ΕΛΛΑΔΑ-ΚΟΡΙΝΘΙΑ

ΕΛΛΑΔΑ-ΚΟΡΙΝΘΙΑ

ΚΟΡΩΝΟΙΟΣ-COVID-19

Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2017

ΤΑ ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΤΕΝΕΑ


Οι ανασκαφικές τομές επικεντρώθηκαν κυρίως πέριξ του δίχωρου υπέργειου ταφικού μνημείου ρωμαϊκών χρόνων που αποκαλύφθηκε το 2016 και επιβεβαίωσαν την διαχρονική χρήση του χώρου από τους αρχαϊκούς μέχρι και τους ρωμαϊκούς χρόνους

Ολοκληρώθηκε, στις 10 Οκτωβρίου 2017, στο Χιλιομόδι Κορινθίας, η συστηματική αρχαιολογική έρευνα της Αρχαίας Τενέας από τη Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Η αρχαιολογική έρευνα πραγματοποιείται, για πέμπτη συνεχή χρονιά, υπό την διεύθυνση της Δρ. Έλενας Κόρκα και την συμμετοχή διεπιστημονικής ομάδας τόσο του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού όσο και Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων.

Οι ανασκαφικές τομές επικεντρώθηκαν κυρίως πέριξ του δίχωρου υπέργειου ταφικού μνημείου ρωμαϊκών χρόνων που αποκαλύφθηκε το 2016 και επιβεβαίωσαν την διαχρονική χρήση του χώρου από τους αρχαϊκούς μέχρι και τους ρωμαϊκούς χρόνους. Αρχικά στα επιφανειακά στρώματα, βόρεια και ανατολικά του ρωμαϊκού ταφικού μνημείου, αποκαλύφθηκε η συνέχεια οργανωμένου νεκροταφείου ρωμαϊκών χρόνων, το οποίο ορίζονταν από ταφικούς περιβόλους.

Ανασκάφηκαν δεκατέσσερις καλυβήτες κεραμοσκεπείς τάφοι, πολλοί από τους οποίους στο εσωτερικό τους περιέκλειαν περισσότερες από μια ταφές, κτερισμένες με λύχνους, αγγεία και νομίσματα από τον 1ο μέχρι και τον 4ο αι. μ.Χ. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει ενυπόγραφος λύχνος κορινθιακού εργαστηρίου του 1ου αι. μ.Χ., που στο δίσκο του φέρει παράσταση Αφροδίτης με δύο ερωτιδείς.




Σε μεγαλύτερο βάθος εντοπίστηκαν ισχυρές κατασκευές που πιθανότατα ανήκουν σε σύμπλεγμα κτιριακών εγκαταστάσεων, οι οποίες εκτείνονται στον άξονα βορρά νότου κάτω από το ρωμαϊκό μνημείο και το νεκροταφείο των ρωμαϊκών τάφων. Συγκεκριμένα, κάτω και εξωτερικά της νοτιοδυτικής πλευράς του ρωμαϊκού ταφικού μνημείου και κάτω από τον προθάλαμο αυτού, ανασκάφηκε ορθογώνιος υπόγειος χώρος ελληνιστικών χρόνων, κατασκευασμένος από ισόδομους πωρόλιθους, επιχρισμένος εσωτερικά σε όλη την επιφάνειά του και στο δάπεδό του με ιδιαίτερα επιμελημένο και παχύ στρώμα κονιάματος.

Στη βορειοανατολική εσωτερική γωνία του, αποκαλύφθηκε in situ στο δάπεδο ορθογώνιος πώρινος δόμος επιχρισμένος με το ίδιο κονίαμα και έμπροσθεν αυτού επικονιασμένη κοιλότητα. Από το εσωτερικό του χώρου περισυνελέγη μεγάλη ποσότητα οστεολογικού υλικού, πλήθος επιζωγραφισμένων κεράμων, κεραμική ταφικών και τελετουργικών κυρίως αγγείων, χρονολογούμενη από τους αρχαϊκούς έως τους ρωμαϊκούς χρόνους. Από τον ίδιο χώρο προήλθε επίσης κεφαλή από ειδώλιο ταύρου. Εντυπωσιακή υπήρξε η μεγάλη συγκέντρωση καύσεων στο εσωτερικό του χώρου. Επίσης, σε καύση που διερευνήθηκε εξωτερικά της βορειοδυτικής γωνίας του, βρέθηκε συγκέντρωση από έντεκα ακέραια μικκύλα αγγεία ελληνιστικών χρόνων και συνανήκοντα τμήματα πολλών άλλων.




Βόρεια του υπόγειου χώρου και παράλληλα με αυτόν αποκαλύφθηκε τοίχος επίσης ελληνιστικών χρόνων με στιβαρή θεμελίωση, που στη συνέχεια υπερκαλύφθηκε μερικώς από τον κεντρικό θάλαμο του ρωμαϊκού ταφικού μνημείου. Δύο ακόμη τοίχοι ίδιας εποχής, παράλληλοι μεταξύ τους, κατασκευάστηκαν κάθετα στον πρώτο τοίχο. Από τις επιχώσεις στους χώρους μεταξύ των τοίχων αυτών περισυνελλέγη κεραμική ελληνιστικών κυρίως χρόνων μεταξύ των οποίων και ειδώλιο περιστεριού. Σε μια τρίτη, ακόμη μεταγενέστερη ελληνιστική φάση, οι τοίχοι απολαξεύθηκαν σε σημεία τους προκειμένου στο εσωτερικό τους να εγκιβωτιστούν τάφοι ελληνιστικών χρόνων.

Αποκαλύφθηκαν πέντε τάφοι (μονολιθικές σαρκοφάγοι, κιβωτιόσχημοι και λακκοειδείς τάφοι), που έφεραν όλοι επικάλυψη από πώρινες καλυπτήριες πλάκες. Όλες οι ταφές ήταν πλούσια κτερισμένες. Ξεχωρίζει ταφή, η οποία συνοδεύονταν από επιχρυσωμένο χάλκινο στεφάνι με φύλλα και καρπούς μυρτιάς, χρυσό δακτυλίδι, χρωστικές ουσίες-ψιμμύθια ερυθρού χρώματος, οστέινο αυλό, οστέινα ατρακτοειδή πλακίδια κι ένα χάλκινο κάτοπτρο με επίθετη ανάγλυφη διακόσμηση έρωτα, καθώς και χρυσή δανάκη από νόμισμα Σικυώνας.


Στα κτερίσματα των υπόλοιπων τάφων συγκαταλέγονται κυρίως μυροδοχεία, οστέινες περόνες, μεγάλος αριθμός από οστέινα κοχλιάρια, κέλυφος αβγού, τμήμα ξύλου, λύχνοι, μικκύλα αγγεία, λάγηνοι, σκύφοι, σιδερένιες στλεγγίδες, χρυσές δανάκες και χάλκινα νομίσματα, καθώς και ανάγλυφο χρυσό έλασμα. Μεταξύ των ελληνιστικών ταφών εντοπίστηκε και ταφή του 1ου αι. μ.Χ. μέσα σε σαρκοφάγο ελληνιστικών χρόνων, η οποία συμπληρώθηκε στη δυτική πλευρά της με μικρή προσθήκη κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Η εν λόγω ταφή απέδωσε ακέραιη περίτεχνη γυάλινη καλυκωτή φιάλη, χάλκινη οινοχόη, σιδερένια στλεγγίδα με περίτεχνη λαβή, βολβόσχημα μυροδοχεία, λάγηνο, μικκύλα αγγεία, χάλκινο νόμισμα και χάλκινους ήλους με ημισφαιρική κεφαλή από καττύματα υποδημάτων.




Επιπλέον, νότια του ρωμαϊκού ταφικού μνημείου και ανατολικά του υπόγειου χώρου, στο βάθος έδρασης της θεμελίωσής του, εντοπίστηκαν δύο μονολιθικές σαρκοφάγοι ελληνιστικών χρόνων. Στο εσωτερικό τους εσωκλείονταν περισσότερες από μια ταφές. Στη μια εξ αυτών βρέθηκε ταφική κάλπη και μεγάλη συγκέντρωση μυροδοχείων των ελληνιστικών χρόνων.

