ΕΛΛΑΔΑ-ΚΟΡΙΝΘΙΑ

ΕΛΛΑΔΑ-ΚΟΡΙΝΘΙΑ

ΚΟΡΩΝΟΙΟΣ-COVID-19

Κυριακή 15 Μαρτίου 2020

ΔΕΚΑΗΜΕΡΟ(DECAMERON) TOY TZIOBANI MΠOKΚΑΤΣΙΟ, ΓΝΩΣΤΟΥ ΩΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΟΚΑΚΙΟΣ-Ο ΜΑΥΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ






ΔΕΚΑΗΜΕΡΟ (DECAMERON) TOY TZIOBANI MΠOKΚΑΤΣΙΟ, ΓΝΩΣΤΟΥ ΩΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΟΚΑΚΙΟΣ-Ο ΜΑΥΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

«Πόσοι πολλοί γενναίοι άνδρες, πόσες καλές κυρίες, πήραν πρωινό με τους δικούς τους και το βράδυ δείπνησαν με τους προγόνους τους στον επόμενο κόσμο». Ιωάννης Βοκάκιος

Ο Ιταλός Τζιοβάνι Μποκκάτσιο (Giovanni Boccaccio), γνωστός με το εξελληνισμένο Βοκάκιος.

Ο Ιταλός ποιητής και λογοτέχνης Τζιοβάνι Μποκκάτσιο, γνωστός ως Ιωάννης Βοκάκιος (1313 -1375) θα επηρεαστεί όπως και όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς της εποχής του από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Στην Ιταλία την εποχή εκείνη άρχισε να ανθίζει με κέντρο την Φλωρεντία μία μεγάλη λογοτεχνική κίνηση με κύριους εκπροσώπους το Δάντη, τον Πετράρχη,  αρκετά αργότερα τον Πιέτρο Μπέμπο και άλλους. Αξιοσημείωτη είναι βέβαια και η ανάπτυξη διαφόρων ρευμάτων στο χώρο της τέχνης. Χαρακτηριστική είναι η αρχετυπική μορφή του  αναγεννησιακού καλλιτέχνη  Λεονάρντο ντα Βίντσι ή απλά Λεονάρντο, αλλά και του Μικελάντζελο, ο οποίος άσκησε μεγάλη επίδραση στην ανάπτυξη της δυτικής τέχνης.
Ο Βοκάκιος, ο οποίος υπήρξε μαθητής του Πετράρχη, το 1350-53 θα τελειώσει το σπουδαιότερο έργο του, το «Δεκαήμερο» χρησιμοποιώντας τη λαϊκή γλώσσα ή όπως λέει ο ίδιος, γράφει στο Φλωρεντινό ιδίωμα. Το έργο αποτελείται από εκατό διηγήματα χωρισμένα σε δέκα μέρη κι από ένα προοίμιο στο οποίο αναγγέλλεται από τον κάθε οργανωτή ή βασιλιά της ημέρας το θέμα γύρω από την αφήγηση των ιστοριών. Στο τελευταίο προοίμιο, ο συγγραφέας περιγράφει με μεγάλη ένταση την επιδημία της πανώλης, που το 1348 είχε πλήξει την Ευρώπη και σάρωσε την Φλωρεντία.
Όπως ο ίδιος μας λέει στην αρχή της πρώτης μέρας του Δεκαήμερου, το 1348 στη Φλωρεντία, την ωραιότερη πόλη ανάμεσα στις περιφημότερες πόλεις της Ιταλίας, χίμηξε άγρια η θανατηφόρα επιδημία της πανώλης. Η δε ένταση της ήταν τόσο μεγάλη ώστε τα νεκροταφεία δεν επαρκούσαν για όλους τους ενταφιασμούς. Έτσι, έσκαβαν μεγάλους λάκκους στους οποίους έριχναν τα πτώματα κατά εκατοντάδες, όπως μέσα στο αμπάρι ενός καραβιού στοιβάζονται τα εμπορεύματα, ενώ πολλοί σφετερίζονταν το επάγγελμα του νεκροθάφτη. Ωστόσο, μέσα σε αυτό τον ορυμαγδό εφτά κυρίες, ντυμένες πένθιμα και τρεις νέοι θα συναντηθούν σε μία εκκλησία. Εκεί θα συναποφασίσουν, πάνω στην κορύφωση της απελπισίας τους, να φύγουν από την πόλη μαζί με τους υπηρέτες τους και να συγκατοικήσουν σ’ ένα θαυμάσιο πύργο μόλις δύο μίλια έξω από τα τείχη της πόλης, όπου θα περάσουν δέκα ημέρες διηγούμενοι ιστορίες για την αγάπη, τα ανθρώπινα πάθη, την τύχη, το πεπρωμένο και την αναγέννηση.
Παρά το γεγονός πως τα διηγήματα των νέων δεν έχουν χρονολογική τοποθέτηση, κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η υποκρισία των ανθρώπων, αλλά και ο πόθος για λαγνεία, ο οποίος καταγράφεται σε όλες τις κοινωνικές τάξεις των τολμηρών τους ιστοριών μέσα από μία ελευθεριάζουσα για την εποχή αφήγηση. Έτσι, ο ερωτικός τους  χαρακτήρας μαζί με την αντιεκκλησιαστική τους στάση για τα καθιερωμένα της εποχής αποτελεί και τον κύριο λόγο για τον οποίο το έργο είχε καταστεί τόσο γνωστό.


ΔΕΚΑΗΜΕΡΟ (DECAMERON)

Tο σημαντικό αυτό κείμενο του Ευρωπαϊκού πολιτισμού ξεκινάει με την περιγραφή της επιδημίας πανώλης στην Φλωρεντία το 1348. (...) Στη Φλωρεντία έχει πέσει θανατηφόρα πανούκλα, που μας έστειλε ο θυμωμένος θεός, εξαιτίας των ανομημάτων μας ή εξαιτίας των άστρων...(...), και μέσω των αφηγητών, στο «Δεκαήμερο», λέει ό,τι έλεγε, κι ο Θουκυδίδης: (...) Να καταφύγουμε στην εξοχή και εκεί, να γευτούμε κάθε απόλαυση, που δεν θα ξεπερνά τα όρια της λογικής. Θα ακούμε το κελάηδημα των πουλιών, θα βλέπουμε τους κάμπους και τους λόφους να σκεπάζονται από την τρυφερή χλόη, τα σπαρμένα με στάρια χωράφια που κυματίζουν σα θάλασσες, τα χιλιάδες δέντρα (...) Ο ποιητής Πετράρχης (1304-1374), φίλος του Βοκκάκιου, απαρηγόρητος, γράφει για το χαμό της αγαπημένης του μούσας, της Λάουρας, που πέθανε από τη φοβερή αυτή νόσο: (...) Το αγνό και ωραίο της σώμα, ετάφη στην Εκκλησία των Ανηλίκων. Η ψυχή της επέστρεψε στον ουρανό, από όπου είχε έλθει (...).



Η ΠΑΝΩΛΗ

Η Πανώλη ή Πανούκλα ή Μαύρος θάνατος (καθαρ. Η πανώλης-ους), είναι μια βαριά λοιμώδης νόσος, που οφείλεται στο βάκιλο του Γερσέν. Μεταδίδεται από τους ποντικούς (μαύρους αρουραίους) και μέσω των μολυσμένων με το βάκιλο ψύλλων - ως ενδιάμεσων ξενιστών - μεταβιβάζεται στον άνθρωπο. Η νόσος εκδηλώνεται με τρεις μορφές (βουβωνική-πνευμονική- δερματική)· η πλέον συχνή, είναι η βουβωνική, γιατί εισέρχεται στο λεμφικό σύστημα με οιδήματα των λεμφαδένων από το τσίμπημα των ψύλλων στα πόδια. Η ιστορία της, αν και έρχεται από πολύ μακριά, περιγράφεται πολύ ωραία από τον Θουκυδίδη, ο οποίος έζησε την εποχή του λοιμού (πανώλης), που ξέσπασε κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου (428μ.Χ), στην Αθήνα, με τις χιλιάδες θύματα, ανάμεσα στα οποία ήταν και ο Περικλής. (...) Ο λοιμός έκανε θραύση στους Αθηναίους και οι Πελοποννήσιοι, όταν έμαθαν για την επιδημία και είδαν πως στην πόλη, έθαβαν συνεχώς νεκρούς (έβλεπαν τις φωτιές που έκαιγαν), φοβήθηκαν κι έφυγαν (...) κεφ. 57Β'.
Ο Θουκυδίδης αναφέρει και τα συμπτώματα ακόμη, υψηλός πυρετός, πονοκέφαλος, ερυθρότητα και φλόγωση στα μάτια, μελανιές, φλύκταινες και έλκη, δυσοσμία (κεφ. 49Β') και συνεχίζει: (...) Βλέποντας πως τα σώματα και τα χρήματα είναι εφήμερα, επιδίωκαν τις γρήγορες χαρές και απολαύσεις (κεφ. 54Β').
Για τη φονικότερη αυτή επιδημία-πανδημία όλων των εποχών, του 1347-1351, στην Ευρώπη, με τα 25.000.000 (το 1/3 του πληθυσμού της) θύματα, χωρίς να υπολογίζονται οι Ασιάτες, η κύρια άποψη είναι, πως ήλθε από τα βάθη της Ασίας (έρημο Γκόμπι), όταν, οι Μογγόλοι ιππείς, ακολουθώντας τους εμπορικούς δρόμους της εποχής, μετέφεραν μεγάλα φορτία με γουναρικά και μεταξωτά υφάσματα στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, όπως η Κάφφα, σημερινή Φεντοσίγια της Κριμαίας, κι από 'κει, με Γενοβέζικες γαλέρες, το εμπόρευμα, μαζί με τους ποντικούς και τους μολυσμένους ξενιστές τους (ψύλλους), έφτασαν στο λιμάνι της Μεσσήνης της Ιταλίας. Αυτό ήταν. Η Ευρώπη δεν ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει αυτή τη λαίλαπα, αφού οι πόλεις τους στερούνταν παντελώς, ακόμη και στοιχειωδών υποδομών (δίκτυα υδροδότησης-αποχέτευσης, συγκέντρωσης και αποκομιδής απορριμμάτων), οι οικογένειες συγχρωτίζονταν με οικόσιτα και μη ζώα, ενώ οι κάτοικοι αγνοούσαν την αιτία της νόσου και τα μέσα προφύλαξης. Έπρεπε να περάσουν τόσοι αιώνες για να γίνει γνωστό, πως οι αρουραίοι και οι μολυσμένοι ψύλλοι τους, προκάλεσαν αυτό το κακό, που εξόντωσε τόσους ανθρώπους και ρήμαξε την Ευρώπη. Για να μειωθεί ο κίνδυνος μετάδοσης της πανώλης όλα τα καράβια από το 1347 και μετά απομονώνονταν για 40 μέρες, γεγονός από το οποίο προέκυψε η λέξη καραντίνα, από τη γαλλική έκφραση une quarantaine de jours, δηλαδή, 40 μέρες.


Από την επιδημία δεν ξέφυγε κανείς. Άντρες, γυναίκες, πλούσιοι, φτωχοί, κληρικοί, χωρικοί βασιλείς, καλόγριες, μοναχοί. Κάθε καλλιτεχνική δραστηριότητα σταμάτησε, είτε επρόκειτο για οικοδόμηση ναών στην Ιταλία, είτε για κεραμικές δημιουργίες στην Αγγλία. Καλλιτέχνες όπως η οικογένεια Λορινζέτι στην Σιένα της Ιταλίας ή οι περίφημοι κτίστες Ράμσεϊς στην Αγγλία αφανίστηκαν. Τόσο μεγάλος ήταν ο αριθμός των θυμάτων ώστε δεν υπήρχαν πλέον αρκετοί αγρότες να καλλιεργήσουν τη γη, ούτε κτηνοτρόφοι να φροντίσουν τα ζώα.
Οι άνθρωποι του μεσαίωνα πίστευαν ότι η ασθένεια ήταν θεόσταλτη ή θεϊκή κατάρα, γι ´αυτό και προσπαθούσαν να την αντιμετωπίσουν με προσευχές και λιτανείες. Κάποιοι άλλοι συνειδητοποίησαν ότι το καλύτερο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να φύγουν μακριά. Στο «Δεκαήμερο», έργο του Βοκάκιου, ο συγγραφέας ασχολείται με αυτή τη  φυγή. Είναι μία σειρά ιστοριών για κάποιους νέους ανθρώπους που ψάχνουν να βρουν καταφύγιο μακριά από την πανώλη κοντά στην Φλωρεντία. Δεν υπήρχε κάποια γνωστή θεραπεία εκείνη την εποχή και οι άνθρωποι χρειάζονταν φάρμακα. Ο Τζέφρι Τσότσερ, Άγγλος συγγραφέας και ποιητής, αναφέρει πως κάποιοι γιατροί έβγαλαν πολλά χρήματα από την πανούκλα. Το βακτήριο της πανώλης ταυτοποιήθηκε στην Ασία το 1890 και συνδέθηκε άμεσα με τους ψύλλους και τα ζώα.
Η ασθένεια δεν εξαφανίστηκε ποτέ εντελώς . Μια επιδημία που ξέσπασε στην Ινδία στις αρχές της δεκαετίας του 1990 προκάλεσε πανικό σε όλο τον κόσμο. Επανεμφάνιση της επιδημίας είχαμε και το 2013 στην Κιρκιζία κοντά στο Ουμπεκιστάν.
Η Βόρεια Ιταλία της εποχής εκέινης βρέθηκε στο επίκεντρο της αρώστιας. Η Φλωρεντία ήταν η περισσότερο πληγείσα πόλη, αφού, ο μισός πληθυσμός της (50.000) αφανίστηκε και οι γιατροί συνιστούσαν την απομάκρυνση από την πόλη, την αφαίμαξη ή «έμπλαστρα από ρετσίνι, ρίζες άσπρων κρίνων και αποξηραμένα ανθρώπινα περιττώματα», για τους πάσχοντες με εκδηλώσεις από το δέρμα. Επίσης συνιστούσαν να αποφεύγονται ο έρωτας, ο θυμός, τα θερμά λουτρά, ενώ η Εκκλησία συμβούλευε απλά, προσευχή-εξομολόγηση-λιτανείες... με αποτέλεσμα οι πιστοί να αμφισβητούν ακόμη και το ...αλάθητο του Πάπα.



ΑΠΟ ΠΟΥ ΗΡΘΕ Ο ΜΑΥΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ

ΟΙ ΜΟΓΓΟΛΟΙ πολιορκούσαν τον οχυρωμένο γενοβέζικο εμπορικό σταθμό της Κάφα, που τώρα ονομάζεται Φεοντόσιγια, στην Κριμαία. Αποδεκατισμένοι από τη μυστηριώδη νόσο, οι Μογγόλοι ματαίωσαν την επίθεσή τους. Αλλά προτού υποχωρήσουν, έδωσαν ένα ύπουλο θανατηφόρο χτύπημα. Χρησιμοποιώντας γιγαντιαίους καταπέλτες, πέταξαν τα κορμιά των θυμάτων της πανώλης, που ήταν ακόμα ζεστά, πάνω από τα τείχη της πόλης. Όταν κάποιοι από τους Γενοβέζους υπερασπιστές επιβιβάστηκαν αργότερα στις γαλέρες τους για να ξεφύγουν από την πόλη που τώρα πια τη θέριζε η πανώλη, άρχισαν να μεταδίδουν τη νόσο σε κάθε λιμάνι όπου σταματούσαν. Μέσα σε μερικούς μήνες, ο θάνατος θέριζε ολόκληρη την Ευρώπη.Σε λίγο περισσότερο από δύο χρόνια, πάνω από το ένα τέταρτο του πληθυσμού της Ευρώπης, περίπου 25 εκατομμύρια ψυχές, έπεσαν θύματα της αρρώστιας που χαρακτηρίστηκε ως «η πιο αμείλικτη δημογραφική καταστροφή που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα»​—του Μαύρου Θανάτου.




Σύμφωνα με τον προσωπικό γιατρό του Πάπα Κλήμεντα ΣΤ΄, Γκι ντε Σολιάκ, στην Ευρώπη είχαν εισβάλει δύο είδη πανώλης: η πνευμονική και η βουβωνική. Αυτός περιέγραψε παραστατικά τις συγκεκριμένες ασθένειες γράφοντας: «Η πρώτη διήρκεσε δύο μήνες, προξενούσε συνεχή πυρετό και αιμοπτύσεις, και επέφερε το θάνατο σε τρεις μέρες. Η δεύτερη διήρκεσε ως το τέλος της επιδημίας, προξενώντας επίσης συνεχή πυρετό αλλά και αποστήματα και δοθιήνες στα εξωτερικά μέρη του σώματος, ιδιαίτερα στις μασχάλες και στη βουβωνική χώρα. Αυτή επέφερε το θάνατο σε πέντε μέρες». Οι γιατροί ήταν ανήμποροι να αναχαιτίσουν την εξέλιξη της πανώλης.
Πολλοί άνθρωποι τρέπονταν σε φυγή​—αφήνοντας πίσω τους χιλιάδες αρρώστους. Μάλιστα, οι πλούσιοι ευγενείς και οι επαγγελματίες ήταν από τους πρώτους που έφυγαν. Μολονότι τράπηκαν σε φυγή και μερικοί κληρικοί, πολλά θρησκευτικά τάγματα κρύφτηκαν στα μοναστήρια τους, ελπίζοντας να αποφύγουν τη μόλυνση. Μέσα σε όλο αυτόν τον πανικό, ο πάπας ανακήρυξε το 1350 Άγιο Έτος. Στους προσκυνητές που θα πήγαιναν στη Ρώμη θα δινόταν άμεση πρόσβαση στον παράδεισο χωρίς να χρειαστεί να περάσουν από το καθαρτήριο! Εκατοντάδες χιλιάδες προσκυνητές ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα​—μεταδίδοντας την επιδημία καθώς ταξίδευαν. Οι προσπάθειες να τεθεί υπό έλεγχο ο Μαύρος Θάνατος ήταν μάταιες επειδή κανένας δεν γνώριζε πραγματικά πώς μεταδιδόταν. Οι περισσότεροι καταλάβαιναν ότι η επαφή με κάποιον άρρωστο​—ή ακόμα και με τα ρούχα του—​ήταν επικίνδυνη. Ορισμένοι μάλιστα φοβούνταν ακόμα και το βλέμμα του αρρώστου! Ωστόσο, οι κάτοικοι της Φλωρεντίας, στην Ιταλία, θεώρησαν ότι έφταιγαν για την επιδημία οι γάτες και οι σκύλοι. Κατέσφαξαν αυτά τα ζώα, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι έτσι άφηναν ανεξέλεγκτα τα πλάσματα εκείνα που στην πραγματικότητα έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση της μόλυνσης​—τους αρουραίους. Έπειτα από πέντε χρόνια φάνηκε τελικά ότι ο Μαύρος Θάνατος είχε κάνει τον κύκλο του. Αλλά πριν τελειώσει ο αιώνας, επρόκειτο να ξαναχτυπήσει τουλάχιστον τέσσερις φορές.



Τα επακόλουθα του Μαύρου Θανάτου έχουν κατά καιρούς συγκριθεί με εκείνα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Το εργατικό δυναμικό μειώθηκε, και όπως ήταν φυσικό οι μισθοί αυξήθηκαν. Οι άλλοτε εύποροι γαιοκτήμονες πτώχευσαν, και το φεουδαρχικό σύστημα​—σήμα κατατεθέν του Μεσαίωνα—​κατέρρευσε. Έτσι, η πανώλη έδωσε ώθηση σε πολιτικές, θρησκευτικές και κοινωνικές αλλαγές. Πριν από την πανώλη, η μορφωμένη τάξη στην Αγγλία μιλούσε συνήθως τη γαλλική γλώσσα. Ωστόσο, ο θάνατος πολυάριθμων δασκάλων της γαλλικής βοήθησε την αγγλική γλώσσα να πάρει το προβάδισμα στη Βρετανία. 
Επίσης, ο Μαύρος Θάνατος παρακίνησε τις κυβερνήσεις να εφαρμόσουν συστήματα υγειονομικού ελέγχου. Αφού κόπασε η επιδημία, η Βενετία αποφάσισε να πάρει μέτρα για τον καθαρισμό των δρόμων της. Παρόμοια, ο Βασιλιάς Ιωάννης Β΄ της Γαλλίας, ο επονομαζόμενος Καλός, διέταξε να καθαρίζονται οι δρόμοι ως μέσο πρόληψης κατά της απειλής των επιδημιών. Ο βασιλιάς πήρε αυτά τα μέτρα αφού έμαθε για κάποιον αρχαίο Έλληνα γιατρό ο οποίος έσωσε την Αθήνα από ένα λοιμό καθαρίζοντας και πλένοντας τους δρόμους. Πολλοί μεσαιωνικοί δρόμοι, οι οποίοι ήταν σαν ανοιχτοί υπόνομοι, τελικά καθαρίστηκαν.




ΤΟ ΑΥΤΟΜΑΣΤΙΓΩΜΑ ΘΕΡΑΠΕΥΕΙ!



Θεωρώντας την πανώλη θεϊκή τιμωρία, μερικοί προσπάθησαν να κατευνάσουν το θυμό του Θεού με το να αυτομαστιγώνονται. Το Τάγμα των Μαστιγουμένων, ένα κίνημα που λέγεται ότι είχε 800.000 μέλη, έφτασε στο αποκορύφωμα της δημοτικότητάς του την περίοδο του Μαύρου Θανάτου. Οι κανονισμοί του κινήματος απαγόρευαν στα μέλη του να μιλάνε με γυναίκες, να πλένονται ή να αλλάζουν ρούχα. Δύο φορές τη μέρα υποβάλλονταν σε δημόσια μαστίγωση. «Η μαστίγωση ήταν μια από τις λίγες διεξόδους για τον έντρομο πληθυσμό», σχολιάζει το βιβλίο Μεσαιωνική Αίρεση (Medieval Heresy). Οι μαστιγούμενοι ήταν επίσης γνωστοί επειδή κατέκριναν την ιεραρχία της εκκλησίας και υπέσκαπταν την κερδοφόρα εκκλησιαστική τακτική της χορήγησης άφεσης αμαρτιών. Δεν εκπλήσσει, λοιπόν, το γεγονός ότι το 1349 ο πάπας καταδίκασε αυτή τη σχισματική ομάδα. Τελικά, όμως, το κίνημα παρήκμασε μόνο του όταν σταμάτησε η επιδημία.


ΑΛΛΟΙ ΛΟΓΟΙ ΕΞΑΠΛΩΣΗΣ

Ο εκατονταετής πόλεμος (1337-1453),με τις συνεχείς συρράξεις Γαλλίας-Αγγλίας, συντέλεσε κι αυτός στην ερήμωση της γαλλικής επαρχίας και των μικρών πόλεων. Στο Περπινιάν, το 1348, οι Εβραίοι σταμάτησαν να δανείζουν, από τους 8 γιατρούς επέζησε 1, από τους 18 κουρείς πέθαναν οι 16, ενώ στην Αβινιόν, η Παπική έδρα αναφέρει, πως έγιναν 11.000 ταφές (ο μισός πληθυσμός) σε ενάμισυ μήνα (χρονικογράφος).
Στην Αγγλία η πανώλη μεταφέρθηκε το 1347, με τα πλοία που μετέφεραν βαρέλια με εκλεκτά κρασιά του Μπορντώ κι από 'κει, πέρασε στις Σκανδιναβικές χώρες, Ρωσία, Κωνσταντινούπολη.
Στη Γερμανία, οι περιοδεύοντες φανατικοί αυτομαστιγωτές που πίστευαν, πως με αυτόν τον τρόπο, θα αμβλύνονταν η οργή του Θεού, και οι διωγμοί των Εβραίων, προκάλεσαν φρίκη. Η Καθολική Εκκλησία φοβούμενη τη γενίκευση του φαινομένου των αυτομαστογωτών, τους εξόντωσε μέσα στο ναό του Αγ. Πέτρου της Ρώμης, ενώ οι δυστυχείς Εβραίοι, κυρίως στην Ελβετία, αφού κατηγορήθηκαν πως αυτοί ήταν οι υπαίτιοι της φοβερής νόσου, υπέστησαν τα πάνδεινα. Στην πόλη Βασιλεία της Ελβετίας, συγκέντρωσαν όλους τους Εβραίους και τους έκαψαν ζωντανούς, μέσα σε ξύλινες καλύβες, στο Στρασβούργο εξόντωσαν 16.000, στη Μαγεντία 12.000 και στη Φραγκφούρτη όλο τον Εβραϊκό πληθυσμό.



Η πανώλη δεν εξαφανίστηκε γρήγορα, αλλά παρέμεινε στην Ευρώπη μέχρι και τον 17° αιώνα, ύστερα, έστριψε ανατολικότερα, και χάθηκε στα βάθη της Ασίας. Το 1687, το κακό χτύπησε και την Αθήνα, τον καιρό που ο Μοροζίνι βομβάρδιζε την Ακρόπολη και τους Τούρκους, που ...την υπερασπίζονταν.

Βομβαρδισμός Παρθενώνα-26 Σεπτεμβρίου 1687

Την άνοιξη του 1743 ένα πλοίο από το Μεσολόγγι μετέφερε στα αμπάρια του μαζί με τα εμπορεύματα και τον θανατηφόρο βάκιλο της νόσου στο λιμάνι της Μεσσήνης (Μεσίνα) στη Σικελία. Αν και η Ιταλική χερσόνησος είχε δοκιμασθεί από επιδημία πανώλης το 1720 και οι μνήμες ήταν ακόμη νωπές, τα μέτρα ασφαλείας στο ιταλικό λιμάνι φαίνεται πως δεν ήταν επαρκή, με αποτέλεσμα να μολυνθεί, πολύ γρήγορα, ένα μεγάλο μέρος της πόλης και να βρει το θάνατο ένα εξίσου μεγάλο μέρος του πληθυσμού της.

Αμέσως μετά την εκδήλωση του λοιμού, τα πλοία που ήταν αγκυροβολημένα στη Μεσσήνη αναχώρησαν προς διάφορες κατευθύνσεις. Ένα από αυτά έφθασε στη Λευκάδα (Σάντα Μάουρα εκείνα τα χρόνια), που βρισκόταν υπό ενετική κατοχή. Αμέσως μετά την προσόρμισή του εκδηλώθηκαν και τα πρώτα θανατηφόρα κρούσματα στο νησί. Tον επόμενο μήνα οι νεκροί είχαν φθάσει τους 780. Οι αρχές του νησιού αιφνιδιάστηκαν και άργησαν να αντιδράσουν.

Όταν άρχισαν να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα (λοιμοκαθαρτήριο, υγειονομική ταφή νεκρών κ.ά.), το κακό άρχισε σταδιακά να υποχωρεί από το φθινόπωρο του 1743. Σε επιστολή του προς τον Δόγη της Βενετίας, ο ενετός αξιωματούχος στο νησί Αντόνιο Μόρο υπογράμμιζε, μεταξύ των άλλων, πως ο καθαρός αέρας της περιοχής, που είχε επιλεγεί για τη μεταφορά των ασθενών, σε συνδυασμό με τη σωστή διατροφή, συνέβαλαν καθοριστικά στη σύντομη ανάρρωση των πανωλόβλητων. Τελικά, όλα εξελίχθηκαν σχετικά ομαλά και το νησί κηρύχθηκε ελεύθερο από κάθε υποψία πανώλης στις 10 Ιουνίου του 1744. Συνολικά, τον ένα χρόνο που κράτησε η επιδημία στη Λευκάδα πέθαναν 1800 άνθρωποι, σχεδόν το ένα τρίτο των κατοίκων του νησιού.


Το 1812-1813 η επίθεση της πανώλης στον Τύρναβο, άφησε πίσω της 6.500 νεκρούς, ενώ, «το 1667 αφήρπασε εκ Λαρίσης το ήμισυ των κατοίκων», και στη Μελίβοια ή Αθανάτη2, της Αγιάς, το 1864, εξόντωσε 130 κατοίκους. Η ανακάλυψη των αντιβιοτικών (τετρακυκλίνες, φουλφοναμίδες) και η σχολαστική τήρηση των συλλογικών - ατομικών κανόνων υγιεινής, έβαλε τέλος στον εφιάλτη αυτόν της ανθρωπότητας.


DECAMERON

Αυτά για την ιστορία. Ας Επιστρέψουμε στο «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου. Το βιβλίο που ολοκληρώθηκε το 1353 είχε τον τίτλο “Decameron” και ήταν μια μεγάλη συλλογή μικρών ιστοριών σε 850 σελίδες, οι περισσότερες από τις οποίες προϋπήρχαν στην προφορική παράδοση. Ο Βοκάκιος τις συγκέντρωσε, τις ξεσκαρτάρισε και τις επαναδιατύπωσε, όχι στη γερασμένη και δυσκίνητη λατινική γλώσσα αλλά στην ολοζώντανη και γεμάτη χυμούς και χάρη φλωρεντινή διάλεκτο της εποχής. Σαν συνδετική ύλη ανάμεσα στα διηγήματα, επινόησε μια κεντρική ιστορία: Δέκα πρόσωπα, επτά όμορφες νέες και τρεις χαριτωμένοι νέοι, αφήνουν τη χτυπημένη από την επιδημία Φλωρεντία και καταφεύγουν σε μια έπαυλη στους μαγευτικούς λόφους του Φιέζολε. Ήδη έχει δημιουργηθεί μια λογοτεχνικά ερεθιστική αντίστιξη. Από τη μία μεριά το μεγάλο θανατικό, που ο Βοκάκιος περιγράφει συγκλονιστικά στην αρχή και από την άλλη η ζωντάνια και η ευθυμία της νιότης. Πώς όμως θα περάσουν τον χρόνο τους στην απομόνωση οι δέκα νέοι; Θα αφηγούνται ιστορίες. Κάθε μέρα το κάθε πρόσωπο θα διηγείται από μία. Στις δέκα λοιπόν μέρες που θα μείνουν εκεί, θα ειπωθούν εκατό σύντομες ή λιγότερο σύντομες αφηγήσεις με επίκεντρο τον έρωτα. Άλλες είναι κωμικές και άλλες συγκινητικές. Άλλες διακρίνονται από τόλμη και ελευθεριάζουσα διάθεση και άλλες περιγράφουν ευφάνταστες φάρσες και κατεργαριές. Όλες όμως ξεχειλίζουν από ρυθμό, γοητεία και αυθεντικότητα, προσφέροντάς μας μια πάλλουσα, πολύμορφη και αρκετά διαφορετική από εκείνη που οι περισσότεροι έχουμε στο μυαλό μας εικόνα για τη ζωή στην προαναγεννησιακή Ιταλία.



Οι ήρωες του κειμένου λοιπόν αποφασίζουν να φύγουν στα περίχωρα της πόλης και να διασκεδάσουν, ξεχνώντας τον πόνο και το πένθος που έχει φέρει ο μεγάλος λοιμός. Αυτό που είναι σοκαριστικό δεν είναι πως θέλουν να φύγουν. Αλλά πως δε φεύγουν για να ξεφύγουν από τον θάνατο, αλλά για να ξεφύγουν από τον πόνο. Σκοπός τους δηλαδή δεν είναι να προσπαθήσουν να προστατεύσουν τη ζωή τους, αλλά να διασκεδάσουν, ενώ γύρω τους επικρατεί ο θάνατος ο οποίος απειλεί και τους ίδιους. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και σήμερα με τον Covid-19 όπου πολλοί συνεχίζουν την ζωή τους και την διασκέδασή τους χωρίς να συμβαίνει τίποτα.
 Η βουβωνική πανώλη είχε ξεκινήσει από την Ανατολή και είχε φτάσει στη Δύση- όπως σήμερα ο COVID- Αν λοιπόν ολόκληρος ο κόσμος μαστιζόταν από τον λοιμό τότε δε θα μπορούσαν να προσπαθήσουν να ξεφύγουν από την καταστροφή. Και έπρεπε να αποφασίσουν πώς θα περάσουν τη ζωή τους ενώ κινδύνευαν να χαθούν. Φεύγουν λοιπόν σε μια πολυτελή οικία στα περίχωρα και αρχίζουν να περνούν τον καιρό τους ξέγνοιαστα. Για να διασκεδάσουν, αρχίζουν να λένε ιστορίες. Οι σύντομες αυτές ιστορίες αποτελούν το κύριο μέρος του έργου. 


Την πρώτη μέρα λοιπόν, με τις ιστορίες τους ουσιαστικά εκφράζουν τη διαφωνία τους με βασικές αρχές του Μεσαίωνα όπως είναι η θρησκευτικότητα και η ιεραρχία και μιλούν ως άνθρωποι που εμφορούνται από ένα νέο πνεύμα, ένα πνεύμα που δεν έχει σχέση με τον Μεσαίωνα, τον οποίον κατηγορούν για σκοταδισμό. Βέβαια, όλα αυτά τα κάνουν με εκλεπτυσμένο τρόπο και κρατώντας τα προσχήματα, αλλά η αλήθεια δεν παύει να είναι αυτή. Έτσι, ενώ ισχυρίζονται πως μιλούν προς δόξαν Θεού σε ανύποπτο χρόνο δηλώνουν πως οι ιστορίες είναι διασκεδαστικές. Μάλιστα, η κριτική που ασκούν είναι τόσο σκληρή που θυμίζει έναν Σαντ, αν και η προοπτική είναι διαφορετική. Όπως και να έχει μπαίνουν οι ρίζες για την μετέπειτα εξέλιξη του Ευρωπαϊκού πνεύματος. Έχουν ξεπεράσει τα μεσαιωνικά ταμπού για τον Χριστιανικό Θεό, τις επιταγές του και τους ιερείς του αλλά δεν περιορίζονται σε μια κοροϊδία των παλιών αξιών. Πέρα από καταδίκη του παλιού, προχωρούν και σε κτίσιμο του νέου. Προβάλλουν νέες αξίες, όπως είναι η γενναιοδωρία και η ευστροφία, και μιλούν για μια νέα ηθική η οποία αντικαθιστά την παλιά ηθική του Δυτικού Μεσαίωνα. Όχι και άσχημα για πρώτη μέρα. Απόρριψη της παλιάς ηθικής και νοοτροπίας και προβολή μιας νέας ηθικής που αρμόζει στην εποχή και το πνεύμα τους. Μιλάμε για την αρχή της Αναγέννησης και την δημιουργία ενός Νέου Πολιτισμού που άσκησε τεράστια επιρροή μέσα στους αιώνες που ακολούθησαν.


Ο ίδιος ο Βοκάκιος μετάνιωσε στα τελευταία του που το είχε δημοσιεύσει, αν και μέχρι τότε το «Δεκαήμερο» ήταν γνωστό στα πέρατα της μεσαιωνικής Ευρώπης, ως πρότυπο ιταλικής λογοτεχνίας. Κάτω από τις δικές του υποδείξεις μεταφράστηκαν στα ιταλικά τα ομηρικά έπη και έβαλε τους μαθητές του να αρχίσουν να διδάσκουν ελληνικά στη Φλωρεντία και την Τοσκάνη, με την οικία του να έχει μετατραπεί σε αιχμή του δόρατος του αναγεννησιακού ανθρωπισμού. Το 1362 ένας μοναχός τον προσέγγισε και τον ενημέρωσε για την προφητεία του για τον άμεσο θάνατο του Βοκάκιου, συνιστώντας του να εγκαταλείψει άμεσα τις επίγειες ασχολίες του και να αφιερωθεί στον Θεό. Βαθύτατα συγκλονισμένος, ο Βοκάκιος αποκήρυξε τα έργα του και θέλησε να τα καταστρέψει και χωρίς τη σωτήρια παρέμβαση του Πετράρχη, η εργογραφία του μπορεί να ήταν παρελθόν.
Με τα οικονομικά του για άλλη μια φορά σε κακή κατάσταση, πήγε στη Νάπολη ψάχνοντας υποστήριξη από τους αριστοκράτες θαυμαστές του, αν και έφυγε σύντομα καθώς κανείς δεν τον χρηματοδότησε. Αφού πέρασε ένα τρίμηνο δίπλα στον Πετράρχη στη Βενετία (1363), λειτούργησε άλλες δύο φορές ως πρεσβευτής της Φλωρεντίας στον πάπα Ουρβανό Ε’ (1365 και 1367) και προσπάθησε για άλλη μια φορά να βρει τη θέση του στη ναπολιτάνικη κοινωνία (1370).


Giovanni boccaccio, decamerone, per giunti, firenze 1573.

Αποθαρρυμένος, αποσύρθηκε σε χωριουδάκι στα περίχωρα της Φλωρεντίας, όπου παρά την κακή κατάσταση της υγείας του διάβαζε καθημερινά αποσπάσματα της «Θείας Κωμωδίας» του Δάντη στον καθεδρικό της πόλης. Εκεί έμαθε αργοπορημένα τα νέα για τον θάνατο του καλού του φίλου Πετράρχη το 1374 και στις 21 Δεκεμβρίου 1375 ο Βοκάκιος άφησε την τελευταία του πνοή ως ένας από τη σπουδαία συγγραφική τριανδρία της αναγεννησιακής Ιταλίας.

«Όμως δεν θα ήθελα η φρίκη να σας εμποδίσει να προχωρήσετε. Μη νομίζετε πως τούτο το ανάγνωσμα θα συνεχιστεί μέσα στα δάκρυα και τους στεναγμούς».
(Βοκάκιος, Το Δεκαήμερο)




MENOYME MEΣΑ!



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου