ΕΛΛΑΔΑ-ΚΟΡΙΝΘΙΑ

ΕΛΛΑΔΑ-ΚΟΡΙΝΘΙΑ

ΚΟΡΩΝΟΙΟΣ-COVID-19

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

SERRA PELADA - ΣΕΡΑ ΠΕΛΑΔΑ ΟΙ ΔΟΥΛΟΙ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ




serra pelada musik theme from Philip Glass-Tο μουσικό θέμα με τίτλο Σερα Πελάδα του
Φίλιπ Γκλας απο την ταινεία Powaqqatsi.

100.000 μυρμήγκια-εργάτες κουβαλάνε χρυσό με τα γυμνά χέρια τους στα ορυχεία χρυσού της Serra Pelada και ο εμβληματικός φωτογράφος Σεμπαστιάο Σαλγάδο ήταν εκεί για να τους φωτογραφήσει.


Τα ορυχεία χρυσού της Serra Pelada βρίσκονταν 430 χιλιόμετρα νότια των εκβολών του Αμαζονίου. Τα ορυχεία έγιναν διάσημα μέσα από τις εμβληματικές φωτογραφίες - μια σπουδή στο άσπρο/μαύρο - του φωτογράφου, Σεμπαστιάο Σαλγάδο (Sebastião Salgado).


Στις εικόνες του απαθανατίζει μυρμήγκια-εργάτες να κουβαλάνε χρυσό με τα γυμνά χέρια τους. Λόγω της χαοτικής κατάστασης των ορυχείων κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει τον ακριβή αριθμό των μεταλλωρύχων - έφταναν τους 100.000 ανθρώπους.


Σήμερα είναι σεληνιακό τοπίο και ο γιγάντιος λάκκος είναι μια μολυσμένη λίμνη. Tα τελευταία 40 χρόνια, ο φωτογράφος Σεμπαστιάο Σαλγκάδο ταξιδεύει σε όλες τις ηπείρους και έχει υπάρξει αυτόπτης μάρτυρας μεγάλων γεγονότων της πρόσφατης ιστορίας μας. Έχει καταγράψει με τη μηχανή του πολέμους, λιμούς, πρόσφυγες και ανθρώπους όλων των φυλών... αλλά και μοναδικά ζώα!



Ήταν το μεγαλύτερο ανοιχτό ορυχείο στον κόσμο, όπου περισσότεροι από 100 χιλιάδες άνθρωποι έσκαβαν καθημερινά μέσα στη λάσπη, ελπίζοντας ότι θα βρουν το πολύτιμο μέταλλο που θα τους άλλαζε τη ζωή. Η ιστορία δεν θα λάμβανε διεθνείς διαστάσεις εάν δεν υπήρχε ο φωτογράφος Sebastiao Salgado, ο οποίος ταξίδεψε στη περιοχή και απαθανάτισε με μοναδικό τρόπο τις στιγμές που έζησε. 
Η μαρτυρία του για τις συνθήκες που συνάντησε είναι αποκαλυπτική: «Παρασυρμένοι από τον αέρα που κουβαλά την ελπίδα για πλούτη, έρχονται στο χρυσωρυχείο της Serra Pelada. Κανείς δεν εξαναγκάζεται, αλλά άπαξ και έρθουν, γίνονται όλοι δούλοι του χρυσού και της ανάγκης για επιβίωση. Όταν μπουν μέσα, είναι αδύνατο να βγουν έξω».



Ο πυρετός του χρυσού στη Serra Pelada της Βραζιλίας ξεκίνησε το 1979, όταν ένα αγόρι βρήκε χρυσό στις όχθες του τοπικού ποταμού. Μέσα σε λίγες μέρες, τα νέα είχαν κάνει τον γύρο του κόσμου και οι χρυσοθήρες άρχισαν να καταφτάνουν από κάθε γωνιά της γης. Όπως ήταν φυσικό, το στήσιμο του ανοιχτού ορυχείου δεν ακολούθησε λογικούς κανόνες, ούτε κάποιο σύστημα οργάνωσης. Επικράτησε ο νόμος της ζούγκλας. Ο ισχυρότερος «έτρωγε» τον πιο αδύναμο.



Δούλευαν ο ένας δίπλα στον άλλο και είχαν έντονο ανταγωνισμό καθώς ο καθένας έσκαβε κάθετα, σε πολύ μεγάλο βάθος. Επειδή όμως δεν μοιράζονταν πληροφορίες σχετικά με την πρόοδό τους, φοβούμενοι ότι θα τους έκλεβαν, τα λαγούμια που έσκαβαν ήταν άνισα μεταξύ τους. Αυτό ήταν πολύ επικίνδυνο, καθώς σε σημεία, δεν υπήρχε τίποτα να στηρίξει το χώμα και το λαγούμι μπορούσε να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή.









Βέβαια, ένας εργάτης ήταν πολύ πιο πιθανό να πεθάνει στα χέρια κάποιου συναδέλφου του, παρά να θαφτεί στα έγκατα της γης. Επικρατούσε χάος, μία κατάσταση που ευνοούσε τη βία και την παρανομία. Οι χρυσοθήρες αλληλοσκοτώνονταν για λίγη χρυσή σκόνη. Κάθε μήνα, αναφέρονταν στην αστυνομία 60 με 80 ανθρωποκτονίες, οι οποίες δεν ερευνήθηκαν ποτέ. Κάποιοι εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση για δικό τους όφελος. Χρέωναν το νερό 3 δολάρια το λίτρο, ένα εξωφρενικό ποσό, που όμως όλοι κατέληγαν να πληρώνουν.


Το νερό ήταν μία από τις ελάχιστες «πολυτέλειες» στη Serra Pelada. Οι επιτήδειοι έφταναν να χρεώνουν 3 δολάρια το λίτρο.


Εκατό χιλιάδες άνθρωποι ζούσαν μέσα στη λάσπη, χωρίς φαγητό, με ελάχιστο νερό. Έσκαβαν και συγκέντρωναν τη λάσπη σε σακιά που έφταναν να ζυγίζουν μέχρι και 60 κιλά. Μετά, έπρεπε να σκαρφαλώσουν 400 μέτρα, μέχρι την επιφάνεια του τεράστιου ορυχείου. Η πορεία ήταν αργή και βασανιστική. Εκατοντάδες άτομα περπατούσαν αργά, πάνω σε λάσπη που γλιστρούσε και σε ετοιμόρροπες, αυτοσχέδιες σκάλες.



Όταν έφταναν στην επιφάνεια, ξέπλεναν τα χώματα, με την ελπίδα να δουν κάτι να λαμπυρίζει. Είτε έβρισκαν κάτι είτε όχι, όμως, έπρεπε να επιστρέψουν στο «οικόπεδό» τους, για να ξεκινήσουν όλη τη διαδικασία από την αρχή. Μες στη μέρα, διένυαν αυτή την απόσταση δεκάδες φορές.




Η φωτογραφίες είναι του βραζιλιάνου φωτογράφου Sebastião Salgado, του σημαντικότερου (ίσως) εν ζωή φωτογράφου. 



Είναι τραβηγμένες στα χρυσωρυχεία της Σιέρα Πελάδα, όπου οι εργάτες αμείβονται 20 σεντς για κάθε σακί που ανεβάζουν. Ο πλούτος των ορυχείων δεν ανήκει ποτέ στους αυτόχθονες, παρά στις εταιρείες που τα εκμεταλλεύονται.






Στο ορυχείο, απαγορεύονταν οι γυναίκες. Γι’ αυτό, το κοντινότερο χωριό μετατράπηκε σε πόλη, όπου εγκαταστάθηκαν πόρνες, από ηλικιωμένες γυναίκες μέχρι ανήλικα κορίτσια, που πουλούσαν το κορμί τους για μερικά γραμμάρια χρυσού. Όταν επισκέφτηκε την περιοχή η διάσημη Βραζιλιάνα χορεύτρια, Ρίτα Κάντιλακ, είχε τρομοκρατηθεί στη θέα χιλιάδων ανδρών. Δεν υπήρχε ασφάλεια και φοβόταν ότι θα της επιτίθονταν. Κάποια στιγμή στην παράσταση, νόμισε ότι το κοινό δεν απολάμβανε την παράσταση, γιατί τις πέταγαν πέτρες. Αργότερα, κατάλαβε ότι ήταν σβόλοι χρυσού!.


Η αναρχία κράτησε για τρεις μήνες, μέχρι που ο στρατός της Βραζιλίας ανέλαβε τη διεύθυνση του ορυχείου. Συμφώνησε να αγοράσει όλο τον χρυσό που είχε εξορυχτεί, που υπολογίστηκε στους 45 τόνους. Ερευνητές υποστηρίζουν ότι το ποσό αυτό δεν είναι αντιπροσωπευτικό. Υπολογίζουν ότι το 90% του χρυσού που εξορύχτηκε δεν πέρασε ποτέ από τα χέρια του στρατού, αλλά πουλήθηκε κρυφά απ’ τους ίδιους τους εργάτες. Η αξία του «κρυμμένου» χρυσού σήμερα θα ξεπερνούσε το 1,5 δισεκατομμύριο δολάρια.



Ο φωτογράφος Sebastiao Salgado με τις λήψεις του αποκάλυψε τον άγνωστο λασπωμένο κόσμο του ορυχείου και περιέγραψε με λεπτομέρεια τις απίστευτες εικόνες του: «Κάθε φορά που κάπου βρεθεί χρυσό, οι άντρες που κουβαλούν τα σακιά με τη λάσπη και το χώμα έχουν, σύμφωνα με τον νόμο, το δικαίωμα να πάρουν ένα από τα σακιά που κουβάλησαν. Και εκεί μέσα μπορεί να βρίσκονται τα πλούτη και η ελευθερία τους. Έτσι ζωή τους γίνεται το τρελό, συνεχόμενο ανεβοκατέβασμα στις σκάλες, κάτω στην τεράστια τρύπα και έξω, στην άκρη του ορυχείου, κουβαλώντας ένα σακί με λάσπη και τις ελπίδες για χρυσό».




«Όποιος φτάνει εκεί για πρώτη φορά έρχεται αντιμέτωπος με μια απίστευτη και βασανισμένη εικόνα του ανθρώπου: 50 χιλιάδες άντρες που έχουν σμιλευτεί από τη λάσπη και τα όνειρα. Ακούγονται μόνο ψίθυροι, κραυγές, ο ήχος των φτυαριών που τα χειρίζονται ανθρώπινα χέρια. Ούτε ίχνος μηχανής. Είναι ο ήχος του χρυσού που ακούγεται μέσα από τις ψυχές των κυνηγών του», σχολιάζει ο βραζιλιάνος φωτογράφος. Η ζωή του φωτογράφου στο ντοκιμαντέρ του Βιμ Βέντερς, «Το Αλάτι της Γης».






ΔΕΙΤΕ ONLINE ΤΟ ΝΤΟΚΥΜΑΝΤΕΡ ΜΕ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥΣ ΥΠΟΤΙΤΛΟΥΣ ΕΔΩ

Εκτός από τα ορυχεία στη Βραζιλία, ο Sebastiao Salgado έχει φωτογραφήσει τον εμφύλιο πόλεμο στη Ρουάντα, τη σφαγή στη Βοσνία, τα ατέλειωτα ταξίδια προσφύγων και μεταναστών σε όλο τον κόσμο. Όμως η ενασχόλησή του με τη φωτογραφία ξεκίνησε σε μεγάλη ηλικία. Γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1944 σε μια φάρμα στην περιοχή Minas Gerais της νοτιοανατολικής Βραζιλίας. Μεγάλωσε μέσα στη φύση, τα δάση και τα βουνά. Εγκατέλειψε όμως την εξοχή για το Σάο Πάολο, όπου σπούδασε οικονομικά. Το 1969 μετανάστευσε στο Παρίσι με τη σύζυγό του, για να γλιτώσουν απ’ την δικτατορία που επιβλήθηκε στη χώρα. Εκεί σκόπευε να ολοκληρώσει το διδακτορικό του στα οικονομικά, αλλά τελικά άλλαξε γνώμη. Ως οικονομολόγος εργαζόταν για τον Διεθνή Οργανισμό Καφέ και είχε ταξιδέψει πολλές φορές στην Αφρική. Εκεί άρχισε να τραβάει φωτογραφίες, η ενασχόληση που σε λίγο χρόνια θα γινόταν «όλη του η ζωή», όπως έχει πει κι ο ίδιος.


Οι σπουδές του στα οικονομικά τον βοήθησαν να καταλάβει καλύτερα τον κόσμο. Όπως έχει περιγράψει σε συνέντευξή του, μελέτησε τη μακροοικονομία, τις θεωρίες του Κέινς και του Μαρξ. «Αυτού του είδους τα οικονομικά είναι σαν κοινωνιολογία, όποτε ήταν μια καλή προπόνηση». Στην αρχή της καριέρας του ως φωτογράφος, ταξίδευε ως φωτορεπόρτερ και συνεργαζόταν με διεθνή πρακτορεία ειδήσεων. Σταδιακά όμως ανεξαρτητοποιήθηκε και φωτογράφιζε αποκλειστικά για δικά του project.
Οι φωτογραφίες του ορυχείου Serra Pelada είναι οι πιο διάσημες της καριέρας του, αλλά δεν είναι οι μοναδικές που πραγματικά καθηλώνουν τον θεατή. Όταν γύρισε από τον εμφύλιο πόλεμο στη Ρουάντα, αρρώστησε βαριά και σύμφωνα με τους γιατρούς που επισκέφτηκε, τα αίτια ήταν ψυχοσωματικά. «Ήταν όλος αυτός ο θάνατος που είχα δει», είπε σε ομιλία του. Για να «αναρρώσει», επέλεξε να ασχοληθεί με ένα καινούριο project, που ονόμασε «Genesis». Φωτογράφισε τη φύση, τα ζώα, τις φυλές του κόσμο στην πιο εντυπωσιακές, αλλά και καθημερινές στιγμές.


Το 2009, τον επισκέφτηκε στο σπίτι του στο Παρίσι ο Γερμανός σκηνοθέτης Βιμ Βέντερς. Ο Salgado του έδειξε ορισμένες απ’ τις φωτογραφίες, συνοδευόμενες από μουσική και τον ρώτησε αν υπήρχε κάποιος τρόπος να τις μετατρέψουν σε ταινίες. Ο Βέντερς απάντησε καταφατικά και με τη βοήθεια του γιου του Salgado, Juliano, γύρισε το ντοκιμαντέρ «The Salt of the Earth». Σε αυτό παρουσιάζεται η ζωή, οι επιρροές και το έργο του Sebastiao Salgado.




Το ντοκιμαντέρ ήταν υποψήφιο για Όσκαρ, κέρδισε βραβείο στο Φεστιβάλ των Καννών και το βραβείο Cesar για καλύτερο ντοκιμαντέρ.

ΤΟ ΑΛΑΤΙ ΤΗΣ ΓΗΣ

”Με τον όρο φωτογραφία αναφερόμαστε στην τέχνη και επιστήμη της δημιουργίας οπτικών εικόνων μέσω της καταγραφής και αποτύπωσης του φωτός, με χρήση κατάλληλων συσκευών (φωτογραφικές μηχανές). Ετυμολογικά, η λέξη φωτογραφία είναι σύνθετη και προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις, ‘φως’ και ‘γραφή’.” Λίγο μετά από τη διευκρινιστική – εισαγωγική αυτή παράθεση για την έννοια της φωτογραφίας, οι Βιμ Βέντερς και Τζουλιάνο Ριμπέιρο Σαλγκάδο (γιος του ίδιου του Σεμπαστιάο), οι σκηνοθέτες του ντοκιμαντέρ, θα μας μεταφέρουν στον ιδιοσυγκρασιακό κόσμο ενός εκ των σημαντικότερων φωτογράφων που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα.




 Ο Σεμπαστιάο Σαλγκάδο, αφηγείται την τόσο εντυπωσιακή ιστορία της ζωής του, ενόσω εμείς γινόμαστε μάρτυρες ενός σημαντικού κομματιού της σύγχρονης ιστορίας, έτσι όπως το κατέγραψε αφού προηγουμένως το βίωσε ο ίδιος, τα τελευταία 40 χρόνια.
Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Σεμπαστιάο Σαλγκάδο παρουσιάζονται με απαράμιλλο και πρωτόγνωρο τρόπο στο ‘Αλάτι της Γης’. Είναι τόσο ζωντανές οι φωτογραφίες του Σαλγκάδο που ευνοούν για κάτι τέτοιο. Εικόνες παραστατικές και ψυχωμένες που μπορούν να σε τυφλώσουν από τον πυρετό της λάμψης ή την απερίφραστη και οδυνηρή δυστυχία που απεικονίζουν. Όπως οι πρώτες που συναντάμε στο ντοκιμαντέρ, τραβηγμένες στο χρυσορυχείο της Σέρα Πελάδα στη Βραζιλία, τη δεκαετία του 1980. Σ’ αυτές, 10.000 ημίγυμνοι και λερωμένοι άνδρες στοιβάζονται καθημερινά αναζητώντας το χρυσαφένιο αυτό κομμάτι που θα τους αποφέρει χρήμα.


H ΚΟΛΑΣΗ ΤΩΝ ΟΡΥΧΕΙΩΝ ΣΙΕΡΑ ΠΕΛΑΔΑ. 1980.

 Οι φωτογραφίες εναλλάσσονται και ο Σαλγκάδο παρεμβαίνει όπου κρίνεται απαραίτητο. Σε μια από αυτές θα επισημάνει το εξής τρομαχτικό: οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι δούλοι (αν και παραπέμπουν), προέρχονται από διάφορες τάξεις και επαγγέλματα και τώρα τους έχει κυριέψει ο χρυσός, η ιδέα του πλουτισμού τους έχει διαφθείρει πριν καν τον αποκτήσουν ή επειδή ακριβώς τα κατάφεραν και επιθυμούν κι άλλο. Από ψηλά μόνο τα λασπωμένα τους κορμιά ξεπροβάλλουν, κουβαλούν σακιά και σκαρφαλώνουν επικίνδυνες σκαλωσιές, σαν μυρμήγκια ακολουθούν ευλαβικά ο ένας πίσω από τον άλλον. Οι άνδρες αυτοί, αψηφούν τον κίνδυνο, συνθέτοντας έναν σύγχρονο και εξίσου βέβηλο Πύργο της Βαβέλ. Οι Βέντερς και Τζουλιάνο, φροντίζουν ώστε να ακούγεται η ηχώ που βγάζουν τόσες χιλιάδες άνθρωποι και η τρομαχτική αυτή φρενίτιδα αποτυπώνεται ιδανικά στην κινηματογραφική οθόνη.



Μια συνοπτική μα απολαυστική αναδρομή στο παρελθόν, φροντίζει να μας συστήσει το οικογενειακό υπόβαθρο αυτού του εξαίρετου ανθρώπου και δημιουργού. Ο Σεμπαστιάο Σαλγκάδο, γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια ειδυλλιακή και καταπράσινη φάρμα στην πόλη Αλμορές της νοτιοανατολικής πολιτείας Μίνας Γκεραίς, στη Βραζιλία το 1944. Ο Σεμπαστιάο ήταν ο μοναδικός γιος στην πολυπληθή του οικογένεια (είχε ακόμη 7 αδελφές) και ο κτηματίας πατέρας του φρόντισε, ώστε όλα του τα παιδιά να λάβουν πανεπιστημιακή μόρφωση. Ο Σεμπαστιάο σπούδασε οικονομικά στο Σάο Πάολο, εκεί όπου γνώρισε, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε την πανέμορφη Λέλια. Η βίαιη στρατιωτική δικτατορία της Βραζιλίας (1964 – 1985) και το έκρυθμο κλίμα της εποχής, οδήγησε το νεαρό ζευγάρι στο Παρίσι. Ο Σεμπαστιάο θα εγκατέλειπε με θλίψη την πολυαγαπημένη του πατρίδα, χωρίς τίποτα να τον προϊδεάζει για τις επισκέψεις που θα πραγματοποιούσε στη Βραζιλία στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον.




Η απόκτηση ενός διδακτορικού στον τομέα των Οικονομικών στο Παρίσι θα ανακοπτόταν από μια δελεαστική επαγγελματική πρόταση που του έγινε. Ο Σεμπαστιάο θα πήγαινε να δουλέψει,  σ’ έναν Διεθνή Οργανισμό Καφέ που είχε την έδρα του στο Λονδίνο. Η εργασία αυτή θα έδινε τη δυνατότητα στον Σεμπαστιάο να πραγματοποιήσει τα πρώτα του ταξίδια στην αφρικανική ήπειρο. Λίγο πριν φύγει, η Λέλια θα του έκανε δώρο μια φωτογραφική μηχανή για να απαθανατίζει τις αποστολές αυτές. Μέσα από μια τόσο τυχαία κίνηση, ο Σεμπαστιάο, θα ανακάλυπτε ένα καινούργιο πάθος το οποίο γρήγορα θα γινόταν εμμονή. Σε τέτοιο βαθμό, που θα του έδινε τη δυνατότητα να επανεξετάσει την επαγγελματική του επιλογή. Πράγματι, το 1973 ο Σεμπαστιάο με τη σύμφωνη γνώμη της Λέλια, θα εγκατέλειπε μια πολλά υποσχόμενη, σχεδόν εξασφαλισμένη καριέρα στον τομέα των οικονομικών για να αφοσιωθεί στη φωτογραφία. Τις διάσπαρτες ειδησεογραφικές αναθέσεις διαδέχθηκε αυτό που έμελλε να γίνει σήμα κατατεθέν του:  ένας ντοκιμαντερίστικος, νατουραλιστικός τρόπος καταγραφής της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας κάτω από την ομπρέλα μεγαλεπήβολων θεματικών ενοτήτων. Από το 1977 ως το 1984 ο Σεμπαστιάο, θα πραγματοποιούσε αλλεπάλληλα ταξίδια στην Λατινική Αμερική. Από τις παράκτιες πεδινές περιοχές της βορειοανατολικής Βραζιλίας θα βρεθεί στις κορυφές των Άνδεων, εκεί όπου συναντιούνται μεταξύ άλλων πέντε χωρών, η Χιλή και το Περού.



Στο οδοιπορικό αυτής της περιήγησης, θα βρεθούμε μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα, εκεί όπου o φακός του Σεμπαστιάο διεισδύει και συλλαμβάνει το αρχέγονο πνεύμα μιας ολόκληρης ηπείρου. Στα απομακρυσμένα χωριά των υψιπέδων, ο χρόνος κυλάει με τον δικό του νομοτελειακό τρόπο, δίνοντας την εντύπωση πως έχει από καιρό σταματήσει. Οι φωτογραφίες του Σεμπαστιάο εγκλωβίζουν τον αμετάβλητο χρόνο, στα ρυτιδιασμένα και ροζιασμένα πρόσωπα των γηγενών, στα ετοιμόρροπα παραπήγματα όπου διαμένουν, στις θρησκευτικές παραδόσεις και τα έθιμα των προγόνων, στις πενιχρές κοινωνικές εκδηλώσεις μιας επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας. Σε μια από αυτές τις κοινότητες, θα βιώσει την παιδική θνησιμότητα που μάστιζε εκείνο τον καιρό την περιοχή. Θα βρεθεί σ’ ένα σπίτι – μαγαζί όπου πουλάει τα πάντα, από παπούτσια και λαχανικά μέχρι παιδικά φέρετρα. Οι φωτογραφίες συλλαμβάνουν την ενδελεχή προετοιμασία τοποθέτησης ενός παιδιού σ’ ένα τέτοιο φέρετρο, μόνο που το παιδί αυτό πέθανε πολύ μικρό και δεν πρόλαβε να βαπτιστεί. Σύμφωνα με τις παραδόσεις της φυλής, το αδικοχαμένο παιδί κινδυνεύει να μείνει αιώνια στη λίμπο – στο ενδιάμεσο στάδιο των αμαρτωλών ψυχών. Γι’ αυτό και σε μια φωτογραφία τα μάτια του νεκρού αυτού παιδιού θα παραμείνουν ανοιχτά, για να βρει τον δρόμο του. Ο Σεμπαστιάο αιχμαλωτίζει τη μεταφυσική διαδρομή αυτής της ψυχής και μια υποδόρια μουσική εντείνει την επουράνια πορεία.




Το 1984, ο Σεμπαστιάο Σαλγκάδο, θα βρεθεί στην αφρικανική ήπειρο για να καταγράψει τις συνταρακτικές επιπτώσεις μιας κατακλυσμιαίου μεγέθους ξηρασίας, στη στεπική λωρίδα γης που ονομάζεται Σαχέλ. Για τις ανάγκες αυτής της φωτογράφισης θα επισκεφθεί το Τσαντ, την Αιθιοπία, το Μάλι και το Σουδάν. Εκεί, σε συνεργασία με τους Γιατρούς του Κόσμου, θα γνωρίσει την απόλυτη δυστυχία και τον ανθρώπινο αποτροπιασμό από κοντά. Εξαιτίας, της ακραίας ξηρασίας ή χρησιμοποιώντας το φυσικό αυτό φαινόμενο σαν πρόφαση, εκατομμύρια άνθρωποι απωθήθηκαν με βίαιο τρόπο από τις εμπόλεμες ζώνες (για παράδειγμα στο Τσαντ ή την Αιθιοπία) των ιδιαίτερων τους πατρίδων με αποτέλεσμα να βρουν αργό και βασανιστικό θάνατο στις αχανείς και άνυδρες εκτάσεις της αφρικανικής ερήμου. 




Η πείνα, η δίψα και οι μεταδοτικές ασθένειες θέρισαν τους υποσιτισμένους και αβοήθητους Αφρικανούς πρόσφυγες και ο Σεμπαστιάο αποτύπωσε αυτή την καταστροφή στον φωτογραφικό του φακό. Οι συγκλονιστικές φωτογραφίες που συνέλεξε ταξίδεψαν ανά τον κόσμο, μεταφέροντας με αυτό τον τρόπο την εικόνα ενός παράλληλου κόσμου που βρίσκεται στο ανεμπόδιστο χείλος της εξαθλίωσης και του θανάτου. Η θέα ενός πατέρα που κρατά τον σκελετωμένο του γιο δεν συγκλονίζει μόνο για την οικογενειακή αυτή τραγική στιγμή, ούτε γιατί κατά πάσα πιθανότητα και ο ίδιος θα απεβίωσε λίγο αργότερα αλλά για την ανατριχιαστική υποσημείωση από τον Σεμπαστιάο, πως ο πατέρας εναποθέτει βιαστικά και χωρίς καμία εθιμοτυπική διαδικασία το νεκρό του παιδί σε μια στοίβα από πτώματα άλλων ανθρώπων λίγο πριν καταλήξουν σε μια χωματερή που λειτουργεί σαν ομαδικός τάφος.
Ο τρόπος με τον οποίο παρατίθενται οι φωτογραφίες που επιλέχθηκαν από τους Βέντερς και Τζουλιάνο Ριμπέιρο, δεν προκαλεί μόνο κόμπο στο στομάχι αλλά και απερίφραστη ντροπή στους εφησυχασμένους θεατές. Ίσως γιατί, τρεις δεκαετίες μετά, η κατάσταση δεν δείχνει να έχει μεταβληθεί ιδιαίτερα στην εν λόγω περιοχή. Μπορεί οι φιλανθρωπικές οργανώσεις και οι εθελοντές να δίνουν καθημερινά μεγάλη μάχη, όμως, στην ουσία δεν έχει εγκαθιδρυθεί ακόμη ένα βιώσιμο και ανθρωπιστικό μοντέλο που να επιτρέπει στους κατοίκους των αφρικανικών χωρών να έχουν τα στοιχειώδη αγαθά. Ένα μοντέλο που να τους δίνει τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν και να εκμεταλλευθούν τα πλούσια κοιτάσματα της ηπείρου προς όφελος τους. Κατά πως φαίνεται, το αποικιοκρατικό παρελθόν της Δύσης, της δίνει το αδιάκριτο δικαίωμα να απομυζά τα προϊόντα αυτά και τι καλύτερο από το να εκλέγονται συνεχώς, διεφθαρμένες ή διχαστικές και αιμοδιψείς κυβερνήσεις. Ταυτόχρονα, χιλιάδες άνθρωποι εξακολουθούν να πεθαίνουν καθημερινά από υποσιτισμό, ενώ η πρόσφατη επανεμφάνιση του ιού του Έμπολα στη Δυτική Αφρική ήρθε για να επιβεβαιώσει το πόσο αβοήθητοι και περιορισμένοι είναι συγκριτικά με τους Ευρωπαίους ή Αμερικανούς πολίτες. Το συγκλονιστικό μα ειλικρινές πορτραίτο μιας τυφλής γυναίκας από το Μάλι, έρχεται για να υπενθυμίσει στον θεατή πως στην πραγματικότητα αυτός που είναι τυφλός και αξιολύπητος είναι ο ίδιος, αυτός που φοβάται να αντικρίσει την κτηνώδη του αλήθεια.





Η χειρονακτική εργασία αποτέλεσε το επόμενο σπουδαίο θέμα με το οποίο ασχολήθηκε ο Σεμπαστιάο, για τις ανάγκες του οποίου ταξίδεψε σε αγροτικές και βιομηχανικές περιοχές στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Μέρος αυτής της θεματολογίας αποτέλεσαν και οι χρυσωρύχοι, που είδαμε προηγουμένως. Μέσα από τις τραγικές και επίπονες συνθήκες εργασίας, ο Σεμπαστιάο επιχειρούσε να αναδείξει το πως οι εξαθλιωμένοι κάτοικοι των αναπτυσσόμενων κοινωνιών κινούν τον τροχό της καπιταλιστικής κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα αποκλείονται από αυτήν με το να μην μπορούν να γευθούν ή να καταναλώσουν τα πλεονασματικά της προϊόντα. Στο πλαίσιο αυτής της κατηγορίας υπάγονται και οι πυροσβέστες  που στάλθηκαν στον Πόλεμο του Κόλπου (1990 -1991) για να σβήσουν τις εκατοντάδες πυρκαγιές (σε 605 από τις 732 πετρελαιοπηγές) που προκάλεσαν τα ηττημένα ιρακινά στρατεύματα κατά την αποχώρηση τους από το Κουβέιτ. Οι εικόνες κατάσβεσης είναι εντυπωσιακές και οι μεγαλειώδεις εκρήξεις από τα φλεγόμενα κοιτάσματα ζωντανεύουν με τη συνοδεία κατάλληλης, εκκωφαντικής υπόκρουσης, πριν οι πυροσβέστες χαθούν κάτω από τόνους πετρελαίου.



Η βίαιη μετατόπιση των πληθυσμών, θα εμπνεύσει τον προτελευταίο θεματικό πυρήνα του Σεμπαστιάο. Η πείνα, η φτώχεια, οι φυσικές καταστροφές και οι πόλεμοι είναι μόνο μερικοί από τους λόγους που οδηγούν τους πληθυσμούς ολόκληρων κρατών (ιδίως του Τρίτου Κόσμου) στο δύσβατο και αβέβαιο μονοπάτι της μετανάστευσης και ο Σεμπαστιάο δεν χάνει ευκαιρία από το να αποτυπώσει με τον πιο παραστατικό τρόπο το κοινωνικό αυτό φαινόμενο. Για τις ανάγκες αυτού, θα κάνει ένα σύντομο πέρασμα και από τα γειτονικά Βαλκάνια, μόνο και μόνο, για να αντιληφθεί πως τέτοιες μετακινήσεις συμβαίνουν και επί ευρωπαϊκού εδάφους. Η αποσχιστική τάση της Κροατίας θα εδραιωθεί με την επικράτηση της στον πόλεμο με την Γιουγκοσλαβία (1991 -1995). Υπολογίζεται πως 200.000 Σέρβοι μετατοπίστηκαν βίαια από τα εδάφη της Κροατίας λίγο πριν το τέλος των εχθροπραξιών. Σε μια πολύ χαρακτηριστική φωτογραφία, ένα επιβατικό λεωφορείο που μετέφερε Σέρβους πρόσφυγες δέχθηκε τα δολοφονικά πυρά των Κροατών στρατιωτών. Ως εκ θαύματος, το νεαρό αγόρι που διακρίνεται πίσω από το θρυμματισμένο παράθυρο θα έχει διαφορετική τύχη από τον νεκρό επιβάτη του πίσω καθίσματος.




Τίποτα, όμως, δεν μπορεί να συγκριθεί με το αιματοκύλισμα που σημειώθηκε σε μια ακόμη αφρικανική χώρα, στη Ρουάντα. Μεταξύ του 1994 και του 1995, ο Σεμπαστιάο, θα βρεθεί στην πολύπαθη περιοχή για να καταγράψει τη μαζική δολοφονία (υπολογίζεται στο 1.000.000 ο αριθμός των νεκρών!) και τον κάθε άλλο παρά λυτρωτικό διωγμό της φυλής Τούτσι, από τους ομοεθνείς τους που άνηκαν στη φυλή Χούτου. Ο Σεμπαστιάο, βρέθηκε στον δρόμο των κατατρεγμένων Τούτσι και υπό την απειλή της εξαφάνισης των τελευταίων απαθανάτισε μερικές σοκαριστικές (ένα σχολείο γεμάτο κρανία συνηγορεί πως μετατράπηκε σε σφαγείο παιδικών αθώων ψυχών) και αγωνιώδεις στιγμές (οι Τούτσι στην προσπάθεια τους να διαφύγουν, εγκλωβίζονταν και έπεφταν διαρκώς θύματα της εκδικητικής μανίας και αγριότητας των Χούτου). 




Η γενοκτονία στη Ρουάντα, γίνεται ο αποχρωματισμένος – αιματοβαμμένος καμβάς στο ντοκιμαντέρ των Βέντερς και Τζουλιάνο, και οι κραυγές απόγνωσης του συγκεντρωμένου και αβοήθητου πλήθους σε κάποιο δάσος, συνοδεύουν για ώρες μετά την προβολή τον ψυχισμό του θεατή. Ο Σεμπαστιάο Σαλγκάδο, βούτηξε στη σκοτεινή, κατάμαυρη καρδιά του ανθρώπινου είδους και μέσα από την ιδιαίτερα επικίνδυνη αυτή κατάδυση δεν επέστρεψε σώος ούτε και ο ίδιος. Όλα όσα αποτρόπαια είδε και κατέγραψε με τον φακό του, ο Σεμπαστιάο, δοκίμασαν και τελικά ισοπέδωσαν τα ανθρώπινα όρια της πολιτισμένης του αντίληψης.





Στις αρχές της νέας χιλιετίας, ο Σεμπαστιάο, θα εγκαταλείψει την τυφλή του αφοσίωση και εξειδίκευση στο αναγνωρισμένο είδος της κοινωνικής φωτογραφίας. Προηγουμένως, όμως, θα έχει φροντίσει να αφήσει για παρακαταθήκη εκατοντάδες αξιομνημόνευτες εικόνες, οι οποίες μέσα από την τόσο ξεχωριστή οπτική τους αλλά και την απερίφραστη αλήθεια που κουβαλούν, επηρέασαν και εξακολουθούν να αποτελούν πηγή έμπνευσης για κάθε επίδοξο φωτογράφο. Ο Σεμπαστιάο, θα στραφεί σ’ ένα ολότελα ανεξερεύνητο για τον ίδιο είδος και μέσα από την εποικοδομητική γνωριμία του με αυτό, σταδιακά θα ανακτήσει τη χαμένη του πίστη στον κόσμο. 



Η περιβαλλοντική φωτογραφία (ζώα, φυτά, δέντρα αλλά και φυλές που ζουν ακόμη σε απόλυτη αρμονία με αυτά) θα γίνει το νέο, εντυπωσιακό πεδίο δράσης και ο Σεμπαστιάο θα πραγματοποιήσει έναν καινούριο κύκλο ταξιδιών, στην προσπάθεια του να συλλάβει κάτι από την ασύλληπτη ομορφιά και τη μοναδικότητα αυτού του πλανήτη. Με τη Γένεση, όπως ευστόχως ονόμασε τη φωτογραφική αυτή ενότητα, ο Σεμπαστιάο επιχειρεί να καταγράψει ότι διασώζεται και εξακολουθεί να παραμένει σε άριστη κατάσταση, παρά την ιδιαίτερα αυτοκαταστροφική και απερίσκεπτη μανία της ανθρώπινης δραστηριότητας.





Μέσα από το δικό του οπτικό αισθητήριο, ο Σεμπαστιάο, επιχειρούσε να ευαισθητοποιήσει και να κινητοποιήσει την ανθρωπότητα, προκειμένου να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των οικοσυστημάτων αυτών. Τέτοια θα ήταν η επίδραση αυτού του νέου και πιο αισιόδοξου κύκλου φωτογραφιών, που ο Σεμπαστιάο μαζί με τη σύζυγο του Λέλια θα επέκτειναν τις περιβαλλοντολογικές δραστηριότητες του ινστιτούτου με την ονομασία ‘Γη’. Μέρος του ινστιτούτου αυτού, θα γινόταν και η σταδιακή αποκατάσταση της φυσιογνωμίας της πατρικής φάρμας του Σεμπαστιάο. Οι καταπράσινες εκτάσεις του παρελθόντος είχαν δώσει τη θέση τους σε ένα αποξηραμένο και αποψιλωμένο τοπίο, όταν ο Σεμπαστιάο και η Λέλια είχαν τη μεγαλεπήβολη ιδέα να ξαναδημιουργήσουν ένα καταπράσινο τροπικό δάσος στην κοιλάδα του ποταμού Ντόλτσε. Δεκαπέντε χρόνια μετά την πρώτη δενδροφύτευση με μια επιλογή από δέντρα και φυτά εφάμιλλα με αυτά που προϋπήρχαν, το πρωτοποριακό αυτό αναδασωτέο εγχείρημα έχει αποδώσει καρπούς για τον τοπικό πληθυσμό. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που αποτελεί ένα υποδειγματικό και ολοκληρωμένο παράδειγμα για το πως μπορούν να αξιοποιηθούν και να αποκατασταθούν αντίστοιχα περιβάλλοντα σε πανεθνική εμβέλεια. Μια ανεκτίμητης σημασίας κληρονομιά για πολλές γενιές ακόμα που επιβάλλεται να ακολουθηθεί.


παιδί εργαζόμενος στη φυτεία τσαγιού mata.child worker at the mata tea plantation-sebastio salgado

Ο Τζουλιάνο Ριμπέιρο με την αμέριστη αρωγή και ικανότητα του Βιμ Βέντερς, συνθέτει μια κινηματογραφική ωδή για τον πατέρα του, ένα γράμμα αγάπης προς τον άνθρωπο που δεν γνώρισε. Ο Τζουλιάνο Ριμπέιρο, μεγάλωσε με έναν πατέρα ο οποίος ήταν διαρκώς απών και αυτή η απουσία γίνεται ιδιαίτερα αισθητή κατά την παρακολούθηση του συγκεκριμένου ντοκιμαντέρ. Για τις ανάγκες του τελευταίου θα ταξιδέψει και θα χαθεί μαζί του σε πολλά μέρη του κόσμου: από κάποια βορειοανατολική περιοχή της παραθαλάσσιας και αχανούς Ρωσίας για τη φωτογράφιση θαλάσσιων ελεφάντων, μέχρι τα καταπράσινη και μαγευτικά δάση της Ινδονησίας για την οπτική καταγραφή μιας σχεδόν εξαφανισμένης και αρχέγονης φυλής.




 Μέσα από τα διερευνητικά αυτά ταξίδια, ο Τζουλιάνο Ριμπέιρο, προσπαθεί να κατανοήσει και να προσεγγίσει τον φωτογράφο – πατέρα του (χαρακτηριστικές οι στιγμές που φωτογραφίζει ο ίδιος ο γιος τον πατέρα), προσπαθεί να αναπληρώσει τον χαμένο χρόνο.





Προηγουμένως, οι φωτογραφίες που έχει συγκεντρώσει ο ίδιος ο Σεμπαστιάο, είναι αυτές ακριβώς που επιτυγχάνουν περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο τρόπο να εξηγήσουν όχι μόνο την τόσο ξεχωριστή οπτική του αλλά και τον ευσυνείδητο άνθρωπο που κρύβεται πίσω από κάθε μοναδική λήψη. Στις πιο απομακρυσμένες περιοχές, κάτω από τις πιο ακραίες και αντίξοες συνθήκες που συνέλαβε ποτέ ο φωτογραφικός φακός βρίσκεται ο άνθρωπος που ο Τζουλιάνο τόσο αποζητά. Ο ίδιος ο Σεμπαστιάο, καθ’ όλη τη διάρκεια του ντοκιμαντέρ, εμφανίζεται σε πρώτο πλάνο ή ακούγεται να μιλάει σε πρώτο πρόσωπο για να τις αναλύσει. Σε αρκετές περιπτώσεις, μάλιστα, είναι τέτοια η δύναμη των  εικόνων μα και η αλήθεια των συνοδευτικών υποσημειώσεων που το κάνει να φαίνεται βαθιά συγκινητικό. 



Ταυτόχρονα, η αντιπροσωπευτική επιλογή των φωτογραφιών από τους δημιουργούς του ντοκιμαντέρ, κρίνεται εξαιρετική, όχι μόνο για την καλλιτεχνική ποιότητα αυτών αλλά και γιατί καταφέρνει να διαπεράσει σημαντικούς σταθμούς από έναν πραγματικά τεράστιο όγκο ανυπέρβλητης δουλειάς. Ο ασυνήθιστος μα απόλυτα ενδεδειγμένος τρόπος με τον οποίο, ο ήχος, τα ηχητικά εφέ και η μουσική υπογραμμίζουν ή συμπληρώνουν όλα όσα οι εικόνες δεν μπορούν να πουν και όλα εκείνα που απαιτούνται για να υποστηρίξουν τη φωτογραφική στατικότητα, ολοκληρώνουν ένα καταπληκτικό και αξιοσημείωτα βιωματικό ντοκιμαντέρ. 
Το ‘Αλάτι της Γης’ μέσα από μια ευρηματική σκηνοθετική αντιμετώπιση παρουσιάζει το εντυπωσιακό φωτογραφικό χρονικό μιας σπουδαίας προσωπικότητας, αυτής που μπόρεσε να παγώσει στον αποκαλυπτικό της φακό, τις κοινωνικοπολιτικές και περιβαλλοντολογικές επιπτώσεις ενός απάνθρωπου και σαθρού οικονομικού συστήματος.



ΠΗΓΕΣ

mixanitouxronou.gr
tff.gr
fouagie.gr
rarehistoricalphotos.com
en.wikipedia.org/wiki/Serra_Pelada_(film)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου