Ήμουν κι εγώ σαν εσάς. Είχα μια δουλειά μια κοπέλα που με περίμενε πίσω.
Είχα μάνα κι αδέρφια. Είχα μια όμορφή ζωή, ζούσαμε φτωχικά. Ήμασταν ευτυχισμένοι, είχαμε ο ένας τον άλλον. Ένα πρωί χτύπησαν οι Σειρήνες, πόλεμος!
Ξεχυθήκαμε όλοι στους δρόμους, γελάγαμε τραγουδούσαμε. Οι περισσότεροι ντυθήκαμε στο χακί, στριμωχθήκαμε στα τραίνα. Φιλήσαμε κι αγκαλιάσαμε δακρυσμένοι μάνα και γυναίκα και παιδιά και φύγαμε. Η μάνα μου απαρηγόρητη στην αγκαλιά της κοπέλας μου.
Την παρηγορούσε όσο μπορούσε. Δεν περίμενε από κανέναν να παρηγορήσει και κείνη.
Στάθηκε δυνατή ως το τέλος.
Φτάσαμε στην μονάδα μας και κάποια στιγμή ξεκίνησε η πορεία προς το Αλβανικό μέτωπο.
Κρύο, κακουχίες, κρυοπαγήματα, ψείρα και απλησιά. Όλα τα αντέξαμε γιατί πηγαίναμε –ίσως στον θάνατο-για την Ελλάδα. Για να μπορέσουμε να νικήσουμε τον φασισμό.
Για της Ελλάδος τα ιερά!....
Εγώ, νομίζεις δεν φοβήθηκα; δεν έχασα κάποια στιγμή το θάρρος μου;
Nαί, δεν ντρέπομαι να το παραδεχτώ. Άνθρωπος ήμουνα, όχι θεός.
Αλλά όλοι οι άνθρωποι κρύβουμε μέσα μας ένα μικρό θεό που δεν το βάζει κάτω δεν δειλιάζει. Σηκώθηκα και φώναξα Εμπρός παιδιά, εμπρός να τους ρίξουμε στην θάλασσα!
Αέεερα!!!!!
Τίποτα δεν πρέπει να κάνει τον Έλληνα να χάνει την πίστη του στον εαυτό του και τον θεό του! Ότι και να του συμβεί να έχει το θάρρος να διεκδικήσει τα δίκαια και ιερά.
Εγώ, δεν γύρισα πίσω. Έμεινα εκεί ψηλά στα Αλβανικά βουνά.
Η Μάνα έχασε τον μοναχογιό της και η κοπέλα μου τον μελλοντικό σύζυγο της.
Ξέρω, πως θα χτιστεί ένα μνήμα για μένα κάπου στην πατρίδα. Ίσως, ένα μνημείο για όλους εμάς τους πεσόντες. Κι η μάνα θα μου ανάβει κάθε τόσο το καντηλάκι μου.
Δεν επέσαμε ρε παιδιά για να μας κάνετε μνημεία, ούτε για τα μετάλλια ανδρείας.
Πέσαμε για την Πατρίδα την θρησκεία και τα ιδανικά μας. Όπως έκαναν οι Έλληνες
από την αρχή γένους μας.
Ψηλά το κεφάλι. Εμπρός παιδιά της Ελλάδος παιδιά.
Πάντα εμπρός….
Μαθαίνω εδώ πάνω τα νέα σας. Φτώχεια, αναξιοκρατία, ψέματα….
Πάντα υπήρχαν τα ψέματα. Αλλά πρέπει να αγωνιστείς για την αλήθεια σου!
Όχι να κλειστείς στο καβούκι σου και να κλαίς την μοίρα σου.
Εμπρός ψηλά το κεφάλι, έλληνες!
Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει
δεν τη σκιάζει φοβέρα καμιά
μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει
και ξανά προς τη δόξα τραβά (τραβά, τραβά)
και ξανά προς τη δόξα τραβά
Νέα δύναμη το έθνος θα πάρει
σαν και πριν να βαδίσουμε ΕΜΠΡΟΣ.
…]Όλοι ξέρουμε πως ο Έλληνας πολεμά σαν λιοντάρι, και το χώμα της Πατρίδος του είναι γι’ αυτόν ιερό και δεν θ’ αφήση τον ξένο να το πατήση πολεμώντας κανείς όμως δεν εφαντάζετο τέτοιο Ηρωισμό, τέτοια αυταπάρνηση, κανείς δεν ενόμιζε ότι τα ιδανικά στην καρδιά του είναι τόσο Μεγάλα. Υπερηφανεύομαι για σένα που συγκαταλέγεσαι μεταξύ αυτών των λιονταριών. Εύγε σου Σταύρο, έτσι να βαδίσης ως το τέλος. Σου έστειλα προ των Χριστουγέννων ένα μικρό κιβώτιο. Άρα γε το έλαβες;[…]Κρύο δριμύ εδώ, δεν είδαμε γαλάζιο ουρανό προ πολλών ημερών, το μόνο γαλάζιο είναι η Σημαία μας που κυματίζει υπερήφανη κάθε φορά που ο στρατός μας νικά».
ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ «28/Χ/ριστ. ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου