ΜΕΡΟΣ Δ'
ΚΡΑΝΙΔΙ, ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΑΙΟΤΡΙΒΕΙΟ
ΤΟ ΙΕΡΟΝ ΤΟΥ ΔΙΟΣ ΛΥΚΑΙΟΥ
Βόρεια του Ναού του Επικουρείου Απόλλωνα, 100 μ. μετά την διασταύρωση προς το χωριό Σκληρού, υπάρχει η διασταύρωση προς το χωριό Νέδα, με μια υπέροχη διαδρομή προς το χωριό, μέσα από ένα ωραίο δάσος με καρυδιές και βελανιδιές. Προσπερνώντας την Νέδα, και συνεχίζοντας ανατολικά προς το χωριό Λύκαιο, ο δρόμος οδηγεί (μετά το χωριό) σε μια διασταύρωση όπου υπάρχει μια σχετική πινακίδα κατευθύνει αριστερά (βόρεια) για την ιερή κορυφή των Αρκάδων. Λίγο πριν τις Άνω Καρυές, στην διακλάδωση του δρόμου, η αριστερή διαδρομή οδηγεί στην πηγή Κράμποβα, και μετά από μερικά χιλιόμετρα ο δρόμος οδηγεί σε ένα πλάτωμα στα 1.200 μ. υψόμετρο. Μπροστά απλώνονται σκορπισμένα μάρμαρα απ΄το αρχαίο στάδιο και τον ιππόδρομο, όπου διεξάγονταν οι αγώνες Λύκαια, προς τιμήν αρχικώς του Πανός και αργότερα του Λυκαίου Διός, που οι Αρκάδες πίστευαν ότι έχει γεννηθεί και ανατραφεί σε αυτό το όρος. Στη διακλάδωση του δρόμου, προς η δεξιά κατεύθυνση, οδηγεί στην κορυφή του Λυκαίου, όπου βρισκόταν ο βωμός του Λυκαίου Διός. Ο δρόμος σταματά σε ένα πλάτωμα στα 1.400 μ. υψόμετρο, ελάχιστα μέτρα κάτω από την κορυφή, που στην αρχαιότητα ήταν άβατον τέμενος του Διός (σήμερα εκεί βρίσκεται εκκλησάκι του Προφήτου Ηλία). Ο ίδιος ο βωμός του Διός βρισκόταν ακριβώς επάνω στην κορυφή, όπου οι αρχαίοι Αρκάδες, τηρώντας τα πατροπαράδοτα έθιμά τους, τελούσαν θυσίες μέχρι και τα ρωμαϊκά χρόνια.
-Στην διαδρομή Ανδρίτσαινας-Καρύταινας, στις βορείους πλαγιές του Λυκαίου όρους υπάρχει το χωριό Θεισόα, όπου σώζωνται τα ερείπια της ομώνυμης αρχαίας Αρκαδικής πόλεως.
-
64 ρ.Τ.
Φεύγοντας από την Καλαμάτα και πηγαίνοντας προς Γύθειο, κοντά στο χωριό Κοκκάλα, υπάρχει ένα μικρό χωριό, το Νύφι. Από το Νύφι λοιπόν, κάνοντας μια μικρή παράκαμψη αριστερά και ανηφορίζοντας προς τον οικισμό Βίγλα, ξεκινά ένα μονοπάτι προς την Ι. Μ. Κουρνού και τα ερείπια της αρχαίας Αιγίλης. Εκτός από μερικές σκόρπιες πέτρες και μερικά θεμέλια κατοικιών, δεν έχει απομείνει τίποτε άλλο από την Αρχαία Αίγιλα, μια μικρή και απομονωμένη πόλη των Λακεδαιμονίων που πέρασε πολλές περιπέτειες από τον Β' Μεσσηνιακό πόλεμο. (668-657 π.Χ.).
Εκείνη την εποχή, αρχηγός των επαναστατημένων Μεσσηνίων ήταν ο Αριστομένης, που όταν ήταν μικρός οι Σπαρτιάτες τον πέταξαν στον Καιάδα, αλλά αυτός επέζησε και όρισε ως σκοπό της ζωής του να τιμωρήσει τους παρ'ολίγον φονιάδες του. Συνήθιζε να επιτίθεται σε Ιερά των Λακεδαιμονίων και να απαγάγει γυναίκες, τις οποίες άφηνε στην συνέχεια ελεύθερες, αφού πρώτα λάμβανε σημαντικά λύτρα. Όταν όμως επιτέθηκε στο Ιερό της Δήμητρας στην Αίγιλα, όπου οι γυναίκες ήταν συγκεντρωμένες για κάποια τελετή, οι άνδρες του σκόρπισαν κυνηγημένοι από τις οπλισμένες και αγριεμένες γυναίκες και ο ίδιος πιάστηκε αιχμάλωτος. Την επόμενη ημέρα τον περίμενε η τιμωρία του, που βεβαίως ήταν θάνατος, αλλά τον γλίτωσε η Ιέρεια της Δήμητρας Αρχιδάμεια, που τον ερωτεύθηκε από την πρώτη στιγμή που τον είδε και τον έβγαλε κρυφά από την φυλακή εκείνη την νύχτα.
Συνεχίζοντας βόρεια, στην διασταύρωση και προς τα δεξιά, υπάρχει το σημερινό χωριό Κότρωνας. Χωριό παραθαλάσσιο, πανέμορφο, και χτισμένο στην θέση της αρχαίας πόλης Τευθρώνη. Την πόλη αυτή είχε ιδρύσει κάποιος Αθηναίος ονόματι Τέυθρας, και, σύμφωνα με τον Παυσανία τον Περιηγητή που την επισκέφθηκε, ανήκε στο Κοινό των Ελευθερολακώνων, στις Λακωνικές πόλεις δηλαδή που οι Ρωμαίοι είχαν αποσπάσει από την εξουσία της Σπάρτης τον 2ο μ.Χ. αιώνα και τις είχαν ανακηρύξει ελεύθερες. Τα περισσότερα παλαιά οικοδομήματα (σπίτια και εκκλησίες) υπάρχουν πολλά εντοιχισμένα μέλη της αρχαίας Τευθρώνης.
Κοντά στην Μεγαλόπολη, στα όρια του χωριού Κυπαρίσσια, οι αχαιολόγοι της Ε' Εφορίας Σπάρτης έχουν εντοπίσει τα λείψανα της αρχαίας Αρκαδικής πόλη Βασιλίς, όπου και υπήρχε ένα φημισμένο Ιερό της Ελευσίνιας Δήμητρας, στο οποίο διεξάγονταν κάθε χρόνο καλλιστεία γυναικών.
Οι ανασκαφές του αρχαιολογικού χώρου γίνονται με διπλοβάρδιες και με χρήματα της ΔΕΗ, προκειμένου να ολοκληρωθεί όσο πιο γρήγορα γίνεται η μελέτη και αποτύπωση της αρχαίας αυτής πόλεως και στην συνέχεια να δοθεί άδεια να μπουν οι εκσκαφείς της ΔΕΗ για να πάρουν τον λιγνίτη που βρίσκεται από κάτω.
Η Πόλη Βασιλίς ήταν η αρχαία Αρκαδική πολίχνη.
Ο Παυσανίας στα Αρκαδικά του την αποκαλεί χωρίο. Βρισκόταν στις όχθες του Αλφειού, στους πρόποδες του Λυκαίου κοντά στην Αρκαδική Τραπεζούντα και ανήκε στην Παρρασία χώρα. Στην πολίχνη υπήρχε ιερό της Δήμητρας και οικιστής της πόλης θεωρούνταν ο Κύψελος, γιος του Κρεσφόντη. Η Βασιλίς ήταν απο τις πόλεις που εποίκησαν την Μεγαλόπολη όταν ιδρύθηκε από τον Επαμεινώνδα και από τότε εγκαταλείφθηκε.
ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΛΕΟΝΤΙΟΥ
Το θέατρο βρίσκεται στη Κάτω Βλασία του Δήμου Καλαβρύτων, η οποία ταυτίζεται με το αρχαίο Λεόντιο. Το μνημείο κτίστηκε στα Ελληνιστικά χρόνια (α΄ μισό του 3ου αι. π.Χ.).
Σήμερα από το θέατρο είναι ορατά το κοίλο, οι δύο πάροδοι, η ορχήστρα και το ορθογώνιο κτίριο έναντί της, που πιθανόν αποτελεί τη σκηνή.
Το θέατρο του Λεοντίου ήταν σχετικά μικρό και σήμερα έχουν αποκαλυφθεί εννέα σειρές εδωλίων ενώ οι ανώτερες σειρές ήταν μάλλον λαξευμένες στο βράχο. Οι πάροδοι του θεάτρου σώζονται σε ύψος δύο μέτρων.
Από το κοίλο σώζονται εννέα σειρές εδωλίων. Στο ανώτερο διάζωμα οι σειρές των εδωλίων πρέπει να ήταν λαξευμένες στο φυσικό βράχο. Τα εδώλια είναι από πωρόλιθο, ενώ η σκηνή και οι πάροδοι από ασβεστόλιθο. Στην κάτω σειρά δεν διακρίνονται εδώλια προεδρίας.
Η ορχήστρα έχει διάμετρο 9μ., δάπεδο από πατημένο χώμα και αποχετευτικό αγωγό περιμετρικά για τη συλλογή των ομβρίων υδάτων. Έναντι της ορχήστρας βρίσκεται κτήριο ορθογώνιας κάτοψης, που πιθανόν ανήκει στη σκηνή.
Το 1958 ο Ν. Γιαλούρης πραγματοποίησε σωστική ανασκαφική έρευνα στο λόφο Καστρίτσι και αποκάλυψε το μικρών διαστάσεων θέατρο. Το 2002 η ΣΤ΄ Ε.Π.Κ.Α. ενέταξε τον αρχαιολογικό χώρο της Κάτω Βλασίας Καλαβρύτων στο Γ΄ Κ.Π.Σ., με σκοπό την ανάπλαση και ανάδειξή του.
Αρχαιολόγος
Αλεξοπούλου Γεωργία
Το Λεόντιο ήταν μία από τις δώδεκα πόλεις της Αχα'ι'κής Συμπολιτείας, για το οποίον δεν σώθηκαν πολλές πληροφορίες. Ακόμη και η θέση του ήταν αβέβαιη. Οι αρχαιολόγοι το αναζητούσαν στις νότιες πλαγιές του Παναχα'ι'κού, όπου ένα χωριό μάλιστα, το οποίο νόμιζαν ότι ήταν χτισμένο κοντά στην αρχαία πόλη, μετονομάσθηκε από Γουρζούμισσα σε Λεόντιο. Το Αρχαίο Λεόντιο όμως, εντοπίσθηκε τελικά αρκετά πιο νότια, στον λόφο Καστρίτσι (852 μ.), ανάμεσα στο Παναχα'ι'κόν και στον Ερύμανθο, δίπλα στον Σελινούντα ποταμό.
Τα μόνα λείψανα της αρχαίας αυτής πόλης που είναι σήμερα ορατά (αφού δεν έχουν γίνει ακόμη ανασκαφές) είναι το θέατρο, που είναι χτισμένο στην πλαγιά ενός λόφου και με ωραία θέα προς τον Σελινούντα ποταμό, καθώς και λίγα θεμέλια από το τείχος της ακρόπολης.
Το Λεόντιο βρισκόταν σε στρατηγική θέση -στα σύνορα Αχα'ί'ας-Αρκαδίας- και θα πρέπει να ήταν μια πλούσια και ισχυρή πόλη. Όμως δυσφημίστηκε από έναν πολίτη της, που έμεινε στην Ιστορία ως "ο κακός δαίμων της Ελλάδος" (Παυσανίας, 7,11,3), ο Καλλικράτης.
Αυτός ο Καλλικράτης (ουδεμία σχέση με τον περίφημο Καλλικράτη, αρχιτέκτονα του Παρθενώνα) έφθασε να γίνει στρατηγός της Αχα'ι'κής Συμπολιτείας, αλλά αντί να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των Αχαιών, προωθούσε τα προσωπικά του συμφέροντα καθώς και τα συμφέροντα των Ρωμαίων, των μεγάλων αντιπάλων των Αχαιών, με τους οποίους συνεργαζόταν κρυφά. Όσο ήταν στρατηγός, κατάφερε να στείλει περισσότερους από 1.000 επιφανείς Έλληνες να δικασθούν στην Ρώμη-με την κατηγορία ότι υποστήριζαν τον Μακεδόνα βασιλέα Περσέα, αντίπαλο των Ρωμαίων-τους οποίους οι Ρωμαίοι στην συνέχεια εξόρισαν σε διάφορα χωριά της Σικελίας. Περίπου 300 από αυτούς κατάφεραν ύστερα από πολλά χρόνια να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, ενώ οι υπόλοιποι πέθαναν στην εξορία. Ο ίδιος ο Καλλικράτης πέθανε εν πλω προς την Ρώμη, σε κάποιο από τα ταξίδια που έκανε για να τακτοποιήσει τα άνομα συμφέροντά του.
Καθισμένοι στο μικρό θέατρο του Λεοντίου, ανάμεσα στις φασκομηλιές και τα αγριολούλουδα που ξεπετάγονται από τις ρωγμές στις πώρινες κερκίδες, μέσα στην ερημιά των Βουνών, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς αυτό που δεν αντιλήφθηκε ο Καλλικράτης: το Βουνό είναι στην ίδια θέση εδώ και αιώνες, ο ποταμός κυλά πάντα ανάμεσα στις ρεματιές, οι βράχοι είναι αναπαυτικά ακουμπισμένοι εκεί που τους έβαλε ο Θεός, αλλά για τους ανθρώπους δεν μένει τίποτε μετά θάνατον σε αυτή την γη, παρά μόνο η φήμη.
Το θέατρο της Μαντινείας βρίσκεται στο χώρο της αγοράς, στην περιοχή, δηλαδή, όπου συγκεντρώνονταν οι πολιτικές, θρησκευτικές, πολιτιστικές και κοινωνικές δραστηριότητες της αρχαίας πόλης. Η μνεία του στο έργο του περιηγητή Παυσανία (8, 9, 2) είναι έμμεση: «Είδα και της Ήρας ναό κοντά στο θέατρο» γράφει. Πράγματι, το θέατρο ορίζει το δυτικό άκρο της αγοράς, στη νοτιοδυτική γωνία του σώζονται τα ερείπια του ναού της Ήρας και ακόμη νοτιότερα, ενός δεύτερου ναού, που ίσως ήταν του Δία Σωτήρα. Οι γνώσεις μας για το μνημείο βασίζονται στις γαλλικές ανασκαφές του 19ου αιώνα, που έφεραν στο φως τη σκηνή, την ορχήστρα και μερικά από τα χαμηλότερα εδώλια του κοίλου.
Η Μαντίνεια ήταν η πρώτη-και ίσως και μοναδική-πόλη στην Ιστορία που μετατράπηκε ολόκληρη σε λίμνη! Οι Μαντινείς αισθάνονταν ιδιαιτέρως ασφαλείς στην πόλη τους παρόλο που ήταν χτισμένη σε πεδιάδα, γιατί τους προστάτευε ένα γερό τείχος περιμέτρου 4 χιλιομέτρων, με περισσότερους από 120 πύργους, χτισμένο με μεγάλους ογκόλιθους στο κάτω μέρος του και με ένα ψηλό πλίνθινο εποικοδόμημα. Το καλοκαίρι του 385 π.Χ. οι Μαντινείς περίμεναν-δίχως να ανησυχούν ιδιαίτερα-την επίθεση ή την πολιορκία από τους Σπαρτιάτες που είχαν στρατοπεδεύσει στον κάμπο έξω από την πόλη τους.
Από όλα αυτά τα θαυμάσια οικοδομήματα, ο επισκέπτης θα δει μόνον ένα μέρος του θεάτρου της πόλης, μερικά θεμέλια των οικοδομημάτων της Αγοράς και τμήματα του τεραστίου τείχους της. Στην κορυφή του λόφου δίπλα στην πόλη, σώζωνται τα θεμέλια δύο Ναών του 6ου και του 7ου π.Χ. αιώνος.
Όλα αυτά ήλθαν στην επιφάνεια από τους αρχαιολόγους της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, με επικεφαλής τον καθηγητή Gustave Fugeres, που ανέσκαψαν εδώ πολύ νωρίς, το 1887-1888 μ.Χ.. Σήμερα τις "ανασκαφές" τις συνεχίζουν οι Έληνες γεωργοί με τα τρακτέρ τους, που εξακολουθούν να έχουν τα κτήματά τους μέσα στην περίμετρο του τείχους της αρχαίας πόλης. Την εποχή του οργώματος, έρχονται στις επιφάνεια εκατομμύρια κεραμικά θραύσματα και άλλα πολυτιμότερα αντικείμενα σκορπισμένα στο χώμα.
ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΗ, ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΗΣ
Στον δρόμο από την Μεγαλόπολη προς την Καρύταινα, βρίσκονται τα ερείπια του μεγαλύτερου αρχαιοελληνικού θεάτρου και ό,τι άλλο απέμεινε από την Μεγάλη Πόλη, γνωστή περισσότερο με το ρωμαϊκό της όνομα, Μεγαλόπολις. Την πόλη αυτή είχε ιδρύσει ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας το 371-368 π.Χ., μετά την νίκη του εναντίον των Σπαρτιατών στην μάχη που έγινε στα Λεύκτρα της Βοιωτίας. Για να περιορίσει όσο μπορούσε περισσότερο τους Σπαρτιάτες, δημιούργησε γύρω τους έναν κλοιό οχυρωμένων πόλεων (Μεγάλη Πόλις, Μεσσήνη, Άργος, Μαντίνεια) στις οποίες εγκατέστησε παραδοσιακούς εχθρούς των Σπαρτιατών που ήταν σκορπισμένοι σε μικρούς οικισμούς και αποτελούσαν μέχρι τότε εύκολή λεία. Μόνο για να συνοικήσει την Μεγάλη Πόλη άδειασε περίπου 40 χωριά. Οι ταλαιπωρημένοι Αρκάδες, που τότε μόλις είχαν ιδρύσει την Αρκαδική Ομοσπονδία, δέχθηκαν πρόθυμα αυτήν την συγκατοίκηση που τους έκανε να αισθάνονται ασφαλείς και δυνατοί, σε συνδυασμό μάλιστα με το ισχυρό τείχος-μήκους χιλιομέτρων-που περιέβαλε την νέα πόλη τους. Ήταν υπερήφανοι για το τεράστιο θέατρό τους, που χωρούσε άνετα 21.000 θεατές και είχε μια πηγή στο μέσον του κοίλου, που κυλούσε το νερό της σε αυλάκια ανάμεσα από τα καθίσματα και δρόσιζε τους θεατές.
Εκείνη την εποχή, αρχηγός των επαναστατημένων Μεσσηνίων ήταν ο Αριστομένης, που όταν ήταν μικρός οι Σπαρτιάτες τον πέταξαν στον Καιάδα, αλλά αυτός επέζησε και όρισε ως σκοπό της ζωής του να τιμωρήσει τους παρ'ολίγον φονιάδες του. Συνήθιζε να επιτίθεται σε Ιερά των Λακεδαιμονίων και να απαγάγει γυναίκες, τις οποίες άφηνε στην συνέχεια ελεύθερες, αφού πρώτα λάμβανε σημαντικά λύτρα. Όταν όμως επιτέθηκε στο Ιερό της Δήμητρας στην Αίγιλα, όπου οι γυναίκες ήταν συγκεντρωμένες για κάποια τελετή, οι άνδρες του σκόρπισαν κυνηγημένοι από τις οπλισμένες και αγριεμένες γυναίκες και ο ίδιος πιάστηκε αιχμάλωτος. Την επόμενη ημέρα τον περίμενε η τιμωρία του, που βεβαίως ήταν θάνατος, αλλά τον γλίτωσε η Ιέρεια της Δήμητρας Αρχιδάμεια, που τον ερωτεύθηκε από την πρώτη στιγμή που τον είδε και τον έβγαλε κρυφά από την φυλακή εκείνη την νύχτα.
Συνεχίζοντας βόρεια, στην διασταύρωση και προς τα δεξιά, υπάρχει το σημερινό χωριό Κότρωνας. Χωριό παραθαλάσσιο, πανέμορφο, και χτισμένο στην θέση της αρχαίας πόλης Τευθρώνη. Την πόλη αυτή είχε ιδρύσει κάποιος Αθηναίος ονόματι Τέυθρας, και, σύμφωνα με τον Παυσανία τον Περιηγητή που την επισκέφθηκε, ανήκε στο Κοινό των Ελευθερολακώνων, στις Λακωνικές πόλεις δηλαδή που οι Ρωμαίοι είχαν αποσπάσει από την εξουσία της Σπάρτης τον 2ο μ.Χ. αιώνα και τις είχαν ανακηρύξει ελεύθερες. Τα περισσότερα παλαιά οικοδομήματα (σπίτια και εκκλησίες) υπάρχουν πολλά εντοιχισμένα μέλη της αρχαίας Τευθρώνης.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΤΗΣ ΕΛΕΥΣΙΝΙΑΣ ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΣΤΗΝ ΒΑΣΙΛΙΔΑ
Οι ανασκαφές του αρχαιολογικού χώρου γίνονται με διπλοβάρδιες και με χρήματα της ΔΕΗ, προκειμένου να ολοκληρωθεί όσο πιο γρήγορα γίνεται η μελέτη και αποτύπωση της αρχαίας αυτής πόλεως και στην συνέχεια να δοθεί άδεια να μπουν οι εκσκαφείς της ΔΕΗ για να πάρουν τον λιγνίτη που βρίσκεται από κάτω.
Ο Παυσανίας στα Αρκαδικά του την αποκαλεί χωρίο. Βρισκόταν στις όχθες του Αλφειού, στους πρόποδες του Λυκαίου κοντά στην Αρκαδική Τραπεζούντα και ανήκε στην Παρρασία χώρα. Στην πολίχνη υπήρχε ιερό της Δήμητρας και οικιστής της πόλης θεωρούνταν ο Κύψελος, γιος του Κρεσφόντη. Η Βασιλίς ήταν απο τις πόλεις που εποίκησαν την Μεγαλόπολη όταν ιδρύθηκε από τον Επαμεινώνδα και από τότε εγκαταλείφθηκε.
Η θέση της αρχαίας πολίχνης δεν έχει ανασκαφεί αλλά πιστεύεται ότι βρίσκεται στην περιοχή ανάμεσα στον Αλφειό και το χωριό Ίσωμα.
Το θέατρο βρίσκεται στη Κάτω Βλασία του Δήμου Καλαβρύτων, η οποία ταυτίζεται με το αρχαίο Λεόντιο. Το μνημείο κτίστηκε στα Ελληνιστικά χρόνια (α΄ μισό του 3ου αι. π.Χ.).
Σήμερα από το θέατρο είναι ορατά το κοίλο, οι δύο πάροδοι, η ορχήστρα και το ορθογώνιο κτίριο έναντί της, που πιθανόν αποτελεί τη σκηνή.
Το θέατρο του Λεοντίου ήταν σχετικά μικρό και σήμερα έχουν αποκαλυφθεί εννέα σειρές εδωλίων ενώ οι ανώτερες σειρές ήταν μάλλον λαξευμένες στο βράχο. Οι πάροδοι του θεάτρου σώζονται σε ύψος δύο μέτρων.
Η ορχήστρα έχει διάμετρο 9μ., δάπεδο από πατημένο χώμα και αποχετευτικό αγωγό περιμετρικά για τη συλλογή των ομβρίων υδάτων. Έναντι της ορχήστρας βρίσκεται κτήριο ορθογώνιας κάτοψης, που πιθανόν ανήκει στη σκηνή.
Το 1958 ο Ν. Γιαλούρης πραγματοποίησε σωστική ανασκαφική έρευνα στο λόφο Καστρίτσι και αποκάλυψε το μικρών διαστάσεων θέατρο. Το 2002 η ΣΤ΄ Ε.Π.Κ.Α. ενέταξε τον αρχαιολογικό χώρο της Κάτω Βλασίας Καλαβρύτων στο Γ΄ Κ.Π.Σ., με σκοπό την ανάπλαση και ανάδειξή του.
Αρχαιολόγος
Αλεξοπούλου Γεωργία
Το Λεόντιο ήταν μία από τις δώδεκα πόλεις της Αχα'ι'κής Συμπολιτείας, για το οποίον δεν σώθηκαν πολλές πληροφορίες. Ακόμη και η θέση του ήταν αβέβαιη. Οι αρχαιολόγοι το αναζητούσαν στις νότιες πλαγιές του Παναχα'ι'κού, όπου ένα χωριό μάλιστα, το οποίο νόμιζαν ότι ήταν χτισμένο κοντά στην αρχαία πόλη, μετονομάσθηκε από Γουρζούμισσα σε Λεόντιο. Το Αρχαίο Λεόντιο όμως, εντοπίσθηκε τελικά αρκετά πιο νότια, στον λόφο Καστρίτσι (852 μ.), ανάμεσα στο Παναχα'ι'κόν και στον Ερύμανθο, δίπλα στον Σελινούντα ποταμό.
Τα μόνα λείψανα της αρχαίας αυτής πόλης που είναι σήμερα ορατά (αφού δεν έχουν γίνει ακόμη ανασκαφές) είναι το θέατρο, που είναι χτισμένο στην πλαγιά ενός λόφου και με ωραία θέα προς τον Σελινούντα ποταμό, καθώς και λίγα θεμέλια από το τείχος της ακρόπολης.
Το Λεόντιο βρισκόταν σε στρατηγική θέση -στα σύνορα Αχα'ί'ας-Αρκαδίας- και θα πρέπει να ήταν μια πλούσια και ισχυρή πόλη. Όμως δυσφημίστηκε από έναν πολίτη της, που έμεινε στην Ιστορία ως "ο κακός δαίμων της Ελλάδος" (Παυσανίας, 7,11,3), ο Καλλικράτης.
Αυτός ο Καλλικράτης (ουδεμία σχέση με τον περίφημο Καλλικράτη, αρχιτέκτονα του Παρθενώνα) έφθασε να γίνει στρατηγός της Αχα'ι'κής Συμπολιτείας, αλλά αντί να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των Αχαιών, προωθούσε τα προσωπικά του συμφέροντα καθώς και τα συμφέροντα των Ρωμαίων, των μεγάλων αντιπάλων των Αχαιών, με τους οποίους συνεργαζόταν κρυφά. Όσο ήταν στρατηγός, κατάφερε να στείλει περισσότερους από 1.000 επιφανείς Έλληνες να δικασθούν στην Ρώμη-με την κατηγορία ότι υποστήριζαν τον Μακεδόνα βασιλέα Περσέα, αντίπαλο των Ρωμαίων-τους οποίους οι Ρωμαίοι στην συνέχεια εξόρισαν σε διάφορα χωριά της Σικελίας. Περίπου 300 από αυτούς κατάφεραν ύστερα από πολλά χρόνια να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, ενώ οι υπόλοιποι πέθαναν στην εξορία. Ο ίδιος ο Καλλικράτης πέθανε εν πλω προς την Ρώμη, σε κάποιο από τα ταξίδια που έκανε για να τακτοποιήσει τα άνομα συμφέροντά του.
Καθισμένοι στο μικρό θέατρο του Λεοντίου, ανάμεσα στις φασκομηλιές και τα αγριολούλουδα που ξεπετάγονται από τις ρωγμές στις πώρινες κερκίδες, μέσα στην ερημιά των Βουνών, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς αυτό που δεν αντιλήφθηκε ο Καλλικράτης: το Βουνό είναι στην ίδια θέση εδώ και αιώνες, ο ποταμός κυλά πάντα ανάμεσα στις ρεματιές, οι βράχοι είναι αναπαυτικά ακουμπισμένοι εκεί που τους έβαλε ο Θεός, αλλά για τους ανθρώπους δεν μένει τίποτε μετά θάνατον σε αυτή την γη, παρά μόνο η φήμη.
Η ΑΡΧΑΙΑ ΜΑΝΤΙΝΕΙΑ
Η έλλειψη συστηματικής ανασκαφικής έρευνας και μελέτης του μνημείου εμποδίζουν προς το παρόν την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων για τη χρονολόγησή του. Σύμφωνα, όμως, με τις ενδείξεις, η ανέγερση της πρώτης οικοδομικής φάσης του πρέπει να συσχετισθεί με την επανίδρυση της πόλης μετά το 370 π.κ.χ., ενώ την τελική μορφή του πήρε κατά την αυτοκρατορική περίοδο. Πρόκειται για μικρό, σχετικά, θέατρο, του οποίου η χωρητικότητα υπολογίζεται σε 6.200 θεατές. Το κοίλο με τις θέσεις των θεατών εδράζεται σε τεχνητή επίχωση πάνω στο φυσικό επίπεδο έδαφος, η οποία συγκρατείται από ισχυρό ανάλημμα ημικυκλικού σχήματος και διαμέτρου 66,3 μ. Η εξωτερική παρειά του ισχυρού αυτού αναλήμματος είναι κτισμένη από λιθοπλίνθους κατά το πολυγωνικό σύστημα, τεχνικό στοιχείο που θα επέτρεπε να τοποθετήσουμε χρονικά την ίδρυση του μνημείου το νωρίτερο στον 4ο αι. π.κ.χ.
Το ανάλημμα του κοίλου ήταν προσιτό από έξω, αφού σώζονται σε αυτό κλίμακες ανόδου, που επέτρεπαν την είσοδο των θεατών απευθείας στο άνω διάζωμα. Υπολογίζεται ότι το κοίλο διέθετε στην τελική μορφή του 32 σειρές εδωλίων. Σήμερα σώζονται μόνο οι κατώτερες σειρές, οι οποίες χωρίζονται, με οκτώ κλίμακες, σε οκτώ κερκίδες. Για την κατασκευή των καθισμάτων των θεατών χρησιμοποιήθηκε ντόπιος ασβεστόλιθος αλλά και λευκό μάρμαρο. Η ορχήστρα, που προοριζόταν για τα δρώμενα, αποτελεί τμήμα κύκλου και έχει ακτίνα 10,85 μ. Πίσω από την ορχήστρα και ανατολικά του κοίλου έχουν έλθει στο φως αρχιτεκτονικά λείψανα της σκηνής του μνημείου.
Το θέατρο αποκαλύφθηκε στις ανασκαφές που διενήργησε στη Μαντινεία η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή το 19ο αιώνα. Η συστηματική ανασκαφική διερεύνηση και μελέτη του αναμένεται να δώσουν ικανοποιητικές απαντήσεις σχετικά με την χρονολογία ίδρυσής του, την εξέλιξή του διαμέσου των αιώνων, την ακριβή αρχιτεκτονική μορφή του καθώς και με τις ενδεχόμενες ποικίλες λειτουργίες του σε συνάρτηση με την ιστορική διαδρομή της αρχαίας Μαντινείας.
Συντάκτης: Άννα-Βασιλική Καραπαναγιώτου, αρχαιολόγος
Το θέατρο αποκαλύφθηκε στις ανασκαφές που διενήργησε στη Μαντινεία η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή το 19ο αιώνα. Η συστηματική ανασκαφική διερεύνηση και μελέτη του αναμένεται να δώσουν ικανοποιητικές απαντήσεις σχετικά με την χρονολογία ίδρυσής του, την εξέλιξή του διαμέσου των αιώνων, την ακριβή αρχιτεκτονική μορφή του καθώς και με τις ενδεχόμενες ποικίλες λειτουργίες του σε συνάρτηση με την ιστορική διαδρομή της αρχαίας Μαντινείας.
Συντάκτης: Άννα-Βασιλική Καραπαναγιώτου, αρχαιολόγος
Η Μαντίνεια ήταν η πρώτη-και ίσως και μοναδική-πόλη στην Ιστορία που μετατράπηκε ολόκληρη σε λίμνη! Οι Μαντινείς αισθάνονταν ιδιαιτέρως ασφαλείς στην πόλη τους παρόλο που ήταν χτισμένη σε πεδιάδα, γιατί τους προστάτευε ένα γερό τείχος περιμέτρου 4 χιλιομέτρων, με περισσότερους από 120 πύργους, χτισμένο με μεγάλους ογκόλιθους στο κάτω μέρος του και με ένα ψηλό πλίνθινο εποικοδόμημα. Το καλοκαίρι του 385 π.Χ. οι Μαντινείς περίμεναν-δίχως να ανησυχούν ιδιαίτερα-την επίθεση ή την πολιορκία από τους Σπαρτιάτες που είχαν στρατοπεδεύσει στον κάμπο έξω από την πόλη τους.
Οι αποθήκες ήταν γεμάτες από τρόφιμα, ύδρευση στην πόλη υπήρχε, καθώς ένας ποταμός διέσχιζε την πόλη τους μπαίνοντας και βγαίνοντας από δύο στενές τρύπες στην νότια και βόρεια πλευρά του τείχους. Όσο για τους στρατιώτες τους, ήταν αξιόμαχοι και με ακμαίο ηθικό. Ο βασιλιάς των Σπαρτιατών Αγησίπολις όμως είχε μια εξαιρετική ιδέα, με την οποία κατέλαβε την πόλη χωρίς απώλειες του στρατού του: Έστειλε δικούς του στρατιώτες την νύκτα και έφραξαν με μεγάλες πέτρες την έξοδο του ποταμού στην βόρεια πλευρά του τείχους! Την επόμενη μέρα οι Μαντινείς είδαν το νερό να έχει πλημμυρίσει τα πάντα. Όταν η στάθμη του νερού έφθασε στο ύψος του πλίνθινου τείχους, το ξεραμένο χώμα των πλίνθων έγινε λάσπη και παρασύρθηκε από τα νερά, όπως και οι τοίχοι των σπιτιών, τα δημόσια οικοδομήματα, τα πάντα!
Οι Σπαρτιάτες περίμεναν έξω από τα τείχη τους Μαντινείς δείχνοντάς τους τον δρόμο για την εξορία.
Γενικά με την εξωτερική πολιτική οι Μαντινείς δεν τα πήγαν καλά, καθώς ποτέ ήταν με την μία ή την άλλη παράταξη, κάνοντας πάντοτε λάθος επιλογές, με αποτέλεσμα να βγαίνουν συνεχώς χαμένοι. Την πιο οδυνηρή ήττα τους της υπέστησαν το 223 π.Χ. από τους Μακεδόνες και τον βασιλέα τους Αντίγονο Δώσωνα, ο οποίος τους εξόρισε ομαδικώς, εγκατέστησε στην πόλη νέους κατοίκους και την μετονόμασε σε Αντιγονεία.
Γενικά με την εξωτερική πολιτική οι Μαντινείς δεν τα πήγαν καλά, καθώς ποτέ ήταν με την μία ή την άλλη παράταξη, κάνοντας πάντοτε λάθος επιλογές, με αποτέλεσμα να βγαίνουν συνεχώς χαμένοι. Την πιο οδυνηρή ήττα τους της υπέστησαν το 223 π.Χ. από τους Μακεδόνες και τον βασιλέα τους Αντίγονο Δώσωνα, ο οποίος τους εξόρισε ομαδικώς, εγκατέστησε στην πόλη νέους κατοίκους και την μετονόμασε σε Αντιγονεία.
Έναν αιώνα περίπου αργότερα, γύρω στο 125 π.Χ., ο αυτοκράτωρ Αδριανός ευεργέτησε αυτήν την πόλη στολίζοντάς την με θαυμάσια οικοδομήματα και επαναφέροντας το αρχικό της όνομα.
Από όλα αυτά τα θαυμάσια οικοδομήματα, ο επισκέπτης θα δει μόνον ένα μέρος του θεάτρου της πόλης, μερικά θεμέλια των οικοδομημάτων της Αγοράς και τμήματα του τεραστίου τείχους της. Στην κορυφή του λόφου δίπλα στην πόλη, σώζωνται τα θεμέλια δύο Ναών του 6ου και του 7ου π.Χ. αιώνος.
Όλα αυτά ήλθαν στην επιφάνεια από τους αρχαιολόγους της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, με επικεφαλής τον καθηγητή Gustave Fugeres, που ανέσκαψαν εδώ πολύ νωρίς, το 1887-1888 μ.Χ.. Σήμερα τις "ανασκαφές" τις συνεχίζουν οι Έληνες γεωργοί με τα τρακτέρ τους, που εξακολουθούν να έχουν τα κτήματά τους μέσα στην περίμετρο του τείχους της αρχαίας πόλης. Την εποχή του οργώματος, έρχονται στις επιφάνεια εκατομμύρια κεραμικά θραύσματα και άλλα πολυτιμότερα αντικείμενα σκορπισμένα στο χώμα.
Σημαντικό στοιχείο, δείγμα της αρτηριοσκληρωτικής γραφειοκρατίας του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, και αιτία των δεινών του αρχαιολογικού αυτού χώρου, είναι ότι η σημαντική αυτή αρχαία πόλη, που καταλάμβανε μια έκταση περίπου 1.000 στρεμμάτων, μόλις τον Ιούλιο του 2003 μ.Χ. ανακηρύχθηκε επίσημα αρχαιολογικός χώρος.
Τελευταία αναλαμπή της Μεγάλης Πόλεως ήταν ένα λαμπρό τέκνο της, ο στρατηγός Φοιλοποίμην, του οποίου την συγκλονιστική προσωπικότητα μας περιγράφει ο Πλούταρχος. Ο Φοιλοποίμην έμεινε στην Ιστορία ως-και πράγματι ήταν-ο τελευταίος μεγάλος Έλλην. Ήταν αυτός που επιτέλους κατάφερε να ενώσει το 207 π.Χ. τις δύο Πελοποννησιακές Συμμαχίες, την Αχαϊκή Συμπολιτεία και την Αρκαδική Ομοσπονδία, και μάλιστα να πείσει (μετά από 2 φοβερές μάχες εναντίον τους βέβαια, το 194 π.Χ.) και τους Σπαρτιάτες να ενωθούν και με τους υπόλοιπους Πελοποννήσιους. Έτσι για πρώτη φορά στην Ιστορία της, όλη η Πελοπόννησος ενώθηκε σε μια συμμαχία, πράγμα που εμπόδιζε τα επεκτατικά σχέδια της Ρώμης. Οι Ρωμαίοι, που κατάλαβαν ότι η ενωμένη Πελοπόννησος ήταν μεγάλη και δεν κυριευόταν εύκολα, κινήθηκαν παρασκηνιακά για να σπάσουν αυτήν την συμμαχία, να διαιρεθεί και πάλι σε διάφορα αντίπαλα στρατόπεδα και έτσι να την κυριεύσουν εύκολα. Πρώτα έπεισαν τους Σπαρτιάτες να αποστατήσουν, αλλά ο Φιλοποίμην επενέβη άμεσα, κυρίευσε την πόλη τους, γκρέμισε τα τείχη της, και τους επανέφερε στην συμμαχική πειθαρχία. Το 183 π.Χ. όμως αποστάτησαν και οι Μεσσήνιοι, παακινημένοι από τον αρχηγό της ολιγαρχικής παρατάξεως της πόλεως, τον Δεινοκράτη. Ο εβδομηντάχρονος Φιλοποίμην έσπευσε και πάλι ταχέως, αλλά την τελευταία στιγμή έπεσε από το άλογό του και χτύπησε στο κεφάλι. Οι Μεσσήνιοι κατάφεραν και τον έπιασαν αιχμάλωτο, τον παρέδωσαν στον Δεινοκράτη, και αυτός τον δολοφόνησε με δηλητήριο. Αμέσως μετά τον θάνατο του Φιλοποίμενος η συμμαχία διασπάσθηκε και ήταν πλέον εύκολος στόχος για τους Ρωμαίους.
Σήμερα ο αρχαιολογικός χώρος της Μεγαλοπόλεως προκαλεί θλίψη με την πλήρη του εγκατάλειψη. Από το 1890-1893 μ.Χ. που ήλθαν στο φως αυτά τα αρχαία από την Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή, ελάχιστα πράγματα έχουν γίνει.
Το 1996 μ.Χ. ο αναλημματικός τοίχος της σκηνής του θεάτρου κατέρρευσε, ενώ τον ίδιο χρόνο γύρω στα 500.000.000 δρχ. που είχαν εγκριθεί για εργασίες συντηρήσεως και αναστηλώσεως από το Β' ΚΠΣ, δεν αξιοποιήθηκαν και επιστράφηκαν.
ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΗΣ ΜΕ ....ΕΛΕΦΑΝΤΕΣ!!!!!
Ελέφαντες στη νότια Πελοπόννησο
Από την παλαιολιθική εποχή ως τους ελληνιστικούς χρόνους
«Ο στρατός του Πολυπέρχοντος με 20.000 πεζούς, 1.000 ιππείς και 65 ελέφαντες φθάνει στην Αρκαδία το 319 π.Χ. και ετοιμάζεται να πολιορκήσει τη Μεγαλόπολη. Είναι η πρώτη φορά σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο και σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου που χρησιμοποιήθηκαν ελέφαντες για πολεμικούς σκοπούς».
Σ’ ένα μοναδικό ιστορικό οδοιπορικό, που ξεκινά από τα Μαμούθ και τα Δεινοθήρια της Παλαιολιθικής Εποχής και φτάνει ως τις πολιορκίες της Μεγαλόπολης, της Σπάρτης και του Άργους από τους ελέφαντες των Μακεδόνων και των Ηπειρωτών του βασιλιά Πύρρου, ταξίδεψε το κοινό του ο αρχαιολόγος της Ε’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Σπάρτης, Λεωνίδας Σουχλέρης.
Αφορμή στάθηκε η «Γ’ Ιστορική και Αρχαιολογική Περιήγηση στη Λακεδαίμονα», που έγινε τον Αύγουστο του 2012 στο όμορφο χωριό Αγόριανη της Λακωνίας, μια εκδήλωση που συνδιοργάνωσαν ο Εξωραϊστικός και Πολιτιστικός Σύλλογος Αγόριανης, το Νομικό Πρόσωπο Πολιτισμού, Αθλητισμού και Περιβάλλοντος του Δήμου Σπάρτης και οι Μικροί Εξερευνητές Αγόριανης.
Η διάλεξη του Λεωνίδα Σουχλέρη εντυπωσίασε τους συμμετέχοντες. Και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, καθώς η ομιλία του («Οι πολιορκίες της Μεγαλόπολης και της Σπάρτης από τους διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η χρήση των ελεφάντων στις πολιορκίες και η παρουσία τους στη νότια Πελοπόννησο από την Παλαιολιθική Εποχή έως και τους Παλαιοχριστιανικούς χρόνους») είχε όλα όσα χρειάζεται για να θεωρηθεί επιτυχημένη: άρτια παρουσίαση, πλούσιο φωτογραφικό υλικό και –κυρίως– πρωτότυπη θεματολογία. «Αφορμή για να ερευνήσω αυτό το θέμα με τους ελέφαντες και τη χρήση τους στην αρχαιότητα αποτέλεσαν κινητά αρχαιολογικά ευρήματα που εντοπίστηκαν σε ανασκαφή στο αρχαίο θέατρο της Ηφαιστίας στη Λήμνο την περίοδο 2002-2005. Συγκεκριμένα δύο πήλινα ειδώλια ελεφάντων, τα οποία ήταν αφιερωμένα σε ένα ιερό προς τιμήν του βασιλικού οίκου των Σελευκιδών, που από τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. βασίλεψαν στη Μικρά Ασία και τη Μέση Ανατολή», δηλώνει στο ΑΜΠΕ ο αρχαιολόγος της Ε’ ΕΠΚΑ.
Τι σχέση όμως μπορεί να έχουν αυτά με την Πελοπόννησο; «Η σχέση δημιουργήθηκε το 2009 όταν υπηρετώντας στην Αρχαιολογική Υπηρεσία της Αρκαδίας (ΛΘ’ ΕΠΚΑ) παραδόθηκε από μια κάτοικο της Κοινότητας Κακουραίικα Ηραίας (επαρχία Μεγαλόπολης) ένα μολύβδινο πλακίδιο με παράσταση ελεφάντων και στις δύο πλευρές του. Κι ενώ η ταύτιση στη Λήμνο ήταν εύκολη λόγω της γειτνίασης με την Ανατολή, γεγονός που θα μπορούσε να δώσει αφορμές για την κατασκευή αυτών των αντικειμένων πηλοπλαστικής, στην Πελοπόννησο δεν υπάρχουν στοιχεία για λατρευτικές πρακτικές που συνδέονταν τόσο έντονα με την Ανατολή στους Κλασικούς και πρώιμους Ελληνιστικούς χρόνους», τονίζει.
Στην προσπάθειά του να βρει αυτή τη σύνδεση, ο κ. Σουχλέρης προσέτρεξε στα ιστορικά γεγονότα. Τα αποτελέσματα των ερευνών του μεταφέρθηκαν με γλαφυρό τρόπο στο κοινό της ημερίδας –της τρίτης στη σειρά που γίνεται στο λακωνικό χωριό– το οποίο με ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρακολούθησε την ξεχωριστή αυτή ιστορική διαδρομή.
Πότε όμως εμφανίζονται οι πρώτοι ελέφαντες στην Πελοπόννησο; «Σύμφωνα με τα πορίσματα της Παλαιοντολογικής Αρχαιολογίας, η πρώτη εμφάνιση των ελεφάντων στην Πελοπόννησο έγινε πριν από 5 εκατομμύρια χρόνια, ενώ πριν από 2.000.000-10.000 χρόνια συναντάμε στη Λακωνία και την Αρκαδία και ιδιαίτερα στην επαρχία Μεγαλόπολης, στην περιοχή της Σπάρτης και του Βλαχιώτη, το Μαμούθ του νότου, το Μαμούθ της Τούνδρας και τον Πρώιμο Ελέφαντα (Elephas antiquus)», δηλώνει ο κ. Σουχλέρης.
Την πρώτη αρχαιολογική μαρτυρία για την ύπαρξη των παραπάνω ελεφάντων προκάλεσε ένα τυχαίο γεγονός που έγινε το 1902. Στο δυτικό άκρο της λεκάνης της Μεγαλόπολης, στους πρόποδες του όρους Λύκαιου, ένας ξυλοκόπος από το χωριό Ίσωμα Καρυών κατέβηκε στη γειτονική απότομη χαράδρα, ψάχνοντας για το τσεκούρι του. Εκεί είδε να ξεπροβάλλουν πελώρια οστά. Το εύρημα αποτέλεσε την περίφημη πλειστοκαινική πανίδα.
Τον ίδιο χρόνο ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Θεόδωρος Σκούφος έκανε ανασκαφές τόσο σε αυτό το σημείο όσο και χαμηλότερα, κοντά στην κοίτη του Αλφειού, αποκαλύπτοντας πέντε τόνους απολιθωμένων σκελετών, έναν ανεκτίμητο θησαυρός γνώσεων που σήμερα βρίσκονται στο Παλαιοντολογικό Μουσείο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το πιο πρόσφατο παλαιοντολογικό εύρημα στην περιοχή της Μεγαλόπολης εντοπίστηκε πριν από ένα χρόνο, όταν κατά τη διάρκεια ελέγχου εκσκαφών της ΔΕΗ αποκαλύφθηκαν τμήματα από μεγάλο χαυλιόδοντα της οικογένειας των Ελεφάντων, που χρονολογείται την περίοδο του Πλειστόκαινου (ηλικίας 2.000.000-10.000 χρόνων). Η αρχαιολογική έρευνα συνεχίστηκε από την Εφορεία Σπηλαιολογίας και Παλαιοανθρωπολογίας Νότιας Ελλάδος από όπου περιμένουμε τα τελικά αποτελέσματα της έρευνας.
Η συνέχεια της «αφήγησης» είναι ακόμα πιο ενδιαφέρουσα: «Η ύπαρξη απολιθωμένων οστών ήταν ήδη γνωστή από την αρχαιότητα. Οι κάτοικοι της περιοχής μάλιστα απέδιδαν τα μεγαλύτερα από αυτά (προφανώς εκείνων των παχύδερμων) σε γίγαντες η σε μυθικούς ήρωες», τονίζει ο αρχαιολόγος, κάνοντας έναν ακόμα αποκαλυπτικό συσχετισμό: «Η ταύτιση των οστών της οικογένειας των προβοσκιδωτών (δηλ. των ελεφάντων) με ανθρωπόμορφα όντα ή μυθικούς ήρωες είναι αληθοφανής, καθώς σε προφίλ το κρανίο ενός ελέφαντα θυμίζει σε μεγέθυνση κρανίο ανθρώπου, όπως και τα δόντια τους αλλά και οι σπόνδυλοι και τα πλευρά θα μπορούσαν να είναι τοποθετημένα με τέτοιο τρόπο ώστε να θυμίζουν υπολείμματα γιγάντιου ανθρώπου. Τα οστά, κυρίως των άκρων, μπορούν να θεωρηθούν ανθρώπινα, αφού μορφολογικά είναι παρόμοια και η μόνη εμφανής διαφορά είναι το κατά πολύ μεγαλύτερο μέγεθός τους».
Πολιορκίες με ελέφαντες
Το «ταξίδι» συνεχίζεται στη Μεγαλόπολη το 319 π.Χ., όταν η Αρκαδία ενεπλάκη στους πολέμους των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου για την κατάκτηση της εξουσίας της μεγάλης του αυτοκρατορίας. Ένας από αυτούς, ο Πολυπέρχων, εκστρατεύει στη Μεγαλόπολη. Μεταξύ των δυνάμεών του ήταν και 65 ελέφαντες. Το πώς κατάφεραν οι Μεγαπολίτες να τον νικήσουν αναφέρεται στις αρχαίες πηγές (Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκην ιστορικήν, ΙΗ’ 69-72). Όσο για το θέμα των ελεφάντων, εκείνο που κάνει ιδιαίτερη αίσθηση είναι, σύμφωνα με τον Δ. Σικελιώτη, «…η επινοητικότητα ενός ανθρώπου, του Δάμι, που είχε πάει με τον Αλέξανδρο στην Ασία και γνώριζε τη φύση και τη χρησιμότητα των πελώριων αυτών ζώων».
Αυτό που έκανε ο Δάμις ήταν να πάρει μεγάλες πόρτες, να καρφώσει πάνω τους πυκνά, μυτερά καρφιά και να τις στρώσει μέσα σε ρηχά ορύγματα, κρύβοντας τις μύτες των καρφιών. Έπειτα, άφησε ελεύθερη δίοδο για την πόλη, που περνούσε από πάνω τους, μη βάζοντας αντιμέτωπο κανέναν στρατιώτη, αλλά τοποθέτησε στα πλάγια ένα πλήθος ακοντιστών, τοξοτών και καταπελτών που εκσφενδόνιζαν βέλη. Όταν ο Πολυπέρχων διέταξε την ομαδική έφοδο των θηρίων, συνέβη κάτι τελείως απροσδόκητο στους ελέφαντες: με την πίεση που τους ασκούσαν οι Ινδοί αναβάτες τους και καθώς το πέρασμα ήταν ελεύθερο, οι ελέφαντες, που είχαν πάρει φόρα, άρχισαν να πατούν πάνω στις πόρτες με τα καρφιά, με αποτέλεσμα τα πόδια τους να τραυματίζονται και από το βάρος να καρφώνονται γερά επάνω στα καρφιά, μην μπορώντας να προχωρήσουν άλλο μα ούτε και να γυρίσουν πίσω λόγω της δυσκινησίας τους. Ταυτόχρονα από τα πλάγια έπεφταν βροχή τα βέλη, ενώ από τους Ινδούς άλλοι σκοτώνονταν και άλλοι τραυματίζονταν βαριά, μη μπορώντας πλέον να οδηγήσουν τα ζώα.
«Τα θηρία, από την άλλη, πληγωμένα από τα βέλη και από τα καρφιά, πονούσαν πολύ και γύρναγαν προς τους ανθρώπους που γνώριζαν καταπατώντας, όμως, πολλούς από αυτούς. Τέλος, ο ελέφαντας ο πιο ρωμαλέος και επιβλητικός έπεσε, ενώ από τους υπόλοιπους άλλοι αχρηστεύονταν εντελώς και άλλοι έφερναν τον θάνατο στους δικούς τους», αναφέρει ο ομιλητής μέσω της αρχαίας πηγής (Διοδ. Σικελιώτης ΙΗ’ 71-72).
Οι Μακεδόνες μετά το 319 π.Χ. δεν ξαναχρησιμοποίησαν ελέφαντες σε πολεμικές επιχειρήσεις στον σημερινό ελλαδικό χώρο. «Η μεγάλη νίκη των Μεγαλοπολιτών εναντίον των Μακεδόνων του Πολυπέρχοντα ίσως να αποτέλεσε την αφορμή να αφιερωθεί αυτό το μικρό μολύβδινο ειδώλιο του ελέφαντα σε κάποιο ιερό η ναό της περιοχής ως ένδειξη ευγνωμοσύνης στους θεούς, που προστάτευσαν τον στρατιώτη και την πόλη», καταλήγει.
Η τελευταία χρήση των ελεφάντων για πολεμικούς σκοπούς έγινε από τον Πύρρο, τον βασιλιά της Ηπείρου, ο οποίος προσπάθησε και αυτός να αλώσει με τη βοήθεια των πολεμικών ελεφάντων το 272 π.Χ. τόσο τη Σπάρτη όσο και το Άργος. Όμως, η τόλμη και η επινοητικότητα των κατοίκων της Σπάρτης, ανδρών και γυναικών, ανέκοψε την πορεία του. Το τραγικό τέλος του όλου εγχειρήματος –αλλά και του ίδιου του Πύρρου– γράφτηκε στο Άργος, όπου οι στενοί δρόμοι της πόλης έγιναν θανάσιμη παγίδα για τα πελώρια ζώα, που στην προσπάθειά τους να κινηθούν τραυματίζονταν και καταπλάκωναν φίλους και εχθρούς.
ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΗΣ ΜΕ ....ΕΛΕΦΑΝΤΕΣ!!!!!
Ελέφαντες στη νότια Πελοπόννησο
Από την παλαιολιθική εποχή ως τους ελληνιστικούς χρόνους
«Ο στρατός του Πολυπέρχοντος με 20.000 πεζούς, 1.000 ιππείς και 65 ελέφαντες φθάνει στην Αρκαδία το 319 π.Χ. και ετοιμάζεται να πολιορκήσει τη Μεγαλόπολη. Είναι η πρώτη φορά σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο και σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου που χρησιμοποιήθηκαν ελέφαντες για πολεμικούς σκοπούς».
Σ’ ένα μοναδικό ιστορικό οδοιπορικό, που ξεκινά από τα Μαμούθ και τα Δεινοθήρια της Παλαιολιθικής Εποχής και φτάνει ως τις πολιορκίες της Μεγαλόπολης, της Σπάρτης και του Άργους από τους ελέφαντες των Μακεδόνων και των Ηπειρωτών του βασιλιά Πύρρου, ταξίδεψε το κοινό του ο αρχαιολόγος της Ε’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Σπάρτης, Λεωνίδας Σουχλέρης.
Αφορμή στάθηκε η «Γ’ Ιστορική και Αρχαιολογική Περιήγηση στη Λακεδαίμονα», που έγινε τον Αύγουστο του 2012 στο όμορφο χωριό Αγόριανη της Λακωνίας, μια εκδήλωση που συνδιοργάνωσαν ο Εξωραϊστικός και Πολιτιστικός Σύλλογος Αγόριανης, το Νομικό Πρόσωπο Πολιτισμού, Αθλητισμού και Περιβάλλοντος του Δήμου Σπάρτης και οι Μικροί Εξερευνητές Αγόριανης.
Η διάλεξη του Λεωνίδα Σουχλέρη εντυπωσίασε τους συμμετέχοντες. Και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, καθώς η ομιλία του («Οι πολιορκίες της Μεγαλόπολης και της Σπάρτης από τους διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η χρήση των ελεφάντων στις πολιορκίες και η παρουσία τους στη νότια Πελοπόννησο από την Παλαιολιθική Εποχή έως και τους Παλαιοχριστιανικούς χρόνους») είχε όλα όσα χρειάζεται για να θεωρηθεί επιτυχημένη: άρτια παρουσίαση, πλούσιο φωτογραφικό υλικό και –κυρίως– πρωτότυπη θεματολογία. «Αφορμή για να ερευνήσω αυτό το θέμα με τους ελέφαντες και τη χρήση τους στην αρχαιότητα αποτέλεσαν κινητά αρχαιολογικά ευρήματα που εντοπίστηκαν σε ανασκαφή στο αρχαίο θέατρο της Ηφαιστίας στη Λήμνο την περίοδο 2002-2005. Συγκεκριμένα δύο πήλινα ειδώλια ελεφάντων, τα οποία ήταν αφιερωμένα σε ένα ιερό προς τιμήν του βασιλικού οίκου των Σελευκιδών, που από τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. βασίλεψαν στη Μικρά Ασία και τη Μέση Ανατολή», δηλώνει στο ΑΜΠΕ ο αρχαιολόγος της Ε’ ΕΠΚΑ.
Τι σχέση όμως μπορεί να έχουν αυτά με την Πελοπόννησο; «Η σχέση δημιουργήθηκε το 2009 όταν υπηρετώντας στην Αρχαιολογική Υπηρεσία της Αρκαδίας (ΛΘ’ ΕΠΚΑ) παραδόθηκε από μια κάτοικο της Κοινότητας Κακουραίικα Ηραίας (επαρχία Μεγαλόπολης) ένα μολύβδινο πλακίδιο με παράσταση ελεφάντων και στις δύο πλευρές του. Κι ενώ η ταύτιση στη Λήμνο ήταν εύκολη λόγω της γειτνίασης με την Ανατολή, γεγονός που θα μπορούσε να δώσει αφορμές για την κατασκευή αυτών των αντικειμένων πηλοπλαστικής, στην Πελοπόννησο δεν υπάρχουν στοιχεία για λατρευτικές πρακτικές που συνδέονταν τόσο έντονα με την Ανατολή στους Κλασικούς και πρώιμους Ελληνιστικούς χρόνους», τονίζει.
Στην προσπάθειά του να βρει αυτή τη σύνδεση, ο κ. Σουχλέρης προσέτρεξε στα ιστορικά γεγονότα. Τα αποτελέσματα των ερευνών του μεταφέρθηκαν με γλαφυρό τρόπο στο κοινό της ημερίδας –της τρίτης στη σειρά που γίνεται στο λακωνικό χωριό– το οποίο με ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρακολούθησε την ξεχωριστή αυτή ιστορική διαδρομή.
Πότε όμως εμφανίζονται οι πρώτοι ελέφαντες στην Πελοπόννησο; «Σύμφωνα με τα πορίσματα της Παλαιοντολογικής Αρχαιολογίας, η πρώτη εμφάνιση των ελεφάντων στην Πελοπόννησο έγινε πριν από 5 εκατομμύρια χρόνια, ενώ πριν από 2.000.000-10.000 χρόνια συναντάμε στη Λακωνία και την Αρκαδία και ιδιαίτερα στην επαρχία Μεγαλόπολης, στην περιοχή της Σπάρτης και του Βλαχιώτη, το Μαμούθ του νότου, το Μαμούθ της Τούνδρας και τον Πρώιμο Ελέφαντα (Elephas antiquus)», δηλώνει ο κ. Σουχλέρης.
Την πρώτη αρχαιολογική μαρτυρία για την ύπαρξη των παραπάνω ελεφάντων προκάλεσε ένα τυχαίο γεγονός που έγινε το 1902. Στο δυτικό άκρο της λεκάνης της Μεγαλόπολης, στους πρόποδες του όρους Λύκαιου, ένας ξυλοκόπος από το χωριό Ίσωμα Καρυών κατέβηκε στη γειτονική απότομη χαράδρα, ψάχνοντας για το τσεκούρι του. Εκεί είδε να ξεπροβάλλουν πελώρια οστά. Το εύρημα αποτέλεσε την περίφημη πλειστοκαινική πανίδα.
Τον ίδιο χρόνο ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Θεόδωρος Σκούφος έκανε ανασκαφές τόσο σε αυτό το σημείο όσο και χαμηλότερα, κοντά στην κοίτη του Αλφειού, αποκαλύπτοντας πέντε τόνους απολιθωμένων σκελετών, έναν ανεκτίμητο θησαυρός γνώσεων που σήμερα βρίσκονται στο Παλαιοντολογικό Μουσείο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το πιο πρόσφατο παλαιοντολογικό εύρημα στην περιοχή της Μεγαλόπολης εντοπίστηκε πριν από ένα χρόνο, όταν κατά τη διάρκεια ελέγχου εκσκαφών της ΔΕΗ αποκαλύφθηκαν τμήματα από μεγάλο χαυλιόδοντα της οικογένειας των Ελεφάντων, που χρονολογείται την περίοδο του Πλειστόκαινου (ηλικίας 2.000.000-10.000 χρόνων). Η αρχαιολογική έρευνα συνεχίστηκε από την Εφορεία Σπηλαιολογίας και Παλαιοανθρωπολογίας Νότιας Ελλάδος από όπου περιμένουμε τα τελικά αποτελέσματα της έρευνας.
Η συνέχεια της «αφήγησης» είναι ακόμα πιο ενδιαφέρουσα: «Η ύπαρξη απολιθωμένων οστών ήταν ήδη γνωστή από την αρχαιότητα. Οι κάτοικοι της περιοχής μάλιστα απέδιδαν τα μεγαλύτερα από αυτά (προφανώς εκείνων των παχύδερμων) σε γίγαντες η σε μυθικούς ήρωες», τονίζει ο αρχαιολόγος, κάνοντας έναν ακόμα αποκαλυπτικό συσχετισμό: «Η ταύτιση των οστών της οικογένειας των προβοσκιδωτών (δηλ. των ελεφάντων) με ανθρωπόμορφα όντα ή μυθικούς ήρωες είναι αληθοφανής, καθώς σε προφίλ το κρανίο ενός ελέφαντα θυμίζει σε μεγέθυνση κρανίο ανθρώπου, όπως και τα δόντια τους αλλά και οι σπόνδυλοι και τα πλευρά θα μπορούσαν να είναι τοποθετημένα με τέτοιο τρόπο ώστε να θυμίζουν υπολείμματα γιγάντιου ανθρώπου. Τα οστά, κυρίως των άκρων, μπορούν να θεωρηθούν ανθρώπινα, αφού μορφολογικά είναι παρόμοια και η μόνη εμφανής διαφορά είναι το κατά πολύ μεγαλύτερο μέγεθός τους».
Αυτό που έκανε ο Δάμις ήταν να πάρει μεγάλες πόρτες, να καρφώσει πάνω τους πυκνά, μυτερά καρφιά και να τις στρώσει μέσα σε ρηχά ορύγματα, κρύβοντας τις μύτες των καρφιών. Έπειτα, άφησε ελεύθερη δίοδο για την πόλη, που περνούσε από πάνω τους, μη βάζοντας αντιμέτωπο κανέναν στρατιώτη, αλλά τοποθέτησε στα πλάγια ένα πλήθος ακοντιστών, τοξοτών και καταπελτών που εκσφενδόνιζαν βέλη. Όταν ο Πολυπέρχων διέταξε την ομαδική έφοδο των θηρίων, συνέβη κάτι τελείως απροσδόκητο στους ελέφαντες: με την πίεση που τους ασκούσαν οι Ινδοί αναβάτες τους και καθώς το πέρασμα ήταν ελεύθερο, οι ελέφαντες, που είχαν πάρει φόρα, άρχισαν να πατούν πάνω στις πόρτες με τα καρφιά, με αποτέλεσμα τα πόδια τους να τραυματίζονται και από το βάρος να καρφώνονται γερά επάνω στα καρφιά, μην μπορώντας να προχωρήσουν άλλο μα ούτε και να γυρίσουν πίσω λόγω της δυσκινησίας τους. Ταυτόχρονα από τα πλάγια έπεφταν βροχή τα βέλη, ενώ από τους Ινδούς άλλοι σκοτώνονταν και άλλοι τραυματίζονταν βαριά, μη μπορώντας πλέον να οδηγήσουν τα ζώα.
«Τα θηρία, από την άλλη, πληγωμένα από τα βέλη και από τα καρφιά, πονούσαν πολύ και γύρναγαν προς τους ανθρώπους που γνώριζαν καταπατώντας, όμως, πολλούς από αυτούς. Τέλος, ο ελέφαντας ο πιο ρωμαλέος και επιβλητικός έπεσε, ενώ από τους υπόλοιπους άλλοι αχρηστεύονταν εντελώς και άλλοι έφερναν τον θάνατο στους δικούς τους», αναφέρει ο ομιλητής μέσω της αρχαίας πηγής (Διοδ. Σικελιώτης ΙΗ’ 71-72).
Οι Μακεδόνες μετά το 319 π.Χ. δεν ξαναχρησιμοποίησαν ελέφαντες σε πολεμικές επιχειρήσεις στον σημερινό ελλαδικό χώρο. «Η μεγάλη νίκη των Μεγαλοπολιτών εναντίον των Μακεδόνων του Πολυπέρχοντα ίσως να αποτέλεσε την αφορμή να αφιερωθεί αυτό το μικρό μολύβδινο ειδώλιο του ελέφαντα σε κάποιο ιερό η ναό της περιοχής ως ένδειξη ευγνωμοσύνης στους θεούς, που προστάτευσαν τον στρατιώτη και την πόλη», καταλήγει.
Η τελευταία χρήση των ελεφάντων για πολεμικούς σκοπούς έγινε από τον Πύρρο, τον βασιλιά της Ηπείρου, ο οποίος προσπάθησε και αυτός να αλώσει με τη βοήθεια των πολεμικών ελεφάντων το 272 π.Χ. τόσο τη Σπάρτη όσο και το Άργος. Όμως, η τόλμη και η επινοητικότητα των κατοίκων της Σπάρτης, ανδρών και γυναικών, ανέκοψε την πορεία του. Το τραγικό τέλος του όλου εγχειρήματος –αλλά και του ίδιου του Πύρρου– γράφτηκε στο Άργος, όπου οι στενοί δρόμοι της πόλης έγιναν θανάσιμη παγίδα για τα πελώρια ζώα, που στην προσπάθειά τους να κινηθούν τραυματίζονταν και καταπλάκωναν φίλους και εχθρούς.
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ ΑΛΦΕΙΑΙΑΣ
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ ΗΜΕΡΑΣ
Οι Αυστριακοί αρχαιολόγοι W. Reichel και A. Wilhelm του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, αξιοποιώντας τις πληροφορίες του Παυσανία, έφεραν στην επιφάνεια το 1898-1899 μ.Χ. τα θεμέλια ενός νεότερου Ναού του 3ου ή 4ου π.Χ. αιώνος, ο οποίος όμως ήταν χτισμένος στην θέση ενός παλαιότερου Ναού. Πρόκειται για έναν Ναό που είχε εντελώς ασυνήθιστη μορφή: εκτός από τα τυπικά μέρη (πρόναος, σηκός, οπισθόδομος), είχε σε κάθε μακριά πλευρά του κολλημένη μία αίθουσα, πιθανώς στοά.
Στον Ναό εισέρχονταν από το επιβλητικό πρόπυλο που ήταν χτισμένο σε δύο επίπεδα στα βόρεια του Ναού, προσπερνώντας την δεξαμενή και την κρήνη (που το νερό της ίσως χρησίμευε στις ιερουργίες). Οι άρχοντες των Λουσών ήταν εγκατεστημένοι μόνιμα εντός του χώρου του Ιερού, στο μεγαλοπρεπές βουλευτήριο τους.
Οι νεότερες έρευνες του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην περιοχή (που συνεχίζονται από το 1981 μ.Χ. έως σήμερα), έχουν φέρει στο φως πολλά σπίτια, που είχαν όλα τους πήλινες εστίες. Τα ευρήματα είναι πάμπολλα και για την ώρα παραμένουν στοιβαγμένα σε αποθήκες. Εάν ποτέ αποφασίσει το Υπουργείο Πολιτισμού να κατασκευάσει εδώ ένα μουσείο, χιλιάδες επισκέπτες θα θαυμάσουν τα σημαντικά αυτά ευρήματα.
ΚΛΕΙΤΟΡΙΑ
Από τις ιστορικές πηγές φαίνεται ότι οι Αζάνες Κλειτόριοι ήσαν ανίκητοι και η πόλις τους δεν γνώρισε καμμία καταστροφή καθ' όλη την διάρκεια της αρχαιότητος.
Η σωματική ρώμη φαίνεται πως ήταν κορυφαίο ιδανικό για αυτό τον πολεμικό λαό, και την επεδίωκαν ήδη από την παιδική ηλικία.
Ο Παυσανίας περιγράφει κατά την επίσκεψή του στην Ολυμπία δύο αδριάντες Κλειτορίων, του Κριτόδαμου και του Αλκέτου, που είχαν νικήσει στην πυγμαχία παίδων. Ούτε οι Σπαρτιάτες, ούτε οι Αιτωλοί, ούτε οι Μακεδόνες, ούτε κανείς άλλος μπόρεσε να κατακτήσει τον πανίσχυρο Κλείτορα, όταν όμως έφθασαν εδώ οι Βησιγότθοι με τον Αλάριχο το 395 μ.Χ. ο Κλέιτωρ καταστράφηκε, όπως και οι περισσότερες πόλεις της Πελοποννήσου.
Ίσως στους αιώνες που ακολούθησαν να αναγεννήθηκε κάπως, αλλά με την κάθοδο των Σλάβων στην Πελοπόννησο τον 8ο μ.Χ. αιώνα η αρχαία πόλη εγκαταλέιπεται οριστικά και οι λιγοστοί κάτοικοί της εγκαθίστανται 4 χιλιόμετρα δυτικά, στο χωριό που μέχρι σήμερα έχει το όνομα Κλείτωρ (Κλείτορας).
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ ΛΥΚΟΑΤΙΔΑΣ,ΑΡΚΑΔΙΑΣ
Ο Ναός αυτός ανήκε στην αρχαία Αρκαδική πόλη Λυκόα (ερειπωμένη ήδη από τα χρόνια του Παυσανία) που ήταν χτισμένη εδώ.
Η αρχαία πόλη Μαίναλος, πρωτεύουσα μιας μεγάλης περιοχής που λεγόταν Μαιναλία, ήταν χτισμένη αλλού, πιθανότατα λίγο δυτικότερα της Δαβιάς, όπου έχουν βρεθεί αρχαία ερείπια.
Το χωριό Άνω Δαβιά βρίσκεται στο κέντρο του Δήμου Φαλάνθου, όπου στην αρχαιότητα Φάλανθος ήταν το όνομα μιας Αρκαδικής πόλης που βρισκόταν κάπου κοντά, στην περιοχή αυτή, αλλά έτσι έλεγαν και το δυτικό Μαίναλο οι αρχαίοι (Παυσανίας VΙΙΙ, 35, 9).
Το 2006 το Φινλανδικό Ινστιτούτο Αθηνών άρχισε να ερευνά την περιοχή κοντά στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, στις Αραχαμίτες Αρκαδίας, με τη συστηματική ανασκαφή να ακολουθεί από το 2010 κι έπειτα.
Κατά τη διάρκεια της ανασκαφής εντοπίστηκε μικρό ιερό, που χρονολογείται από τα μέσα του 6ου αιώνα μέχρι τα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. Επίσης, ήρθε στο φως παραλληλόγραμμο κτίριο της ύστερης ελληνιστικής περιόδου, που φαίνεται ότι ανήκε στο ιερό. Το κτίριο αυτό κατασκευάστηκε στο πρώτο μισό του 2ου αιώνα π.Χ. και καταστράφηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 1ου αιώνα π.Χ.
Οι πιο πρόσφατες έρευνες του Ινστιτούτου επικεντρώθηκαν στο παραλληλόγραμμο κτίριο, προκειμένου να αποσαφηνιστεί η λειτουργία του. Παρόλο που δεν έχουν εντοπιστεί μέχρι σήμερα πλήρως τα όρια του κτιρίου, οι αρχαιολόγοι έχουν συμπεράνει ότι είχε μέγεθος 45Χ11 μέτρα. Τα περισσότερα δωμάτια ήταν διαταγμένα σε δύο σειρές που χωρίζονταν από έναν τοίχο με κατεύθυνση από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Εξαίρεση αποτελεί μόνο το δωμάτιο 3 που καταλαμβάνει το δυτικό όριο του οικοδομήματος. Μέχρι σήμερα έχουν ερευνηθεί επτά δωμάτια στο κτίριο.
Τα δωμάτια 1 και 4 συνδέονταν με λουτρικές δραστηριότητες. Το δωμάτιο 1 είναι κυκλικού σχήματος και το πάτωμά του είναι καλυμμένο με κεραμικά πλακίδια. Το νερό απομακρύνεται από το δωμάτιο με σωλήνες νερού προς τα δυτικά, διαμέσου του δωματίου 3. Στα ανατολικά του κυκλικού δωματίου υπάρχει μία κόγχη, που είναι σαφώς διαχωρισμένη από αυτό με κράσπεδο από τερακότα. Στο δωμάτιο 4 αποκαλύφθηκε ένας κλίβανος σε σχήμα σήραγγας για να ζεσταίνει το νερό, που λήγει απότομα κοντά στην κόγχη, όπου πρέπει να τοποθετούνταν τα θεμέλια του άξονα της καμινάδας.
Το δωμάτιο 2 είναι ορθογώνιο και η πρόσβαση γίνεται από τα ανατολικά. Από το δωμάτιο 2 υπήρχε πρόσβαση προς το κυκλικό δωμάτιο, αλλά και ανατροφοδοτούνταν ο φούρνος. Επίσης, στο δωμάτιο 2 εντοπίστηκε ένας παλαιότερος τοίχος παράλληλος με τον τοίχο που χωρίζει το δωμάτιο 2 από το δωμάτιο 3. Στα δυτικά του παλαιότερου τοίχου στο δωμάτιο 2 υπάρχει ένα χαμηλότερο επίπεδο του δαπέδου και φαίνεται να συνεχίζει κάτω από τους τοίχους που χωρίζουν το δωμάτιο 2 από το δωμάτιο 3. Τα ευρήματα από αυτό το επίπεδο του δαπέδου χρονολογούνται από το τέλος του 4ου μέχρι τις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. Εξάλλου, περαιτέρω ανασκαφή στο δωμάτιο 4 αποκάλυψε σε χαμηλότερο επίπεδο αγγεία χρονολογημένα στον 3ο αιώνα π.Χ. Όλα τα παραπάνω ευρήματα οδήγησαν τους ερευνητές στο συμπέρασμα ότι το κτίριο είχε χτιστεί επάνω σε ένα παλαιότερο οικοδόμημα του δεύτερου μισού του 4ου αιώνα π.Χ., με παρόμοια λειτουργία.
Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών παρατηρήθηκε, επίσης, ότι τμήμα των κεραμιδιών της οροφής του κτιρίου έφεραν δύο διαφορετικές επιγραφές. Η πρώτη αναφέρει ότι ανήκει στην Αρτέμιδα Λυκοάτιδα. Η δεύτερη φέρει την επιγραφή «Δέσποινας ΑΚ».
Η Αρτεμις αναφέρεται μόνο μία φορά με το επίθετο Λυκοάτιδα, στο ιερό της στη μικρή πόλη Λυκόα, γνωστή από την περιγραφή του Παυσανία κατά τη διαδρομή του από τη Μεγαλόπολη μέχρι την κοιλάδα και το βουνό Μαίναλο. Οι παραπάνω επιγραφές που εντοπίστηκαν στο παραλληλόγραμμο οικοδόμημα αποδεικνύουν ότι η πόλη Λυκόα τοποθετούνταν στη θέση «Αγία Παρασκευή». Το γεγονός αυτό ανασυνθέτει και μέρος της αρκαδικής τοπογραφίας, καθώς καταδεικνύει ότι η κοιλάδα των Αραχαμιτών ταυτίζεται με την κοιλάδα του Μαίναλου και το όρος ‘Αγιος Ηλίας είναι το αρχαίο βουνό Μαίναλος. Κατά συνέπεια και το μικρό ιερό που έχει εντοπιστεί από τις ανασκαφές του Φινλανδικού Ινστιτούτου Αθηνών ήταν αφιερωμένο στην Αρτέμιδα Λυκοάτιδα.
Πρέπει, εξάλλου, να σημειωθεί ότι από τα ευρήματα δεν είναι ξεκάθαρη η εικόνα της χρήσης του παραλληλόγραμμου κτιρίου, ωστόσο οι επιγραφές στα κεραμίδια της οροφής και ένα πλήθος θραυσμάτων ειδωλίων καταδεικνύουν ότι το κτίριο συνδεόταν με το ιερό.
Πηγή:
http://lycoreia.blogspot.gr
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΥΜΙΑ
Στην θέση του αρχαίου Ναού της Αρτέμιδος Υμνίας τώρα στέκεται ο πανέμορφος βυζαντινός Ναός της Παναγίτσας. του 11ου αιώνος, χτισμένος με άφθονο αρχαίο υλικό και στολισμένος με θαυμάσιες τοιχογραφίες του 1629 μ.Χ.
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ ΕΡΥΚΙΝΗΣ
Δίπλα στον δρόμο σώζεται ένα τμήμα της αρχαίας οδού που ένωνε αυτό το Ιερό με την Ψωφίδα, στην οποία ανήκε. Σώζωνται επίσης τα θεμέλια του βωμού, η αρχαία κρηνική κατασκευή στην οποία έφερναν το νερό της γειτονικής πηγής (που υπάρχει ακόμη!) με πήλινους σωλήνες, ένα συγκρότημα μεταλλουργείου όπου πιθανώς υπήρχε και Ιερό του Ηφαίστου, καθώς και μερικά εδώλια από το στάδιο που βρισκόταν βορείως του Ναού.
Όλο αυτό το ορεινό συγκρότημα, που ήλθε στο φως το 1967-69 μ.Χ. με τις ανασκαφές τις αρχαιολόγου Χρύσας Καρδαρά, λειτουργούσε ως Μαντείο και ήταν σε ακμή στα αρχαϊκά και τα κλασσικά χρόνια, αλλά υπάρχουν σποραδικά ευρήματα που ξεκινούν από την νεολιθική εποχή και φθάνουν ως την εποχή της φραγκοκρατίας.
Κατά το συνέκδημο του Ιεροκλέους (535 μ.Χ.) και αρχαιολογικά επιβεβαιωμένα οι ακόλουθες πόλεις υπήρχαν στην Πελοπόννησο: Κόρινθος, Νέα Σικυών, Αιγείρα, Αιγαί ή Αίγιον, Μεθώνη(Μέθανα), Τροιζένα, Πιναύρα ή Πίλαυρα(Επίδαυρος),Ιερά μιόνη(Ερμιόνη), Άργος, Τεγέα, Θάρπουσα(Θάλπουσα), Μαντίνεια, Λακεδαίμων η πριν Σπάρτη, Γερένθραι(Γερόνθραι), Φαραί, Ασώπολις(Ασωπός), Ακρεαί(Ακριαί), Φιάλαια(Φιγαλία), Μεσσήνη, Κορωνία(Κορώνη), Ασίνη, Μοθώνη(Μεθώνη), Κυπαρισσία, Ηλίς.
ΦΙΓΑΛΕΙΑ, Η ΑΡΧΑΙΑ ΚΡΗΝΗ
Το 1927 ανασκάφηκε από τον Α. Ορλάνδο η αρχαία κρήνη που κτίσθηκε στο τέλος του 4ου με αρχές του 3ου αιώνα π.Χ.
Η κρήνη βρίσκεται έξω από τα τείχη της αρχαίας πόλης στη ΝΑ πλευρά του χωριού.
Αποτελείται από μία ορθογώνια δεξαμενή κτισμένη από μεγάλους ορθογώνιους λίθους. Το δάπεδό της ήταν πλακόστρωτο. Το νερό ερχόταν από δύο αυλάκια που ήταν ανοιγμένα στο πίσω μέρος της κρήνης και έρρεε από δύο οπές που υπάρχουν στον πίσω τοίχο της δεξαμενής. Η πρόσοψή της ήταν ναόσχημη και αποτελείτο από τέσσερις κίονες οι οποίοι κατέληγαν σε δωρικά κιονόκρανα και στήριζαν αμφικλινή στέγη που σχημάτιζε στην πρόσοψη τριγωνικό αέτωμα.
Ο ΝΑΟΣ ΑΘΗΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΟΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΣΤΗΝ ΦΙΓΑΛΕΙΑ
Ο ναός βρίσκεται στο χαμηλό λόφο "Κουρδουμπούλι" που υψώνεται στο νοτιοδυτικό άκρο της Αγοράς της αρχαίας πόλης. Πρόκειται για ορθογώνιο ναό με πρόναο και σηκό, και προσανατολισμό Α-Δ. Η περίοδος ζωής του εκτείνεται από τον 4ο αι. π.Χ. έως την πρώιμη ρωμαϊκή εποχή, ενώ θα πρέπει να υπήρξε και μία αρχαϊκή φάση. Ο ναός δεν αναφέρεται από τον Παυσανία και η ταύτιση των λατρευομένων θεοτήτων έγινε με βάση ενεπίγραφες βάσεις αγαλμάτων.
Η ανασκαφική έρευνα έδειξε πως η ζωή στο συγκεκριμένο λόφο είχε αρχίσει από την προϊστορική ήδη εποχή. Το ιερό θα πρέπει να υπήρχε από την αρχαϊκή εποχή, όπως διαφαίνεται από αρχιτεκτονικά λείψανα και μέλη, καθώς και από αναθήματα. Στη βυζαντινή εποχή ή στην εποχή της Φραγκοκρατίας ο ναός φαίνεται να μετατράπηκε σε οικία.
Ο ναός του 4ου αι. π.Χ. είναι ένα ορθογώνιο κτήριο με πρόναο και σηκό. Είναι κατασκευασμένος από μεγάλους ορθογώνιους λιθοπλίνθους κατά το ακανόνιστο ισόδομο σύστημα και σώζεται σε μέγιστο ύψος τριών δόμων. Η είσοδος είναι στα ανατολικά και φέρει κατώφλι. Ο πρόναος επικοινωνεί με το σηκό μέσω ενός μονόλιθου κατωφλιού. Στο βάθος του σηκού βρέθηκε στη θέση του το λίθινο κυβικό βάθρο του λατρευτικού αγάλματος, ενώ μπροστά από αυτό υπήρχε τράπεζα προσφορών. Στο πλάτωμα που σχηματίζεται μπροστά από την πρόσοψη του ναού, υπήρχε πιθανότατα ο βωμός. Στα νότια του ναού εντοπίστηκε στο βράχο βαθειά σχισμή εν είδει χάσματος.
Ο ναός της Αθηνάς και του Διός Σωτήρος αποτελούσε ένα θρησκευτικό και πολιτικό κέντρο της αρχαίας Φιγάλειας. Από τις επιγραφές που προέκυψαν, διαφαίνεται πως ο ναός είχε πολιτική σημασία και πως η εμβέλειά του εκτεινόταν πέραν των ορίων της Αρκαδίας. Παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες ως προς την κατασκευή και την εσωτερική διάταξη των χώρων με το ναό του Ασκληπιού στη γειτονική Αλίφειρα.
Η ανασκαφική έρευνα έδειξε πως η ζωή στο συγκεκριμένο λόφο είχε αρχίσει από την προϊστορική ήδη εποχή. Το ιερό θα πρέπει να υπήρχε από την αρχαϊκή εποχή, όπως διαφαίνεται από αρχιτεκτονικά λείψανα και μέλη, καθώς και από αναθήματα. Στη βυζαντινή εποχή ή στην εποχή της Φραγκοκρατίας ο ναός φαίνεται να μετατράπηκε σε οικία.
Ο ναός του 4ου αι. π.Χ. είναι ένα ορθογώνιο κτήριο με πρόναο και σηκό. Είναι κατασκευασμένος από μεγάλους ορθογώνιους λιθοπλίνθους κατά το ακανόνιστο ισόδομο σύστημα και σώζεται σε μέγιστο ύψος τριών δόμων. Η είσοδος είναι στα ανατολικά και φέρει κατώφλι. Ο πρόναος επικοινωνεί με το σηκό μέσω ενός μονόλιθου κατωφλιού. Στο βάθος του σηκού βρέθηκε στη θέση του το λίθινο κυβικό βάθρο του λατρευτικού αγάλματος, ενώ μπροστά από αυτό υπήρχε τράπεζα προσφορών. Στο πλάτωμα που σχηματίζεται μπροστά από την πρόσοψη του ναού, υπήρχε πιθανότατα ο βωμός. Στα νότια του ναού εντοπίστηκε στο βράχο βαθειά σχισμή εν είδει χάσματος.
Ο ναός της Αθηνάς και του Διός Σωτήρος αποτελούσε ένα θρησκευτικό και πολιτικό κέντρο της αρχαίας Φιγάλειας. Από τις επιγραφές που προέκυψαν, διαφαίνεται πως ο ναός είχε πολιτική σημασία και πως η εμβέλειά του εκτεινόταν πέραν των ορίων της Αρκαδίας. Παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες ως προς την κατασκευή και την εσωτερική διάταξη των χώρων με το ναό του Ασκληπιού στη γειτονική Αλίφειρα.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΦΙΓΑΛΕΙΑΣ
Την πόλη περιβάλλει αρχαίο τείχος μήκους 4 χλμ. σωζόμενο σε καλή κατάσταση ενώ παντού υπάρχουν εμφανή ίχνη και λείψανα αρχαίων κτιρίων.
Στη θέση «Σταυρούλι» τοποθετείται η αρχαία αγορά της πόλης και υπάρχουν ορατά λείψανα βυζαντινού ναού, ο οποίος έχει κτισθεί προφανώς επάνω σε αρχαίο κτίριο (ίσως στο ναό του Διονύσου Ακρατοφόρου).
Στο ΝΑ άκρο της πόλης έξω από τα τείχη, ο Α. Ορλάνδος ανέσκαψε αρχαία κρήνη με ναόσχημη πρόσοψη του τέλους του 4ου αι. π.Χ, η οποία σώζεται σε καλή κατάσταση.
Κάτω από τον βυζαντινό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που βρίσκεται στο σύγχρονο νεκροταφείο του χωριού, υπάρχει αρχαίος ναός, ενώ αρχαίος ναός θα πρέπει να υπήρχε και στην κορυφή του λόφου όπου τοποθετείται η ακρόπολη.
Στην κορυφή του λόφου «Κουρδουμπούλι» αποκαλύφθηκε ναός αφιερωμένος στην Αθηνά και τον Δία Σωτήρα ενώ ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας (2ος αι. μ.Χ.) αναφέρει στη Φιγάλεια την ύπαρξη ιερών της Αρτέμιδος Σωτείρας, και της Ευρυνόμης καθώς Γυμνασίου και Αγοράς, όπου υπήρχαν τα αγάλματα του Ερμή και του Ολυμπιονίκη Αρραχίωνα.
Στην Αγορά της πόλης ήταν ιδρυμένο, σε άγνωστη σήμερα θέση, το επιβλητικό πολυάνδριο των Ορεσθασίων, οι οποίοι το 659 π.Χ πολέμησαν στο πλευρό των Φιγαλέων κατά των κατακτητών Σπαρτιατών και σκοτώθηκαν όλοι.
Η νεκρόπολη της αρχαίας Φιγάλειας βρίσκεται δυτικά της θέσεως «Σταυρούλι» εκτός των αρχαίων τειχών. Η πρόσβαση γίνεται διαμέσου μονοπατιού συνολικού μήκους 2 χιλιομέτρωνπερίπου. Μέχρι σήμερα έχουν εντοπιστεί συνολικά έξι ταφικά μνημεία εκ των οποίων τα δύο σώζουν κατά χώραν πλήθος διασπάρτων αρχιτεκτονικών μελών. Οι τάφοι είναι μνημειακοί, με ναόσχημη πρόσοψη, πίσω από την οποία υπάρχει ο νεκρικός θάλαμος λαξευμένος στο φυσικό βράχο. Συνήθως στο θάλαμο υπάρχουν δύο έως τρεις ταφικές κλίνες για τους αντίστοιχους νεκρούς. Σύμφωνα με τα ανασκαφικά δεδομένα η κατασκευή των μνημείων χρονολογείται στον 3ο αιώνα π.Χ.
(www.moriasnow.gr/oikismos/figaleia)
Στο χωριό φθάνει κανείς είτε από τον αμαξιτό δρόμο πού οδηγεί από τον Πύργο στην Κυπαρισσία μέσω Λεπρέου και Νέας Φιγαλείας, είτε από το δρόμο πού συνδέει την Ανδρίτσαινα με την Φιγάλεία, είτε από το δρόμο που οδηγεί στο Κοπανάκι μέσω Πλατανίων.
Τα σημερινά όρια της Φιγάλειας εκτείνονται ως το Δραγώγι και τα Περιβόλια στα βόρεια και βορειοδυτικά, το Στόμιο δυτικά και την κοίτη του ποταμού Νέδα στα νότια. Η θέση του χωριού βρίσκεται σε χαμηλό υψόμετρο (460 μ.) από την επιφάνεια της θάλασσας, ενώ στα νότια προς τη Νέδα οι ορεινοί όγκοι δημιουργούν βαθιές χαράδρες.
Φιγάλεια - Google Street View |
Η Αρχαία Φιγάλεια & η θεοτρόφος Νέδα
Τα Ιερά μέρη της Φιγάλειας
ΠΗΓΕΣ
http://moriasnow.gr/oikismos/figaleia
http://figalos.blogspot.gr
ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑ
Σημαντικά Μινωικά ευρήματα ήλθαν στην επιφάνεια το 1992 μ.Χ. όταν ο αρχαιολόγος Γιάννης Σακελλαράκης ανακάλυψε ένα ασύλητο Ιερό κορυφής δίπλα στο ξωκλήσι Άγιος Γεώργιος στο Βουνό, στην Κορυφή του λόφου βόρεια του Αβλέμονα.
Άγνωστο για ποιό λόγο, στα μέσα του 15ου αιώνος π.Χ. ο οικισμός στο Καστρί εγκαταλείφθηκε. Λίγα χρόνια αργότερα, στις αρχές του 14ου αιώνος π.Χ., ήλθαν στο νησί οι Μυκηναίοι και εγκαταστάθηκαν στον εγκατελειμμένο οικισμό και σε άλλες θέσεις στην βόρειο ακτή. Με την κάθοδο των Δωριέων, το 1.100 π.Χ. μια ομάς από αυτούς (πιθανώς από το Άργος) έφθασε στο νησί, οπότε και το εγκατέλειψαν οι Μυκηναίοι.
Άγνωστο για ποιό λόγο, στα μέσα του 15ου αιώνος π.Χ. ο οικισμός στο Καστρί εγκαταλείφθηκε. Λίγα χρόνια αργότερα, στις αρχές του 14ου αιώνος π.Χ., ήλθαν στο νησί οι Μυκηναίοι και εγκαταστάθηκαν στον εγκατελειμμένο οικισμό και σε άλλες θέσεις στην βόρειο ακτή. Με την κάθοδο των Δωριέων, το 1.100 π.Χ. μια ομάς από αυτούς (πιθανώς από το Άργος) έφθασε στο νησί, οπότε και το εγκατέλειψαν οι Μυκηναίοι.
Αργότερα, στον 6ο π.Χ. αιώνα, οι Σπαρτιάτες έδιωξαν τους Αργείους και κατέλαβαν τα Κύθηρα, που ήταν πολύτιμα για τον έλεγχο των νοτίων θαλασσίων συνόρων της επικράτειάς τους. Οι Αθηναίοι γνωρίζοντας αυτό, φρόντισαν να καταλάβουν το νησί από τα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου, το 424 π.Χ., και να το έχουν για ορμητήριό τους και να λεηλαούν την Λακωνική χερσόνησο.
Στην ρωμαϊκή περίοδο, τα Κύθηρα ήσαν προσφιλές αντικείμενο για δώρο! Ο Αύγουστος Καίσαρ τα χάρισε στον στρατηγό του Γάιο Ιούλιο Ευρυκλή για να τον ευχαριστήσει για τις πολύτιμες υπηρεσίες του στην ναυμαχία του Ακτίου, αυτός τα χάρισε στον εγγονό του Ηρκλανό, αυτός μετά τα χάρισε στον αυτοκράτορα Αδριανό, και αυτός λίγο πριν πεθάνει τα χάρισε στους Σπαρτιάτες.
Στα Κύθηρα, στον λόφο του Παλιόκαστρου, φιλοξενούνταν στα αρχαία χρόνια η πόλις Κύθηρα, όπου βρισκόταν και ο περίφημος Ναός της Αφροδίτης. Τίποτε σχεδόν δεν σώζεται από τον Ναό αυτόν, εκτός από μερικά σκόρπια αρχιτεκτονικά μέλη εντοιχισμένα σήμερα σε μερικές εγκαταλειμένες αγροικίες και κυρίως στον Ναό του Αγίου Κοσμά στην νότιο πλευρά του λόφου. Στην νοτιοανατολική πλευρά του λόφου σώζονται και μερικά τμήματα από το τείχος που περιέβαλλε την πόλη, όπου είχαν οχυρωθεί οι κάτοικοι των Κυθήρων όταν έκαναν την απόβασή τους στο νησίοι Αθηναίοι, το 424 π.Χ. και το κατέλαβαν.
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ
Στα Κύθηρα, στον λόφο του Παλιόκαστρου, φιλοξενούνταν στα αρχαία χρόνια η πόλις Κύθηρα, όπου βρισκόταν και ο περίφημος Ναός της Αφροδίτης. Τίποτε σχεδόν δεν σώζεται από τον Ναό αυτόν, εκτός από μερικά σκόρπια αρχιτεκτονικά μέλη εντοιχισμένα σήμερα σε μερικές εγκαταλειμένες αγροικίες και κυρίως στον Ναό του Αγίου Κοσμά στην νότιο πλευρά του λόφου. Στην νοτιοανατολική πλευρά του λόφου σώζονται και μερικά τμήματα από το τείχος που περιέβαλλε την πόλη, όπου είχαν οχυρωθεί οι κάτοικοι των Κυθήρων όταν έκαναν την απόβασή τους στο νησίοι Αθηναίοι, το 424 π.Χ. και το κατέλαβαν.
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ
Σε ένα από τα ποιο αμφιθεατρικά σημεία του νησιού σε υψόμετρο 253μ. βρίσκεται το βουνό Παλαιόκαστρο, τρία χιλιόμετρα μακριά από την παραθαλάσσια περιοχή της Σκάνδειας, είχε χτιστεί ναός της Αφροδίτης!
Το Παλαιόκαστρο απλώνετε σε μια έκταση 145 στρεμμάτων και κατά τον Θουκυδίδη σε αυτήν την περιοχή ήταν κτισμένα τα “Άνω Κύθηρα”. Στην κορυφή του βουνού είναι χτισμένη χριστιανική εκκλησία η οποία ανήκει στον 7ο αιώνα αλλά γύρω από αυτήν είναι φυτεμένα (…..) στο έδαφος κολώνες και δωρικά κιονόκρανα από τον Aρχαίο ναό της Αφροδίτης! Εσωτερικά και εξωτερικά παρατηρούμε λείψανα από το Aρχαιότατο και σεμνότατο ιερό της Αφροδίτης χρονολογούμενα από τον -6ο αιώνα. Οι πώρινες κολώνες του ναού άλλες είναι ολόκληρες και άλλες μισές.
Υπάρχουν επίσης πώρινα αρχαϊκά κιονόκρανα, μερικοί πώρινοι ογκόλιθοι και μέρος ενός επιστήλιου.
Ο διάσημος αρχαιολόγος Σλήμαν που επισκέφθηκε τα Κύθηρα στο τέλος του περασμένου αιώνα διατύπωσε τη γνώμη ότι ο ναός της Αφροδίτης, ο οποίος θα «παράκμασε» (το παράκμασε και το εξαφανίσθηκε αμέσως παρακάτω, μεταφράστε τα όπως θέλετε...) κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και σιγά σιγά «εξαφανίσθηκε» μαζί με το άγαλμα της θεάς, θα πρέπει να βρισκόταν στο ίδιο σημείο ή κάπου εκεί κοντά.
Σε απόσταση 400 μέτρων δυτικά από την εκκλησία, σε μια τοποθεσία ονομαζόμενη "Κολώνες" ήταν μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα δυο όρθιες κολώνες από τον Αρχαίο ναό.
Ο σημερινός επισκέπτης του Παλαιόκαστρου σκοντάφτει διαρκώς σε πώρινους ογκόλιθους, μικρά κολωνάκια και άλλα διάφορα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του Αρχαίου οικισμού. Υπάρχει επίσης εκεί ένα Αρχαίο πηγάδι με πώρινο στόμιο. Ένας από τους περιηγητές που πέρασαν από τα Κύθηρα ο Nicobey διηγείται πως εκεί υπήρχε το άγαλμα της ωραίας Ελένης που μετά μεταφέρθηκε στην Βενετία (δηλαδή κλάπηκε για να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους).
Διηγείται ακόμη πως υπήρχε μια παράδοση σύμφωνα με την οποία εδώ χάρηκε ο Πάρης τον έρωτά του με την Ελένη μετά την απαγωγή της. Ακόμη πως εκεί υπήρχε κάστρο του Μενελάου και ένας τετράγωνος πύργος. Σύμφωνα με τον μύθο της γέννησης της Αφροδίτης, όταν ο Κρόνος έκοψε τα γεννητικά όργανα του Ουρανού, τα πέταξε στη θάλασσα. Καθώς τα κύματα έσπρωχναν τη ματωμένη σάρκα μία εδώ και μία εκεί, σχηματίστηκε ένας άσπρος αφρός γύρω της, που σιγά σιγά έπαιρνε μορφή γυναίκας.
Όταν ο αφρός ταξιδεύοντας άραξε στην Κύπρο, στα ακρογιάλια της Πάφου, η γυναίκα βγήκε στη στεριά. Έτσι γεννήθηκε μια Θεά πανέμορφη, που την είπαν Αφροδίτη, επειδή είχε βγει από τον αφρό. Ειπώθηκε και Αναδυομένη, επειδή αναδύθηκε από τα κύματα και Κυπρίς ή Κυπρογένεια, επειδή στην Κύπρο πρωτοπάτησε το πόδι της στεριά, και Κυθέρεια, επειδή ο "αφρός" ξεκίνησε από τα Κύθηρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου