ΕΛΛΑΔΑ-ΚΟΡΙΝΘΙΑ

ΕΛΛΑΔΑ-ΚΟΡΙΝΘΙΑ

ΚΟΡΩΝΟΙΟΣ-COVID-19

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2019

Η ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

97 χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή και ο πόνος δε λέει να καταλαγιάσει. Όπως πολύ σοφά είπε η ∆ιδώ Σωτηρίου:
«Η πτώση της Κωνσταντινούπολης για το έθνος µας, δεν είχε τόση σηµασία, όπως η έξοδος του ελληνισµού από τη Μικρασία. Ένα φοβερό πράµα… Στην άλωση της Πόλης το ελληνικό στοιχείο παρέµεινε στα πατρογονικά εδάφη.
 Το ’22 ξεκληρίστηκε ο ελληνικός πολιτισµός και το ελληνικό πνεύμαµα απ’ ολόκληρη την Ανατολία».



Η συνταγή του διωγµού, της εξόντωσης και της διαγραφής κάθε ίχνους ελληνικότητας δοκιµασµένη στη Μικρασία εφαρµόζεται µε επιτυχία και στο τουρκοκρατούµενο τµήµα της πατρίδας µας (εικ. 1). Ελάχιστα κοµµάτια της καρδιάς µας, κάποιες λατρευτικές εικόνες διασώθηκαν µε κόπο (εικ. 2).
Η ανάγκη ανασυγκρότησης µιας εικόνας του χαµένου παρελθόντος επιτακτική, αλλά δύσκολη (1)

Εικ. 1. Πρόσφυγας από το Χαλβάντερε της Καππαδοκίας στην Καισαριανή κρατώντας εικόνα που έφερε από την πατρίδα της. 

Η µελέτη της µεταβυζαντινής ζωγραφικής στη Μικρά Ασία παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει 97 χρόνια από τη µικρασιατική καταστροφή είναι αποσπασµατική γιατί είναι πολύ δύσκολο να συγκεντρωθεί το έργο όλων των ζωγράφων, οι οποίοι εργάστηκαν στα εδάφη της σηµερινής Τουρκίας για να κατανοηθεί το µέγεθος, οι τάσεις και η ποιότητα της καλλιτεχνικής παραγωγής της ζωγραφικής στην περίοδο µετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης.

Εικ. 2. Μεταφορά εικόνων από πρόσφυγες της Καρπασίας στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου (φωτογραφία, 1976).
Η ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ


ΜΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ ΤΟΥ ΜΕΓΕΘΟΥΣ  ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΤΗΣ, ΤΗΣ Ι∆ΙΟΜΟΡΦΙΑΣ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΩΝ ΤΗΣ ΤΑΣΕΩΝ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΥΛΙΚΟ ΠΟΥ ∆ΙΑΣΩΘΗΚΕ
Του ΙΩΑΝΝΗ ΗΛΙΑΔΗ




Ιστορικό πλαίσιο

Ο Μικρασιατικός Ελληνισµός σε συνεχή συρρίκνωση µέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα, άρχισε σιγά – σιγά να ακµάζει και να ευηµερεί στο πλαίσιο ενός γενικότερα ευνοϊκού κλίµατος, το οποίο δηµιουργήθηκε µε την αλλαγή του πολιτικού χάρτη της νοτιοανατολικής Ευρώπης και τις πιέσεις ξένων δυνάµεων προς τον Σουλτάνο υπέρ των υπόδουλων λαών της οθωµανικής αυτοκρατορίας. 
Η υπογραφή από την Υψηλή Πύλη ειδικών συνθηκών µε τη Ρωσία και την Αυστρία, µετά τις στρατιωτικές επιτυχίες των δύο νέων ανερχοµένων δυνάµεων (Κάρλοβιτς 1699, Πασάροβιτς 1718, Βελιγραδίου 1739, Κιουτσούκ Καϊναρτζή 1774 και Ιασίου 1774), επέφεραν, εκτός από την επέκταση των νικητών προς νότο, τη σταδιακή βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των υπόδουλων χριστιανικών εθνοτήτων της Οθωµανικής αυτοκρατορίας 2.
Η µετακίνηση και εγκατάσταση Ελλήνων στην Μικρά Ασία από άλλες περιοχές, ιδίως τα γειτονικά νησιά Λέσβο 3, Χίο 4, Σάµο 5 και αργότερα κατά την Επανάσταση του 1821, µε την εισβολή του Ιµπραήµ στην Πελοπόννησο 6 βοήθησε στην αναχαίτιση του φαινοµένου της µείωσης του πληθυσµού και στην ανάπτυξη των περιοχών αυτών από τον 17ο αιώνα και εξής και ιδιαίτερα κατά τον 18 ο αιώνα, αν και δεν σταµάτησε το φαινόµενο των διωγµών 7.

Ράλλης Θεόδωρος, Ικεσία
Η ζωγραφική παραγωγή της Μικράς Ασίας

Στη Μικρά Ασία λόγω της ισχυρής και καταπιεστικής παρουσίας των Οθωµανών δεν εντοπίζεται κατά τη µεταβυζαντινή περίοδο κάποιο ιδιαίτερα αξιόλογο καλλιτεχνικό κέντρο. Οι ελληνικές κοινότητες σε πόλεις όπως η Κωνσταντινούπολη,η Σµύρνη και η Τραπεζούντα, οι οποίες συµβιώνουν µε µεγάλες πλειοψηφίες Οθωµανών, αδυνατούν να αναπτυχθούν σε µεγά−λα καλλιτεχνικά κέντρα και αναγκάζονται συχνά να καλούν ζωγράφους από άλλες περιοχές του Ελληνισµού, όπως πιστοποιείται από αλληλογραφία του µητροπολίτη Σµύρνης Παρθενίου µε τον Πατριάρχη Ιεροσολύµων Χρύσανθο Νοταρά, που διέµενε τότε στην Ανδριανούπολη (1712), στην οποία ο πρώτος ζητά από τον δεύτερο να του υποδείξει κάποιον ζωγράφο για τη µητροπολιτική του εκκλησία 8 είτε να αγοράζουν εικόνες από άλλες περιοχές κατά τα προσκυνήµατά τους, όπως λ.χ. εικόνες από την Κύπρο και τα Ιεροσόλυµα στις νοτιοανατολικές περιοχές, από τη Ρωσία στις βόρειες και από την Κρήτη και το Άγιον Όρος στις δυτικές.
Η καλλιτεχνική παραγωγή της Μικράς Ασίας επηρεάζεται από τις γενικότερες τάσεις που επικρατούν στις υπόλοιπες υπόδουλες περιοχές της οθωµανικής αυτοκρατορίας. 
∆ιαφορετική τεχνοτροπία παρατηρείται στην ζωγραφική των περιοχών της ενδοχώρας και της Ανατολής µε εκείνες των δυτικών παράλιων περιοχών, οι οποίες είχαν συχνές επαφές µε δυτικοευρωπαίους λόγω του εµπορίου στα λιµάνια των ακτών του Αιγαίου. Στις ανατολικές περιοχές η τέχνη παρουσιάζει εντονότερη διακοσµητική διάθεση, πιο λαµπερά χρώµατα και µεγαλύτερη απλοποίηση, ενώ η παραγωγή της δυτικής Μικρασίας είναι πιο κοντά στις τάσεις των ευρωπαϊκών περιοχών της οθωµανικής αυτοκρατορίας και των βενετοκρατούµενων περιοχών (Κύπρου (έως 1571) και Κρήτης (έως 1669)).


1453−1669 Α΄ περίοδος (από την Άλωση έως την κατάκτηση της Κρήτης)

Οι εικόνες που έχουν σωθεί από την περίοδο αυτή ακολουθούν τους απόηχους της Παλαιολόγειας ζωγραφικής που επηρέασε την τέχνη των βενετοκρατούµενων περιοχών (Κρήτη, Κύπρο κ.ά.). Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας Νέας Μονής, η οποία χρονολογείται γύρω στο 1500 και µεταφέρθηκε στην Αθήνα µε τη συµφωνία Ανταλλαγής Πληθυσµών µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας 9 (εικ. 3). Στο Πατριαρχικό Σκευοφυλάκιο στην Κωνσταντινούπολη διασώζεται εικόνα του αγίου Ιωάννου Λαµπαδιστή, η οποία αποδίδεται στο ζωγράφο Γεώργιο και χρονολογείται στα µέσα του 16ου αιώνα 10 (εικ. 4). Έργο κυπριακού εργαστηρίου είναι επίσης ένα τρίπτυχο, το οποίο παρουσιάζεται στην έκθεση και προέρχεται από τη Σελεύκεια (εικ. 5).


Εικ. 3. Παναγία Οδηγήτρια «η Νέα Μονή», γύρω στο 1500. Μεταφέρθηκε στην Αθήνα με τη συμφωνία Ανταλλαγής Πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας

Εικ. 4. Άγιος Ιωάννης Λαμπαδιστής, μέσα 16ου αιώνα, Πατριαρχικό Σκευοφυλάκιο. Αποδίδεται στον Κύπριο ζωγράφο Γεώργιο

Εικ. 5. Τρίπτυχο Παναγίας Κυκκώτισσας με τους αγίους Γεώργιο, Δημήτριο, Βασίλειο και Ιωάννη Πρόδρομο, από τη Σελεύκεια, 16ος αιώνας, Συλλογή Παυλίνας Τσαμκόσογλου Παλάοντα.
Στην κεντρική του παράσταση απεικονίζεται η Παναγία του Κύκκου, σημαντικό προ σκύνημα για τους Μικρασιάτες των παραλίων έναντι από την Κύπρο, και αποδίδεται με τη χαρακτηριστική κυπροαναγεννησιακή τεχνοτροπία 11.

Εικ. 6. Χριστός Ευλογών, 16ος αιώνας, Πατριαρχικός Ναός Αγίου Γεωργίου, Κωνσταντινούπολη. 
Λίγο μεταγενέστερη είναι η εικόνα του Χριστού Ευλογούντος στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου, η οποία ακολουθεί την τεχνοτροπία της Κρητικής Σχολής (εικ. 6). 
Η εικόνα της αγίας Αικατερίνης από το Κιρμίρ (πόλη κοντά στην Καισάρεια) χρονολογείται στις αρχές του 17ου αιώνα και παρουσιάζει επιδράσεις από την Κρητική Σχολή,η οποία συνεχίζει να ακμάζει και να επηρεάζει τις οθωμανοκρατούμενες περιοχές μέχρι τη πτώση της Κρήτης το 1669 (εικ. 7).
Στο χρονικό διάστημα πριν το 1669 χρονολογείται και η εικόνα της Μικρής Δέησης (Τρίμορφο) από την Μερσίνα (εικ. 8), η οποία παρουσιάζεται στην έκθεση και χαρακτηρίζεται από τη μικρογραφική διάθεση του καλλιτέχνη, το επιμελημένο σχέδιο, τις ορθές αναλογίες και τις καλοδουλεμένες χρυσοκονδυλιές, οι οποίες αναδεικνύουν τα ενδύματα και τον όγκο του σώματος.

Εικ. 7. Αγία Αικατερίνη, αρχές του 17ου αιώνα, από το Κιρμίρ (Καισάρεια), Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα.
Εικ. 8 Τρίμορφο, 17ος αιώνας, από το Ανεμούριον, Συλλογή Νίτσας Στασοπούλου.
1669 − 1774 Β΄ περίοδος
(από την κατάκτηση της Κρήτης έως τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή)

Η εικόνα της Υψώσεως του Σταυρού του ζωγράφου Σίμονος Ροδιακού του Βασιλείου12 που φέρει χρονολογία 1675 (εικ. 9), αντιπροσωπεύει τη γενικότερη τάση στη ζωγραφική των οθωμανοκρατούμενων ελληνικών περιοχών με τους σκοτεινούς προπλασμούς, τα μαύρα περιγράμματα και τη χαμηλή ποιότητα εκτέλεσης.
Στην Ανατολή η τεχνοτροπία αυτή γίνεται ακόμη πιο απλοϊκή, όταν εκτελείται από λαϊκούς ζωγράφους. Η εικόνα του αγίου Χριστοφόρου του Κυνοκέφαλου, η οποία εκτίθεται σήμερα στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο στην Αθήνα, προέρχεται πιθανότατα από τις ανατολικές περιοχές της Μικράς Ασίας και χρονολογείται στο 1681 (εικ. 10). 
Η εικόνα αντιπροσωπεύει την ανατολική τεχνοτροπία, με τα έντονα περιγράμματα και την απλοποίηση της πτυχολογίας των ενδυμάτων. Από καλύτερο εργαστήριο, αλλά πάντα με τα ίδια τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά είναι μια εικόνα η οποία έχει στο κέντρο δύο παραστάσεις με το Χριστό η Άμπελος και τη Θεοτόκο στον τύπο Άνωθεν οι Προφήται (εικ. 11).  

Εικ. 9 Υψώση του Σταυρού, 1675, Σίμος Ροδιακός του Βασιλείου. 

Εικ. 10 Λεπτομέρεια, Άγιος Χριστόφορος ο κυνοκέφαλος, 1681, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα 

Εικ. 10 Άγιος Χριστόφορος ο κυνοκέφαλος, 1681, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα.
Εικ. 11 Χριστός η Άμπελος και Θεοτόκος− στον τύπο Άνωθεν οι Προφήται, 1729, από τη Μονή Ταξιαρχών Καισαρείας, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα. 
Αυτές περιβάλλονται περιμετρικά από σκηνές του Χριστολογικού και Θεομητορικού κύκλου και σε μια δεύτερη σειρά απεικονίζονται είκοσιμία μορφές αγίων και με τέσσερις παραστάσεις. Η εικόνα προέρχεται από τη Μονή Ταξιαρχών της Καισαρείας και φέρει υπογραφή του Ιωσήφ υιού Πασχάλεως13 από την Καισάρεια, με ημερομηνία 25 Μαρτίου 1729.
Πιο κοντά στην καλλιτεχνική παραγωγή των βορειοελλαδικών εργαστηρίων είναι η τεχνοτροπία του Μιχαήλ του Εφέσιου14 που υπογράφει το 1738 την εικόνα του αγίου Χαραλάμπους από την Κούταλη, με την απόλυτα μετωπική στάση και τους σκούρους προπλασμούς (εικ. 12).
Στις τοιχογραφίες της Μονής της Παναγίας Σουμελά στην Τραπεζούντα του Πόντου (εικ. 13), ένα από τα πιο ζωντανά καλλιτεχνικά κέντρα της Μικράς Ασίας, εργάζεται το 1732 ο Πελοποννήσιος ζωγράφος Ιεροδιάκονος Ιερόθεος 15, ο οποίος φέρνει μαζί του τη συντηρητική τεχνοτροπία της ηπειρωτικής Ελλάδας.
 Στο ίδιο μνημείο ζωγραφίζει το 1741 ο ντόπιος Γρηγόριος Λαλεδάκης16, ιερέας Οικονόμου Χαλδέας (εικ. 14), η τεχνοτροπία του οποίου συγκριτικά με εκείνη του Ιεροδιάκονου Ιερόθεου είναι πιο λαϊκότροπη και φέρει έντονα διακοσμητικά στοιχεία.

Εικ. 12 Άγιος Χαράλαμπος, 1738, από την Κούταλη Μικράς Ασίας 

Εικ. 13 Τοιχογραφία με τρεις Ιεράρχες, 1732, Μονή Παναγίας Σουμελά, Τραπεζούντα του Πόντου, Ιεροδιάκονος Ιερόθεος 
Εικ. 14 Τοιχογραφία τρούλλου με τον Παντοκράτορα, 1741, Μονή Παναγίας Σουμελά, Τραπεζούντα του Πόντου.
Από την καλλιτεχνική κίνηση γύρω από τη Μονή γνωστό είναι το όνομα του, επίσης ντόπιου, Θεόφιλου Φυτιάνου17, πρωτοσύγγελλου Χαλδαίας, ο οποίος πιθανόν λόγω επιδράσεων από την αρμενική ζωγραφική ζωγραφίζει με τρόπο απλοϊκό και σχηματοποιημένο, όπως λ.χ. στη Γέννηση της Θεοτόκου στο μεσαίο φύλλο τριπτύχου του 1781, που εκτίθεται σήμερα στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών (εικ. 15).
 Οι αδυναμίες των ζωγράφων και οι επιδράσεις που δέχονται από τις επαφές τους διαμορφώνουν στην ίδια περιοχή στην ίδια περίπου χρονική περίοδο έργα διαφορετικών τεχνοτροπιών. Από την Ανατολική Μικρά Ασία και συγκεκριμένα από την περιοχή της Καισάρειας προέρχονται δύο βημόθυρα από τη Μονή Προδρόμου στο Ζινζίντερε, η οποία ταυτίζεται με τη βυζαντινή μονή των Φλαβιανών. Το ένα με ξυλόγλυπτο διάκοσμο και φύλλο χρυσού αποδίδεται με καλύτερες αναλογίες και πιο φυσιοκρατικά (εικ. 16) και το άλλο με οστρεοκόσμητα πλαίσια που σχηματίζουν κρινάνθεμα αποδίδεται με πιο έντονους χρωματισμούς και μαύρα περιγράμματα (εικ. 17). Και τα δύο εκτίθενται σήμερα στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο της Αθήνας. 

Εικ. 15 Μεσαίο φύλλο τριπτύχου με τη Θεοτόκο, 1781, Θεόφιλος Φυτιάνος, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών 
Εικ. 16 Βημόθυρο με παράσταση Ευαγγελισμού και Ιεράρχες με όστρινη διακόσμηση, 18ος – 19ος αιώνας, από τη Μονή Προδρόμου στο Ζινζίντερε, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών 
Εικ. 17 Βημόθυρο με παράσταση Ευαγγελισμού και Ιεράρχες, 18ος αιώνας, από τη Μονή Προδρόμου στο Ζινζίντερε, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών 

Αναμφίβολα ο περιορισμένος αριθμός ικανών ζωγράφων να οδήγησε είτε στην εισαγωγή εικόνων είτε στην κλήση ζωγράφων από άλλες περιοχές, όπως λ.χ. ο Δευτερεύων Σιφνίου18, ο οποίος ζωγραφίζει την εικόνα η Ιστορία της Σωσάννας, η οποία εκτίθεται σήμερα στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο στην Αθήνα (εικ. 18). Εικόνες εισάγονταν εκτός από τα νησιά του Αιγαίου και την ηπειρωτική Ελλάδα και από την Κύπρο, όπως λ.χ. η εικόνα των αγίων Κυπριανού, Κενδέα και Βηχιανού, από τη Σμύρνη (εικ. 19) και του Αποστόλου Ανδρέα από την Αλλάγια (εικ. 20), έργα της Σχολής του Αγίου Ηρακλειδίου που έφεραν πρόσφυγες στην Κύπρο.

Εικ. 18 Ιστορία της Σωσάννας, 19ος αιώνας, Δευτερεύων Σιφνίου, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα 
Εικ. 19 Άγιοι Κυπριανός, Κενδέας και Βηχιανός, 18ος αιώνας, Σχολή Αγίου Ηρακλειδίου (Κύπρος), εικόνα από τη Σμύρνη, Συλλογή Αχιλλέα Ιωαννίδη.
Εικ. 20 Απόστολος Ανδρέας, 18ος−19ος αιώνας, Σχολή Αγίου Ηρακλειδίου (Κύπρος), εικόνα από την Αλλάγια, Συλλογή Μόνας Σαββίδου Θεοδούλου.
1774 − 1922 Γ΄ περίοδος

(από τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή έως τη Μικρασιατική καταστροφή)

Η χαλάρωση της καταπίεσης της Υψηλής Πύλης έναντι των υπόδουλων χριστιανικών λαών της αυτοκρατορίας, η οποία επήλθε μετά τη συνθήκη Κουτσιούκ−Καϊναρτζή είχε θετικό αντίκτυπο στους Έλληνες της Μικράς Ασίας 19. Αρχικά στις παράλιες περιοχές με τις πυκνότερες εμπορικές επαφές με τη Δύση και αργότερα στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, αρχίζουν να διεισδύουν στη τέχνη στοιχεία του μπαρόκ και του ροκοκό που την εμπλουτίζουν και την εκδυτικοποιούν δημιουργώντας το λεγόμενο ανατολικό μπαρόκ που έχει ως βασικά του στοιχεία περίτεχνα πλαίσια με διάφορα άνθινα στοιχεία και καμπύλες. 
Ένας εορταστικός χαρακτήρας, ο οποίος στο επίπεδο της λαϊκής τέχνης χρησιμοποιεί αντιφατικούς ζωηρούς χρωματισμούς, χρήση άνθεων, όπως τουλίπες, γαρύφαλλα, γιρλάντες γεμίζουν κάθε άδειο σημείο της σύνθεσης από φόβο του κενού 20. Χαρακτηριστική περίπτωση μιας λαϊκής ζωγραφικής με απλοποιημένες μορφές, έντονους και αντιθετικούς χρωματισμούς, βαρυφορτωμένες συνθέσεις από άνθινες διακοσμήσεις σε τεχνοτροπία τουρκομπαρόκ είναι ο ζωγράφος Θεοφάνης από την Καισάρεια, ο οποίος είναι ζωγράφος εικόνων και εικονοστασίων.


Στο ναό της Παναγίας Ελεούσας στο Κιβισίλι σώζεται το εικονοστάσιο που υπέγραψε το 1795 ο Μικρασιάτης ζωγράφος δίδοντας μια μοναδική ευκαιρία να μελετηθεί ένα ενιαίο σύνολο μικρασιατικής καλλιτεχνικής παραγωγής 21 (εικ. 21). Η τέχνη του Θεοφάνη δεν είχε ιδιαίτερο αντίκτυπο στη ζωγραφική παραγωγή της Κύπρου, αν και είναι γνωστό ότι ο ζωγράφος διακόσμησε και άλλα εικονοστάσια στην Κύπρο, όπως στο ναό του Αγίου Γεωργίου της Άρπερας κοντά στην Τερσεφάνου, στον οποίο εμπλουτίζει τον φυτικό διάκοσμο με την απεικόνιση του ήλιου και του φεγγαριού (εικ. 22). Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι την ίδια εποχή δρούσε στο νησί ο μεγάλος Κρητικός ζωγράφος Ιωάννης Κορνάρος22 που είχε εκτοπίσει με τις άρτιες συνθέσεις του τη ζωγραφική παραγωγή της Σχολής Αγίου Ηρακλειδίου23. Ανάλογη τεχνοτροπία με εκείνη του Κορνάρου εντοπίζεται και στην καλλιτεχνική παραγωγή της Μικρασίας, όπως λ.χ του ζωγράφου Λαμπρινού Σμυρναίου 24, ο οποίος υπογράφει το 1815 το κάλυμμα λειψανοθήκης με τον άγιο Χριστόδουλο, τον άγιο Ιωάννη το Θεολόγο και τον Πρόχορο, από το ναό της Παναγίας Χρυσελεούσας στην Έμπα και σήμερα στο Βυζαντινό Μουσείο της Πάφου (εικ. 23). 

Εικ. 21 Εικονοστάσιο ναού Παναγίας, Κιβισίλι, 1795, Θεοφάνης από την Καισάρεια (Αρχείο Χαράλαμπου Χοτζάκογλου).
Εικ. 22 Εικονοστάσιο ναού Αγίου Γεωργίου της Άρπερας, Τερσεφάνου, τελή 18ου αιώνα, Θεοφάνης από την Καισάρεια (Αρχείο Χαράλαμπου Χοτζάκογλου).
Εικ. 23 Κάλυμμα λειψανοθήκης με τους αγίους Χριστόδουλο, Ευαγγελιστή Ιωάννη και Πρόχορο, 1815, Λαμπρινός Σμυρναίος, από το ναό Παναγίας Χρυσελεούσα, Έμπα, Βυζαντινό Μουσείο Πάφου.
Ανάλογης τεχνοτροπίας είναι εικόνες Μικρασιατών που μετέφεραν πρόσφυγες στην Κύπρο, όπως η εικόνα της Βάπτισης του Χριστού από το Ανεμούριον, 1871 (εικ. 24) και η εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου από τα Κιλίνδρια της Κιλικίας (εικ. 25), οι οποίες παρουσιάζουν τη χαρακτηριστική σχηματοποίηση του άνθινου διακόσμου, τους μπαρόκ θρόνους και τις μορφές με τα πρησμένα, ροδαλά μάγουλα των έργων των μαθητών της Σχολής Κορνάρου.

Εικ. 24 Η Βάπτιση του Χριστού, 1871, από το Ανεμούριον, Συλλογή Χριστίνας Γαβριηλίδου Προδρόμου.
Εικ. 25 Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, 19ος αιώνας, από τα Κιλίνδρια Κιλικίας, Συλλογή Στέφανου Στεφανίδη.
Ιδιαίτερο ρόλο στις καλλιτεχνικές σχέσεις της Μικράς Ασίας με την Κύπρο έπαιξε η παρουσία κυκκώτικων μετοχίων στις πόλεις Σμύρνη, Προύσα και Aττάλεια25 και μοναχών στην ιεραρχία της Μικράς Ασίας26, η οποία ήταν καθοριστική για τη διάδοση του εικονογραφικού τύπου της Κυκκώτισσας, είτε με εκδόσεις, είτε με χαρακτικά και φορητές εικόνες.
 Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της αργυρής επένδυσης με μερική επιχρύσωση για εικόνα Κυκκώτισσας που χρονολογείται στο 1778 και φυλάσσεται σήμερα στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο στην Αθήνα (εικ. 26), ενός χαρακτικού με την Παναγία του Κύκκου από την Αλλάγια (εικ. 27), καθώς επίσης ένα τρίπτυχο από τη Σελεύκεια (εικ. 5) και η μία μικρή εικόνα από τη Μερσίνα (εικ.28), οι οποίες παρουσιάζονται στην έκθεση. 
Tην ίδια περίοδο, μεταφέρθηκαν στη Mονή Κύκκου εικόνες, βιβλία και άλλα εκκλησιαστικά αντικείμενα27 είτε μέσω των Mετοχίων της Mονής στη Mικρά Aσία, είτε μέσω των προσκυνητών από την Μικρά Ασία. 

Εικ. 26 Αργυρή επένδυση εικόνας Παναγίας Ελεούσας του Κύκκου, 1778, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα 
Εικ. 27 Παναγία Κυκκώτισσα, 1816, χαρακτικό από την Αλλάγια, Συλλογή Μόνας Σαββίδου Θεοδούλου.
Εικ. 28 Παναγία Ελεούσα του Κύκκου, 18ος – 19ος αιώνας, Μερσίνα, Συλλογή Γεωργίου Χατζηκωστή.
Στο 1808 χρονολογείται εικόνα της Παναγίας Κυκκώτισσας με περίτεχνο ξυλόγλυπτο διάκοσμο, η οποία εκτίθεται στο Μουσείο της Ιεράς Μονής Κύκκου και έχει κωνσταντινουπολίτικη προέλευση (εικ. 29). Στο ίδιο Μουσείο εκτίθεται εικόνα της αγίας Αικατερίνης, η οποία χρονολογείται στο 1831 και προέρχεται πιθανότατα από την Κωνσταντινούπολη28 (εικ. 30).
Η φύλαξη στη Μονή καραμανλίδικων εκδόσεων συνδέει τη Μονή με προσκυνήματα και αφιερώματα Μικρασιατών στην Παναγία του Κύκκου29 (εικ. 31). 

Εικ. 29 Θεοτόκος Ελεούσα του Κύκκου, 1808, από την Κωνσταντινούπολη, Μουσείο Ιεράς Μονής Κύκκου 
Εικ. 30 Αγία Αικατερίνη, 1831, Κωνσταντινούπολη (;), Μουσείο Ιεράς Μονής Κύκκου 
Εικ. 31 Ιστορία Μονής Κύκκου (καραμανλίδικη έκδοση), Βενετία 1816, από την Αλλάγια, Συλλογή Μόνας Σαββίδου Θεοδούλου.
Δύο εικόνες που εκτίθενται επίσης στο Μουσείο της Μονής Κύκκου και απεικονίζουν τα μυστήρια της Εξομολόγησης (εικ. 32) και του Χρίσματος (εικ. 33) ίσως να αφιερώθηκαν από Μικρασιάτες στη Μονή, αφού τέτοιες θεματικές ήταν ιδιαίτερα αγαπητές στην Μικρασία πιθανότατα λόγω της δράσης προτεσταντών μισσιοναρίων30, όπως φαίνεται στο παράδειγμα της εικόνας της Εξομολόγησης από το Ταβλουσούν της Καππαδοκίας που εκτίθεται στην Αθήνα (εικ. 34).

Εικ. 32 Το Μυστήριο του Χρίσματος, 18ος−19ος αιώνας, Μουσείο Ιεράς Μονής Κύκκου 
Εικ. 33 Το Μυστήριο της Εξομολόγησης, 18ος−19ος αιώνας, Μουσείο Ιεράς Μονής Κύκκου 
Εικ. 34 Εικόνα της Εξολολόγησης, αρχές 19ου αιώνα, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών 
Η ζωγραφική στη Μικρά Ασία από τον 18ο αιώνα και κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά με τη ζωγραφική των Βαλκανίων με τη χρήση φωτεινότερων και πιο λαμπερών χρωματισμών, φυσιοκρατικές απεικονίσεις και έντονη επίδραση από τη Δύση που οφείλεται στη χρήση δυτικών χαρακτικών31. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η εικόνα της Ιστορίας των Τριών Παίδων και του Δανιήλ, έργο του Κωνσταντίνου Ανδριανουπολίτη32 στο Μουσείο Μπενάκη (εικ. 35) και της Αποκάλυψης του Ιωάννη στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο στην Αθήνα (εικ. 36).
 Στην ίδια τεχνοτροπική τάση αποδίδεται και το τοιχογραφικό σπάραγμα του 1805 με μορφές Αποστόλων πιθανόν από την παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας στο ναό του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στον Κιρκιντζέ, μια μικρή πόλη κοντά στην Έφεσο (εικ. 37).


Εικ. 35 Παράσταση επεισοδίων από την ιστορία των Τριών Παίδων και του Δανιήλ, έργο του Κωνσταντίνου Ανδριανουπολίτη, β΄ήμισυ 18ου αιώνα, Μουσείο Μπενάκη Αθήνα 
Εικ. 36 Αποκάλυψη του Ιωάννου, τέλη 18ου αιώνα, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα 
Εικ. 37 Τοιχογραφία Δευτέρας Παρουσίας, 1805, ναός Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, Κιρκιντζές 
Πού υπήρχαν Έλληνες (και πόσοι ήταν) στην Μικρά Ασία πριν το 1922
Από δυτικά χαρακτικά είναι επηρεασμένη και η εικόνα του αγίου Ευσταθίου με σκηνές από το βίο του, η οποία φέρει καραμανλίδικες επιγραφές και χρονολογείται στο 1826 (εικ. 38). Κατά τον 19ο αιώνα, μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους 33, εισάγεται αργά, αλλά σταθερά η νέο−αναγεννησιακή ζωγραφική των Ναζαρηνών ζωγράφων 34 οι οποίοι στο πλαίσιο του Ρομαντισμού επιδιώκουν τη μεγαλύτερη δυνατή φυσιοκρατική απεικόνιση των θείων μορφών και την απομάκρυνση από τα στερεότυπα της βυζαντινής τέχνης. 
Χαρακτηριστική είναι η εικόνα της αγίας Μαρίνας με τρεις σκηνές από το Βίο της του 1857, έργο του ζωγράφου Λαζάρου 35, στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο (εικ. 39), με μορφές με ισοζυγισμένες αναλογίες, αρχιτεκτονική προοπτική και λαμπερά χρώματα και η εικόνα του αγίου Παντελεήμονα σε Μουσείο του Ικονίου στη Μικρά Ασία (εικ. 40).

Εικ. 38 Ο άγιος Ευστάθιος με σκηνές από το βίο του, 1826, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών 
Εικ. 39 Η αγία Μαρίνα με τρεις σκηνές από το Βίο της, 1857, ζωγράφος Λάζαρος 
Εικ. 40 Ο άγιος Παντελεήμονας 19ος αιώνας, Μουσείο Ικονίου, Μικρά Ασία. 
Στην εισαγωγή μιας τέχνης, η οποία θα προσέγγιζε τη δυτική ζωγραφική στην απόδοση των μορφών κατά τρόπο φυσιοκρατικό πιθανότατα να έχει συμβάλει η εισαγωγή εικόνων και χαρακτικών από τη Ρωσία, όπως η εικόνα της Άκρας Ταπείνωσης από τα Βουρλά (εικ. 41) και η εικόνα του αγίου Παντελεήμονα από την Αττάλεια που διέσωσαν πρόσφυγες στην Κύπρο (εικ. 42).

Εικ, 41 Άκρα Ταπείνωση, χάρτινη εικόνα, 19ος αιώνας, Βουρλά, Συλλογή Θάλειας Πανοπούλου Paquot.
Εικ. 42 Ο άγιος Παντελεήμονας, ρωσική εικόνα με ασημένιο κάλυμμα, 19ος – 20ός αιώνας, Αττάλεια, Συλλογή Μαρίας Ανδρεοπούλου Κολώτα.
Επίλογος

Όσα φαινόμενα, τάσεις και ιδιομορφίες επισημάναμε εδώ – αλλά και άλλα, τα οποία ο χώρος και ο χρόνος δεν μας επέτρεψε να αναπτύξουμε περαιτέρω− καταδεικνύουν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο τη συνοχή της Μικράς Ασίας στη καλλιτεχνική δημιουργία του ελληνικού χώρου. Για εμάς στην Κύπρο είναι σημαντικό να γνωρίσουμε τη Μικρά Ασία, η οποία αποτελεί τη φυσική γεωγραφική μας συνέχεια και να καλύψουμε το κενό που δημιούργησε η καταστροφή, μια καταστροφή που συνεχίστηκε με την κατοχή μεγάλου τμήματος και του δικού μας τόπου. 

Εικ. 43 Παναγία Προυσιώτισσα, 19ος αιώνας, από την Προύσα και τον Καραβά, Συλλογή οικογένειας Κοιλαρά 

Μια μικρών διαστάσεων εικόνα της Παναγίας της Προυσιώτισσας (εικ. 43), η οποία χρονολογείται στον 19ο αιώνα, προσφυγοποιημένη δύο φορές, την πρώτη από την Προύσα και τη δεύτερη από τον Καραβά, οικογενειακό φυλακτό του πρώτου δάσκαλου του Καραβά, του Αθανάσιου Τριανταφυλλίδη36. Aναγράφει την προσευχή που κάνουμε όλοι μας ακόμη και σήμερα:
ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΟΝ ΑΓΝΗ ΤΑ ΒΑΡΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ!



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Σηµαντικές συµβολές στις προσπάθειες για την καταγραφή και την τεκµηρίωση της πολιτιστικής κληρο−νοµιάς στην Κύπρο έχουν γίνει ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, βλ. Επιτροπή για την προστασία της Πολιτι−στικής κληρονοµιάς της Κύπρου της (εκδ.), 1999· M. Jansen,War and Cultural Heritage. Cyprus after the 1974 Turkish Invasion,Minneapolis, Minnesota 2005· Χρ. Χατζηχριστοδούλου (επιµ.),Οδοιπορικό στα χριστιανικά µνηµεία της µητροπολιτικής περιφέρειας Κυρηνείας. Άτλαντας µνηµείων,Λευκωσία 2006· I. A. Eliades, “Re−patriation of Byzantine Treasures”,Cyprus Today,vol. XLIV no. 3&4, July−December 2007, 4−18· X. Χοτζάκογλου,Τα θρησκευτικά µνηµεία στην τουρκοκρατούµενη Κύπρο. Όψεις και πράξεις µιας συνεχιζόµενης καταστροφής,Λευκωσία 2009· A. Παπαγεωργίου,Η χριστιανική τέχνη στο κατεχόµενο από τον τουρκικό στρατό τµήµα της Κύπρου , Λευκωσία 2010· Ι. Eliades, “Illicit traffic of Cultural Heritage as a result of Flight and Expulsion in Cyprus”,Flight, Expulsion and Ethnic Cleansing. A Challenge for the Work of Museums and Exhibitions World− wide – Ninth International Symposium of the International Association of Museums of History (IAMH), September 16 to 18, 2010, German Historical Museum, Berlin , Berlin 2011, 130−137· Ι. Ηλιάδης, «Το Βυζαντινό µουσείο και η Πινακοθήκη του Ιδρύµατος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ ως θεµατοφύλακας της καλλιτεχνικής δηµιουργίας και της πολιτιστικής κληρονοµιάς της Κύπρου», Γ. Καψωµένος, Ε. Βαΐτση, Κ. Ανδρεουλάκη (επιµ.), ∆ιεθνές Επιστηµονικό Συνέδριο «Οι τέχνες και τα γράµµατα στην Κύπρο», 5−8 Αυγούστου 2010, Αφιέρωµα για τα πενήντα χρόνια από την ίδρυση της Κυπριακής ∆ηµοκρατίας, Χανιά – Λευκωσία 2012, 116−132.
2 Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του νέου Ελληνισµού, τ. 1−8, 1964−1986·Ιστορία ελληνικού έθνους . Τόµος Ι’,Ο ελληνισµός υπό ξένη κυριαρχία (περίοδος 1453−1669) , Αθήνα 1974· Ιστορία ελληνικού έθνους. Τόµος ΙΑ’,Ο ελληνισµός υπό ξένη κυριαρχία (περίοδος 1669−1821), Τουρκοκρατία−Λατινοκρατία, Αθήνα 1975· Ι. Χα−σιώτης, Μεταξύ οθωµανικής κυριαρχίας και ευρωπαϊκής πρόκλησης, Ο ελληνικός κόσµος στα χρόνια της τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 2001, 59.
3 Το Αιβαλί είχε ως πρώτους οικιστές Έλληνες από τη Λέσβο και τα γύρω νησιά στα τέλη του 16 ου αιώνα, βλ. Γ. Σακκάρης, Ιστορία των Κυδωνιών, Αθήναι 1920, 14−15. Έλληνες εργάτες επίσης από τα νησιά του Αιγαίου έλαβαν µέρος σε µεγάλα οικοδοµικά έργα που χρηµατοδοτούσε η κεντρική διοίκηση της αυτοκρατορίας στην Φώκαια, στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλες πόλεις της Ανατολίας, βλ. S. Faroqhi, Towns and Townsmen of Ottoman Anatolia: Trade, crafts and food production in an urban setting 1520−1650, Cambridge 1984, 272.
4 Η Σµύρνη δέχεται µετανάστες από τη Χίο κατά τον 17ο αιώνα, βλ. D. Goffman, “Izmir: From village to co−lonial city”, E. Eldem, D. Goffman, Β. Masters, The Ottoman City between East and West: Aleppo, Izmir, and Istanbul, Cambridge 1999, 92−93· Ε. Φραγκάκη−Syrett, Οι Χιώτες έµποροι στις ∆ιεθνείς Συναλλαγές 1750− 1850, Αθήνα 1995, 21
5 Οι µετανάστες, άνδρες κατά κύριο λόγο, εγκαθίστανται σε όλη σχεδόν την περιοχή των παραλίων και της ενδοχώρας τους, κυρ ίως όµως στο βιλαέτι του Αϊδινίου, βλ. Γ. Μουτάφης, «Σάµιοι υπήκοοι και επιστα−σίες στη Μ. Ασία κατά την ηγεµονική περίοδο», Σαµιακές Μελέτες1 (1993), 167.
6 Κ. Μαµώνη, “Πελοποννήσιοι στη Μικρά Ασία”, Πρακτικά Β΄ ∆ιεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπου− δών: Πάτραι 25−31 Μαΐου 1980, Αθήνα 1981, 209−224.
7 Η Επανάσταση του 1821 και ο αντίκτυπός της στην Μικρασία ανάγκασε πληθυσµούς από διάφορες πόλεις, τόσο της ενδοχώρας, όσο και των παράλιων περιοχών να µεταναστεύσουν, όπως λ.χ. οι κάτοικοι της πόλης του Αϊβαλί (Κυδωνίες), µερικοί εκ των οποίων επέστρεψαν µετά το 1827, γεγονός που οδήγησε στην επανίδρυσή της πόλης, βλ. Ι. Καραµπελιάς, Ιστορία των Κυδωνιών: Από της ιδρύσεώς των µέχρι της αποκαταστάσεως των προσφύγων εις το ελεύθερον ελληνικόν κράτος, τόµος Α΄, Αθήναι 1949, 226 κ.ε.
8 Επειδή ο Σµύρνης Παρθένιος πληροφορήθηκε από κάποιους που γνώριζαν την ποιότητα της καλλιτε−χνικής παραγωγής του ζωγράφου που του πρότεινε ο Πατριάρχης του απάντησε: «πειδ χοµεν µίαν κα µόνην κκλησίαν πρέπει ν καθιστορισθ ντέχνως κα χι ς τυχεν. ∆ι τοτο  πόθεσις ατη ς ναβληθ….  φροντς µως τς χρείας ταύτης µένεται διηνεκς µέχρι ο ν τύχωσι τινς ξιόλογοι…», βλ. Μ. Χατζιδάκης,
 Έλληνες Ζωγράφοι µετά την Άλωση (1450−1830), Α΄, Αθήνα 1987, 123.
9 Μ. Γαβρίλη, Ειδική έκθεση κειµηλίων προσφύγων, Αθήνα 1982, 13−14, εικ. 7.
10 Χρ. Χατζηχριστοδούλου, «Φορητή εικόνα του αγίου Ιωάννη του Λα󰂵παδιστή που φυλάσσεται στο Πα−τριαρχικό Σκευοφυλάκιο Κωνσταντινουπόλεως», Τριακοστό δεύτερο Συµπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζα− ντινής Αρχαιολογίας και τέχνης, Πρόγραµµα και Περιλήψεις Εισηγήσεων και Ανακοινώσεων, Αθήνα 11, 12 και 13 Μαΐου 2012, Αθήνα 2012, 116−117.
11 Ι. Ηλιάδης, Το Λατινικό Παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού στον Καλοπαναγιώτη και τα παρεμφερή μνημεία, 2 τόμοι, Πανεπιστήμιο Κύπρου (Λευκωσία 2008).
12 Μ. Χατζηδάκης, Ευγ. Δρακοπούλου, Έλληνες Ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450−1830), Αθήνα 1997, τ. Β΄, 334.


13 Γ. Σωτηρίου, Οδηγός Βυζαντινού Μουσείου, Αθήνα ²1931, 94· Μ. Γαβρίλη, Ειδική έκθεση κειμηλίων προσφύγων, Αθήνα 1982, 21, εικ. 18.
14 Μ. Χατζηδάκης, Ευγ. Δρακοπούλου, Έλληνες Ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450−1830), Αθήνα 1997, τ. Β΄, αρ. 16, σ. 194.
15 Μ. Χατζηδάκης, Έλληνες Ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450−1830), Αθήνα 1987, τ. Α΄, αρ. 3, σ. 321.
16 Μ. Χατζηδάκης, Ευγ. Δρακοπούλου, Έλληνες Ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450−1830), Αθήνα 1997, τ. Β΄, 141.
17 Ό.π. 450.
18 Νικόλαος Πρόκος, Ιερέας, Δευτερεύων Σίφνου (μέσα 18ου αιώνα – 1829). Ζούσε στην Κίμωλο και στη Σίφνο, αλλά εργάστηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου υπήρχε παροικία Σιφνίων, βλ. Μ. Χατζηδάκης, Έλληνες Ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450−1830), Αθήνα 1987, τ. Α΄, 261−3.
19 Ι. Χασιώτης, Μεταξύ οθωμανικής κυριαρχίας και ευρωπαϊκής πρόκλησης, Ο ελληνικός κόσμος στα χρόνια της τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 2001, 59 εξ..
20 Μ. Χατζηδάκης, Έλληνες Ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450−1830), Α΄, Αθήνα 1987, 122−125.
21 Κ. Παπαϊωακείμ, λήμμα αρ. 105 «θωράκιο», Κ. Γερασίμου, Κ. Παπαΐωακείμ, Χρ. Σπανού, Η κατά Κίτιον Αγιογραφική Τέχνη, Λάρνακα 2002, 117.
22 Για την τεχνοτροπία του Κορνάρου βλ. Ιω. Ηλιάδης, «Ο Κρητικός ζωγράφος Ιωάννης Κορνάρος – Ένα αργυρεπίχρυσο κάλυμμα ευαγγελίου στην Κύπρο (1806)», Μ. Ανδριανάκης, Ε. Καψωμένος (επιμ.), Πεπραγμένα Ι΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Χανιά 1−8 Οκτωβρίου 2006), Β΄3 Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή περίοδος (αρχαιολογία – Ιστορία της Τέχνης – Γλώσσα & Λογοτεχνία), Χανιά 2011, 213−234, όπου και η προγενέστερη βιβλιογραφία.
23 Για τη ζωγραφική της Σχολής Αγίου Ηρακλειδίου, βλ. Χρ. Χατζηχριστοδούλου, «Μεταβυζαντινή μνημειακή ζωγραφική της Κύπρου αρχές 18ου−αρχές 20ού αιώνα», Α. Μαραγκού, Γ. Γεωργής, Τρ. Σκλαβενίτης, Κ. Στάικος (επιμ.), Κύπρος. Από την αρχαιότητα έως σήμερα, Αθήνα 2007, 431−461, ιδίως 432.
24 Μ. Χατζηδάκης, Ευγ. Δρακοπούλου, Έλληνες Ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450−1830), Αθήνα 1997, τ. Β΄, 152−4.
25 K. Kοκκινόφτας, «Tα Mετόχια της Mονής Kύκκου στη Mικρά Aσία και στον Πόντο», Eνατενίσεις 12
(2010)98−103.
26 Ο Σεραφείμ Πισσίδιος από την Αττάλεια ήταν Πρωτοσύγγελλος της Μονής Κύκκου και μετέπειτα Μητροπολίτης Αγκύρας (1773−1779), βλ. Π. Κιτρομηλίδης, Κυπριακή Λογιοσύνη 1571−1878, Λευκωσία 2002, 246−250.. Στον ίδιο θρόνο υπηρέτησε και ο Αγαθάγγελος Μυριανθούσης από το Μηλικούρι (1823−1826), βλ. Κ. Κοκκινόφτας, Κυκκώτικα Μελετήματα, τόμος Α΄, Λευκωσία 1997, 51−78.
27 Στ. Περδίκης, «Eνεπίγραφα αργυρεπίχρυσα αφιερώματα από την Kαππαδοκία στην Iερά Mονή Kύκκου», Ψηφίδες. Mελέτες ιστορίας, αρχαιολογίας και τέχνης στη μνήμη της Στέλλας Παπαδάκη − Oekland, Hράκλειο 2009, σ. 310−315
28 Στ. Περδίκης, «Mουσείον Iεράς Mονής Kύκκου», Iερά Mονή Kύκκου εικών ανεσπέρου φωτός, Aθήνα 2010, 305, 446
29 Σχετικά με προσκυνητές από τη Μικρά Ασία στη Μονή Κύκκου (Προύσα, Αλλάγια, Αττάλεια), βλ. Θ. Παπαδόπουλλος, Kώδιξ Mονής Kύκκου, Λευκωσία 2008, 28, 31, 33, 175.
30 Κυριακού Λαμπρύλου Χ: Νικολάου, “Μισσιοναρισμός και Προτεσταντισμός εις τας Ανατολάς” ήτοι διαγωγή των Προτεσταντών Μισσιονάριων εις τα μέρη μας, εις τινά τε άλλα της γης μέρη και σχέσεις του Προτεσταντισμού προς την μητέρα πασών των Εκκλησιών και προς το ελληνικόν έθνος, μετατυπωθέν εν Αθήναις 1837 (Σμύρνη 1836).
31 Για τη χρήση δυτικών χαρακτικών και συγκεκριμένα φλαμανδικών, βλ. Ι. Ρηγόπουλος, Φλαμανδικές επιδράσεις στη μεταβυζαντινή ζωγραφική Προβλήματα πολιτιστικού συγκριτισμού, Αθήνα 1998.
32 Μ. Χατζηδάκης, Ευγ. Δρακοπούλου, Έλληνες Ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450−1830), Αθήνα 1997, τ. Β΄, αρ. 12, 134.
33 Οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού του νεοσύστατου ελληνικού κράτους έδωσαν το έναυσμα για τη στροφή της εκκλησιαστικής ζωγραφικής προς τις νεοαναγεννησιακές αντιλήψεις των Nαζαρηνών, η οποία συντελείται με καθοθήγηση του Γερμανού ζωγράφου Λουδοβίκου Θείρσιου, βλ. I. Φριλίγκος, O αγιογράφος Kωνσταντίνος Φανέλλης και το έργο του, Aθήνα 2005, 341.
34 Δ. Παπαστάμος, H επίδραση της ναζαρηνής σκέψης στη νεοελληνική εκκλησιαστική ζωγραφική, Αθήνα 1977.
35 Μ. Χατζηδάκης, Ευγ. Δρακοπούλου, Έλληνες Ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450−1830), Αθήνα 1997, τ. Β΄, 139−140.
36 Σ. Κοιλαρά, «Ένα οικογενειακό φυλακτό», Καραβάς. Έκδοση προσφυγικού σωματείου ο Καραβάς, τ. Δ΄, (1992−1993), 54−57 (ευχαριστώ την κ. Πίτσα Πρωτοπαπά που έθεσε την πληροφορία αυτή ενώπιόν μου).


ΛΕΖΑΝΤΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ

Εικ. 1. Πρόσφυγας από το Χαλβάντερε της Καππαδοκίας στην Καισαριανή κρατώντας εικόνα που έφερε από την πατρίδα της. (Πηγή: Ο. Γκράτζιου, Α. Λαζαρίδου, Από τη Χριστιανική Συλλογή στο Βυζαντινό Μουσείο (1884−1930) Κατάλογος έκθεσης 29.3.2002−7.1.2003), Αθήνα 2006, 342, εικ. 592.3).
Εικ. 2. Μεταφορά εικόνων από πρόσφυγες της Καρπασίας στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου (φωτογραφία, 1976).
Εικ. 3. Παναγία Οδηγήτρια «η Νέα Μονή», γύρω στο 1500. Μεταφέρθηκε στην Αθήνα με τη συμφωνία Ανταλλαγής Πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (Πηγή: Μ. Γαβρίλη, Ειδική έκθεση κειμηλίων προσφύγων, Αθήνα 1982, 13−14, εικ. 7).
Εικ. 4. Άγιος Ιωάννης Λαμπαδιστής, μέσα 16ου αιώνα, Πατριαρχικό Σκευοφυλάκιο. Αποδίδεται στον Κύπριο ζωγράφο Γεώργιο, Συλλογή Χριστόδουλου Χατζηχριστοδούλου.
Εικ. 5. Τρίπτυχο Παναγίας Κυκκώτισσας με τους αγίους Γεώργιο, Δημήτριο, Βασίλειο και Ιωάννη Πρόδρομο, από τη Σελεύκεια, 16ος αιώνας, Συλλογή Παυλίνας Τσαμκόσογλου Παλάοντα
Εικ. 6. Χριστός Ευλογών, 16ος αιώνας, Πατριαρχικός Ναός Αγίου Γεωργίου, Κωνσταντινούπολη (Αρχείο συγγραφέως)
Εικ. 7. Αγία Αικατερίνη, αρχές του 17ου αιώνα, από το Κιρμίρ (Καισάρεια), Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα (Πηγή: Δ. Κωνστάντιος, Ο Κόσμος του Βυζαντινού Μουσείου, Αθήνα 2004, 216, εικ. 184).
Εικ. 8 Τρίμορφο, 17ος αιώνας, από το Ανεμούριον, Συλλογή Νίτσας Στασοπούλου
Εικ. 9 Υψώση του Σταυρού, 1675, Σίμος Ροδιακός του Βασιλείου (Πηγή: Μ. Γαβρίλη, Ειδική έκθεση κειμηλίων προσφύγων, Αθήνα 1982, 15, εικ. 9).
Εικ. 10 Άγιος Χριστόφορος ο κυνοκέφαλος, 1681, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα (Πηγή: Δ. Κωνστάντιος, Ο Κόσμος του Βυζαντινού Μουσείου, Αθήνα 2004, 192, εικ. 161).
Εικ. 11 Χριστός η Άμπελος και Θεοτόκος− στον τύπο Άνωθεν οι Προφήται, 1729, από τη Μονή Ταξιαρχών Καισαρείας, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα (Πηγή: Μ. Γαβρίλη, Ειδική έκθεση κειμηλίων προσφύγων, Αθήνα 1982, 21, εικ. 18).
Εικ. 12 Άγιος Χαράλαμπος, 1738, από την Κούταλη Μικράς Ασίας (Πηγή: Μ. Γαβρίλη, Ειδική έκθεση κειμηλίων προσφύγων, Αθήνα 1982, 21−22, εικ. 19).
Εικ. 13 Τοιχογραφία με τρεις Ιεράρχες, 1732, Μονή Παναγίας Σουμελά, Τραπεζούντα του Πόντου, Ιεροδιάκονος Ιερόθεος (Πηγή: Διαδίκτυο).
Εικ. 14 Τοιχογραφία τρούλλου με τον Παντοκράτορα, 1741, Μονή Παναγίας Σουμελά, Τραπεζούντα του Πόντου, Γρηγόριος Λαλεδάκης, ιερέας Οικονόμου Χαλδέας (Πηγή: Διαδίκτυο).
Εικ. 15 Μεσαίο φύλλο τριπτύχου με τη Θεοτόκο, 1781, Θεόφιλος Φυτιάνος, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών (Πηγή: Δ. Κωνστάντιος, Ο Κόσμος του Βυζαντινού Μουσείου, Αθήνα 2004, 220, εικ. 188).
Εικ. 16 Βημόθυρο με παράσταση Ευαγγελισμού και Ιεράρχες με όστρινη διακόσμηση, 18ος – 19ος αιώνας, από τη Μονή Προδρόμου στο Ζινζίντερε, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών (Πηγή: Ο. Γκράτζιου, Α. Λαζαρίδου, Από τη Χριστιανική Συλλογή στο Βυζαντινό Μουσείο (1884−1930) Κατάλογος έκθεσης 29.3.2002−7.1.2003), Αθήνα 2006, 342, εικ. 592.3).
Εικ. 17 Βημόθυρο με παράσταση Ευαγγελισμού και Ιεράρχες, 18ος αιώνας, από τη Μονή Προδρόμου στο Ζινζίντερε, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών (Πηγή: Δ. Κωνστάντιος, Ο Κόσμος του Βυζαντινού Μουσείου, Αθήνα 2004, 222, εικ. 190).
Εικ. 18 Ιστορία της Σωσάννας, 19ος αιώνας, Δευτερεύων Σιφνίου, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα (Πηγή: Δ. Κωνστάντιος, Ο Κόσμος του Βυζαντινού Μουσείου, Αθήνα 2004, 202−203, εικ. 172).
Εικ. 19 Άγιοι Κυπριανός, Κενδέας και Βηχιανός, 18ος αιώνας, Σχολή Αγίου Ηρακλειδίου (Κύπρος), εικόνα από τη Σμύρνη, Συλλογή Αχιλλέα Ιωαννίδη.
Εικ. 20 Απόστολος Ανδρέας, 18ος−19ος αιώνας, Σχολή Αγίου Ηρακλειδίου (Κύπρος), εικόνα από την Αλλάγια, Συλλογή Μόνας Σαββίδου Θεοδούλου.
Εικ. 21 Εικονοστάσιο ναού Παναγίας, Κιβισίλι, 1795, Θεοφάνης από την Καισάρεια (Αρχείο Χαράλαμπου Χοτζάκογλου).
Εικ. 22 Εικονοστάσιο ναού Αγίου Γεωργίου της Άρπερας, Τερσεφάνου, τελή 18ου αιώνα, Θεοφάνης από την Καισάρεια (Αρχείο Χαράλαμπου Χοτζάκογλου).
Εικ. 23 Κάλυμμα λειψανοθήκης με τους αγίους Χριστόδουλο, Ευαγγελιστή Ιωάννη και Πρόχορο, 1815, Λαμπρινός Σμυρναίος, από το ναό Παναγίας Χρυσελεούσα, Έμπα, Βυζαντινό Μουσείο Πάφου.
Εικ. 24 Η Βάπτιση του Χριστού, 1871, από το Ανεμούριον, Συλλογή Χριστίνας Γαβριηλίδου Προδρόμου.
Εικ. 25 Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, 19ος αιώνας, από τα Κιλίνδρια Κιλικίας, Συλλογή Στέφανου Στεφανίδη.
Εικ. 26 Αργυρή επένδυση εικόνας Παναγίας Ελεούσας του Κύκκου, 1778, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα (Πηγή: Δ. Κωνστάντιος, Ο Κόσμος του Βυζαντινού Μουσείου, Αθήνα 2004, 295, εικ. 280).
Εικ. 27 Παναγία Κυκκώτισσα, 1816, χαρακτικό από την Αλλάγια, Συλλογή Μόνας Σαββίδου Θεοδούλου.
Εικ. 28 Παναγία Ελεούσα του Κύκκου, 18ος – 19ος αιώνας, Μερσίνα, Συλλογή Γεωργίου Χατζηκωστή.
Εικ. 29 Θεοτόκος Ελεούσα του Κύκκου, 1808, από την Κωνσταντινούπολη, Μουσείο Ιεράς Μονής Κύκκου (Πηγή: Στ. Περδίκης, Ιερά Μονή Κύκκου. Εικών ανεσπέρου φωτός, Αθήνα 2010, 379).
Εικ. 30 Αγία Αικατερίνη, 1831, Κωνσταντινούπολη (;), Μουσείο Ιεράς Μονής Κύκκου (Πηγή: Στ. Περδίκης, «Τύχαι εικόνος Ελεούσης του Κύκκου. Κωνσταντινούπολη – Κελλάκι − Κύκκος», Ενατενίσεις 17, 138−143, ιδίως 142, εικ. 5).
Εικ. 31 Ιστορία Μονής Κύκκου (καραμανλίδικη έκδοση), Βενετία 1816, από την Αλλάγια, Συλλογή Μόνας Σαββίδου Θεοδούλου.
Εικ. 32 Το Μυστήριο του Χρίσματος, 18ος−19ος αιώνας, Μουσείο Ιεράς Μονής Κύκκου (Πηγή: Στ. Περδίκης, Ιερά Μονή Κύκκου. Εικών ανεσπέρου φωτός, Αθήνα 2010, 378).
Εικ. 33 Το Μυστήριο της Εξομολόγησης, 18ος−19ος αιώνας, Μουσείο Ιεράς Μονής Κύκκου (Πηγή: Στ. Περδίκης, Ιερά Μονή Κύκκου. Εικών ανεσπέρου φωτός, Αθήνα 2010, 378).
Εικ. 34 Εικόνα της Εξολολόγησης, αρχές 19ου αιώνα, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών (Πηγή: Δ. Κωνστάντιος, Ο Κόσμος του Βυζαντινού Μουσείου, Αθήνα 2004, 207, εικ. 176).
Εικ. 35 Παράσταση επεισοδίων από την ιστορία των Τριών Παίδων και του Δανιήλ, έργο του Κωνσταντίνου Ανδριανουπολίτη, β΄ήμισυ 18ου αιώνα, Μουσείο Μπενάκη Αθήνα (Πηγή: Α. Δεληβοριάς, Η Ελλάδα του Μουσείου Μπενάκη, Αθήνα 1997, 293, εικ.484)
Εικ. 36 Αποκάλυψη του Ιωάννου, τέλη 18ου αιώνα, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα (Πηγή: Ο. Γκράτζιου, Α. Λαζαρίδου, Από τη Χριστιανική Συλλογή στο Βυζαντινό Μουσείο (1884−1930) Κατάλογος έκθεσης 29.3.2002−7.1.2003), Αθήνα 2006, 342, εικ. 594).
Εικ. 37 Τοιχογραφία Δευτέρας Παρουσίας, 1805, ναός Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, Κιρκιντζές (Πηγή: Διαδίκτυο).
Εικ. 38 Ο άγιος Ευστάθιος με σκηνές από το βίο του, 1826, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών (Πηγή: Δ. Κωνστάντιος, Ο Κόσμος του Βυζαντινού Μουσείου, Αθήνα 2004, 205, εικ. 174).
Εικ. 39 Η αγία Μαρίνα με τρεις σκηνές από το Βίο της, 1857, ζωγράφος Λάζαρος (Πηγή: Μ. Γαβρίλη, Ειδική έκθεση κειμηλίων προσφύγων, Αθήνα 1982, 33−34, εικ. 34).
Εικ. 40 Ο άγιος Παντελεήμονας 19ος αιώνας, Μουσείο Ικονίου, Μικρά Ασία (Πηγή: Διαδίκτυο)
Εικ, 41 Άκρα Ταπείνωση, χάρτινη εικόνα, 19ος αιώνας, Βουρλά, Συλλογή Θάλειας Πανοπούλου Paquot.
Εικ. 42 Ο άγιος Παντελεήμονας, ρωσική εικόνα με ασημένιο κάλυμμα, 19ος – 20ός αιώνας, Αττάλεια, Συλλογή Μαρίας Ανδρεοπούλου Κολώτα
Εικ. 43 Παναγία Προυσιώτισσα, 19ος αιώνας, από την Προύσα και τον Καραβά, Συλλογή οικογένειας Κοιλαρά (Πηγή: Σ. Κοιλαρά, «Ένα οικογενειακό φυλακτό», Καραβάς. Έκδοση προσφυγικού σωματείου ο Καραβάς, τ. Δ΄, (1992−1993), 54−57).


ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ ΤΟΥ ΜΕΓΕΘΟΥΣ  ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΤΗΣ, ΤΗΣ Ι∆ΙΟΜΟΡΦΙΑΣ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΩΝ ΤΗΣ ΤΑΣΕΩΝ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΥΛΙΚΟ ΠΟΥ ∆ΙΑΣΩΘΗΚΕ

Του ΙΩΑΝΝΗ ΗΛΙΑΔΗ

1 σχόλιο:

  1. Κατάλογος Μικρασιατικών Συλλόγων https://2022mikra-asia.blogspot.com

    Είναι πλέον πολλοί οι μικρασιατικοί σύλλογοι που παίρνουν θέση στο ερώτημα
    2022
    Έτος Προσφυγικής Μνήμης
    ή Έτος Μικρασιατικού Ελληνισμού;
    Οι (έως τώρα) Μικρασιατικοί Σύλλογοι ζητούν το 2022 να ανακηρυχθεί:
    49 σύλλογοι ως -> Έτος Μικρασιατικού Ελληνισμού
    1 σύλλογος -> Έτος Ξεριζωμού Μικρασιατών 1922-2022
    3 σύλλογοι -> Έτος Μικρασιατικού και Ανατολικοθρακιωτικου Ελληνισμού
    1 σύλλογος -> Έτος Προσφυγικής Μνήμης
    4 σύλλογοι -> Μικρασιατικής Μνήμης
    1 σύλλογος -> Ελληνισμού της Ανατολής
    1 σύλλογος -> Μικρασιατών και Γενοκτονία τους
    1 σύλλογος -> επετειακό για τα 100 χρόνια από την Μικρασιατική καταστροφή
    Περισσότερα εδώ: Ένωση Βουρλιωτών Μικράς Ασίας https://www.facebook.com/groups/299688290162971

    Στις επόμενες μέρες αναμένονται πολλοί περισσότεροι. Οι Μικρασιατικοί Σύλλογοι που βγήκαν μπροστάρηδες ενημερώνουν για αυτή την πρωτοβουλία και εμείς γινόμαστε αρωγοί στη προσπάθεια τους.

    Οποιεσδήποτε παρατηρήσεις για διορθώσεις και επικαιροποίηση στοιχείων είναι κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτες.
    https://2022mikra-asia.blogspot.com

    ΑπάντησηΔιαγραφή