ΕΛΛΑΔΑ-ΚΟΡΙΝΘΙΑ

ΕΛΛΑΔΑ-ΚΟΡΙΝΘΙΑ

ΚΟΡΩΝΟΙΟΣ-COVID-19

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2019

ΓΕΦΥΡΕΣ: ΑΝΟΙΧΤΑ ΜΟΥΣΕΙΑ 2019- «Συντήρηση Αρχαιοτήτων»

Το Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ), η Εφορεία Αρχαιοτήτων Κορινθίας (ΕΦ.Α.ΚΟΡ.) και το Ιστορικό Λαογραφικό Μουσείο Κορίνθου (ΙΛΜΚ), συνεχίζουν την εξαιρετικά επιτυχημένη συνεργασία τους με το πρόγραμμα δράσεων «Γέφυρες» με θέμα για φέτος «Γέφυρες: Ανοιχτά Μουσεία 2019». Η πρώτη δράση, με τίτλο «Συντήρηση Αρχαιοτήτων», θα πραγματοποιήθηκε σήμερα στις  10:00 το πρωί, στο εργαστήρι συντήρησης του Μουσείου Αρχαίας Κορίνθου.


Οι υπεύθυνοι του προγράμματος συντηρητές και αρχαιολόγοι μας υποδέχθηκαν εγκάρδια και μας ξενάγησαν στο χώρο της επίπονης και τόσο σπουδαίας εργασίας τους.
Οι παρευρισκόμενοι είχαμε την τύχη να θαυμάσουμε από κοντά την χάλκινη λάρνακα που εμφανίζεται στην φωτογραφία της δράσης που περιείχε καρπούς και κουκούτσια ροδιού και σταφυλιού καθώς και τμήματα υφάσματος. Όλα αυτά μαζί με μικρά αγγεία αποτελούσαν μέρος προσφορών στους αρχαίους θεούς. Μάθαμε για τον αγώνα των εργατών και των συντηρητών να καταφέρουν ενάντια στον χρόνο να προστατέψουν το εύρημα από την αλλοίωση λόγω του οξυγόνου και της υγρασίας. Να βρουν άμεσα τα κονδύλια για την συντήρησή του σε κατάλληλο περιβάλλον σε ειδική προθήκη και ψυγείου για την κατάλληλη θερμοκρασία μέχρι να γίνουν οι εργασίες συντήρησης. Το εύρημα πέρασε και από το στάδιο της αξονικής τομογραφίας, ώστε να γίνει η αποκατάσταση και η ανάσυρση των ευρημάτων με λεπτομέρεια ακρίβειας χιλιοστού, ώστε να αποφευχθούν ζημιές. 







Ακόμη είχαμε την ευκαιρία να ενημερωθούμε για την διαδικασία της συντήρησης μέσω διαφανειών και να δούμε μέσο  ειδικού μικροσκοπίου αρχαία νομίσματα πριν και μετά την αποκατάσταση συντήρησης. Παράλληλα είχαμε την ευκαιρία να ξεναγηθούμε σ όλους του χώρους του Μουσείου και ιδιαίτερα στην Ρωμαϊκή αίθουσα όπου έχουν γίνει αλλαγές μετά την αποδόμηση των περίφημων 285 ''κλεμμένων'' αντικειμένων , των  επαναπατρισθέντων αρχαιοτήτων  του  Μουσείου Κορίνθου, όπου το 1990 ληστές διέρρηξαν το κτίριο και τραυμάτισαν σοβαρά τον φύλακα.
Εννέα χρόνια αργότερα τα περισσότερα από αυτά, τα 263 εντοπίσθηκαν στο Μαϊάμι των Ηνωμένων Πολιτειών και επιστράφηκαν στην Ελλάδα.
 Λείπουν όμως ορισμένα πολύ σημαντικά.




Ένα μεγάλο ευχαριστώ αξίζει στην Εφορία Αρχαιοτήτων Κορινθίας, τους συντηρητές και Αρχαιολόγους για την εξαιρετική αυτή δράση που μας έφερε τόσο κοντά με τα ευρήματα που άλλοτε τα βλέπουμε μέσα από προθήκες στα μουσεία, χωρίς να γνωρίζουμε τον μόχθο και την μεγάλη διαδρομή αποκατάστασης που υπάρχει για να φτάσουν μπροστά στα μάτια μας.
Είναι σπουδαία άλλωστε αυτή κάθε αυτή η δουλεία του Αρχαιολόγου,του συντηρητή αρχαιοτήτων μέχρι και του απλού εργάτη που θα βοηθήσει στην απομάκρυνση των χωμάτων.

Μια μικρή μυρμηγκοφωλιά ανθρώπων που δίνουν την δυνατότητα στο τόσο μακρινό αρχαίο μας παρελθόν να μας ''μιλήσει'' να βρεθούμε απέναντί του πρόσωπο με πρόσωπο.



Ξενάγηση στην Ρωμαϊκή αίθουσα.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΧΏΡΟΥΣ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΑΡΧΑΙΑΣ ΚΟΡΊΝΘΟΥ ΣΗΜΕΡΑ. ΑΠ.Σφυράκης
































Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2019

ΤΟ ΣΟΥΠΕΡ ΦΕΓΓΑΡΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ ΚΑΛΑΜΙΑ ΤΗΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ

Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΤΟΝ ΓΥΡΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ



Η Πανσέληνος στην παραλία Καλάμια της Κορίνθου ένα Super Snow Moon, υψώνεται ανάμεσα στα αγάλματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Διογένη της Σινώπης, στις 19 Φεβρουαρίου 2019.

Το συγκεκριμένο σύμπλεγμα αγαλμάτων αναπαριστά ένα πασίγνωστο γεγονός της ιστορίας: Την συνάντηση του Μ. Αλεξάνδρου με τον κυνικό φιλόσοφο Διογένη τον Σινωπέα (που αποκαλείται έτσι επειδή γεννήθηκε στη Σινώπη το 421πΧ, την Άνοιξη του 336πΧ). Βέβαια, δεν ήταν σπάνιες οι συναντήσεις φιλοσόφων με Ηγεμόνες την Αρχαία Εποχή. Αυτή όμως η συνάντηση είχε μια τόσο μεγάλη ιδιαιτερότητα και γι’ αυτό έμεινε χαραγμένη όχι μόνο στην επίσημη ιστορία, αλλά και στην λαϊκή μνήμη και είναι ένα από τα λίγα ιστορικά στιγμιότυπα που είναι τόσο πολύ γνωστά σε απλούς, χωρίς ιδιαίτερη ενασχόληση με την ιστορία ανθρώπους.


Η ιδιαιτερότητα της συνάντησης αυτής έγκειται στο γεγονός ότι στα πλαίσια της έγινε μία συνάντηση των δύο άκρων της τότε εποχής: Από την μία η απόλυτη εξουσία, ο πλούτος συνοδευόμενα από υψηλό μορφωτικό επίπεδο και διάθεση κατάκτησης, που προσωποποιούνταν στον Μ. Αλέξανδρο και από την άλλη η απόλυτη, συνειδητή, άρνηση της εξουσίας με διάθεση επιστροφής των ανθρώπων στις αρχέγονες φυσικές τους ρίζες, την λιτότητα και την αυτάρκεια, που προσωποποιούνταν στον Διογένη.

Και δεν είναι τυχαίο ότι η συνάντηση αυτή έγινε στην Κόρινθο, καθώς και εκείνη την ιστορική περίοδο, η πόλη διατηρούσε την εξέχουσα θέση της ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις – κράτη και διέθετε μία ξεχωριστή ανεκτικότητα απέναντι στα διάφορα επαναστατικά ρεύματα που διέτρεχαν την ελληνική κοινωνία.

Η συνάντηση λοιπόν του Μ. Αλεξάνδρου με τον Διογένη έγινε περίπου την Άνοιξη του 336πΧ, χρονιά που ο Αλέξανδρος, εξ’ ονόματος του πατέρα του Φιλίππου Β΄, Βασιλιά της Μακεδονίας, συγκαλεί στην Κόρινθο αντιπροσώπους όλων των ελληνικών πόλεων για να πάρουν αποφάσεις για την εκστρατεία εναντίον των Περσών. Ο Αλέξανδρος ανακηρύσσεται στρατηγός-αυτοκράτορας και όλες οι πόλεις, εκτός από την Σπάρτη που δεν παραβρέθηκε, αποφασίζουν να δώσουν στρατό για την επιτυχή έκβαση στην εκστρατεία, ενώ τα ναυπηγεία της Κορίνθου αρχίζουν να κατασκευάζουν 160 τριήρεις που θα ισχυροποιήσουν στο έπακρο τον στόλο του Αλεξάνδρου (Κατά πάσα πιθανότητα, οι κορινθιακές τριήρεις αποτελούσαν το 70% του στόλου) και θα του επιτρέψουν ν’ αποκτήσει υπεροχή και στο ναυτικό σκέλος της εκστρατείας.


Την ίδια περίοδο, ο Διογένης, ήδη γνωστός στο Πανελλήνιο ως ο κυριότερος εκπρόσωπος της Κυνικής Φιλοσοφίας (ιδρυτής της οποίας ήταν ο Αντισθένης), βρισκόταν στην Κόρινθο και για κατοικία του είχε επιλέξει ένα πιθάρι, δηλ. έναν από τα τεράστια αγγεία μεταφοράς προϊόντων που αφθονούσαν στο αχανές εμπορικό κέντρο της Κορίνθου.



Ο Αλέξανδρος ήταν πολύ στενά συνδεδεμένος με την Κόρινθο, κάτι που δεν είναι και τόσο γνωστό. Γνωρίζοντας την τεράστια γνώση και ικανότητα των Κορίνθιων Ναυπηγών και Μηχανικών, θα πάρει μαζί του έως τα βάθη της Ασίας έναν μεγάλο αριθμό τους, που θα του επιτρέψει την επίτευξη των στόχων του. Ο Αλέξανδρος, όμως χρωστά την ζωή του και σ’ έναν Κορίνθιο, τον Δημάρατο, ο οποίος στη μάχη του Γρανικού (την 1η και κρισιμότερη μάχη) θα του δώσει το δόρυ με το οποίο θα προστατευτεί από τους Πέρσες αξιωματούχους που προσπάθησαν να τον σκοτώσουν.


Ο Διογένης βρισκόταν στην Κόρινθο καθώς ήταν παιδαγωγός για τα παιδιά του πάμπλουτου Κορίνθιου Αριστοκράτη Ξενιάδη. Όταν ο Ξενιάδης τον απελευθέρωσε, Ο Διογένης παρέμεινε στην Κόρινθο και η φήμη του έγινε γνωστή στον Αλέξανδρο από τον παιδαγωγό του τον Λεωνίδα που ήταν μυημένος στην κυνική φιλοσοφία. Μόλις ο Αλέξανδρος βρέθηκε στην Κόρινθο, θέλησε να τον γνωρίσει και έστειλε έναν υπασπιστή του να βρει τον Διογένη και να του τον παρουσιάσει. Αφού ο υπασπιστής τον εντόπισε στο Κράνειο (την αριστοκρατικότερη συνοικία της πόλης) κοντά στο σπίτι της Λαΐδας, του είπε: "Σε ζητεί ο Βασιλεύς Αλέξανδρος να σε δει". Ο Διογένης απάντησε "Εγώ δεν θέλω να τον δω. Εάν θέλει αυτός ας έρθει να με δει". Πράγματι, ο Αλέξανδρος, πήγε να συναντήσει τον Διογένη, καθώς μια τέτοια άρνηση, τη στιγμή που είχε χιλιάδες παρακλητικά αιτήματα από ανθρώπους κάθε τάξης,τον εντυπωσίασε. 
Ο Αλέξανδρος πλησιάζει και του λέγει «Είμαι ο Άρχων Αλέξανδρος». Ο Διογένης ατάραχος απαντά «Και ΄γώ είμαι ο Διογένης ο Κύων». Ο Μ. Αλέξανδρος απορεί για την συμπεριφορά του και του λέγει «Δεν με φοβάσαι;» Ο Διογένης απαντάει «Και τί είσαι; Καλό ή κακό;»
 Ο Αλέξανδρος μένει σκεπτικός. Δεν μπορεί ένας βασιλεύς να πεί ότι είναι κακό, και άμα είναι καλό, γιατί κάποιος να φοβάται το καλό; Αντί να απαντήσει ο Αλέξανδρος ξεφεύγει και τον ρωτά εκ νέου «Τί χάρη θές να σου κάνω;» Και ο Διογένης ξανά με λογοπαίγνιο απαντά «Αποσκότησων με». Βγάλε με δηλαδή από το σκότος, την λήθη και δείξε μου την αλήθεια.
 Με το έξυπνο λογοπαίγνιο του Διογένη, που η απάντηση του μπορεί και να εννοηθεί «Σταμάτα να μου κρύβεις τον ήλιο», αναδύεται η βάση της κυνικής φιλοσοφίας, καθώς οι κυνικοί πίστευαν πώς η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στη λιτότητα, στη ζεστασιά του ήλιου και δεν πρέπει να ζητά τίποτα από τα υλικά πλούτη.
 Ο Αλέξανδρος καταλαβαίνει την σημασία της απάντησης και εντυπωσιάζεται ακόμα περισσότερο. Ξεκινά μία μακρά συζήτηση με τον Διογένη που σώθηκε από τον Δίονα τον Πλουσαραίο, η οποία είναι πραγματική διάλεξη πολιτικής κοινωνιολογίας. 
Ο Διογένης συμφωνεί με την Σωκρατική αντίληψη περί γνώσεως. Δηλαδή δεν μπορεί να ασχοληθεί κάποιος επιτυχώς και επωφελώς με κάτι αν το αγνοεί. «Νομίζεις, λέει στον Μ. Αλέξανδρο πως μπορεί να οδηγεί άρμα εκείνος που δεν μπορεί να κρατήσει τα ηνία; Ή εκείνος που δεν ξέρει να κυβερνήσει είναι κυβερνήτης;» Ο Αλέξανδρος τότε, ανήσυχος μήπως θεωρηθεί ότι δεν γνωρίζει να βασιλεύει, ρωτά πολύ εύστοχα: «Ποιος διδάσκει την βασιλική τέχνη που πρέπει να μεταβεί κανείς για να την μάθει;» 
Στο ερώτημα ο Διογένης απαντά, πως η μόρφωση είναι δυο ειδών: Εκείνη που διαθέτει ο άνθρωπος από την φύση, την «θεία», και εκείνη που αποκτά από τους ανθρώπους την «ανθρώπινη». Δηλαδή η έμφυτη και η επίκτητη. Για να γίνει όμως κάποιος σωστά μορφωμένος, είναι απαραίτητο να προστεθεί η ανθρώπινη στην θεια. Δηλαδή ο κυβερνήτης, ο ιατρός πρέπει να έχει το ταλέντο, την έμφυτο κλίση να κυβερνήσει , να ιατρεύει κλπ. 
Η άποψη αυτή του Διογένους επικρατεί σήμερα στην παιδαγωγική επιστήμη και αποτελεί την βάση του επαγγελματικού προσανατολισμού. Ο Διογένης βεβαιώνει τον Αλέξανδρο, ότι όποιος έχει την θεϊκή-έμφυτη μόρφωση, εύκολα αποκτά και την άλλη, την ανθρώπινη, αφού ακούσει λίγα και λίγες φορές. Ταυτόχρονα, εξηγεί στον Αλέξανδρο πότε ένας βασιλέας είναι ωφέλιμος.
 Ο Διογένης αποδίδει την ωφελιμότητα ενός βασιλιά στο Εάν είναι ωφέλιμος στο λαό. Για να δώσει ένταση σε αυτόν τον ισχυρισμό του λέει: "Εάν κατακτήσεις όλη την Ευρώπη και δεν ωφελήσεις τον λαό, τότε δεν είσαι ωφέλιμος. Εάν κατακτήσεις όλη την Αφρική και την Ασία και δεν ωφελήσεις τον λαό, πάλι δεν είσαι ωφέλιμος. Ακόμα και εάν περάσεις τις στήλες του Ηρακλέους και διανύσεις όλο τον ωκεανό και κατακτήσεις αυτή την ήπειρο που είναι μεγαλύτερη της Ασίας και δεν ωφελήσεις τον λαό, πάλι δεν είσαι ωφέλιμος γιατί δεν ωφελείς το σύνολο". 
Στο τέλος αυτής της συζήτησης, εκφέρει ο Αλέξανδρος το περίφημο: «Αν δεν ήμουν Αλέξανδρος θα ήθελα να ήμουν Διογένης».

Η εκτίμηση του Αλέξανδρου για τον Διογένη ήταν τόσο μεγάλη που αναφέρεται ότι την ημέρα του θανάτου του Μ. Αλεξάνδρου στη Βαβυλώνα το 323 π.Χ, πέθανε και ο Διογένης στην Κόρινθο. Εξαιτίας της απόστασης, και εξαιτίας του γεγονότος ότι η ημερομηνία θανάτου του Διογένη δεν είναι ακριβώς γνωστή, ο Διογένης Λαέρτιος που κάνει την σχετική αναφορά, πιθανώς παραθέτει κάποιον θρύλο. 
Ένας άλλος θρύλος αναφέρει ότι ο Σωκράτης πέθανε την ημέρα της γέννησης του Διογένη. Όλα αυτά βέβαια δείχνουν την μεγάλη επιρροή που άσκησε ο Διογένης στα πρόσωπα και πράγματα της εποχής του.


Εν κατακλείδι, λοιπόν έγινε μία εξαιρετική προσπάθεια ώστε ν’ αποθανατιστεί το ιστορικό αυτό γεγονός σε ένα αγαλματικό σύμπλεγμα που ν’ αποδίδει την ατμόσφαιρα της συνάντησης και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των δύο πρωταγωνιστών του: Του Διογένη και του Αλέξανδρου. 

Το γλυπτό είναι δημοουργία του Γλύπτη Αχιλλέα Βασιλείου (Achilles Sculpture ) ο οποίος έχει φτιάξει και τον Πήγασο της Κορίνθου.


Κατάγεται από την Ήπειρο.

Ατομικές εκθέσεις
2000 Πολιτισμικός Οργανισμός, Δήμος Αθηναίων
1999 Γκαλερί ΚΟΡΑΗ, Αθήνα
1996 Γκαλερί ΑΠΟΛΛΩΝ, Αθήνα

Συμπόσια: 1997 Δήμος Καλαμαριάς, Πρώτο Διαβαλκανικό Συμπόσιο Εικαστικής Δημιουργίας, (οργάνωση: Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος), στα πλαίσια των εκδηλώσεων «Θεσσαλονίκη, Πολιτιστική Πρωτεύουσα 1997», Θεσσαλονίκη

Διακρίσεις:-Συμμετοχή σε πολλούς Πανελλήνιους Καλλιτεχνικούς Διαγωνισμούς αποσπώντας βραβεία και επαίνους

Συλλογές, Μουσεία, Πινακοθήκες που βρίσκονται τα έργα του καλλιτέχνη: - Ιδιωτικές συλλογές σε Ελλάδα και εξωτερικό


Τοποθετήσεις έργων σε δημόσιους χώρους: – Προτομή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Αλεξάνδρεια.

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2019

ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΣΟΦΙΚΟΥ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ

Το άγνωστο αρχαίο κάστρο, ο οικισμός και η φρυκτωρία
στο Σοφικό Κορινθίας
Στο όρος Τσάικας / Τζάλικας
Επιφανειακή επιθεώρηση ενός ξηρολιθικού οχυρού οικισμού

Ο αρχαίος φρυκτωριακός πύργος.
Των
Νικόλα Βερνίκου, Σοφίας Δασκαλοπούλου, Κων/νου Καλογερόπουλου
Πανεπιστήμιο Αιγαίου

O Δήμος Σολυγείας, στον οποίο έγινε η συγκεκριμένη επιθεώρηση, περιλαμ-βάνει τις πρώην κοινότητες Σοφικού, Κόρφου και Αγγελόκαστρου. Έδρα του Δήμου είναι το Σοφικό, 30 χλμ. ΝΑ της Κορίνθου. Η αρχαία Σολυγεία είναι η περιοχή στην οποία διαδραματίστηκε μία από τις σφοδρότερες μάχες του Πελοποννησιακού πολέμου το 425 π.Χ. Οι ιστορικοί ταυτίζουν τη Σολυγεία με τον αρχαίο Δήμο Πέτρας, γενέτειρα των «Κυψελιδών».


Ο τόπος - oι φιλολογικές μαρτυρίες


Αεροφωτογραφία της κορυφής.Σε κόκκινο κύκλο η θέση του ξηρολιθικού τείχους.

Χάρτης της Κορινθίας
Προορισμός η κορυφή του όρους Τζάλικας, η ψηλότερη κορυφή της χερσονήσου της Σολυγείας, που πυργώνεται πάνω από την κοινότητα Σοφικού. Το σύνολο σχεδόν της κορυφής περιβάλλεται από ξηρολιθικό τείχος. Στον κεντρικό άξονα της ξηρολιθικής κατασκευής υπάρχουν ερείπια πύργου απόλυτα τετραγωνισμένου και δύο ναΐσκοι, ο ένας από τους οποίους έχει εμφανώς θεμελιωθεί σε λιθοδομή αρχαιότερης κατασκευής. [1]


Σκαρίφημα ξηρολιθικού τείχους.
Ξενίζει η ύπαρξη μιας ξηρολιθικής κατασκευής στην περιοχή; Μάλλον όχι, αν λάβουμε υπ' όψιν μας τη μαρτυρία του Παυσανία. Όπως αναφέρει ο Παυσανίας στην Κόρινθο της εποχής του δεν κατοικούσε πλέον κανείς απόγονος των αρχαίων κατοίκων της χώρας επειδή μετά την καταστροφή της από τον Μόμμιο, στα χρόνια του Ιουλίου Καίσαρα, έγινε επανοικισμός με εγκατάσταση εποίκων. Σημειώνεται, εξ άλλου, ότι οι Ρωμαίοι μετά τη νίκη τους γκρέμισαν τα τείχη των πόλεων.

1. Με την έκφραση "λογάδες λίθοι" δηλαδή μαζεμένες ακατέργαστες πέτρες, ο Παυσανίας αναφέρει ορισμένες κατασκευές που υπήρχαν την εποχή του στην Κορινθία και την Αργολίδα.
2. Σύμφωνα με το ετυμολογικό λεξικό του Chantraine[2]  την ορολογία αυτή συναντούμε και στο απόσπασμα του Παυσανία 7, 22, 5 και αποτελεί το δεύτερο συνθετικό του επαγγελματικού όρου "λιθολόγος", δηλαδή κτίστης που δουλεύει με ακατέργαστες - ξεροτρόχαλες - πέτρες, σε αντίθεση με τον λιθοτόμο και τον λιθουργό. Αναφέρεται επίσης και το επίρρημα "λογάδην".
3. Στα "Κορινθιακά" εντοπίσαμε ορισμένες αναφορές που σχετίζονται με πέτρινους περιβόλους ή κτίσματα. Παρατηρήσαμε επίσης, πως ο Παυσανίας μιλάει για τρεις ή τέσσερις ναούς χωρίς οροφή και για αρκετά ιερά στις κορυφές. [11.2.20 (Σικυών) Του δε ιερού της Ήρας ... κίονες δε εστήκασιν εν αυτώ μόνοι, τοίχους δε ουκέτι ουδέ όροφον ούτε ενταύθα ευρήσεις ούτε εν τω της Προδρομίας Ήρας]. Άλλο ναό χωρίς άγαλμα και όροφον αναφέρει αριστερά της οδού από την Τιτάνη προς τη Σικυώνα
4. Στη Νεμέα (15.3.30) στο ναό του Νεμείου Διός που έχει γύρο του ένα άλσος από κυπαρίσσια, βρίσκεται ο τάφος του Οφέλτου, που περιβάλλεται από διάζωμα (θριγκό) λίθων, το οποίο όπως φαίνεται από τη διατύπωση σχημάτιζε περίβολο: ["Ενταύθα έστι μεν Οφέλτου τάφος περί δε αυτόν θριγκός λίθος και εντός του περιβόλου βωμοί"].

Φαίνεται λοιπόν πως η ευρύτερη περιοχή ήταν εξοικειωμένη με τις ξηρολιθικές κατασκευές περιβόλων ή τειχών, όπως άλλωστε και αρκετές περιοχές ένθεν και ένθεν της αρχαίας διαδρομής που οδηγούσε από την Αττική προς την Κόρινθο, ή περιοχές του Β. Αιγαίου από την προϊστορική ήδη εποχή, όπως αποκαλύπτουν οι ξηρολιθικές κατασκευές της Πράσινης και Κόκκινης φάσης της Πολιόχνης.

Πολιόχνη Λήμνου: Ξηρολιθικόν τείχος - Πράσινη και Κόκκινη Φάση.
Η επιφανειακή έρευνα

Η επιφανειακή έρευνα διεξήχθη στο σύνολο της ξηρολιθικής κατασκευής και του οικισμού που εκτείνεται στην ανατολική κατωφέρεια του τείχους. Συλλέχθηκαν δείγματα κεραμικής και φωτογραφήθηκε σχεδόν το σύνολο της ξηρολιθικής κατασκευής κατασκευής αρκετά λεπτομερειακά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της συγκεκριμένης επιθεώρησης, η κατασκευή του ξηρολιθικού τείχους ακολουθεί ορθογώνια διάταξη μήκους 80 περίπου μέτρων και πλάτους 40, στην οποία προστίθεται ο καμπυλόγραμμος περίβολος ενός οικισμού. Το τείχος έχει ύψος περίπου 2 μέτρων και πλάτος 1,40. Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για το αρχικό του ύψος, καθώς αρκετοί λίθοι βρίσκονται διάσπαρτοι εκατέρωθεν του τείχους. Το τείχος από τη δυτική πλευρά του είναι ολοσχερώς κατεστραμμένο, με ίχνη της λιθοδομής διάσπαρτα στο έδαφος.

Είσοδος από δυτικά.Διακρίνεται ο φρυκτωρικός ή εποπτικός πύργος και ο πρώτος ναός.

Ο φρυκτωρικός ή εποπτικός πύργος (νεώτερη εικόνα)[3]
Άποψή της εισόδου από Ανατολικά. Διακρίνεται η δεξαμενή.
Το δεύτερο κτήριο στον κεντρικό άξονα της ξηρολιθικής κατασκευής είναι ο χριστιανικός ναός Α΄ και στη βόρεια πλευρά του υπάρχει υπόγεια δεξαμενή συλλογής όμβριων υδάτων άγνωστης χωρητικότητας.

Άποψη Νοτίου Τοίχους.
Άποψη βόρειου τείχους.
Στην ανατολική πλευρά είτε υπήρχε διαμορφωμένη είσοδος, είτε καταστράφηκε συγκεκριμένο τμήμα του τείχους για να χρησιμεύσει ως είσοδος από και προς τον οικισμό.

Ανατολική είσοδος μέσω του γκρεμισμένου τμήματος του τείχους.


Τμήμα της γκρεμισμένης εισόδου του ανατολικού τείχους.
Πέραν του ανατολικού τμήματος του τείχους υπάρχει ένας δεύτερος χριστιανικός ναός, αρχαιότερος του πρώτου. Στη βόρεια και τη νότια πλευρά του δεύτερου ναού καθίσταται εμφανής αρχαιότερη λιθοδομή, πάνω στην οποία έχει οικοδομηθεί ο ναός.

Τμήμα της αρχαιότερης λιθοδομής.
Ο πύργος

Στο κέντρο περίπου της αρχικής ορθογώνιας τοιχοδομής το πρώτο κτήριο που συναντά κανείς είναι τα ερείπια ενός τετράγωνου πύργου διαστάσεων 6,10 Χ 6,10 m στην εξωτερική του επιφάνεια. Πιθανώς ήταν φρυκτωρικός ή εποπτικός (βιγλατορικός) ως προς τη διαχείρισή του, εξ αιτίας της άριστης εποπτικής θέσης της περιοχής, η οποία ελέγχει όλη τη βόρεια και κεντρική περιοχή του Σαρωνικού, τμήμα του Κορινθιακού κόλπου ως το Ηραίον Περαχώρας και την αρχαία χερσαία διαδρομή από την Αττική ως την Κόρινθο.
Πρόκειται για μια θέση στρατηγικής εποπτείας που είναι αδύνατον να μην αξιοποιήθηκε τόσο στην αρχαιότητα, όσο και κατά τον μεσαίωνα.

Ανατολική άποψη του πύργου.
Ο οικισμός

Ο οικισμός εκτείνεται στην ανατολική κατωφέρεια πέραν της κεντρικής ξηρολιθικής τοιχοποιίας και περιβάλλεται από τη συνέχεια του ξηρολοθικού τείχους μικρότερου μεν ύψους αλλά του αυτού πάχους.

Η συνέχεια του τείχους.
Το τείχος που περιβάλλει τον οικισμό.
Αρχικά, δίνει την εντύπωση άτακτης δόμησης που απλά ακολουθεί την κλίση του εδάφους. Μια προσεκτικότερη ματιά, ωστόσο, αποκαλύπτει ότι όλοι οι χώροι - είτε προορίζονταν για αποθηκευτική χρήση ή ως χώροι ενδιαίτησης - παρατάσσονται στις δύο πλευρές διόδων, που διασχίζουν εν είδει στενών δρομίσκων τον οικισμό από το υψηλότερο έως το κατώτερο σημείο του, διαμορφώνοντας διαφορετικά επίπεδα. Η χωροταξία γενικώς είναι ιδιαίτερα σφικτή και εξαντλεί στο μέγιστο δυνατό το πολεοδομικό κενό της συνολικής έκτασης.

Άποψη χώρου του "οικισμού".
Εξετάζοντας λεπτομερειακά την τοιχοποιία, ανακαλύψαμε πως σε ορισμένο ύψος φέρει κεραμική ενίσχυση, η οποία είτε χρησιμοποιήθηκε για στεγανοποίηση της λιθοδομής - ρωμαϊκή τεχνική - ή ως στρώμα ανάρτησης της υπερκείμενης λιθοδομής.

Λεπτομέρεια τοιχοποιίας.
Στο χώρο του οικισμού ανακαλύφθηκε εξάλλου λαξευμένος λίθος που προοριζόταν για συγκεκριμένη χρήση. Φέρει σημεία χάραξης και λείανσης και πιθανώς η κυκλική διατομή του υπονοεί στηρικτική χρήση στρογγύλης ράβδου.

Λαξευμένος λίθος.
Η κεραμική

Η επιφανειακή έρευνα απέδωσε τρεις διακριτές ομάδες κεραμικής. Στην πρώτη ιδιαίτερη σημασία φαίνεται να έχει ένα όστρακο πιθανώς από λεκανίδα εγχάρακτη στην περιφέρεια του χείλους της, χωρίς όμως άλλα στοιχεία διακόσμησης. Η πρώτη ύλη κατασκευής του συγκεκριμένου οστράκου δεν είναι απαλλαγμένη χονδροειδών προσμείξεων που αποκαλύπτονται με τη χρήση μεγεθυντικού μέσου. Σαφώς επρόκειτο για χρηστικό σκεύος, στο οποίο δε δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στην ποιότητα του υλικού κατασκευής του και από άποψης πυροτεχνολογίας φαίνεται πως η όπτηση έγινε σε ανοικτό κλίβανο με υψηλή παρουσία οξυγόνου. Η χονδροειδής κατασκευή και μορφή του παραπέμπει στα όστρακα χρηστικών αγγείων που εντοπίστηκαν στην Παραπόλα και στην νησίδα Φαλκονέρα από τον Άδωνι Κύρου. [4]

Ομάδα 1.
Ιδιαίτερα προσεγμένο στην επεξεργασία του είναι το υλικό κατασκευής των υπόλοιπων ομάδων, τα σημαντικότερα όστρακα των οποίων φαίνονται στις παρακάτω φωτογραφίες

Ομάδα 2.
Για τα αντιπροσωπευτικά δείγματα της συγκεκριμένης ομάδας που δε φέρουν κανένα ίχνος διακόσμησης έχει χρησιμοποιηθεί η τεχνική της όπτησης σε περιβάλλον φτωχό σε οξυγόνο, για να παραχθεί εσκεμμένα το μαύρο χρώμα της μελανόμορφης κεραμικής. Η διατομή του οστράκου αποκαλύπτει το γνωστό πορτοκαλόχρωμο χρώμα του κεραμικού, έτσι όπως διαμορφώνεται από την επαφή του με το οξυγόνο της ατμόσφαιρας μετά την όπτησή του.

Ομάδα 3.
Πιο ενδιαφέροντα, ωστόσο, είναι τα αντιπροσωπευτικά δείγματα της τρίτης ομάδας τα οποία φέρουν ίχνη βαφής και το υλικό κατασκευής τους είναι ιδιαίτερα ραφιναρισμένο. Δύο λαβές, η μία εκ των οποίων φέρει ίχνη ερυθρής βαφής και ένα όστρακο από αγγείο με λεπτά τοιχώματα και υψηλή τεχνική κατασκευής.

Σύνολο αντιπροσωπευτικών δειγμάτων. 
Φυσικά, δε δικαιολογείται η ύπαρξη τέτοιων οστράκων in situ, εκτός αν η συγκεκριμένη περιοχή λειτούργησε:
α. ως αναθηματικός χώρος - κάτι που προϋποθέτει την ύπαρξη ιερού - κάτι διόλου απίθανο, αν σκεφθούμε την χριστιανική πρακτική της οικοδόμησης ναών πάνω σε αρχαιότερα ιερά κτίσματα.
β. ως χώρος εγκατάστασης ομάδας ανθρώπων κατά τους προκλασικούς και κλασικούς χρόνους.

Συμπεράσματα - Προτάσεις

Μια αρχαιολογική ομάδα του St. Cloud State University για μια περίοδο 4 ετών 1997-2000 ασχολήθηκε με την αρχαιολογική και γεωμορφολογική επιθεώρηση της ανατολικής Κορινθίας. Η συγκεκριμένη περιοχή της κορυφής του Τζάλικα κατά την άποψή μας αγνοήθηκε επιμελημένα, όπως φαίνεται στην αναφορά της ομάδας που διεξήγαγε την Αρχαιολογική Επιθεώρηση της Ανατολικής Κορινθίας. Παρ' όλο που η ομάδα, απ' ό,τι τουλάχιστον περιγράφει η συγκεκριμένη αναφορά, διέσχισε όλο το ορεινό σύμπλεγμα των Ονείων ορέων ως τις ανατολικές παρυφές του με κατάληξη το ελληνιστικό φρούριο, στη διαδρομή Σοφικό-Κόρφος 42,44 km, όπως αναφέρει, το μόνο που συνάντησε ήταν ένας οθωμανικός ή βενετσιάνικος τοίχος – χωρίς να μας πληροφορεί για το πού ήταν - και χαμηλό δείκτη κεραμικής, δηλαδή μέτρια ή λιγοστά από την άποψη του πλήθους κεραμικά ευρήματα.

Η επιτόπια έρευνα στο ξηρολιθικό τείχος της Τζάλικας υποδεικνύει εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα σε σχέση με τα αναφερόμενα ευρήματα της συγκεκριμένης ομάδας. Τα επιφανειακά κεραμικά ευρήματα είναι αρκετά και εμφανώς ανήκουν σε διαφορετικές χρονολογικές περιόδους.
Η σύγκριση της συγκεκριμένης ξηρολιθικής κατασκευής με το ξηρολιθικό τείχος της Πολιόχνης υποδεικνύει, κατά την άποψή μας, κατασκευή αρχαιότερη των προτεινόμενων μεσαιωνικών χρόνων.
Τέτοιου είδους ξηρολιθικές κατασκευές στην κορυφή λόφων ή ορέων, άλλωστε, απαντώνται και σε άλλες περιοχές της κεντρικής Ευρώπης στην περιόδο 1500-750 π.Χ. Ο πολιτισμός Urnfield[5], για παράδειγμα, χρησιμοποιεί βαριές ξηρολιθικές οχυρώσεις σε μια μεγάλη διασπορά στην ευρωπαϊκή ήπειρο, από τη βόρεια Βαυαρία έως την ανατολική Γαλλία.
Η παρουσία επεξεργασμένων λίθων και η χρήση κεραμικής για των στεγανοποίηση των λιθικών κατασκευών στον "οικισμό" υποδεικνύουν και ανθρώπινη εκτός της αυστηρά αποθηκευτικής χρήσης. Απομένει η ανασκαφική δραστηριότητα, η οποία θα δώσει περισσότερα στοιχεία επί του θέματος και κυρίως θα βοηθήσει στη χρονολογική ταξινόμηση-διαστρωμάτωση της κατασκευής και χρήσης των χώρων και κατασκευών που φαινομενικά ακολουθούν παρατακτική διάταξη σε κεντρικές στενές ατραπούς-διόδους, σε διαφορετικά επίπεδα της κατωφέρειας.
Η λεπτόκορμη, ραφιναρισμένη κεραμική, καθώς και τα στοιχεία πυροτεχνολογίας που προκύπτουν από τα λιγοστά δείγματα, υποδηλώνουν ίχνη ανθρώπινης παρουσίας προγενέστερα των κλασικών χρόνων και συγκέντρωση κεραμιικών με διαφορετικά είδη πηλού, που δεν απαντήθηκαν τουλάχιστον στα επιφανειακά δείγματα των γύρω περιοχών.
Κατά την άποψή μας απαιτείται επισταμένη κατ' αρχήν επιφανειακή έρευνα, τοπογραφική σχεδίαση του τείχους και του οικισμού, δοκιμαστική τομή στην προϋπάρχουσα λιθοδομή θεμελίωσης του ναού, που έχει σαφώς χτιστεί σε αρχαιότερα θεμέλια, δοκιμαστική τομή στον φρυκτωρικό-εποπτικό πύργο και δοκιμαστικές τομές στο σπήλαιο και τη βραχοσκεπή. Τα αποτελέσματα μιας τέτοιας ανασκαφικής δραστηριότητας -ακόμη και δειγματοληπτικής με τη χρήση δειγματοληπτικού γεωτρύπανου- είναι πολύ πιθανό να εκπλήξουν.

Άποψη της διάταξης της βραχοσκεπής και της εισόδου του σπηλαίου. 
Σε κάθε περίπτωση έχουμε στο Σοφικό ένα μοναδικό ξηρολιθικό οχυρό συγκρότημα που θα έπρεπε να συντηρηθεί και να αναδειχθεί η μοναδικότητά του, όπως ακριβώς έχει γίνει σε ανάλογα οικιστικά σύνολα στη Νότιο Γαλλία, στην Ισπανία, στην Ιταλία και στη Σκωτία.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

● Αντώνιος Μηλιαράκης Γεωγραφία πολιτική νέα και αρχαία του Νομού Αργολίδος και Κορινθίας, Αθήνα,  εκδόσεις Εστίας 1886  (απόσπασμα).
● Πρβλ.. επίσης Gregory, T. E. (1996) “The Medieval Site on Mt. Tsalika near Sophiko” in The Archeology of Medieval Greece, eds. P. Lock and G. Sanders, Oxford, pp. 61-76, 1997. (Ο ερευνητής δεν εντόπισε τα ίχνη και τα θραύσματα της αρχαιότητας και περιορίστηκε την στην μεσαιωνική περίοδο).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] «Το τείχος είναι από ξερολιθιά, δηλαδή πέτρες χωρίς συνδετικό κονίαμα. Το περίγραμμα του οχυρωματικού περιβόλου είναι ορθογώνιο με μήκος 80 περίπου μέτρα και πλάτος 40, στο οποίο προστίθεται ο καμπυλόγραμμος περίβολος ενός οικισμού.
»Το τείχος έχει ύψος περίπου 2 μέτρων και πλάτος 1,40. Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για το αρχικό του ύψος, καθώς αρκετοί λίθοι βρίσκονται διάσπαρτοι εκατέρωθεν του τείχους. Το τείχος από τη δυτική πλευρά του είναι ολοσχερώς κατεστραμμένο, με ίχνη της λιθοδομής διάσπαρτα στο έδαφος.
»Στο κέντρο περίπου του ορθογωνίου περιβόλου βρίσκονται τα θεμέλια ενός τετράγωνου πύργου με εξωτερικές διαστάσεις 6,10mx10m. Πιθανώς ήταν φυλάκιο ή βίγλα έχοντατ πολύ καλή θέα προς όλη τη βόρεια και κεντρική περιοχή του Σαρωνικού, τμήμα του Κορινθιακού κόλπου ως το Ηραίον Περαχώρας και την αρχαία χερσαία διαδρομή από την Αττική μέχρι την Κόρινθο».
ΠΗΓΗ (επισκεψη 2010).
[2] Chantraine, Pierre: Dictionnaire étymologique de la langue grecque. Paris, Klincksieck 1999, (nouvelle édition).
[3] ΠΗΓΗ (επίσκεψη  2010).
[4] ΠΗΓΗ:  «..Πρόκειται για ακρότατο σταθμό της πρωτοελλαδικής θαλασσοκρατίας, όπου έχει εντοπισθεί, από τον πρωτοπόρο ερευνητή των βραχονησίδων του δυτικού Αιγαίου Άδωνι Κύρου, σημαντική εγκατάσταση της Πρωτοελλαδικής II περιόδου (2800-2300 π.Χ), επάνω σε απόκρημνο ακρωτήριο,η οποία περιλαμβάνει μεγάλο κεντρικό κτήριο , με σειρά δωματίων καθώς και μικρότερα κτίσματα στην κατωφέρεια.
Επίσης: Ι. Μπασιάκος, «Μεταλλοφορίες καὶ πρώιμη παραγωγὴ χαλκοῦ στὶς νησίδες Φαλκονέρα καὶ Παραπόλα,» Πελοποννησιακά, τ. 26, (2001-2002), σσ. 68-80.
[5]  « […]Fortified hilltop settlements become common in the Urnfield period. ... Depending on the locally available materials, dry-stone walls, gridded […]»
ref google search: Urnfield fortified dry stone walls.
[6] Στο διαδίκτυο υπάρχουν αρκετές αναδημοσιεύσεις, χωρίς πάντοτε να αναφέρεται η προέλευση.

Mount Tsaikas / Tsalikas

the Drystone Stronghold of Sofiko
(East Corinthia)


Nicolas Vernicos – Sofia Dascalopoulos - Konstantinos Kalogeropoulos
University of the Aegean

On the Mount Tsalìkas (Tsàikas) of the village of Sofiko (Eastern Corinthia) the ruins of an extensive drystone surrounding wall encloses the ruins of a square observation tower (phryctoriae), and the foundations of ancient building upon which a church has been erected. The ruins of a antique village is also partly enclosed by the stronghold’s wall sloping down, under the main “drystone castle”. An unchartered cave on the mount’s slope calls for a systematic excavation.


ΠΗΓΗ
arxeion-politismou.gr

«CORINTHO CITTA MADRE»

«Κόρινθος Μητέρα Πόλεων»
«CORINTHO CITTA MADRE»



Λένε λοιπόν και οι Κορίνθιοι ότι ο Ποσειδώνας και ο Ήλιος «φιλονίκησαν» για τη χώρα τους...
ώσπου ο Boρ...o Βριάρεως διευθέτησε τη διαμάχη.

«Dicono pertanto i Corintj, che Nettuno venne a contesa col Sole per la loro terra;
 ma il loro mediatore Briareo decise,
 che l’istmo, e la terra a quello confinante fosse di Nettuno, e che la rupe,
 la qua- le domina la citta appartenesse al sole. Da quel tempo dicono, che l’istmo appartenga a Nettuno.»
(Pausania, II 1.6)

Λένε λοιπόν και οι Κορίνθιοι ότι ο Ποσειδώνας και ο Ήλιος φιλονίκησαν για τη χώρα τους,
ώσπου ο Βριάρεως διευθέτησε τη διαμάχη και αποφάσισε να πάρει ο Ποσειδώνας τον ισθμό και τα γύρω μέρη,
ενώ στον Ήλιο έδωσε τον λόφο πάνω από την πόλη. Λένε ότι από τότε ανήκει ο ισθμός στον Ποσειδώνα.
( Παυσανίας, ΙΙ 1.6 )

Ο ΠΗΓΑΣΟΣ επι της οδού Εθνικής Αντίστασης, 2009

Η ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

97 χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή και ο πόνος δε λέει να καταλαγιάσει. Όπως πολύ σοφά είπε η ∆ιδώ Σωτηρίου:
«Η πτώση της Κωνσταντινούπολης για το έθνος µας, δεν είχε τόση σηµασία, όπως η έξοδος του ελληνισµού από τη Μικρασία. Ένα φοβερό πράµα… Στην άλωση της Πόλης το ελληνικό στοιχείο παρέµεινε στα πατρογονικά εδάφη.
 Το ’22 ξεκληρίστηκε ο ελληνικός πολιτισµός και το ελληνικό πνεύμαµα απ’ ολόκληρη την Ανατολία».



Η συνταγή του διωγµού, της εξόντωσης και της διαγραφής κάθε ίχνους ελληνικότητας δοκιµασµένη στη Μικρασία εφαρµόζεται µε επιτυχία και στο τουρκοκρατούµενο τµήµα της πατρίδας µας (εικ. 1). Ελάχιστα κοµµάτια της καρδιάς µας, κάποιες λατρευτικές εικόνες διασώθηκαν µε κόπο (εικ. 2).
Η ανάγκη ανασυγκρότησης µιας εικόνας του χαµένου παρελθόντος επιτακτική, αλλά δύσκολη (1)

Εικ. 1. Πρόσφυγας από το Χαλβάντερε της Καππαδοκίας στην Καισαριανή κρατώντας εικόνα που έφερε από την πατρίδα της. 

Η µελέτη της µεταβυζαντινής ζωγραφικής στη Μικρά Ασία παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει 97 χρόνια από τη µικρασιατική καταστροφή είναι αποσπασµατική γιατί είναι πολύ δύσκολο να συγκεντρωθεί το έργο όλων των ζωγράφων, οι οποίοι εργάστηκαν στα εδάφη της σηµερινής Τουρκίας για να κατανοηθεί το µέγεθος, οι τάσεις και η ποιότητα της καλλιτεχνικής παραγωγής της ζωγραφικής στην περίοδο µετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης.

Εικ. 2. Μεταφορά εικόνων από πρόσφυγες της Καρπασίας στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου (φωτογραφία, 1976).
Η ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ


ΜΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ ΤΟΥ ΜΕΓΕΘΟΥΣ  ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΤΗΣ, ΤΗΣ Ι∆ΙΟΜΟΡΦΙΑΣ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΩΝ ΤΗΣ ΤΑΣΕΩΝ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΥΛΙΚΟ ΠΟΥ ∆ΙΑΣΩΘΗΚΕ
Του ΙΩΑΝΝΗ ΗΛΙΑΔΗ




Ιστορικό πλαίσιο

Ο Μικρασιατικός Ελληνισµός σε συνεχή συρρίκνωση µέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα, άρχισε σιγά – σιγά να ακµάζει και να ευηµερεί στο πλαίσιο ενός γενικότερα ευνοϊκού κλίµατος, το οποίο δηµιουργήθηκε µε την αλλαγή του πολιτικού χάρτη της νοτιοανατολικής Ευρώπης και τις πιέσεις ξένων δυνάµεων προς τον Σουλτάνο υπέρ των υπόδουλων λαών της οθωµανικής αυτοκρατορίας. 
Η υπογραφή από την Υψηλή Πύλη ειδικών συνθηκών µε τη Ρωσία και την Αυστρία, µετά τις στρατιωτικές επιτυχίες των δύο νέων ανερχοµένων δυνάµεων (Κάρλοβιτς 1699, Πασάροβιτς 1718, Βελιγραδίου 1739, Κιουτσούκ Καϊναρτζή 1774 και Ιασίου 1774), επέφεραν, εκτός από την επέκταση των νικητών προς νότο, τη σταδιακή βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των υπόδουλων χριστιανικών εθνοτήτων της Οθωµανικής αυτοκρατορίας 2.
Η µετακίνηση και εγκατάσταση Ελλήνων στην Μικρά Ασία από άλλες περιοχές, ιδίως τα γειτονικά νησιά Λέσβο 3, Χίο 4, Σάµο 5 και αργότερα κατά την Επανάσταση του 1821, µε την εισβολή του Ιµπραήµ στην Πελοπόννησο 6 βοήθησε στην αναχαίτιση του φαινοµένου της µείωσης του πληθυσµού και στην ανάπτυξη των περιοχών αυτών από τον 17ο αιώνα και εξής και ιδιαίτερα κατά τον 18 ο αιώνα, αν και δεν σταµάτησε το φαινόµενο των διωγµών 7.

Ράλλης Θεόδωρος, Ικεσία
Η ζωγραφική παραγωγή της Μικράς Ασίας

Στη Μικρά Ασία λόγω της ισχυρής και καταπιεστικής παρουσίας των Οθωµανών δεν εντοπίζεται κατά τη µεταβυζαντινή περίοδο κάποιο ιδιαίτερα αξιόλογο καλλιτεχνικό κέντρο. Οι ελληνικές κοινότητες σε πόλεις όπως η Κωνσταντινούπολη,η Σµύρνη και η Τραπεζούντα, οι οποίες συµβιώνουν µε µεγάλες πλειοψηφίες Οθωµανών, αδυνατούν να αναπτυχθούν σε µεγά−λα καλλιτεχνικά κέντρα και αναγκάζονται συχνά να καλούν ζωγράφους από άλλες περιοχές του Ελληνισµού, όπως πιστοποιείται από αλληλογραφία του µητροπολίτη Σµύρνης Παρθενίου µε τον Πατριάρχη Ιεροσολύµων Χρύσανθο Νοταρά, που διέµενε τότε στην Ανδριανούπολη (1712), στην οποία ο πρώτος ζητά από τον δεύτερο να του υποδείξει κάποιον ζωγράφο για τη µητροπολιτική του εκκλησία 8 είτε να αγοράζουν εικόνες από άλλες περιοχές κατά τα προσκυνήµατά τους, όπως λ.χ. εικόνες από την Κύπρο και τα Ιεροσόλυµα στις νοτιοανατολικές περιοχές, από τη Ρωσία στις βόρειες και από την Κρήτη και το Άγιον Όρος στις δυτικές.
Η καλλιτεχνική παραγωγή της Μικράς Ασίας επηρεάζεται από τις γενικότερες τάσεις που επικρατούν στις υπόλοιπες υπόδουλες περιοχές της οθωµανικής αυτοκρατορίας. 
∆ιαφορετική τεχνοτροπία παρατηρείται στην ζωγραφική των περιοχών της ενδοχώρας και της Ανατολής µε εκείνες των δυτικών παράλιων περιοχών, οι οποίες είχαν συχνές επαφές µε δυτικοευρωπαίους λόγω του εµπορίου στα λιµάνια των ακτών του Αιγαίου. Στις ανατολικές περιοχές η τέχνη παρουσιάζει εντονότερη διακοσµητική διάθεση, πιο λαµπερά χρώµατα και µεγαλύτερη απλοποίηση, ενώ η παραγωγή της δυτικής Μικρασίας είναι πιο κοντά στις τάσεις των ευρωπαϊκών περιοχών της οθωµανικής αυτοκρατορίας και των βενετοκρατούµενων περιοχών (Κύπρου (έως 1571) και Κρήτης (έως 1669)).


1453−1669 Α΄ περίοδος (από την Άλωση έως την κατάκτηση της Κρήτης)

Οι εικόνες που έχουν σωθεί από την περίοδο αυτή ακολουθούν τους απόηχους της Παλαιολόγειας ζωγραφικής που επηρέασε την τέχνη των βενετοκρατούµενων περιοχών (Κρήτη, Κύπρο κ.ά.). Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας Νέας Μονής, η οποία χρονολογείται γύρω στο 1500 και µεταφέρθηκε στην Αθήνα µε τη συµφωνία Ανταλλαγής Πληθυσµών µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας 9 (εικ. 3). Στο Πατριαρχικό Σκευοφυλάκιο στην Κωνσταντινούπολη διασώζεται εικόνα του αγίου Ιωάννου Λαµπαδιστή, η οποία αποδίδεται στο ζωγράφο Γεώργιο και χρονολογείται στα µέσα του 16ου αιώνα 10 (εικ. 4). Έργο κυπριακού εργαστηρίου είναι επίσης ένα τρίπτυχο, το οποίο παρουσιάζεται στην έκθεση και προέρχεται από τη Σελεύκεια (εικ. 5).


Εικ. 3. Παναγία Οδηγήτρια «η Νέα Μονή», γύρω στο 1500. Μεταφέρθηκε στην Αθήνα με τη συμφωνία Ανταλλαγής Πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας

Εικ. 4. Άγιος Ιωάννης Λαμπαδιστής, μέσα 16ου αιώνα, Πατριαρχικό Σκευοφυλάκιο. Αποδίδεται στον Κύπριο ζωγράφο Γεώργιο

Εικ. 5. Τρίπτυχο Παναγίας Κυκκώτισσας με τους αγίους Γεώργιο, Δημήτριο, Βασίλειο και Ιωάννη Πρόδρομο, από τη Σελεύκεια, 16ος αιώνας, Συλλογή Παυλίνας Τσαμκόσογλου Παλάοντα.
Στην κεντρική του παράσταση απεικονίζεται η Παναγία του Κύκκου, σημαντικό προ σκύνημα για τους Μικρασιάτες των παραλίων έναντι από την Κύπρο, και αποδίδεται με τη χαρακτηριστική κυπροαναγεννησιακή τεχνοτροπία 11.

Εικ. 6. Χριστός Ευλογών, 16ος αιώνας, Πατριαρχικός Ναός Αγίου Γεωργίου, Κωνσταντινούπολη. 
Λίγο μεταγενέστερη είναι η εικόνα του Χριστού Ευλογούντος στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου, η οποία ακολουθεί την τεχνοτροπία της Κρητικής Σχολής (εικ. 6). 
Η εικόνα της αγίας Αικατερίνης από το Κιρμίρ (πόλη κοντά στην Καισάρεια) χρονολογείται στις αρχές του 17ου αιώνα και παρουσιάζει επιδράσεις από την Κρητική Σχολή,η οποία συνεχίζει να ακμάζει και να επηρεάζει τις οθωμανοκρατούμενες περιοχές μέχρι τη πτώση της Κρήτης το 1669 (εικ. 7).
Στο χρονικό διάστημα πριν το 1669 χρονολογείται και η εικόνα της Μικρής Δέησης (Τρίμορφο) από την Μερσίνα (εικ. 8), η οποία παρουσιάζεται στην έκθεση και χαρακτηρίζεται από τη μικρογραφική διάθεση του καλλιτέχνη, το επιμελημένο σχέδιο, τις ορθές αναλογίες και τις καλοδουλεμένες χρυσοκονδυλιές, οι οποίες αναδεικνύουν τα ενδύματα και τον όγκο του σώματος.

Εικ. 7. Αγία Αικατερίνη, αρχές του 17ου αιώνα, από το Κιρμίρ (Καισάρεια), Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα.
Εικ. 8 Τρίμορφο, 17ος αιώνας, από το Ανεμούριον, Συλλογή Νίτσας Στασοπούλου.
1669 − 1774 Β΄ περίοδος
(από την κατάκτηση της Κρήτης έως τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή)

Η εικόνα της Υψώσεως του Σταυρού του ζωγράφου Σίμονος Ροδιακού του Βασιλείου12 που φέρει χρονολογία 1675 (εικ. 9), αντιπροσωπεύει τη γενικότερη τάση στη ζωγραφική των οθωμανοκρατούμενων ελληνικών περιοχών με τους σκοτεινούς προπλασμούς, τα μαύρα περιγράμματα και τη χαμηλή ποιότητα εκτέλεσης.
Στην Ανατολή η τεχνοτροπία αυτή γίνεται ακόμη πιο απλοϊκή, όταν εκτελείται από λαϊκούς ζωγράφους. Η εικόνα του αγίου Χριστοφόρου του Κυνοκέφαλου, η οποία εκτίθεται σήμερα στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο στην Αθήνα, προέρχεται πιθανότατα από τις ανατολικές περιοχές της Μικράς Ασίας και χρονολογείται στο 1681 (εικ. 10). 
Η εικόνα αντιπροσωπεύει την ανατολική τεχνοτροπία, με τα έντονα περιγράμματα και την απλοποίηση της πτυχολογίας των ενδυμάτων. Από καλύτερο εργαστήριο, αλλά πάντα με τα ίδια τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά είναι μια εικόνα η οποία έχει στο κέντρο δύο παραστάσεις με το Χριστό η Άμπελος και τη Θεοτόκο στον τύπο Άνωθεν οι Προφήται (εικ. 11).  

Εικ. 9 Υψώση του Σταυρού, 1675, Σίμος Ροδιακός του Βασιλείου. 

Εικ. 10 Λεπτομέρεια, Άγιος Χριστόφορος ο κυνοκέφαλος, 1681, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα 

Εικ. 10 Άγιος Χριστόφορος ο κυνοκέφαλος, 1681, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα.
Εικ. 11 Χριστός η Άμπελος και Θεοτόκος− στον τύπο Άνωθεν οι Προφήται, 1729, από τη Μονή Ταξιαρχών Καισαρείας, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα. 
Αυτές περιβάλλονται περιμετρικά από σκηνές του Χριστολογικού και Θεομητορικού κύκλου και σε μια δεύτερη σειρά απεικονίζονται είκοσιμία μορφές αγίων και με τέσσερις παραστάσεις. Η εικόνα προέρχεται από τη Μονή Ταξιαρχών της Καισαρείας και φέρει υπογραφή του Ιωσήφ υιού Πασχάλεως13 από την Καισάρεια, με ημερομηνία 25 Μαρτίου 1729.
Πιο κοντά στην καλλιτεχνική παραγωγή των βορειοελλαδικών εργαστηρίων είναι η τεχνοτροπία του Μιχαήλ του Εφέσιου14 που υπογράφει το 1738 την εικόνα του αγίου Χαραλάμπους από την Κούταλη, με την απόλυτα μετωπική στάση και τους σκούρους προπλασμούς (εικ. 12).
Στις τοιχογραφίες της Μονής της Παναγίας Σουμελά στην Τραπεζούντα του Πόντου (εικ. 13), ένα από τα πιο ζωντανά καλλιτεχνικά κέντρα της Μικράς Ασίας, εργάζεται το 1732 ο Πελοποννήσιος ζωγράφος Ιεροδιάκονος Ιερόθεος 15, ο οποίος φέρνει μαζί του τη συντηρητική τεχνοτροπία της ηπειρωτικής Ελλάδας.
 Στο ίδιο μνημείο ζωγραφίζει το 1741 ο ντόπιος Γρηγόριος Λαλεδάκης16, ιερέας Οικονόμου Χαλδέας (εικ. 14), η τεχνοτροπία του οποίου συγκριτικά με εκείνη του Ιεροδιάκονου Ιερόθεου είναι πιο λαϊκότροπη και φέρει έντονα διακοσμητικά στοιχεία.

Εικ. 12 Άγιος Χαράλαμπος, 1738, από την Κούταλη Μικράς Ασίας 

Εικ. 13 Τοιχογραφία με τρεις Ιεράρχες, 1732, Μονή Παναγίας Σουμελά, Τραπεζούντα του Πόντου, Ιεροδιάκονος Ιερόθεος 
Εικ. 14 Τοιχογραφία τρούλλου με τον Παντοκράτορα, 1741, Μονή Παναγίας Σουμελά, Τραπεζούντα του Πόντου.
Από την καλλιτεχνική κίνηση γύρω από τη Μονή γνωστό είναι το όνομα του, επίσης ντόπιου, Θεόφιλου Φυτιάνου17, πρωτοσύγγελλου Χαλδαίας, ο οποίος πιθανόν λόγω επιδράσεων από την αρμενική ζωγραφική ζωγραφίζει με τρόπο απλοϊκό και σχηματοποιημένο, όπως λ.χ. στη Γέννηση της Θεοτόκου στο μεσαίο φύλλο τριπτύχου του 1781, που εκτίθεται σήμερα στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών (εικ. 15).
 Οι αδυναμίες των ζωγράφων και οι επιδράσεις που δέχονται από τις επαφές τους διαμορφώνουν στην ίδια περιοχή στην ίδια περίπου χρονική περίοδο έργα διαφορετικών τεχνοτροπιών. Από την Ανατολική Μικρά Ασία και συγκεκριμένα από την περιοχή της Καισάρειας προέρχονται δύο βημόθυρα από τη Μονή Προδρόμου στο Ζινζίντερε, η οποία ταυτίζεται με τη βυζαντινή μονή των Φλαβιανών. Το ένα με ξυλόγλυπτο διάκοσμο και φύλλο χρυσού αποδίδεται με καλύτερες αναλογίες και πιο φυσιοκρατικά (εικ. 16) και το άλλο με οστρεοκόσμητα πλαίσια που σχηματίζουν κρινάνθεμα αποδίδεται με πιο έντονους χρωματισμούς και μαύρα περιγράμματα (εικ. 17). Και τα δύο εκτίθενται σήμερα στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο της Αθήνας. 

Εικ. 15 Μεσαίο φύλλο τριπτύχου με τη Θεοτόκο, 1781, Θεόφιλος Φυτιάνος, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών 
Εικ. 16 Βημόθυρο με παράσταση Ευαγγελισμού και Ιεράρχες με όστρινη διακόσμηση, 18ος – 19ος αιώνας, από τη Μονή Προδρόμου στο Ζινζίντερε, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών 
Εικ. 17 Βημόθυρο με παράσταση Ευαγγελισμού και Ιεράρχες, 18ος αιώνας, από τη Μονή Προδρόμου στο Ζινζίντερε, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών 

Αναμφίβολα ο περιορισμένος αριθμός ικανών ζωγράφων να οδήγησε είτε στην εισαγωγή εικόνων είτε στην κλήση ζωγράφων από άλλες περιοχές, όπως λ.χ. ο Δευτερεύων Σιφνίου18, ο οποίος ζωγραφίζει την εικόνα η Ιστορία της Σωσάννας, η οποία εκτίθεται σήμερα στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο στην Αθήνα (εικ. 18). Εικόνες εισάγονταν εκτός από τα νησιά του Αιγαίου και την ηπειρωτική Ελλάδα και από την Κύπρο, όπως λ.χ. η εικόνα των αγίων Κυπριανού, Κενδέα και Βηχιανού, από τη Σμύρνη (εικ. 19) και του Αποστόλου Ανδρέα από την Αλλάγια (εικ. 20), έργα της Σχολής του Αγίου Ηρακλειδίου που έφεραν πρόσφυγες στην Κύπρο.

Εικ. 18 Ιστορία της Σωσάννας, 19ος αιώνας, Δευτερεύων Σιφνίου, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα 
Εικ. 19 Άγιοι Κυπριανός, Κενδέας και Βηχιανός, 18ος αιώνας, Σχολή Αγίου Ηρακλειδίου (Κύπρος), εικόνα από τη Σμύρνη, Συλλογή Αχιλλέα Ιωαννίδη.
Εικ. 20 Απόστολος Ανδρέας, 18ος−19ος αιώνας, Σχολή Αγίου Ηρακλειδίου (Κύπρος), εικόνα από την Αλλάγια, Συλλογή Μόνας Σαββίδου Θεοδούλου.
1774 − 1922 Γ΄ περίοδος

(από τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή έως τη Μικρασιατική καταστροφή)

Η χαλάρωση της καταπίεσης της Υψηλής Πύλης έναντι των υπόδουλων χριστιανικών λαών της αυτοκρατορίας, η οποία επήλθε μετά τη συνθήκη Κουτσιούκ−Καϊναρτζή είχε θετικό αντίκτυπο στους Έλληνες της Μικράς Ασίας 19. Αρχικά στις παράλιες περιοχές με τις πυκνότερες εμπορικές επαφές με τη Δύση και αργότερα στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, αρχίζουν να διεισδύουν στη τέχνη στοιχεία του μπαρόκ και του ροκοκό που την εμπλουτίζουν και την εκδυτικοποιούν δημιουργώντας το λεγόμενο ανατολικό μπαρόκ που έχει ως βασικά του στοιχεία περίτεχνα πλαίσια με διάφορα άνθινα στοιχεία και καμπύλες. 
Ένας εορταστικός χαρακτήρας, ο οποίος στο επίπεδο της λαϊκής τέχνης χρησιμοποιεί αντιφατικούς ζωηρούς χρωματισμούς, χρήση άνθεων, όπως τουλίπες, γαρύφαλλα, γιρλάντες γεμίζουν κάθε άδειο σημείο της σύνθεσης από φόβο του κενού 20. Χαρακτηριστική περίπτωση μιας λαϊκής ζωγραφικής με απλοποιημένες μορφές, έντονους και αντιθετικούς χρωματισμούς, βαρυφορτωμένες συνθέσεις από άνθινες διακοσμήσεις σε τεχνοτροπία τουρκομπαρόκ είναι ο ζωγράφος Θεοφάνης από την Καισάρεια, ο οποίος είναι ζωγράφος εικόνων και εικονοστασίων.


Στο ναό της Παναγίας Ελεούσας στο Κιβισίλι σώζεται το εικονοστάσιο που υπέγραψε το 1795 ο Μικρασιάτης ζωγράφος δίδοντας μια μοναδική ευκαιρία να μελετηθεί ένα ενιαίο σύνολο μικρασιατικής καλλιτεχνικής παραγωγής 21 (εικ. 21). Η τέχνη του Θεοφάνη δεν είχε ιδιαίτερο αντίκτυπο στη ζωγραφική παραγωγή της Κύπρου, αν και είναι γνωστό ότι ο ζωγράφος διακόσμησε και άλλα εικονοστάσια στην Κύπρο, όπως στο ναό του Αγίου Γεωργίου της Άρπερας κοντά στην Τερσεφάνου, στον οποίο εμπλουτίζει τον φυτικό διάκοσμο με την απεικόνιση του ήλιου και του φεγγαριού (εικ. 22). Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι την ίδια εποχή δρούσε στο νησί ο μεγάλος Κρητικός ζωγράφος Ιωάννης Κορνάρος22 που είχε εκτοπίσει με τις άρτιες συνθέσεις του τη ζωγραφική παραγωγή της Σχολής Αγίου Ηρακλειδίου23. Ανάλογη τεχνοτροπία με εκείνη του Κορνάρου εντοπίζεται και στην καλλιτεχνική παραγωγή της Μικρασίας, όπως λ.χ του ζωγράφου Λαμπρινού Σμυρναίου 24, ο οποίος υπογράφει το 1815 το κάλυμμα λειψανοθήκης με τον άγιο Χριστόδουλο, τον άγιο Ιωάννη το Θεολόγο και τον Πρόχορο, από το ναό της Παναγίας Χρυσελεούσας στην Έμπα και σήμερα στο Βυζαντινό Μουσείο της Πάφου (εικ. 23). 

Εικ. 21 Εικονοστάσιο ναού Παναγίας, Κιβισίλι, 1795, Θεοφάνης από την Καισάρεια (Αρχείο Χαράλαμπου Χοτζάκογλου).
Εικ. 22 Εικονοστάσιο ναού Αγίου Γεωργίου της Άρπερας, Τερσεφάνου, τελή 18ου αιώνα, Θεοφάνης από την Καισάρεια (Αρχείο Χαράλαμπου Χοτζάκογλου).
Εικ. 23 Κάλυμμα λειψανοθήκης με τους αγίους Χριστόδουλο, Ευαγγελιστή Ιωάννη και Πρόχορο, 1815, Λαμπρινός Σμυρναίος, από το ναό Παναγίας Χρυσελεούσα, Έμπα, Βυζαντινό Μουσείο Πάφου.
Ανάλογης τεχνοτροπίας είναι εικόνες Μικρασιατών που μετέφεραν πρόσφυγες στην Κύπρο, όπως η εικόνα της Βάπτισης του Χριστού από το Ανεμούριον, 1871 (εικ. 24) και η εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου από τα Κιλίνδρια της Κιλικίας (εικ. 25), οι οποίες παρουσιάζουν τη χαρακτηριστική σχηματοποίηση του άνθινου διακόσμου, τους μπαρόκ θρόνους και τις μορφές με τα πρησμένα, ροδαλά μάγουλα των έργων των μαθητών της Σχολής Κορνάρου.

Εικ. 24 Η Βάπτιση του Χριστού, 1871, από το Ανεμούριον, Συλλογή Χριστίνας Γαβριηλίδου Προδρόμου.
Εικ. 25 Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, 19ος αιώνας, από τα Κιλίνδρια Κιλικίας, Συλλογή Στέφανου Στεφανίδη.
Ιδιαίτερο ρόλο στις καλλιτεχνικές σχέσεις της Μικράς Ασίας με την Κύπρο έπαιξε η παρουσία κυκκώτικων μετοχίων στις πόλεις Σμύρνη, Προύσα και Aττάλεια25 και μοναχών στην ιεραρχία της Μικράς Ασίας26, η οποία ήταν καθοριστική για τη διάδοση του εικονογραφικού τύπου της Κυκκώτισσας, είτε με εκδόσεις, είτε με χαρακτικά και φορητές εικόνες.
 Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της αργυρής επένδυσης με μερική επιχρύσωση για εικόνα Κυκκώτισσας που χρονολογείται στο 1778 και φυλάσσεται σήμερα στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο στην Αθήνα (εικ. 26), ενός χαρακτικού με την Παναγία του Κύκκου από την Αλλάγια (εικ. 27), καθώς επίσης ένα τρίπτυχο από τη Σελεύκεια (εικ. 5) και η μία μικρή εικόνα από τη Μερσίνα (εικ.28), οι οποίες παρουσιάζονται στην έκθεση. 
Tην ίδια περίοδο, μεταφέρθηκαν στη Mονή Κύκκου εικόνες, βιβλία και άλλα εκκλησιαστικά αντικείμενα27 είτε μέσω των Mετοχίων της Mονής στη Mικρά Aσία, είτε μέσω των προσκυνητών από την Μικρά Ασία. 

Εικ. 26 Αργυρή επένδυση εικόνας Παναγίας Ελεούσας του Κύκκου, 1778, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα 
Εικ. 27 Παναγία Κυκκώτισσα, 1816, χαρακτικό από την Αλλάγια, Συλλογή Μόνας Σαββίδου Θεοδούλου.
Εικ. 28 Παναγία Ελεούσα του Κύκκου, 18ος – 19ος αιώνας, Μερσίνα, Συλλογή Γεωργίου Χατζηκωστή.
Στο 1808 χρονολογείται εικόνα της Παναγίας Κυκκώτισσας με περίτεχνο ξυλόγλυπτο διάκοσμο, η οποία εκτίθεται στο Μουσείο της Ιεράς Μονής Κύκκου και έχει κωνσταντινουπολίτικη προέλευση (εικ. 29). Στο ίδιο Μουσείο εκτίθεται εικόνα της αγίας Αικατερίνης, η οποία χρονολογείται στο 1831 και προέρχεται πιθανότατα από την Κωνσταντινούπολη28 (εικ. 30).
Η φύλαξη στη Μονή καραμανλίδικων εκδόσεων συνδέει τη Μονή με προσκυνήματα και αφιερώματα Μικρασιατών στην Παναγία του Κύκκου29 (εικ. 31). 

Εικ. 29 Θεοτόκος Ελεούσα του Κύκκου, 1808, από την Κωνσταντινούπολη, Μουσείο Ιεράς Μονής Κύκκου 
Εικ. 30 Αγία Αικατερίνη, 1831, Κωνσταντινούπολη (;), Μουσείο Ιεράς Μονής Κύκκου 
Εικ. 31 Ιστορία Μονής Κύκκου (καραμανλίδικη έκδοση), Βενετία 1816, από την Αλλάγια, Συλλογή Μόνας Σαββίδου Θεοδούλου.
Δύο εικόνες που εκτίθενται επίσης στο Μουσείο της Μονής Κύκκου και απεικονίζουν τα μυστήρια της Εξομολόγησης (εικ. 32) και του Χρίσματος (εικ. 33) ίσως να αφιερώθηκαν από Μικρασιάτες στη Μονή, αφού τέτοιες θεματικές ήταν ιδιαίτερα αγαπητές στην Μικρασία πιθανότατα λόγω της δράσης προτεσταντών μισσιοναρίων30, όπως φαίνεται στο παράδειγμα της εικόνας της Εξομολόγησης από το Ταβλουσούν της Καππαδοκίας που εκτίθεται στην Αθήνα (εικ. 34).

Εικ. 32 Το Μυστήριο του Χρίσματος, 18ος−19ος αιώνας, Μουσείο Ιεράς Μονής Κύκκου 
Εικ. 33 Το Μυστήριο της Εξομολόγησης, 18ος−19ος αιώνας, Μουσείο Ιεράς Μονής Κύκκου 
Εικ. 34 Εικόνα της Εξολολόγησης, αρχές 19ου αιώνα, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών 
Η ζωγραφική στη Μικρά Ασία από τον 18ο αιώνα και κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά με τη ζωγραφική των Βαλκανίων με τη χρήση φωτεινότερων και πιο λαμπερών χρωματισμών, φυσιοκρατικές απεικονίσεις και έντονη επίδραση από τη Δύση που οφείλεται στη χρήση δυτικών χαρακτικών31. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η εικόνα της Ιστορίας των Τριών Παίδων και του Δανιήλ, έργο του Κωνσταντίνου Ανδριανουπολίτη32 στο Μουσείο Μπενάκη (εικ. 35) και της Αποκάλυψης του Ιωάννη στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο στην Αθήνα (εικ. 36).
 Στην ίδια τεχνοτροπική τάση αποδίδεται και το τοιχογραφικό σπάραγμα του 1805 με μορφές Αποστόλων πιθανόν από την παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας στο ναό του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στον Κιρκιντζέ, μια μικρή πόλη κοντά στην Έφεσο (εικ. 37).


Εικ. 35 Παράσταση επεισοδίων από την ιστορία των Τριών Παίδων και του Δανιήλ, έργο του Κωνσταντίνου Ανδριανουπολίτη, β΄ήμισυ 18ου αιώνα, Μουσείο Μπενάκη Αθήνα 
Εικ. 36 Αποκάλυψη του Ιωάννου, τέλη 18ου αιώνα, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα 
Εικ. 37 Τοιχογραφία Δευτέρας Παρουσίας, 1805, ναός Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, Κιρκιντζές 
Πού υπήρχαν Έλληνες (και πόσοι ήταν) στην Μικρά Ασία πριν το 1922
Από δυτικά χαρακτικά είναι επηρεασμένη και η εικόνα του αγίου Ευσταθίου με σκηνές από το βίο του, η οποία φέρει καραμανλίδικες επιγραφές και χρονολογείται στο 1826 (εικ. 38). Κατά τον 19ο αιώνα, μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους 33, εισάγεται αργά, αλλά σταθερά η νέο−αναγεννησιακή ζωγραφική των Ναζαρηνών ζωγράφων 34 οι οποίοι στο πλαίσιο του Ρομαντισμού επιδιώκουν τη μεγαλύτερη δυνατή φυσιοκρατική απεικόνιση των θείων μορφών και την απομάκρυνση από τα στερεότυπα της βυζαντινής τέχνης. 
Χαρακτηριστική είναι η εικόνα της αγίας Μαρίνας με τρεις σκηνές από το Βίο της του 1857, έργο του ζωγράφου Λαζάρου 35, στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο (εικ. 39), με μορφές με ισοζυγισμένες αναλογίες, αρχιτεκτονική προοπτική και λαμπερά χρώματα και η εικόνα του αγίου Παντελεήμονα σε Μουσείο του Ικονίου στη Μικρά Ασία (εικ. 40).

Εικ. 38 Ο άγιος Ευστάθιος με σκηνές από το βίο του, 1826, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών 
Εικ. 39 Η αγία Μαρίνα με τρεις σκηνές από το Βίο της, 1857, ζωγράφος Λάζαρος 
Εικ. 40 Ο άγιος Παντελεήμονας 19ος αιώνας, Μουσείο Ικονίου, Μικρά Ασία. 
Στην εισαγωγή μιας τέχνης, η οποία θα προσέγγιζε τη δυτική ζωγραφική στην απόδοση των μορφών κατά τρόπο φυσιοκρατικό πιθανότατα να έχει συμβάλει η εισαγωγή εικόνων και χαρακτικών από τη Ρωσία, όπως η εικόνα της Άκρας Ταπείνωσης από τα Βουρλά (εικ. 41) και η εικόνα του αγίου Παντελεήμονα από την Αττάλεια που διέσωσαν πρόσφυγες στην Κύπρο (εικ. 42).

Εικ, 41 Άκρα Ταπείνωση, χάρτινη εικόνα, 19ος αιώνας, Βουρλά, Συλλογή Θάλειας Πανοπούλου Paquot.
Εικ. 42 Ο άγιος Παντελεήμονας, ρωσική εικόνα με ασημένιο κάλυμμα, 19ος – 20ός αιώνας, Αττάλεια, Συλλογή Μαρίας Ανδρεοπούλου Κολώτα.
Επίλογος

Όσα φαινόμενα, τάσεις και ιδιομορφίες επισημάναμε εδώ – αλλά και άλλα, τα οποία ο χώρος και ο χρόνος δεν μας επέτρεψε να αναπτύξουμε περαιτέρω− καταδεικνύουν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο τη συνοχή της Μικράς Ασίας στη καλλιτεχνική δημιουργία του ελληνικού χώρου. Για εμάς στην Κύπρο είναι σημαντικό να γνωρίσουμε τη Μικρά Ασία, η οποία αποτελεί τη φυσική γεωγραφική μας συνέχεια και να καλύψουμε το κενό που δημιούργησε η καταστροφή, μια καταστροφή που συνεχίστηκε με την κατοχή μεγάλου τμήματος και του δικού μας τόπου. 

Εικ. 43 Παναγία Προυσιώτισσα, 19ος αιώνας, από την Προύσα και τον Καραβά, Συλλογή οικογένειας Κοιλαρά 

Μια μικρών διαστάσεων εικόνα της Παναγίας της Προυσιώτισσας (εικ. 43), η οποία χρονολογείται στον 19ο αιώνα, προσφυγοποιημένη δύο φορές, την πρώτη από την Προύσα και τη δεύτερη από τον Καραβά, οικογενειακό φυλακτό του πρώτου δάσκαλου του Καραβά, του Αθανάσιου Τριανταφυλλίδη36. Aναγράφει την προσευχή που κάνουμε όλοι μας ακόμη και σήμερα:
ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΟΝ ΑΓΝΗ ΤΑ ΒΑΡΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ!



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Σηµαντικές συµβολές στις προσπάθειες για την καταγραφή και την τεκµηρίωση της πολιτιστικής κληρο−νοµιάς στην Κύπρο έχουν γίνει ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, βλ. Επιτροπή για την προστασία της Πολιτι−στικής κληρονοµιάς της Κύπρου της (εκδ.), 1999· M. Jansen,War and Cultural Heritage. Cyprus after the 1974 Turkish Invasion,Minneapolis, Minnesota 2005· Χρ. Χατζηχριστοδούλου (επιµ.),Οδοιπορικό στα χριστιανικά µνηµεία της µητροπολιτικής περιφέρειας Κυρηνείας. Άτλαντας µνηµείων,Λευκωσία 2006· I. A. Eliades, “Re−patriation of Byzantine Treasures”,Cyprus Today,vol. XLIV no. 3&4, July−December 2007, 4−18· X. Χοτζάκογλου,Τα θρησκευτικά µνηµεία στην τουρκοκρατούµενη Κύπρο. Όψεις και πράξεις µιας συνεχιζόµενης καταστροφής,Λευκωσία 2009· A. Παπαγεωργίου,Η χριστιανική τέχνη στο κατεχόµενο από τον τουρκικό στρατό τµήµα της Κύπρου , Λευκωσία 2010· Ι. Eliades, “Illicit traffic of Cultural Heritage as a result of Flight and Expulsion in Cyprus”,Flight, Expulsion and Ethnic Cleansing. A Challenge for the Work of Museums and Exhibitions World− wide – Ninth International Symposium of the International Association of Museums of History (IAMH), September 16 to 18, 2010, German Historical Museum, Berlin , Berlin 2011, 130−137· Ι. Ηλιάδης, «Το Βυζαντινό µουσείο και η Πινακοθήκη του Ιδρύµατος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ ως θεµατοφύλακας της καλλιτεχνικής δηµιουργίας και της πολιτιστικής κληρονοµιάς της Κύπρου», Γ. Καψωµένος, Ε. Βαΐτση, Κ. Ανδρεουλάκη (επιµ.), ∆ιεθνές Επιστηµονικό Συνέδριο «Οι τέχνες και τα γράµµατα στην Κύπρο», 5−8 Αυγούστου 2010, Αφιέρωµα για τα πενήντα χρόνια από την ίδρυση της Κυπριακής ∆ηµοκρατίας, Χανιά – Λευκωσία 2012, 116−132.
2 Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του νέου Ελληνισµού, τ. 1−8, 1964−1986·Ιστορία ελληνικού έθνους . Τόµος Ι’,Ο ελληνισµός υπό ξένη κυριαρχία (περίοδος 1453−1669) , Αθήνα 1974· Ιστορία ελληνικού έθνους. Τόµος ΙΑ’,Ο ελληνισµός υπό ξένη κυριαρχία (περίοδος 1669−1821), Τουρκοκρατία−Λατινοκρατία, Αθήνα 1975· Ι. Χα−σιώτης, Μεταξύ οθωµανικής κυριαρχίας και ευρωπαϊκής πρόκλησης, Ο ελληνικός κόσµος στα χρόνια της τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 2001, 59.
3 Το Αιβαλί είχε ως πρώτους οικιστές Έλληνες από τη Λέσβο και τα γύρω νησιά στα τέλη του 16 ου αιώνα, βλ. Γ. Σακκάρης, Ιστορία των Κυδωνιών, Αθήναι 1920, 14−15. Έλληνες εργάτες επίσης από τα νησιά του Αιγαίου έλαβαν µέρος σε µεγάλα οικοδοµικά έργα που χρηµατοδοτούσε η κεντρική διοίκηση της αυτοκρατορίας στην Φώκαια, στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλες πόλεις της Ανατολίας, βλ. S. Faroqhi, Towns and Townsmen of Ottoman Anatolia: Trade, crafts and food production in an urban setting 1520−1650, Cambridge 1984, 272.
4 Η Σµύρνη δέχεται µετανάστες από τη Χίο κατά τον 17ο αιώνα, βλ. D. Goffman, “Izmir: From village to co−lonial city”, E. Eldem, D. Goffman, Β. Masters, The Ottoman City between East and West: Aleppo, Izmir, and Istanbul, Cambridge 1999, 92−93· Ε. Φραγκάκη−Syrett, Οι Χιώτες έµποροι στις ∆ιεθνείς Συναλλαγές 1750− 1850, Αθήνα 1995, 21
5 Οι µετανάστες, άνδρες κατά κύριο λόγο, εγκαθίστανται σε όλη σχεδόν την περιοχή των παραλίων και της ενδοχώρας τους, κυρ ίως όµως στο βιλαέτι του Αϊδινίου, βλ. Γ. Μουτάφης, «Σάµιοι υπήκοοι και επιστα−σίες στη Μ. Ασία κατά την ηγεµονική περίοδο», Σαµιακές Μελέτες1 (1993), 167.
6 Κ. Μαµώνη, “Πελοποννήσιοι στη Μικρά Ασία”, Πρακτικά Β΄ ∆ιεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπου− δών: Πάτραι 25−31 Μαΐου 1980, Αθήνα 1981, 209−224.
7 Η Επανάσταση του 1821 και ο αντίκτυπός της στην Μικρασία ανάγκασε πληθυσµούς από διάφορες πόλεις, τόσο της ενδοχώρας, όσο και των παράλιων περιοχών να µεταναστεύσουν, όπως λ.χ. οι κάτοικοι της πόλης του Αϊβαλί (Κυδωνίες), µερικοί εκ των οποίων επέστρεψαν µετά το 1827, γεγονός που οδήγησε στην επανίδρυσή της πόλης, βλ. Ι. Καραµπελιάς, Ιστορία των Κυδωνιών: Από της ιδρύσεώς των µέχρι της αποκαταστάσεως των προσφύγων εις το ελεύθερον ελληνικόν κράτος, τόµος Α΄, Αθήναι 1949, 226 κ.ε.
8 Επειδή ο Σµύρνης Παρθένιος πληροφορήθηκε από κάποιους που γνώριζαν την ποιότητα της καλλιτε−χνικής παραγωγής του ζωγράφου που του πρότεινε ο Πατριάρχης του απάντησε: «πειδ χοµεν µίαν κα µόνην κκλησίαν πρέπει ν καθιστορισθ ντέχνως κα χι ς τυχεν. ∆ι τοτο  πόθεσις ατη ς ναβληθ….  φροντς µως τς χρείας ταύτης µένεται διηνεκς µέχρι ο ν τύχωσι τινς ξιόλογοι…», βλ. Μ. Χατζιδάκης,
 Έλληνες Ζωγράφοι µετά την Άλωση (1450−1830), Α΄, Αθήνα 1987, 123.
9 Μ. Γαβρίλη, Ειδική έκθεση κειµηλίων προσφύγων, Αθήνα 1982, 13−14, εικ. 7.
10 Χρ. Χατζηχριστοδούλου, «Φορητή εικόνα του αγίου Ιωάννη του Λα󰂵παδιστή που φυλάσσεται στο Πα−τριαρχικό Σκευοφυλάκιο Κωνσταντινουπόλεως», Τριακοστό δεύτερο Συµπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζα− ντινής Αρχαιολογίας και τέχνης, Πρόγραµµα και Περιλήψεις Εισηγήσεων και Ανακοινώσεων, Αθήνα 11, 12 και 13 Μαΐου 2012, Αθήνα 2012, 116−117.
11 Ι. Ηλιάδης, Το Λατινικό Παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού στον Καλοπαναγιώτη και τα παρεμφερή μνημεία, 2 τόμοι, Πανεπιστήμιο Κύπρου (Λευκωσία 2008).
12 Μ. Χατζηδάκης, Ευγ. Δρακοπούλου, Έλληνες Ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450−1830), Αθήνα 1997, τ. Β΄, 334.


13 Γ. Σωτηρίου, Οδηγός Βυζαντινού Μουσείου, Αθήνα ²1931, 94· Μ. Γαβρίλη, Ειδική έκθεση κειμηλίων προσφύγων, Αθήνα 1982, 21, εικ. 18.
14 Μ. Χατζηδάκης, Ευγ. Δρακοπούλου, Έλληνες Ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450−1830), Αθήνα 1997, τ. Β΄, αρ. 16, σ. 194.
15 Μ. Χατζηδάκης, Έλληνες Ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450−1830), Αθήνα 1987, τ. Α΄, αρ. 3, σ. 321.
16 Μ. Χατζηδάκης, Ευγ. Δρακοπούλου, Έλληνες Ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450−1830), Αθήνα 1997, τ. Β΄, 141.
17 Ό.π. 450.
18 Νικόλαος Πρόκος, Ιερέας, Δευτερεύων Σίφνου (μέσα 18ου αιώνα – 1829). Ζούσε στην Κίμωλο και στη Σίφνο, αλλά εργάστηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου υπήρχε παροικία Σιφνίων, βλ. Μ. Χατζηδάκης, Έλληνες Ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450−1830), Αθήνα 1987, τ. Α΄, 261−3.
19 Ι. Χασιώτης, Μεταξύ οθωμανικής κυριαρχίας και ευρωπαϊκής πρόκλησης, Ο ελληνικός κόσμος στα χρόνια της τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 2001, 59 εξ..
20 Μ. Χατζηδάκης, Έλληνες Ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450−1830), Α΄, Αθήνα 1987, 122−125.
21 Κ. Παπαϊωακείμ, λήμμα αρ. 105 «θωράκιο», Κ. Γερασίμου, Κ. Παπαΐωακείμ, Χρ. Σπανού, Η κατά Κίτιον Αγιογραφική Τέχνη, Λάρνακα 2002, 117.
22 Για την τεχνοτροπία του Κορνάρου βλ. Ιω. Ηλιάδης, «Ο Κρητικός ζωγράφος Ιωάννης Κορνάρος – Ένα αργυρεπίχρυσο κάλυμμα ευαγγελίου στην Κύπρο (1806)», Μ. Ανδριανάκης, Ε. Καψωμένος (επιμ.), Πεπραγμένα Ι΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Χανιά 1−8 Οκτωβρίου 2006), Β΄3 Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή περίοδος (αρχαιολογία – Ιστορία της Τέχνης – Γλώσσα & Λογοτεχνία), Χανιά 2011, 213−234, όπου και η προγενέστερη βιβλιογραφία.
23 Για τη ζωγραφική της Σχολής Αγίου Ηρακλειδίου, βλ. Χρ. Χατζηχριστοδούλου, «Μεταβυζαντινή μνημειακή ζωγραφική της Κύπρου αρχές 18ου−αρχές 20ού αιώνα», Α. Μαραγκού, Γ. Γεωργής, Τρ. Σκλαβενίτης, Κ. Στάικος (επιμ.), Κύπρος. Από την αρχαιότητα έως σήμερα, Αθήνα 2007, 431−461, ιδίως 432.
24 Μ. Χατζηδάκης, Ευγ. Δρακοπούλου, Έλληνες Ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450−1830), Αθήνα 1997, τ. Β΄, 152−4.
25 K. Kοκκινόφτας, «Tα Mετόχια της Mονής Kύκκου στη Mικρά Aσία και στον Πόντο», Eνατενίσεις 12
(2010)98−103.
26 Ο Σεραφείμ Πισσίδιος από την Αττάλεια ήταν Πρωτοσύγγελλος της Μονής Κύκκου και μετέπειτα Μητροπολίτης Αγκύρας (1773−1779), βλ. Π. Κιτρομηλίδης, Κυπριακή Λογιοσύνη 1571−1878, Λευκωσία 2002, 246−250.. Στον ίδιο θρόνο υπηρέτησε και ο Αγαθάγγελος Μυριανθούσης από το Μηλικούρι (1823−1826), βλ. Κ. Κοκκινόφτας, Κυκκώτικα Μελετήματα, τόμος Α΄, Λευκωσία 1997, 51−78.
27 Στ. Περδίκης, «Eνεπίγραφα αργυρεπίχρυσα αφιερώματα από την Kαππαδοκία στην Iερά Mονή Kύκκου», Ψηφίδες. Mελέτες ιστορίας, αρχαιολογίας και τέχνης στη μνήμη της Στέλλας Παπαδάκη − Oekland, Hράκλειο 2009, σ. 310−315
28 Στ. Περδίκης, «Mουσείον Iεράς Mονής Kύκκου», Iερά Mονή Kύκκου εικών ανεσπέρου φωτός, Aθήνα 2010, 305, 446
29 Σχετικά με προσκυνητές από τη Μικρά Ασία στη Μονή Κύκκου (Προύσα, Αλλάγια, Αττάλεια), βλ. Θ. Παπαδόπουλλος, Kώδιξ Mονής Kύκκου, Λευκωσία 2008, 28, 31, 33, 175.
30 Κυριακού Λαμπρύλου Χ: Νικολάου, “Μισσιοναρισμός και Προτεσταντισμός εις τας Ανατολάς” ήτοι διαγωγή των Προτεσταντών Μισσιονάριων εις τα μέρη μας, εις τινά τε άλλα της γης μέρη και σχέσεις του Προτεσταντισμού προς την μητέρα πασών των Εκκλησιών και προς το ελληνικόν έθνος, μετατυπωθέν εν Αθήναις 1837 (Σμύρνη 1836).
31 Για τη χρήση δυτικών χαρακτικών και συγκεκριμένα φλαμανδικών, βλ. Ι. Ρηγόπουλος, Φλαμανδικές επιδράσεις στη μεταβυζαντινή ζωγραφική Προβλήματα πολιτιστικού συγκριτισμού, Αθήνα 1998.
32 Μ. Χατζηδάκης, Ευγ. Δρακοπούλου, Έλληνες Ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450−1830), Αθήνα 1997, τ. Β΄, αρ. 12, 134.
33 Οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού του νεοσύστατου ελληνικού κράτους έδωσαν το έναυσμα για τη στροφή της εκκλησιαστικής ζωγραφικής προς τις νεοαναγεννησιακές αντιλήψεις των Nαζαρηνών, η οποία συντελείται με καθοθήγηση του Γερμανού ζωγράφου Λουδοβίκου Θείρσιου, βλ. I. Φριλίγκος, O αγιογράφος Kωνσταντίνος Φανέλλης και το έργο του, Aθήνα 2005, 341.
34 Δ. Παπαστάμος, H επίδραση της ναζαρηνής σκέψης στη νεοελληνική εκκλησιαστική ζωγραφική, Αθήνα 1977.
35 Μ. Χατζηδάκης, Ευγ. Δρακοπούλου, Έλληνες Ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450−1830), Αθήνα 1997, τ. Β΄, 139−140.
36 Σ. Κοιλαρά, «Ένα οικογενειακό φυλακτό», Καραβάς. Έκδοση προσφυγικού σωματείου ο Καραβάς, τ. Δ΄, (1992−1993), 54−57 (ευχαριστώ την κ. Πίτσα Πρωτοπαπά που έθεσε την πληροφορία αυτή ενώπιόν μου).


ΛΕΖΑΝΤΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ

Εικ. 1. Πρόσφυγας από το Χαλβάντερε της Καππαδοκίας στην Καισαριανή κρατώντας εικόνα που έφερε από την πατρίδα της. (Πηγή: Ο. Γκράτζιου, Α. Λαζαρίδου, Από τη Χριστιανική Συλλογή στο Βυζαντινό Μουσείο (1884−1930) Κατάλογος έκθεσης 29.3.2002−7.1.2003), Αθήνα 2006, 342, εικ. 592.3).
Εικ. 2. Μεταφορά εικόνων από πρόσφυγες της Καρπασίας στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου (φωτογραφία, 1976).
Εικ. 3. Παναγία Οδηγήτρια «η Νέα Μονή», γύρω στο 1500. Μεταφέρθηκε στην Αθήνα με τη συμφωνία Ανταλλαγής Πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (Πηγή: Μ. Γαβρίλη, Ειδική έκθεση κειμηλίων προσφύγων, Αθήνα 1982, 13−14, εικ. 7).
Εικ. 4. Άγιος Ιωάννης Λαμπαδιστής, μέσα 16ου αιώνα, Πατριαρχικό Σκευοφυλάκιο. Αποδίδεται στον Κύπριο ζωγράφο Γεώργιο, Συλλογή Χριστόδουλου Χατζηχριστοδούλου.
Εικ. 5. Τρίπτυχο Παναγίας Κυκκώτισσας με τους αγίους Γεώργιο, Δημήτριο, Βασίλειο και Ιωάννη Πρόδρομο, από τη Σελεύκεια, 16ος αιώνας, Συλλογή Παυλίνας Τσαμκόσογλου Παλάοντα
Εικ. 6. Χριστός Ευλογών, 16ος αιώνας, Πατριαρχικός Ναός Αγίου Γεωργίου, Κωνσταντινούπολη (Αρχείο συγγραφέως)
Εικ. 7. Αγία Αικατερίνη, αρχές του 17ου αιώνα, από το Κιρμίρ (Καισάρεια), Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα (Πηγή: Δ. Κωνστάντιος, Ο Κόσμος του Βυζαντινού Μουσείου, Αθήνα 2004, 216, εικ. 184).
Εικ. 8 Τρίμορφο, 17ος αιώνας, από το Ανεμούριον, Συλλογή Νίτσας Στασοπούλου
Εικ. 9 Υψώση του Σταυρού, 1675, Σίμος Ροδιακός του Βασιλείου (Πηγή: Μ. Γαβρίλη, Ειδική έκθεση κειμηλίων προσφύγων, Αθήνα 1982, 15, εικ. 9).
Εικ. 10 Άγιος Χριστόφορος ο κυνοκέφαλος, 1681, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα (Πηγή: Δ. Κωνστάντιος, Ο Κόσμος του Βυζαντινού Μουσείου, Αθήνα 2004, 192, εικ. 161).
Εικ. 11 Χριστός η Άμπελος και Θεοτόκος− στον τύπο Άνωθεν οι Προφήται, 1729, από τη Μονή Ταξιαρχών Καισαρείας, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα (Πηγή: Μ. Γαβρίλη, Ειδική έκθεση κειμηλίων προσφύγων, Αθήνα 1982, 21, εικ. 18).
Εικ. 12 Άγιος Χαράλαμπος, 1738, από την Κούταλη Μικράς Ασίας (Πηγή: Μ. Γαβρίλη, Ειδική έκθεση κειμηλίων προσφύγων, Αθήνα 1982, 21−22, εικ. 19).
Εικ. 13 Τοιχογραφία με τρεις Ιεράρχες, 1732, Μονή Παναγίας Σουμελά, Τραπεζούντα του Πόντου, Ιεροδιάκονος Ιερόθεος (Πηγή: Διαδίκτυο).
Εικ. 14 Τοιχογραφία τρούλλου με τον Παντοκράτορα, 1741, Μονή Παναγίας Σουμελά, Τραπεζούντα του Πόντου, Γρηγόριος Λαλεδάκης, ιερέας Οικονόμου Χαλδέας (Πηγή: Διαδίκτυο).
Εικ. 15 Μεσαίο φύλλο τριπτύχου με τη Θεοτόκο, 1781, Θεόφιλος Φυτιάνος, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών (Πηγή: Δ. Κωνστάντιος, Ο Κόσμος του Βυζαντινού Μουσείου, Αθήνα 2004, 220, εικ. 188).
Εικ. 16 Βημόθυρο με παράσταση Ευαγγελισμού και Ιεράρχες με όστρινη διακόσμηση, 18ος – 19ος αιώνας, από τη Μονή Προδρόμου στο Ζινζίντερε, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών (Πηγή: Ο. Γκράτζιου, Α. Λαζαρίδου, Από τη Χριστιανική Συλλογή στο Βυζαντινό Μουσείο (1884−1930) Κατάλογος έκθεσης 29.3.2002−7.1.2003), Αθήνα 2006, 342, εικ. 592.3).
Εικ. 17 Βημόθυρο με παράσταση Ευαγγελισμού και Ιεράρχες, 18ος αιώνας, από τη Μονή Προδρόμου στο Ζινζίντερε, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών (Πηγή: Δ. Κωνστάντιος, Ο Κόσμος του Βυζαντινού Μουσείου, Αθήνα 2004, 222, εικ. 190).
Εικ. 18 Ιστορία της Σωσάννας, 19ος αιώνας, Δευτερεύων Σιφνίου, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα (Πηγή: Δ. Κωνστάντιος, Ο Κόσμος του Βυζαντινού Μουσείου, Αθήνα 2004, 202−203, εικ. 172).
Εικ. 19 Άγιοι Κυπριανός, Κενδέας και Βηχιανός, 18ος αιώνας, Σχολή Αγίου Ηρακλειδίου (Κύπρος), εικόνα από τη Σμύρνη, Συλλογή Αχιλλέα Ιωαννίδη.
Εικ. 20 Απόστολος Ανδρέας, 18ος−19ος αιώνας, Σχολή Αγίου Ηρακλειδίου (Κύπρος), εικόνα από την Αλλάγια, Συλλογή Μόνας Σαββίδου Θεοδούλου.
Εικ. 21 Εικονοστάσιο ναού Παναγίας, Κιβισίλι, 1795, Θεοφάνης από την Καισάρεια (Αρχείο Χαράλαμπου Χοτζάκογλου).
Εικ. 22 Εικονοστάσιο ναού Αγίου Γεωργίου της Άρπερας, Τερσεφάνου, τελή 18ου αιώνα, Θεοφάνης από την Καισάρεια (Αρχείο Χαράλαμπου Χοτζάκογλου).
Εικ. 23 Κάλυμμα λειψανοθήκης με τους αγίους Χριστόδουλο, Ευαγγελιστή Ιωάννη και Πρόχορο, 1815, Λαμπρινός Σμυρναίος, από το ναό Παναγίας Χρυσελεούσα, Έμπα, Βυζαντινό Μουσείο Πάφου.
Εικ. 24 Η Βάπτιση του Χριστού, 1871, από το Ανεμούριον, Συλλογή Χριστίνας Γαβριηλίδου Προδρόμου.
Εικ. 25 Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, 19ος αιώνας, από τα Κιλίνδρια Κιλικίας, Συλλογή Στέφανου Στεφανίδη.
Εικ. 26 Αργυρή επένδυση εικόνας Παναγίας Ελεούσας του Κύκκου, 1778, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα (Πηγή: Δ. Κωνστάντιος, Ο Κόσμος του Βυζαντινού Μουσείου, Αθήνα 2004, 295, εικ. 280).
Εικ. 27 Παναγία Κυκκώτισσα, 1816, χαρακτικό από την Αλλάγια, Συλλογή Μόνας Σαββίδου Θεοδούλου.
Εικ. 28 Παναγία Ελεούσα του Κύκκου, 18ος – 19ος αιώνας, Μερσίνα, Συλλογή Γεωργίου Χατζηκωστή.
Εικ. 29 Θεοτόκος Ελεούσα του Κύκκου, 1808, από την Κωνσταντινούπολη, Μουσείο Ιεράς Μονής Κύκκου (Πηγή: Στ. Περδίκης, Ιερά Μονή Κύκκου. Εικών ανεσπέρου φωτός, Αθήνα 2010, 379).
Εικ. 30 Αγία Αικατερίνη, 1831, Κωνσταντινούπολη (;), Μουσείο Ιεράς Μονής Κύκκου (Πηγή: Στ. Περδίκης, «Τύχαι εικόνος Ελεούσης του Κύκκου. Κωνσταντινούπολη – Κελλάκι − Κύκκος», Ενατενίσεις 17, 138−143, ιδίως 142, εικ. 5).
Εικ. 31 Ιστορία Μονής Κύκκου (καραμανλίδικη έκδοση), Βενετία 1816, από την Αλλάγια, Συλλογή Μόνας Σαββίδου Θεοδούλου.
Εικ. 32 Το Μυστήριο του Χρίσματος, 18ος−19ος αιώνας, Μουσείο Ιεράς Μονής Κύκκου (Πηγή: Στ. Περδίκης, Ιερά Μονή Κύκκου. Εικών ανεσπέρου φωτός, Αθήνα 2010, 378).
Εικ. 33 Το Μυστήριο της Εξομολόγησης, 18ος−19ος αιώνας, Μουσείο Ιεράς Μονής Κύκκου (Πηγή: Στ. Περδίκης, Ιερά Μονή Κύκκου. Εικών ανεσπέρου φωτός, Αθήνα 2010, 378).
Εικ. 34 Εικόνα της Εξολολόγησης, αρχές 19ου αιώνα, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών (Πηγή: Δ. Κωνστάντιος, Ο Κόσμος του Βυζαντινού Μουσείου, Αθήνα 2004, 207, εικ. 176).
Εικ. 35 Παράσταση επεισοδίων από την ιστορία των Τριών Παίδων και του Δανιήλ, έργο του Κωνσταντίνου Ανδριανουπολίτη, β΄ήμισυ 18ου αιώνα, Μουσείο Μπενάκη Αθήνα (Πηγή: Α. Δεληβοριάς, Η Ελλάδα του Μουσείου Μπενάκη, Αθήνα 1997, 293, εικ.484)
Εικ. 36 Αποκάλυψη του Ιωάννου, τέλη 18ου αιώνα, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα (Πηγή: Ο. Γκράτζιου, Α. Λαζαρίδου, Από τη Χριστιανική Συλλογή στο Βυζαντινό Μουσείο (1884−1930) Κατάλογος έκθεσης 29.3.2002−7.1.2003), Αθήνα 2006, 342, εικ. 594).
Εικ. 37 Τοιχογραφία Δευτέρας Παρουσίας, 1805, ναός Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, Κιρκιντζές (Πηγή: Διαδίκτυο).
Εικ. 38 Ο άγιος Ευστάθιος με σκηνές από το βίο του, 1826, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών (Πηγή: Δ. Κωνστάντιος, Ο Κόσμος του Βυζαντινού Μουσείου, Αθήνα 2004, 205, εικ. 174).
Εικ. 39 Η αγία Μαρίνα με τρεις σκηνές από το Βίο της, 1857, ζωγράφος Λάζαρος (Πηγή: Μ. Γαβρίλη, Ειδική έκθεση κειμηλίων προσφύγων, Αθήνα 1982, 33−34, εικ. 34).
Εικ. 40 Ο άγιος Παντελεήμονας 19ος αιώνας, Μουσείο Ικονίου, Μικρά Ασία (Πηγή: Διαδίκτυο)
Εικ, 41 Άκρα Ταπείνωση, χάρτινη εικόνα, 19ος αιώνας, Βουρλά, Συλλογή Θάλειας Πανοπούλου Paquot.
Εικ. 42 Ο άγιος Παντελεήμονας, ρωσική εικόνα με ασημένιο κάλυμμα, 19ος – 20ός αιώνας, Αττάλεια, Συλλογή Μαρίας Ανδρεοπούλου Κολώτα
Εικ. 43 Παναγία Προυσιώτισσα, 19ος αιώνας, από την Προύσα και τον Καραβά, Συλλογή οικογένειας Κοιλαρά (Πηγή: Σ. Κοιλαρά, «Ένα οικογενειακό φυλακτό», Καραβάς. Έκδοση προσφυγικού σωματείου ο Καραβάς, τ. Δ΄, (1992−1993), 54−57).


ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ ΤΟΥ ΜΕΓΕΘΟΥΣ  ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΤΗΣ, ΤΗΣ Ι∆ΙΟΜΟΡΦΙΑΣ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΩΝ ΤΗΣ ΤΑΣΕΩΝ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΥΛΙΚΟ ΠΟΥ ∆ΙΑΣΩΘΗΚΕ

Του ΙΩΑΝΝΗ ΗΛΙΑΔΗ