Από τον ενδελεχή καθαρισμό του ρωμαϊκού ταφικού μνημείου εντοπίστηκαν  αρχαϊκό κιονόκρανο και πολλά ελληνιστικά αρχιτεκτονικά μέλη όπως πεσσοί, λιθόπλινοι με διαφόρων ειδών εντορμίες (συνδέσμους, γόμφους κ.α.), ιωνικό επιστήλιο με συμφυές γείσο, σπόνδυλος ιωνικού κίονα, μέλος τοιχοβάτη με κυμάτια, καθώς και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν σε δεύτερη χρήση για την θεμελίωση του ρωμαϊκού μνημείου.



Οι υποκείμενοι ελληνιστικοί χώροι του ρωμαϊκού ταφικού μνημείου, όπως ο υπόγειος θάλαμος, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς οι χώροι αυτοί και τα σχετικά ευρήματά τους  μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι συνδέονταν με τελετουργίες.
Η επιφανειακή έρευνα και η γεωφυσική διασκόπηση με γεωραντάρ συνεχίστηκαν και φέτος προσδίδοντας συμπληρωματικά στοιχεία στην έρευνα για την κατοίκηση της αρχαίας Τενέας.



Στο πρόγραμμα συμμετείχαν φοιτητές από πανεπιστημιακές σχολές του εσωτερικού και του εξωτερικού, οι οποίοι εργάστηκαν και μαθήτευσαν στο πλαίσιο των ερευνητικών εργασιών. Ταυτόχρονα διεξήχθησαν εκπαιδευτικά προγράμματα σε μαθητές της περιοχής.



Η ΑΡΧΑΙΑ ΤΕΝΕΑ 
   Κείμενο: Δρ. Έλενα Κόρκα

Στην πεδιάδα που εκτείνεται μεταξύ του Χιλιομοδίου και της Κλένιας Κορινθίας, κυριότερη πολίχνη ήταν η αρχαία Τενέα.

Κατά τον Βιργίλιο η Τενέα και η Ρώμη ιδρύθηκαν από Τρώες φυγάδες μετά τον Τρωικό πόλεμο. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Τενέας ήταν Τρώες αιχμάλωτοι που μεταφέρθηκαν από την Τένεδο και εγκαταστάθηκαν στην Τενέα. Έτσι δικαιολογείται η ονοματολογική συγγένεια των δύο περιοχών. Η Τενέα ήταν τόπος προνομιούχος, με εύφορη πεδιάδα αλλά και στρατηγική θέση, δεδομένου ότι από αυτήν διέρχονταν η Κοντοπορεία, η συντομότερη οδός που οδηγούσε από την Κόρινθο στο Άργος. µέσω της Κλεισούρας του Αγιονορίου. Σύμφωνα με τον Στράβωνα το 734/33 η Τενέα συμμετείχε στον αποικισμό των Συρακουσών από τους Κορινθίους. Κατά την καταστροφή της Κορίνθου από τους Ρωμαίους η Τενέα ήταν η μοναδική πόλη που διασώθηκε λόγω της κοινής μυθικής καταγωγής των Τενεατών με τους Ρωμαίους. Στη Τρωική καταγωγή ανάγεται και η αιτία που στη Τενέα τιμούσαν πιο πολύ από όλους τους θεούς τον Απόλλωνα.

Για πολλές δεκαετίες ο κούρος του Μονάχου ήταν το μοναδικό τεκμήριο του μεγαλείου που έκρυβε η Τενεατική γη, καθώς είχαν εντοπιστεί μόνον σποραδικά κατάλοιπα της πόλης στη περιοχή μεταξύ Χιλιομοδίου και Κλένιας. Πολύ αργότερα το 1984 η γραπτή πώρινη σαρκοφάγος που εντοπίστηκε στην περιοχή «Καμαρέτα-Φανερωμένη», καθώς και οι δύο κούροι που κατασχέθηκαν από το Τμήμα Δίωξης Αρχαιοκαπηλίας της Αθήνας το 2010 στην περιοχή της Κλένιας, έπειτα από στενή συνεργασία με την Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτισμικών Αγαθών του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, αποτέλεσαν μάρτυρες της ακμάζουσας αλλά και ανεξερεύνητης αυτής πόλης.

Η σαρκοφάγος του Χιλιομοδίου είναι πώρινη μονολιθική και στο εσωτερικό της περιέκλειε πλούσια κτερισμένη γυναικεία ταφή. Η εσωτερική πλευρά της καλυπτήριας πλάκας της φέρει γραπτή σύνθεση από δύο αντωπούς λέοντες και ανθέμιο στο κέντρο. Πρόκειται για μοναδικό δείγμα μεγάλης ζωγραφικής ad secco τεχνοτροπίας σε πώρινο μνημειακό τάφο αρχαϊκών χρόνων.

Οι Κούροι της Κλένιας αποτελούν σύνταγμα δύο γλυπτών κατασκευασμένα από χονδρόκκοκο νησιώτικο μάρμαρο, η τεχνοτροπία των οποίων, το μέγεθος και η ποιότητα κατασκευής τους κατατάσσει χρονολογικά στο γ΄ τέταρτο του 6ου αι. π.Χ., στον απόηχο δηλαδή της πρώιμης κορινθιακής τέχνης. Αποτελούν σημαντικότατα και μοναδικά δείγματα κορινθιακού εργαστηρίου της εποχής εκείνης, δίχως να εντοπίζονται άλλα παράλληλά τους, προσδίδοντας νέα στοιχεία στην αρχαϊκή ελληνική πλαστική.

Τα ανωτέρω ευρήματα εκτίθενται στο αρχαιολογικό μουσείο της Αρχαίας Κορίνθου.

Το 2013 υπό τη διεύθυνση της Δρ. Έλενας Κόρκα, ξεκίνησε η συστηματική ανασκαφική έρευνα στη θέση «Καμαρέτα-Φανερωμένη» και ευρείας έκτασης επιφανειακή έρευνα στη περιοχή. Περιμετρικά της ταφής του 1984 εντοπίστηκε οργανωμένο νεκροταφείο που χρονολογείται από τον 6ο αι. π.Χ.  έως και τον 3ο αι. π.Χ. Οι μνημειακές ταφές, που αποκαλύφθηκαν και η διαχρονική χρήση του χώρου για ενταφιασμούς, καταδεικνύουν την χωροθέτηση ενός νεκροταφείου επιφανών πολιτών, στα χρόνια ακμής της Τενεατικής πόλης. Μεταξύ των ευρημάτων ξεχωρίζει μια παιδική πώρινη σαρκοφάγος  εξωτερικά της οποίας εντοπίστηκαν 48 αγγεία, εκ των οποίων 2 χάλκινες φιάλες. Τόσο τα ίχνη καύσης που βρέθηκαν στο χώρο όσο και τα συνοδά ευρήματα παραπέμπουν σε ταφικές τελετουργίες κατά τη διάρκεια του ενταφιασμού.

Το 2015 στο πλαίσιο του προγράμματος πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά ανασκαφική διερεύνηση στον οικιστικό χώρο του Χιλιομοδίου και συγκεκριμένα στη θέση «λίμνη – νταμάρια». Η ανασκαφική έρευνα έφερε στο φώς τμήμα αρχαίας οδού, με κατεύθυνση από νότια προς βορειοδυτικά, η οποία αποκαλύφθηκε σε μήκος 36,60μ. Η έκταση που καταλαμβάνει η αρχαία οδός και η οποία δείχνει να επεκτείνεται και στα δύο άκρα της αλλά και η διαχρονική χρήση της, μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι πρόκειται για μια κεντρική αρτηρία της πόλης της αρχαίας Τενέας.

Κατά τη διάρκεια της ερευνητικής περιόδου του 2016 και σε κοντινή απόσταση με το τμήμα της ανεσκαμμένης οδού, αποκαλύφθηκαν για πρώτη φορά in situ οικοδομικά κατάλοιπα της αρχαίας πόλης, που παραπέμπουν στην δραστηριότητα της στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. Αναλυτικότερα, ανασκάφθηκε τμήμα εκτεταμένου κτιρίου με επιμέρους χώρους και πηγάδι. Σε έναν εξ’ αυτόν εντοπίστηκαν αποθέσεις καύσης, τμήμα γυναικείου ειδωλίου, αγγεία και νομίσματα. Σε άλλο χώρο αποκαλύφθηκε μεγάλος αριθμός μαρμάρινων πυρήνων και σωρεία απολεπίσεων μεταξύ των οποίων μαρμάρινο σπάραγμα αντίχειρα από άγαλμα φυσικού μεγέθους, ακέραιη πυξίδα καθώς και άλλα χρηστικά αγγεία. Επιπρόσθετα στον ανεσκαμμένο χώρο μεταξύ άλλων εντοπίστηκαν πλήθος νομισμάτων, ανθεμωτό ακροκέραμο, επιζωγραφισμένη σίμη και άφθονη κεραμική χρηστικών αγγείων.

Στην εγγύτητα του παραπάνω χώρου αποκαλύφθηκε ένα μεγαλοπρεπές ταφικό μνημείο ρωμαϊκών χρόνων, το οποίο πιθανότατα αποτελεί τμήμα ενός μεγαλύτερου συγκροτήματος ταφικών μνημείων στις παρυφές της πόλης.

Συγκεκριμένα πρόκειται για δίχωρο υπέργειο ταφικό μνημείο, συνολικών διαστάσεων 10,40m Χ 5,72m,με προσανατολισμό από ανατολικά προς δυτικά και με είσοδο στα δυτικά, το οποίο με βάση τα ευρήματα στο εσωτερικό του χρονολογείται στον 1ο μ.Χ. αιώνα, ενώ η περίοδος χρήσης του φτάνει στον 4ο αι. μ.Χ.

Στο κυρίως χώρο του διαμορφώνονται στις τρείς πλευρές του πέντε κτιστοί τάφοι. Στο χώρο εισόδου εντοπίστηκαν ίχνη καύσης και ενταφιασμοί παιδικών ταφών. Στο σύνολό του το μνημείο αποτελεί μια ιδιαίτερα επιμελημένη κατασκευή επενδεδυμένη με κονίαμα τόσο στο εσωτερικό της όσο και στο εξωτερικό της και με λιθόστρωτο δάπεδο στο οποίο τμηματικά διατηρείται επίστρωση κονιάματος. Η εξωτερική τοιχοποιία του μνημείου αποτελείται από δεύτερης χρήσης αρχιτεκτονικά μέλη ελληνιστικών χρόνων. Οι ταφές αφορούν σε ενταφιασμούς αλλά και καύσεις πλούσια κτερισμένες, παρά την έντονη διατάραξή τους. Μεταξύ των ευρημάτων συγκαταλέγονται χάλκινα νομίσματα, χρυσή δανάκη από νόμισμα Σικυώνας, οστέινα κοσμήματα κ.α. Εξωτερικά της νότιας θεμελίωσης του μνημείου παρατηρείται μεγάλη συγκέντρωση κεραμοσκεπών τάφων και εγχυτρισμών. Όλες οι ταφές εμπεριέχουν παιδικούς ενταφιασμούς πλούσια κτερισμένους με λύχνους, αγγεία, γυάλινα μυροδοχεία, νομίσματα κ.α.

Το ερευνητικό πρόγραμμα της Τενέας συνεχίζεται με τη συμμετοχή διακεκριμένων ελλήνων και ξένων επιστημόνων αλλά και φοιτητών από ελληνικά και ξένα Πανεπιστημιακά ιδρύματα.


ΠΗΓΕΣ
arxaia-ellinika.blogspot.gr
ancientmycenaeantrail.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου