Μια νησίδα 8 τετραγωνικών χιλιομέτρων γεμάτη Κούρους που σμιλεύτηκαν στο περίφημο Παριανό μάρμαρο φέρνει στο φως στο Δεσποτικό την νησίδα κοντά στην Αντίπαρο, ο Αρχαιολόγος Γιάννος Κουράγιος, ο οποίος ανασκάπτει από το 2001, ένα μεγάλο ιερό της Αρχαϊκής εποχής, αφιερωμένο στον θεό Απόλλωνα.
Το Δεσποτικό βρίσκεται νοτιοδυτικά της Αντιπάρου, ανήκει στην επαρχία της Πάρου και σήμερα είναι ακατοίκητο. Το έδαφός του είναι ορεινό, με πιο ψηλή την κορυφή του Χονδρού Βουνού (187 μ.) και διαθέτει αρκετούς κολπίσκους και ελάχιστες πεδινές εκτάσεις, κατάλληλες για βοσκοτόπια.
Έκταση: 7,754 τ.χλμ.
Μήκος ακτογραμμής: 19 χλμ.
Πληθυσμός: Ακατοίκητο
Διοικητική ένταξη: Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου, Νομός Κυκλάδων, Επαρχία Πάρου, Κοινότητα Αντιπάρου
Αρχαιολογικοί χώροι και μνημεία: Πρωτοκυκλαδικά νεκροταφεία στις θέσεις Λειβάδι, Παναγιά και Ζουμπάρια, ίχνη πρωτοκυκλαδικών οικισμών στις θέσεις Ζουμπάρια και Χειρόμυλος, λείψανα οικισμού ιστορικών χρόνων και ιερό του Απόλλωνα στη θέση Μάνδρα
Φυσικά μνημεία: Το νησί έχει ενταχθεί στο κοινοτικό δίκτυο προστατευόμενων περιοχών "NATURA 2000" ως Τόπος Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ)
Όπως την προηγούμενη δεκαπενταετία, όταν αναδεικνυόταν κομμάτι κομμάτι η «Δήλος της Πάρου». Ετσι χαρακτηρίζουν αρκετοί το λατρευτικό συγκρότημα εκεί. Για να δείξουν τους αρχαιολογικούς θησαυρούς και τη σπουδαιότητά του, δεδομένου ότι ήταν το μεγαλύτερο ιερό του Απόλλωνα στα Κυκλαδονήσια μετά από εκείνο της Δήλου.
Ο χαρακτηρισμός είναι και ιστορικά εύστοχος, αφού ιδρύθηκε, λειτούργησε και άκμασε ως παριανό
ανταγωνιστικό του κέντρο. Σ' έναν τόπο μια ανάσα δυτικά της Αντιπάρου, δίπλα στη «λαμπρή» Πάρο, κοντά στη Νάξο και σ' επαφή με τη Σίφνο. Στο κέντρο ακριβώς των Κυκλάδων και πάνω σ' έναν πολυσύχναστο αρχαίο θαλάσσιο δρόμο. Ενώ μερικά από τα παλαιότερα θαυμαστά ευρήματα κάνουν διεθνή «καριέρα» (εκθέσεις στην Ιαπωνία αυτές τις μέρες και αμέσως μετά στη Ρωσία), τα νέα ήρθαν να ρίξουν περισσότερο φως στη μεγάλη εικόνα του ιερού.
ΜΕΡΟΣ Β'
Οσα αποκάλυψαν στην ανασκαφική περίοδο του 2016 ο αρχαιολόγος Γιάννος Κουράγιος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, οι επιστημονικοί συνεργάτες του και η ανασκαφική ομάδα, προσθέτουν κρίκους στο συναρπαστικό αφήγημα για το τέμενος του Απόλλωνα, το ιερό και το ευρύτερο σύμπλεγμα. Επιβεβαιώνοντας, ενισχύοντας και διευρύνοντας προηγούμενες υποθέσεις εργασίας.
Κυρίως, δίνουν ερείσματα για ν' αρχίσει να τεκμηριώνεται η γεωπολιτική, θα λέγαμε, σημασία της τοποθεσίας. Με το ιερό να ακτινοβολεί στην ευρύτερη περιοχή και σε ολόκληρο τον γνωστό αρχαϊκό μεσογειακό χώρο. Αλλά και τις εγκαταστάσεις εκεί να λειτουργούν ως κομβικό και στρατηγικό σημείο για τους συσχετισμούς δύναμης και κυριαρχίας. Ανάμεσα στις ίδιες τις κυκλαδίτικες πολιτείες, ειδικά μεταξύ Νάξου - Πάρου, αλλά και την υπερδύναμη Αθήνα.
Στο περιβάλλον αυτό εξηγείται γιατί οι Αθηναίοι, με τον Μιλτιάδη, αφάνισαν το συγκρότημα το 489 π.Χ. Με καταστροφική μανία, όπως δείχνουν τα σπαράγματα. Φθάνοντας στο σημείο να διαγράψουν την ύπαρξη και τη φήμη του. Ετσι, ενώ γίνονται αναφορές σε αρχαίες γραπτές πηγές στα άλλα 21 απολλώνεια κυκλαδίτικα ιερά, για το δεύτερο μεγαλύτερο στην αρχαία Πρεπέσινθο (ταυτίζεται με το Δεσποτικό), ουδεμία μνεία έχει βρεθεί έως τώρα. Πρόκειται για έναν «γρίφο», εφόσον γίνεται αποδεκτό ότι η Πρεπέσινθος των αρχαίων γεωγράφων είναι το σημερινό Δεσποτικό (ονομασία μάλλον λόγω της κατοχής του νησιού από δεσπότες = άρχοντες τον 18ο αιώνα).
Προφανώς, οι Αθηναίοι δεν πολιόρκησαν ανεπιτυχώς τότε την Πάρο και κατέστρεψαν το ιερό του Απόλλωνα για κάποιους «ιδεολογικούς» τιμωρητικούς λόγους. Δηλαδή, επειδή οι Παριανοί μήδισαν, όπως είναι γνωστό, στους περσικούς πολέμους. Αφορμή ήταν ο «μηδισμός» για να εξουδετερώσουν μια επικίνδυνη αντίπαλη εστία. Προς όφελος και για λογαριασμό της αθηνοκρατούμενης Δήλου καταστήσανε «ά-δηλο» για πολιτικές και οικονομικές αιτίες το ιερό του Απόλλωνα. Παραμένουν, όμως, τα ερωτηματικά γιατί το ιερό εξακολούθησε να είναι άφαντο ακόμη και μετά την υποταγή της Πάρου στην Αθηναϊκή Συμμαχία, την επανασύσταση και λειτουργία του τους επόμενους αιώνες.
Μια απάντηση είναι ότι είχε πλέον περιορισμένη τοπική σημασία στη σκιά της Δήλου. Επαυσε να είναι το παριανό επίκεντρο για τον έλεγχο του Κεντρικού Αιγαίου, όπως ήταν ο ιδρυτικός προορισμός και η αρχική λειτουργία του.
Ο ΓΙΑΝΝΟΣ ΚΟΥΡΑΓΙΟΣ ΣΤΟ «ΕΘΝΟΣ»
Κτίσματα και θαυμαστά θραύσματα, σημαντικά για την ιστορία του τόπου
Ο «πατέρας» της αναγέννησης του ιερού, Γιάννος Κουράγιος, έδειξε και εξήγησε επιτόπου, πριν από μερικές μέρες σε Παριανούς, τα τελευταία ευρήματα. Μιλώντας στο «Εθνος Της Κυριακής» εκτιμά ότι είναι «ιδιαίτερα σημαντικά για την ιστορία και την τοπογραφία του ιερού του Απόλλωνα». Ανακεφαλαιώνοντας τον απολογισμό των ανασκαφών τους προηγούμενους μήνες αναφέρει:
• Ολοκληρώθηκε η ανασκαφή δύο πρωιμότερων κτισμάτων, που έχουν έρθει στο φως ακριβώς μπροστά από τον στυλοβάτη του αρχαϊκού ναού. Εντοπίστηκε πληθώρα οστών και γραπτής κεραμικής από τον 8ο έως τον 6ο αι. π.Χ. και μεγάλος αριθμός μεταλλικών αντικειμένων, πήλινα ειδώλια, σκαραβαίοι κ.ά.
• Αποκαλύφθηκε ένα ακόμη κτίριο (το 16ο στη σειρά), με ναόσχημη κάτοψη (διαστάσεις 9,90 Χ 6,20 μ.) του 6ου αι. π.Χ. Εγινε σαφές ότι από την αρχαϊκή περίοδο έως και τα ύστερα κλασικά χρόνια λειτούργησε ένα μεγάλο και πολύπλοκης κάτοψης κτιριακό συγκρότημα εκατοντάδων τετραγωνικών μέτρων, που γνώρισε πολλές κατασκευαστικές φάσεις
• Διαπιστώθηκε η ύπαρξη μνημειακών διαστάσεων κτιστής κατασκευής (5 Χ 9,50 μ). Πιθανότατα πρόκειται για κάποιο είδος δεξαμενής, ιδιαίτερης και προσεγμένης κατασκευής.
• Εξω από το τέμενος εντοπίστηκε τμήμα ενός ακόμη κτιρίου, ισχυρής κατασκευής και μεγάλων διαστάσεων (η ανασκαφή θα συνεχιστεί το 2017).
• Εντοπίστηκε ισχυρή κατασκευή, ένα είδος τειχισμένου-προστατευτικού περιβόλου, που κτίστηκε στα αρχαϊκά χρόνια, την περίοδο λειτουργίας του ιερού, για να προστατέψει τα βοηθητικά κτίρια εκτός του τεμένους.
Πέραν, όμως, των κτιριακών κατασκευών, φέτος προστέθηκε στα ευρήματα και πληθώρα θραυσμάτων γραπτών και άβαφων αγγείων (χρονολογούνται από τον ύστερο 9ο έως τον 4ο αι. π.Χ). Ανάμεσα σ΄ αυτά μερικά αξιοθαύμαστα. Τα δείχνει και απαριθμεί με δικαιολογημένη ικανοποίηση στο Μουσείο της Πάρου ο Γ. Κουράγιος.
Τα ευρήματα
«Περισσότερα από 40 λυχνάρια. 25 βάσεις σκύφων (πλατύστομο κύπελλο με λαβές) και φιαλών με εγχάρακτες επιγραφές του ονόματος του Απόλλωνα. Ενεπίγραφο όστρακο του 6ου αι. π.Χ με παράσταση άθλου του Ηρακλή. Θραύσματα μελανόμορφων αρχαϊκών κυλίκων, με παραστάσεις πολεμιστών. Ερυθρόμορφοι κρατήρες αττικού εργαστηρίου κλασσικής εποχής- έργα εξαίρετων ζωγράφων- με παράστασεις Διονύσου, σατύρων και μαινάδων. Κορινθιακοί αρύβαλλοι (αγγεία για αρωματικά έλαια) και αλάβαστρα (δοχεία με ψηλό στενό στόμιο), γεωμετρικά ζωόμορφα ειδώλια, σκαραβαίοι-σφραγιδόλιθοι, χάλκινες πόρπες?».
Προστέθηκαν ακόμη πέντε θραύσματα κάτω άκρων αρχαϊκών κούρων. Αυτά τα πολύτιμα μέλη έρχονται να αυξήσουν τη μοναδική συλλογή των 75 γνωστών θραυσμάτων από γλυπτά, που είχαν βρεθεί από τις συστηματικές ανασκαφές του 2001 έως σήμερα.
Το μειδίαμα του Κούρου |
Σε πόσους κούρους και κόρες αντιστοιχούν είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο, προς το παρόν, έργο. Ετσι κι αλλιώς, ο αριθμός είναι μοναδικός και εντυπωσιακός, αποκαλύπτοντας τη σπουδαιότητα και εμβέλεια του ιερού.
ΑΝΑΣΤΗΛΩΣΗ
Το μνημείο παίρνει ύψος και γίνεται κατανοητό
Η μεγάλη πρόκληση στο ιερό του Δεσποτικού παραμένει η επισκεψι?μότητα. Πράγμα που προϋποθέτει σύνθετες εργασίες αναστήλωσης και συντήρησης. Ετσι ώστε να γίνεται αντιληπτός και κατανοητός ο μνημειακός χαρακτήρας του θαυμαστού τεμένους, του παρακείμενου μοναδικού εστιατορίου και γενικότερα η τρίτη (καθ' ύψος) διάσταση των βασικών εγκαταστάσεων. Ηδη, υλοποιείται σχετική μελέτη και τους τελευταίους μήνες άρχισε η αναστήλωση - αποκατάσταση.
Οι εργασίες
Ο Γ. Κουράγιος περιγράφει το απαιτητικό έργο: «Συγκολλήθηκε από τέσσερα κομμάτια ο μαρμάρινος κίονας του εστιατορίου. Εγιναν εκμαγεία αρχαίων σπονδύλων του εστιατορίου και του ναού. Τοποθετήθηκε ο δεύτερος καθ’ ύψος σπόνδυλος του νοτιότερου κίονα της κιονοστοιχίας του ναού, τέσσερις νέοι μαρμάρινοι στυλοβάτες του ναού, μήκους 9 μέτρων, καθώς και νέοι μαρμάρινοι πλίνθοι στη νότια παραστάδα του ναού.
Συμπληρώθηκε με νέες και αρχαίες μαρμάρινες πλίνθους η πρόσοψη των δωματίων του αρχαϊκού ναού, αλλά και του εστιατορίου. Σημειώθηκε σημαντική πρόοδος με τις ταυτίσεις και συγκολλήσεις αρχαίων και νέων μελών. Πολλά από αυτά συνδέθηκαν με ράβδους τιτανίου και θα συμπληρωθούν με νέο υλικό...». Δυστυχώς, παρά τη μεγάλη σημασία των μνημείων, η εξασφάλιση κρατικών ή κοινοτικών πόρων για τη συνέχιση της ανασκαφής, τη συντήρηση μνημείων και ευρημάτων, αλλά και την αναστήλωση, παραμένει ακόμη ζητούμενο.
Οι εργασίες έως σήμερα πραγματοποιούνται κυρίως με ιδιωτικές χορηγίες. Το όραμα, πάντως, για τη δημιουργία τελικά οργανωμένου αρχαιολογικού χώρου, σε ένα είδος πάρκου-μουσείου στο ακατοίκητο, ευτυχώς για αιώνες, Δεσποτικό, είναι τώρα ενισχυμένο. Απλώνεται από την Πάρο έως την Αντίπαρο και αποκτά υπερτοπικές διαστάσεις.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
Η πορεία του στους αιώνες
• 9ος - 7ος αι. π.Χ.: Ιδρυση και λειτουργία ιερού από τη γεωμετρική μέχρι την πρώιμη αρχαϊκή εποχή. Ολα δείχνουν ως ιδρυτές τους Παριανούς.
• 6ος αι. π.Χ.: Μνημειακός ναός του Απόλλωνα (ίσως και της δίδυμης αδελφής του, Αρτέμιδος), λαμπρό λατρευτικό συγκρότημα, με εκτεταμένες και εξαιρετικές τεχνικά υποστηρικτικές υποδομές. Παγκυκλαδική και παμμεσογειακή ακτινοβολία, κομβικό σημείο στο Κεντρικό Αιγαίο.
• 5ος - 4ος αι. π.Χ.: Μεγάλη ακμή στην αρχή της περιόδου, καταστροφή από τους Αθηναίους κατά τους περσικούς πολέμους, επανασύσταση του ιερού αργότερα. Λατρεία και της θεάς Εστίας με το επίθετο Ισθμία (λόγω ύπαρξης ισθμού τότε με την παρακείμενη νησίδα Τσιμηντήρι).
• Ελληνιστικά, ρωμαϊκά και μεταβυζαντινά χρόνια: Χώρος λατρείας, με τοπική μάλλον σημασία, έως τις αρχές του 2ου αι. π.Χ. Η θέση αποκτά οικιστικό χαρακτήρα, με τα υλικά του ιερού να χρησιμοποιούνται ως οικοδομικά. Από τον 6ο μ.Χ. αιώνα εγκαταλείπεται, επανακατοικείται την τελευταία βυζαντινή εποχή, ξεθεμελιώνεται από πειρατές και παραμένει ακατοίκητη από τον 17ο αιώνα.
Ιστορία και αρχαιολογία
Η σημερινή έρημη εικόνα του Δεσποτικού, το οποίο στην Αρχαιότητα ονομαζόταν Πρεπέσινθος, δεν ανταποκρίνεται στην εικόνα που προκύπτει με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα. Εντάσσεται και συμμετέχει στην πολιτιστική δραστηριότητα των Κυκλάδων, οι οποίες κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (3η χιλιετία π.Χ.) διαμορφώνουν διακριτή φυσιογνωμία, με χαρακτηριστικά την ευρύτερη διάδοση του εμπορίου, τους οχυρωμένους οικισμούς και την ανάπτυξη κέντρων μεταλλοτεχνίας και μαρμαρογλυπτικής. Πρόκειται για τα στοιχεία που που αναδεικνύονται κατά την λεγόμενη «Πρωτοκυκλαδική περίοδο» και συνθετουν αυτό που ονομάζουμε «κυκλαδικό πολιτισμό».
Στις θέσεις Ζουμπάρια, Λειβάδι και Παναγιά του Δεσποτικού έχει εντοπιστεί μεγάλος αριθμός λαξευτών και κιβωτιόσχημων τάφων με κτερίσματα, μαρμάρινα αγγεία και ειδώλια. Παράλληλα, στις θέσεις Ζουμπάρια και Χειρόμυλος έχουν διασωθεί ίχνη πρωτοκυκλαδικών οικισμών.
Τα υπόλοιπα αρχαιολογικά κατάλοιπα ανήκουν στους Ιστορικούς χρόνους και έχουν φέρει στην επιφάνεια οικισμό στη θέση Μάνδρα, απέναντι από την Αντίπαρο, και ίχνη ιερού συγκροτήματος με επίκεντρο έναν ναό του Απόλλωνα, η ανασκαφή του οποίου βρίσκεται σε εξέλιξη. Τα ευρήματα υποδηλώνουν μεγάλη επιρροή από το σημαντικό γειτονικό κέντρο της Πάρου. Από τα ευρήματα, πολλά από τα οποία φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πάρου, προκύπτει πως το ιερό χρησιμοποιούνταν από τα Πρώιμα Ιστορικά χρόνια μέχρι και την οθωμανική περίοδο και αποτελούσε διαχρονικά το κέντρο της δραστηριότητας των κατοίκων του νησιού.
Για τα μεταγενέστερα χρόνια γνωρίζουμε μόνο ότι το νησί κατοικούνταν μέχρι το 17ο αιώνα, οπότε λεηλατήθηκε από Γάλλους πειρατές. Από τα στοιχεία προκύπτει ότι το νησί, λόγω της γεωγραφικής του θέσης στο κέντρο των Κυκλάδων και της εγγύτητάς του με την Πάρο και την Αντίπαρο, αποτελούσε στη διαχρονία σημαντικό σταθμό στο δρόμο του Αιγαίου, τον οποίο χρησιμοποίησαν τόσο οι κάτοικοι των γειτονικών νησιών με τη δημιουργία οικιστικών και κτηνοτροφικών πυρήνων, όσο και οι πειρατές των μεταγενεστέρων χρόνων.
Τμήμα κιονοστοιχίας ναού που χρονολογείται από το 500 π.χ περίπου. Οι κίονες είχαν ύψος 3,80 μέτρα. |
Στάβων- Γεωγραφικά
Θραύσμα Κούρου, το επάνω μέρος βρέθηκε το 2011. |
Ο Κορμός ενός Κούρου -από την αρχή του λαιμού ως την μέση-είχε τοποθετηθεί ανάποδα μέσα στο έδαφος στο κατώφλι μιας θύρας, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως στήριγμά της και σε άλλο τμήμα της ανασκαφής δυο μεγάλα κομμάτια ποδιού -φτέρνα και κνήμη- ενός άλλου αγάλματος, Κούρου τα οποία σώζονται σε εξαιρετική κατάσταση, ήταν το εντυπωσιακό εύρημα της περιόδου 2011,αν και όχι το μόνο. Το σημαντικό μάλιστα είναι ότι ο κορμός συνενώνεται με το κάτω μέρος Κούρου που είχε αποκαλυφθεί εντοιχισμένος στον τοίχο ενός κτηρίου του ναού το 2005.
Ενώ πιθανότατα-όπως λέει ο κύριος Κουράγιος, στο ίδιο γλυπτό ανήκει και το κεφάλι Κούρου που βρέθηκε το 2010.
Ας σημειωθεί ότι μέχρι σήμερα έχουν έρθει στο φως,εξήντα τμήματα γλυπτών, μεταξύ των οποίων πέντε κεφάλια Κούρων και ένα μικρότερου μεγέθους που ανήκει σε Κόρη, πάνω από δέκα κορμοί αγαλμάτων διαφόρων διαστάσεων και περίπου τριάντα βάσεις αναθημάτων(Κούροι ή αναθηματικοί Κίονες).
Άποψη του χώρου του Δεσποτικού από ψηλά. |
Με βελόνι είχε αποκοπεί από το υπόλοιπο άγαλμα, ο κορμός που βρέθηκε το 2011, είχε τοποθετηθεί ανάποδα στο χώμα και είχαν γίνει επάνω του δυο μολυβδοχοημένες εντορμίες για να στηριχθεί ο στροφέας της θύρας. Βρέθηκε άλλωστε σφηνωμένος με μαρμάρινες λίθους για την καλύτερη στήριξή της, ενώ βελόνι χρησιμοποιήθηκε για την πίσω επιφάνεια έτσι ώστε να εφάπτεται στην πλάκα του κατωφλιού, που 'ήταν από σχιστόλιθο.
Το σημαντικό είναι,ότι παρά την απολέπιση που είχε γίνει στην επιφάνεια του, σώζεται ακόμα το ίχνος του χεριού λυγισμένο πάνω στον θώρακα. Αυτός ο τύπος Κούρων-όπως λέει ο κύριος Κουράγιος-απαντάται μόνο στα παριανά εργαστήρια γλυπτικής του τέλους του 6ου αιώνα π.χ.
Ενώ γενικότερα το λυγισμένο χέρι στο στήθος, όπως όλοι γνωρίζουμε είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των Αρχαϊκών Κορών. Να σημειωθεί μάλιστα ότι μόνο άλλα δυο αγάλματα με αυτή την
ιδιαιτερότητα υπάρχουν, συγκεκριμένα ο Κούρος που υπάρχει στην CARLSBERG GLYPTOTEK
της Κοπεγχάγης,κι ακόμα ένα ημίεργο άγαλμα το οποίο εκτίθεται στο μουσείο της Πάρου και είχε προέλθει από αρχαία λατομεία του νησιού.
Το κτίσμα στο οποίο βρέθηκε ο κορμός του αγάλματος είναι μικρό, έχει σχήμα ναού με πρόδομο
σηκό και άδυτο και βρίσκεται στην βορειοανατολική πλευρά του περίβολου του ιερού. Φαίνεται ότι χτίστηκε στην ύστερη αρχαϊκή περίοδο, μετά την βίαιη καταστροφή των αρχαϊκών Κούρων. Συνδέεται μάλλον με την διαμάχη μεταξύ Αθήνας και Πάρου, όταν ο Μιλτιάδης εστάλη να τιμωρήσει το νησί γιατί εμήδισε κατά τους περσικούς πολέμους.Τότε καταστράφηκαν τα γλυπτά και
ξανά χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό.
Εργασίες κατά μήκος του στυλοβάτη ναού μήκους 17 μέτρων, αποκάλυψαν την ισχυρή θεμελίωσή του , που αποτελείται από μεγάλους δόμους, γνευσίου μήκους 2-4 μέτρα, τοποθετημένους σε δυο ή τρεις επάλληλες σειρές συνολικού μήκους ενός μέτρου. Ο Στυλοβάτης ανήκει στην κιονοστοιχία του ναού που κατασκευάστηκε γύρω στο 500 π.χ. Αυτή έφερε επτά κίονες ύψους 3.80 μέτρα,επομένως απαιτούσε μια τόσο ισχυρή θεμελίωση για την στήριξη όχι μόνο της κιονοστοιχίας αλλά του θριγκού
και του αετώματος.Επίσης κάτω από τον βωμό της εστίας Ίσθμιας και εξωτερικά του ναού αποκαλύφθηκε τμήμα πρωιμότερου τοίχου κατασκευασμένου από μαρμάρινους δόμους.
Κάθε χρόνο τα ευρήματα που έρχονται στο φως στο ακατοίκητο νησάκι του Δεσποτικού, δυτικά της Αντιπάρου, επιβεβαιώνουν ότι εκεί χτίστηκε και λειτούργησε ένα μεγάλο και οργανωμένο αρχαϊκό ιερό με φήμη και πλούτο, που έχτισαν οι κάτοικοι της αρχαίας Πάρου μόνο και μόνο για να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στο Αιγαίο. Η ακμή του χρονολογείται στον 6ο αιώνα π.Χ., ενώ τα πρωιμότερα ίχνη λατρείας ανάγονται στη γεωμετρική εποχή. Αγαπημένη θεότητα κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο ήταν ο Απόλλωνας και έπειτα η θεά Εστία με το επίθετο «Ισθμία». Οσο για τα ευρήματα που ήρθαν στο φως
από το 1997 που ανασκάπτεται, είναι 13 κτίρια στα οποία φέτος προστέθηκαν ακόμη δύο.
Οπως λέει ο ανασκαφέας του, κ. Γιάννος Κουράγιος (Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων), «πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση ιερό μετά απ’ αυτό της Δήλου», ενώ η αποκάλυψή του έχει αλλάξει ριζικά την εικόνα που έχουμε για το λατρευτικό τοπίο των γεωμετρικών και αρχαϊκών Κυκλάδων.
Δύο νέα συγκροτήματα με πολλά δωμάτια, σχιστολιθικές πλάκες στο δάπεδο, αγωγούς αλλά και πολλά κινητά ευρήματα είναι ο απολογισμός των ερευνών που ξεκίνησαν στο τέλος Μαΐου και διήρκεσαν ώς τις αρχές Ιουλίου του 2015. Σε αυτό το διάστημα αποκαλύφθηκε ένα ιδιαίτερα πολύπλοκης κάτοψης κτιριακό συγκρότημα συνολικών διαστάσεων 35x15 μ., το οποίο βρίσκεται στη νότια πλευρά του αρχαϊκού τεμένους δίπλα στη νότια είσοδο του ιερού που είχε βρεθεί τα προηγούμενα χρόνια. Το νέο συγκρότημα ανήκει στην αρχαϊκή περίοδο και γνώρισε διάφορες οικοδομικές φάσεις, με επεκτάσεις και προσθήκες δωματίων κατά την κλασική και ελληνιστική περίοδο. Tμήμα του περιλαμβάνει οικοδόμημα, διαστάσεων 20x12 μ., που αποτελείται από πέντε δωμάτια με πλακόστρωτα δάπεδα και εσωτερικές κατασκευές μάλλον για τελετουργική χρήση, επίσης μεγάλο ανοιχτό αίθριο και επιβλητική είσοδο.
Η συστηματική έρευνα στη θέση Μάντρα Δεσποτικού, που ξεκίνησε το 1997 από τον αρχαιολόγο Γ. Κουράγιο (Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων), έχει φέρει στο φως ένα εκτεταμένο αρχαϊκό ιερό, η ακμή του οποίου χρονολογείται στον 6ο αι.π.Χ., ενώ τα πρωιμότερα ίχνη λατρείας ανάγονται στον 9ο και 8ο αι. π. Χ. (γεωμετρική εποχή).Η κατεξοχήν λατρευόµενη θεότητα στο ιερό κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο ήταν ο Απόλλωνας, ενώ στην κλασική περίοδο λατρευόταν και η θεά Εστία µε το επίθετο «Ισθµία». Έχουν ανασκαφεί μέχρι σήμερα 13 κτίρια.
Το κέντρο της λατρείας ήταν ένα προστατευμένο με περίβολο τέμενος, στο οποίο δέσποζε ο μαρμάρινος πρόστυλος ναός και δίπλα σε αυτόν το τελετουργικό εστιατόριο και άλλα δυο μαρμάρινα οικοδομήματα λατρευτικού χαρακτήρα. Στο κέντρο βρισκόταν ο μεγάλος μαρμάρινος ημικυκλικός βωμός, ενώ μπροστά από το ναό ο βωμός της Εστίας Ισθμίας.
Κατά τις έρευνες, που διήρκησαν από τις 25 Μαΐου έως τις 3 Ιουλίου 2015, αποκαλύφθηκε ένα ιδιαίτερα πολύπλοκης κάτοψης κτιριακό συγκρότημα συνολικών διαστάσεων 35 Χ 15 μέτρων, το οποίο βρίσκεται στην νότια πλευρά του αρχαϊκού τεμένους δίπλα στη νότια είσοδο του ιερού. Από τα πολυπληθή ευρήματα προκύπτει ότι το νέο συγκρότημα, το οποίο ανήκει στην αρχαϊκή περίοδο (εποχή ίδρυσης του ιερού), γνώρισε διάφορες οικοδομικές φάσεις με επεκτάσεις και προσθήκες δωματίων, κατά την κλασική και ελληνιστική περίοδο.
Τμήμα του κτηριακού συγκροτήματος αυτού περιλαμβάνει οικοδόμημα ορθογώνιας κάτοψης, διαστάσεων 20Χ12 μέτρων, που αποτελείται από πέντε δωμάτια με εισόδους στη νότια πλευρά που επικοινωνούν με μεγάλο ανοικτό αίθριο και επιβλητική είσοδο. Τα δωμάτια φέρουν πλακόστρωτα δάπεδα και διάφορες κατασκευές στο εσωτερικό τους, μάλλον για τελετουργική χρήση.
Δυτικά του κτιριακού συγκροτήματος αυτού αποκαλύφθηκε ακόμη ένα μεγάλο κτίριο αποτελούμενο από τέσσερα δωμάτια, ενώ σε ένα από αυτά βρέθηκε κτιστός τετράγωνος βωμός από σχιστολιθικές πλάκες. Αποκαλύφθηκε μεγάλη ποσότητα κεραμικής και περισσότερα από είκοσι θραύσματα αγγείων με εγχάρακτες επιγραφές του ονόματος του Απόλλωνα, που επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά την λατρεία του θεού στη συγκεκριμένη θέση. Η αποκάλυψή των παραπάνω κτιρίων αποτελεί μαρτυρία για τη συνέχιση της λειτουργίας του ιερού και στους κλασικούς-ελληνιστικούς χρόνους, αλλά και για τη μεγάλη έκτασή και πολύπλοκη χωροταξική οργάνωσή του, που αντανακλούν τη μεγάλη φήμη και επισκεψιμότητα του έως και τον 3ο αι.π.Χ.
τα πολυάριθμα ευρήματα της φετινής ανασκαφικής έρευνας συγκαταλέγονται θραύσμα από την κνήμη ποδιού αρχαϊκού κούρου, τρία θραύσματα κάτω άκρων κούρων, - που έρχονται να προστεθούν στα 65 ήδη αποκαλυφθέντα θραύσματα μαρμάρινων αρχαϊκών κούρων- καθώς και τμήμα μιας ιδιαίτερης μαρμάρινης αρχαϊκής βάσης αγάλματος με την πλίνθο της, η οποία φέρει την επιγραφή (Α)ΝΕΘΗ(ΚΕ), ακέραιο πήλινο ακροκέραμο, θραύσματα ερυθρόμορφου κρατήρα με παράσταση του θεού Διόνυσου, περισσότερα από είκοσι μελαμβαφή λυχνάρια, 33 ενεπίγραφα θραύσματα σκύφων και κυλίκων με το όνομα του Απόλλωνα (Α, ΑΠ, ΑΠΟΛ), θραύσματα μηλιακών-παριανών αγγείων και θραύσματα μελανόμορφων αγγείων αττικής προέλευσης (τέλη 6ου αι. π. Χ), πήλινη αρχαϊκή λεκάνη με περίτεχνες λαβές, πήλινα ειδώλια και χάλκινα αντικείμενα.
Πέραν των ανασκαφικών εργασιών, πραγματοποιήθηκαν από συνεργείο τεσσάρων εξειδικευμένων μαρμαροτεχνιτών εργασίες για την ολοκλήρωση της α΄φάσης της προμελέτης αναστήλωσης του ναού και του τελετουργικού εστιατορίου που έχει ήδη εγκριθεί από το ΚΑΣ (αρχιτέκτων-μελετητής Γ.Ορεστίδης.
Συγκεκριμένα, συμπληρώθηκε ο στυλοβάτης του εστιατορίου, που είναι κατασκευασμένος από μεγάλες πλάκες γνευσίου, σε μήκος 17 μέτρων, όπως επίσης συμπληρώθηκαν δυο τμήματα από τον μαρμάρινο στυλοβάτη του ναού και συμπληρώθηκαν οι κατώτατοι δόμοι της παραστάδος, που υπήρχε μεταξύ τελετουργικού εστιατορίου και ναού.
Οι εργασίες αναστήλωσης του αρχαϊκού ναού και του εστιατορίου έχουν αποκτήσει πρωταρχική σημασία, αφού στοχεύουν στη συμπλήρωση της κάτοψης των μνημείων και στην υποδήλωση της τρίτης διάστασης, ώστε να γίνει το μνημείο κατανοητό στον επισκέπτη. Η ολοκλήρωση του έργου αναστήλωσης και συντήρησης έχει ως απώτερο σκοπό την οργάνωση και ανάδειξη του χώρου σε έναν μοναδικό αρχαιολογικό χώρο, ένα πρότυπο αρχαιολογικό πάρκο στις Κυκλάδες, με εποπτικό ενημερωτικό υλικό και διαδρομές περιήγησης, σε όλο το νησί, αφού πρόκειται για ένα από τα μοναδικά ακατοίκητα νησιά στις Κυκλάδες, με ιδιαίτερο φυσικό κάλλος.
Η Ελλάδα κάτω από τα νερά του Αιγαίου! Όταν οι Κυκλάδες ήταν στεριά.
- Πριν από 20.000 χρόνια περίπου ξεκίνησε το τέλος του τελευταίου παγετώνα. Μέχρι πριν από 11.000 χρόνια ακόμα γίνονταν εκτεταμένες τεκτονικές ανακατατάξεις και ανύψωση της θαλάσσιας στάθμης, γεγονότα που έχουν μείνει σε θρύλους κι έτσι από στόμα σε στόμα έφτασαν ως τις μέρες μας οι διάφοροι κατακλυσμοί που αναφέρονται στις μυθολογίες πολλών λαών του πλανήτη.
- Τα τελευταία 20.000 χρόνια η στάθμη της θάλασσας έχει ανέβει περίπου 130 μέτρα. Τότε, ένα μεγάλο μέρος των Κεντρικών Κυκλάδων ήταν ενωμένο μεταξύ του, δηλαδή τα νησιά Άνδρος, Τήνος, Μύκονος, Σύρος, Πάρος, Νάξος, Ίος, Σίκινος, Φολέγανδρος ήταν ένα ενιαίο κομμάτι γης, το οποίο άρχισε να χωρίζεται βαθμιαία, όπως ανέβαιναν τα νερά και τα ψηλότερα μέρη και βουνά απομονώθηκαν και έγιναν νησιά.
- Μελετώντας το Αιγαίο και γνωρίζοντας τις σχετικές μεταβολές της στάθμης της θάλασσας και του επιπέδου της ακτής μπορεί κανείς να αναζητήσει και να βρει με επιτυχία, ναυάγια και κατασκευές και να υπολογίσει περίπου πότε κατασκευάστηκαν η βούλιαξαν και ποιο σκοπό, πιθανώς, εξυπηρετούσαν
όσα θέλετε να μάθετε για το Δεσποτικό by ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ on Scribd
Για πιο άνετη ανάγνωση κάντε κλικ στο τέρμα δεξιά τετράγωνο πλαίσιο
Μετά και τις εφετινές έρευνες, είναι ξεκάθαρη η ιδιαίτερα μεγάλη έκταση που καταλάμβανε το αρχαϊκό ιερό του Απόλλωνα στο ακατοίκητο νησάκι του Δεσποτικού, δυτικά της Αντιπάρου, αναφέρει σε ανακοίνωσή του το υπουργείο Πολιτισμού, όπου εκθέτει τις ανασκαφικές και αναστυλωτικές εργασίες που έγιναν στο νησί το 2016, και συγκεκριμένα, από τις 30/5 έως 8/7.
Στα ευρήματα της ανασκαφικής έρευνας της εφετινής περιόδου εκτός από την πληθώρα θραυσμάτων γραπτών και άβαφων αγγείων, που χρονολογούνται από τον ύστερο 9ο έως τον 4ο αι. π.Χ., οι ανασκαφείς τονίζουν τη σημασία και των εξής ευρημάτων: περισσότερα από 40 λυχνάρια, 25 βάσεις σκύφων και φιαλών με εγχάρακτες επιγραφές του ονόματος του Απόλλωνα, ενεπίγραφο όστρακο του 6ου αι. π.Χ. με παράσταση άθλου του Ηρακλή, θραύσματα μελανόμορφων αρχαϊκών κυλίκων με παραστάσεις πολεμιστών, ερυθρόμορφοι κρατήρες αττικού εργαστηρίου κλασσικής εποχής – έργα εξαίρετων ζωγράφων – με παραστάσεις Διονύσου, σατύρων και μαινάδων, κορινθιακοί αρύβαλλοι και αλάβαστρα, γεωμετρικά ζωόμορφα ειδώλια, σκαραβαίοι – σφραγιδόλιθοι, χάλκινες πόρπες αλλά και πέντε θραύσματα κάτω άκρων αρχαϊκών κούρων, που έρχονται να προστεθούν στα ήδη 75 γνωστά θραύσματα γλυπτών.
Τα ευρήματα που έρχονται στο φως κάθε χρόνο από τότε που ξεκίνησαν οι ανασκαφές, το 1997 από τον αρχαιολόγο, Γ. Κουράγιο (Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων), επιβεβαιώνουν ότι, το ιερό του Απόλλωνα στο Δεσποτικό, είναι το μεγαλύτερο ιερό στις Κυκλάδες μετά από αυτό της Δήλου. Η δε μεγάλη επισκεψιμότητά του επέβαλε και τις συνεχείς μετασκευές και επεκτάσεις έως τα ύστερα κλασικά χρόνια. Η ακμή του χρονολογείται στον 6ο αιώνα π.Χ., ενώ τα πρωιμότερα ίχνη λατρείας ανάγονται στη γεωμετρική εποχή. Έως σήμερα έχουν αποκαλυφθεί δεκαπέντε κτίρια, βοηθητικά για το ναό και το τελετουργικό εστιατόριο.
Παράλληλα με τις ανασκαφικές έρευνες συνεχίστηκαν και οι αναστηλωτικές εργασίες (από τις 10/5 έως 11/6) καθώς και εργασίες συντήρησης τοιχοποιϊών στα κτίρια Α, Β και Ε από τον συντηρητή της Εφορείας Αρχαιοτήτων Γ. Καράμπαλη. Στις ανασκαφικές έρευνες συμμετείχε εφέτος, εκτός από τα μέλη της επιστημονικής ομάδας (Κ. Νταϊφά, Α. Αλεξανδρίδου, Ν. Βέλλη, A. Ohnesorg, Γ. Ορεστίδης, Γ. Καράμπαλης κ.α), μεγάλος αριθμός φοιτητών και αρχαιολόγων από πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού (CYA, Birkbeck College, University of Salerno, University of Genova, Πανεπιστήμια Αθηνών, Θεσσαλίας, Κρήτης, Ιωαννίνων, κ.α.). Οι εργασίες πραγματοποιήθηκαν κι εφέτος, με τις χορηγίες των Αθανασίου και Μαρίνας Μαρτίνου, των Ιδρυμάτων Α.Γ. Λεβέντη και Α&Π Κανελλοπούλου και του Διεθνούς Κέντρου Ελληνικών και Μεσογειακών Σπουδών (ΔΙ .ΚΕ.ΜΕ.Σ.) με 15 φοιτητές αμερικανικών πανεπιστημίων.
Η Πρεπέσινθος αναφέρεται, επίσης, από τον Έλληνα γεωγράφο Στράβωνα στο βιβλίο Ι΄ του έργου του «Γεωγραφικά». «. Κίμωλον και Πρεπέσινθον και Ωλίαρον . Τας μες ουν άλλας των δώδεκα νομίζω, την δε Πρεπέσινθον και Ωλίαρον και Γύαρον ήττον.»
Είναι η εποχή που ο μεγάλος γεωγράφος, που ζει από το 67 π. Χ. ώς το 23 μ.Χ., θεωρεί ότι οι Κυκλάδες είναι δώδεκα και ονομάζει τις νοτιότερες νήσους, "Σποράδες" (και προφανώς μεταξύ αυτών την Πρεπέσινθο και την Ωλίαρο).
Και ο Πλίνιος αναφέρει την Πρεπέσινθο, το αρχαίο όνομα της νήσου "Δεσποτικό", απέναντι από τη δυτική ακτή της Αντιπάρου,
Η μεγάλη κυκλική κατασκευή η οποία εντοπίστηκε - χωρίς να έχει ανασκαφεί ακόμη - στο ίδιο περίπου σημείο, στην άκρη της χερσονήσου δηλαδή, βρίσκεται σε καίρια θέση ώστε να ελέγχει την είσοδο του καλά προστατευμένου λιμανιού του Δεσποτικού και να έχει οπτική επαφή με τη Σίφνο προς τα δυτικά και με την Αντίπαρο στα ανατολικά. Η θέση είναι σημαντική, λόγω στρατηγικής αξίας στην αρχαιότητα και λόγω ιδιαίτερου κάλλους σήμερα. Ο κ. Κουράγιος θεωρεί ότι πιθανότατα ήταν πύργος.
Δέκα κτίρια και ένα τοιχισμένο συγκρότημα που περιλαμβάνει άλλα δύο - εκτός του πύργου - είναι η ως τώρα ανασκαφική «συγκομιδή» στη χερσόνησο του Δεσποτικού. Τοίχοι κτιρίων εντοπίστηκαν και στο απέναντι νησάκι, το Τσιμιντήρι - παραφθορά της λέξης Κοιμητήρι, κατά τον κ. Κουράγιο, λόγω των ορατών κυβωτιόσχημων τάφων της Πρωτοκυκλαδικής Εποχής στην ακτή του, συλημένων ήδη από την αρχαιότητα.
Η Μάντρα
Η ονομασία «Μάντρα» είχε δοθεί στη θέση όπου αποκαλύφθηκαν τα ερείπια του ναού του Απόλλωνα στο Δεσποτικό, ακριβώς γιατί ήταν ορατοί κάποιοι τοίχοι. Τα Ζουμπάρια, εξάλλου, όπου παλαιότερα είχαν πραγματοποιήσει ανασκαφές ο Τσούντας το 1881 και ο Ζαφειρόπουλος το 1959 φέρνοντας στο φως ένα νεκροταφείο, είναι μία ακόμη αρχαιολογική θέση όπου ο κ. Κουράγιος εντόπισε και έναν οικισμό. Επιπλέον το νησί, παρ' ότι μικρό, είχε ένα εξαιρετικό λιμάνι - ακόμη και σήμερα όλα τα σκάφη σε αυτό καταφεύγουν - το οποίο είναι πιθανόν να ήταν σε χρήση από την Πρωτοκυκλαδική Εποχή.
