«ΟΙ ΚΛΟΥΒΕΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ»
Κλούβα. Από το φωτογραφικό αρχείο του Σπύρου Μελετζή |
Παρατηρήστε τη φωτογραφία προσεκτικά. Κατ' αρχάς, κάτω δεξιά, μόλις που διακρίνονται οι ράγες της σιδηροδρομικής γραμμής. Κι ακόμα, δύο τουλάχιστον από τους ομήρους (εκείνος, σε πρώτο πλάνο, ο καθιστός με το άσπρο μαντίλι στο κεφάλι, όπως και ο όρθιος στ' αριστερά του με το ανοιχτόχρωμο παντελόνι, που έχει το ένα του χέρι πλεγμένο στο συρματόπλεγμα και είναι γυρισμένος προφίλ) είναι προφανές ότι χαμογελάνε. Αυτή η φωτογραφία, αυτό το ανατριχιαστικό στιγμιότυπο όπου απεικονίζονται Κλουβίτες, είναι ασφαλώς σήμα κατατεθέν της γερμανικής κατοχής.
Οι κολασμένοι κλουβίτες της κατοχής- Του Ανδρέα Δενεζάκη
Η «κλούβα» ήταν μια σατανική ναζιστική επινόηση των γερμανικών δυνάμεων κατοχής, με στόχο να κυκλοφορούν ανενόχλητα τα στρατιωτικά τρένα και να αποτρέπουν μ’ αυτή την ανθρώπινη ασπίδα, τα σαμποτάζ και τις επιθέσεις της Αντίστασης. Ηταν ένα φορτηγό βαγόνι ανοιχτό που κλείνονταν από γύρω και από πάνω με σιδεριές και πυκνό αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Στο πάτωμα του βαγονιού τοποθετούνταν εκρηκτικές ύλες που συνδέονταν με ηλεκτρικό καλώδιο με έναν πυροκροτητή, στα χέρια ενός Γερμανού λοχία, υπεύθυνου για την ανατίναξη της Κλούβας.
Το βαγόνι του θανάτου το φόρτωναν με κρατούμενους – μελλοθάνατους, συλληφθέντες αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, που μάζευαν από τις φυλακές και τα στρατόπεδα αιχμαλώτων ή απλούς κατοίκους, συνήθως από τα χωριά από τα οποία περνούσε το τρένο, το τοποθετούσαν μπροστά από την ατμομηχανή, ώστε αν το τρένο πέσει σε νάρκη να ανατιναχτεί η Κλούβα με τους κρατούμενους και να γλιτώσει η μηχανή και τα υπόλοιπα βαγόνια. Το ίδιο συνέβαινε στην περίπτωση που η αμαξοστοιχία δεχόταν επίθεση από τους αντάρτες. Ο Γερμανός λοχίας πυροδοτούσε τα εκρηκτικά και ανατίναζε τη κλούβα με τους ομήρους.
Τέτοιες Κλούβες με κρατούμενους κυκλοφορούσαν σε όλο το σιδηροδρομικό δίκτυο της Πελοποννήσου και σε εκείνο της Αθήνας – Θεσσαλονίκης.
Η άνανδρη πρακτική της Κλούβας δεν κατάφερε να σταματήσει την αντιστασιακή δράση, τις επιθέσεις και τα σαμποτάζ στα στρατιωτικά τρένα των καταχτητών. Πολλές φορές οι ίδιοι οι κλουβίτες, με κραυγές και συνθήματα, παρακινούσαν τους αντάρτες να μην ματαιώσουν τις επιχειρήσεις τους και να επιτεθούν, αψηφώντας την ύπαρξη τους.
Γύρω από τις Κλούβες δραστηριοποιήθηκαν έντονα η Εθνικής Αλληλεγγύη, διάφορες άλλες φιλανθρωπικές οργανώσεις και ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός, κάτω από την κάλυψη του οποίου αρκετές φορές δρούσε το ΕΑΜ. Σε σταθμούς όπου έκανε στάση η αμαξοστοιχία έτρεχαν οι οργανώσεις με κάθε τρόπο να προσφέρουν στους κλουβίτες λίγο νερό, τρόφιμα, κανένα τσιγάρο, λόγια παρηγοριάς και πληροφορίες.
Ο ΕΛΑΣ στις επιχειρήσεις του έπαιρνε υπόψη του τις Κλούβες και προσπαθούσε να έχουν τις λιγότερες απώλειες. Αρκετές φορές επιχειρήθηκαν επιθέσεις με στόχο την απελευθέρωση των κλουβιτών.
Ομηροι στην Κλούβα
Ο Παρασκευάς Βελησσάρης αγηγείται τις αναμνήσεις του σαν κλουβίτης στα χρόνια της γερμανικής κατοχής. |
Αναδημοσιεύσαμε στον Ημεροδρόμο , για πρώτη φορά, την 1 Ιούλη 2017, από την Εφημερίδα «Φωνή της Βλαχοκερασιάς», με ιδιαίτερη ευχαρίστηση, την εξαιρετική αφήγηση που κατέγραψε η Αγγελική Κατσαφάνα, του 93χρονου αειθαλούς αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, κλουβίτης στα χρόνια της κατοχής, Παρασκευά Βελισσάρη:
«Το καλοκαίρι του 1944, ενώ ήμουν κρατούμενος στις φυλακές της Τρίπολης στα υπόγεια του Δικαστικού μεγάρου, με πήραν μαζί με άλλους φυλακισμένους ΕΑΜίτες και μας έκλεισαν στην «κλούβα» που έκανε δρομολόγιο Τρίπολη – Κόρινθο. Η κλούβα ήταν ένα ξεσκέπαστο βαγόνι του τραίνου, φραγμένο με πολλά παλούκια και αγκαθωτά σύρματα γύρω -γύρω και από πάνω, το οποίο προπορευόταν των αμαξοστοιχιών για την ασφάλεια των σιδηροδρομικών μεταφορών των Γερμανών. Στη μέση της κλούβας υπήρχε νάρκη συνδεδεμένη με καλώδια και στο ίδιο βαγόνι ήμασταν κι εμείς, 25-30 άνδρες, στριμωγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, έτοιμοι ανά πάσα ώρα να ανατιναχτούμε στον αέρα αν δεχόταν επίθεση το τραίνο. Μαζί με μένα στην κλούβα ήταν και δυο άλλοι Βλαχοκερασιώτες, ο Γρηγόρης Κοντογιάννης και ο Παναγιώτης Κοπίτας, καθώς κι ένας Αλεποχωρίτης. Ήταν κι ένας Λάκωνας από την Αμερική που εγκλωβίστηκε με τον πόλεμο στην Ελλάδα και δεν μπόρεσε να φύγει, λόγιος άνθρωπος. Καθόταν απέναντί μου και εξοικονομούσαμε το χώρο να σταθούμε.
Οι συνθήκες στην «κλούβα» ήταν τραγικές. Κάναμε νύχτα μέρα το δρομολόγιο Τρίπολη – Κόρινθος κάτω από το καυτερό λιοπύρι σαν ετοιμοθάνατοι. Διψούσαμε και όταν μας δίνανε νερό μας έδιναν από αυτό που ρίχνανε στις ατμομηχανές. Ήμασταν και γεμάτοι ψείρες. Αποπατούσαμε στην άκρη της κλούβας που υπήρχε μια τρύπα. Μπορούσες να τρελαθείς εκεί μέσα.
Και με το φαγητό υπήρχε πρόβλημα. Ευτυχώς όμως η οργάνωση του ΕΑΜ στο Παρθένι είχε πείσει ορισμένες μαυροφορεμένες γυναίκες και ερχόντουσαν στο σταθμό όπου σταμάταγε η αμαξοστοιχία, και φέρνανε μαγειρεμένο πληγούρι, τραχανά…, σε πήλινα δοχεία για να μην πεθάνουμε της πείνας. Δίνανε τσιγάρα στους φρουρούς, τους δελεάζανε και τις άφηναν να μας δώσουν το φαγητό που το μοιράζαμε μεταξύ μας χωρίς να λείπουν και οι παρεξηγήσεις. Όμως μια μέρα βρέθηκε μέσα στο πληγούρι ένα ψαλίδι, (που μπορούσε να κόψει το σύρμα). Έγινε αντιληπτό από τους φρουρούς και αυτό μας κόστισε. Σταμάτησε η τροφοδοσία μας εκεί. Συνεχίστηκε βέβαια από γυναίκες στο Χιλιομόδι της Κορινθίας που γινόταν στάση, μόνο που οι Γερμανοί έψαχναν με την ξιφολόγχη το πληγούρι …που μας έδιναν. Ένας κλουβίτης είχε βγάλει κι ένα τραγούδι στις Χιλιομοδίτισσες που ξεκίναγε: «Γεια σας Χιλιομοδίτισσες της λευτεριάς καμάρι…». Σε αντίθεση στο Ελαιοχώρι όταν περνούσε το τραίνο είχαν τέτοιο μίσος που μας πετούσαν λιθάρια. Στην Κόρινθο μερικές φορές που μας κατέβαζαν σε μια αποθήκη μας έδινε κάτι να φάμε ο Ερυθρός Σταυρός.
Στο δρόμο συναντούσαμε κι άλλες κλούβες. Ερχόταν κλούβα από Αθήνα –Τρίπολη, Πάτρα –Τρίπολη, Καλαμάτα –Τρίπολη σε αυτήν μέσα πηγαινοερχόταν μελλοθάνατος κι ο βλαχοκερασιώτης «Ψαήλας» (Γεώργιος Μάνδρος). Θυμάμαι μια φορά στο σταθμό του Άργους ήταν εκεί και μια άλλη κλούβα και στην αμαξοστοιχία οι Γερμανοί μετέφεραν πόρνες. Μου έκανε εντύπωση που μας χαιρετούσαν οι πόρνες και προσπαθούσαν να μας δώσουν θάρρος: «τα βάσανά σας γρήγορα θα τελειώσουν, κουράγιο», μας έλεγαν. Πολλές από αυτές θα ήταν εξαναγκασμένες από τους Γερμανούς να τους ακολουθούν…
Θυμάμαι και κάποια άλλα περιστατικά. Από την κλούβα Αθήνας –Κορίνθου δραπέτευσαν κάποια μέρα 12-15 έγκλειστοι, που έκοψαν το συρματόπλεγμα χωρίς να τους πάρουν είδηση οι φρουροί κι πήδηξαν ένας- ένας έξω στο χαντάκι, γιατί τα τρένα πήγαιναν σιγά- σιγά, καίγανε ξύλα και κάρβουνα. Έτσι τη γλίτωσαν. Αντικαταστάθηκαν βέβαια από άλλους. Έγινε χαμός τότε από τους Γερμανούς…
Άλλη φορά σε κλούβα στο δρομολόγιο Αθήνας –Πάτρας έξω από το Αίγιο, που μετέφερε πολεμικό υλικό έστησε ενέδρα ο ΕΛΑΣ για να απελευθερώσει τους κρατούμενους κλουβίτες. Δεν τα κατάφερε, σκοτώθηκαν 5-6 Ελασίτες, εξερράγη η νάρκη και γλίτωσε από τους κλουβίτες μόνο ένας από τα Βούρβουρα. Είχε τύχη. Τα αέρια της νάρκης που εξερράγη τον πέταξαν έξω στη γράνα, μισολιπόθυμο, αργότερα συνήλθε και σώθηκε[5].
Όταν οι Γερμανοί έφυγαν παρέδωσαν εμάς όλους τους κλουβίτες στο διοικητή του στρατοπέδου των Ταγμάτων Ασφαλείας στην Κόρινθο που μας είπε: «Αν δεν συμφωνήσω με τους απέξω (δηλαδή το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ) θα σκοτώσω εσάς πρώτα, αν και σας λυπόμουν που σας έβλεπα τι μαρτύριο τραβούσατε. Έχω 400 στρατιώτες και 4 κανόνια, θα διαλύσω την Κόρινθο». Μας έβαζε καθημερινά να μαδάμε τα φύλλα από τις κληματόβεργες των αμπελιών για να απογυμνώνει τον τόπο να μην μπορούν να κρυφτούν οι επιτιθέμενοι. Όμως μαζεύτηκαν διάφορες προσωπικότητες από την Κορινθία, επιστήμονες, έμποροι … και του είπαν να φύγει και να μην συγκρουστεί με τους Ελασίτες που ήδη είχαν μπει στην Τρίπολη και περισφίγγανε και την Κόρινθο. Αυτοί οι Κορίνθιοι πολίτες μας φέρανε και ρούχα, ήμασταν ρακένδυτοι, πήρα κι εγώ κάποιο πουκάμισο. Με την παρέμβαση των παραπάνω, του αρχιεπισκόπου Κορίνθου και δυο ερυθροσταυριτών, μας απέλυσε ο συνταγματάρχης και το αυτοκίνητο της Εκκλησίας μας συνόδευσε μέχρι το Άργος.
Γύρισα σπίτι μου άρρωστος. Άρρωστος από τύφο. Είχα κολλήσει τύφο ή από το νερό που μας έδιναν στην κλούβα ή από πηγάδι που πίναμε νερό στο στρατόπεδο. Δυο φορές με επισκέφτηκε ο γιατρός Μπούρτζος από την Αρβανιτοκερασιά. Δεν είχαμε και πάγο που χρειαζόταν για την αρρώστια. Ευτυχώς στις 11 Οκτώβρη έριξε χιόνι, το στουπώσαμε και το χρησιμοποιήσαμε για πάγο.
Φρικτές καταστάσεις… στη φυλακή να πέφτει άγριο ξύλο, στην κλούβα όμηρος να παίζεις κρυφτούλι με το θάνατο…»
Οι κλουβίτες ήταν μαρτυρικοί ήρωες, που όταν κατάφερναν να επιβιώσουν από τις νάρκες, την ανατίναξη της Κλούβας, την πείνα, την δίψα και τις αρρώστιες, αποτελούσαν πάντα μια πρώτη δεξαμενή από την οποία οι Γερμανοί, συχνά, διάλεγαν και εκτελούσαν σε αντίποινα για τη δράση των Αντιφασιστικών Οργανώσεων του αγωνιζόμενου λαού.
Δυο Μάχες για την απελευθέρωση των κλουβιτών
Από τις αρχές του 1944 οι Σύμμαχοι εκπονούν το σχέδιο «Κιβωτός» που θα έμπαινε σε εφαρμογή από τα μέσα του Απρίλη. Το σχέδιο «Κιβωτός» είχε στόχο, ανάμεσα στα άλλα, να παραπλανήσει τους Γερμανούς σε σχέση με τη συμμαχική απόβαση στη Νορμανδία και προέβλεπε μια σειρά επιθέσεων και καταστροφών, με σαμποτάζ, των συγκοινωνιών στην Ελλάδα, έτσι ώστε οι Γερμανοί να μην μπορέσουν εύκολα να μεταφέρουν βαρύ υλικό, να αποδιοργανωθούν σε βαθμό που να μην μπορούν να πάρουν αμέσως θέση σε μάχες σε άλλο μέτωπο, αλλά να έχουν ανάγκη από ανασυγκρότηση. Για την εκτέλεση του σχεδίου, στον ελλαδικό χώρο, ζητήθηκε η συνεργασία του ΕΛΑΣ και αυτός ανταποκρίθηκε άμεσα.
Σε όλη τη χώρα σημειώνονται επιθέσεις και ανατινάξεις αμαξοστοιχιών, γεφυρών και τούνελ. 12.4.1944 Δεμερή και Νεζερό, 16.4. Τέμπη, 21.4. Πετρομαγούλα Δομοκού, 29.4. σιδηροδρομική γραμμή Βόλου – Τρικάλων και στο Δομοκό, 3.5. Δοξαρά, 11.5. κοντά στη Βέροια, 20.5. ανάμεσα Αγόριανη – Δρανίτσα – Δομοκό, 5.6. στενωπό Κλεισούρας στο δρόμο Μεσολόγγι – Αγρίνιο, 16.6. σιδ. σταθμός Καΐσας, 19.6. τρένο στη γραμμή Λάρισας – Θεσσαλονίκης, 23.6. Θέρμης – Καΐσας κλπ[1].
Μάχη και απελευθέρωση κλουβιτών στο Σταθμό Αιτωλικού
Το 2/36 εφεδρικό τάγμα του ΕΛΑΣ με έδρα την Σιβίστα, στο χώρο της ευθύνης του, ανατολικά από το Κρυονέρι, Γαλατά, Περιθώρι, όλη η νότια πλευρά του Αρακύνθου μέχρι του κόμβου Συκιάς και Αχελώου δυτικά, εκτέλεσε μια σειρά από πολεμικές επιχειρήσεις: Ανατίναξε την Γαλαρία της Κλόκοβας και σταμάτησε έτσι την οδική επικοινωνία Μεσολογγίου Ναυπάκτου. Εξουδετέρωσε τον Παπά – Σπυρίδωνα Καραβία από το Δοκίμι Αγρινίου ο οποίος με ομάδα ταγματασφαλιτών είχε κατατρομοκρατήσει τους αγρότες την περιοχή Αγρινίου, Συκιάς. Ανατίναξε, στις 5 Ιούνη, την γέφυρα στον οδικό άξονα Μεσολογγίου- Αγρινίου στο τέρμα της Κλεισούρας (Φραγκουλέϊκα) και με άλλες ενέργειες σταμάτησε το πέρασμα των Γερμανών κατακτητών από την Κλεισούρα. Ανατίναξε την επιβατική αμαξοστοιχία στη θέση Τραγάνα χρησιμοποιώντας μια νάρκη Τέλερμαν μεγάλης εκρηκτικής ισχύος με αποτέλεσμα λόγω κατηφόρας η αμαξοστοιχία να βρεθεί 100 μέτρα μέσα σε φαράγγι και να ανασυρθεί μετά την απελευθέρωση. Ολιγομελές τμήμα του 2/36 εφεδρικού ΕΛΑΣ εξουδετέρωσε την Γερμανική φρουρά του τραίνου στο σταθμό του Γαλατά και έριξε την αμαξοστοιχία στον προβλήτα του Κρυονερίου.
Οι Γερμανοί έχοντας απόλυτη ανάγκη αυτή την επικοινωνία, ειδικά τον άξονα Μεσολογγίου- Αγρινίου ως μοναδική αρτηρία από Δυτική Ελλάδα σε Ήπειρο και Δυτική Μακεδονία για την Κεντρική Ευρώπη έλαβαν πρόσθετα μέτρα ασφάλειας:
Εγκατέστησαν στα Σταμνά τμήμα Γερμανοτσολιάδων και ομάδα Γερμανών με επικεφαλή αξιωματικό με όλα τα μέσα τηλεπικοινωνιών και μετακίνησης.
Ενίσχυσαν την φρουρά του τραίνου με 24 άνδρες με επικεφαλή αξιωματικό με ασύρματο τηλέφωνο.
Εγκατέστησαν περιστρεφόμενο μυδράλιο στο τελευταίο ανοιχτό βαγόνι.
Και το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι σαν πρώτο βαγόνι έβαλαν, ασπίδα για να αποφύγουν τις επιθέσεις του ΕΛΑΣ, κλούβα γεμάτη Έλληνες πατριώτες απ’ τις φυλακές Μεσολογγίου ή Αγρινίου ανάλογα με την φορά του τραίνου, και στο κέντρο της κλούβας νάρκη έτοιμη για ανατίναξη.
Ο συνταγματάρχης Ζούλας, Διοικητής του 36ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, εκδίδει διαταγή σύμφωνα με την οποία πρέπει να μελετηθεί και να οργανωθεί σαμποτάζ στο σταθμό του Αιτωλικού με σκοπό την εξόντωση της Γερμανικής φρουράς, την απελευθέρωση των κρατουμένων κλουβιτών και την ολική καταστροφή του τραίνου.
Την παραμονή της επιχείρησης έφτασαν και δυο σαμποτέρ Αγγλοι αξιωματικοί, ο Τόμσον και ο Εβερτ, μαζί με τον ανθυπολοχαγό της σχολής του βουνού, καπετάν Λευτέρη, ειδικού στα εκρηκτικά.
Στις 22 Ιούνη 1944, τμήματα του 36ου εφεδρικού Συντάγματος του ΕΛΑΣ, επιτέθηκαν στο σιδηροδρομικό σταθμό του Αιτωλικού.
Η αμαξοστοιχία ξεκίνησε από το Μεσολόγγι φορτωμένη με πολεμοφόδια και με επιβάτες 50 Γερμανούς, Πολωνούς στρατιώτες και Ελληνες χωροφύλακες. Την ώρα που έμπαινε στον Σταθμό του Αιτωλικού και αφού προσπέρασε η κλούβα και η ατμομηχανή, έγιναν αλλεπάλληλες ανατινάξεις. Ακολούθησε μάχη με τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους.
Οι έμπειροι μαχητές του 2/36 τάγματος του ΕΛΑΣ μέσα σε λίγο χρόνο με τα όπλα, με επιθετικές χειροβομβίδες πέτυχαν τον πλήρη αιφνιδιασμό των Γερμανών. Ήταν η μοναδική μάχη που εξοντώθηκαν όλοι οι Γερμανοί. Οι απώλειες των Γερμανών ήταν 30 νεκροί και 3 αιχμάλωτοι. Απ’ την μεριά των ανταρτών 8 νεκροί, καθώς και 4 επιβάτες της αμαξοστοιχίας ήταν το βαρύ τίμημα.
Σκοτώθηκαν οι αντάρτες: Μανώλης Λεμονής – Σταύρος Ζενεμπής (Αιτωλικό), Νίκος Έξαρχος (Χαραυγή Θεσπρωτίας), Γιάννης Σιμήρης (Μεσολόγγι), Μάρκος Μάρκου – Βασίλης Κρανιώτης (Ευηνοχώρι), Άγγελος Δαραμούσκας (Κούμανι Ηλείας), Βιτόριο Ιταλός Αντιφασίστας. Ακόμα τραυματίστηκαν οι αντάρτες Θεοφάνης Δημαράς με διαμπερές τραύμα στο στήθος απ’ το οποίο απεβίωσε αργότερα και ο Γιώργος Βλάχος από το Γαλατά.
Σκοτώθηκαν οι επιβάτες: Γερ. Μαρούδας ιερέας, Γεωργ. Σκουφής σιδηροδρομικός, Γιώργος Καφρίτσας, Αρσινόη Λύτρα. Τραυματίστηκε ελαφρά ο επιβάτης του τραίνου Χρ. Χριστοδούλου[2].
Στην αναφορά της Διοίκησης του 2ου εφεδρικού Τάγματος προς την Διοίκηση του 36ου Εφεδρικού Συντάγματος του ΕΛΑΣ σημειώνονται:
«Συναγωνιστές κάνοντας απολογισμό του σαμποτάζ και μάχης του Σταθμού του Αιτωλικού στις 22.6.44 σας γνωρίζουμε ότι άπαντες οι αντικειμενικοί σκοποί επιτεύχθηκαν σχεδόν πλήρως παρόλο ότι τα βαγόνια εξετροχιάστηκαν προς τα κάτω αντίθετα από την υπόσχεσιν του Tomson. Εκ των Γερμανών που επέβαιναν συνελήφθησαν τρεις (3) αιχμάλωτοι. Οι υπόλοιποι εξοντώθηκαν. Ημέτεροι απώλειαι οκτώ (8) αντάρτες και τέσσερες επιβάτες. Περιήλθον εις χείρας μας λάφυρα ένα (1) γερμανικό μυδράλιο με 1.200 φυσίγγια, είκοσι (20) γερμανικά μάουζερ, έξι (6) αυτόματα μαρσίπ, πολλά πυρομαχικά και μία (1) βαλίτσα με χειρουργικά εργαλεία και υγειονομικό υλικό. Ολοι οι όμηροι, περί τους είκοσι πέντε (25) απελευθερώθησαν χωρίς να πάθει κανείς τίποτε.
Εδρα του 2/36 Εφ. Τάγματος, 24/6/44
Η Διοίκηση του Τάγματος
Ποταμίτης Κουστάς».[3]
Στον Ψαθόπυργο Αχαΐας
Δυόμισι μήνες μετά, με σκοπό τη ματαίωση της μεταφοράς πολεμικού υλικού των Γερμανών που υποχωρούσαν από την Πελοπόννησο με κατεύθυνση την ηπειρωτική Ελλάδα, τμήμα της ΙΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ οργάνωσε επιχείρηση στην περιοχή Αχαΐας.
Στις 8 Σεπτέμβρη 1944 η γερμανική στρατιωτική αμαξοστοιχία 18 βαγονιών που μετέφερε καύσιμα και πυρομαχικά, σταμάτησε στον Ψαθόπυργο. Μπροστά ήταν η Κλούβα με 22 ομήρους κλουβίτες. Πέντε γυναίκες πλησίασαν τη Κλούβα με πρόσχημα να προσφέρουν σε κλουβίτες και φρουρούς φαγώσιμα και νερό. Η κύρια αποστολή τους ήταν να ειδοποιήσουν τους κρατούμενους – με σημειώματα μέσα σε κούφια αυγά – για την επικείμενη επιχείρηση και τους ζητήθηκε να αποσυνδέσουν το καλώδιο πυροδότησης από τα εκρηκτικά, πράγμα που έγινε.
Στο μεταξύ λίγη ώρα πριν ένα συνεργείο αντιστασιακών σιδηροδρομικών είχε ξηλώσει τη σιδηροδρομική γραμμή σε ένα σημείο ανάμεσα στον Ψαθόπυργο και την Παναγοπούλα Αχαΐας.
Όταν η αμαξοστοιχία έφτασε στο προβλεπόμενο σημείο δέχτηκε καταιγιστικά πυρά του ΕΛΑΣ και σταμάτησε. Ο αιφνιδιασμός ήταν απόλυτα πετυχημένος. Οι Γερμανοί δεν μπόρεσαν να απαντήσουν αμέσως στα δραστικά πυρά του ΕΛΑΣ, ούτε και να ανατινάξουν την Κλούβα με τους 22 ομήρους πατριώτες, αφού οι κλουβίτες είχαν αποσυνδέσει το καλώδιο πυροδότησης. Οι όλμοι των ΕΛΑΣιτών έπληξαν τα βαγόνια που μετέφεραν βενζίνη και μέσα σε λίγα λεπτά ολόκληρη η αμαξοστοιχία έγινε παρανάλωμα τους πυρός.
Από τους 22 κλουβίτες απελευθερώθηκαν και σώθηκαν οι είκοσι. Δεν έγινε δυνατόν να σωθούν και έπεσαν νεκροί οι ΕΠΟΝίτες Γιώργος Βασιλείου του Γιάννη, από τις Δάφνες Αιγίου, 18 ετών, μαθητής Γυμνασίου, Σύνδεσμος της Οργάνωσης και Μουγγολιάς Γιάννης του Θύμιου, από το Αίγιο, 17 ετών, μαθητής Γυμνασίου[4].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ο ΕΛΑΣ, Στέφανου Σαράφη, εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα 1999, σελ. 210 – 212, 286, 402 – 407
[2] Στο αρχείο του καπετάνιου του 2/36 εφεδρικού τάγματος του ΕΛΑΣ, Νίκου Κούστα, υπάρχει μια λεπτομερής αφήγηση της μάχης του Αιτωλικού, η οποία έχει δημοσιευτεί και στο Agriniopress
[3] ΕΠΕΣΑΝ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ. Τόμος 4α, σελ. 295
[4] ΕΠΕΣΑΝ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ. Τόμος 4β, σελ. 145
[5] Ο Παρασκευάς Βελισσάρης πιθανά αναφέρεται σε ένα σαμποτάζ του ΕΛΑΣ, ο οποίος ανατίναξε τις σιδηροδρομικές γραμμές στη θέση «Λαμπίρη», ανάμεσα στο Αίγιο και την Πάτρα, τον Σεπτέμβρη του 1944. Οι Γερμανοί, όταν πλησίασε το τρένο και πριν σταματήσει, ανατίναξαν την Κλούβα με 24 ομήρους πατριώτες. Γλύτωσε μονάχα ένας, ο Κ. Κοκοκιός από τα Βούρβουρα, που έπεσε στη γράνα (το χαντάκι) δίπλα στις γραμμές.
Οι Κλουβίτες των τρένων
Κείμενό: Βαγγέλης Ραπτόπουλος στην εφημερίδα «Τα Νέα»
(Απόσπασμα)
Προκειμένου να προστατεύσουν τις στρατιωτικές τους αμαξοστοιχίες από τις επιθέσεις τού ΕΛΑΣ, οι Γερμανοί κατέφυγαν σ' ένα αλεπουδίσιο κόλπο: τοποθετούσαν μπροστά από τη μηχανή του τρένου μια πλατφόρμα, μια καρότσα πες, που γύρω γύρω κι από πάνω την έφραζαν με αγκαθωτό σύρμα. Υστερα στερέωναν εκρηκτικά κάτω από το δάπεδο της κλούβας, ώστε να τιναχτεί στον αέρα σε περίπτωση επίθεσης των ανταρτών.
Και μέσα στην κλούβα φυλάκιζαν έλληνες ομήρους, οι οποίοι μοιραία θα αποτελούσαν τα πρώτα και τα πιο σίγουρα θύματα. Οι μελλοθάνατοι ήταν άνθρωποι κάθε ηλικίας και επαγγέλματος. Παιδιά και γέροι, δικηγόροι και υπάλληλοι, αγρότες και βοσκοί. Κρατούμενοι από το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου ή της Θήβας.
Κι αν οι τελευταίοι φορούσαν τα κανονικά τους ρούχα και ήταν ακούρευτοι, οι του Χαϊδαρίου ήταν όχι μόνο κουρεμένοι γουλί, αλλά και θεόγυμνοι, με τα σκελετωμένα τους κορμιά εκτεθειμένα.
Γι' αυτό και πολλοί τους Χαϊδαριώτες τούς φώναζαν Γυμνούς. Μια τέτοια κλούβα τρένου, φορτωμένη με γυμνούς ομήρους, δεν μπορεί παρά να αποτελεί ένα σύμβολο της κατοχικής περιόδου, αντικατοπτρίζοντας, σχεδόν ταυτόχρονα, και την υποδούλωσή μας στους Γερμανούς και το αδούλωτον της ελληνικής ψυχής.
Είναι μια εικόνα υπερβολικά προκλητική για να την αφήσεις ανεκμετάλλευτη και να μην επιδιώξεις να της προσδώσεις ευρύτερες διαστάσεις.
Κάθε φορά που έφταναν σ' έναν σταθμό, λέει, οι Κλουβίτες φρόντιζαν να ρίξουν ραβασάκια που απευθύνονταν στους δικούς τους, ώστε να σπεύσουν να τους ειδοποιήσουν όσοι τα έβρισκαν. Κι άλλοτε, πάλι, οι δικοί τους ήταν ήδη εκεί και τους περίμεναν, οπότε, εάν οι Γερμανοί δεν τους το απαγόρευαν, πλησίαζαν, και χέρια απλώνονταν μέσα κι έξω από το συρματόπλεγμα της κλούβας για ν' αγγιχτούν. Ή για να δώσουν και να πάρουν τσιγάρα, φαΐ και νερό.
Κι ακόμα, οι Κλουβίτες δεν έκλαιγαν τη μοίρα τους ούτε θρηνούσαν, λέει, κι ας ήταν θρονιασμένοι πάνω σ' όλα εκείνα τα μασούρια του δυναμίτη. Αντιθέτως, στέκονταν περήφανοι στη θέση τους, σαν παλικάρια, τραγουδώντας πατριωτικά θούρια και καλώντας τους αντάρτες να μη σταματήσουν τις επιθέσεις.
«Ετσι πολεμάμε, μέσ' από τις κλούβες, μαζί σας κι εμείς!».
Τέλος, τον πρώτο καιρό, οι κατακτητές επέτρεπαν στους συγγενείς να πλησιάζουν τις κλούβες στους σταθμούς, με την υστεροβουλία να καρπωθούν κι εκείνοι λίγα ή πολλά απ' όσα κουβαλούσε και παρέδιδε ο κόσμος στους ομήρους.
Αργότερα, όμως, ιδίως από το καλοκαίρι του '44, που ο ΕΛΑΣ κατόρθωσε να απελευθερώσει είκοσι πέντε Κλουβίτες στον σταθμό του Ψαθόπυργου Αχαΐας, οι Ναζί απαγόρευσαν, υπό την απειλή τουφεκισμού, να πλησιάζουν οι πολίτες στις κλούβες των τρένων.
Εάν ήμουν κινηματογραφιστής, δεν θα έχανα την ευκαιρία. Μια ολόκληρη ταινία με πρωταγωνιστές κάποια ομάδα από Κλουβίτες και με επεισόδια αντλημένα από τις διαδρομές της αμαξοστοιχίας, της οποίας προπορεύεται το βαγόνι τους.
Εκτός από μια ταινία εποχής, που θα πετύχαινε ίσως να ζωντανέψει τόσο την ατμόσφαιρα όσο και την ουσία της Κατοχής, θα είχαμε αναμφισβήτητα να κάνουμε και μ' ένα ακαταμάχητο θρίλερ.
Φανταστείτε την αρπάγη της αγωνίας, στην οποία θα παρέμεναν γραπωμένοι θεατές και πρωταγωνιστές της ταινίας.
Τη συγκεκριμένη φωτογραφία με τους Κλουβίτες των τρένων - διά χειρός του σπουδαίου φωτογράφου της Αντίστασης Σπύρου Μελετζή - την πρωτοείδα στο βιβλίο των Κώστα Ν. Χατζηπατέρα και Μαρίας Φαφαλιού - Δραγώνα «Μαρτυρίες '41-'44, Η Αθήνα της Κατοχής» (τόμος β'), που κυκλοφόρησε το 2003. Αποτελεί για μένα ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά φωτογραφικά στιγμιότυπα του πνεύματος της Κατοχής στη χώρα μας, εκφράζοντάς το ολοζώντανα. Γι' αυτό και φρόντισα να το ενσωματώσω, μαζί με άλλες δύο φωτογραφίες - ντοκουμέντα, στο μυθιστόρημά μου «Η πιο κρυφή πληγή» (2012). Ενα μυθιστόρημα σύγχρονο, από τη Μεταπολίτευση ώς τους Αγανακτισμένους, κι όμως επικεντρωμένο στα Δεκεμβριανά του 1944.
Παρατηρήστε τη φωτογραφία προσεκτικά. Κατ' αρχάς, κάτω δεξιά, μόλις που διακρίνονται οι ράγες της σιδηροδρομικής γραμμής. Κι ακόμα, δύο τουλάχιστον από τους ομήρους (εκείνος, σε πρώτο πλάνο, ο καθιστός με το άσπρο μαντίλι στο κεφάλι, όπως και ο όρθιος στ' αριστερά του με το ανοιχτόχρωμο παντελόνι, που έχει το ένα του χέρι πλεγμένο στο συρματόπλεγμα και είναι γυρισμένος προφίλ) είναι προφανές ότι χαμογελάνε. Αυτή η φωτογραφία, αυτό το ανατριχιαστικό στιγμιότυπο όπου απεικονίζονται Κλουβίτες, είναι ασφαλώς σήμα κατατεθέν της γερμανικής κατοχής.
Ανοιχτό σιδηροδρομικό βαγόνι που μετατρεπόταν σε μεγάλο κλουβί, εντός του οποίου οι Γερμανοί έβαζαν κρατούμενους ως «ασπίδα» στην μεταφορά στρατιωτών, εξοπλισμού και προϊόντων. |
«Οι σιδηροδρομικές κλούβες του Θανάτου (1941-1944).»
του Στέφανου Μίλεση από το Πειραιόραμα.
Ένα γεγονός που καταγράφηκε από όλους τους ιστοριογράφους της κατοχικής περιόδου, ήταν ο μεγάλος αριθμός από βαγόνια μετασκευασμένα που ήταν γνωστά ως «κλούβες». Και ενώ οι Γερμανοί κατά την αποχώρησή τους κατέστρεφαν τις σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις, κτήρια, γραμμές, ατμομηχανές και βαγόνια, οι μόνες που παρέμειναν άθικτες ήταν οι «κλούβες», συνεχίζοντας να προκαλούν τον τρόμο σε όσους τις έβλεπαν. Επρόκειτο για ένα ανοιχτό σιδηροδρομικό βαγόνι που μετατρεπόταν σε μεγάλο κλουβί, εντός του οποίου οι Γερμανοί έβαζαν κρατούμενους. Στη συνέχεια τοποθετούσαν την «κλούβα» μπροστά από τη σιδηροδρομική μηχανή, ώστε σε περίπτωση δολιοφθοράς, να σκοτώνονταν πρώτα οι κρατούμενοι που επέβαιναν σε αυτήν. Η τοποθέτησή τους στην «κλούβα» αποτελούσε μαρτύριο, καθώς από τον Πειραιά έμεναν εντός αυτής μέχρι του προορισμού, άνθρωποι που είχαν συλληφθεί φορώντας πουκάμισα και φανελάκια και γενικώς ήταν απροετοίμαστοι. Αυτοί καλούνταν στη συνέχεια να διεκπεραιώσουν τη διαδρομή μέσα σε αντίξοες καιρικές συνθήκες, κρύου, βροχής ακόμα και χιονιού. Ταξίδευαν για ώρες ακάλυπτοι και εκτεθειμένοι χωρίς καμία προστασία, ενώ γνώριζαν ότι η εκεί παρουσία τους δεν θα απέτρεπε τις αντιστασιακές ομάδες από το έργο τους.
Καθώς ο Πειραιάς διέθετε δύο τερματικούς σταθμούς σιδηροδρόμων, Πελοποννήσου και Λαρίσης, αλλά και επισκευαστική βάση σιδηροδρόμων, οι κλούβες αποτελούσαν σύνηθες κατοχικό θέαμα. Η αγριότητα του πολέμου και η λυσσαλέος αγώνας κατά των Γερμανών ωστόσο, δεν εμπόδιζε τις ομάδες αντίστασης να προβαίνουν σε πράξεις δολιοφθοράς. Το σαμποτάζ στην σήραγγα κοντά στο σταθμό Νεζερού – Δομοκού Τα ξημερώματα της 2ας Ιουνίου του 1943 σε σιδηροδρομικό δρομολόγιο κατάφορτο από Ιταλούς στρατιώτες με προορισμό την Θεσσαλονίκη, σημειώθηκε σαμποτάζ την ώρα που ο συρμός διερχόταν από την σήραγγα κοντά στο Κούρνοβο της Θεσσαλίας (τούνελ Νεζερού), συνολικού μήκους 510 μέτρων. Η έκρηξη ήταν τόσο δυνατή, ώστε κατέρρευσε το τούνελ προκαλώντας το θάνατο όχι μόνο των 230 Ιταλών στρατιωτών που επέβαιναν στην αμαξοστοιχία, αλλά και 25 Γερμανών που αποτελούσαν τη φρουρά της σήραγγας. Η αντιστασιακή πράξη έγινε, παρά το γεγονός ότι μπροστά από την ατμομηχανή στο συγκεκριμένο δρομολόγιο υπήρχε «κλούβα» εντός της οποίας υπήρχαν 15 όμηροι.
Η προσέγγιση των ομήρων της «κλούβας» από συγγενείς, φίλους και άλλους, αποτελούσε πραγματικό κίνδυνο καθώς μαζί με εκείνους που ήθελαν να μάθουν για την τύχη των οικείων τους, πλησίαζαν και άτομα που ενεργούσαν σε ομάδες δολιοφθοράς με σκοπό τη λήψη πληροφοριών περί του εκτελούμενου δρομολογίου. Έτσι οι Γερμανοί πολλές φορές συνελάμβαναν και τα άτομα που προσέγγιζαν του ομήρους της «κλούβας» και τα τοποθετούσαν μαζί τους, συμπληρώνοντας τον αριθμό τους. Πολλοί συγγενείς μόλις αντιλαμβάνονταν την πρόθεση των Γερμανών, έτρεχαν αλλόφρονες να γλυτώσουν οι ίδιοι. Η γερμανική βαρβαρότητα δεν υποχωρούσε σε καμία περίπτωση από τις παρακλήσεις και από τους θρήνους των γονιών, των συζύγων, των αδελφών ή των παιδιών των μελλοθανάτων.
ΠΗΓΗ:
imerodromos.gr
tanea.gr
mixanitouxronou.gr
pireorama.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου