«Ου παντός πλειν εις Κόρινθον», είχε επισημάνει ο Στράβων, δεν μπορούσε δηλαδή ο καθένας να ζήσει στην Κόρινθο («Γεωγραφικά», VIII, 378).Γιατί η κόρινθος στην όπως στην ελληνική έτσι και στην ρωμαική της φάση είναι ''αφνειός'' δηλαδή πλούσια.Απαιτεί έξοδα και ενέχει παρεκτροπές.
-Οτι μπορεί να κάνει το μυαλό μας να ξε-blogg-άρει!!!
by Ap.Sfirakis
Ενα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, αρχαιολογικής και οικονομικής, αρχαίο μνημείο της Αρχαϊκής Εποχής (6ου αιώνα π.Χ.), εντοπίστηκε από το Τμήμα Πολιτιστικής Κληρονομιάς και Αρχαιοτήτων της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, στα χέρια αρχαιοκάπηλου στη Νεμέα Κορινθίας. Πρόκειται για κεφαλή Κούρου, μεγαλύτερη του φυσικού μεγέθους (40 εκ), με σωζόμενο τμήμα λαιμού, με αστραγαλωτή κόμμωση, από ασβεστόλιθο ή πωρόλιθο, προερχόμενη από αρχαίο επαρχιακό εργαστήριο, που σύμφωνα με τους ειδικούς που την εξέτασαν την καθιστά μοναδικής αρχαιολογικής αξίας. Για την υπόθεση συνελήφθη την Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2019, στη Νεμέα ένας 49χρονος, που κατείχε παράνομα το αρχαίο μνημείο, το οποίο είχε κρύψει ανάμεσα σε πέτρες σε αγροτική οδό.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, ο συλληφθείς ημεδαπός αναζητούσε αγοραστές με σκοπό την πώληση του αρχαίου μνημείου έναντι 500.000 ευρώ. Οι αστυνομικοί, οι οποίοι είχαν πληροφορίες, τον εντόπισαν, τον παγίδευσαν και κατάφεραν να τον συλλάβουν και να βρουν τον Κούρο.
Το αρχαίο αντικείμενο κατασχέθηκε και επιδείχθηκε στην προϊσταμένη του Τμήματος Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, η οποία γνωμάτευσε ότι εμπίπτει στις προστατευτικές διατάξεις της νομοθεσίας περί προστασίας αρχαιοτήτων. Το κατασχεθέν αντικείμενο φωτογραφήθηκε από συνεργείο της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών και θα παραδοθεί στο Μουσείο της Αρχαίας Κορίνθου.
Ο συλληφθείς, με τη δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος του, οδηγήθηκε στον εισαγγελέα Πρωτοδικών Κορίνθου.
Τον Ιούλιο του 1984, εντοπίστηκε μια αρχαία σαρκοφάγος της πρώιμης αρχαϊκής περιόδου σε σωστική ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε από την Δρ Ελένη Κόρκα, στην περιοχή της Φανερωμένης, κοντά στον οικισμό Χιλιομόδι της Κορινθίας. Μέσα στη σαρκοφάγο, ο γυναικείος σκελετός διατηρήθηκε μαζί με αξιόλογα αφιερώματα και το εσωτερικό της πλάκας ήταν καλυμμένο με μία σύνθεση από δύο λιοντάρια μνημειακού χαρακτήρα. Λόγω της σημασίας του ευρήματος, διεξήχθησαν έρευνες στην περιοχή γύρω από την ανακάλυψη και στη γύρω περιοχή, όπου πιστεύεται ότι βρισκόταν η αρχαία πόλη της Τενέας.
Η πρώτη συστηματική έρευνα στην περιοχή, άρχισε το 2013 υπό την διεύθυνση της Δρ Ελένης Κόρκα, τώρα Προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοπωλείων και Ιδιωτικών Συλλογών. Περιελάμβανε τη συμμετοχή Ελλήνων και ξένων επιστημόνων, αρχαιολόγων, γεωλόγων και μαθητών. Η έρευνα έφερε στο φως ένα αρχαϊκό νεκροταφείο συνεχούς χρήσης. Το νεκροταφείο είχε οργανωμένους χώρους ταφής με περιβλήματα αρχαϊκής περιόδου που πιστοποιούσαν το μέρος ενός πλούσιου κοιμητηρίου αντάξιου της σπουδαιότητας της πόλη της Τενέας κατά την αρχαϊκή περίοδο- 8ος αιώνας π.Χ. Η Τενέα ήταν η κύρια πόλη της κοιλάδας, βρισκόμενη σε μια στρατηγική θέση που έλεγχε την οδό από το Άργος προς την αρχαία Κόρινθο και το λιμένα Κεγχρεών, που ήταν πολύ δραστήριο τον 8ο π.Χ. αιώνα λόγω της συμμετοχής της Τενέας στον αποικισμό των Συρακουσών. Ο Παυσανίας, ως ταξιδιώτης του δεύτερου αιώνα μ.Χ. έχει γράψει ότι οι κάτοικοι της Τενέας ήταν Τρώες αιχμάλωτοι που μεταφέρθηκαν από την Τένεδο υπό την αρχηγία του Αγαμέμνονα. Ο ιστορικός Στράβων αναφέρει ότι η Τενέα ήταν τόπος όπου ο Κορίνθιος βασιλιάς Πολύβιος ανάθρεψε τον Οιδίποδα. Επιπλέον ο Στράβων, σημειώνει ότι η Τενέα, πριν από την καταστροφή της Κορίνθου από τους Ρωμαίους, είχε γίνει ανεξάρτητη. ΒΙΝΤΕΟ απο Tenea Prjct
Οι ανασκαφικές έρευνες το 2019 στο Χιλιομόδι Κορινθίας, στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «Αρχαίας Τενέας», αποκάλυψαν μέρος του κεντρικού ιστού της πόλης με δημόσια κτίρια συνολικής έκτασης 600 τ.μ. Συγκεκριμένα, ανασκάφηκε τμήμα δημόσιου λουτρικού συγκροτήματος ρωμαϊκών χρόνων, καθώς και μέρος δημόσιου κτιρίου λατρευτικής χρήσης αρχαϊκών χρόνων.
Τα φετινά αρχαιολογικά κατάλοιπα εντοπίστηκαν δυτικά και σε μικρή απόσταση από τις οικιστικές εγκαταστάσεις που ανασκάφηκαν το 2018 και προσφέρουν σημαντικά στοιχεία για τους κεντρικούς δημόσιους χώρους της αρχαίας πόλης. Ταυτόχρονα διενεργήθηκε ευρείας κλίμακας επιφανειακή έρευνα που απέδωσε πολλές καινούργιες πληροφορίες για την τοπογραφία της περιοχής. Μεταξύ των ευρημάτων ξεχωρίζουν ασημένια και χάλκινα νομίσματα της ελληνιστικής περιόδου. Το λουτρό έχει προσανατολισμό Β/Ν. Φέτος διερευνήθηκαν επτά χώροι του, οι οποίοι καλύπτουν έκταση 500 τ.μ. Οι χώροι αυτοί αποτελούν τμήμα μόνο του συνόλου των λουτρικών εγκαταστάσεων, οι οποίες φαίνεται να επεκτείνονται στα νότια και δυτικά του ανεσκαμμένου χώρου.
Συγκεκριμένα, στο βόρειο τμήμα του ανεσκαμμένου χώρου εντοπίστηκαν τρεις κατά σειρά αίθουσες στον άξονα Α/Δ, οι οποίες επικοινωνούν μεταξύ τους με θυραία ανοίγματα και ταυτίζονται με τους θερμούς χώρους του λουτρού (caldarium). Σε όλες διατηρείται το υποδαπέδιο σύστημα θέρμανσης με υπόκαυστα κυκλικής και τετράγωνης διατομής και σε όλες εντοπίζεται στοά εφοδιασμού και καθαρισμού των υποκαύστων (praefurnium). Επιπλέον, πήλινοι αεραγωγοί περιστοιχίζουν εσωτερικά τους τοίχους τους. Στο μεγαλύτερο τμήμα των χώρων διατηρείται σε καλή κατάσταση το υπερυψωμένο δάπεδό τους από πήλινες πλάκες, που σε αρκετά σημεία τους φέρουν διακόσμηση με ερυθρό χρώμα. Τέλος, σε δύο από τις αίθουσες, διαμορφώνονται αψίδες οι οποίες εσωτερικά έχουν υπερυψωμένα τοιχάρια που φέρουν μαρμαροθετήματα. Γενικότερα, σε όλους τους χώρους του λουτρού βρέθηκαν στο στρώμα καταστροφής σπαράγματα μαρμαροθετημάτων και ψηφίδες, γεγονός που καταδεικνύει την πολυτέλεια του συγκροτήματος, το οποίο είχε πολλαπλές φάσεις κατασκευής.
Στο νότιο ανεσκαμμένο τμήμα του συγκροτήματος εντοπίστηκαν τέσσερις αίθουσες. Από αυτές μια φέρει κτιστά θρανία περιμετρικά στους τοίχους της και διατρέχεται από κιονοστοιχεία με κατεύθυνση Α/Δ. Στο δάπεδό της βρέθηκε καταπεσμένο ιωνικό κιονόκρανο και ένας κίονας. Η αίθουσα αυτή επικοινωνεί στα ανατολικά με μια δεύτερη, η οποία φέρει λουτήρες και αυτή με τη σειρά της επικοινωνεί στα βόρεια με το caldarium και στα νότια με κολυμβητική δεξαμενή, της οποίας ένα μόνον τμήμα διερευνήθηκε φέτος. Ανατολικά αποκαλύφθηκε τρίτη αίθουσα, η οποία περιλαμβάνει λουτήρα και εκτεταμένο πήλινο δάπεδο, το οποίο διατηρείται σε εξαιρετικά καλή κατάσταση.
Κάτω από το δάπεδο εντοπίστηκε μολύβδινος αγωγός στην επιφάνεια του οποίου αναγράφεται το όνομα του κατασκευαστή. Η αίθουσα αυτή εκτείνεται σε όλο το μήκος του διερευνηθέντος λουτρικού συγκροτήματος στον άξονα Β/Ν. Στο εσωτερικό της εντοπίστηκε σε στρώμα καταστροφής καταπεσμένο δωρικό κιονόκρανο και κίονας με ραβδώσεις. Τέλος, στο ΝΔ τμήμα του λουτρού βρέθηκε χώρος στον οποίο απολήγει αγωγός απορροής υδάτων που διατρέχει υποδαπέδια τις παραπάνω αίθουσες. Στον τελευταίο αυτό χώρο εντοπίστηκαν αποθέσεις χρηστικών αγγείων ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, κεφαλή πήλινου ειδωλίου, πληθώρα θραυσμάτων γυάλινων μοιροδοχείων, καθώς και αποτμήματα υαλοθετημάτων επάνω σε κονίαμα. Κατά τη διάρκεια της ανασκαφής των λουτρών βρέθηκαν 130 νομίσματα που χρονολογούνται από την ελληνιστική έως και την υστερο-ρωμαϊκή περίοδο. Ορισμένα από αυτά ανήκουν σε νομισματικούς θησαυρούς.
Για την οικόδομηση των παραπάνω εγκαταστάσεων χρησιμοποιήθηκε και αρχιτεκτονικό υλικό αρχαϊκών, κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, το οποίο αποδομήθηκε πιθανότατα από πρωιμότερες μνημειακές κατασκευές που δέσποζαν στο χώρο. Τα αρχιτεκτονικά στοιχεία από κίονες, κιονόκρανα, τρίγλυφα, επιστήλια, γεισίποδες κ.α., καθώς και η κεραμική ελληνιστικών, κλασικών και αρχαϊκών χρόνων στα κατώτερα ανεσκαμμένα στρώματα του λουτρού ενισχύουν την παραπάνω άποψη. Βόρεια του λουτρού, σε άμεση επαφή με αυτό και σε μεγαλύτερο βάθος εντοπίστηκαν εγκαταστάσεις αρχαϊκών χρόνων, που περιλαμβάνουν πηγάδι με εξάγωνο στόμιο, εντός χώρου που ορίζεται από τοίχους σε διάταξη Π. Στο εσωτερικό του χώρου αυτού, σε στρώμα αρχαϊκής κεραμικής, εντοπίστηκε τμήμα μηρού από μαρμάρινο γλυπτό αρχαϊκής περιόδου, κατασκευασμένο από παριανό μάρμαρο, τμήμα γλυπτού από τον ώμο πιθανότατα γυναικείου αγάλματος φυσικού μεγέθους, καθώς και πώρινη πιθανόν εναέτια κεφαλή αλόγου. Αμέσως ανατολικά του πηγαδιού, ανασκάφηκε αποθέτης στο εσωτερικό του οποίου εντοπίστηκε σωρεία κεραμικής του 6ου αι. π.Χ.
Τα ευρήματα είναι κυρίως μικρογραφικά αγγεία, τρία πήλινα ειδώλια αλόγων, ζωόμορφος αρύβαλλος, δακτυλιόσχημος αρύβαλλος με πλαστικό στόμιο που απεικονίζει σειρήνα, αστράγαλος με επίχρισμα ερυθρού χρώματος, δύο σιδερένια ομοιώματα τράπεζας κ.α. Από το εσωτερικό του πηγαδιού το οποίο διερευνήθηκε σε βάθος 15μ. ανασύρθηκε μεγάλη ποσότητα αρχιτεκτονικών μελών αρχαϊκής, κλασικής και ελληνιστικής περιόδου, επιζωγραφισμένες σίμες, βάση μαρμάρινου αγαλματιδίου στο οποίο διατηρείται κεφάλι σκύλου και πόδια ανδρικής μορφής, πιθανόν Μελέαγρου, κορμός αγαλματιδίου γυμνής γυναικείας μορφής, πιθανόν Αφροδίτης, άνω τμήμα γυμνού κορμού μαρμάρινου γυναικείου αγαλματιδίου, πάνω από 60 αμφορείς και οινοχόες, κεραμική από τους αρχαϊκούς έως τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους, νομίσματα ρωμαϊκών και υστερο-ρωμαϊκών χρόνων και μια αιχμή σιδερένιου δόρατος. Τα παραπάνω κατά χώραν κατάλοιπα, σε συνδυασμό με τα κινητά ευρήματα που βρέθηκαν στο εσωτερικό τους, μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι πρόκειται για χώρους τέλεσης λατρείας, που αποτελούν πιθανότατα μέρος ενός μεγαλύτερου δημόσιου αρχαϊκού συγκροτήματος, το οποίο εκτείνεται σε σημεία που δεν έχουν ακόμη διερευνηθεί σε βάθος.
Το πρόγραμμα υποστηρίζεται από διεπιστημονική ομάδα, Αρχαιολόγων, Νομισματολόγων, Ανθρωπολόγων, Τοπογράφων, Αρχιτεκτόνων και Συντηρητών υπό τη Διεύθυνση της αρχαιολόγου Δρ. Έλενα Κόρκα, με φορέα υλοποίησης τη Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και με υπεύθυνη την κ. Π. Ευαγγέλογλου, Αρχαιολόγο της ΕΦΑ Κορινθίας. Για μια ακόμη χρονιά συμμετείχαν φοιτητές από πανεπιστημιακές σχολές της Ελλάδας και του εξωτερικού, οι οποίοι εργάστηκαν και μαθήτευσαν στο πλαίσιο των ερευνητικών εργασιών. Ταυτόχρονα διεξήχθησαν εκπαιδευτικά προγράμματα σε μαθητές γυμνασίου και λυκείου και ξεναγήσεις σε ενήλικες. Η ιχνηλάτηση του παρελθόντος. Είναι ο μόνος σωστός τρόπος να χτίσουμε οικουμενικούς νέους Έλληνες. Η διεύθυνση του προγράμματος ευχαριστεί θερμά για την γενναιόδωρη αρωγή τους, την Περιφέρεια Πελοποννήσου, τον Δήμο Κορινθίων, το Ίδρυμα Π. και Α. Κανελλοπούλου, την εταιρεία Χρ. Τσαούση, MYTILINEOS, Λάβα Α. Ε. Θυγατρική του Ομίλου Ηρακλής. Επίσης ευχαριστούμε το Σωματείο «Φίλοι Αρχαίας Τενέας» και τους κατοίκους του Χιλιομοδίου. Επιπρόσθετα, τους κυρίους Τάκη, Κανέλο, Ξύδη, Ηλία και Χασικίδη που παραχώρησαν τα αγροτεμάχιά τους για τη διεξαγωγή της έρευνας, καθώς και τους κυρίους. Μανούσο και Μαρία Μανουσάκη, Θωμά Αθανασάκο και Παναγιώτα Βουρβουροπούλου για την φιλοξενία των τομεαρχών και συνεργατών-ερευνητών. Τέλος, ευχαριστίες απευθύνονται στην ΓΔΑΠΚ, ΔΙΠΚΑ και ΕΦΑ Κορινθίας καθώς και στη Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαίων και Νεοτέρων Μνημείων, την ΕΦΑ Πόλης Αθηνών, το Νομισματικό Μουσείο και τη Σχολή Τοπογράφων Μηχανικών του Μηχανικών για την υποστήριξή τους. ΥΠ.ΠΟ. ΠΗΓΗ elculture.gr Πηγή βίντεο Tenea Prjct
Το βραβείο «Ευρωπαϊκό Μουσείο της χρονιάς 2020» διεκδικούν δυο ελληνικά μουσεία, όπως έγινε γνωστό πριν από λίγο από το Φόρουμ των Ευρωπαϊκών Μουσείων (European Museum Forum-EMF), που κάνει και την απονομή: το Αρχαιολογικό Μουσείο Αρχαίας Κορίνθου και το Μουσείο ‘Αγγελου Σικελιανού, στη Λευκάδα.
Ο θεσμός του European Museum of the Year Award (EMYA) θεσπίστηκε το 1977 και τελεί υπό την αιγίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης, με στόχο να βραβεύει, σε ετήσια βάση, την καλύτερη μουσειακή πρακτική στην Ευρώπη και να ενθαρρύνει τις καινοτόμες δράσεις στην κοινωνία των μουσείων. Το βραβείο απονέμεται κάθε χρόνο στην ετήσια διάσκεψη του EMF, σε μουσεία που άνοιξαν πρόσφατα ή σε μουσεία με πρόσφατα ανακαινισμένες εκθέσεις. Το 2020 η ετήσια διάσκεψη θα πραγματοποιηθεί στο Κάρντιφ της Ουαλίας, από τις 29 Απριλίου ως τις 2 Μαΐου.
Η οικία Σικελιανού στην οποία στεγάζεται το ομώνυμο μουσείο, αγοράστηκε από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας το 2009. Ανακαινίστηκε και διαμορφώθηκε σε ένα πρωτοποριακό μουσειακό χώρο που παραδόθηκε στο Δήμο Λευκάδας και εγκαινιάστηκε στις 6 Οκτωβρίου 2017. Πρόκειται για έναν ιδιαίτερο μουσείο που δεν εκθέτει απλά ενθυμήματα από τον Αλαφροΐσκιωτο ποιητή αλλά ταξιδεύει τον επισκέπτη σε κάθε πτυχή όχι μόνο της ζωής αλλά και του έργου του μέσα από μια πρωτοποριακή αρχιτεκτονική και μουσειολογική προσέγγιση, έργο μια ομάδας διακεκριμένων επιστημόνων.
Στο χώρο του θα συναντήσει κανείς εκθέματα που αφορούν στη ζωή και το έργο του Σικελιανού, τα οποία πρόσφεραν μεγάλα μουσεία, συλλέκτες και φορείς από όλη την Ελλάδα.
Στο μουσείο υπάρχουν ιδιαίτερα εκθέματα όπως το νυφικό της Άννας και υφαντά της, τα χειροποίητα ρούχα που ύφανε η Εύα για τον εαυτό της και για τις Δελφικές Εορτές, το διαβατήριό της, η πλεξούδα από τα πορφυρά μαλλιά της, σπάνιες εκδόσεις και χειρόγραφα, φωτογραφικό υλικό, ταινίες και ηχογραφημένες απαγγελίες με τη φωνή του ίδιου του ποιητή.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ Το Μουσείο Αρχαίας Κορίνθου κτίστηκε το 1932 για να στεγάσει τα πολυάριθμα αντικείμενα που έφερνε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη. Η ανέγερσή του έγινε από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, με δωρεά της Ada Small Moore.
Το κτήριο σχεδιάστηκε από τον Stuart Thompson, σύμφωνα με τα αρχιτεκτονικά πρότυπα της «Σχολής του Σικάγο». Η δυτική του πτέρυγα προστέθηκε αργότερα, το 1951. Οι χώροι του Μουσείου οργανώθηκαν γύρω από δύο αίθρια, που δίνουν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στο κτήριο. Το διάστημα 2007-2008 έγιναν εργασίες για την αναβάθμιση του Μουσείου, με χρηματοδότηση του Γ΄ ΚΠΣ. Τότε ανακαινίστηκαν οι δύο αίθουσες που στέγαζαν τις προϊστορικές συλλογές και τα ευρήματα από το Ασκληπιείο.
Το 2015 ολοκληρώθηκαν μεγάλης κλίμακας εργασίες στην ανατολική και νότια πτέρυγα. Στους χώρους αυτούς φιλοξενείται πλέον μια νέα έκθεση για την αρχαία Κόρινθο, από τα γεωμετρικά χρόνια μέχρι και την καταστροφή της από τους Ρωμαίους, το 146 π.Χ. Το έργο συγχρηματοδοτήθηκε από το ΕΣΠΑ 2007-2013.
Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε το Διεθνές αρχαιολογικό συνέδριο «Τροία-Τενέα-Ρώμη» στην Κόρινθο.
Διεθνές αρχαιολογικό συνέδριο με θέμα «Τροία-Τενέα-Ρώμη» διοργανώθηκε από τη Διευθύντρια της Συστηματικής Αρχαιολογικής Έρευνας της Αρχαίας Τενέας Δρα Έλενα Κόρκα και το μη κερδοσκοπικό Σωματείο «Φίλοι Αρχαίας Τενέας». Το συνέδριο διεξήχθη την Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2019 στο Δημοτικό Θέατρο Κορίνθου «Θωμάς Θωμαΐδης» (Δαμασκηνού 57). Οι τρεις πόλεις, Τροία-Τενέα-Ρώμη, συνδέονται με ένα κοινό μυθολογικό παρελθόν και η μελέτη τους ως συνόλου θα βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση και ερμηνεία των ιστορικών και αρχαιολογικών δεδομένων τους. Με αφορμή το έτος της Τροίας, καθώς και των σημαντικών αρχαιολογικών ευρημάτων από τις ανασκαφές της αρχαίας Τενέας, διοργανώνεται για πρώτη φορά επιστημονική συνάντηση επί των θεμάτων αυτών. Το συνέδριο ξεκίνησε με ομιλία της Διευθύντριας της Συστηματικής Αρχαιολογικής Έρευνας της Αρχαίας Τενέας Δρα Έλενα Κόρκα και της κας Μαριάννας Βαρδινογιάννη.
Παρευρέθηκαν ο Υφυπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, αρμόδιος για την Έρευνα και την Καινοτομία, Βουλευτής Κορινθίας, κ. Χρίστος Δήμας o Βουλευτής Κορινθίας κ. Νίκος Ταγαράς,η βουλευτής κα. Μαριλένα Σούκουλη-Βιλιάλη, o Αντιπεριφερειάρχης Π.Ε Κορινθίας κ. Αναστάσιος Γκιολής, ο Δήμαρχος Κορινθίων κ. Βασίλης Νανόπουλος, η Αντιπεριφερειάρχης Πελοποννήσου για θέματα Παιδείας – Πολιτισμού κα. Αθηνά Κόρκα-Κώνστα, ο Δρ. Απόστολος Παπαφωτίου. Mε το Αρχαιολογικό Συνέδριο «Τροία-Τενέα-Ρώμη», δόθηκε για πρώτη φορά η δυνατότητα άμεσης επικοινωνίας και ανταλλαγής απόψεων αναφορικά με τη σύνδεση των τριών πόλεων, σε Έλληνες και ξένους μελετητές των τομέων της αρχαιολογίας, της αρχιτεκτονικής, της αρχαιομετρίας, καθώς και σε εμπειρογνώμονες της πολιτιστικής επικοινωνίας και των πολιτιστικών διαδρομών, της διαχείρισης μνημείων, των αρχαιολογικών χώρων και μουσείων, όπως επίσης και ειδικών στην ιστορία, στη μυθολογία, στη γλωσσολογία και στην τοπογραφία. Η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των διακεκριμένων επιστημόνων που θα συμμετείχαν θα οδηγήσει σε εμπλουτισμό της σχετικής βιβλιογραφίας, σε συνέργειες και στην ανάπτυξη νέων πολιτιστικών διαδρομών. Το συνέδριο τελέστηκε υπό την Αιγίδα της Περιφέρειας Πελοποννήσου, του Δήμου Κορινθίων, του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, της Ελληνικής Εθνικής Επιτροπής UNESCO και του Ελληνικού ICOMOS. Μέγας Χορηγός του συνεδρίου ο όμιλος Μοτορ Οιλ.
Ένας χρυσός Ελληνικός Πήγασος από τη Θράκη, 4ος αι. π.Χ. Βρέθηκε στο Βάζοβο της Βουλγαρίας. Εθνικό Μουσείο Ιστορίας στη Σόφια Οι Οδρύσες (αρχ. ελλην.: Ὀδρύσαι) ήταν μια από τις ισχυρότερες θρακικές φυλές που κατοικούσε στην κοιλάδα του ποταμού Έβρου. Αυτό τοποθετεί τη φυλή στις σημερινή παραμεθόρια περιοχή της Νοτιοανατολικής Βουλγαρίας, της Βορειοανατολικής Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, με επίκεντρο την πόλη της Αδριανούπολης. Μέσα από τη χώρα τους περνούσε επίσης ο ποταμός Αρπησσος. Ο Ηρόδοτος ήταν ο πρώτος συγγραφέας που αναφέρει τους Οδρύσες. Ο Ξενοφών γράφει ότι οι Οδρύσες διοργάνωναν ιπποδρομίες και έπιναν μεγάλες ποσότητες κρασιού μετά την ταφή των νεκρών πολεμιστών τους. Ο Θουκυδίδης γράφει για το έθιμό τους, κοινό στους περισσότερους Θράκες, της δωροδοκίας για τη διεκπεραίωση των υποθέσεων, που διαψεύδεται από τον Ηρακλείδη. Πήραν το όνομα τους από το μυθικό βασιλέα Όδρυσο. Το Βασίλειο των Οδρυσών (λατ.: Regnum Odrysium) ήταν μια κρατική ένωση πάνω από 40 Θρακικών φύλων και 22 βασιλείων που υπήρξε μεταξύ του 5ου π.Χ. και του 1ου μ.Χ. αιώνα. Αποτελείτο κυρίως από τη σημερινή Βουλγαρία, εκτεινόμενο και σε περιοχές της Βόρειας Δοβρουτσάς, της Βόρειας Ελλάδας και της σύγχρονης Ευρωπαϊκής Τουρκίας. Πιστεύεται ότι το βασίλειο δεν είχε καμία πρωτεύουσα. Αντ'αυτού οι βασιλείς μάλλον μετακινούντο μεταξύ διαφόρων κατοικιών. Μια πρωτεύουσα ήταν η πόλη Οδρύσα (θεωρούμενη η Ουσκούνταμα, σύγχρονη Αδριανούπολη), όπως αναγράφεται στα νομίσματα. Μια άλλη βασιλική κατοικία, που πιστεύεται ότι είχε κατασκευαστεί από τον Κότυ Α΄ (383-358 π.Χ.) ήταν στο χωριό Στάροσελ, ενώ το 315 π.Χ. χτίστηκε ως πρωτεύουσα η Σευθόπολις. Παλιά πρωτεύουσα ήταν η Βιζύη. Το βασίλειο διασπάστηκε και συμπρωτεύουσα ήταν η Καβύλη από το τέλος του 4ου αιώνα π.Χ. Τον Πήγασο τον συναντάμε σε αρκετά αρχαία νομίσματα, πιο γνωστό ο Κορινθιακός Στατήρας.
Ο Στατήρας της αρχαίας Κορίνθου με τον Πήγασο και από την άλλη πλευρά την Αθηνά να φορά κορινθιακή περικεφαλαία. Το γράμμα Κόππα που διακρίνεται κάτω από τα μπροστινά πόδια του Πήγασου ήταν η δωρική προφορά και γραφή του γράμματος Κάππα και συμβόλιζε το πρώτο γράμμα της λέξης Κόρινθος.
Εικόνα επάνω: Νομίσματα της αρχαίας Κορίνθου με τον Πήγασο, την Αθηνά, τον Βελλεροφόντη να σκοτώνει τη Χίμαιρα, την Αθηνά και την Περσεφόνη. Γκραβούρα του 1794.Έκδοση STUART, James, and Nicholas REVETT. The Antiquities of Athens measured and delineated by James Stuart F.R.S. and F.S.A. and Nicholas Revett painters and architects, τομ. III (επιμέλεια Willey Reveley), Λονδίνο, John Nichols, 1794. Η Κόρινθος, όπως και η Αίγινα, ανταγωνιζόταν στο εμπόριο την Αθήνα. Άρχισε να κόβει νομίσματα, γύρω πιθανότατα στο 500 π.Χ. Αρκετοί μελετητές έχουν υποστηρίξει ότι τα πρώτα κορινθιακά νομίσματα ανήκουν στην εποχή του τυράννου Κύψελου γύρω στο 620 π.Χ., αλλά σίγουρες αποδείξεις γι' αυτό δεν υπάρχουν. Ο κορινθιακός στατήρας είχε ίσο βάρος με το αθηναϊκό δίδραχμο (8,5 γραμμάρια) και η τρίτη υποδιαίρεσή του ήταν ίση με το τρίδραχμο. Δεν ήταν κυλινδρικός, όπως της Αίγινας και της Αθήνας, αλλά αντίθετα αποτελούνταν από επίπεδους δίσκους. Ως σύμβολο η Κόρινθος είχε επιλέξει τον Πήγασο και το αρχικό γράμμα του ονόματος της πόλης της, το αρχαϊκό κόππα. Η νομισματική παραγωγή της Κορίνθου, ύστερα από κάμψη που σημείωσε την περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου – λόγω έλλειψης της πρώτης ύλης, του αργύρου, που προμηθευόταν από την Αθήνα – παρουσίασε θεαματική αύξηση στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. Οι τύποι των κορινθιακών νομισμάτων εμπνέονται από τη μυθολογία και την τοπική ιστορία: ο Πήγασος, το φτερωτό άλογο που δάμασε ο κορίνθιος ήρωας Βελλερεφόντης με τη βοήθεια της θεάς Αθηνάς, αποτυπώνεται στην πρόσθια όψη τους — σ’ αυτόν αναφέρεται και η αρχαία ονομασία τους: πώλοι(πουλάρια).
Γύρω στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., καθιερώνεται η κεφαλή της Αθηνάς Χαλινίτιδος στην οπίσθια όψη. Τους ίδιους τύπους παρουσιάζουν και τα νομίσματα ορισμένων αποικιών της Κορίνθου, κατά τον 5ο και 4ο αι. π.Χ., όπως η Λευκάδα, η Αμβρακία κ.ά. Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο τα νομίσματα εκδίδονταν από τις πόλεις-κράτη. Αυτές, ανεξάρτητα από την έκταση και τη δύναμή τους, είχαν αυτόνομη οικονομία και διαφορετικό νόμισμα η κάθε μία, που ξεχώριζε από τους τύπους του. Η κάθε πόλη απεικόνιζε στα νομίσματά της παραστάσεις οικείες στους πολίτες της, που προέρχονταν από την ιστορία της, τη μυθολογία της, τα χαρακτηριστικά προϊόντα της. Έκοβαν κυρίως αργυρά νομίσματα, λιγότερα χρυσά και από τον 4ο αι. π.Χ. πολλά χαλκά. Πολύ σπάνια χρησιμοποιούσαν το σίδηρο και άλλα κράματα. Η Αίγινα, η Κόρινθος και η Αθήνα έκοψαν τα πρώτα αργυρά ελληνικά νομίσματα και διέδωσαν τη χρήση του νομίσματος στον υπόλοιπο τότε γνωστό κόσμο.
Η Αίγινα πρώτη, λίγο πριν από τα μέσα του 6ου αι. π.Χ., εξέδωσε στατήρες με παράσταση θαλάσσιας χελώνας στην πρόσθια όψη και έγκοιλο, μοιρασμένο σε ακανόνιστα διάχωρα, στην άλλη. Τα νομίσματα* της Αίγινας -γνωστά ως χελώναι– κυκλοφόρησαν στις περισσότερες περιοχές του Ελλαδικού χώρου. Βρέθηκαν όμως και στην Περσία, την Αίγυπτο και την Κάτω Ιταλία. Η αντικατάσταση της θαλάσσιας χελώνας από τη χερσαία και η χάραξη των αρχικών της πόλης αποτελούν τα χαρακτηριστικά της αλλαγής που συντελέστηκε το 446 π.Χ., λίγο πριν από τον Πελοποννησιακό πόλεμο, και σηματοδοτεί το τέλος της κυριαρχίας της Αίγινας στη θάλασσα.