοντας στην ύπαιθρο υπό κακές καιρικές συνθήκες, ενώ την νύχτα η κατάσταση ήταν τρομερή καθώς δεν υπήρχε ρεύμα και το βαθύ σκοτάδι δημιουργούσε μια καταθλιπτική ατμόσφαιρα στην περιοχή. Στις πρώτες νύχτες σημειώνονταν συνεχώς μετασεισμοί και κατολισθήσεις που τρομοκρατούσαν τους κατοίκους.


Την κρατική αδυναμία αναπλήρωσε η ιδιωτική πρωτοβουλία και ο Αγγλικός στόλος. Χάρις την πρωτοβουλία του ημερήσιου Αθηναϊκού Τύπου διενεργήθηκαν έρανοι και συγκεντρώθηκαν ποσά που αμέσως δαπανήθηκαν για την αγορά και διανομή τροφίμων. Όταν πληροφορήθηκε την καταστροφή, ο Άγγλος πρέσβης ενημέρωσε την Αγγλική μοίρα ναυτικού στην Μάλτα και εντός 48 ωρών δύο Αγγλικά αντιτορπιλικά βρέθηκαν στον Κορινθιακό κόλπο. Οι Άγγλοι κατάφεραν εντός 24 ωρών να στεγάσουν σε σκηνές όλους τους κατοίκους στο Λουτράκι και τουλάχιστον τους μισούς άστεγους στην Κόρινθο. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Άγγλοι διέθεταν αρκετό ακόμη υλικό για τους άστεγους όπως ρούχα και τρόφιμα, όμως δεν υπήρχε αρμόδιος επί τόπου για να τα παραλάβει!
 Πολύ σημαντική βοήθεια τις πρώτες μέρες πρόσφερε ο σιδηροδρομικός οργανισμός Πελοποννήσου και οι εργαζόμενοι του. Παρά τις μεγάλες ζημιές που είχαν υποστεί οι σταθμοί του και τα κτήρια του οργανισμού, οι σιδηροδρομικοί πρόσφεραν αληθινό έργο στην εξισορρόπηση της κατάστασης χάρις τα συνεχή δρομολόγια που διεξήγαγαν από την Κόρινθο προς Αθήνα και Πάτρα μεταφέροντας χιλιάδων ανθρώπων και πολλών τόνων τροφίμων και υλικών.


Η άλλη μεγάλη φυσιογνωμία που αναδείχθηκε στα ερείπια της καταστροφής ήταν αναμφίβολα ο μητροπολίτης Κορίνθου Δαμασκηνός. Ο Δαμασκηνός, χάρις την επιβλητική φυσιογνωμία του (ηθικά αλλά και σωματικά), κατάφερε να καλύψει το μεγάλο κρατικό κενό και να συντονίσει επί τόπου με αρκετή επιτυχία τις κρατικές προσπάθειες ανακουφίζοντας τους σεισμοπαθείς. Καθοδήγησε την διανομή των σεισμόπληκτων στις σκηνές, διοργάνωσε συσσίτια, μοίρασε τα διαθέσιμα ρούχα, οργάνωσε την ζωή των ντόπιων που είχαν παραλύσει από την καταστροφή. 



Ο ίδιος παρέμεινε στο πλευρό του δοκιμαζόμενου λαού στις πρώτες πολύ δύσκολες ημέρες μετά την καταστροφή και ήταν τόσο σημαντική η επιτυχία του, ώστε το κράτος να το ορίσει επικεφαλής της κρατικής επιτροπής  (Αυτόνομος Οργανισμός Σεισμοπαθών Κορίνθου) που σχηματίστηκε για την ανακούφιση των σεισμόπληκτων της Κορινθίας και την ανοικοδόμηση της ευρύτερης περιοχής.  Ο Οργανισμός επέβλεψε την κατασκευή των κτιρίων με βάση τους νέους αντισεισμικούς κανονισμούς, που εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα ενώ ανέλαβε και την χορήγηση δανείων και χρηματικής βοήθειας για την κατασκευή τους.



Ο Δαμασκηνός τον επόμενο χρόνο θα ταξιδέψει στην Αμερική όπου μετά από σκληρές προσπάθειες θα καταφέρει να συγκεντρώσει σημαντικά κεφάλαια από την Ομογένεια για να χρηματοδοτηθεί η ανοικοδόμηση της Κορίνθου. Στις 27 Οκτωβρίου 1929 θεμελιώνεται η Νέα Κόρινθος παρόντος του τότε Πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου. Χάρις τις εργώδεις προσπάθειες του Δαμασκηνού λίγα χρόνια μετά η ανοικοδόμηση της Κορίνθου και του Λουτρακίου θα έχουν ολοκληρωθεί.

Δείτε σπάνιο βίντεο, χωρίς ήχο.

Where Earth Trembled» (Εκεί όπου η γη τρέμει)


Η περιγραφή εκείνης της ημέρας, από την εφημερίδα «Εμπρός» της 24/04/1928 και δημοσιεύτηκε στους «Κορινθιακούς ορίζοντες»:



Στις 22/4/1928 καταστρεπτικός σεισμός χτύπησε τη Κόρινθο. Ευτυχώς του κυρίου σεισμού, ο οποίος συνοδευόταν από υποχθόνια βουή, προηγήθηκαν ισχυρές προσεισμικές δονήσεις και έτσι οι κάτοικοι είχαν βγεί από τα σπίτια τους... 
Ήταν Κυριακή 22 Απριλίου.Από το πρωϊ υπήρχε ένας αδικαιολόγητος καύσωνας σε όλη την πόλη. Το απόγευμα η πνιγηρή ατμόσφαιρα έγινε εντονότερη. Γύρω στις 9 το βράδυ ξεκίνησαν αλλεπάλληλες δονήσεις. Πρόδρομα φαινόμενα: δυνατοί κρότοι από τη γη και 15 λεπτά πριν, τα ζώα έκαναν σαν τρελά. Σχεδόν όλα τα κτίρια της Κορίνθου καταστράφηκαν. Μέγεθος σεισμού: 6.3 της κλίμακας Ρίχτερ. Το επίκεντρο,νότια της πόλης. Τη μεθεπόμενη νύχτα, ανεμοθύελλα σκέπασε την πόλη και έγινε ο ισχυρότερος μετασεισμός,που δεν άφησε πια τίποτε όρθιο.
Ακολουθεί η περιγραφή εκείνης της ημέρας, από την εφημερίδα «Εμπρός» της 24/04/1928 και δημοσιεύτηκε στους «Κορινθιακούς ορίζοντες»:

……Οτιδήποτε και αν γραφή , όσας φράσεις ζωηράς και μελανάς να παρατάξωμεν , είναι αδύνατον να αποδώσωμεν , την απείρως τραγικήν εικόνα , την οποία παρέχει σήμερον , η Δευτέρα κατά σειράν κοιτίς του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού . Ερείπια και μόνον ερείπια.
Όγκοι , χώματα , λίθοι , κέρμαμοι , δοκοί , ανθρώπινα πτώματα . Κάθε γωνία και καταστροφή , κάθε βήμα και φρίκη . Παντού η σφαγίς των υποχθονίων δυνάμεων του ολέθρου .
Ώρα 9.12 μ.μ. Η πρώτη χαιρέκακος προειδοποίησις . Κύμα βόγγου των υποχθονίων . Ολίγος τρυγμός . Έξω προς τους δρόμους , ολίγος κόσμος και από τα παράθυρα ειρωνείαι πολλαί των θαρραλεωτέρων .
-Να σε πήγε ! Φοβιτσιάρη , δειλέ .
Και επάνοδος εις τας οικίας . Συζητήσεις γενικαί .
-Περαστικός ήταν .
Ώρα 9.20′ . Δεύτερος γρυλλισμός των υποχθονίων δυνάμεων . Κυματοειδής ανατάραξις των οικιών , βόγγος του Θεού των εγκάτων .
Γενική έξοδος αυτήν την φοράν . Αλλά και η αυτή απάθεια από τους περισσοτέρους.
-Αυτός ήταν γεναίος . Αμ’ τι λες πως χωρατεύουμε ;
Ήσαν αι φράσεις των ατυχών Κορινθίων , των μη φανταζομένων τι επρόκειτο να συμβή. Οι ατυχέστεροι θαραλλέοι , περισσότερον ειρωνικοί μένουν ακόμη εις τας οικίας των , δια να πειράζουν τους εξελθόντας δειλούς .
Έτσι με τας ειρωνίας και τας αστειότητας ο κύκλος της αιωνιότητας στρέφει προς την φρικτήν στιγμήν .Ώρα 9.42′ της 22 του μηνός Απριλίου του έτους 1928 . Ημερομηνία η οποία θα μείνη ανεξίτηλος εις τον σωρόν των αιώνων δια τους Έλληνας και ιδίως τους Κορίνθιους .
Ώρα 9.42′ μ.μ
Το έδαφος κινείται ολόκληρον ως κάρφος αχύρου . Ο Υποχθόνιος Σατάν βρυχάται και το παν συγκλονίζεται . Ο όλεθρος έχει απλώση τας φρικώδεις τριαίνας του προς παν έμψυχον και άψυχον . Τα μέγαρα , οι οικίαι , οι οικίσκοι έτρεμον , κατέρρεον . Ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Και οι δρόμοι , οι ανοικτοί χώροι πλημμυρίζουν από τους αλλοφρονούντας τραυματίας και μη . Τρέχουν προς τους λόφους . Και απ’ εκεί ακούσιοι Νέρωνες βλέπουν την ωραίαν των πόλιν μεταβαλλόμενην εις θρύψαλλα .
Το παν έχει γύρω συντριβή .
Εκ των δημοσίων κτιρίων της πόλεως η Εισαγγελία , το Πρωτοδικείον , το τηλεγραφείον και η Διεύθυνσις Αστυνομίας κατεστράφησαν ολοσχερώς . Το μέγραρον του υποκαταστήματος της Εθνικής Τραπέζης διερράγη . Δεν εθίχθησαν τα χρήματα του υποκαταστήματος και του Δημοσίου Ταμείου . Η Ιερατική Σχολή , μεγαλοπρεπέστατον κτίριον , του οποίου μόλις αποπερατώθη η ανοικοδόμησις , διερράγη επικινδύνως . Το Δεσποτικόν αυτού κατέρρευσε, κατεστράφησαν πολλαί εσωτερικαί επιχρίσεις .
Ένα πτώμα φρικωδώς παραμορφωμένον αντικρύζομεν εις ένα δρόμον . Το πηγαίνουν τρεις άνθρωποι οδυρόμενοι με ένα ιερέα να το θάψουν . Είνε ο κανδηλανάπτης της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου , όστις πηγαίνοντας να κτυπήση την καμπάνα επλακώθηκε από τα ερείπια . Αλλ’ ας δώσωμεν τον λόγον εις τους αυτόπτας . Ιδού τι λέγει ο Διευθυντής της Λαϊκής Τραπέζης κ. Λοβέρδος ευρεθείς εις το Λουτράκι κατά την ώραν των σεισμών .
-Ήτο κάτι που δύσκολα μπορεί κανείς να περιγράψη . Ευρισκόμεθα εις την παραλίαν , οπότε ακούσαμε μια δυνατή βοή , μετ’ ολίγας δε στιγμάς η γη ήρχισε να φεύγη . Συγχρόνως μια λάμψις τεραστία εφώτισε όλην την περιφέρειαν ,Την ίδιαν στιγμήν κρότοι εκκωφαντικοί , τρομεροί ηκούοντο . Ήταν τα σπίτια τα οποία κατέρρεον . Ο κόσμος δεν μπορούσε να εξηγήση τι εσήμαινεν εκείνη η φλόγα . Αργότερα εμάθαμε , ότι η φλόγα ωφείλετο εις την ένωσιν του ηλεκτρικού της Κορίνθου . Το κτίριον του ηλεκτρικού παρά την παραλία κατεστράφη τελείως . Ουρανομήκη σύννεφα σκόνης εσηκώθηκαν από τους βράχους που κατέρρεον , τα δε σύννεφα αυτά καθώς τα περνούσε η λάμψις του ηλεκτρικού, επηύξανον την τραγικότητα του θεάματος . Ο Διευθύνων Σύμβουλος του Σ.Π.Α.Π ( Σιδηρόδρομοι Πειραιώς - Αθηνών - Πελοποννήσου ) κ. Πετρίδης , εκ των ευρεθέντων εις Κόρινθον και πρώτος μεταδώσας εις την Κυβέρνησιν πληροφορίας , μας λέγει :
-Η ώρα εκείνη ήτο φρικτή . Είνε αδύνατον να σας αναπαραστήσω τι συνέβη . Φαντασθήτε ότι 2,000 οικίες κατέρρευσαν . Εις το Λουτράκι το 80% των οικιών κατέρρευσαν …. Απόλυτος ανάγκη άμεσου αποστολής σκηνών και τροφίμων . Εξ’ Άργους ευτυχώς εστάλη αμέσως βοήθεια και τρόφιμα .
… Ευτυχώς που έγιναν οι προηγούμενοι σεισμοί , αλλιώς τα θύματα θα ανήρχοντο εις χιιάδας.Δια τον φόβον νέου σεισμού πολλοί κάτοικοι εξέρχονται της Κορίνθου με κάρρα , με άλογα επί των οποίων φορτώνουν όσα πράγματα ημπορούν . Όλοι βεβαιούν ότι ο χθεσινός σεισμός ήτο καταστρεπτικώτερος του φοβερού σεισμού που κατέστεψε κατά το 1858 την Παλαιάν Κόρινθον . Από χθές έως σήμερον έχουν γίνει 40 σεισμοί ....

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΕΙΣΜΟ ΕΔΩ



Η πόλη της Κορίνθου από το 1897, που υπήρξαν τα πρώτα πληθυσμιακά δεδομένα στη χώρα μας, μέχρι και σήμερα ακολουθεί μια αυξητική τάση στον πληθυσμό της. Στην εξέλιξη του πληθυσμού της Κορίνθου, χρησιμοποιούνται τα στοιχεία σε επίπεδο δήμου, έτσι τα πληθυσμιακά στοιχεία αναφέρονται στον Δήμο Κορινθίων.
Ειδικότερα ο πληθυσμός του Δήμου Κορινθίων το 1897, οπότε και πραγματοποιήθηκε η πρώτη απογραφή στην Ελλάδα, ανέρχονταν σε 7.585 κατοίκους. Στην συνέχεια και για τρεις συνεχόμενες δεκαετίες εμφάνιζε αύξηση του πληθυσμού της, με αποτέλεσμα το 1907, να τον έχει διπλασιάσει.
Την περίοδο 1907-1920, ο Δήμος Κορινθίων μειώνει το πληθυσμό του, σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50 %, καθώς ανέρχονταν σε 6.141. Η μεγάλη αυτή μείωση δεν οφείλεται σε απώλεια πληθυσμού από την περιοχή, αλλά στην οριοθέτηση του Δήμου Κορινθίων. Προφανώς κατά την απογραφή του 1920 ως Δήμος Κορινθίων θεωρήθηκε μόνο η πόλη της Κορίνθου χωρίς να συμπεριληφθούν οι υπόλοιποι οικισμοί που τον συναποτελούσαν.
Από το 1920 μέχρι και την τελευταία απογραφή του 2001 ο Δήμος Κορινθίων αυξάνει το πληθυσμό του και μάλιστα σε ορισμένες δεκαετίες σε μεγάλα ποσοστά. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι μετά τον πόλεμο (1951-2001), ο Δήμος Κορινθίων έχει υπερδιπλασιάσει τον πληθυσμό του (από 17.728 κατοίκους το 1951 αυξήθηκε σε 36.555 κατοίκους)

Απογραφή  Πληθυσμός
1879             7.585
1889             11.150
1896             12.567
1907             14.867
1920             6.141
1928             9.944
1940             12.715
1951             17.728
1961 -
1971             20.773
1981             23.193
1991             27.412
2001             36.555

Πηγή: ΕΣΥΕ, 1897-2001



 ΑΛΛΟΙ ΝΕΩΤΕΡΟΙ ΣΕΙΣΜΟΙ 1930-1981

ΣΟΦΙΚΟ 1930
Στις 17 Απριλίου του 1930, στις 20:06, ένας σεισμός, μεγέθους 6, ταρακούνησε και πάλι την περιοχή της Κορίνθου και συγκεκριμένα, το χωριό Σοφικό. Πολλά από τα γύρω χωριά υπέστησαν βλάβες, ενώ η Κόρινθος, ο Ισθμός, η Νέα Επίδαυρος και το Αρχαίο Καλαμάκι δεν είχαν παρουσιάσει ζημιές. Μόνο ένας κάτοικος τραυματίστηκε σοβαρά, ενώ άλλοι υπέστησαν ελαφρότερα τραύματα. Η μετασεισμική ακολουθία ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, με μεγαλύτερο τον σεισμό της 18ης Απριλίου, ο οποίος ήταν μεγέθους 4.8.

Στις 5 Σεπτεμβρίου του 1953 έγινε ιδιαίτερα αισθητός σεισμός στην Κόρινθο και στις 28 Αυγούστου του 1962, στις 10:59, έγινε σεισμός (ενδιάμεσου βάθους) στην ίδια περιοχή με μέγεθος 6.8. Από το σύνολο των σπιτιών που επλήγησαν, το 51% παρουσίασαν ελαφριές ζημιές, το 42% είχαν μη επισκευάσιμες ζημιές, ενώ το 7% κατέρρευσαν. Ένας άνθρωπος σκοτώθηκε και τρεις τραυματίστηκαν, ενώ ο σεισμός έγινε αισθητός στη Κρήτη, την Αττική, την Θεσσαλονίκη, την Φλώρινα, καθώς και εκτός Ελλάδος, στη νότια Ιταλία και την Γιουγκοσλαβία.

Στις 7 Φεβρουαρίου του 1963, εκδηλώθηκε σεισμική δόνηση στον Δυτικό Κορινθιακό Κόλπο. Ακολούθησε καταστροφικό κύμα στις Καμάρες, ύψους 5 μέτρων, ύστερα από παράκτια κατολίσθηση. Το κύμα έπληξε τη νότια και βόρεια ακτή του Δυτικού Κορινθιακού Κόλπου προκαλώντας μεγάλες καταστροφές σε σπίτια, μικρά και μεγάλα σκάφη και καλλιεργήσιμες εκτάσεις, ενώ δύο άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους.

Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1972, στις 04:13, έγινε σεισμός, μεγέθους 6.3, στην Άνω Καλλιθέα Κορινθίας, με τις μεγαλύτερες μακροσεισμικές εντάσεις να παρατηρούνται εκεί, ενώ το σύνολο των ζημιών (στα σπίτια) να κατανέμονται ως εξής: 28% κατέρρευσαν, 30% υπέστησαν σοβαρές ζημιές, ενώ το 42% χαρακτηρίστηκε από ελαφριές φθορές. Ένας άνθρωπος τραυματίστηκε, ενώ ο σεισμός έγινε αισθητός μέχρι τη Ρώμη και τη Μάλτα.

Στις 24 Φεβρουαρίου του 1981, παρατηρήθηκε αισθητή σεισμική δόνηση μεγέθους 6,8Μ, με επίκεντρο τις Αλκυονίδες, 77 χιλιόμετρα από την Αθήνα. Το αξιοσημείωτο σε αυτή την περίπτωση είναι και πάλι η μετασεισμική ακολουθία, η οποία προκάλεσε, τα ξημερώματα της επόμενης μέρας, μετασεισμό μεγέθους 6,4 και στις 4 Μαΐου τον αμέσως μικρότερο, μεγέθους 6.3. Οι μεγαλύτερες τιμές μακροσεισμικής έντασης βρίσκονται στα νότια του Κόλπου των Αλκυονίδων (τιμή μακροσεισμικής έντασης: 9), ενώ παρατηρήθηκαν και φαινόμενα ρευστοποιήσεων, καθώς και ασθενές τσουνάμι. Μετά το κύριο σεισμό και τον πρώτο μετασεισμό, στο νότιο τμήμα του Κόλπου εμφανίστηκε το ίχνος του ρήγματος, με μήκος 15χλμ. και βύθιση του βορείου τεμάχους, ίση με 60 εκατοστά.
Από το σύνολο των ζημιών στα σπίτια, το 26% αυτών κατέρρευσαν, το 13% είχαν σοβαρές ζημιές, ενώ το 61% παρουσίασαν κάποιες φθορές. Είκοσι άνθρωποι έχασαν την ζωή τους και 500 τραυματίστηκαν. Άλλη πηγή αναφέρεται σε αισθητή σεισμική δόνηση μεγέθους 6,8Μ, με επίκεντρο τις Αλκυονίδες, 77 χιλιόμετρα από την Αθήνα. Μετά από 6 ώρες σημειώθηκε μετασεισμός 6,4Μ στα 60 χιλιόμετρα από τη Αθήνα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του NEIC, U.S. GEOLOGICAL SURVEY: 1981 02 24 20:53:38.40 38.22 22.93 33km βάθος και 6.8Μ, δηλαδή έτος:1981, μήνας:2 (Φεβρουάριος), μέρα: 24η , 20:53:38.40, γεωγραφικό πλάτος38.22, γεωγραφικό μήκος 22.93 και μέγεθος 6.8.



Ο Κορινθιακός κόλπος έχει χαρακτηριστεί ως η περιοχή µε τη µεγαλύτερη πιθανότητα για την εκδήλωση tsunami σε ολόκληρη τη Μεσόγειο (Papadopoulos, 2003). Ένα σημαντικό ποσοστό των Tsunami που εκδηλώνονται στον Κορινθιακό Κόλπο οφείλεται σε υποθαλάσσιες κατολισθήσεις οι οποίες εστιάζονται στο Ανατολικό του τμήμα. Αυτές οι κατολισθήσεις είναι ικανές να οδηγήσουν σε γένεση Tsunami και στο μέλλον. Ο υποθαλάσσιος πυθμένας καλύπτεται από στρωματοποιημένα ιζήματα ημιπελαγικής και τουρβιδικής προέλευσης, με το πάχος αυτού του στρώματος να κυμαίνεται από 2,5 έως 5 μέτρα. ( Ζυγούρη, 2009)


Θαλάσσιες λεπτομερείς γεωφυσικές µελέτες έχουν δείξει ότι τα περιθώρια της τάφρου οριοθετούνται από µια σειρά επάλληλων ενεργών ρηγµάτων, που στο νότιο τµήµα διατέµνονται από ένα πλήθος χειμάρρων εποχικού χαρακτήρα, οι οποίοι στις εκβολές τους χτίζουν χαλαρές δελταϊκές αποθέσεις. Η απότοµη παράκτια µορφολογία, η παρουσία χαλαρών αλλουβιακών ιζηµάτων κατά µήκος της υφαλοκρηπίδας και η αυξηµένη σεισµικότητα της περιοχής, ευνοούν την ανάπτυξη υποθαλάσσιων κατολισθήσεων. Η ανάπτυξη των φυσικών αυτών επικινδυνοτήτων σε µικρή απόσταση από την ακτή, σε συνδυασµό µε την ύπαρξη χαλαρών παράκτιων αποθέσεων ενδέχεται να προκαλέσουν φαινόµενα διάβρωσης της παράκτιας ζώνης, καθώς και συνοδά καταστροφικά φαινόµενα όπως η εκδήλωση tsunami. ( Ζυγούρη,2009)


ΠΗΓΕΣ
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Θεόφραστος - Τμήμα Γεωλογίας. Α.Π.Θ.
30 ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ 1993
iellada.gr
oasp.gr
argolikivivliothiki.gr

2 σχόλια: