ΕΛΛΑΔΑ-ΚΟΡΙΝΘΙΑ

ΕΛΛΑΔΑ-ΚΟΡΙΝΘΙΑ

ΚΟΡΩΝΟΙΟΣ-COVID-19

Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

Η ΚΟΡΙΝΘΟΣ ΤΟ 1940,Μικρές Ιστορίες πολεμιστών εκ Κορινθίας!


Πλοίο στην διώρυγα της Κορίνθου, 1947

Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 1940, βομβαρδίστηκε ο Ισθμός από τα ιταλικά αεροπλάνα.
Χωρίς επιτυχία όμως,αφού η μικρή αντιαεροπορική κάλυψη μπόρεσε με επιτυχία να αποτρέψει την καταστροφή των γεφυρών του Ισθμού, αλλά και της Διώρυγας.
Οι αεροπορικές επιδρομές κατά του Ισθμού συνεχίστηκαν σε όλη την διάρκεια του πολέμου, αλλά
οι Ιταλοί δεν μπόρεσαν να πετύχουν τους στόχους τους.Μάλιστα τα περισσότερα αεροπλάνα φοβούμενα την κατάρριψη, άδειαζαν τις βόμβες τους στην ευρύτερη περιοχή,ακόμα και στην περιοχή που είναι σήμερα ο σταθμός του Προαστιακού, με αποτέλεσμα να τρομοκρατούν τους Κορίνθιους και να προκληθούν μεγάλες ζημιές στα σπίτια από τα ωστικά κύματα των βομβών. 


Το ζωτικό σημείο της Κορίνθου ήταν ο Σιδηροδρομικός σταθμός. Οι σημερινοί οδοί Πειρήνης,Αριστοτέλους(τότε την έλεγαν σιδηροδρομική οδό),Δαμασκηνού,Αθηνών,που οδηγούσαν σε αυτόν γέμισαν από οπλισμένους στρατιώτες και επίστρατους που έφευγαν για τις στρατιωτικές τους μονάδες.
Οι θρήνοι του αποχωρισμού με τα πολεμικά τραγούδια που αντηχούσαν σε κάθε γωνιά, από κάθε ανοιχτό παράθυρο, από κάθε ταβέρνα, είχαν ενορχηστρώσει την όπερα ενός λαού που ξεκινούσε εάν άνισο αγώνα κόντρα στο πανίσχυρο εχθρό, έχοντας όμως μια αισιόδοξη ορμή.
Η Ελλάδα εκείνη την καταγάλανη Δευτέρα 28 Οκτωβρίου, έδειχνε ξεκάθαρα πως δεν δειλιάζει.
Είχε την πεποίθησή της μονάχα στην νίκη.

Το κτίριο Ζαμπάνη όπου στεγάστηκε η Κομαντατούρ της Κορίνθου κατά την Γερμανική κατοχή.


Στην περιοχή δέσποζε το διατηρητέο κτίριο της οδού Αριστοτέλους, ιδιοκτησίας του οικονομικού παράγοντα της εποχής, Δημητρίου Ζαμπάνη-Γονατά, που στην συνέχει επιτάχθηκε από τους Γερμανούς και έγινε κατοικία του Διοικητή των Γερμανικών δυνάμεων της Πελοποννήσου Φρανς Κρεχ, ο οποίος σκοτώθηκε απο τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στους Μολάους.
Η εκτέλεση του υποστράτηγου Κρεχ πραγματοποιήθηκε στις 27/4/1944 από τμήμα του ΕΛΑΣ και οδήγησε σε σκληρά αντίποινα από τις κατοχικές δυνάμεις.
Διμοιρία του 8ού (Λακωνίας) Συντάγματος του ΕΛΑΣ υπό τον ανθυπολοχαγό(Π.Ζ) του Ελληνικού Στρατού Μανώλη Σταθάκη επιτέθηκε κατά του διοικητή της 41ης Μεραρχίας Οχυρών και υποστράτηγου(Generalmajor) της ναζιστικής Γερμανίας Φράντς Κρεχ (Franz Krech) και της συνοδείας του στην περιοχή των Μολάων Λακωνίας στις 27/4/1944 με αποτέλεσμα το θάνατο αυτού και τεσσάρων μελών της συνοδείας του. Την προηγούμενη ημέρα είχε γίνει η Απαγωγή του υποστράτηγου Κράιπε από Βρετανούς και Έλληνες αντιστασιακούς στην Κρήτη. Το Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών και οι Επιχειρήσεις Ειδικών Αποστολών με τη συνεργασία και του ΕΑΜ διέρρευσαν για λόγους προπαγάνδας (Operation Hemlock) αλλά και υπεράσπισης της πολιτικής του αντάρτικου έναντι των πολύ σκληρών αντιποίνων, ότι ο υποστράτηγος Κρεχ εκτελέστηκε από την Γκεστάπο ως αντιφρονούντας και δόθηκε στην δημοσιότητα πλαστογραφημένο γράμμα του όπου καλούσε τους Γερμανούς στρατιώτες σε λιποταξία ενώ αναφέρθηκε ότι ο Κρεχ μαζί με τον υποστράτηγο Κράιπε θα συμμετείχαν στο κίνημα των αντιφρονούντων "Ελεύθερων Γερμανών".

Κτίριο Ζαμπάνη-φεγγιτης chartwell


Οι Γερμανικές δυνάμεις προχώρησαν στην εκτέλεση των 200 της Καισαριανής ενώ σύμφωνα με την απολογία του Χέλμουτ Φέλμυ στη δίκη της Νυρεμβέργης ο συνταγματάρχης Παπαδόγκωνας λόγω προσωπικής συμπάθειας στον υποστράτηγο Κρεχ, διέταξε χωρίς ανωτέρα εντολή είτε από την Γερμανική διοίκηση είτε από το Υπουργείο Εσωτερικών, την θανάτωση 100 αντιστασιακών ή ύποπτων για αντιστασιακή δράση ενώ παρόμοια ήταν και τα συναισθήματα από ένα κομμάτι της Ελληνικής κοινωνίας. Παράλληλα οι Γερμανοί σκότωσαν άλλους 25 στην Αθήνα. Συνολικά το λιγότερο 325 άτομα εκτελέστηκαν, ενώ υπήρξαν και άλλοι νεκροί στο δρόμο της επιστροφής της 117 Μεραρχίας από τους Μολάους στη Σπάρτη. Ο Χέλμουτ Φέλμυ δικαιολόγησε τον αριθμό των εκτελεσμένων λόγω της ιδιότητας του Κρεχ ως διοικητή Μεραρχίας. Η περιοχή της Πελοποννήσου κηρύχτηκε τον Μάιο ως «ζώνη επιχειρήσεων» δηλαδή ανοιχτό πολεμικό μέτωπο.

Μετά την εκτέλεση ο υποστράτηγος Κρεχ προήχθη τιμητικά σε αντιστράτηγο(Generalleutnant) από τον Χίτλερ ενώ θάφτηκε στην Αθήνα. Τις διαταγές για αντίποινα τις έδωσε ο άμεσα υπηρεσιακά ανώτερος πολεμικός διοικητής της Πελοποννήσου υποστράτηγος Καρλ φον Λε Σουίρ.


Γερμανοί στρατιώτες επιβιβασμένοι σε πλοίο που ετοιμάζεται να διασχίσει τον Κορινθιακό Κόλπο δηλώνουν με τη σημαία τους την παρουσία τους στη Luftwaffe (23 Μαίου 1943).
Ας συνεχίσουμε την ιστορία του Κτιρίου Ζαμπάνη.

Στο κτίριο έχει εφαρμοστεί η αμερικανική τεχνογνωσία εύκαμπτων αντισεισμικών κτηρίων, η ονομαζόμενη “timber frame”, όπως προβλέπεται από τον αντισεισμικό κανονισμό της Καλιφόρνιας του 1907 περί εύκαμπτων κατασκευών.
Το κτήριο κατασκευάστηκε το 1929 από τον Αμερικανό Αρχιτέκτονα Τ. Bronderick και ήταν κατά πάσα πιθανότητα ένα από τα πρώτα κτήρια που οικοδομήθηκε μετά τον σεισμό του 1928, καθώς τον Ιούλιο του 1929 ασφαλίστηκε στην αγγλική εταιρεία Royal Exchange Assurance για το τεράστιο για την εποχή ποσό των 300.000 δραχμών.

φεγγιτης απο δυτικα


Το κτήριο είναι κατασκευασμένο εξ’ ολοκλήρου από ξύλο, διαθέτει εξωτερικά μεταλλική επένδυση ώστε να προφυλάσσεται από το υγρό κλίμα της Κορίνθου, ανασυρόμενα παράθυρα (sash windows) αγγλοαμερικανικού σχεδιασμού και θύρα εισόδου με πολύχρωμα τζάμια και ακολουθεί την συμμετρική γεωργιανή κάτοψη (αρχιτεκτονικό στυλ με κυρίους εκφραστές τους J. Gibbs, W. Salmon κλπ), η οποία εφαρμόστηκε κατά κόρον στην Αγγλία και τις ΗΠΑ.
Η όλη κατασκευή καταφέρνει με μοναδικό τρόπο να συγκεράσει την αμερικανική αντισεισμική τεχνογνωσία με την ελληνική αστική αρχιτεκτονική του Μεσοπολέμου.


Θύρα

Το κτήριο επισκέφτηκε ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος διατηρούσε προσωπική φιλία με τον ιδιοκτήτη του Δημήτριο Ζαμπάνη – Γονατά, όταν ήλθε στην Κόρινθο.
Την περίοδο της κατοχής, το κτήριο επιτάχτηκε από τους Γερμανούς και χρησιμοποιήθηκε σαν κατάλυμα υψηλόβαθμων αξιωματικών της Βερμαχτ, ανάμεσα τους και ο Στρατηγός Franz Krech, ο οποίος σκοτώθηκε από τον ΕΛΑΣ στους Μολάους, όπως αναφέρθηκε παραπάνω.
Το 1994 το κτήριο κηρύχθηκε διατηρητέο και αποτελεί ένα σημαντικότατο κομμάτι της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Κορίνθου και ένα μοναδικό κτήριο σε όλη την Ελλάδα.


Ανακατασκευή της γέφυρας του Ισθμού απο τους Γερμανούς

Αεροφωτογραφίες του γερμανικού επιτελείου  (πιθανόν πριν την επίθεση)



Κορινθιοι ήρωες του 40'

ΝΑΝΟΠΟΥΛΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ του Παναγιώτη


Γεννήθηκε το 1909 στο Λεόντιο Κορινθίας.

Τον Μάιο του 1927 κατατάχθηκε στη Στρατιωτική Σχολή Αεροπορίας. Αποφοίτησε τον Ιούνιο του επόμενου χρόνου με τον βαθμό του Λοχία και πτυχίο χειριστή αεροπόρου.
Κατά την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου υπηρετούσε στην 3η Μοίρα Παρατηρήσεως που δρούσε στο Πόγραδετς.
Σκοτώθηκε στις 6 Ιανουαρίου του 1941 στο Πόγραδετς, εκτελώντας πολεμική αποστολή με αεροπλάνο Henschel Hs 126K-6 στο οποίο επέβαινε ως χειριστής με παρατηρητή τον Επισμηναγό Παληατσέα, όταν το αεροσκάφος του χτυπημένο από εχθρικά πυρά κατέπεσε σε χαράδρα της περιοχής.
Ο Σμηναγός Νανόπουλος Σπυρίδων ήταν πατέρας του επίσης πεσόντα αξιωματικού της Π.Α. Ανθυποσμηναγού (Ι) Νανόπουλου Κωνσταντίνου.

Εκτέλεση πατριώτη σε αντίποινα κοντά στην Κόρινθο 1943
Ο λαός της Κορίνθου πάλεψε με όλες του τις δυνάμεις και σύσσωμος επρόσφερε αίμα άφθονο και ότι άλλο εχρειάστηκε.
Τα σχολεία και τα ξενοδοχεία Κορίνθου, Λουτρακίου, είχανε μετατραπεί σε νοσοκομειακές μονάδες από την αρχή του πολέμου.
Παράλληλα τα γερμανικά αεροπλάνα στούκας, γάζωναν, βομβάρδιζαν τις αγγλικές μηχανοκίνητες συμμαχικές δυνάμεις στους δρόμους Αθηνών –Κορίνθου-Πάτρας.
Στο δρόμο Κορίνθου-Πάτρας και στο ύψος του παγοποιείου έπεσαν πολλές βόμβες, και μία εξ αυτών, έπεσε μπροστά στην του σπιτιού του Σπύρου και Βάσως Μαυραγάμη και σκότωσε τον Δημήτρη Μπαλτά, και τραυμάτισε πολλούς άλλους.
Η Κόρινθος εβομβαρδίζετο και επολιβολείτο συνεχώς από τα γερμανικά αεροπλάνα καθέτου εφορμήσεως «Στούκας» γιατί αποτελούσε το αναγκαίο πέρασμα των Αγγλικών συμμαχικών δυνάμεων που υποχωρούσαν προς τα λιμάνια Ναυπλίου, Καλαμάτας και Μάνης, για να επιβιβαστούν στα Αγγλικά και Ελληνικά πλοία που τους περίμεναν.
Στις 27 του Απρίλη του 1941 τα γερμανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν την Αθήνα και παρελαύνουν στους άδειους από κόσμο δρόμους της, και η χιτλερική σημαία υψώνεται στην Ακρόπολη.
Την ίδια μέρα 27 του Απρίλη πέφτουν κατά εκατοντάδες οι αλεξιπτωτιστές του Φον Λίστ, στον Ισθμό Κορίνθου καθώς και στα χωριά: Καλαμάκι, Κυρά Βρύση, και Ξυλοκέριζα και γίνονται σκληρές μάχες.
Οι Άγγλοι την ίδια μέρα γκρεμίζουν τη γέφυρα του Ισθμού και στη συνέχεια δίνουν σκληρές μάχες, οδομαχίες μέσα στην Κόρινθο με τους γερμανούς αλεξιπτωτιστές και τελικά υποχωρούν με μεγάλες απώλειες σε νεκρούς και αιχμαλώτους, και οι γερμανοί υψώνουν τη σημαία τους στο Δημαρχείο Κορίνθου και στο Δικαστικά Μέγαρο ενώ τα Στούκας με τις σειρήνες τους δημιουργούν πανικό.




Η ανατίναξη της Διώρυγας από τις γερμανικές δυνάμεις το 1944, κατά τη διάρκεια της αποχωρησής τους. Βλ. HyperWar- The German Campaigns in the Balkans (Spring 1941)--Part III,
Ενώ το αίμα έτρεχε από τους τραυματίες Άγγλους αιχμαλώτους που οι Γερμανοί τους είχαν καθιστούς στο πεζοδρόμιο του Δικαστικού Μεγάρου Κορίνθου, που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το παντοπωλείο Νικολόπουλου από το δεύτερο όροφο του ιδίου κτιρίου ένα νέο ανδρόγυνο, άνοιξε την πόρτα, κατέβηκε στο πεζοδρόμια, και ώθησε ένα αγγελούδι να προσφέρει μια ανθοδέσμη στους εχθρούς.
Την ίδια στιγμή οι Γερμανοί έφεραν με μια μαύρη λιμουζίνα τον τότε δήμαρχο Κορίνθου, Παπαδόπουλο* που τους άνοιξε τη δημαρχία και ύψωσαν τη σημαία τους.
Το ίδιο έκαναν και στο δικαστικό Μέγαρο Κορίνθου.
*Το 1941, οι φασιστικές Γερμανοϊταλικές κατοχικές Αρχές διόρισαν Δήμαρχο τον Αναστάσιο Παπαδόπουλο, ο οποίος με την αποτίναξη του κατοχικού ζυγού το 1944, συνελήφθη από τον ΕΛΑΣ και παραδόθηκε στις Αγγλικές Δυνάμεις. Στη συνέχεια το ΕΑΜ διόρισε Δήμαρχο τον Γυμνασιάρχη Γιάννη Μπέτσο .Το 1945 διορίστηκαν διαδοχικά Δήμαρχοι αρχικά ο Ανδρέας Μάρκελος (τετράμηνο) και μετά ο Νικόλαος Κοτσερώνης .



Ο Γιώργος Μπουχούτσος από την Νεμέα εξιστορεί με ιστορικό-λογοτεχνικό τρόπο τις αφηγήσεις  του πατρός του Μιχάλη στο πόλεμο του ΄40!
Αποσπάσματα:

Tα τύμπανα του πολέμου είχαν αρχίσει στο μεταξύ να κτυπούν απειλητικά. Για πολλοστή φορά η Ευρώπη θα έτρωγε τα παιδιά της. Ο Χίτλερ της Γερμανίας με τον Μουσουλίνι  της Ιταλίας και τον αυτοκράτορα της Ιαπωνίας είχαν αποφασίσει να αιματοκυλήσουν την ανθρωπότητα.
Η Ελλάδα, μετά από τον τερματισμό του αντιτορπιλικού «¨ΕΛΛΗ» από ιταλικό υποβρύχιο μέσα στο λιμάνι της Τήνου, ανήμερα της Παναγιάς του Σαράντα, δεν έτρεφε πλέον ψευδαισθήσεις για το χαλασμό που θα επακολουθούσε.
Στις 28 Οκτωβρίου του ίδιου έτους η Ιταλία κήρυξε επίσημα τον πόλεμο στην Ελλάδα. Ο τότε κυβερνήτης Ιωάννης Μεταξάς, που είχε την ατυχία να είναι δικτάτορας αλλά διέθετε όλα τα προσόντα του μεγάλου ηγέτη, είχε προετοιμάσει όμως τον ελληνικό λαό ώστε να αντιμετωπίσει με γενναιότητα και μεγαλοψυχία τον εισβολέα. Έτσι λοιπόν, κυβέρνηση και λαός, στάθηκαν με παρρησία στο ύψος των περιστάσεων και είπαν το μεγάλο ΟΧΙ στη φασιστική Ιταλία.
Οι νεόνυμφοι, είχαν ήδη ένα μικρό οκτώ μηνών, αγοράκι. Η ζωή τους, όπως και τόσων άλλων, είχε δυσκολέψει. Το λεωφορείο επιτάθηκε από την πατρίδα για τη μεταφορά στρατευμάτων. Ο Μιχάλης, τριάντα χρονών, κλήθηκε για μια ακόμη φορά στα όπλα για να υπερασπιστεί τον τόπο του.
‘Όπως και τόσοι άλλοι συνομήλικοί του δεν έκανε παρά το καθήκον του στη χώρα που τον γέννησε. Η ατμόσφαιρα εκείνων των ημερών δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια. Όταν , ύστερα από τριάντα χρόνια, τον ρώτησε ο γιός του, γιατί πήγε όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες, με τόσο ενθουσιασμό και πολέμησε με τόση αυταπάρνηση,

η απάντηση του Αλβανομάχου ήταν αποστομωτική.
-Διότι δεν είχαμε και τίποτα καλύτερο να κάνουμε παιδί μου. Διότι ο ελληνικός λαός ζούσε πάρα πολύ δύστυχα. Μας φανάτισε της Παναγιάς, την πιο ιερή μέρα για μας. Έτσι λοιπόν, πεινασμένοι και φανατισμένοι, ήμασταν ο μεγαλύτερος εχθρός για τον Μουσολίνι.
Έτσι λοιπόν, για άλλη μία φορά, η ευτυχία με τη δυστυχία έγιναν ζευγάρι. Στο σπίτι της Αλεξάνδρας και του Μιχάλη θρονιάστηκε η μοναξιά, η φτώχια και η εγκατάλειψη. Μαύρες όμως μέρες, χωρίς ευτυχία, για όλες τις Ελληνικές οικογένειες. Πίκρα. Παντού δυστυχία. Αλλά και κρυφή ελπίδα ότι, χάρη στον ηρωισμό των στρατιωτών στο πολεμικό μέτωπο, η κατάσταση σύντομα θα βελτιωνόταν.
Το αναπάντεχο όμως για την Αλεξάνδρα ήταν άλλο. Κανένας από τους τόσους φίλους του Μιχάλη, απ΄ αυτούς που ήταν μόνιμοι επισκέπτες τους σε ευτυχισμένους καιρούς από αυτούς που σηκωνόντουσαν πρώτοι για χορό και έφευγαν τελευταίοι από τα πλούσια τραπέζια που έκανε το ζευγάρι, δεν ενδιαφέρθηκε μέσα σε όλη εκείνη τη δυστυχία του πολέμου να τη ρωτήσει πως τα βγάζει πέρα. Μοναχή και ξένη αισθανόταν όλο εκείνο το διάστημα. Εξαίρεση αποτέλεσαν δυο τρεις-άνδρες και γυναίκες που την συνέδραμαν. Με τη χειρονομία τους απέδειξαν πως δεν είχε ακόμη λείψει η ανθρωπιά.
Γιατί είναι γεννημένοι οι άνθρωποι που θα δίνουν οι άνθρωποι που θα παίρνουν, Αυτοί που δίνουν, έχουν μεγαλείο και ανεξάντλητο πλεόνασμα ψυχής. Αντίθετα, αυτοί που παίρνουν, είναι διαρκώς στείροι και ξηροί. Όσα κι αν πάρουν, ποτέ δε θα γεμίσουν την άδεια ψυχή τους, το σάπιο σακί της ματαιοδοξίας τους και της καλά κρυμμένης υποκρισίας τους.

Όλους εκείνους τους μήνες ο Μιχάλης μαχόταν ηρωικά, όπως και τόσοι άλλοι, στο πολεμικό μέτωπο. Πάντα βρισκόταν στη πρώτη γραμμή των μαχών. Κορυτσά, Τεμπελένι, Χιμάρα, Αργυρόκαστρο. Μια πορεία πάνω στα χιονισμένα βουνά, γεμάτη αίμα, δυστυχία αλλά και δόξα.
……………………………………………………………………
Ένα απόγευμα, ύστερα από μια σκληρή και φονική μάχη, οι φαντάροι κατέλαβαν ένα χαμηλό ύψωμα, που ήταν καλά οχυρωμένο από τους Ιταλούς. Κάθισαν να ξεκουραστούν σ΄ ένα πλάτωμα της κορυφής του, για να τους δουν τα μεταγωγικά αλλά και να βλέπουν οι ίδιοι τι γίνεται τριγύρω τους.
Με την άφιξη του φαγητού, μπήκαν όλοι οι στρατιώτες σε δύο υποτυπώδεις σειρές, και από τα δύο καζάνια άρχισε να γίνεται η διανομή του: σκέτο ρύζι, μια ρέγκα, μια κουραμάνα και παραδίπλα μισό παγούρι κονιάκ. Ώσπου όμως να σιτιστούν όλοι, το κρύο, που ήταν πολύ τσουχτερό, πάγωνε το ρύζι μέσα στη καραβάνα, οπότε το κουτάλι στράβωνε από την πίεση. Το δίπλωναν οι στρατιώτες μια φορά, κάνοντάς το πιο ανθεκτικό, και με μεγάλη προσπάθεια κόβανε το πιλάφι του παραδείσου.
Όλοι είχαν αφοσιωθεί με πάθος στην εξόρυξη του ρυζιού από την καραβάνα. Ξαφνικά, ο ταγματάρχης που καθόταν στην άκρη του πλατώματος, πετάχτηκε κραυγάοντας.
-Παναγιά μου τι πάθαμε. Μας πιάσανε. Στα όπλα παιδιά μου! Στα όπλα!
Σαστισμένοι, πέταξαν όλοι οι φαντάροι τις καραβάνες.


τους, και έτρεξαν στις άκρες του λόφου από ένστικτο.
Για μια στιγμή, ο γεμιστής του Μιχάλη, Νεμεάτης και φίλος του, φώναξε τρομαγμένος, γεμάτος σύγχυση.
-Μιχάλη τον έπιασα!
Τι είχε συμβεί; Οι Ιταλοί που εκείνη την ημέρα είχαν χάσει το ύψωμα, έστειλαν μια περίπολο για να δούν που βρισκόνταν οι Έλληνες. Πλησίασαν όμως τόσο κοντά, ώστε κάποιοι δικοί μας, που είχαν τραβηχθεί πιο κάτω προς νερού τους, τους αντιλήφτηκαν και έτρεξαν με τα βρακιά στα χέρια φωνάζοντας.
-Μας έπιασαν οι Ιταλοί!
Ο Σπύρος, ο γεμιστής του Μιχάλη, πήδηξε σε μια κουμαριά και κατά τύχη έπεσε πάνω σ΄ ένα Ιταλό. Τον σκέπασε με τη χλαίνη του, φωνάζοντας φοβισμένος.
Μιχάλη τον έπιασα!
Οι Ιταλοί αντί να αιφνιδιάσουν τους πειναλέους Έλληνες, αιφνιδιάστηκαν οι ίδιοι. Έτσι, μέσα σε λίγα λεπτά, ήταν όλοι αιχμάλωτοι πάνω στο ύψωμα, με τα χέρια ψηλά.
Ένα περιστατικό έμεινε χαραγμένο στην ψυχή του Μιχάλη, του χωριάτη Αλβανομάχου. Ένα περιστατικό που βαθιά χαραγμένο μέσα στη μνήμη του, θα το έπαιρνε μαζί του στο τάφο.
Κάποιος πανύψηλος Ιταλός αιχμάλωτος, με τα χέρια ψηλά και μ΄ ένα χαμόγελο αμηχανίας τον κοίταξε που κράδανε το οπλοπολυβόλο και του φώναξε «φαμίλια, πίκολο», κατεβάζοντας τα χέρια προς το στήθος. Τα ελληνικά του Μιχάλη ήταν λίγα και τα ιταλικά τελείως άγνωστα, οπότε τράβηξε τη σκανδάλη και τον γάζωσε το δύσμοιρο.
Κανένας δεν έδωσε σημασία στο γεγονός. Θεωρήθηκε κάτι συνηθισμένο. Οι φαντάροι πήραν τους υπόλοιπους αιχμαλώτους και τους κατέβασαν με τον υποδεκανέα στη μεραρχία και από κει σε στρατόπεδα αιχμαλώτων.
Το Μιχάλη όμως κάτι τον έτρωγε. Κάτι του έλεγε μέσα του πως ο Ιταλός δεν ήθελε να βγάλει ούτε όπλο ούτε 
χειροβομβίδα. Για χρόνια θυμόταν τα μάτια του, εκείνα τα μάτια που έμειναν ορθάνοιχτα μετά από τη ριπή, γεμάτα απορία. Μόλις ηρέμησε και άρχισε να σκέφτεται τι είχε συμβεί δεν του έμοιαζαν πως ήθελαν να σκοτώσουν.
Όταν άρχισε να μουσγώνει πήγε κοντά στον παγωμένο πλέον Ιταλό. Έβαλε το χέρι του εκεί όπου προσπάθησε ο ίδιος να το βάλει, όταν ήταν αιχμάλωτος. Γιατί μετά ελευθερώθηκε και από  τις προσταγές του Μουσολίνι και από την απειλή του Μιχάλη. Έβγαλε ένα πορτοφόλι γεμάτο λιρέτες και μια φωτογραφία που δεν την ξέχασε ποτέ του. Σ΄ αυτή διακρινόταν το παλικάρι με τη γυναίκα του κι ένα μωρό, ίδιας ηλικίας με το δικό του γιό, στην αγκαλιά της. Έβαλε το πορτοφόλι στη θέση του. Μαζί με το Σπύρο, άνοιξαν μια γούβα στο χιόνι, κι  έθαψαν τον νεκρό Ιταλό.
Πήγε μετά σε μια γωνιά να κλάψει για την μοίρα της κάθε μάνας.

Ο ΜΠΟΥΧΟΥΤΣΟΣ

Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά όταν το χιόνι άρχισε να ξαναπέφτει πυκνό. Ο δημιουργός ανέλαβε, για άλλη μια 
φορά, να σκεπάσει με το λευκό πέπλο την κτηνωδία των δημιουργημάτων του.
Το Τάγμα ξεκίνησε την πορεία του, προκειμένου να καταλάβει διατεταγμένες θέσεις, που είχαν προκαθοριστεί από την ημέρα. Προς τελική κατάληψη, με βάση το σχέδιο μάχης, ήταν το ύψωμα Γκολέμι.
Προχώρησαν αρκετά μέσα στη νύχτα. Κατέλαβαν τις θέσεις. Έβγαλαν τους γυλιούς. Έσκαψαν το χιόνι, όσο πιάνει το αντίσκηνο, και το έστησαν. Έστρωσαν κάτω τους γυλιούς. Κάθισαν επάνω, προσπαθώντας να κοιμηθούν. Το σώμα ήταν κουρασμένο και ταλαιπωρημένο, οπότε δεν υπήρχε χώρος για τύψεις και ενοχές. Ίσως αύριο και ο Μιχάλης να είχε παρόμοια τύχη με του άτυχου Ιταλού.
Ας τον αφήσουμε όμως να μας διηγηθεί, όπως το διέσωσε στη μνήμη του, το συγκλονιστικό περιστατικό που επακολούθησε.
Βρισκόμαστε στους πρόποδες του αλβανικού βουνού Γκολέμι. Οι προφυλακές μας έκαναν από νωρίς αναγνώριση εδάφους και με το πέσιμο της νύχτας έχουμε καταλάβει θέσεις σχεδόν στη μέση του βουβού. Οι Ιταλοί, από το κυνηγητό που τους κάναμε όλες εκείνες τις  μέρες, είχαν πιάσει την κορυφή από την τρομάρα τους.
Η νύχτα είναι παγερή. Όπου έστρεφες το βλέμμα σου έβλεπες μόνο χιόνι. Χωμένοι μέσα στα παγερά μας αντίσκηνα ανά δύο, προσπαθούσαμε, εγώ και ο Σπύρος να ζεσταθούμε και να κοιμηθούμε σιωπηλοί και κουρασμένοι.
Κάποια στιγμή ακούω από μακριά μια γνώριμη και παιδική φωνή. «Αυτός πρέπει να είναι ο Τσιώνας» (Συγγραφέα: Παρωνύμιο του Παναγιώτη Γκάνα, καλού, παιδικού φίλου του Μιχάλη), είπα από μέσα μου, χωρίς βέβαια να το πολυπιστεύω.
Βγάζω το κεφάλι μου από το αντίσκηνο, κάνω τα χέρια μου χωνί, και, χωρίς να σκεφτώ τις συνέπειες της πράξης μου, φωνάζω τόσο δυνατά, όσο χρειαζόταν να μ΄ ακούσει ο Τσιώνας 
και τόσο σιγά όσο να μη με αντιληφθούν οι Ιταλοί.
-Ρε Τσιώνα..α..α…
-Έλα ρε…ε…ε…., ακούω αμέσως την απάντηση από κάτω.
Ήταν πράγματι ο Τσιώνας. Σε λίγο, και ύστερα από μεγάλη δυσκολία, καθώς το πυκνό σκοτάδι δυσκόλευε τις κινήσεις μας, είχαμε πλησιάσει ο ένας τον άλλον, καθοδηγούμενοι από τις φιγούρες μας, που μαυρίζανε μέσα στο χιόνι.
Αγκαλιαστήκαμε συγκινημένοι. Είπαμε πολλά χαμηλόφωνα. Κουβεντιάσαμε λίγο για τον τόπο μας –τη Νεμέα- αφού τα νέα του μετώπου ήταν παντού τα ίδια: κρύο, πείνα, θάνατος και αίμα.
Ο Τσιώνας, ύστερα από λίγο, έβγαλε μια πρόκα από την χλαίνη του και ένα σφυρί από ένα κασόνι. Τύλιξε ο πονηρός με το κάτω μέρος της χλαίνης του το σφυρί για να μην ακουστεί το χτύπημα της πρόκας, χτύπησε κανά δύο φορές με την πρόκα στο επάνω μέρος του βαρελιού-τα βαρέλια με το κονιάκ ήταν κλειστά από παντού για να αποτρέπονται οι κλεψιές-και αμέσως πετάχτηκε το ζωογόνο κονιάκ. Γέμισε τα παγούρια εμένα και του Σπύρου. Μας έδωσε ακόμη από μια κουραμάνα ψωμί και από δύο ρέγκες.
Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε μέσα στη νύχτα. Η συγκίνηση ήταν μεγάλη αφού δεν ξέραμε αν θα ξανασμίξουμε.
Η ώρα μηδέν είναι η έκτη πρωινή . Με το πρώτο φως, το Σύνταγμα μας έχει αναπτυχθεί σ΄ όλη τη βατή πλαγιά του υψώματος. Τα πάντα είναι χιονισμένα, παγωμένα και νεκρά και μόνο οι μαύρες φιγούρες των συντρόφων μου, που προσπαθούν να καταλάβουν θέσεις εφόδου μαρτυρούν ότι σ΄ εκείνο το νεκρό, το παγωμένο τοπίο, υπάρχει ζωή. Μια ζωή, όπου σε λίγο θα έστηνε χορό με το θάνατο. Είμαστε όλοι νηστικοί από μέρες και αποδεκατισμένοι από προηγούμενες μάχες, μα η πίστη μας είναι ακλόνητη. Το Γκολέμι πρέπει να αλωθεί. Πρέπει να πέσει.

Το χωριό Γκολέμι και ύψωμα Γκολέμι-1410 στη Βορ.Ήπειρο (Η φωτογραφία του Αγαθ. Παναγούλια)
Έξι η ώρα. Οι σάλπιγγες και οι καρδιές του Συντάγματος χτυπούν επίθεση. «Του αϊτού ο γιός» και μια λέξη που βγήκε από τα στήθη όλων μας, κι έγινε βουή, βροντή και αστραπή έφτασε ως την κορυφή, κάνοντας τους Ιταλούς να τρέμουν: «Αέρα…α…α…». Σκυφτοί, και με βήμα ταχύ, προχωράμε προς την κορυφή. Έξι η ώρα. Οι σάλπιγγες και οι καρδιές του Συντάγματος χτυπούν επίθεση. «Του αϊτού ο γιός» και μια λέξη που βγήκε από τα στήθη όλων μας, κι έγινε βουή, βροντή και αστραπή έφτασε ως την κορυφή, κάνοντας τους Ιταλούς να τρέμουν: «Αέρα…α…α…». Σκυφτοί, και με βήμα ταχύ, προχωράμε προς την κορυφή. Δίπλα 
μου βρίσκεται ο γεμιστής μου, ο Σπύρος ο Ασημακόπουλος, και φίλος μου και συμπατριώτης.
Τα πυροβόλα, οι όλμοι, και όλη η σύγχρονη εγκληματική πολεμική μηχανή, μαζί με τα αεροπλάνα, σκορπάνε το θάνατο παντού. Η σημαία του Συντάγματος πρώτη, κυματίζει γεμάτη φοβέρα γι΄ αυτούς που θέλουν να πατήσουν τη γη μας. Είναι οι απόγονοι των Ρωμαίων και των Βενετών κατακτητών. Αυτό ο Έλληνας δε θα το ξεχάσει ποτέ.
Ξαφνικά, μέσα στο μεθύσι της μάχης, στο χορό του θανάτου, που από αιώνες ο Έλληνας ξέρει να χορεύει τόσο καλά, χάσαμε από κοντά μας τη σημαία του Συντάγματος. Χτυπήθηκε ο σημαιοφόρος και η σημαία είχε πέσει στο χιόνι. Ορμάει ο λοχίας ο Κατσάμπας να την πάρει και να τη σηκώσει ψηλά αλλά χτυπιέται κατακούτελα το παλικάρι.
Ένα δάκρυ κυλάει από τα μάτια του Αλβανομάχου. Παίρνει βαθιά ανάσα και συνεχίζει παρακάτω.
Εγώ, μάρτυρας της θυσίας των παλικαριών, προσπαθώ με το πολυβόλο μου να εξουδετερώσω το εχθρικό πολυβόλο που ξέκανε τους συντρόφους μου. Αμέσως τρέχει ο ανθυπολοχαγός Μανωλόπουλος. Με κόπο ξεκόλλησε το κοντάρι από τα χέρια του νεκρού Κατσάμπα.
Είχαμε φτάσει κοντά στην κορυφή. Μα η σημαία μας; Τι έγινε πάλι η σημαία; Ήτανε στα μέσα του βουνού, μπηγμένη μεσ΄ στο χιόνι κάπως γερτά. Μεσίστια, ναι για το θάνατο των παλικαριών, για την θυσία των γιγάντων. Την κρατούσε σφιχτά ο μπρούμυτα πεσμένος και νεκρός ανθυπολοχαγός Μανωλόπουλος.
Στο βραδινό προσκλητήριο του λόχου οι απόντες ήταν πολλοί. Μεταξύ των άλλων, ήταν ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Γεώργιος Μανωλόπουλος, ο έφεδρος λοχίας Κωσταντίνος Κατσάμπας, ο στρατιώτης Σπυρίδων Ασημακόπουλος του Δημητρίου. Όλοι τους, καλεσμένοι για να δειπνήσουν στα πλούσια τραπέζια του Πλούτωνα, έπιναν στην υγεία της αθάνατης πατρίδας μας. Αισθάνονταν όμως χαρούμενοι αφού είχαν εκτελέσει το καθήκον τους.*(*σ.σ. Στο βιβλίο «ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΙ ΝΕΚΡΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ 1940-1945»ΓΕΣ/ΔΥΣ αναφέρεται: “Ασημακόπουλος Σπυρίδων του Δημητρίου, Στρατιώτης:Γεννήθηκε στη Φρουσιούνα Άργους το 1912, του 8ου ΣΠ. Φονεύθηκε στη μάχη Λεκντούσι (ΝΔ Τελεμπενίου στις 30 Δεκεμβρίου 1940”  άρα η σκληρή μαχη έγινε στην αναφερόμενη τοποθεσία και ημερομηνία όπως συμπεραίνεται ότι ο Μιχάλης Μπουχούτσος ανήκε στο 8ο Σύνταγμα Πεζικού Ναυπλίου το οποίο ανήκε στην IVη Μεραρχία. Το Σύνταγμα αυτό δραστηριοποιήθηκε στην περιοχή της Ηπείρου και ειδικότερα στους τομείς Αργυροκάστρου – Λιμποχόβου – Πρεμετής – Κλεισούρας και ήταν από τις ελάχιστες μονάδες, που συμπτύχθηκαν με τάξη μετά την οπισθοχώρηση και τη συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς. Έτσι στις 2.5.1941 έφτασε στη Ναύπακτο και στις 9/10.4.1941 διεκπεραιώθηκε στην Πελοπόννησο (Ψαθόπυργο), όπου και διαλύθηκε.
Οι αναφερόμενοι άλλοι δύο νεκροί δεν αναφέρονται στο βιβλίο ΓΕΣ/ΔΙΣ είτε διότι μπορεί να τραυματίστηκαν και επέζησαν, είτε (που είναι και το πιθανότερο), από παράληψη .


Για το Μιχάλη ο πόλεμος είχε τελειώσει. Τα πόδια του ήταν μελανά και πρησμένα από τα κρυοπαγήματα. Το δεξί μάλιστα ήταν χτυπημένο και είχε ένα γόνατο χάλια.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που τραυματιζόταν. Σε κάποια άλλη μάχη χτυπήθηκε στο στήθος από θραύσματα χειροβομβίδας. Την ίδια στιγμή έσκασε μπροστά του μια επιθετική χειροβομβίδα, η οποία με την εκτυφλωτική λάμψη της τον πείραξε στα μάτια. Για να γιατρευτεί χρειάστηκε να παραμείνει δεκαπέντε μέρες στα μετόπισθεν. Όταν ξαναγύρισε στην πρώτη γραμμή, η όρασή του ήταν μειωμένη, γεγονός που θα τον ακολουθούσε σε όλη του τη ζωή.
Τούτη τη φορά όμως τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά. Είχε χάσει πάρα πολύ αίμα ώσπου οι τραυματιοφορείς να σπάσουν τη γραμμή του πυρός και να κατορθώσουν να τον μαζέψουν και να του επιδέσουν τα τραύματα.
Τώρα, μεσ΄ στο τρένο της επιστροφής, ζεστός όπως ήταν και με το ρυθμικό κούνημα του βαγονιού, τον πήρε ο ύπνος. Ένας ύπνος ταραγμένος, γεμάτος από τις πρόσφατες εικόνες της φρίκης του πολέμου.
Θυμόταν με πόση χαρά πήγαιναν τραγουδώντας όλοι μαζί οι φαντάροι στο μέτωπο. Δεν είχαν πάρει στα σοβαρά τους μακαρονάδες. Πίστευαν ότι ο πόλεμος δε θα έφερνε δυστυχία αλλά θα παραχωρούσε τη θέση του σε μια νέα τάξη πραγμάτων, όπου όλοι οι Έλληνες θα είχαν μια θέση στον ήλιο και θα σταματούσαν επιτέλους να είναι κολίγοι.
Οι Ιταλοί από τη πλευρά τους, νόμιζαν πως δε θα πολεμούσαν. Θυμόταν ότι στη Χιμάρα, όπου έφτασαν οι φουκαράδες, με ποδήλατα που είχαν συμπαγή λάστιχα και με 
κιθάρες κρεμασμένες στην πλάτη τους, ότι πίστευαν ότι η Λαϊδα με την Ασπασία είχαν αφήσει άξιες αντικαταστάτριες στα σύνορα. Δυστυχώς όμως τα όνειρα, τα ποδήλατα, οι κιθάρες και τα κορμιά έμειναν εκεί, στοιβαγμένοι σωροί, για να θυμίζουν σε όσους επέζησαν και μπόρεσαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους το αυτονόητο. Πως η κάθε χώρα, και ιδιαίτερα η Ελλάδα, υπερασπίζεται την τιμή και την υπόληψή της με αγώνες και πολύ αίμα.
Φευγαλέα πέρασε από το μυαλό του μια βραδιά περιπολίας, όταν είδε από μακριά κάτι να μαυρίζει μεσ΄ στο χιόνι. Φώναξε δυο τρεις φορές «αλτ» αλλά τίποτε. Από το φόβο του νόμισε ότι κάποιος προχωρούσε προς τα΄ πάνω του, πυροβόλησε και σήκωσε τις προφυλακές στο πόδι. Εκείνες, με τη σειρά τους, απάντησαν με πυρά. Έφτασε κοντά, με προτεταμένο το όπλο, και τότε διαπίστωσε ότι πράγματι ήταν ένας Ιταλός, που είχε παγώσει με το οπλοπολυβόλο στο χέρι. Είδε και έπαθε να του το ξεκολλήσει από τα χέρια του. Ήταν ολοκαίνουργιο. Άφησε το δικό του, που ήταν παλιό, και πήρε το άλλο.


Μια βραδιά περιπολίας κοντά στη Δοβρουτσάνη μετά την κατάληψη της περιοχής από τα ελληνικά στρατεύματα. Ο Μιχάλης σαν υποδεκανέας είχε βγει αρχηγός περιπόλου με άλλους τρεις φαντάρους προκειμένου να ελέγξει τα επάνω σπίτια που ήταν στην άκρη του χωριού μήπως με το πέσιμο της νύχτας είχαν παρισφύσει οι Ιταλοί προκειμένου να αιφνιδιάσουν με το χάραμα τους λόχους προκαταλήψεων μας.
Ήταν μια νύχτα σκοτεινή, παγερή και γεμάτη φόβο σ΄ένα περιβάλλον τελείως άγνωστο που το περπατούσαν για πρώτη φορά και μάλιστα νύχτα. Το χιόνι είχε σταματήσει πρίν από λίγο τρίζοντας κάτω από τις αρβύλες τους μ΄εκείνο το χαρακτηριστικό του χιονιού τρίξιμο σαν να τους φοβέριζε ο χιονιάς με τις αραιές χιονονιφάδες που τους έστελνε στο πρόσωπο λέγοντάς τους πως εδώ είμαι και σε λίγο θα τα σκεπάσω όλα και πράγματι δεν άργησε να πέφτει πυκνό χιόνι 
τόσο πυκνό που η περίπολος δεν μπορούσε να δει στο ένα μέτρο, λες και ο δημιουργός αποφάσισε εκείνη τη νύχτα να σκεπάσει με το πέπλο του χιονιού όλα τα δεινά του πολέμου και να δείξει την άλλη μέρα έναν κόσμο πιο λευκό πιο καθαρό. Έτσι αποφάσισαν ψιθυριστά μέσα στη νεκρή φύση που δεν ακουγόταν ούτε αλύχτημα σκύλου να μπουν στο πρώτο σπίτι που βρήκαν μπροστά τους φοβούμενοι από την έλλειψη ορατότητας να μην χάσουν τον προσανατολισμό τους. Έσπρωξαν μια ξύλινη χαμηλή πόρτα και κείνη τη στιγμή από το σούρσιμό ακούστηκε το γάβγισμα του σκύλου.
Ο Μιχάλης προχώρησε μπροστά σαν αρχηγός της περιπόλου αλλά και εξοικειωμένος με τα σκυλιά γνωρίζοντας τη συμπεριφορά τους έφθασε μέχρι το κατώφλι της ξύλινης πόρτας του καλυβιού χτύπησε δυο τρεις φορές, άκουσε μέσα βήματα μετά από λίγο ξαναχτύπησε κι εκείνη τη στιγμή η πόρτα ανοίγοντας  η πόρτα βγήκε κρατώντας ένα λυχνάρι ένας άντρας μάλλον κοντός και αδύνατος. Ο Μιχάλης τον κοίταξε καλά ερευνώντας τον ίδιον αλλά και το χώρο που μπήκαν ο άντρας ήταν Έλληνας βορειοηπειρώτης φάνηκε από τα άπταιστα ελληνικά του, καλησπερίζοντάς τους και λέγοντάς τους να περάσουν μέσα. Ήταν από τα χωριά της αλύτρωτης βορείου Ηπείρου που τα συμφέροντα των δυτικών την έριξαν στη αγκαλιά των Αλβανών.
Έχω μια αδερφή
Κουκλίτσα αληθινή
Τη λένε βόρειο Ήπειρο
Την αγαπώ πολύ
Δεν θα ήταν πάνω από σαράντα πέντε χρονών αλλά έμοιαζε είκοσι χρόνια μεγαλύτερος η σκλαβιά οι κακουχίες και ο πόλεμος είχαν προσθέσει χρόνους στο πρόσωπο και στο κορμί του βορειοηπειρώτη. Ο άντρας τους κοίταξε διστακτικά τους είπε να καθίσουν στα σκαμνιά, έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Μέσα στο δωμάτιο, γιατί ένα δωμάτιο ήταν όλο κι όλο γύρω στα 5Χ8 παρόμοια 
κατασκευή με το καλύβι του Σπυρολέκα, μόνο που εδώ ήταν πολύ χειρότερα γιατί μέσα σ΄ αυτό το χώρο που ήταν και υπνοδωμάτιο υπήρχε και μια αγελάδα που προφανώς την είχε για να οργανώνει τα χωράφια του να του κάνει κανά μοσχαράκι αλλά και να του δίνει και το γάλα της. Στα μεγάλα κέρατά της είχανε κουρνιάσει δύο κότες και ένας κόκορας. Πιο πέρα στη γωνία ήταν κι ένας μεγάλος χρυσοκόκκινος σωρός με ξερό καλαμπόκι προφανώς το είχαν για να ξεχειμωνιάσουν ζώα και άνθρωποι. Οι φαντάροι μόλις είδαν τα ξερά καλαμπόκια μη εξαιρουμένου και του Μιχάλη πήραν από ένα(μία ντόντα) και άρχισαν να τρώνε τα έτρωγαν με τέτοια όρεξη σαν να ήταν χλωρά και ψημένα στα κάρβουνα. Ο Ηπειρώτης κατάλαβε ότι είχαν μέρες να φάνε σηκώθηκε, έπιασε τον κόκορα τον έσφαξε τον μάδησε και τον έβαλε αμέσως στην κατσαρόλα τους έδωσε να ποιούν και ένα τσίπουρο και ο Μιχάλης τον ρώτησε τι γινόταν με τους Ιταλούς που μπορεί να βρίσκονταν και ποιο ήταν το ηθικό τους, ο άντρας χαμογέλασε, τους είπε μη φοβάστε αυτοί έχουν σκαπετήσει(είχαν φύγει μακριά).





 Αφού έφαγαν και τον κόκορα αισθάνθηκαν πολύ καλύτερα και άρχισαν το κουβεντολόι, ο Ηπειρώτης όμως ήταν σκεπτικός και να είχε το μυαλό του κάπου αλλού, σαν κάτι να τον βασάνιζε, όπου για μια στιγμή ένας θόρυβος κάτι να τον βασάνιζε, όπου για μια στιγμή ένας θόρυβος κάτι σαν σούρσιμο σαν ανακάτεμα οπότε με έκπληξή τους είδαν το σωρό των αραποσιτιών να κουνιέται πλησίασαν με παρατεταμένα τα όπλα ανακατεύοντας το σωρό με τις κάνες των όπλων και τι να δουν δυο γυναίκες κρυμμένες τη μάνα και την κόρη μέσα στο αραποσίτι, ο άντρας βρήκε δικαιολογία και τους είπε ότι δεν ήξερε ποιοι θα μπουν στο σπίτι του δηλ. αν ήταν Ιταλοί ή Έλληνες και γι΄ αυτό τις έκρυψε, πιστεύω όμως πως ο άνθρωπος φύλαγε τα ρούχα του από κάθε εισβολέα μέσα στη νύχτα έστω κι αν αυτοί ήταν Έλληνες. Οι γυναίκες είχαν μείνει αρκετή ώρα ακίνητες και κάποια από τις δύο κουνήθηκε με αποτέλεσμα να φανερωθούν.

 Οι άντρες μόλις 
τις είδαν συνήλθαν και άρχισαν να τις περιεργάζονται. Η μάνα δεν θα ήταν πάνω από τριάντα πέντε και η τσούπα γύρω στα δεκαεπτά. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και κάτι σιγοψιθύρισαν πλησίασαν τον υποδεκανέα και προφανώς του είπαν αυτό που είχαν συζητήσει και σκεπτόντουσαν να κάνουν. Ο Μιχάλης προέτεινε αμέσως αγριεμένος το αυτόματο λέγοντας τους ότι θα τους κάνει κομμάτια, τους είπε να γυρίσουν προς την πόρτα και να ξεκουμπιστούν προς τα έξω διότι περνούσε και η ώρα της περιπόλου. Μετά από ξεκούραση και καλό φαγητό βοηθούντος και του τσίπουρου.
Μόλις είδαν τις γυναίκες ξύπνησε μέσα τους το κτήνος ξεχνώντας όρκους θρησκείας, πατρίδας και οικογένειας. Λησμόνησαν και αυτή την ταπεινή φιλοξενία που έγινε έστω κάτω από την παρουσία των όπλων παραβλέποντας και αυτή την ομογένεια της φυλής πολεμώντας για τα ίδια ιδανικά της ελευθερίας, εκείνο που τους ενδιέφερε ήταν να ικανοποιήσουν το κτήνος που εβρυχάτο μέσα τους επιβεβαίωνε το ραντεβού τους με το θάνατο που παραμόνευε σε κάθε βήμα τους εκεί στους μακρινούς αλλά αδελφικούς τόπους τηςΒόρειας Ηπείρου. 
Ο Μιχάλης εκείνη τη στιγμή υπερασπιζόταν την τιμή και την υπόληψη της μάνας του, της κάθε μάνας και της αδελφής του, της Βασίλως Ελληνίδας ή ξένης διότι η τιμή και η υπόληψη δεν είναι προνόμια κάποιου λαού αλλά παγκόσμια ευλογία και καθήκον των λαών της γης, προκειμένου η ωραιότης να σώσει τον κόσμο.
Ξανάφερε στη μνήμη του την πρώτη φορά που τραυματίστηκε στο στήθος. 


Ήταν απόγευμα. Το ιταλικό πυροβολικό τους είχε καθηλώσει για ώρα μέσα σε μια ρεματιά. Εκεί όπως χτυπήθηκε, έμεινε. Έριζα σ΄ ένα μεγάλο λιθάρι, με το φως του μειωμένο, από την επιθετική χειροβομβίδα που είχε εκραγεί μπροστά του.
Μόλις σουρούπωσε καλά και σταμάτησε να χτυπά το πυροβολικό, σηκώθηκε αργά. Τρεκλίζοντας έφτασε στο κάτω 
μέρος της ρεματιάς, όπου κύλαγε νερό. Τον έκαιγε η δίψα από το τραύμα. Τον έτσουζαν και τον πονούσαν τα μάτια του. Έσκυψε και γέμισε τη χούφτα του. Το νερό ήταν γλυκό και κρύο. Ήπιε, όσο δεν είχε πιει ποτέ στη ζωή του. Έριξε αρκετό στα μάτια του και αποτραβήχτηκε πάλι στο λιθάρι για να περάσει τη νύχτα. Κρύωνε όμως πολύ. Έσκαψε με την ξιφολόγχη του σιγά σιγά μια γούβα. Εκεί, μαζεμένος σαν τον ασβό κάτω από το λιθάρι, πέρασε ξάγρυπνος όλη τη νύχτα. Κοντά του άκουγε βογκητά από άλλους συμπολεμιστές του. Δεν μπόρεσε όμως να τους βοηθήσει.
Μόλις ξημέρωσε καλά, όσοι είχαν επιβιώσει, τρόμαξαν από την εικόνα που αντίκρισαν. Όλη η ρεματιά ήταν γεμάτη από σκοτωμένους στρατιώτες και μουλάρια. Αίμα παντού. Γι΄αυτό το νερό που έτρεχε στο βάθος της ρεματιάς ήταν γλυκό.
Με αυτές αλλά και με πολλές άλλες εφιαλτικές αναμνήσεις ταξίδευε τώρα με το τρένο για το νότο. Μόνη παρηγοριά του ότι θα ξανάβλεπε σύντομα τους δύο πιο αγαπημένους του ανθρώπους: τη γυναίκα του και το γιο του.
Όλα όσα πέρασε φαίνονταν μακριά. Έμοιαζαν με ένα κακό όνειρο. Που να  ΄ξερε ότι το όνειρο αυτό θα το κουβαλούσε μέσα του όλη την υπόλοιπη ζωή του;
Εκείνες τις δύσκολες στιγμές στη δύνη του πολέμου που ο Μιχάλης πολεμούσε πάνω στα Αλβανικά βουνά , η Ολυμπία έδιωξε από το σπίτι την Αλεξάνδρα διότι όπως της είπε δεν είχε να της πληρώσει τα ενοίκια.
Έτσι λοιπόν την πέταξε κυριολεκτικά στο δρόμο με ένα παιδί στην αγκαλιά σε ξένο τόπο.
Εκείνη την εποχή σχεδόν το κάθε σπίτι είχε έναν άνθρωπο στον πόλεμο μιας και είχε κηρυχθεί γενική επιστράτευση. Έτσι η γη είχε μείνει στα χέρια των πιο μεγάλων και των πολύ μικρών η φτώχεια και η δυστυχία είχε κατακλύσει όλη τη Νεμέα καθώς και όλη την Ελλάδα.
Η Ολυμπία για να κλείσει μερικά από τα ενοίκια, κράτησε της Αλεξάνδρας ένα κρεβάτι μόνο, η οποία μέσα 
στο πόνο και την οργή της δεν μπόρεσε να κρατήσει μια κατάρα λέγοντας της: «όπως με διώχνεις να σε διώξουν, και από το κρεβάτι που μου κρατάς να μην σηκωθούν οι άρρωστοι!» (αυτή ήταν μια στιγμή αδυναμίας της Αλεξάνδρας).
Η Αλεξάνδρα με την βοήθεια κάποιων φίλων βρήκε ένα σπιτάκι ψηλά στον Αϊ Νικόλα, πάντα στην συνοικία των Ταξιαρχών, διότι η Νεμέα τότε και σήμερα χωρίζεται σε δύο συνοικίες Ταξιαρχών και Εισοδίων.
Ήταν το σπίτι κάποιου τσοπάνη ονόματι Παπουτσή, ο οποίος έμενε στη στάνη. Ο άνθρωπος ήταν καλός και το ενοίκιο υποτυπώδες.
Ακριβώς δίπλα ήταν το σπίτι του Μπάρμπα-Γιάννη του Σιδέρη με τις επτά θυγατέρες.
Ο μπάρμπα- Γιάννης ήταν ένας τύπος μποέμ, χαρτοπαίκτης και καλοπροαίρετος με αρκετή περιουσία και καλή καρδιά.
Εκεί πέρασε τέσσερα χρόνια ο πρώτος γιος της Αλεξάνδρας μέσα στις φιλόξενες αγκαλιές της Σοφίας, της Βικτωρίας, της Ουρανίας και των άλλων κοριτσιών που είχαν αναλάβει και την διατροφή του.


Η Αλεξάνδρα ειδοποιήθηκε από το 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο, μέσω της Χωροφυλακής της Νεμέας, ότο άνδρας της ήταν τραυματίας. Με αγωνία, την επόμενη κιόλας μέρα, έφτασε στο νοσοκομείο.
Ο χώρος του νοσοκομείου πλημμύριζε από ζωή και θάνατο. Δυο χρώματα ξεχώριζαν: το άσπρο και το χακί. Οι διάδρομοί του ήταν γεμάτοι, στην κυριολεξία, από πεταμένα κορμιά φαντάρων. Όσοι μπορούσαν να σέρνονται είχαν μαζευτεί στις γωνίες. Τα πρόσωπά τους παρέμεναν ανέκφραστα. Δεν είχαν ζήσει και λίγα τους προηγούμενους μήνες.
Ο Μιχάλης ήταν από τους προνομιούχους φαντάρους. Βρισκόταν σε κρεβάτι. Οι νοσοκόμες και οι νοσοκόμοι, τρέχοντας σαν τις μέλισσες, πηγαινοέρχονταν στους διαδρόμους και στους θαλάμους.
Ντυμένη με μια καπαρντίνα η Αλεξάνδρα, επιβλητική με τα γυαλιά της αλλά και ανήσυχη, ερευνούσε τα πονεμένα πρόσωπα που ήταν στα κρεβάτια. Κάθε τόσο παραμέριζε κάνοντας  χώρος για να περάσει κάποια νοσοκόμα. Έντρομη κάποια στιγμή είδε ένα ένα νοσοκόμο, ο οποίος κρατούσε στα χέρια του ένα πόδι πάνω από το γόνατο. Μόλις το είχαν αφαιρέσει από κάποιον δύστυχο φαντάρο. Κρύβοντας το πρόσωπό της έβαλε τα κλάματα.
Δεν πρόλαβε να συνέλθει από το πρώτο σοκ όταν είδε να παρελαύνουν από μπροστά της και άλλα πόδια κομμένα. Τα κρυοπαγήματα φαίνεται πως είχαν κυριολεκτικά αποδεκατίσει το στρατό.
Στις συζητήσεις που έκαναν χαμηλόφωνα τα συγγενικά πρόσωπα των φαντάρων σε κάποιες γωνίες του νοσοκομείου διάχυτη ήταν η πεποίθηση ότι η Πέμπτη φάλαγγα είχε εισχωρήσει στα νοσοκομεία και έκοβε τα πόδια των στρατιωτών για να αχρηστεύσει το ελληνικό στράτευμα. Η ίδια δεν μπορούσε να πιστέψει κάτι τέτοιο. Και αυτό γιατί δεν νόμιζε πως υπήρχε έστω και ένας Έλληνας γιατρός που θα του περνούσε από το μυαλό να διαπράξει αυτό το ανοσιούργημα.
Η Αλεξάνδρα περνούσε με αγωνία από τους διαδρόμους, ψάχνοντας μέσα στα φασκιωμένα πρόσωπα, τα δεμένα χέρια, τα πόδια και τα κορμιά, σ΄ αυτόν τον πανικό του πόνου, του αίματος και των βογκητών, να βρει το Μιχάλη. Τον προσπέρασε όμως χωρίς να τον καταλάβει. Ξαφνικά άκουσε μια ξεψυχισμένη φωνή.
-Αλεξάνδρα…
Γύρισε αργά, κοίταξε και τι να δει; Ένα πρόσωπο κοκαλιάρικο, ταλαιπωρημένο, με γενειάδα και δύο πόδια τυλιγμένα με γάζες ήταν αντίκρυ της.
Από τα μάτια και το μέτωπο αναγνώρισε τον άνδρα της. Μια φωνή ξέφυγε απ΄το λαρύγγι της, γεμάτη έκπληξη και φόβο για αυτό που έβλεπε.
-Μιχαλη; Του είπε με τρυφερότητα.
Έσκυψε, του έσφιξε τα χέρια του, χάιδεψε το πρόσωπό του και τον φίλησε απαλά. Εκείνος, γεμάτος από ευτυχία, δακρυσμένος και φευγάτος από την κόλαση, της είπε χαμογελώντας αδύναμα.
-Μην με πλησιάζεις γιατί θα σε γεμίσω ψείρες.

Επισκευές στην Διώρυγα της Κορίνθου από τις καταστροφές μετά τον πόλεμο.... Φωτογραφία David Seymour το 1948

Κουβέντιασαν αρκετή ώρα. Της διηγήθηκε με λεπτομέρεια τι είχε συμβεί. Κάθε τόσο της χάιδευε τα μαλλιά της. Έπειτα της ανέφερε τι ακριβώς του είχαν πει οι γιατροί. Δεν μπορούσε όμως να διαβάσει το πινάκιο που ήταν κρεμασμένο μπροστά από το κρεβάτι του. Σ΄ αυτό σημειωνόταν ότι είχε διαμπερές τραύμα από αριστερό γόνατο και κρυοπαγήματα τρίτου βαθμού. Αυτό σήμαινε, σύμφωνα με τα μέτρα των γιατρών, κόψιμο και των δύο ποδιών του.
Κρύος ιδρώτας έλουσε το πρόσωπο της Αλεξάνδρας όταν κατάλαβε τι περίμενε τον άντρα της.
-Μιχάλη μπορείς να σηκωθείς; Τον ρώτησε.
-Μπορώ, της είπε εκείνος.
-Τότε σήκω να σε πάρω από εδώ μέσα γιατί κινδυνεύεις να σου κόψουν τα πόδια.
Τον βοήθησε να σηκωθεί και, υποβαστάζοντας τον ελαφρά, τον κατέβασε από τη σκάλα της υπηρεσίας και τον μετέφερε στη Νεμέα.
Εκεί, άρχισε να τον περιποιείται καθημερινά με κομπρέσες, ποδόλουτρα και ό, τι άλλο της συνέστησαν οι γιατροί. Σιγά σιγά άρχισε να καλυτερεύει η κατάσταση της υγείας του.
Ύστερα από τέσσερις περίπου μήνες, όταν οι Γερμανοί πάτησαν το πόδι τους στην Ελλάδα, πάτησε και ο Μιχάλης, σταθερά πλέον, τα πόδια του στο χώμα. Για να ζήσει την οικογένειά του άρχισε να ψάχνει για δουλειά.



Γεώργιος Δημ. Κατσούλης

Ο πρώτος Νεκρός Νεμεάτης Ήρωας του 1940


Γεώργιος Δημ. Κατσούλης

Ο Γεώργιος Δημητρίου Κατσούλης, αγρότης στο επάγγελμα, ήταν ο πρώτος Νεμεάτης ήρωας που έπεσε ηρωικά μαχόμενος στις 16-11-1940 στο ύψωμα Βουλγάρα, στις Χουλιαράτες. Γεννήθηκε στη Νεμέα το 1914 και ήταν 26 χρονών όταν έφυγε από την ζωή. Το κείμενο που ακολουθεί στηρίχτηκε σε μαρτυρία της μητέρας μου Γεωργίας Γαστουνιώτη το γένος Κατσάμπα και το αφιερώνω στη μνήμη του πατέρα μου Παναγιώτη Γαστουνιώτη που έχασα προσφάτως, γιατί στην πραγματικότητα συναισθάνεσαι τον πόνο των άλλων μόνο όταν έχεις χάσει ένα δικό σου αγαπημένο πρόσωπο. Αυτό το αναφέρω ως αναγκαία προϋπόθεση για να κατανοήσετε το κείμενο που ακολουθεί.
Μετά την κήρυξη του πολέμου στις 28 Οκτωβρίου του 1940, όλοι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες, έστειλαν τα παιδιά και τους άντρες τους στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας για να πολεμήσουν τον εχθρό. Κάθε βράδυ ο ιερέας έκανε παρακλήσεις και όλοι μαζί προσεύχονταν  για να γυρίσουν τα παιδιά στις μάνες και οι άντρες στις γυναίκες και τα παιδιά τους. Ένα από αυτά τα παιδιά ήταν και ο Γεώργιος Κατσούλης  του Δημητρίου και της Μαρίας, αδερφός της γιαγιάς μου της Παγώνας, που έφυγε για το μέτωπο μαζί με άλλους Νεμεάτες με το «χαμόγελο στα χείλη».
Ένα από εκείνα τα βράδια, όπου όλη η Νεμέα ήταν στην εκκλησία για την καθημερινή παράκληση διαδραματίστηκε μία από τις τραγικότερες ιστορίες του πολέμου. Καθώς είχαν αρχίσει όλοι αλλάζει συνεχώς χέρια. Το διαβάζουν βουβά με το λιγοστό φως από τις τρεμάμενες φλόγες των κεριών που φωτίζουν τ΄ ανήσυχα τώρα πια πρόσωπα. Το λιβάνι, τα καντήλια, οι Άγιοι με τα ορθάνοικτα μάτια που λες και θέλουν να «δραπετεύσουν»  απ΄ τους τοίχους, η γκρίνια των ξενυχτισμένων παιδιών, συνθέτουν ένα σκηνικό αρχαίας τραγωδίας. Το γράμμα συνεχίζει να αλλάζει χέρια, η άσχημη είδηση περνάει σε όλους, εκτός από την γιαγιά μου που ακόμα δεν είχε καταλάβει τίποτε. Αυτό το είχε γράψει κάποιος Νεμεάτης στρατιώτης που πολεμούσε στην Αλβανία μαζί με τον αδελφό της γιαγιάς μου. Επειδή τότε απαγορευόταν λόγω πολέμου να γράφουν τα γεγονότα όπως ήταν , περιέγραφαν τα όσα συνέβαιναν με συνθηματικούς όρους. Αυτό το γράμμα έγραφε «Είδα τον Γιώργο τον Κατσούλη να πίνει καφέ στο καφενείο του Βέλη» Όλοι τότε κατάλαβαν την τραγικότητα του μηνύματος.



Ο Βελής δηλαδή ο Ρέμπελος, ο πατέρας του σημερινού Σπύρου Ρέμπελου, ήταν ο μοναδικός που είχε σπίτι δίπλα στο νεκροταφείο. Το σπίτι αυτό, ήταν μοναχικό και ξεχασμένο από τ΄άλλα της πόλης, γιατί κάτω από το σημερινό Γυμνάσιο δεν υπήρχαν καθόλου σπίτια παρά μονάχα αυτό. Όταν λοιπόν οι Νεμεάτες ήθελαν να διακωμωδήσουν τον θάνατο, έλεγαν «Θα συναντηθούμε στου Βελή».
Αυτό ήθελε να πει το γράμμα που ακόμη άλλαζε χέρια μέσα στην εκκλησία και συνοδευόταν από την αμηχανία τη λύπη, την απόγνωση, την πίκρα. Όλοι πια είχαν καταλάβει . Ο Γιώργος…ο Γιώργος ο Κατσούλης ήταν νεκρός. Άρχισαν να κοιτάζονται μεταξύ τους και όλοι μαζί κοιτούσαν με συμπόνια τη γιαγιά μου. Ξαφνικά εκείνη σηκώνει το κεφάλι και συνειδητοποιεί  όλα εκείνα τα βλέμματα που συνεχίζουν να την κοιτάνε επίμονα. Μια φευγαλέα σκέψη… όχι….όχι δεν είναι μπορεί, δεν θέλει να καταλάβει, δεν θέλει να πιστέψει, δεν είναι αλήθεια, δεν μπορεί να είναι. Οι ψαλμωδίες σταματάνε. Ο παπάς κοιτάζει αμήχανα το ποίμνιό του, ο ψάλτης κλείνει το Προσευχητάριο και μια κραυγή τους διαπερνά όλους ανατρέποντας την κατανυχτική ατμόσφαιρα.»Τι με κοιτάτε μωρέ όλοι; Τι έχω; Τι έγινε και δε μου το λέτε; Το παιδί; Το παιδί μου; Ο Γιώργος μου;» Κανείς δεν της απάντησε. Έσκυψαν το κεφάλι και κρατώντας την γερά οι γυναίκες την έβγαλαν έξω από τον ναό πηγαίνοντάς την σπίτι.
Την άλλη μέρα πάνω από την πόλη είχε απλωθεί ο θάνατος, η ανησυχία, η θλίψη, τα δάκρυα και οι σπαραγμοί των γυναικών. Στη χωμάτινη πλατεία χαμηλόφωνα συνομιλούσαν οι πρωινοί θαμώνες των καφενείων. Γιατί, γιατί ο πόλεμος έλεγαν. Τα πρώτα μαγαζιά άνοιγαν τα ρολά τους, ενώ η καμπάνα πένθιμα άρχισε να χτυπάει θυμίζοντας σε όλους ότι πια τίποτα δεν θα ήταν πιο σίγουρο απ΄ότι ο θάνατος. Ο Γιώργος ήταν ο πρώτος νεκρός, ο πρώτος ήρωας μιας πόλης που θα θρηνούσε δυστυχώς ακόμη κι άλλους πολλούς.
Η μητέρα μου η Γεωργία Γαστουνιώτη το γένος Κατσάμπα, πήρε το ονομά του για να τιμήσει την μνήμη του, την μνήμη εκείνου που η μοίρα ήθελε να νυμφευθεί τη δόξα της πατρίδας, τη δόξα της μικρή μας πόλης. 
σ.σ. 1*[*Το ύψωμα "Βουλγάρα" που εφονεύθη ο Γεώργιος Δημ. Κατσούλης ανήκει στην Ελληνική επικράτεια, στον νομό Ιωαννίνων, κατά πάσα πιθανότητα δεν έχουν περισυλλογεί  τα οστά του, διότι το Κράτος μας είναι άτιμο προς τους νεκρούς Έλληνες που έπεσαν υπέρ πατρίδος!(Βλ. ανάλογη περίπτωση στην "ανάρτηση"045)]

σ.σ. 2 *(* σ.σ. Στο αναφερόμενο βιβλίο στο κεφάλαιο «Οι Νεκροί Νεμεάτες ΄Ήρωες του 1940» αναφέρονται κάποιοι νεκροί που δεν αναφέρονται στο βιβλίο του ΓΕΣ/ΔΙΣ οι:
-Τσαβαλάς Γεώργιος του Αποστόλου γεννήθηκε το 1916. Φονεύθηκε στη μάχη της Χειμάρρας.
-Καρκούλας Νικόλαοςτου Γεωργίου από το χωριό Αρχαίες Κλεωνές.
-Αεροπόρος Χρηστάκος Νικόλαος του Σταύρου και Μαρίας,. Επισμηνίας. Γεννήθηκε στο Κούτσι Κορινθίας το έτος 1919. Επιλαχών Σχολής Ικάρων. Φονεύτηκε στο Ελ Αλαμέιν Αφρικής την 9η Ιουλίου 1942 σε αερομαχία.
-Αεροπόρος Οικονόμου Νικόλαος του Μιχαήλ, από την Νεμέα. Ανθυποσμηναγός. Γεννήθηκε το 1922 στη Νεμέα Κορινθίας. Το Νοέμβριο του 1939 εισήλθε στη σχολή Τεχνικών Αεροπορίας. Αποφοίτησε το Φεβρουάριο του 1941 και ονομάστηκε μόνιμος Σμηνίας ραδ/στής εδάφους πήρε ειδικότητα ιπτάμενου Α/Τα-Π/Λ. Σκοτώθηκε κατά την εκτέλεση πολεμικής αποστολής ρίψεως εφοδίων.
-Αεροπόρος Νανόπουλος Σπύρος από το χωριό Λεόντιο Σκοτώθηκε το 40-41 σε αερομαχία.)


Κόρινθος. Γερμανοί αξιωματικοί και διπλωματικοί υπάλληλοι κατά διαστήματα έκλεψαν πολλά αρχαία από το μουσείο της πόλης

ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΝΥΧΤΑ, ξημέρωμα Δευτέρας τις 28 του Οκτώβρη του 1940.
Έτσι και στην Κόρινθο, γέμισαν οι δρόμοι, οι πλατείες και τα ξέφωτα από ένα κόσμο(που είχε γευτεί αρκετά τον πάγο και το ρετσινόλαδο του πατριώτη του Μανιαδάκη) αποφασισμένο να παλέψει μ΄ όλα τα μέσα για να μην σκλαβωθεί από τον Ιταλικό φασισμό. Στην αγροτική συνοικία Τσακώνια, γίνεται πανζουρλισμός. Τα σπίτια σημαιοστολίστηκαν, πέραση πρώτη αναμπουμπούλα, υπερνικήθηκε η σαστιμάρα και ο φόβος, σταμάτησε η αμηχανία και ο λαϊκός οργανοπαίχτης-μπουζουξής ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΑΚΗΣ, άρχισε με την κρυστάλλινη φωνή του και με το μπουζούκι του να τραγουδά:
«Στη στεριά δε ζει το ψάρι,
ουτ΄ ανθός στην αμμουδιά
κι οι Σουλιώτισσες δε ζούμε
δίχως την ελευθεριά».
Στο άκουσμα του χορού του Ζαλόγγου, μεθάει…ο κόσμος και πιάνει το χορό-Δεν περιγράφεται τι έγινε.
«Δεν θα περάσουν οι μακαρονάδες», ακούγεται να λέει μια φωνή «ΟΧΙ, δεν θα περάσουν-απαντά η λαοθάλασσα. Ξεχνιούνται τα πάθη και τα μίση, σφιχταγκαλιάζεται ο κόσμος, κλαίει και τραγουδά.
Οι άντρες δεν έμοιαζαν με το χτεσινό εαυτό τους. Φαίνονταν σαν νάχανε ψηλώσει. Στις μορφές των γυναικών χαθεί η αβρότητα. Σ΄ όλων τα πρόσωπά σφιγγόταν η απόφαση και η οργή και η περιφρόνηση στον πολλαπλάσιο εισβολέα και στα εκατομμύρια λόγχες του.
Οι Έλληνες τρέχουν μ΄ όλα τα μέσα να παρουσιαστούν στα κέντρα εκπαίδευσης, στους στρατώνες, στη Χωροφυλακή, στην Αστυνομία-κατακλύζονται τα γραφεία, οι έδρες των Συνταγμάτων-οι επιτετραμμένοι Αξιωματικοί για την επιστράτευση συνιστούν σ΄ όσους δεν είχε εκκληθεί η κλάση τους να γυρίσουν στα σπίτια τους. Αγανακτισμένοι ζητούσαν να τους πάρουν εθελοντές.
Κατά τις 12 η ώρα το μεσημέρι, τα Ιταλικά αεροπλάνα κάνουν την εμφανισή τους στον Ελληνικό χώρο και επιχειρούν ανεπιτυχώς να γκρεμίσουν τη γέφυρα του Ισθμού της Κορίνθου.
Τα αντιαεροπορικά μας πυροβόλα βάλλουν ακατάπαυστα, αλλά όλες οι οβίδες τους σκάζουνε πολύ πιο κάτω απ΄ τα Ιταλικά αεροπλάνα. Και τούτο, όχι γιατί δεν έκαναν καλές βολές οι χειριστές τους, αλλά γιατί τα αντιαεροπορικά μας πυροβόλα ήταν άχρηστα-είχαν εσκεμμένα μικρό βεληνεκές. Και μόνον τα εύστοχα πυρά ενός ταχυκίνητου Ελληνικού Πολεμικού πλοίου, που βρισκόταν εν πλω- σε πορεία ζικ-ζακ- στον Κορινθιακό κόλπο, μεταξύ Λουτρακίου και Κορίνθου, ανάγκασαν τους Ιταλούς μακαρονάδες να ρίξουν τις βόμβες τους στη θάλασσα.
Ο κόσμος που βρέθηκε εκείνη την ημέρα στην παραλία ξέσπασε σε παρατεταμένα χειροκροτήματα και σε ζητωκραυγές-ήταν οι πρώτες κανονιές που άκουσε-Του άναψαν τα αίματα, μούντζωνε τ΄ αεροπλάνα, έβριζε και καταριότανε.
«ΚΑΤΑΡΑ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ, ΚΑΤΑΡΑ»
Μέρα με τη μέρα, η μέθη πλάταινε, ο παροξυσμός αυξανόταν, η πεισμωμένη οργή του λαού για το φασίστα εισβολέα μεγάλωνε και τράνευε.
Δεκάδες εθελοντές και εθελόντριες-  κάθε ηλικίας-παρουσιάζονταν στα κατά τα τόπους στρατολογικά γραφεία, για να πάνε να πολεμήσουν ή να προσφέρουν οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία στα μετόπισθεν.
Μεταξύ των πρωτοπόρων εθελοντών και εθελοντριών από την πόλη της Κορίνθου, που έγιναν και δεκτές οι αιτήσεις τους, όχι φυσικά για το μέτωπο, λόγω της μικρής ηλικίας τους (17-19 χρονών), ήταν και του Δημήτρη Κ. Μαυραγάνη, αγρότη, Δημήτρη Πρέσβελου μαθητή Γυμνασίου, Μιχάλη Χελιώτη μαθητή Γυμνασίου, Στάθη Ι. Τσερώνη μαθητή Γυμνασίου και στελέχους της ΟΚΝΕ, Ομοσπονδίας Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας που εν στολή υπηρέτησαν στην Αεράμυνα των Αθηνών, με έδρα το 250 Δημοτικό σχολείο στο Γαλάτσι. Δεκτές έγιναν επίσης και οι αιτήσεις των εθελοντριών για Νοσακόμες, της Αγγελικής Κ. Μαυραγάνη (Τζέκου), Νίτσας Δ. Κουτάτζη(Τσαμαντά) και Όλγας Σουρτζοπούλου (Ελένη).
Ομαδικά κατέβαιναν απ΄ τα χωριά τους οι αγρότες στην Κόρινθο, Άργος, Ναύπλιο, Νεμέα, Κιάτο και Λουτράκι και δίχως βαρυγκώμια, παράδιδαν τα ζώα τους-άλογα και μουλάρια- στους επιτετραμμένους Αξιωματικούς της επίταξης για να σταλούν στο μέτωπο για μεταγωγικά. Πολλοί αγρότες δήλωναν ότι ακολουθούν τα ζώα τους εθελοντές-ημιονηγοί. Και πράγματι τα ακολούθησαν στην πρώτη γραμμή και γύρισαν πίσω οι περισσότεροι, κρατώντας από τα χαλινάρια τα ίδια τους τα ζώα.



Οι δρόμοι είχαν πλημμυρίσει από ταλαιπωρημένους στρατιώτες-ήρωες και ανάμεσά τους τραυματίες με επιδέσμους.
Φρίκη επικρατούσε στο σιδηροδρομικό σταθμό Πελοποννήσου.
Σκοτωμός για μια θέση μέσα, ή έξω, και πάνω από το τρένο.
Στις 24 Απριλίου 1941 ο Γλύξμπουργκ και η τεταρτοαυγουστιανή κλίκα το σκάνε για το εξωτερικό.
Γυρίζοντας(από εντεταλμένη υπηρεσία) στην έδρα του λόχου της παθητικής Αεράμυνας που υπηρετούσα (25ο Δημοτικό Σχολείο Γαλάτσι Αθήνα) βρήκα σχεδόν τους τελευταίους συναδέλφους που βιαστικά μαζεύανε τα πράγματά τους, κατόπιν διαταγής για να φύγουν για τα σπίτια τους.
Μάζεψα γρήγορα κθ εγώ τα πραγματά μου, πήγα στην αποθήκη για να μου δώσουν κάτι για φαϊ, μα κανένας δεν υπήρχε, τα είχαν όλα εγκαταλείψει.
Πήρα κονσέρβες, ξεκρέμασα ένα αυτόματο «Στάγες», πήρα σφαίρες και ξεκίνησα για το σταθμό Πελοποννήσου αλλά βρέθηκα στα Λιόσια.
Ανέβηκα σ΄ ένα αυτοκίνητο Εγγλέζικο που πήγαινε μαζί με άλλα για το Ναύπλιο, αλλά στα Μέγαρα απέξω γίνηκε μακελειό.
Μας επιτέθηκαν τα γερμανικά αεροπλάνα καθέτου εφορμήσεως (Στούκας) και είχαμε πολλούς νεκρούς και τραυματίες έκαψαν και 4 αυτοκίνητα.
Ανέβηκα  στα Μέγαρα σ΄ ένα τρένο κατάμεστο από φαντάρους και πολίτες, αλλά φτάνοντας δυο χιλιόμετρα έξω από το σιδηροδρομικό σταθμά Κορίνθου, κοντά στις μπαρουταποθήκες, από το ακρωτήριο Ιρέον (μίτικα Περαχώρας) εμφανίστηκαν περίπου 30 γερμανικά αεροπλάνα «Στούκας» και έως ότου πηδήσουμε από το τρένο βομβάρδισαν τον Σιδηροδρομικό σταθμό Κορίνθου, που εκείνη την ώρα μέσα, κατά παράβαση εστάθμευε μια αμαξοστοιχία γεμάτη στρατό και πολίτες.
Το τι έγινε, δεν είναι δυνατόν να περιγράψει ετούτη η πένα, όσο κθ αν προσπαθήσει.
Ο απολογισμός του βομβαρδισμού βαρύς, πάνω από 400 νεκροί και τραυματίες.
Χέρια πόδια και ακέφαλα κορμιά, σάρκες, είχαν εκσφενδονιστεί μέχρι την παραλία και έξω από το σταθμό στην άσφαλτο.
Το θέαμα ήταν ανατριχιαστικό.
Το αίμα κύλαγε ποτάμι-φρίκη.
Δεκάδες πλακωμένοι κάτω από τα ξύλα και τις λαμαρίνες φώναζαν βοήθεια και πέθαιναν γιατί δεν ήταν δυνατό για να σωθούν. *(*σ.σ. Στο τρένο που βομβαρδίστηκε εβρίσκετο  και ο Κων/νος Μητσοτάκης (όπως έχει αναφέρει σε συνέντευξη του),σε βαγόνι που έτυχε να μην  βομβαρδιστεί!!!)
Ο λαός της Κορίνθου πάλεψε με όλες του τις δυνάμεις και σύσσωμος επρόσφερε αίμα άφθονο και ότι άλλο εχρειάστηκε.
Τα σχολεία και τα ξενοδοχεία Κορίνθου, Λουτρακίου, είχανε μετατραπεί σε νοσοκομειακές μονάδες από την αρχή του πολέμου.
Παράλληλα τα γερμανικά αεροπλάνα στούκας, γάζωναν, βομβάρδιζαν τις αγγλικές μηχανοκίνητες συμμαχικές δυνάμεις στους δρόμους Αθηνών –Κορίνθου-Πάτρας.
Στο δρόμο Κορίνθου-Πάτρας και στο ύψος του παγοποιείου έπεσαν πολλές βόμβες, και μία εξ αυτών, έπεσε μπροστά στην του σπιτιού του Σπύρου και Βάσως Μαυραγάμη και σκότωσε τον Δημήτρη Μπαλτά, και τραυμάτισε πολλούς άλλους.
Η Κόρινθος εβομβαρδίζετο και επολιβολείτο συνεχώς από τα γερμανικά αεροπλάνα καθέτου εφορμήσεως «Στούκας» γιατί αποτελούσε το αναγκαίο πέρασμα των Αγγλικών συμμαχικών δυνάμεων που υποχωρούσαν προς τα λιμάνια Ναυπλίου, Καλαμάτας και Μάνης, για να επιβιβαστούν στα Αγγλικά και Ελληνικά πλοία που τους περίμεναν.
Στις 27 του Απρίλη του 1941 τα γερμανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν την Αθήνα και παρελαύνουν στους άδειους από κόσμο δρόμους της, και η χιτλερική σημαία υψώνεται στην Ακρόπολη.
Την ίδια μέρα 27 του Απρίλη πέφτουν κατά εκατοντάδες οι αλεξιπτωτιστές του Φον Λίστ, στον Ισθμό Κορίνθου καθώς και στα χωριά: Καλαμάκι, Κυρά Βρύση, και Ξυλοκέριζα και γίνονται σκληρές μάχες.
Οι Άγγλοι την ίδια μέρα γκρεμίζουν τη γέφυρα του Ισθμού και στη συνέχεια δίνουν σκληρές μάχες, οδομαχίες μέσα στην Κόρινθο με τους γερμανούς αλεξιπτωτιστές και τελικά υποχωρούν με μεγάλες απώλειες σε νεκρούς και αιχμαλώτους, και οι γερμανοί υψώνουν τη σημαία τους στο Δημαρχείο Κορίνθου και στο Δικαστικά Μέγαρο ενώ τα Στούκας με τις σειρήνες τους δημιουργούν πανικό.
Στην μάχη, με συμπολεμιστές μου τους Άγγλους και με τον αείμνηστο Μπάρμπα Παύλο Μουζάκη και μ΄ ένα Γιάννη χωροφύλακα από το Μάθε Αποκορώνου Κρήτης, πολέμησα τους γερμανούς αλεξιπτωτιστές που έπεφτεν στην γύρω περιοχή «Νταμάρι» προτού ακόμα πατήσουν πάνοπλοι το ποδάρι τους στη γη.
Το «Νταμάρι» αυτό την εποχή εκείνη που οι Άγγλοι είχανε στη γούβα του ένα καμουφλαρισμένο αντιαεροπορικό, και δύο ταχυβόλα ήταν δεξιά του αυτοκινητόδρομου από Κόρινθο προς Αθήνα και στο ύψος περίπου της σημερινής δεύτερης αερογέφυρας.
Κι ενώ η μάχη εμαίνετο άγρια και φονική με υπεροχή των Γερμανών, εγκαταλείψαμε όλοι το Νταμάρι και πήγαμε προς Κόρινθο.
Εγώ τράβηξα για το σπίτι μου που η μάνα και τ΄ αδέρφια μου το είχανε εγκαταλείψει λόγω των βομβαρδισμών, έβαλα τα στρατιωτικά ρούχα, έκρυψα προσωρινά μέσα στα άχυρα το Τόμικαν, και ένα Γκόλτς περίστροφο που είχα, και τράβηξα σιγά –σιγά και προφυλαχτικά και έφτασα στο κέντρο της Κορίνθου και είδα κάτι που αηδίασα, και θα αηδιάζω όσο ζώ.
Ενώ το αίμα έτρεχε από τους τραυματίες Άγγλους αιχμαλώτους που οι Γερμανοί τους είχαν καθιστούς στο πεζοδρόμιο του Δικαστικού Μεγάρου Κορίνθου, που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το παντοπωλείο Νικολόπουλο-από το δεύτερο όροφο του ιδίου χτιρίου ένα νέο ανδρόγυνο, άνοιξε την πόρτα, κατέβηκε στο πεζοδρόμια, και ώθησε ένα αγγελούδι να προσφέρει μια ανθοδέσμη στους εχθρούς.
Το αίμα μου ανέβηκε στο κεφάλι, γύρισα και τους έριξα μια ματιά γεμάτη μίσος.
Την ίδια στιγμή οι γερμανοί έφεραν με μια μαύρη λιμουζίνα τον τότε δήμαρχο Κορίνθου, Παπαδόπουλο που τους άνοιξε τη δημαρχία και ύψωσαν τη σημαία τους.
Το ίδιο έκαναν και στο δικαστικό Μέγαρο Κορίνθου.
Πικραμένος όσο ποτέ άλλοτε πήρα το δρόμο για το σπίτι μου.
Στην Λεωφόρο Β. Σοφίας 36 βρίσκω ένα αυτοκίνητο εγγλέζικο παρατημένο, παίρνω 6 όπλα μακρύκαννα 2 τόμσον και ένα κιβώτιο σιδερένιο με σφαίρες, και παρά το βάρος τους πέταξα σαν αϊτός.
Πήρα ένα ξινάρι και άνοιξα μέσα στο στάβλο του σπιτιού μας του σπιτιού μας μια γούβα βαθειά, τύλιξα προσεκτικά τα όπλα με πανιά, βρεγμένα με λάδι βρασμένο, τα έθαψα και σκόρπισα προσεκτικά την κοπριά από πάνω και
ΟΡΚΙΣΤΗΚΑ
ότι μια μέρα με τα όπλα αυτά η οικογένεια της Αικατερίνης χήρας Κ. Μαυραγάνη να πολεμήσει τους εχθρούς.
ΕΤΣΙ ΚΑΙ ΕΓΙΝΕ
Ταυτόχρονα με την κατάληψη της Κορίνθου η μεραρχία του Αδόλφου Χίτλερ πέρασε από το στενό του Ρίου και κατέλαβε την Πάτρα δίχως μάχη.
Οι αγγλικές μονάδες σε πλήρη διάλυση αλλά μαχόμενος φεύγουν προς τα νοτιότερα λιμάνια να επιβιβαστούν σε πλοία που τους περιμένουν.
Στο λιμάνι του Ναυπλίου τα «Στούκας» βομβαρδίζουν και βουλιάζουν πάνω από 20 μικρά και μεγάλα ποία εγγλέζικα και Ελληνικά αλλά ο Φον Λιστ δεν κατορθώνει να εξοντώσει όλες τις συμμαχικές δυνάμεις. Πολλά καράβια με στρατό έφτασαν στην Κρήτη. Στην πόρτα της φυλακής Ακροναυπλίας πέφτει μια βόμβα, ευτυχώς, δίχως να εκραγεί, γιατί μέσα σ΄ αυτή οι τεταρτοαυγουστιανοί προδότες, ακόμα και μες στην κοσμοχαλασιά αυτή κρατούσαν τους κομμουνιστές για να τους παραδώσουν στους καταχτητές.
Στις 29 του Απρίλη του 1941 οι Γερμανοί μπαίνουν στην Τρίπολη, και την 1η Μαϊου καταλαμβάνουν την Καλαμάτα-όλη την Ελλάδα εκτός της Κρήτης.




Φωτ.:Ιταλο-Ελληνικό λεξικό με τις κύριες λέξεις και φράσεις που θα μπορούσε ένας Ιταλός να συνεννοηθεί με ένα Έλληνα κατά τον "Περίπατο" τους στην ιερή γη μας. Μοιράστηκε στις πολυπληθείς ορδές των κακέκτυπων ιταμών νεοκαισάρων, τους Ιταλούς, στην Βόρεια Ήπειρο το 1941 θεωρώντας οτι στην ευαγγελιζόμενη χιλιετή επικυριαρχία επί της γης των αρχεκάκων, θα έπρεπε να ξέρουν κάποιες λέξεις Ελληνικές ώστε να χαριεντίζονται με τους υποτίθεται "ελεύθερους"και συνάμα δούλους Έλληνες! Ο πολεμιστής Δεκανέας ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΩΤΗΡΗΣ του 514 Τ.Π. ,το λαφυραγώγησε για τεκμήριο στην ιστορία της ες αει αναισχυντίας τους!

Κάτοικοι του Ξυλοκάστρου καλωσορίζουν τους Εγγλέζους με λουλούδια και με χαλιά στρωμένα στους δρόμους,γράφει η λεζάντα της φωτογραφίας που βλέπουμε στην εφημερίδα.



Ο Μητροπολιτικός Ναός του Απόστολου Παύλου.
ΟΙ ΣΦΑΓΗ 300 ΙΤΑΛΩΝ ΣΤΟΝ ΙΣΘΜΟ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ-ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Τριακόσιοι Ιταλοί στρατιώτες, κρατούμενοι των πρώην συμμάχων τους, δολοφονήθηκαν το 1944 από τους Ναζί στην Κόρινθο. Σύμφωνα, πράγματι, με πληροφορίες που δημοσιεύτηκαν  στον ιταλικό Τύπο, τον Οκτώβριο του 44΄στις αρχές του μήνα, οι Ναζί με καταπόντισαν στη διώρυγα ένα τρένο, 40 περίπου βαγόνια με κρατούμενους. Ανάμεσά τους υπήρχαν και 300, ίσως και περισσότεροι, Ιταλοί.
          Η νέα αυτή σφαγή που έρχεται να συμπληρώσει τη μακάβρια λίστα με τους αγνοούμενους Ιταλούς στρατιώτες που βρέθηκαν σε ομαδικούς τάφους στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως Λεόπολη,  και στο Ντούμλιν της Πολωνίας , βρίσκεται ήδη στα χέρια των ανακριτών του Ιταλικού υπουργείου Εθνικής Αμύνης.
          Σύμφωνα με την εφημερίδα Ουνιτά, στοιχεία για την σφαγή δίνει για πρώτη φορά η ελληνική εφημερίδα της Πάτρας ΗΜΕΡΑ, το 1951. Πιο συγκεκριμένα ο δημοσιογράφος Νίκος Πολίτης δημοσιεύει τότε μία συνέντευξη με τον μηχανοδηγό του μοιραίου τρένου Τάκη Παπαγγελόπουλο, ο οποίος και του διηγείται ανατριχιαστικές λεπτομέρειες.
          Ο μηχανοδηγός, ο οποίος για να ξεπεράσει το σοκ νοσηλεύτηκε αργότερα σε νευρολογική κλινική, περιγράφει την «πτώση» των 120 μέτρων του τρένου με μία μόνο λέξη: Φρίκη!! Σώματα, σίδερα και μαζί εκρήξεις, φαίνεται ότι το τρένο μετέφερε και πυρομαχικά, είναι ότ,τι έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη του.
          Πιθανότατα οι δολοφονημένοι στρατιώτες είναι οι επιζώντες της Κεφαλλονιάς, από τον γνωστό αποδεκατισμό των ιταλικών διμοιριών στο νησί.
                             Από την Πατρινή εφημερίδα ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ

                                      ΤΡΙΤΗ 16.2.1988.




«…Τριακόσιοι Ιταλοί στρατιώτες,δολοφονήθηκαν το 1944 από τους Ναζί στην Κόρινθο.
 Ήμουν στο Αίγιο εκείνη την ημέρα. Με φωνάξανε να οδηγήσω ένα τρένο με καμμιά σαρανταριά βαγόνια. Μέχρι την Κόρινθο, μου΄ πανε. Δεν ήξερα από πού ήρθε. Σε πολλά βαγόνια είχε ιταλούς αιχμαλώτους. Ήταν πάνω από 250 ίσως θάταν 270-280. ‘Αλλοι κουβεντιάζανε σιγά-σιγά, άλλοι σιγοτραγουδούσανε. Όταν τους είδα στο σταθμό. Στην αρχή δεν ήθελα να πάω. Ήμουν κουρασμένος. Είχα μέρες να κοιμηθώ καλά από την πολλή υπηρεσία. Μα δεν υπήρχε άλλος. Οι Γερμανοί που συνοδεύανε το τρένο φαινότανε βιαστικοί.
          Όταν ανεβήκαμε στη μηχανή, κάθησαν δύο κοντά μου με τα όπλα στο χέρι. Σ΄ όλο το ταξίδι, λέγανε, λέγανε… 
Φαίνεται ότι δεν συμφωνούσαν. Όλο κουβεντιάζανε κι  όλο κοιτάζανε ανήσυχα κι απ΄ τις δύο μεριές του δρόμου. Κοντά στην Ακράτα με νοήματα μου  ΄δωσαν να καταλάβω ότι η γραμμή σε κάποιο σημείο ήταν χαλασμένη.
 Εγώ το ΄ξερα αυτό και πέρασα από κει το τρένο με «βήμα πεζού». Κοντεύαμε να φθάσουμε στην Κόρινθο, όταν μου δώσανε διαταγή να τραβήξω για τον Ισθμό.
 Γνώριζα ότι η γέφυρα ήταν κομμένη κι άρχισα να σκέφτομαι, τι θέλουν να κάμουν. Αυτοί όλο και με πρόσεχαν περισσότερο. Τα πιστόλια δεν τα ΄βαλαν στην τσέπη τους. Καμιά φορά, με μισά ελληνικά που ήξερε ο ένας, με μισά ιταλικά που ήξερε ο άλλος και με χειρονομίες μ΄ έκαναν να καταλάβω τι «καταστροφή» θέλανε να κάμουν.
 Μου ΄πανε να λιγοστέψω την ταχύτητα για  να πηδήξουμε κάτω, όταν θα πλησιάζαμε εκεί που ήταν κομμένη η γραμμή και ν΄ αφήσουμε το τραίνο να πάη στο γκρεμό. Έτσι και έγινε…
…Όταν πήδησα απ΄ τη μηχανή, έτρεξα προς τα πίσω.
 Έκλεισα τα μάτια μου να μην δω την καταστροφή.
 Άκουσα την κουτρουβάλα που έκαναν τα βαγόνια. Σκέφτεσαι 120 μέτρα ύψος!
 Αυτοί οι άνθρωποι, δηλαδή, που ήταν μέσα πήγαν από συγκοπή στον αέρα.
 Τους Γερμανούς τους έχασα. Άκουσα εκρήξεις, σωστές βροντές.
 Χώματα να κατρακυλάνε. Φρίκη!! Σώματα, σίδερα και μαζί εκρήξεις.
 Έλεγα πως ήρθε η «συντέλεια» του κόσμου…Γύρισα από κει ποδαρόδρομο μέχρι την Πάτρα.
Τριακόσιοι Ιταλοί στρατιώτες, δολοφονήθηκαν από τους Ναζί στην Κόρινθο.Πιθανότατα είναι οι επιζώντες της Κεφαλλονιάς.
Για να ξεπεράσω το σοκ νοσηλεύτηκα αργότερα σε νευρολογική κλινική.
Αλλά ακόμα και τώρα ξυπνώ καμμιά φορά, μούσκεμα απο τον ιδρώτα μες στην μαύρη νύχτα.
Βρίσκομαι μέσα στο τραίνο αλλά δεν προλαβαίνω να πηδήξω και πέφτω μαζί με τις τριακόσιες ψυχές στην θάλασσα.
Ο ένας πάνω στον άλλο με την φρίκη στα μάτια καθώς διαλύονται τα βαγόνια στην επιφάνεια της θάλασσας.
Σπασμένο ξύλο,σίδερο,φωτιά και διαμελισμένα κορμία στον πάτο της θάλασσας και ύστερα το χώμα να έρχεται να σφραγίζει τον υδάτινο τάφο.
Ξυπνώ απότομα και το στήθος μου βαρύ σαν να με έχει πλακώσει φορτηγό.φωνές και εκρήξεις ακόμα αντηχούν στα αυτιά μου.
Μέχρι το τέλος της ζωής μου δεν ξαναπέρασα απο τον ισθμό.
Με λένε Τάκη. Ήμουν στο Αίγιο εκείνη την ημέρα. Με φωνάξανε να οδηγήσω ένα τρένο με τριακόσιες ψυχές,στον ισθμό».



Από το Βιβλίο του Ιταλού Φράνκο Ρομάνο «Μια απέραντη αγάπη- Ο τελευταίος πόλεμος στην Ελλάδα 1941-44» -2004

"Οι Γερμανοί δεν παρέλειψαν, εγκαταλείποντας το Ναύπλιο, να αφήσουν ένα ενθύμιο στις 14 Σεπτέμβρη 1944. Έβαλαν νάρκες στο λιμάνι και σε. μερικά σπίτια και στις έντεκα ο αξιωματικός της τελευταίας περιπολίας ανατίναξε το λιμάνι προκαλώντας μερική καταστροφή. Καταστράφηκε το υδραυλικό και αποχετευτικό δίκτυο, με αποτέλεσμα να ξεχυθούν τα λύματα γεμίζοντας για αρκετές μέρες με αηδιαστικές οσμές όλο τον περιβάλλοντα χώρο. ‘Εκαναν όμως και μια άλλη εγκληματική πράξη, κατά τη στιγμή της αναχώρησής τους από την Κόρινθο, στις 3 Οκτωβρίου 1944, στις δώδεκα και τριάντα ακριβώς. Εκκένωσαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης από τους Ιταλούς κρατούμενους και τους εξαπάτησαν λέγοντας ότι θα τους έστελναν πίσω στην Ιταλία μόλις να εγκατέλειπαν την Ελλάδα. Τους ανέβασαν στο τρένο, σπρώχνοντάς τους για να χωρέσουν όλοι. Στη συνέχεια, οδήγησαν το τρένο -αφού πρώτα τοποθέτησαν νάρκες- πάνω στη γέφυρα. Μόλις κατέβηκε ο οδηγός και οι βοηθοί, το ανατίναξαν. Οι καρότσες έπεσαν στο κανάλι, αναποδογύρισαν και το έφραξαν τελείως. ‘Ηταν μια εκατόμβη νεκρών. Από τούς χίλιους εξακόσιους και περισσότερους στρατιώτες, δε σώθηκε κανένας. Αυτό ήταν το τελευταίο κατόρθωμα του γερμανικού αρχηγείου. Τώρα μπορούσαν να αποχωρήσουν περήφανοι… Ανάμεσα σ’ αυτούς θα ήμουν κι εγώ, αν δεν είχα κατορθώσει να το σκάσω."

Σημείωση
 Η ανατίναξη του ισθμού έγινε στις 3 Οκτωβρίου 1944
Το 1941 οι Άγγλοι ανατίναξαν τις γέφυρες για να καθυστερήσουν τη διέλευση των Γερμανών.Η αποκατάσταση της διώρυγας κράτησε μέχρι το 1948, οπότε έγινε πάλι δυνατή η διέλευση πλοίων.

ΠΗΓΕΣ
el.wikipedia.org
http://www.pasoipa.org.gr
http://autochthonesellhnes.blogspot.gr
http://www.korinthos.gr
rozosotiris.blogspot.g

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου