ΕΛΛΑΔΑ-ΚΟΡΙΝΘΙΑ

ΕΛΛΑΔΑ-ΚΟΡΙΝΘΙΑ

ΚΟΡΩΝΟΙΟΣ-COVID-19

Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2017

ΑΦΝΕΙΟΣ ΚΟΡΙΝΘΟΣ, ΑΡΧΑΙΑ ΚΟΡΙΝΘΟΣ ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΛΟΥΣΙΟΤΕΡΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Aρχαία Κόρινθος, Ναός Απόλλωνα φωτογραφία από ARGI(Aργύρης Καρανικόλας)

Η αρχαία Κόρινθος ήταν μια από τις πλουσιότερες πόλεις της αρχαιότητας. Αρχικά ονομαζόταν Εφύρα και πήρε το όνομά της από τον ήρωα Κόρινθο, ο οποίος ήταν γιος του Μαραθώνα και μακρινός απόγονος του θεού Ερμή. Ήταν χτισμένη στους πρόποδες του Ακροκορίνθου κοντά στον Ισθμό. Ύστερα από διαμάχη του Ποσειδώνα και του Ήλιου, ο Ισθμός πέρασε στην κυριότητα του θεού της θάλασσας και η Κόρινθος στον Απόλλωνα. Η πόλη βρισκόταν σε εμπορικό κόμβο, γι’αυτό αναπτύχθηκαν οι τέχνες και το εμπόριο. Σύμφωνα με τον Όμηρο, η Κόρινθος ήταν «αφνειός» δηλαδή πλούσια, λόγω της εύφορης γης.



Χτισμένη στους πρόποδες του βραχώδους λόφου νοτιοδυτικά της σύγχρονης πόλης, του Ακροκόρινθου, η αρχαία Κόρινθος ήταν σημαντική πόλη-κράτος της αρχαίας Πελοποννήσου. Θεωρείτο μάλιστα η πλουσιότερη πόλη του αρχαίου κόσμου.

Υπό τον έλεγχό της βρισκόταν η περιοχή στα ανατολικά του σημερινού νομού Κορινθίας και στα βορειοανατολικά του νομού Αργολίδας και η νευραλγική θέση του Ισθμού. Έτσι, αποτελούσε πιθανώς τον σημαντικότερο εμπορικό κόμβο της εποχής, μέχρι η Αθήνα να την απειλήσει.




Ο Ακροκόρινθος οχυρώθηκε για πρώτη φορά τον 7ο-6ο αιώνα π.Χ. και εξελίχθηκε σε Ακρόπολη. Η είσοδος του σημερινού αρχαιολογικού χώρου βρίσκεται στη δυτική πλευρά και ο επισκέπτης θα περάσει από τις οχυρωματικές ζώνες που κατασκευάστηκαν με τείχη σε τρία επίπεδα.

Γύρω από την πρώτη πύλη τα πάντα φαίνεται να έχουν καταρρεύσει ενώ από τη δεύτερη, σε απόσταση περίπου 100 μέτρων, ξεκινά ο ελικοειδής δρόμος που φτάνει στην τρίτη πύλη και το κυρίως κάστρο.




Η περιήγηση στον χώρο γίνεται μέσα σε ερείπια παλαιότερων πύργων και διαφόρων κτισμάτων ενώ από την ενετική κατοχή έχουν απομείνει και κάποια κανόνια. Εντυπωσιακή είναι η δεξαμενή νερού που παραπέμπει στην αρχαία Πειρήνη, την πρώτη κρήνη που απέκτησε ο βράχος χάρη στον βασιλιά Σίσυφο που κατάφερε να λύσει το πρόβλημα της λειψυδρίας.




Με τη βοήθεια της καθαρής ατμόσφαιρας ο επισκέπτης θα απολαύσει και τη θέα που είναι πανοραμική: Πατραϊκός, Κορινθιακός, νότια Στερεά, δυτικός Σαρωνικός, όλα στα πόδια του.


ΙΣΤΟΡΙΚΟ


Η αρχαία Κόρινθος κατοικήθηκε ήδη από τα νεολιθικά χρόνια (6500-3250 π.Χ.). Η πόλη, γνωστή από τους μυκηναϊκούς χρόνους, αναφέρεται στον Όμηρο ως «αφνειός» (= πλούσια) (Ιλιάδα Β 570), λόγω της ιδιαίτερα εύφορης γης της. Η μεγάλη παραγωγή αγροτικών προϊόντων, ήδη από τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους, ευνόησε την ανάπτυξη έντονης εμπορικής δραστηριότητας, κυρίως προς τη δυτική Μεσόγειο, ενώ τον 8ο αιώνα π.Χ. ιδρύθηκαν κορινθιακές αποικίες, όπως η Κέρκυρα στο Ιόνιο Πέλαγος και οι Συρακούσες στη Σικελία, με σημαντικό ρόλο και συμβολή στην ιστορία του αρχαίου μεσογειακού κόσμου.
 Η οικονομική άνθηση της πόλης έφτασε στο απόγειο κατά τον 7ο και τον 6ο αιώνα π.Χ., υπό τη διοίκηση του τυράννου Κύψελου και του γιου του Περίανδρου. Η ισχύς της Κορίνθου αποτυπώθηκε με μεγαλειώδη τρόπο σε περικαλλή κτήρια όπως ο Ναός του Απόλλωνος (560 π.Χ.), ενώ η ανάδειξη των Ισθμίων, των αγώνων που τελούνταν στο κορινθιακό Ιερό του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης στον Ισθμό, σε Πανελλήνιους Αγώνες (584 π.Χ.) ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τη φήμη και την επιρροή της πόλης.
 Από τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., ωστόσο, η άνοδος της Αθήνας και η κυριαρχία της στην παραγωγή αγγείων και στο εμπόριο της Μεσογείου επέφερε σταδιακά περιορισμό της επιρροής των Κορινθίων, ιδίως μετά τους Περσικούς Πολέμους (490-479 π.Χ.), όπου, παρά την ισχυρή συμμετοχή τους, αναγκάστηκαν να αποδεχθούν την πρωτοκαθεδρία των Αθηναίων.




 Στον Πελοποννησιακό Πόλεμο (431-404 π.Χ.) η Κόρινθος τάχθηκε ανοιχτά στο πλευρό της Σπάρτης, παροτρύνοντάς την εξαρχής να στραφεί στρατιωτικά εναντίον των Αθηναίων. Παρά την ήττα της Αθήνας, όμως, και παρά τη συμμετοχή της σε μια σειρά από πολεμικές επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και ο λεγόμενος «Κορινθιακός Πόλεμος» εναντίον της Σπάρτης (395-387 π.Χ.), η πόλη της Κορίνθου δεν κατόρθωσε να ανακτήσει την παλαιά της δύναμη. 
Η διοργάνωση ενός πανελλήνιου συνεδρίου στην Κόρινθο το 337 π.Χ., από τον βασιλιά Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας, της νέας αναδυόμενης δύναμης του ελληνικού κόσμου, την επανέφερε προσωρινά στο προσκήνιο, ωστόσο πολύ γρήγορα υποτάχθηκε στους Μακεδόνες. Την αποτίναξη του μακεδονικού ζυγού το 243 π.Χ. από τον Άρατο τον Σικυώνιο, ακολούθησε η προσχώρησή της στην Αχαϊκή Συμπολιτεία, μία ομοσπονδία πόλεων-κρατών της νότιας Ελλάδας.

Η Κρήνη Πειρήνη στην Αρχαία Κόρινθο.

 Ωστόσο, η αντιπαράθεση της Συμπολιτείας με τη Ρώμη οδήγησε το 146 π.Χ. στην περίφημη μάχη της Λευκόπετρας, στην περιοχή του Ισθμού, όπου τα ελληνικά στρατεύματα συνετρίβησαν από τις ρωμαϊκές λεγεώνες υπό τον Λεύκιο Μόμμιο (Lucius Mummius). Όπως αφηγούνται Έλληνες και Ρωμαίοι συγγραφείς, τη στρατιωτική ήττα ακολούθησε η ολοσχερής καταστροφή και ερήμωση της πόλης (Κικέρων, De imperio cn. pompei ad qvirites oratio 11? Orationes de lege agraria 2.87. Στράβων, Γεωγραφικά 8.23. Παυσανίας 2.1.2). 




Εκατό περίπου χρόνια αργότερα, το 44 π.Χ., ο ισόβιος δικτάτορας (dictator in perpetuum) της Ρώμης Ιούλιος Καίσαρας αποφασίζει την επανίδρυση της Κορίνθου ως ρωμαϊκής αποικίας, αναγνωρίζοντας την ιδιαίτερη γεωγραφική σημασία της στην ευρύτερη στρατηγική του για την ανατολική Μεσόγειο. Ο βίαιος θάνατός του την ίδια χρονιά δεν ματαίωσε το μεγαλόπνοο σχέδιό του, καθώς το συνέχισε ο διάδοχός του Οκταβιανός, ο μετέπειτα Αύγουστος. Η νέα πόλη ονομάστηκε Colonia Laus Iulia Corinthiensis ή Clara Laus Iulia Corinthus ή Iulia Corinthus Augusta, ως αποικία της Ιουλίας οικογένειας του Καίσαρα και του Αυγούστου (Gens Iulia), και ορίστηκε το 27 π.Χ. πρωτεύουσα της ρωμαϊκής Επαρχίας της Αχαΐας (Provincia Achaiae), που περιλάμβανε μεγάλο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας, την Πελοπόννησο και αρκετά νησιά. Λόγω της ερήμωσής της μετά τη μάχη της Λευκόπετρας, η πόλη εποικίστηκε αρχικά με απελεύθερους Ρωμαίους και βετεράνους στρατιώτες, που σύντομα πλαισιώθηκαν από Έλληνες, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν την ιδιαίτερα εύφορη γη που δημεύτηκε από τη Ρώμη (ager publicus) και παραχωρήθηκε σε νέους ακτήμονες.
 Στόχος της Ρώμης ήταν αφενός η δημιουργία μιας σταθερής ρωμαϊκής βάσης στην ταραχώδη Ανατολή και αφετέρου η ταχύτερη διέλευση του ρωμαϊκού στόλου μέσω του Διόλκου, της μοναδικής χερσαίας, λιθόστρωτης οδού για πλοία που διέσχιζε τον Ισθμό, όπως μαρτυρεί μία λατινική επιγραφή του 102 π.Χ. που καταγράφει τη διέλευση του στόλου για την αντιμετώπιση των πειρατών καθοδόν προς τη Σίδη της μικρασιατικής Παμφυλίας, υπό τον ρήτορα Antonius Marcus, παππού του Μάρκου Αντωνίου, συντρόφου της βασίλισσας Κλεοπάτρας και θανάσιμου αντιπάλου του Οκταβιανού στον πόλεμο για τη διαδοχή του Ιουλίου Καίσαρα. 

Πολύ σύντομα ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε σημαντικά, καθώς αναπτύχθηκαν εκ νέου η γεωργία, η κτηνοτροφία και το εμπόριο, με αντίστοιχες εξαγωγές μαλλιού, βαμμένων μάλλινων υφασμάτων, ελαιολάδου και μελιού, αλλά και ξυλείας και μεταλλικών αντικειμένων. Από την άλλη, οι ανάγκες και οι συνήθειες των Ρωμαίων κατοίκων της νέας πόλης, καθώς και ο διεθνής ρόλος της, οδήγησαν σε εισαγωγές αγαθών από άλλες περιοχές της Αυτοκρατορίας, όπως κρασιού και οικοδομικών υλικών (μαρμάρου, γρανίτη), που ήταν απαραίτητα για τις νέες, πολυτελείς κατασκευές. 



Σύμφωνα με τους ερευνητές, η πόλη επανασχεδιάστηκε με σύστημα ιπποδάμειο, δηλαδή με κάθετους και οριζόντιους οδικούς άξονες (cardines και decumani) που οριοθετούσαν πολεοδομικές νησίδες (insulae). Γύρω από την Αγορά της ανεγέρθηκαν περικαλλή δημόσια οικοδομήματα και ιδιωτικά μνημεία εύπορων Ρωμαίων και Ελλήνων, που θέλησαν να δηλώσουν εμφατικά την παρουσία τους στην πρωτεύουσα της Επαρχίας. Μαρτυρίες για την κατασκευή των κτισμάτων απαντώνται σε πολλές επιγραφές, ενώ απεικονίσεις τους υπάρχουν κυρίως σε μεταγενέστερα τοπικά νομίσματα.
 Οι φράσεις του Οράτιου «non cuivis homini contingit adire Corinthum / non licet omnibus adire Corinthum» (Επιστολές 1.17.36) και του Στράβωνος «ου παντός ανδρός ες Κόρινθον εσθ’ ο πλους» (Γεωγραφικά 8.6.20) αντανακλούν την ευημερία της πόλης και το υψηλό κόστος που απαιτούσε η διαμονή εκεί. Περί τα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ., όταν την επισκέφθηκε ο Απόστολος Παύλος, η Κόρινθος ήταν πλέον μια σημαντική ρωμαϊκή πόλη της Αυτοκρατορίας, διοικούμενη από δύο τοπικούς άρχοντες, τους duoviri, στα πρότυπα των υπάτων (consules) της Ρώμης, μία μικρογραφία της πρωτεύουσας που αποτελούσε σημείο αναφοράς στη σκέψη και το ταξίδι των Ρωμαίων προς την Ανατολή. 



Παρά τις καταστροφές που υπέστη από την επιδρομή των Ερούλων (267 μ.Χ) και το καταστροφικό χτύπημα του εγκέλαδου περί το 375 μ.Χ., η πόλη παραμένει κραταιά και στην συνέχεια ορίζεται ως πρωτεύουσα του Ελλαδικού Θέματος της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το 1204 κατελήφθη από τους Φράγκους, μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, ενώ γνώρισε και μία μικρή περίοδο Ενετοκρατίας, την οποία διαδέχθηκε και πάλι η οθωμανική κατοχή ως την απελευθέρωση και την ίδρυση Ελληνικού Κράτους το 1830. 

Περιορισμένη σε έκταση και αποτελέσματα έρευνα έγινε κατά τα έτη 1892 και 1906 από τον Α. Σκιά με δαπάνες της Αρχαιολογικής Εταιρείας.Συστηματικές ανασκαφές στην περιοχή που συνεχίζονται έως σήμερα, άρχισαν το 1896 από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών,




Από τον Ακροκόρινθο αν πάρουμε τον ορεινό δρόμο θα βρούμε την Τενεατική Πύλη και το ιερό της Ειλειθυίας. Εξήντα τόσα στάδια απέχει η Τενέα» περιγράφει ο Παυσανίας αλλά και ο Ξενοφώντας. Εκεί σήμερα είναι το χωριό Κλένια.
 Οι κάτοικοί της λένε πως είναι Τρώες, από την Τένεδο, τους οποίους αιχμαλώτισαν οι Έλληνες. Η ανασκαφή στο αρχαίο νεκροταφείο Κλένιας Με την άδεια του Αγαμέμνονα, εγκαταστάθηκαν στην Τενέα. Έτσι δικαιολογείται η ονοματολογική συγγένεια των δύο περιοχών, αλλά και οι ομοιότητές τους στη λατρεία του Απόλλωνα. Έκτοτε, ιστορικά, τα ονόματα της Τενέας και της Τενέδου, έχουν συνδεθεί, και θεωρούνται συγγενικά. 
Το χωριό Κλένια βρίσκεται σε υψόμετρο 380 μέτρων, 22 χιλιόμετρα νότια της Κορίνθου. Σήμερα έχει 755 κατοίκους και ανήκει στο δήμο Τενέας, όπου στην αρχαία πόλη της ανατράφηκε ο Οιδίποδας, από τον βασιλιά Πόλυβο.
 Ο αρχαιολογικός πλούτος της περιοχής, ήρθε στην επιφάνεια σταδιακά, κάτω από αντίξοες και μυθιστορηματικές συνθήκες. Μέχρι τότε υπήρχε η αντίληψη ότι δεν υπάρχουν άλλα σημαντικά αρχαία ερείπια, καθώς η περιοχή καλλιεργείται εντατικά. 



Οι αρχαιοκάπηλοι όμως είχαν διαφορετική πληροφόρηση.

 Τον Μάιο του 2010, κατασχέθηκαν την τελευταία στιγμή, πριν πουληθούν στο εξωτερικό έναντι της αμοιβής των 10εκατομμυρίων ευρώ, τμήματα από τα αγάλματα των «Δίδυμων Κούρων», που είχαν λαθραία ανασκαφεί από αρχαιοκάπηλους, στην περιοχή της Κλένιας.


Οι ίδιοι, υπέδειξαν το ακριβές σημείο όπου είχαν εντοπίσει τα ανεκτίμητης αξίας ευρήματα, με αποτέλεσμα, λίγες εβδομάδες αργότερα να ξεκινήσουν επισήμως τα ανασκαφικά έργα, από την αρμόδια εφορεία αρχαιοτήτων.

Στις 22 Μαΐου 2010, ξεκίνησε εκτεταμένη σωστική ανασκαφική έρευνα, στην περιοχή του Ξερόκαμπου. Εκεί, εντοπίστηκε η ύπαρξη νεκροταφείου  αρχαϊκής εποχής. Την ίδια μέρα, ανακαλύφθηκαν δύο τάφοι που χρονολογούνται στο τρίτο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ., όπως ακριβώς οι Κούροι.
 Όπως αναφέρουν οι αρχαιολόγοι τα αγάλματα είναι εξαιρετικής τέχνης, φιλοτεχνημένα από μάρμαρο Πάρου, με τεχνοτροπικές ομοιότητες στη δομή του σώματος και στον τρόπο επεξεργασίας των λεπτομερειών τους, που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ηθελημένα ο γλύπτης τους έπλασε πανομοιότυπους.


Ο αρχαιολόγος – καθηγητής Γεώργιος Δεσπίνης, ήταν ο πρώτος που κλήθηκε να τους εξετάσει, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, όπου φυλάσσονταν. Ο καθηγητής, θεώρησε εξαιρετικά ενδιαφέρουσα την ομοιότητα των Κούρων. Όπως ανέφερε, δεν υπάρχουν άλλα δίδυμα αρχαϊκά αγάλματα, εκτός από τον Κλέοβι και τον Βίτωνα (Μουσείο Δελφών) με την τραγική ιστορία.



Τους Δίδυμους Κούρους μαζί με τους τάφους τους
μπορείτε να τους δείτε στην νέα αίθουσα του Αρχαιολογικού μουσείου της Αρχαίας Κορίνθου.



Την ιστορία τους αναφέρει ο Ηρόδοτος: κάποια μέρα που η μητέρα τους έπρεπε να πάει στο Ηραίο και τα βόδια αργούσαν, έσυραν οι ίδιοι το άρμα μέχρι το ιερό. Η μητέρα τους, τότε, ζήτησε από την Ήρα να τους ανταμείψει και η θεά τους χάρισε ήρεμο θάνατο στον ύπνο τους. Οι κούροι ήταν αφιέρωμα των Αργείων στον Απόλλωνα και, σύμφωνα με την επιγραφή, κατασκευάσθηκαν από τον Αργείο γλύπτη Πολυμήδη. Αποτελούν τυπικό δείγμα της αρχαϊκής γλυπτικής και, ειδικότερα, των αργείτικων εργαστηρίων του 6ου αι. π.Χ.

Στην ίδια περιοχή είχε βρεθεί το 1846, ένας ακόμη Κούρος, γνωστός ως «Κούρος της Τενέας», ο οποίος από το 1854 εκτίθεται στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου. Κατά τις μαρτυρίες, είχε εντοπιστεί επάνω σε έναν τάφο, ενώ το κεφάλι του ήταν τοποθετημένο σε αγγείο. Οι ομοιότητές του με τους δίδυμους κούρους είναι μεγάλες, ενώ φαίνεται να χρονολογούνται στην ίδια εποχή.


Κούρος ή Απόλλωνας της Τενέας

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Κορίνθου άνοιξε ξανά τον Ιούνιο του 2016 και οι δύο δίδυμοι, εκθαμβωτικοί Κούροι παρουσιάστηκαν στο κοινό για πρώτη φορά. Τα εξαιρετικής τέχνης αγάλματα έπρεπε να συντηρηθούν και να μελετηθούν. «Το μουσείο στη νέα του μορφή μπορεί να καταστήσει το ρητό “ου παντός πλειν ες Κόρινθον” με ό,τι αυτό υπονοεί για τη δόξα και τη σημασία της Κορίνθου, επίκαιρο,όχι μόνο για το μουσείο και τον αρχαιολογικό χώρο, αλλά για ολόκληρη την Κόρινθο και την Κορινθία», σημείωσε μεταξύ άλλων στην ομιλία του κατά την τελετή εγκαινίων ο Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού κ. Αριστείδης Μπαλτάς.

ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΚΟΡΙΝΘΟ ΑΠΟ ΨΗΛΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΚΟΡΙΝΘΟ



ΠΗΓΕΣ:
Υπουργείο Πολιτισμού & Αθλητισμού / Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων.Ιστορικό από τον Σωκράτη Κουρσούμη.
odysseus.culture.gr
klenia.gr

Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2017

«Ιστορίες απ’ τη ματιά του περιηγητή», Άρθρο για το Αρχαιολογικό Μουσείο Αρχαίας Κορίνθου

«Κανένα φρούριο στον τόπο μας δεν κάνει τόση εντύπωση όση ο Ακροκόρινθος, σωστό λείψανο της πολεμικής ζωής του μεσαίωνα, γεμάτης παγίδες κ’ αιφνιδιασμούς»





Κύριο μέλημα των τοπικών κοινωνιών είναι η προστασία και η ανάδειξη της πολιτισμικής κληρονομιάς και των μνημείων, που είναι μάρτυρες της Ιστορίας και της διαδρομής των προγόνων στον χρόνο. Η πολύτιμη αυτή κληρονομιά αποτελεί έναν ανεκτίμητο θησαυρό που ανήκει αποκλειστικά στους κατοίκους κάθε περιοχής, και η προβολή του, με τη χρήση των μέσων που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία, προσφέρει σημαντικές δυνατότητες τοπικής ανάπτυξης. Η αποκατάσταση των μνημείων, η συνεχής και υπεύθυνη φύλαξη και προστασία (απαραίτητη η παρουσία και οι υπηρεσίες που προσφέρουν ακόμη και οι «εποχικοί» αρχαιοφύλακες), η ανάπλαση, ένταξη και ισόρροπη λειτουργία των αρχαιολογικών χώρων με τις σύγχρονες εκπαιδευτικές και πολιτιστικές απαιτήσεις καταδεικνύουν το ενδιαφέρον και την πνευματική καλλιέργεια των κοινωνιών για την προβολή της πολιτιστικής παρακαταθήκης και, ταυτόχρονα, αποτελούν τη μόνη εγγύηση της διατήρησης του αναντικατάστατου αυτού θησαυρού και της ασφαλούς παράδοσής του στις επόμενες γενιές.
Σημαντική είναι, επίσης, η συμβολή ενός σύγχρονου μουσείου, ως εκπαιδευτικού οργανισμού, στην κοινωνική ανάπτυξη, με νέες αρχιτεκτονικές προτάσεις, προαγωγή των «μουσειακών εκθεμάτων», διοργάνωση θεματικών εκθέσεων, εκδηλώσεων, διαχείριση των ιστορικών, πολιτιστικών, επιστημονικών, διδακτικών και αισθητικών αξιών, δυνατότητες χρήσης και ανταποδοτικής λειτουργίας, που στοχεύουν στη διαμόρφωση αμφίδρομης σχέσης κοινού και μνημείων.

Μία νέα έκθεση για την αρχαία Κόρινθο, από τα γεωμετρικά χρόνια έως και την καταστροφή της από τους Ρωμαίους, λειτουργεί στο Μουσείο της Αρχαίας Κορίνθου (δωρεά της Ada Small-Moore), που βρίσκεται μέσα στον αρχαιολογικό χώρο και στεγάζει τα κειμήλια και τους πολύτιμους θησαυρούς ενός πολιτισμού που χάνεται στην αχλή των αιώνων. Η σημαντική χρηματοδότηση της μεγάλης συλλέκτριας έργων τέχνης και προστάτιδας των μνημείων πολιτισμού Ada Small-Moore (1858-1955), για την ανέγερση του Μουσείου της Κορίνθου, οι μεγάλες χορηγίες για την Αγία Σοφία και την Περσέπολη, οι δωρεές της σε πανεπιστήμια και μουσεία, καταδεικνύουν τα φιλάνθρωπα αισθήματα, καθώς και την αφοσίωση και την ουσιαστική προσφορά της στην έρευνα και την εκπαίδευση. Η αφανής προσφορά μιας αλλοδαπής, η οποία είχε εκτιμήσει ιδιαιτέρως την αξία του ελληνικού πνεύματος, ήταν αρκετή για να συναρμολογήσει τους σωρούς των κεράμων και των πλίνθων που συσσώρευσαν η αμάθεια και η αδιαφορία, η φιλεργία των εκσυγχρονιστικών εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων και η ανέξοδη φλυαρία του πλήθους των νομοσχεδίων: «Τίς ημύνθη περί πάτρης; Και τι πταίει η γλαύξ η θρηνωδούσα επί των ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι κακοί κυβερνήται της Ελλάδος» (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης).

«Στη νέα έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Αρχαίας Κορίνθου, ο αρχιτεκτονικός εκθεσιακός σχεδιασμός, αποδίδοντας το μουσειολογικό σενάριο, παρουσιάζει τις ιστορίες που αναπτύσσονται μέσα από τη ματιά του περιηγητή» αναφέρει ο αρχιτέκτων-μηχανικός και μουσειολόγος Θωμάς Τσουκαλάς, ο οποίος είχε τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό και την επιμέλεια της επανέκθεσης. «Οι διαμορφώσεις του εκθεσιακού περιβάλλοντος συνοδεύουν τα σπουδαία ευρήματα και εξυπηρετούν στην απόδοση των νοημάτων τους. Στην έναρξη της έκθεσης, ένας επιδαπέδιος χάρτης σηματοδοτεί την περιήγηση στην κορινθιακή ύπαιθρο επισημαίνοντας τους γύρω οικισμούς, τη στιγμή που το βλέμμα του επισκέπτη οδηγείται στους επιβλητικούς δίδυμους κούρους της Τενέας, που κυριαρχούν στο κέντρο του πρώτου χώρου. Η περιήγηση συνεχίζεται με τα κύρια εκθέματα να αντικρίζουν τον επισκέπτη, τοποθετημένα σε επάλληλα επίπεδα. Ο περιηγητής πλησιάζει στην πόλη ανηφορίζοντας στο κεκλιμένο επίπεδο, με τα ταφικά μνημεία εκατέρωθεν να υποδηλώνουν τα παρόδια νεκροταφεία εκτός των τειχών. Μέσα από τη σχηματική απόδοση των τειχών αυτών παρουσιάζεται η ζωή μιας πόλης με εξέχοντα επιτεύγματα. Η κεντρική χωροθέτηση του ναού του Απόλλωνα, η άμεση σχέση του Ακροκόρινθου με την πόλη και τα ιερά στις πλαγιές του βράχου, αλλά και η σχηματική απόδοση ενός πλοίου που κατέκτησε τη Μεσόγειο αποτελούν στοιχεία διαχείρισης του χώρου μέσα από τον εκθεσιακό σχεδιασμό, που εξυπηρετεί στη συνολική ανάγνωση της έκθεσης, συνοδεύοντας και συσχετίζοντας τις επιμέρους ιστορίες».
Στην αίθουσα «Ασκληπιείο - Το ιερό θεραπευτήριο» εκτίθεται η συλλογή σπάνιων ευρημάτων από το ιερό του Ασκληπιού, κυρίως πήλινα αναθήματα πιστών στη μορφή ανθρώπινων μελών από τον 3ο αιώνα π.Χ. (που είναι σχεδόν όμοια με τα γνωστά τάματα των πιστών στους ναούς, όπως προσθέτει ο αρχαιοφύλακας Παναγιώτης Ψωμάς, που πρόθυμα αναλαμβάνει την ξενάγηση των επισκεπτών στους χώρους του μουσείου).

Δύο περιώνυμες κρήνες της Γλαύκης και της Πειρήνης οριοθετούν τον εντυπωσιακό σε έκταση αρχαιολογικό χώρο της Κορίνθου, της «ισχυρής πόλης-κράτους», και διηγούνται ακόμη στους περιηγητές τις ιστορίες και τους μύθους της αρχαίας πολιτείας, κάτω από τους πύργους και τις επάλξεις και τους προμαχώνες του Ακροκορίνθου.
«Κανένα φρούριο στον τόπο μας δεν κάνει τόση εντύπωση όση ο Ακροκόρινθος, σωστό λείψανο της πολεμικής ζωής του μεσαίωνα, γεμάτης παγίδες κ’ αιφνιδιασμούς, κόσμος επάλξεων στημένος στην ερημιά» γράφει ο Χρήστος Ζαλοκώστας. «Στη ράχη του σώζει όλες τις περιόδους της ελληνικής ζωής, αρχίζοντας από τους προϊστορικούς χρόνους έως το 1821. Έχει ερείπια μυκηναϊκά, το τείχισμα του παλατιού του Περίανδρου, ρωμαϊκά τούβλα, το περήφανο βυζαντινό κάστρο, φράγκικους παραστάτες, απομεινάρια ενός τουρκικού τζαμιού και πρόσθετα ταμπούρια της μεγάλης Επαναστάσεως».

Με πρωτοφανή μανία κατέστρεψε την «ολβία» πόλη ο αγροίκος Ρωμαίος στρατηγός Λεύκιος Μόμμιος (ο «Αχαϊκός») στα 146 π.Χ., μετά την περίφημη μάχη της Λευκόπετρας, στην περιοχή του Ισθμού, όπου οι ρωμαϊκές λεγεώνες συνέτριψαν τα ελληνικά στρατεύματα. Οι Ρωμαίοι θανάτωσαν τους άρρενες πολίτες, αιχμαλώτισαν γυναίκες και παιδιά, λεηλάτησαν ναούς, δημόσια κτίρια και οικίες, απογύμνωσαν την πόλη από τα περιώνυμα έργα τέχνης, τα οποία μετέφεραν στη Ρώμη, κατέσκαψαν με ιδιαίτερο ζήλο και επιμονή, κατέκαψαν, ισοπέδωσαν και ερήμωσαν την άλλοτε ανθηρή πρώτη πολιτεία της Πελοποννήσου. Την ασυνήθιστη σκληρότητα που επέδειξαν οι Ρωμαίοι στην «αφνειόν» (πλούσια) Κόρινθο είχαν αποδώσει σε διαταγή της Συγκλήτου, που είχε δεχθεί πιέσεις από τις συντεχνίες των Ρωμαίων εμπόρων, προκειμένου να εξουδετερώσουν έναν σημαντικό ανταγωνιστή, αλλά και σε ατυχείς πολιτικούς χειρισμούς των Κορινθίων.

Ο εκθεσιακός χώρος «Κόρινθος, αποικία Ρωμαίων» περιλαμβάνει γλυπτά και ψηφιδωτά από ρωμαϊκές επαύλεις, ενώ στον ίδιο χώρο φιλοξενείται η εκθεσιακή ενότητα «Επιστροφή στη γενέθλια γη», όπου εκτίθεται η συλλογή των αντικειμένων που -δυστυχώς- είχαν κλαπεί από το μουσείο στα 1990, και τα οποία, 10 χρόνια αργότερα, επέστρεψαν στην πατρίδα.

Από τον 
Νίκο Παπουτσόπουλο

ΠΗΓΗ
http://www.dimokratianews.gr

Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2017

ΤΑ ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΤΕΝΕΑ


Οι ανασκαφικές τομές επικεντρώθηκαν κυρίως πέριξ του δίχωρου υπέργειου ταφικού μνημείου ρωμαϊκών χρόνων που αποκαλύφθηκε το 2016 και επιβεβαίωσαν την διαχρονική χρήση του χώρου από τους αρχαϊκούς μέχρι και τους ρωμαϊκούς χρόνους

Ολοκληρώθηκε, στις 10 Οκτωβρίου 2017, στο Χιλιομόδι Κορινθίας, η συστηματική αρχαιολογική έρευνα της Αρχαίας Τενέας από τη Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Η αρχαιολογική έρευνα πραγματοποιείται, για πέμπτη συνεχή χρονιά, υπό την διεύθυνση της Δρ. Έλενας Κόρκα και την συμμετοχή διεπιστημονικής ομάδας τόσο του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού όσο και Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων.

Οι ανασκαφικές τομές επικεντρώθηκαν κυρίως πέριξ του δίχωρου υπέργειου ταφικού μνημείου ρωμαϊκών χρόνων που αποκαλύφθηκε το 2016 και επιβεβαίωσαν την διαχρονική χρήση του χώρου από τους αρχαϊκούς μέχρι και τους ρωμαϊκούς χρόνους. Αρχικά στα επιφανειακά στρώματα, βόρεια και ανατολικά του ρωμαϊκού ταφικού μνημείου, αποκαλύφθηκε η συνέχεια οργανωμένου νεκροταφείου ρωμαϊκών χρόνων, το οποίο ορίζονταν από ταφικούς περιβόλους.

Ανασκάφηκαν δεκατέσσερις καλυβήτες κεραμοσκεπείς τάφοι, πολλοί από τους οποίους στο εσωτερικό τους περιέκλειαν περισσότερες από μια ταφές, κτερισμένες με λύχνους, αγγεία και νομίσματα από τον 1ο μέχρι και τον 4ο αι. μ.Χ. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει ενυπόγραφος λύχνος κορινθιακού εργαστηρίου του 1ου αι. μ.Χ., που στο δίσκο του φέρει παράσταση Αφροδίτης με δύο ερωτιδείς.




Σε μεγαλύτερο βάθος εντοπίστηκαν ισχυρές κατασκευές που πιθανότατα ανήκουν σε σύμπλεγμα κτιριακών εγκαταστάσεων, οι οποίες εκτείνονται στον άξονα βορρά νότου κάτω από το ρωμαϊκό μνημείο και το νεκροταφείο των ρωμαϊκών τάφων. Συγκεκριμένα, κάτω και εξωτερικά της νοτιοδυτικής πλευράς του ρωμαϊκού ταφικού μνημείου και κάτω από τον προθάλαμο αυτού, ανασκάφηκε ορθογώνιος υπόγειος χώρος ελληνιστικών χρόνων, κατασκευασμένος από ισόδομους πωρόλιθους, επιχρισμένος εσωτερικά σε όλη την επιφάνειά του και στο δάπεδό του με ιδιαίτερα επιμελημένο και παχύ στρώμα κονιάματος.

Στη βορειοανατολική εσωτερική γωνία του, αποκαλύφθηκε in situ στο δάπεδο ορθογώνιος πώρινος δόμος επιχρισμένος με το ίδιο κονίαμα και έμπροσθεν αυτού επικονιασμένη κοιλότητα. Από το εσωτερικό του χώρου περισυνελέγη μεγάλη ποσότητα οστεολογικού υλικού, πλήθος επιζωγραφισμένων κεράμων, κεραμική ταφικών και τελετουργικών κυρίως αγγείων, χρονολογούμενη από τους αρχαϊκούς έως τους ρωμαϊκούς χρόνους. Από τον ίδιο χώρο προήλθε επίσης κεφαλή από ειδώλιο ταύρου. Εντυπωσιακή υπήρξε η μεγάλη συγκέντρωση καύσεων στο εσωτερικό του χώρου. Επίσης, σε καύση που διερευνήθηκε εξωτερικά της βορειοδυτικής γωνίας του, βρέθηκε συγκέντρωση από έντεκα ακέραια μικκύλα αγγεία ελληνιστικών χρόνων και συνανήκοντα τμήματα πολλών άλλων.




Βόρεια του υπόγειου χώρου και παράλληλα με αυτόν αποκαλύφθηκε τοίχος επίσης ελληνιστικών χρόνων με στιβαρή θεμελίωση, που στη συνέχεια υπερκαλύφθηκε μερικώς από τον κεντρικό θάλαμο του ρωμαϊκού ταφικού μνημείου. Δύο ακόμη τοίχοι ίδιας εποχής, παράλληλοι μεταξύ τους, κατασκευάστηκαν κάθετα στον πρώτο τοίχο. Από τις επιχώσεις στους χώρους μεταξύ των τοίχων αυτών περισυνελλέγη κεραμική ελληνιστικών κυρίως χρόνων μεταξύ των οποίων και ειδώλιο περιστεριού. Σε μια τρίτη, ακόμη μεταγενέστερη ελληνιστική φάση, οι τοίχοι απολαξεύθηκαν σε σημεία τους προκειμένου στο εσωτερικό τους να εγκιβωτιστούν τάφοι ελληνιστικών χρόνων.

Αποκαλύφθηκαν πέντε τάφοι (μονολιθικές σαρκοφάγοι, κιβωτιόσχημοι και λακκοειδείς τάφοι), που έφεραν όλοι επικάλυψη από πώρινες καλυπτήριες πλάκες. Όλες οι ταφές ήταν πλούσια κτερισμένες. Ξεχωρίζει ταφή, η οποία συνοδεύονταν από επιχρυσωμένο χάλκινο στεφάνι με φύλλα και καρπούς μυρτιάς, χρυσό δακτυλίδι, χρωστικές ουσίες-ψιμμύθια ερυθρού χρώματος, οστέινο αυλό, οστέινα ατρακτοειδή πλακίδια κι ένα χάλκινο κάτοπτρο με επίθετη ανάγλυφη διακόσμηση έρωτα, καθώς και χρυσή δανάκη από νόμισμα Σικυώνας.


Στα κτερίσματα των υπόλοιπων τάφων συγκαταλέγονται κυρίως μυροδοχεία, οστέινες περόνες, μεγάλος αριθμός από οστέινα κοχλιάρια, κέλυφος αβγού, τμήμα ξύλου, λύχνοι, μικκύλα αγγεία, λάγηνοι, σκύφοι, σιδερένιες στλεγγίδες, χρυσές δανάκες και χάλκινα νομίσματα, καθώς και ανάγλυφο χρυσό έλασμα. Μεταξύ των ελληνιστικών ταφών εντοπίστηκε και ταφή του 1ου αι. μ.Χ. μέσα σε σαρκοφάγο ελληνιστικών χρόνων, η οποία συμπληρώθηκε στη δυτική πλευρά της με μικρή προσθήκη κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Η εν λόγω ταφή απέδωσε ακέραιη περίτεχνη γυάλινη καλυκωτή φιάλη, χάλκινη οινοχόη, σιδερένια στλεγγίδα με περίτεχνη λαβή, βολβόσχημα μυροδοχεία, λάγηνο, μικκύλα αγγεία, χάλκινο νόμισμα και χάλκινους ήλους με ημισφαιρική κεφαλή από καττύματα υποδημάτων.




Επιπλέον, νότια του ρωμαϊκού ταφικού μνημείου και ανατολικά του υπόγειου χώρου, στο βάθος έδρασης της θεμελίωσής του, εντοπίστηκαν δύο μονολιθικές σαρκοφάγοι ελληνιστικών χρόνων. Στο εσωτερικό τους εσωκλείονταν περισσότερες από μια ταφές. Στη μια εξ αυτών βρέθηκε ταφική κάλπη και μεγάλη συγκέντρωση μυροδοχείων των ελληνιστικών χρόνων.

Από τον ενδελεχή καθαρισμό του ρωμαϊκού ταφικού μνημείου εντοπίστηκαν  αρχαϊκό κιονόκρανο και πολλά ελληνιστικά αρχιτεκτονικά μέλη όπως πεσσοί, λιθόπλινοι με διαφόρων ειδών εντορμίες (συνδέσμους, γόμφους κ.α.), ιωνικό επιστήλιο με συμφυές γείσο, σπόνδυλος ιωνικού κίονα, μέλος τοιχοβάτη με κυμάτια, καθώς και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν σε δεύτερη χρήση για την θεμελίωση του ρωμαϊκού μνημείου.



Οι υποκείμενοι ελληνιστικοί χώροι του ρωμαϊκού ταφικού μνημείου, όπως ο υπόγειος θάλαμος, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς οι χώροι αυτοί και τα σχετικά ευρήματά τους  μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι συνδέονταν με τελετουργίες.
Η επιφανειακή έρευνα και η γεωφυσική διασκόπηση με γεωραντάρ συνεχίστηκαν και φέτος προσδίδοντας συμπληρωματικά στοιχεία στην έρευνα για την κατοίκηση της αρχαίας Τενέας.



Στο πρόγραμμα συμμετείχαν φοιτητές από πανεπιστημιακές σχολές του εσωτερικού και του εξωτερικού, οι οποίοι εργάστηκαν και μαθήτευσαν στο πλαίσιο των ερευνητικών εργασιών. Ταυτόχρονα διεξήχθησαν εκπαιδευτικά προγράμματα σε μαθητές της περιοχής.



Η ΑΡΧΑΙΑ ΤΕΝΕΑ 
   Κείμενο: Δρ. Έλενα Κόρκα

Στην πεδιάδα που εκτείνεται μεταξύ του Χιλιομοδίου και της Κλένιας Κορινθίας, κυριότερη πολίχνη ήταν η αρχαία Τενέα.

Κατά τον Βιργίλιο η Τενέα και η Ρώμη ιδρύθηκαν από Τρώες φυγάδες μετά τον Τρωικό πόλεμο. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Τενέας ήταν Τρώες αιχμάλωτοι που μεταφέρθηκαν από την Τένεδο και εγκαταστάθηκαν στην Τενέα. Έτσι δικαιολογείται η ονοματολογική συγγένεια των δύο περιοχών. Η Τενέα ήταν τόπος προνομιούχος, με εύφορη πεδιάδα αλλά και στρατηγική θέση, δεδομένου ότι από αυτήν διέρχονταν η Κοντοπορεία, η συντομότερη οδός που οδηγούσε από την Κόρινθο στο Άργος. µέσω της Κλεισούρας του Αγιονορίου. Σύμφωνα με τον Στράβωνα το 734/33 η Τενέα συμμετείχε στον αποικισμό των Συρακουσών από τους Κορινθίους. Κατά την καταστροφή της Κορίνθου από τους Ρωμαίους η Τενέα ήταν η μοναδική πόλη που διασώθηκε λόγω της κοινής μυθικής καταγωγής των Τενεατών με τους Ρωμαίους. Στη Τρωική καταγωγή ανάγεται και η αιτία που στη Τενέα τιμούσαν πιο πολύ από όλους τους θεούς τον Απόλλωνα.

Για πολλές δεκαετίες ο κούρος του Μονάχου ήταν το μοναδικό τεκμήριο του μεγαλείου που έκρυβε η Τενεατική γη, καθώς είχαν εντοπιστεί μόνον σποραδικά κατάλοιπα της πόλης στη περιοχή μεταξύ Χιλιομοδίου και Κλένιας. Πολύ αργότερα το 1984 η γραπτή πώρινη σαρκοφάγος που εντοπίστηκε στην περιοχή «Καμαρέτα-Φανερωμένη», καθώς και οι δύο κούροι που κατασχέθηκαν από το Τμήμα Δίωξης Αρχαιοκαπηλίας της Αθήνας το 2010 στην περιοχή της Κλένιας, έπειτα από στενή συνεργασία με την Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτισμικών Αγαθών του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, αποτέλεσαν μάρτυρες της ακμάζουσας αλλά και ανεξερεύνητης αυτής πόλης.

Η σαρκοφάγος του Χιλιομοδίου είναι πώρινη μονολιθική και στο εσωτερικό της περιέκλειε πλούσια κτερισμένη γυναικεία ταφή. Η εσωτερική πλευρά της καλυπτήριας πλάκας της φέρει γραπτή σύνθεση από δύο αντωπούς λέοντες και ανθέμιο στο κέντρο. Πρόκειται για μοναδικό δείγμα μεγάλης ζωγραφικής ad secco τεχνοτροπίας σε πώρινο μνημειακό τάφο αρχαϊκών χρόνων.

Οι Κούροι της Κλένιας αποτελούν σύνταγμα δύο γλυπτών κατασκευασμένα από χονδρόκκοκο νησιώτικο μάρμαρο, η τεχνοτροπία των οποίων, το μέγεθος και η ποιότητα κατασκευής τους κατατάσσει χρονολογικά στο γ΄ τέταρτο του 6ου αι. π.Χ., στον απόηχο δηλαδή της πρώιμης κορινθιακής τέχνης. Αποτελούν σημαντικότατα και μοναδικά δείγματα κορινθιακού εργαστηρίου της εποχής εκείνης, δίχως να εντοπίζονται άλλα παράλληλά τους, προσδίδοντας νέα στοιχεία στην αρχαϊκή ελληνική πλαστική.

Τα ανωτέρω ευρήματα εκτίθενται στο αρχαιολογικό μουσείο της Αρχαίας Κορίνθου.

Το 2013 υπό τη διεύθυνση της Δρ. Έλενας Κόρκα, ξεκίνησε η συστηματική ανασκαφική έρευνα στη θέση «Καμαρέτα-Φανερωμένη» και ευρείας έκτασης επιφανειακή έρευνα στη περιοχή. Περιμετρικά της ταφής του 1984 εντοπίστηκε οργανωμένο νεκροταφείο που χρονολογείται από τον 6ο αι. π.Χ.  έως και τον 3ο αι. π.Χ. Οι μνημειακές ταφές, που αποκαλύφθηκαν και η διαχρονική χρήση του χώρου για ενταφιασμούς, καταδεικνύουν την χωροθέτηση ενός νεκροταφείου επιφανών πολιτών, στα χρόνια ακμής της Τενεατικής πόλης. Μεταξύ των ευρημάτων ξεχωρίζει μια παιδική πώρινη σαρκοφάγος  εξωτερικά της οποίας εντοπίστηκαν 48 αγγεία, εκ των οποίων 2 χάλκινες φιάλες. Τόσο τα ίχνη καύσης που βρέθηκαν στο χώρο όσο και τα συνοδά ευρήματα παραπέμπουν σε ταφικές τελετουργίες κατά τη διάρκεια του ενταφιασμού.

Το 2015 στο πλαίσιο του προγράμματος πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά ανασκαφική διερεύνηση στον οικιστικό χώρο του Χιλιομοδίου και συγκεκριμένα στη θέση «λίμνη – νταμάρια». Η ανασκαφική έρευνα έφερε στο φώς τμήμα αρχαίας οδού, με κατεύθυνση από νότια προς βορειοδυτικά, η οποία αποκαλύφθηκε σε μήκος 36,60μ. Η έκταση που καταλαμβάνει η αρχαία οδός και η οποία δείχνει να επεκτείνεται και στα δύο άκρα της αλλά και η διαχρονική χρήση της, μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι πρόκειται για μια κεντρική αρτηρία της πόλης της αρχαίας Τενέας.

Κατά τη διάρκεια της ερευνητικής περιόδου του 2016 και σε κοντινή απόσταση με το τμήμα της ανεσκαμμένης οδού, αποκαλύφθηκαν για πρώτη φορά in situ οικοδομικά κατάλοιπα της αρχαίας πόλης, που παραπέμπουν στην δραστηριότητα της στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. Αναλυτικότερα, ανασκάφθηκε τμήμα εκτεταμένου κτιρίου με επιμέρους χώρους και πηγάδι. Σε έναν εξ’ αυτόν εντοπίστηκαν αποθέσεις καύσης, τμήμα γυναικείου ειδωλίου, αγγεία και νομίσματα. Σε άλλο χώρο αποκαλύφθηκε μεγάλος αριθμός μαρμάρινων πυρήνων και σωρεία απολεπίσεων μεταξύ των οποίων μαρμάρινο σπάραγμα αντίχειρα από άγαλμα φυσικού μεγέθους, ακέραιη πυξίδα καθώς και άλλα χρηστικά αγγεία. Επιπρόσθετα στον ανεσκαμμένο χώρο μεταξύ άλλων εντοπίστηκαν πλήθος νομισμάτων, ανθεμωτό ακροκέραμο, επιζωγραφισμένη σίμη και άφθονη κεραμική χρηστικών αγγείων.

Στην εγγύτητα του παραπάνω χώρου αποκαλύφθηκε ένα μεγαλοπρεπές ταφικό μνημείο ρωμαϊκών χρόνων, το οποίο πιθανότατα αποτελεί τμήμα ενός μεγαλύτερου συγκροτήματος ταφικών μνημείων στις παρυφές της πόλης.

Συγκεκριμένα πρόκειται για δίχωρο υπέργειο ταφικό μνημείο, συνολικών διαστάσεων 10,40m Χ 5,72m,με προσανατολισμό από ανατολικά προς δυτικά και με είσοδο στα δυτικά, το οποίο με βάση τα ευρήματα στο εσωτερικό του χρονολογείται στον 1ο μ.Χ. αιώνα, ενώ η περίοδος χρήσης του φτάνει στον 4ο αι. μ.Χ.

Στο κυρίως χώρο του διαμορφώνονται στις τρείς πλευρές του πέντε κτιστοί τάφοι. Στο χώρο εισόδου εντοπίστηκαν ίχνη καύσης και ενταφιασμοί παιδικών ταφών. Στο σύνολό του το μνημείο αποτελεί μια ιδιαίτερα επιμελημένη κατασκευή επενδεδυμένη με κονίαμα τόσο στο εσωτερικό της όσο και στο εξωτερικό της και με λιθόστρωτο δάπεδο στο οποίο τμηματικά διατηρείται επίστρωση κονιάματος. Η εξωτερική τοιχοποιία του μνημείου αποτελείται από δεύτερης χρήσης αρχιτεκτονικά μέλη ελληνιστικών χρόνων. Οι ταφές αφορούν σε ενταφιασμούς αλλά και καύσεις πλούσια κτερισμένες, παρά την έντονη διατάραξή τους. Μεταξύ των ευρημάτων συγκαταλέγονται χάλκινα νομίσματα, χρυσή δανάκη από νόμισμα Σικυώνας, οστέινα κοσμήματα κ.α. Εξωτερικά της νότιας θεμελίωσης του μνημείου παρατηρείται μεγάλη συγκέντρωση κεραμοσκεπών τάφων και εγχυτρισμών. Όλες οι ταφές εμπεριέχουν παιδικούς ενταφιασμούς πλούσια κτερισμένους με λύχνους, αγγεία, γυάλινα μυροδοχεία, νομίσματα κ.α.

Το ερευνητικό πρόγραμμα της Τενέας συνεχίζεται με τη συμμετοχή διακεκριμένων ελλήνων και ξένων επιστημόνων αλλά και φοιτητών από ελληνικά και ξένα Πανεπιστημιακά ιδρύματα.


ΠΗΓΕΣ
arxaia-ellinika.blogspot.gr
ancientmycenaeantrail.wordpress.com