Ιδιαίτερο εύρημα αποτελούν οι έξι χαραγμένες στον φυσικό βράχο αύλακες οι οποίες ακολουθούν κατεύθυνση παράλληλη με την ακτογραμμή και σήμερα μεν διακρίνονται εμφανώς μέσα στη θάλασσα, ενώ στην αρχαιότητα είναι βέβαιον ότι βρίσκονταν στην ξηρά. Η χρησιμότητά τους, άγνωστη. Αν και πιθανολογείται, όπως λέει ο κ. Κουράγιος, ότι μπορεί να βοηθούσαν στη μεταφορά μαρμάρου στην ξηρά.
Η λατρεία
Ποια ήταν η μοίρα όμως αυτού του ιερού; Στη θέση Μάντρα η λατρεία άρχισε τη Γεωμετρική Περίοδο αλλά τη μεγάλη ακμή γνώρισε τα αρχαϊκά χρόνια, όπως αποδεικνύουν το πλήθος και η ποικιλία των ευρημάτων αυτής της εποχής, τα οποία ήδη εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Πάρου.
Είναι βέβαιον ότι τα κλασικά χρόνια το ιερό υπέστη καταστροφή είτε από φυσικά αίτια είτε από εχθρική επιδρομή. Τα σπασμένα αρχαϊκά γλυπτά το αποδεικνύουν. Κυρίως όμως το γεγονός ότι οι άνθρωποι τα ξαναχρησιμοποίησαν τα ύστερα κλασικά και ελληνιστικά χρόνια, αυτή τη φορά ως οικοδομικό υλικό για τα καινούργια κτίρια.
Ενας μαρμάρινος κούρος που σώθηκε από το ύψος του στήθους και επάνω και βρέθηκε από την ανασκαφική ομάδα του κ. Κουράγιου ενσωματωμένος ανάποδα στον τοίχο ενός κτιρίου αποδεικνύει τη δεύτερη χρήση των γλυπτών αλλά παράλληλα και την εξαιρετική τέχνη τους. Αλλωστε έχουν αποκαλυφθεί ως τώρα και άλλα τμήματα αρχαϊκών κούρων που επίσης είχαν χρησιμοποιηθεί ως οικοδομικό υλικό, όπως και το κεφάλι μιας αρχαϊκής Κόρης αλλά και το κάτω άκρο ενός υπερφυσικού γυναικείου αγάλματος. Εχει βρεθεί όμως και το ίδιο το λατρευτικό άγαλμα του ιερού, όπως θεωρείται ότι είναι το ειδώλιο μιας γυναικείας θεότητας δαιδαλικής τεχνοτροπίας (680-660 π.Χ.).
Στο Στρογγυλό, εξάλλου, το τρίτο νησάκι της ομάδας, μια ερειπωμένη εκκλησία της Μεταβυζαντινής Εποχής είναι χτισμένη σχεδόν ολόκληρη από αρχαίο αρχιτεκτονικό υλικό και θραυσμένα τμήματα γλυπών. Πεσμένοι κίονες δίπλα του είναι πιθανόν, όπως λέει ο κ. Κουράγιος, να προέρχονται από τον ναό του Δεσποτικού.
Η επιγραφή
Ο πρώτος ενεπίγραφος αρχαϊκός πίθος του Δεσποτικού ήρθε στο φως εφέτος. Στην πραγματικότητα πρόκειται για δύο μικρά κομμάτια του, στο ένα εκ των οποίων, όμως, που συμβαίνει να είναι το χείλος του πιθαριού, αναφέρονται οι λέξεις «ΑΣΤΕΟΝΕΙΜ...». Μαζί και δύο τμήματα πήλινων ακροκέραμων, της Αρχαϊκής πάντα Εποχής, που έχουν το πρόσωπο Γοργούς και αποκαλύφθηκαν επίσης εντοιχισμένα στα ύστερα κτίσματα, δύο αρχαϊκά κιονόκρανα, ένας σπόνδυλος κίονα και ένα τμήμα επιστυλίου συνολικού μήκους δύο μέτρων, που προέρχονται με βεβαιότητα από τον δωρικό ναό του ιερού.
Ειδώλια που ανέθεταν οι πιστοί στο ιερό, αντικείμενα και αγαλματίδια από φαγεντιανή, σφραγιδόλιθοι από ημιπολύτιμους λίθους, πόρπες χάλκινες και ελεφαντοστέινες, χάντρες λίθινες, γυάλινες και χρυσές χάντρες, ένα αβγό στρουθοκαμήλου, κορινθιακοί αρύβαλλοι, αλάβαστρα, κοτύλες, εγχειρίδια, ξίφη, πολλά γεωργικά εργαλεία, χρηστικά αγγεία και υφαντικά βαρίδια: αυτά είναι μεταξύ άλλων τα ως τώρα τα ευρήματα στο Δεσποτικό.
Ενα από τα πιο παράξενα ευρήματα εξάλλου ήταν οι τρεις κυκλικές κατασκευές από πωρόλιθο με οπή στο κέντρο τους, διαμέτρου επτά εκατοστών, οι οποίες βρέθηκαν σε ένα από τα κτίρια. Σε συνδυασμό με έναν μαρμάρινο λουτήρα μήκους 1,30 μ. στη βορειοανατολική γωνία του ίδιου δωματίου όπου υπάρχει επίσης μια υδρορροή, η οποία το διατρέχει για να απολήξει μέσω οπής σε βόθρο παραπέμποντας ευθέως σε αποχετευτικό σύστημα, δημιουργεί ένα σύνολο πραγματικά μοναδικό. Και αυτό γιατί κάτι παρόμοιο δεν έχει εντοπισθεί πουθενά αλλού ως τώρα.
Θα μπορούσε λοιπόν να είναι αποχωρητήριο; Το πιθανότερο, δεδομένης της εποχής αλλά κυρίως της ιερότητας του χώρου, να πρόκειται για δωμάτιο καθαρμού και εξαγνισμού του σώματος πριν από την είσοδο στον ναό, όπως πιστεύει ο ανασκαφέας. Το βέβαιον είναι ότι τα ερωτήματα που μένει να απαντηθούν με τη συνέχιση της ανασκαφής και τη μελέτη των ευρημάτων είναι πολλά. Η λατρεία στο ιερό εξάλλου συνεχίστηκε και τη Ρωμαϊκή Εποχή, αν και με μικρότερη ένταση, ενώ στην Υστερη Αρχαιότητα και τη Μεσαιωνική Περίοδο στην ίδια θέση ιδρύθηκε ένας μικρός οικισμός.
Η ανάδειξη των ευρημάτων
Το Δεσποτικό, το Τσιμιντήρι και το Στρογγυλό είναι κηρυγμένοι αρχαιολογικοί χώροι αλλά αυτό δεν φτάνει. Η ανασκαφή, η οποία πραγματοποιήθηκε εφέτος με τη συμμετοχή φοιτητών από ελληνικά πανεπιστήμια και με βοηθό αρχαιολόγο την κυρία Κορνηλία Νταϊφά, έθεσε και ένα άλλο σοβαρό ερώτημα: αυτό της διαχείρισης του χώρου, καθώς πλέον πολλοί είναι οι επισκέπτες που προσεγγίζουν το Δεσποτικό χωρίς να υπάρχει ούτε η απαραίτητη υποδομή για την παρουσία τους στο νησί ούτε πληροφοριακό υλικό. Απαιτούνται λοιπόν διαμόρφωση και ανάδειξη των αρχαιολογικών ευρημάτων, επαρκής προστασία τους και βεβαίως περαιτέρω έρευνα. Σε επιδότηση του υπουργείου Αιγαίου και σε χορηγία της Εθνικής Τράπεζας βασίστηκε το ανασκαφικό έργο για το 2007. Η σειρά του υπουργείου Πολιτισμού να επέμβει. «Το ιερό του Δεσποτικού ήταν πανελληνίας ακτινοβολίας και συγκέντρωνε πιστούς από όλον τον γνωστό τότε αρχαίο κόσμο» λέει ο κ. Κουράγιος. Και ως τέτοιο πρέπει να γίνει γνωστό και στον σύγχρονο κόσμο.
Η ΑΡΧΑΙΑ ΠΡΕΠΕΣΙΝΘΟΣ
Ο Στράβωνας και αργότερα ο Πλίνιος αναφέρονται στην αρχαία Πρεπέσινθο, το σημερινό νησί Δεσποτικό, λέγοντας ότι ήταν ενωμένο με την Αντίπαρο. Στα βόρεια παράλια του νησιού αυτού φαίνονται οι λαξεύσεις στο υπόστρωμα του βράχου που βυθίζονται στη θάλασσα. Πρώτος ο διακεκριμένος αρχαιολόγος Χ. Τσούντας και αργότερα ο Rubensohn μελέτησαν τα αρχαιολογικά κατάλοιπα χωρίς να είναι σε θέση να δώσουν μια απάντηση. Τελευταία, ο ωκεανολόγος-βιολόγος Πέτρος Νικαλαΐδης, σε έρευνές του στην περιοχή με το National Geographic και τη Σχολή Υποβρύχιας Οικολογίας & Καταδύσεων Αιγαίου, «Aegean Diving College», πιστεύει ότι οι εν λόγω λαξεύσεις είναι οδηγοί/ράγες για την ελεγχόμενη κύλιση βαρέων αντικειμένων κυρίως μαρμάρου. Πρόκειται για ένα πολύ ευφυή και ασφαλή τρόπο μεταφόρτωσης μαρμάρου σε πλοία και σχεδίες, μέθοδος που χρησιμοποιείτο εκτεταμένα στην αρχαία Ελλάδα.
Τα κατάλοιπα αυτά θα χρονολογούνται γύρω στο 700 π.Χ., περίοδο κατά την οποία η μεταλλουργία ανθούσε και έτσι γινόταν εφικτή η εξόρυξη και η εξαγωγή τεμαχίων μαρμάρου, κυρίως προς την Αθήνα και άλλους προορισμούς. Η χρονολογία αυτή των λαξεύσεων συνάδει με την τότε επιφάνεια της θάλασσας και συμπίπτει με την εποχή όπου η γνώση στη μεταλλουργία ήταν υψηλή, δηλαδή ήταν δυνατή η δημιουργία τέτοιων καταστάσεων. Οι παράλληλες προς την ακτή λαξεύσεις έχουν όλες κλίση προς τη θάλασσα, ώστε το πλοίο μετά τη φόρτωση να είναι σε θέση να αποπλεύσει με την παλίρροια. Η προτεινόμενη θεωρία του ωκεανολόγου Νικολαΐδη ενισχύεται από την ύπαρξη του ναού του Απόλλωνα στην Πρεπέσινθο -Δεσποτικό- κτισμένος με παριανό μάρμαρο, τόπος όπου δεν υπάρχει λιμάνι ούτε μάρμαρο.
Ένα άλλο φαινόμενο που παρατηρείται στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο εκτός από την άνοδο της θαλάσσιας στάθμης, είναι οι ανακατατάξεις λιθοσφαιρικών πλακών που ανασηκώνουν ένα νησί από τη μια πλευρά και το βυθίζουν από την άλλη, όπως στην Κρήτη.
Μεταξύ Πάρου και Αντίπαρου
Εκτός από τις αρχαιολογικές ενδείξεις, οι υποθαλάσσιες έρευνες δεικνύουν ότι μεταξύ Πάρου και Αντίπαρου υπάρχει τείχος, που άρχισε να κτίζεται όταν η στάθμη της θάλασσας ανέβαινε και οι κάτοικοι άρχισαν να χάνουν την επαφή με την «αντίπερα» όχθη. Έτσι δημιουργήθηκε σιγά σιγά μια λιθοδομή, είδος γέφυρας-τείχους.
Τέλος ας δούμε λίγο την ιστορία του νησιού που φιλοξενεί στο νότο το νησάκι με τους Κούρους
την αρχαία Πρεπεσινθο, το γνωστό Δεσποτικό ή επισκοπικό.
ΑΝΤΙΠΑΡΟΣ
1. Φυσικός χώρος – Περιβάλλον
Η Αντίπαρος είναι ένα μικρό νησί του νησιωτικού συμπλέγματος Πάρου-Αντιπάρου, περίπου στο κέντρο των Κυκλάδων. Το σύνολο των δύο νησιών μαζί με τις συστάδες των γύρω μικροσκοπικών νησιών (με μεγαλύτερο και πιο ενδιαφέρον το Δεσποτικό) αποτελεί εκπληκτικό δείγμα φυσικού κάλλους και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Η Αντίπαρος βρίσκεται ακριβώς "απέναντι", νοτιοδυτικά της Πάρου. Τα δύο νησιά τα διασχίζει το Στενό της Αντιπάρου ή Στενό του Κάστρου, πλάτους 500-1.000 μ.
Η Αντίπαρος έχει έντονο ανάγλυφο με υψηλότερη κορυφή τον Προφήτη Ηλία σε υψόμετρο 308 μ. Πολύ αξιόλογο είναι το σπήλαιο της Αντιπάρου στο λόφο του Αγίου Ιωάννη. Δυτικά οι ακτές είναι ομαλές, αμμώδεις, ενώ ανατολικά βραχώδεις, σχηματίζοντας μικρούς όρμους. Το τοπίο είναι χαρακτηριστικά κυκλαδίτικο: ελάχιστη βλάστηση, λόφοι με κέδρους και θάμνους που χάνονται σε χρυσαφιές αμμουδιές, καταγάλανα νερά, καθαροί όγκοι και λιτές αρχιτεκτονικές γραμμές. Το έδαφος είναι ηφαιστειογενές, πιο ομαλό και γόνιμο στη βόρεια πλευρά του νησιού, αλλά οι καλλιέργειες του νησιού είναι περιορισμένες. Μικρές ποσότητες μεταλλευμάτων εξορύσσονταν παλαιότερα στα εγκαταλειμμένα σήμερα μεταλλεία.
Το Κάστρο ή Αντίπαρος είναι ο κύριος οικισμός και λιμάνι του νησιού. Οι κάτοικοί του ασχολούνται με τον τουρισμό, την αλιεία και την κτηνοτροφία. Το χωριό είναι αρκετά γραφικό αλλά ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί το ενετικό κάστρο που κρύβεται στον πυρήνα του. Η τουριστική ανάπτυξη έχει αλλοιώσει έως ένα βαθμό το τοπίο αλλά οι κλίμακες εδώ είναι πολύ μικρές. Μικροί οικισμοί αναπτύσσονται στον Άγιο Γεώργιο και στο Σωρό.
1. 1. Το σπήλαιο της Αντιπάρου, το σπήλαο των ΑΘΑΝΑΤΩΝ
Το πιο σημαντικό αξιοθέατο του νησιού είναι το φημισμένο σπήλαιο της Αντιπάρου, μοναδικό φυσικό και ιστορικό μνημείο. Βρίσκεται στο λόφο του Αγίου Ιωάννη σε υψόμετρο 171 μ. Στην εντυπωσιακή είσοδο του σπηλαίου, στον τεράστιο «προθάλαμο», υπάρχουν δύο γραφικά εκκλησάκια, του Αγίου Ιωάννη Σπηλιώτη, χτισμένο το 18ο αιώνα, και της Ζωοδόχου Πηγής.
Το σπήλαιο είναι βαραθρώδες, με τρεις αίθουσες. Τόσο το μέγεθός του (βάθος 95 μ.) όσο και ο διάκοσμός του από λευκούς και ημιδιαφανείς σταλακτίτες και σταλαγμίτες με ιδιαίτερους σχηματισμούς το κατατάσσουν στα πιο αξιόλογα σπήλαια του Αιγαίου. Εντυπωσιακός είναι ο σταλαγμίτης ύψους 8 μ. που βρίσκεται στην είσοδο του σπηλαίου, ο οποίος θεωρείται ο αρχαιότερος της Ευρώπης με ηλικία 45 εκατομμυρίων χρόνων. Σε αυτόν έδεναν σκοινιά για να κατέβουν στο σπήλαιο.
Η επίσκεψη του βασιλιά Οθωνα άφησε ανεξίτηλα σημάδια |
Ξεχωριστό ενδιαφέρον προκαλούν οι επιγραφές και τα χαράγματα με τα ονόματα των επισκεπτών του σπηλαίου. Από την Αρχαιότητα έως τη σύγχρονη εποχή το θαύμασαν επιφανείς επισκέπτες και περιηγητές, όπως ο Αρχίλοχος, ο λόρδος Βύρων και ο βασιλιάς Όθων. Το σπήλαιο («καταφύγι») διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο σε ταραγμένες ιστορικές στιγμές της Αντιπάρου, προσφέροντας καταφύγιο στους κατοίκους. Από τους πρώτους που κρύφτηκαν εδώ, όπως μαρτυρούσε επιγραφή με τα ονόματά τους, ήταν οι συνωμότες κατά του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
2. Ιστορία του νησιού
2. 1. Προϊστορικά χρόνια
Η μακραίωνη ιστορική πορεία της Αντιπάρου σηματοδοτείται από τη γειτνίασή της με την Πάρο, με την οποία ήταν πάντα στενά συνδεδεμένη, και από το μοναδικό γεγονός ότι, από όλα τα νησιά των Κυκλάδων, εδώ επέλεξε ο άνθρωπος της Εποχής του Λίθου να εγκατασταθεί για πρώτη φορά. Οι αρχαιολογικές έρευνες αποκάλυψαν στο νησάκι Σάλιαγκο (το οποίο τότε ήταν μια χαμηλή χερσόνησος του ισθμού που ένωνε την Αντίπαρο με την Πάρο) τον παλαιότερο οικισμό των Κυκλάδων.
Η μεγάλη ανάπτυξη των πρωτοκυκλαδικών πολιτισμών της Πάρου, της Αντιπάρου και του Δεσποτικού συνεχίστηκε την 3η χιλιετία π.Χ. Οι πρώτες ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν το 19ο αιώνα αποκάλυψαν νεκροταφεία, κεραμική και ειδώλια της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού στις περιοχές Απάντημα, Σωρό, Πεταλίδες και Κρασάδες. Στο Δεσποτικό, στις περιοχές Λιβάδι και Ζουμπάρια, βρέθηκαν τάφοι, ενώ στην περιοχή Χειρόμυλοι ίχνη προϊστορικού οικισμού. Στο νησί Στρογγυλό σώζονται ερείπια νεολιθικού οικισμού και στο νησί Κάβουρας βρέθηκαν ειδώλια της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου.
2. 2. Αρχαίοι χρόνοι
Το αρχαίο όνομα της Αντιπάρου ήταν Ωλίαρος (δασώδες βουνό), όπως αναφέρουν οι αρχαίοι γεωγράφοι Ηρακλείδης (Των Νήσων), Στράβων (Γεωγραφικά) και Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (Naturalis Historia). Αξιοσημείωτο είναι ότι αναφέρουν και το νησί Πρεπέσινθος, το σημερινό Δεσποτικό. Οι πρώτοι κάτοικοι των ιστορικών χρόνων παραδίδεται ότι ήταν Φοίνικες από τη Σιδώνα. Σε όλη τη διάρκεια της Αρχαιότητας η Αντίπαρος θεωρούνταν τμήμα της Πάρου. Σημαντικές αρχαιότητες δεν υπάρχουν στο νησί, το οποίο πρέπει να ήταν σχετικά έρημο. Μόνο κεραμική από τους Γεωμετρικούς μέχρι τους Ρωμαϊκούς χρόνους προέρχεται από διάφορα σημεία του νησιού και το σπήλαιο. Στον Άγιο Γεώργιο εντοπίστηκαν κιονόκρανα και επιτύμβιες στήλες της Παλαιοχριστιανικής περιόδου.
Οι σύγχρονες ανασκαφές στο Δεσποτικό ενδέχεται να αλλάξουν την μέχρι τώρα εικόνα για την Αντίπαρο, αφού έχει αποκαλυφθεί ένα μοναδικό αρχαϊκό ιερό το οποίο λειτουργούσε από τον 7 αι π.Χ. έως και τα Ρωμαϊκά χρόνια.
2. 3. Μέσοι και Νεότεροι χρόνοι
Οι ιστορικές πληροφορίες για την Αντίπαρο των Βυζαντινών χρόνων μέχρι το 13ο αιώνα είναι ελάχιστες. Τότε καταγράφεται για πρώτη φορά η σημερινή ονομασία της. Το νησί υπέφερε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής και Οθωμανικής περιόδου από τους πειρατές που χρησιμοποιούσαν τους κολπίσκους της για ορμητήρια, ώσπου κατά καιρούς σχεδόν ερημώθηκε.
Το 1207 η Αντίπαρος έγινε κτήση του Δουκάτου του Αιγαίου Πελάγους των Βενετών. Στις αρχές του 15ου αιώνα γνωρίζουμε ότι είχε την υποχρέωση να επανδρώνει με 30 κωπηλάτες τις γαλέρες του Δουκάτου, αριθμός ενδεικτικός του πληθυσμού του νησιού. Στα μέσα του 15ου αιώνα η Αντίπαρος δόθηκε προίκα στο Βενετό Λορεντάνο για το γάμο του με τη Μαρία Σομμαρίπα. Ο νέος άρχοντας εγκατέστησε νέους κατοίκους και έχτισε για την προστασία τους το Κάστρο το 1440, το οποίο σταδιακά εξελίχθηκε σε οικισμό. Το 1537 η Αντίπαρος, όπως και άλλα νησιά των Κυκλάδων, κατελήφθη από τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα και ακολούθως παραχωρήθηκε από τους Οθωμανούς στην οικογένεια των Κρίσπι. Το 1566 εντάχθηκε ολοκληρωτικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και παρέμεινε υπό οθωμανική κυριαρχία έως το 1821, εκτός από το διάστημα 1770-1774, όταν καταλήφθηκε από το ρωσικό στόλο των αδερφών Ορλώφ. Στο διάστημα αυτό το νησί έζησε πολλές φορές δραματικές στιγμές, αφού είχε γίνει στόχος πειρατικών επιδρομών. Μάλιστα τo 1794 Κεφαλλονίτες και Μανιάτες πειρατές φαίνεται πως προέβησαν σε εκτεταμένες σφαγές και αιχμαλωσία του πληθυσμού.
Στην Αντίπαρο λειτουργούσε γυμνάσιο, όπου φοίτησαν επιφανείς προσωπικότητες όπως ο Νεόφυτος Μαυρομάτης, δεσπότης Ναυπάκτου, και ο Ανανίας, διδάσκαλος του Γένους.
Οι κάτοικοι του νησιού ήταν από τους πρώτους που έλαβαν μέρος στην Ελληνική Επανάσταση. Με τα Πρωτόκολλα του Λονδίνου της 3ης Φεβρουαρίου 1830 και της 18ης Αυγούστου 1832 το νησί αποτέλεσε τμήμα του ελληνικού κράτους. Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Αντίπαρος πήρε ενεργό μέρος στην Αντίσταση κατά των Γερμανών ως μυστική βάση των Συμμάχων. Χαρακτηριστική στιγμή της ιστορίας της είναι η «Επιχείρηση Αντίπαρος», που στοίχισε τη ζωή πολλών Ελλήνων και Συμμάχων.
Μεταπολεμικά η Αντίπαρος, όπως και οι υπόλοιπες Κυκλάδες, ερήμωσε από τη μετανάστευση ενώ οι πόροι του νησιού ήταν περιορισμένοι. Το νησί ήταν απομονωμένο, έχοντας επαφή μόνο με την Πάρο. Χαρακτηριστική είναι η εικόνα του νησιού όπως καταγράφηκε από τον Ντίνο Δημόπουλο στην δημοφιλη ταινία Μανταλένα που γυρίστηκε στο νησί το 1960.
3. Αρχιτεκτονική
Το ενετικό Κάστρο βρίσκεται στην καρδιά του παραδοσιακού οικισμού και αποτελούσε παλαιότερα τη μόνη κατοικήσιμη περιοχή. Κατασκευασμένο πιθανόν σε μια φάση στις αρχές του 1440 για να στεγάσει και να προστατέψει τους περίπου 500 κατοίκους του νησιού, αντιπροσωπεύει ένα τελείως ιδιαίτερο και σπάνιο δείγμα οικιστικής συγκρότησης.
Οι περιμετρικές τριώροφες κατοικίες διατάσσονται σε τετράγωνο σχηματισμό σχηματίζοντας μια κεντρική κοινή αυλή, με πύργο στο μέσο, ενώ μια μοναδική είσοδος γοτθικού ρυθμού επέτρεπε την πρόσβαση, ορατή σήμερα δίπλα στη μητρόπολη του Αγίου Νικολάου. Σε ορισμένα σπίτια διακρίνονται εντοιχισμένα οικόσημα ενώ από το μεγάλο πύργο σώζεται μόνο η βάση. Μέσα στο Κάστρο βρίσκονται οι γραφικές εκκλησίες του Αγίου Ιωάννη, του Αγίου Αντωνίου και του Αγίου Νικολάου (έτος ίδρυσης 1783).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Renfrew C., Το Κυκλαδικό Πνεύμα. Αριστουργήματα της συλλογής Ν.Π. Γουλανδρή, Αθήνα 1991, Παλυβού, Κ. (μτφρ.)
Doumas Ch., Early Bronze Age Burial Habits in the Cyclades, Goeteborg 1977, Studies in Mediterranean Archaeology 48 Κυκλάδες: Ταξιδιωτικός Οδηγός, Explorer, Αθήνα 2003 Κουράγιος Γ., Δετοράτου Σ., Πήττα Α., "Νέο Ιερό του Απόλλωνα αποκαλύπτεται στο Δεσποτικό, ακατοίκητη νησίδα δυτικά της Αντιπάρου", Corpus, 68, Φεβρουάριος 2005, 18-25
Τ. Κατσιμάρδος-/www.ethnos.gr
.altsantiri.gr
ellinondiktyo.blogspot.gr
hellinon.net
el.science.wikia.com
tovima.gr
eur-lex.europa.eu
www.minenv.gr
natura.minenv.gr
antiparos-isl.com
dreamislands.gr
antiparos.gr
hellas.teipir.gr/hellenes-romaion.blogspot.gr
youtube.com/user/MuseumOfCycladicArt
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου