Aρχαία Κόρινθος, Ναός Απόλλωνα φωτογραφία από ARGI(Aργύρης Καρανικόλας) |
Η αρχαία Κόρινθος ήταν μια από τις πλουσιότερες πόλεις της αρχαιότητας. Αρχικά ονομαζόταν Εφύρα και πήρε το όνομά της από τον ήρωα Κόρινθο, ο οποίος ήταν γιος του Μαραθώνα και μακρινός απόγονος του θεού Ερμή. Ήταν χτισμένη στους πρόποδες του Ακροκορίνθου κοντά στον Ισθμό. Ύστερα από διαμάχη του Ποσειδώνα και του Ήλιου, ο Ισθμός πέρασε στην κυριότητα του θεού της θάλασσας και η Κόρινθος στον Απόλλωνα. Η πόλη βρισκόταν σε εμπορικό κόμβο, γι’αυτό αναπτύχθηκαν οι τέχνες και το εμπόριο. Σύμφωνα με τον Όμηρο, η Κόρινθος ήταν «αφνειός» δηλαδή πλούσια, λόγω της εύφορης γης.
Χτισμένη στους πρόποδες του βραχώδους λόφου νοτιοδυτικά της σύγχρονης πόλης, του Ακροκόρινθου, η αρχαία Κόρινθος ήταν σημαντική πόλη-κράτος της αρχαίας Πελοποννήσου. Θεωρείτο μάλιστα η πλουσιότερη πόλη του αρχαίου κόσμου.
Υπό τον έλεγχό της βρισκόταν η περιοχή στα ανατολικά του σημερινού νομού Κορινθίας και στα βορειοανατολικά του νομού Αργολίδας και η νευραλγική θέση του Ισθμού. Έτσι, αποτελούσε πιθανώς τον σημαντικότερο εμπορικό κόμβο της εποχής, μέχρι η Αθήνα να την απειλήσει.
Ο Ακροκόρινθος οχυρώθηκε για πρώτη φορά τον 7ο-6ο αιώνα π.Χ. και εξελίχθηκε σε Ακρόπολη. Η είσοδος του σημερινού αρχαιολογικού χώρου βρίσκεται στη δυτική πλευρά και ο επισκέπτης θα περάσει από τις οχυρωματικές ζώνες που κατασκευάστηκαν με τείχη σε τρία επίπεδα.
Γύρω από την πρώτη πύλη τα πάντα φαίνεται να έχουν καταρρεύσει ενώ από τη δεύτερη, σε απόσταση περίπου 100 μέτρων, ξεκινά ο ελικοειδής δρόμος που φτάνει στην τρίτη πύλη και το κυρίως κάστρο.
Η περιήγηση στον χώρο γίνεται μέσα σε ερείπια παλαιότερων πύργων και διαφόρων κτισμάτων ενώ από την ενετική κατοχή έχουν απομείνει και κάποια κανόνια. Εντυπωσιακή είναι η δεξαμενή νερού που παραπέμπει στην αρχαία Πειρήνη, την πρώτη κρήνη που απέκτησε ο βράχος χάρη στον βασιλιά Σίσυφο που κατάφερε να λύσει το πρόβλημα της λειψυδρίας.
Με τη βοήθεια της καθαρής ατμόσφαιρας ο επισκέπτης θα απολαύσει και τη θέα που είναι πανοραμική: Πατραϊκός, Κορινθιακός, νότια Στερεά, δυτικός Σαρωνικός, όλα στα πόδια του.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Η αρχαία Κόρινθος κατοικήθηκε ήδη από τα νεολιθικά χρόνια (6500-3250 π.Χ.). Η πόλη, γνωστή από τους μυκηναϊκούς χρόνους, αναφέρεται στον Όμηρο ως «αφνειός» (= πλούσια) (Ιλιάδα Β 570), λόγω της ιδιαίτερα εύφορης γης της. Η μεγάλη παραγωγή αγροτικών προϊόντων, ήδη από τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους, ευνόησε την ανάπτυξη έντονης εμπορικής δραστηριότητας, κυρίως προς τη δυτική Μεσόγειο, ενώ τον 8ο αιώνα π.Χ. ιδρύθηκαν κορινθιακές αποικίες, όπως η Κέρκυρα στο Ιόνιο Πέλαγος και οι Συρακούσες στη Σικελία, με σημαντικό ρόλο και συμβολή στην ιστορία του αρχαίου μεσογειακού κόσμου.
Η οικονομική άνθηση της πόλης έφτασε στο απόγειο κατά τον 7ο και τον 6ο αιώνα π.Χ., υπό τη διοίκηση του τυράννου Κύψελου και του γιου του Περίανδρου. Η ισχύς της Κορίνθου αποτυπώθηκε με μεγαλειώδη τρόπο σε περικαλλή κτήρια όπως ο Ναός του Απόλλωνος (560 π.Χ.), ενώ η ανάδειξη των Ισθμίων, των αγώνων που τελούνταν στο κορινθιακό Ιερό του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης στον Ισθμό, σε Πανελλήνιους Αγώνες (584 π.Χ.) ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τη φήμη και την επιρροή της πόλης.
Από τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., ωστόσο, η άνοδος της Αθήνας και η κυριαρχία της στην παραγωγή αγγείων και στο εμπόριο της Μεσογείου επέφερε σταδιακά περιορισμό της επιρροής των Κορινθίων, ιδίως μετά τους Περσικούς Πολέμους (490-479 π.Χ.), όπου, παρά την ισχυρή συμμετοχή τους, αναγκάστηκαν να αποδεχθούν την πρωτοκαθεδρία των Αθηναίων.
Στον Πελοποννησιακό Πόλεμο (431-404 π.Χ.) η Κόρινθος τάχθηκε ανοιχτά στο πλευρό της Σπάρτης, παροτρύνοντάς την εξαρχής να στραφεί στρατιωτικά εναντίον των Αθηναίων. Παρά την ήττα της Αθήνας, όμως, και παρά τη συμμετοχή της σε μια σειρά από πολεμικές επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και ο λεγόμενος «Κορινθιακός Πόλεμος» εναντίον της Σπάρτης (395-387 π.Χ.), η πόλη της Κορίνθου δεν κατόρθωσε να ανακτήσει την παλαιά της δύναμη.
Η διοργάνωση ενός πανελλήνιου συνεδρίου στην Κόρινθο το 337 π.Χ., από τον βασιλιά Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας, της νέας αναδυόμενης δύναμης του ελληνικού κόσμου, την επανέφερε προσωρινά στο προσκήνιο, ωστόσο πολύ γρήγορα υποτάχθηκε στους Μακεδόνες. Την αποτίναξη του μακεδονικού ζυγού το 243 π.Χ. από τον Άρατο τον Σικυώνιο, ακολούθησε η προσχώρησή της στην Αχαϊκή Συμπολιτεία, μία ομοσπονδία πόλεων-κρατών της νότιας Ελλάδας.
Η Κρήνη Πειρήνη στην Αρχαία Κόρινθο. |
Ωστόσο, η αντιπαράθεση της Συμπολιτείας με τη Ρώμη οδήγησε το 146 π.Χ. στην περίφημη μάχη της Λευκόπετρας, στην περιοχή του Ισθμού, όπου τα ελληνικά στρατεύματα συνετρίβησαν από τις ρωμαϊκές λεγεώνες υπό τον Λεύκιο Μόμμιο (Lucius Mummius). Όπως αφηγούνται Έλληνες και Ρωμαίοι συγγραφείς, τη στρατιωτική ήττα ακολούθησε η ολοσχερής καταστροφή και ερήμωση της πόλης (Κικέρων, De imperio cn. pompei ad qvirites oratio 11? Orationes de lege agraria 2.87. Στράβων, Γεωγραφικά 8.23. Παυσανίας 2.1.2).
Εκατό περίπου χρόνια αργότερα, το 44 π.Χ., ο ισόβιος δικτάτορας (dictator in perpetuum) της Ρώμης Ιούλιος Καίσαρας αποφασίζει την επανίδρυση της Κορίνθου ως ρωμαϊκής αποικίας, αναγνωρίζοντας την ιδιαίτερη γεωγραφική σημασία της στην ευρύτερη στρατηγική του για την ανατολική Μεσόγειο. Ο βίαιος θάνατός του την ίδια χρονιά δεν ματαίωσε το μεγαλόπνοο σχέδιό του, καθώς το συνέχισε ο διάδοχός του Οκταβιανός, ο μετέπειτα Αύγουστος. Η νέα πόλη ονομάστηκε Colonia Laus Iulia Corinthiensis ή Clara Laus Iulia Corinthus ή Iulia Corinthus Augusta, ως αποικία της Ιουλίας οικογένειας του Καίσαρα και του Αυγούστου (Gens Iulia), και ορίστηκε το 27 π.Χ. πρωτεύουσα της ρωμαϊκής Επαρχίας της Αχαΐας (Provincia Achaiae), που περιλάμβανε μεγάλο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας, την Πελοπόννησο και αρκετά νησιά. Λόγω της ερήμωσής της μετά τη μάχη της Λευκόπετρας, η πόλη εποικίστηκε αρχικά με απελεύθερους Ρωμαίους και βετεράνους στρατιώτες, που σύντομα πλαισιώθηκαν από Έλληνες, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν την ιδιαίτερα εύφορη γη που δημεύτηκε από τη Ρώμη (ager publicus) και παραχωρήθηκε σε νέους ακτήμονες.
Στόχος της Ρώμης ήταν αφενός η δημιουργία μιας σταθερής ρωμαϊκής βάσης στην ταραχώδη Ανατολή και αφετέρου η ταχύτερη διέλευση του ρωμαϊκού στόλου μέσω του Διόλκου, της μοναδικής χερσαίας, λιθόστρωτης οδού για πλοία που διέσχιζε τον Ισθμό, όπως μαρτυρεί μία λατινική επιγραφή του 102 π.Χ. που καταγράφει τη διέλευση του στόλου για την αντιμετώπιση των πειρατών καθοδόν προς τη Σίδη της μικρασιατικής Παμφυλίας, υπό τον ρήτορα Antonius Marcus, παππού του Μάρκου Αντωνίου, συντρόφου της βασίλισσας Κλεοπάτρας και θανάσιμου αντιπάλου του Οκταβιανού στον πόλεμο για τη διαδοχή του Ιουλίου Καίσαρα.
Πολύ σύντομα ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε σημαντικά, καθώς αναπτύχθηκαν εκ νέου η γεωργία, η κτηνοτροφία και το εμπόριο, με αντίστοιχες εξαγωγές μαλλιού, βαμμένων μάλλινων υφασμάτων, ελαιολάδου και μελιού, αλλά και ξυλείας και μεταλλικών αντικειμένων. Από την άλλη, οι ανάγκες και οι συνήθειες των Ρωμαίων κατοίκων της νέας πόλης, καθώς και ο διεθνής ρόλος της, οδήγησαν σε εισαγωγές αγαθών από άλλες περιοχές της Αυτοκρατορίας, όπως κρασιού και οικοδομικών υλικών (μαρμάρου, γρανίτη), που ήταν απαραίτητα για τις νέες, πολυτελείς κατασκευές.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η πόλη επανασχεδιάστηκε με σύστημα ιπποδάμειο, δηλαδή με κάθετους και οριζόντιους οδικούς άξονες (cardines και decumani) που οριοθετούσαν πολεοδομικές νησίδες (insulae). Γύρω από την Αγορά της ανεγέρθηκαν περικαλλή δημόσια οικοδομήματα και ιδιωτικά μνημεία εύπορων Ρωμαίων και Ελλήνων, που θέλησαν να δηλώσουν εμφατικά την παρουσία τους στην πρωτεύουσα της Επαρχίας. Μαρτυρίες για την κατασκευή των κτισμάτων απαντώνται σε πολλές επιγραφές, ενώ απεικονίσεις τους υπάρχουν κυρίως σε μεταγενέστερα τοπικά νομίσματα.
Οι φράσεις του Οράτιου «non cuivis homini contingit adire Corinthum / non licet omnibus adire Corinthum» (Επιστολές 1.17.36) και του Στράβωνος «ου παντός ανδρός ες Κόρινθον εσθ’ ο πλους» (Γεωγραφικά 8.6.20) αντανακλούν την ευημερία της πόλης και το υψηλό κόστος που απαιτούσε η διαμονή εκεί. Περί τα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ., όταν την επισκέφθηκε ο Απόστολος Παύλος, η Κόρινθος ήταν πλέον μια σημαντική ρωμαϊκή πόλη της Αυτοκρατορίας, διοικούμενη από δύο τοπικούς άρχοντες, τους duoviri, στα πρότυπα των υπάτων (consules) της Ρώμης, μία μικρογραφία της πρωτεύουσας που αποτελούσε σημείο αναφοράς στη σκέψη και το ταξίδι των Ρωμαίων προς την Ανατολή.
Παρά τις καταστροφές που υπέστη από την επιδρομή των Ερούλων (267 μ.Χ) και το καταστροφικό χτύπημα του εγκέλαδου περί το 375 μ.Χ., η πόλη παραμένει κραταιά και στην συνέχεια ορίζεται ως πρωτεύουσα του Ελλαδικού Θέματος της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το 1204 κατελήφθη από τους Φράγκους, μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, ενώ γνώρισε και μία μικρή περίοδο Ενετοκρατίας, την οποία διαδέχθηκε και πάλι η οθωμανική κατοχή ως την απελευθέρωση και την ίδρυση Ελληνικού Κράτους το 1830.
Περιορισμένη σε έκταση και αποτελέσματα έρευνα έγινε κατά τα έτη 1892 και 1906 από τον Α. Σκιά με δαπάνες της Αρχαιολογικής Εταιρείας.Συστηματικές ανασκαφές στην περιοχή που συνεχίζονται έως σήμερα, άρχισαν το 1896 από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών,
Από τον Ακροκόρινθο αν πάρουμε τον ορεινό δρόμο θα βρούμε την Τενεατική Πύλη και το ιερό της Ειλειθυίας. Εξήντα τόσα στάδια απέχει η Τενέα» περιγράφει ο Παυσανίας αλλά και ο Ξενοφώντας. Εκεί σήμερα είναι το χωριό Κλένια.
Οι κάτοικοί της λένε πως είναι Τρώες, από την Τένεδο, τους οποίους αιχμαλώτισαν οι Έλληνες. Η ανασκαφή στο αρχαίο νεκροταφείο Κλένιας Με την άδεια του Αγαμέμνονα, εγκαταστάθηκαν στην Τενέα. Έτσι δικαιολογείται η ονοματολογική συγγένεια των δύο περιοχών, αλλά και οι ομοιότητές τους στη λατρεία του Απόλλωνα. Έκτοτε, ιστορικά, τα ονόματα της Τενέας και της Τενέδου, έχουν συνδεθεί, και θεωρούνται συγγενικά.
Το χωριό Κλένια βρίσκεται σε υψόμετρο 380 μέτρων, 22 χιλιόμετρα νότια της Κορίνθου. Σήμερα έχει 755 κατοίκους και ανήκει στο δήμο Τενέας, όπου στην αρχαία πόλη της ανατράφηκε ο Οιδίποδας, από τον βασιλιά Πόλυβο.
Ο αρχαιολογικός πλούτος της περιοχής, ήρθε στην επιφάνεια σταδιακά, κάτω από αντίξοες και μυθιστορηματικές συνθήκες. Μέχρι τότε υπήρχε η αντίληψη ότι δεν υπάρχουν άλλα σημαντικά αρχαία ερείπια, καθώς η περιοχή καλλιεργείται εντατικά.
Οι αρχαιοκάπηλοι όμως είχαν διαφορετική πληροφόρηση.
Τον Μάιο του 2010, κατασχέθηκαν την τελευταία στιγμή, πριν πουληθούν στο εξωτερικό έναντι της αμοιβής των 10εκατομμυρίων ευρώ, τμήματα από τα αγάλματα των «Δίδυμων Κούρων», που είχαν λαθραία ανασκαφεί από αρχαιοκάπηλους, στην περιοχή της Κλένιας.
Οι ίδιοι, υπέδειξαν το ακριβές σημείο όπου είχαν εντοπίσει τα ανεκτίμητης αξίας ευρήματα, με αποτέλεσμα, λίγες εβδομάδες αργότερα να ξεκινήσουν επισήμως τα ανασκαφικά έργα, από την αρμόδια εφορεία αρχαιοτήτων.
Στις 22 Μαΐου 2010, ξεκίνησε εκτεταμένη σωστική ανασκαφική έρευνα, στην περιοχή του Ξερόκαμπου. Εκεί, εντοπίστηκε η ύπαρξη νεκροταφείου αρχαϊκής εποχής. Την ίδια μέρα, ανακαλύφθηκαν δύο τάφοι που χρονολογούνται στο τρίτο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ., όπως ακριβώς οι Κούροι.
Όπως αναφέρουν οι αρχαιολόγοι τα αγάλματα είναι εξαιρετικής τέχνης, φιλοτεχνημένα από μάρμαρο Πάρου, με τεχνοτροπικές ομοιότητες στη δομή του σώματος και στον τρόπο επεξεργασίας των λεπτομερειών τους, που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ηθελημένα ο γλύπτης τους έπλασε πανομοιότυπους.
Ο αρχαιολόγος – καθηγητής Γεώργιος Δεσπίνης, ήταν ο πρώτος που κλήθηκε να τους εξετάσει, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, όπου φυλάσσονταν. Ο καθηγητής, θεώρησε εξαιρετικά ενδιαφέρουσα την ομοιότητα των Κούρων. Όπως ανέφερε, δεν υπάρχουν άλλα δίδυμα αρχαϊκά αγάλματα, εκτός από τον Κλέοβι και τον Βίτωνα (Μουσείο Δελφών) με την τραγική ιστορία.
Τους Δίδυμους Κούρους μαζί με τους τάφους τους
μπορείτε να τους δείτε στην νέα αίθουσα του Αρχαιολογικού μουσείου της Αρχαίας Κορίνθου.
Την ιστορία τους αναφέρει ο Ηρόδοτος: κάποια μέρα που η μητέρα τους έπρεπε να πάει στο Ηραίο και τα βόδια αργούσαν, έσυραν οι ίδιοι το άρμα μέχρι το ιερό. Η μητέρα τους, τότε, ζήτησε από την Ήρα να τους ανταμείψει και η θεά τους χάρισε ήρεμο θάνατο στον ύπνο τους. Οι κούροι ήταν αφιέρωμα των Αργείων στον Απόλλωνα και, σύμφωνα με την επιγραφή, κατασκευάσθηκαν από τον Αργείο γλύπτη Πολυμήδη. Αποτελούν τυπικό δείγμα της αρχαϊκής γλυπτικής και, ειδικότερα, των αργείτικων εργαστηρίων του 6ου αι. π.Χ.
Στην ίδια περιοχή είχε βρεθεί το 1846, ένας ακόμη Κούρος, γνωστός ως «Κούρος της Τενέας», ο οποίος από το 1854 εκτίθεται στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου. Κατά τις μαρτυρίες, είχε εντοπιστεί επάνω σε έναν τάφο, ενώ το κεφάλι του ήταν τοποθετημένο σε αγγείο. Οι ομοιότητές του με τους δίδυμους κούρους είναι μεγάλες, ενώ φαίνεται να χρονολογούνται στην ίδια εποχή.
Κούρος ή Απόλλωνας της Τενέας |
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Κορίνθου άνοιξε ξανά τον Ιούνιο του 2016 και οι δύο δίδυμοι, εκθαμβωτικοί Κούροι παρουσιάστηκαν στο κοινό για πρώτη φορά. Τα εξαιρετικής τέχνης αγάλματα έπρεπε να συντηρηθούν και να μελετηθούν. «Το μουσείο στη νέα του μορφή μπορεί να καταστήσει το ρητό “ου παντός πλειν ες Κόρινθον” με ό,τι αυτό υπονοεί για τη δόξα και τη σημασία της Κορίνθου, επίκαιρο,όχι μόνο για το μουσείο και τον αρχαιολογικό χώρο, αλλά για ολόκληρη την Κόρινθο και την Κορινθία», σημείωσε μεταξύ άλλων στην ομιλία του κατά την τελετή εγκαινίων ο Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού κ. Αριστείδης Μπαλτάς.
ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΚΟΡΙΝΘΟ ΑΠΟ ΨΗΛΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΚΟΡΙΝΘΟ
ΠΗΓΕΣ:
Υπουργείο Πολιτισμού & Αθλητισμού / Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων.Ιστορικό από τον Σωκράτη Κουρσούμη.
odysseus.culture.gr
klenia.gr